Παντελής Καψής - «Η Πτώση»: Το pasokification ξεκίνησε στις εσωκομματικές του 2007
14.02.2023
13:49
Με το βιβλίο του, ο γνωστός δημοσιογράφος περιγράφει την κατάρρευση της Κεντροαριστεράς εν καιρώ μνημονίων
Τα αίτια του λεγόμενου pasokification -του όρου που επικράτησε διεθνώς για να περιγράψει την εν μέσω μνημονίων κατάρρευση του ΠΑΣΟΚ από το 44% στις εκλογές του 2009 στο 4,7% στις πρώτες κάλπες του 2015 φέρνοντας τον ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση- αναζητεί ο δημοσιογράφος Παντελής Καψής με το βιβλίο του «Η Πτώση - 2011: Το έτος μηδέν της κεντροαριστεράς». H παρουσίαση του βιβλίου έγινε τη Δευτέρα στο Public Café του Συντάγματος, παρουσία της προέδρου της Δημοκρατίας Κατερίνας Σακελλαροπούλου και πλήθους κόσμου.
Δείτε την εκδήλωση για την παρουσίαση του βιβλίου:
Μέσα από βιωματικές αναφορές -έχει διατελέσει διευθυντής στα «ΝΕΑ» και στο «ΒΗΜΑ» - ο κ. Καψής καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η αρχή της «Πτώσης» πρέπει να αναζητηθεί στον άγριο εσωκομματικό πόλεμο του 2007, στην «ανοικτή» εκλογή ηγεσίας μετά από τη δεύτερη ήττα του Γιώργου Παπανδρέου από τον Κώστα Καραμανλή: «H σύγκρουση του Γιώργου με τον Βενιζέλο και τον Σημίτη μου είχε φανεί τότε ότι ήταν ένα ακόμα επεισόδιο στην ταραγμένη εσωκομματική ιστορία του ΠΑΣΟΚ. Σήμερα πιστεύω ότι έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην κατάρρευση της κυβέρνησης Παπανδρέου το 2011» γράφει χαρακτηριστικά.
Η επικράτηση των «κηπουρών»
«Θέσεις για τον Ευάγγελο Βενιζέλο, τον Κώστα Σκανδαλίδη και τον Πέτρο Ευθυμίου δεν είχαν προβλεφθεί όταν άρχισε το Συνέδριο του ΠΑΣΟΚ. Αντιθέτως οι οργανωτές είχαν μεριμνήσει για τη θέση της κ. Αλεξίας Παπανδρέου, συζύγου του πρίγκιπος Νικολάου των Παπανδρέου, στη δεύτερη σειρά με τους επισήμους». Η «Πανδώρα» του «Βήματος» αντιμετώπισε με ιδιαίτερα σκωπτικό τρόπο τις προτεραιότητες της ταξιθεσίας στο συνέδριο του 2008.
Ηταν πιθανότατα ένα τυχαίο γεγονός, μια από εκείνες τις συμπτώσεις ωστόσο που αντανακλούν την πραγματικότητα. Μετά από την εκλογή του Γιώργου, η κομματική επετηρίδα είχε καταργηθεί και κορυφαία στελέχη είχαν μπει στον πάγο. Αυτό φάνηκε ιδιαίτερα στη σύνθεση του Πολιτικού Συμβουλίου το οποίο σχηματίστηκε μετά τη θριαμβευτική επικράτηση του Γιώργου στις εσωκομματικές εκλογές. Αποκλείστηκαν όλοι όσοι είχαν υπηρετήσει σε κυβερνητικές θέσεις.
Ετσι συγκροτήθηκε ένα όργανο με στελέχη που είχαν μικρή πείρα αλλά και περιορισμένη πολιτική βαρύτητα. Το σημαντικό, ωστόσο, ήταν ότι ο Γιώργος, με αυτή την κίνηση, έδειξε ότι δεν ενδιαφερόταν να πάρει μια ενωτική πρωτοβουλία. Αντιθέτως φάνηκε να έχει σαν πρώτη προτεραιότητα να διασφαλίσει τον προσωπικό του έλεγχο στο κόμμα, ακόμα και αν με τις επιλογές του θα μπορούσε να κατηγορηθεί ότι κινείται ρεβανσιστικά.
Κι αυτό δεν αφορούσε μόνο τους βενιζελικούς αλλά και τα στελέχη του λεγόμενου «τρίτου πόλου», τα περισσότερα από τα οποία τον είχαν υποστηρίξει. Στελέχη όπως ο Θεόδωρος Πάγκαλος, η Αννα Διαμαντοπούλου, ο Μιχάλης Χρυσοχοΐδης ή ο Πέτρος Ευθυμίου, τα οποία εξέφρασαν την «απογοήτευσή τους» από τη στάση του. Αξιοποιήθηκαν αργότερα στην κυβέρνηση, έμειναν ωστόσο μακριά από τον πυρήνα των αποφάσεων, με εξαίρεση ίσως τον Θεόδωρο Πάγκαλο.
Ειδικά τον Βαγγέλη Βενιζέλο φρόντισε να τον ταπεινώσει και να τον υποχρεώσει να ανακαλέσει την απόφασή του να συγκροτήσει «Ομιλο Προβληματισμού» υπό την απειλή διαγραφής. Κίνηση που κάποια χρόνια αργότερα ο Βενιζέλος χαρακτήρισε «θεσμικά χυδαία, αντιδημοκρατική και βάρβαρη». Ο ίδιος ο Γιώργος είχε καλύψει την πρωτοβουλία του υπό τον μανδύα της απαλλαγής του κόμματος από την «κυβερνησιμότητα».
Μια προσπάθεια ανανέωσης της εικόνας δηλαδή που όμως δεν υποστηρίχθηκε από την ανάδειξη των κατάλληλων στελεχών. Η σύγκρουση του Γιώργου με τον Βενιζέλο και τον Σημίτη μου είχε φανεί τότε ότι ήταν ένα ακόμα επεισόδιο στην ταραγμένη εσωκομματική ιστορία του ΠΑΣΟΚ. Σήμερα πιστεύω ότι έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην κατάρρευση της κυβέρνησης Παπανδρέου το 2011.
Η μεθόδευση Σημίτη για τη διαδοχή του
Δείτε την εκδήλωση για την παρουσίαση του βιβλίου:
Μέσα από βιωματικές αναφορές -έχει διατελέσει διευθυντής στα «ΝΕΑ» και στο «ΒΗΜΑ» - ο κ. Καψής καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η αρχή της «Πτώσης» πρέπει να αναζητηθεί στον άγριο εσωκομματικό πόλεμο του 2007, στην «ανοικτή» εκλογή ηγεσίας μετά από τη δεύτερη ήττα του Γιώργου Παπανδρέου από τον Κώστα Καραμανλή: «H σύγκρουση του Γιώργου με τον Βενιζέλο και τον Σημίτη μου είχε φανεί τότε ότι ήταν ένα ακόμα επεισόδιο στην ταραγμένη εσωκομματική ιστορία του ΠΑΣΟΚ. Σήμερα πιστεύω ότι έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην κατάρρευση της κυβέρνησης Παπανδρέου το 2011» γράφει χαρακτηριστικά.
Η επικράτηση των «κηπουρών»
«Θέσεις για τον Ευάγγελο Βενιζέλο, τον Κώστα Σκανδαλίδη και τον Πέτρο Ευθυμίου δεν είχαν προβλεφθεί όταν άρχισε το Συνέδριο του ΠΑΣΟΚ. Αντιθέτως οι οργανωτές είχαν μεριμνήσει για τη θέση της κ. Αλεξίας Παπανδρέου, συζύγου του πρίγκιπος Νικολάου των Παπανδρέου, στη δεύτερη σειρά με τους επισήμους». Η «Πανδώρα» του «Βήματος» αντιμετώπισε με ιδιαίτερα σκωπτικό τρόπο τις προτεραιότητες της ταξιθεσίας στο συνέδριο του 2008.
Ηταν πιθανότατα ένα τυχαίο γεγονός, μια από εκείνες τις συμπτώσεις ωστόσο που αντανακλούν την πραγματικότητα. Μετά από την εκλογή του Γιώργου, η κομματική επετηρίδα είχε καταργηθεί και κορυφαία στελέχη είχαν μπει στον πάγο. Αυτό φάνηκε ιδιαίτερα στη σύνθεση του Πολιτικού Συμβουλίου το οποίο σχηματίστηκε μετά τη θριαμβευτική επικράτηση του Γιώργου στις εσωκομματικές εκλογές. Αποκλείστηκαν όλοι όσοι είχαν υπηρετήσει σε κυβερνητικές θέσεις.
Ετσι συγκροτήθηκε ένα όργανο με στελέχη που είχαν μικρή πείρα αλλά και περιορισμένη πολιτική βαρύτητα. Το σημαντικό, ωστόσο, ήταν ότι ο Γιώργος, με αυτή την κίνηση, έδειξε ότι δεν ενδιαφερόταν να πάρει μια ενωτική πρωτοβουλία. Αντιθέτως φάνηκε να έχει σαν πρώτη προτεραιότητα να διασφαλίσει τον προσωπικό του έλεγχο στο κόμμα, ακόμα και αν με τις επιλογές του θα μπορούσε να κατηγορηθεί ότι κινείται ρεβανσιστικά.
Κι αυτό δεν αφορούσε μόνο τους βενιζελικούς αλλά και τα στελέχη του λεγόμενου «τρίτου πόλου», τα περισσότερα από τα οποία τον είχαν υποστηρίξει. Στελέχη όπως ο Θεόδωρος Πάγκαλος, η Αννα Διαμαντοπούλου, ο Μιχάλης Χρυσοχοΐδης ή ο Πέτρος Ευθυμίου, τα οποία εξέφρασαν την «απογοήτευσή τους» από τη στάση του. Αξιοποιήθηκαν αργότερα στην κυβέρνηση, έμειναν ωστόσο μακριά από τον πυρήνα των αποφάσεων, με εξαίρεση ίσως τον Θεόδωρο Πάγκαλο.
Ειδικά τον Βαγγέλη Βενιζέλο φρόντισε να τον ταπεινώσει και να τον υποχρεώσει να ανακαλέσει την απόφασή του να συγκροτήσει «Ομιλο Προβληματισμού» υπό την απειλή διαγραφής. Κίνηση που κάποια χρόνια αργότερα ο Βενιζέλος χαρακτήρισε «θεσμικά χυδαία, αντιδημοκρατική και βάρβαρη». Ο ίδιος ο Γιώργος είχε καλύψει την πρωτοβουλία του υπό τον μανδύα της απαλλαγής του κόμματος από την «κυβερνησιμότητα».
Μια προσπάθεια ανανέωσης της εικόνας δηλαδή που όμως δεν υποστηρίχθηκε από την ανάδειξη των κατάλληλων στελεχών. Η σύγκρουση του Γιώργου με τον Βενιζέλο και τον Σημίτη μου είχε φανεί τότε ότι ήταν ένα ακόμα επεισόδιο στην ταραγμένη εσωκομματική ιστορία του ΠΑΣΟΚ. Σήμερα πιστεύω ότι έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην κατάρρευση της κυβέρνησης Παπανδρέου το 2011.
Η μεθόδευση Σημίτη για τη διαδοχή του
Ενα πρόσθετο στοιχείο που οδήγησε στη ρήξη του 2007 ήταν ο τρόπος που μεθόδευσε ο Σημίτης τη διαδοχή του. Παραβιάζοντας κάθε έννοια εσωκομματικής δημοκρατίας, είχε χρίσει τον Γιώργο Παπανδρέου αρχηγό του ΠΑΣΟΚ. Είχε δικαιολογήσει την απόφασή του με αναφορά στις δημοσκοπήσεις που έφεραν τον Γιώργο να κερδίζει τις εκλογές σε μια αναμέτρηση με τον Καραμανλή.
Ηταν μια απόφαση την οποία τελικά την πλήρωσε ακριβά το ΠΑΣΟΚ. Κι αυτό επειδή οι ρίζες της ρήξης στις σχέσεις μεταξύ των δύο ανδρών θα μπορούσαν να αναζητηθούν στον ίδιο τον τρόπο με τον οποίο έγινε η διαδοχή. Εχουν αποκαλέσει σιδηρούν νόμο της πολιτικής την αμοιβαία αντιπαλότητα του αρχηγού ενός κόμματος προς τον προκάτοχό του. Ο πρώτος προσπαθεί να απογαλακτιστεί από την κηδεμονία του δεύτερου, ο οποίος με τη σειρά του θέλει να συνεχιστεί και να δικαιωθεί το έργο του.
Στην περίπτωση της διαδοχής Σημίτη, αυτό ίσχυε ακόμα περισσότερο. Ο Γιώργος ήταν εκ των πραγμάτων αρχηγός χωρίς νομιμοποίηση, καθώς ήταν οιονεί διορισμένος. Προσπάθησε να την αποκτήσει εκ των υστέρων με τη δημοψηφισματική εκλογή του, όπου όμως δεν είχε αντίπαλο. Ετσι σε όλη τη διάρκεια της πρώτης θητείας του, ως το 2007, αν και κανείς επίδοξος δελφίνος δεν το αμφισβήτησε ανοιχτά, ήταν αντιμέτωπος με την υπόγεια αμφισβήτηση των ικανοτήτων του.
Πόσο μάλλον που ξεκίνησε με μια ήττα στις εθνικές εκλογές του 2004. Ως εκ τούτου, ήθελε πολύ να δώσει το δικό του στίγμα στο κόμμα, να αποδείξει ότι δεν ήταν το παιδί του Σημίτη. Ο Σημίτης πάλι χρίζοντάς τον διάδοχο, στην πραγματικότητα σηματοδοτούσε την επιθυμία του να παραμείνει πολιτικά ενεργός. Επέβαλε, για ένα μεταβατικό έστω διάστημα, τη δυαρχία στο κόμμα που ο ίδιος είχε αρνηθεί το 1996. Μπορεί στις προθέσεις του να ήταν μια ομαλή μετάβαση, όπως έγινε στη Γερμανία με τη Μέρκελ.
Η πολιτική παράδοση της Ελλάδας όμως είναι πολύ διαφορετική. Η διαδικασία της διαδοχής είχε και άλλη μια παρενέργεια. Κράτησε ζωντανές τις φιλοδοξίες των υπόλοιπων διεκδικητών. Ο μόνος που εξέφρασε ανοιχτά τη διαφωνία του ήταν ο Βαγγέλης Βενιζέλος, ο οποίος μίλησε για «πριγκιπική διαδοχή». Σίγουρα θεώρησε τον εαυτό του αδικημένο κι ήταν βέβαιο πως αν και όταν θα του δινόταν η ευκαιρία, θα επιδίωκε την δικαίωσή του. Αυτό έγινε το 2007.
Το «Λεφτά υπάρχουν» είχε παρελθόν
Οταν ο Γιώργος Παπανδρέου είπε για πρώτη φορά το «Λεφτά υπάρχουν», η αναφορά του πέρασε σχεδόν απαρατήρητη. Στις περισσότερες εφημερίδες που κάλυψαν τη συγκέντρωση του ΠΑΣΟΚ στην Κοζάνη, τον Σεπτέμβριο του 2009, η φράση δεν υπήρχε καν στα κείμενα των ρεπορτάζ. Ισως γιατί φάνηκε να αναφέρεται σε κονδύλια της Ενωσης τα οποία θα μπορούσε να διεκδικήσει η χώρα. Την επανέλαβε ωστόσο τρεις ημέρες αργότερα στη Διεθνή Εκθεση της Θεσσαλονίκης.
Αυτή τη φορά απαντούσε σε ευθεία ερώτηση του Γιώργου Παπαχρήστου των «Νέων» για το πού θα έβρισκε τα χρήματα για να χρηματοδοτήσει τις παροχές που υποσχέθηκε. Δεν αρκέστηκε μάλιστα στο «Λεφτά υπάρχουν» αλλά προχώρησε και σε μια αναλυτική αναφορά για το πού θα βρεθούν. Από την καταπολέμηση της «τεράστιας σπατάλης», τους «ανείσπραχτους φόρους», τις «χαριστικές πράξεις», όπως οι ασφαλιστικές εισφορές των τραπεζών που κοστίζουν 5 δισ., το φορολογικό σύστημα που χαρίζει 1 δισ. σε «μεγαλομετόχους», τις «400 επιτροπές» που έστησε η κυβέρνηση και κοστίζουν 2 δισ., τις «εκατοντάδες χιλιάδες» ρουσφετολογικές προσλήψεις και φυσικά από την καθιέρωση ενός «δίκαιου» φορολογικού συστήματος που θα εισφέρει έσοδα χωρίς να επιβαρυνθούν η «μεσαία τάξη και οι χαμηλόμισθοι».
Ούτε αυτή τη φορά όμως οι εφημερίδες έδωσαν ιδιαίτερη σημασία στη συγκεκριμένη φράση. Ο λόγος είναι απλός: ουδείς την πήρε στα σοβαρά. Θεωρήθηκε μια κλασική υπεκφυγή ενός πολιτικού ο οποίος στην πραγματικότητα δεν είχε την παραμικρή διάθεση να γίνει συγκεκριμένος λίγες ημέρες πριν από τις εκλογές. Επαναλάμβανε γνωστά κλισέ που ακούγονται ωραία στα αυτιά.
Οταν θα υπογραφεί όμως το πρώτο μνημόνιο, η διατύπωση αυτή του Γιώργου θα χρησιμοποιηθεί εναντίον του. Κατά τους επικριτές του, αποδείκνυε ότι κέρδισε τις εκλογές υιοθετώντας κλασικές συνταγές λαϊκισμού. Εδωσε υποσχέσεις τις οποίες δεν θα μπορούσε να κρατήσει, καθώς βρίσκονταν σε απόλυτη αναντιστοιχία με την κατάσταση της οικονομίας. Ο ίδιος ο Γιώργος είχε δικαιολογηθεί υποστηρίζοντας ότι η φράση του είχε απομονωθεί και δεν είχαν ληφθεί υπόψη οι προϋποθέσεις που έθετε.
Ομως σε συνδυασμό με την ερώτηση, είναι σαφές ότι αυτό δεν ισχύει. Είχε πει ότι λεφτά υπήρχαν για να χρηματοδοτηθούν οι παροχές που υποσχόταν. Οχι ότι θα γίνουν οι παροχές αν και όταν βρεθούν τα λεφτά. Στη συγκεκριμένη περίπτωση μάλιστα ισχύει το εξ όνυχος τον λέοντα. Είναι σαφές ότι καθώς πλησίαζαν οι εκλογές του 2009, το ΠΑΣΟΚ είχε επιδοθεί σε μια πλειοδοσία υποσχέσεων. Ο πρώην υπουργός Μιλτιάδης Παπαϊωάννου στο βιβλίο του για την περίοδο της κρίσης γράφει χαρακτηριστικά: «Το πρόγραμμα περιελάμβανε και τις παραδοσιακές συνταγές των υποσχέσεων και της παροχολογίας... Ο λαός δικαιολογημένα προσδοκούσε ότι με το ΠΑΣΟΚ θα έρχονταν καλύτερες μέρες».
Η αμφιθυμία του Γιώργου Παπανδρέου
Αξίζει να επισημανθεί ότι στις αρχές Δεκεμβρίου και εν όψει της Συνόδου Κορυφής, ο Γιώργος Παπανδρέου φάνηκε να κατανοεί τη σοβαρότητα της κατάστασης. Μιλώντας στο υπουργικό συμβούλιο χρησιμοποίησε δραματική γλώσσα λέγοντας ότι «το δημοσιονομικό πρόβλημα απειλεί την εθνική κυριαρχία». Προς στιγμή φάνηκε ότι κάτι άλλαζε. Τα «Νέα» κυκλοφόρησαν την επομένη με τίτλο «Στροφή Γιώργου για νέα σκληρά μέτρα». Το κλίμα ήταν πολύ βαρύ για την Ελλάδα. Ολοι σχεδόν οι οίκοι, ο ένας μετά τον άλλον, είχαν υποβαθμίσει την πιστοληπτική ικανότητα της χώρας και των τραπεζών.
Τα σπρεντ είχαν πάρει την ανηφόρα επιβαρύνοντας με αρκετά δισεκατομμύρια την εξυπηρέτηση του δημόσιου χρέους. Στον διεθνή Τύπο υπήρχε μπαράζ δημοσιευμάτων για την πιθανότητα χρεοκοπίας. Οι «Financial Times» αποκαλούσαν την Ελλάδα «παρία» για τους επενδυτές ενώ η «Liberation» τη χαρακτήριζε «Lehman Brothers της Ευρώπης» και αναρωτιόταν αν θα παρέμενε στο ευρώ και το 2010. Γερμανικές διπλωματικές πηγές εξάλλου, την προηγουμένη της Συνόδου, υποστήριζαν ότι «η ελληνική κυβέρνηση δεν έχει τηρήσει τις υποσχέσεις της για τη λήψη των αναγκαίων μέτρων».
Παρά τις πιέσεις, μετά τη Σύνοδο, ο Γιώργος Παπανδρέου επέστρεψε στην ήπια προσαρμογή. «Θα υπάρξουν σκληρά μέτρα αλλά απέναντι στη διαφθορά όχι στον μισθωτό. Δεν θα την πληρώσει ο κοσμάκης». (Τα Νέα, 12/12/2009) Και κάλεσε τους πολίτες να μην πιστεύουν «αναλύσεις για μέτρα που δήθεν πρόκειται να πάρουμε». Είχε προηγηθεί η οδηγία στον κυβερνητικό εκπρόσωπο να διαψεύσει «Τα Νέα» που είχαν κυκλοφορήσει με αυτόν τον τίτλο.
Ηταν φανερό πως η πλάστιγγα είχε γείρει σε βάρος του Παπακωνσταντίνου. Η μόνη αναθεώρηση που έγινε στο Πρόγραμμα Σταθεροποίησης που κατατέθηκε τον Ιανουάριο ήταν μια μικρή αύξηση, κατά 0,4 μονάδες του ΑΕΠ, στον στόχο μείωσης του ελλείμματος. Πολύ μακριά δηλαδή από τα μέτρα που ζητούσαν οι εταίροι. «Υπεραισιόδοξο» το πρόγραμμα, ήταν η χαρακτηριστική αντίδραση από τις Βρυξέλλες την ώρα κατά την οποία στους «Financial Times» ο τίτλος ήταν «Η Ελλάδα στον δρόμο της Αργεντινής».
Εκείνες τις ημέρες θυμάμαι τηλεφώνησα γεμάτος αγωνία στον Χάρη Παμπούκη για να τον ρωτήσω πότε επιτέλους θα έπαιρναν σοβαρά μέτρα. Δεν το έκανα για το ρεπορτάζ, ήθελα περισσότερο να του εκφράσω τον φόβο που είχαμε πια όλοι στην εφημερίδα για το πού πηγαίναμε. Η απάντησή του με άφησε άφωνο. «Παντελή», μου είπε, «είναι δύο αφηγήσεις που τις ακούω ισότιμα!» Η κρίση της χώρας είχε γίνει αφήγημα. Ομολογώ ότι έκτοτε δεν τον ξαναπήρα στο τηλέφωνο.
Αξίζει να σημειωθεί ότι την ίδια εποχή είχε εκδηλωθεί και η κρίση στην Ιρλανδία. Τα μέτρα της ιρλανδικής κυβέρνησης ωστόσο ήταν πολύ πιο σκληρά, περιλάμβαναν ανάμεσα σ’ άλλα και την περικοπή των μισθών στο δημόσιο κατά 5% ως 15%. Στην εφημερίδα τούς είχαμε αφιερώσει μια σελίδα με τίτλο «Το ιρλανδικό μάθημα». Προφανώς εις μάτην. Στην Ευρώπη πάντως η διαφορά στην αντίδραση των δύο κυβερνήσεων έβγαζε μάτι.
Αν είμαι εγώ το πρόβλημα...
Η 15η Ιουνίου του 2011 αποδείχθηκε μια κρίσιμη ημέρα στον σύντομο βίο της κυβέρνησης του Γιώργου Παπανδρέου. Αν κάποιος θα ήθελε να εντοπίσει την ακριβή χρονική στιγμή μετά από την οποία ξεκίνησε κι έγινε αναπόφευκτη η κατάρρευση του ΠΑΣΟΚ, τότε ασφαλώς η συγκεκριμένη ημερομηνία θα έθετε ισχυρή υποψηφιότητα. Εκείνη την ημέρα ο Γιώργος πρότεινε στον Αντώνη Σαμαρά τον σχηματισμό κυβέρνησης εθνικής ενότητας για να αντιμετωπίσει την κρίση.
Οπως έγινε γνωστό μάλιστα, στη διάρκεια της συνομιλίας τους, είπε ότι «αν είμαι εγώ το πρόβλημα, να κάνω στην άκρη». Η πρωτοβουλία του Γιώργου απέτυχε. Ο πολιτικός της αντίκτυπος, ωστόσο, έγινε άμεσα κατανοητός. «Το ΠΑΣΟΚ δεν μπορεί να κυβερνήσει» δήλωσε μετά το ναυάγιο ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης ζητώντας, για πρώτη φορά, τη διεξαγωγή εκλογών. Η πρόβλεψή του θα δικαιωθεί λίγους μήνες αργότερα, όταν οι βουλευτές του ΠΑΣΟΚ ουσιαστικά υποχρέωσαν τον Γιώργο να παραιτηθεί.
Και γι’ αυτούς όμως η αιφνιδιαστική κίνηση του Γιώργου άνοιξε διάπλατα τις πόρτες της αμφισβήτησης. Την εξέλαβαν ως ένα σαφές σήμα ότι η κυβέρνηση και ο πρωθυπουργός προσωπικά είχαν εξαντλήσει τις αντοχές τους. Ο ανασχηματισμός που ακολούθησε δημιούργησε προσωρινά την ελπίδα ότι κάτι θα άλλαζε, γρήγορα ωστόσο διαψεύστηκε.
Οι φωνές στο εσωτερικό της Κοινοβουλευτικής Ομάδας για λύση εκτόνωσης και για τον σχηματισμό κυβέρνησης εθνικής ενότητας άρχισαν να πυκνώνουν. Η πρόταση στον Αντώνη Σαμαρά έγινε με τον κλασικό παρορμητικό τρόπο του Γιώργου. Που πάει να πει ήταν μια απόφαση σχεδόν της στιγμής, την οποία αγνοούσαν ακόμα και οι πιο στενοί του συνεργάτες... Δεν είναι παράξενο ότι απέτυχε.
Μέτρα χωρίς τον Παπανδρέου
Μετά ήρθε το επόμενο πακέτο μέτρων, πιο σκληρό αυτό, στις αρχές Μαρτίου. Οι αποφάσεις, οι οποίες αφορούσαν την περικοπή των δώρων Πάσχα και Χριστουγέννων, καθώς και του επιδόματος αδείας, πάρθηκαν σε δύο ad hoc μαραθώνιες συνεδριάσεις, οι οποίες στη συνέχεια ενώθηκαν. Η πρώτη έγινε στη Βουλή, στο γραφείο του κοινοβουλευτικού εκπροσώπου Χρήστου Παπουτσή, και η δεύτερη στο γραφείο του αντιπροέδρου Θεόδωρου Πάγκαλου. Αυτή τη φορά, πέρα από τους συνήθεις, συμμετείχαν τόσο ο Ανδρέας Λοβέρδος όσο και ο Βαγγέλης Βενιζέλος. Απουσίαζε ωστόσο ο Γιώργος Παπανδρέου παρά το ότι σε αυτές προσδιορίστηκε το ύψος των περικοπών!
Μια άχρηστη ήττα
«Καλή η μπλόφα αλλά πρέπει να έχεις και φύλλο». Είναι ο Ανδρέας Λοβέρδος απευθυνόμενος στη διάρκεια του υπουργικού συμβουλίου στον Βαγγέλη Βενιζέλο. Αντικείμενο της συνεδρίασης, η έγκριση του νέου φόρου στα ακίνητα. Προβλέπεται να αποφέρει έσοδα 2,5 δισ. και η είσπραξή του θα γίνει μέσω των λογαριασμών της ΔΕΗ. Είναι η αρχή του τέλους της σύγκρουσης του Βαγγέλη Βενιζέλου με την Τρόικα, η οποία έληξε με την πλήρη συνθηκολόγηση της κυβέρνησης. Ηταν μια άχρηστη ήττα με βαρύτατες πολιτικές επιπτώσεις τόσο για το ΠΑΣΟΚ όσο και προσωπικά για τον κ. Βενιζέλο.
Πληθωρικός και με υπερβάλλουσα αυτοπεποίθηση, ο νέος αντιπρόεδρος και υπουργός των Οικονομικών, είχε αναδειχθεί στο ισχυρότερο πρόσωπο της κυβέρνησης μετά τον ανασχηματισμό του Ιουνίου. Με δεδομένη την προσωπικότητα, την πολιτική εμβέλεια και τον παροιμιώδη συγκεντρωτισμό του, ο Γιώργος στην πραγματικότητα του είχε εκχωρήσει, λίγο πολύ εν λευκώ, τη διαχείριση του πιο σημαντικού τομέα της κυβερνητικής πολιτικής. O Γιώργος Παπακωνσταντίνου δίνει μια πολύ παραστατική περιγραφή του τρόπου λειτουργίας του Βενιζέλου. «Παρακολουθούσα τον διάδοχό μου να λειτουργεί ως οδοστρωτήρας.
Εξηγούσε προφορικά τα βασικά σημεία των νομοσχεδίων που ήθελε να φέρει στη Βουλή και ουδείς εξέφραζε διαφωνία. Αισθανόμουν όλο και πιο αμήχανα καθώς τον έβλεπα να προσπαθεί σταδιακά να υποκαταστήσει τον πρωθυπουργό». Παρ’ όλα αυτά, ο Γιώργος είχε επενδύσει στον Βενιζέλο τις ελπίδες για ανάκαμψη της κυβέρνησης και του ΠΑΣΟΚ, το οποίο, μετά την ψήφιση του Μεσοπρόθεσμου, βρισκόταν πλέον πίσω από τη Ν.Δ. στις δημοσκοπήσεις.
Το δημοψήφισμα και το «ναι» Βενιζέλου
Η ανακοίνωση του δημοψηφίσματος έγινε την επόμενη μέρα στην Κοινοβουλευτική Ομάδα του ΠΑΣΟΚ. Το κλίμα αρχικά ήταν μουδιασμένο, οι βουλευτές αιφνιδιάστηκαν. Από την πρώτη στιγμή ωστόσο ορισμένοι αναρωτιούνταν στα πηγαδάκια. «Πώς θα πάμε να υποστηρίξουμε το δημοψήφισμα όταν δεν μπορούμε να πάμε καν στις παρελάσεις;». Ο μόνος που αντέδρασε αμέσως αρνητικά ήταν ο Ανδρέας Λοβέρδος, ο οποίος πετάχτηκε φωνάζοντας «αυτό είναι λάθος».
Αντιθέτως η αντίδραση του Βαγγέλη Βενιζέλου ήταν ανεπιφύλαχτα θετική: «Αν δεν εκφραστεί τώρα ο ελληνικός λαός άμεσα, πότε θα χρησιμοποιηθεί ο αραχνιασμένος θεσμός του δημοψηφίσματος;» δήλωσε. Η θέση που πήρε ο Βενιζέλος είχε φυσικά ιδιαίτερη βαρύτητα. Οχι μόνο επειδή θεωρείτο ότι εκπροσωπούσε τον αντίπαλο πόλο στον πρωθυπουργό, αλλά και γιατί εκ της θέσεώς του, ως υπουργός Οικονομικών, θα έπρεπε να είναι αυτός που θα λάμβανε υπόψη του τον αντίκτυπο της απόφασης στις αγορές.
Στο βιβλίο του δίνει μια μάλλον πειστική εξήγηση για τη θετική του αντίδραση. «Επρεπε να αντιδράσω ακαριαία γιατί, σύμφωνα με το πρόγραμμα της συνεδρίασης, θα λάμβανα τον λόγο αμέσως μετά. Επρεπε να κάνω έναν ταχύτατο υπολογισμό των αντιδράσεων των αγορών, να λάβω υπόψη μου το τραπεζικό σύστημα, να λάβω υπόψη μου το μήνυμα που θα προσλάβουν οι εταίροι μας αλλά και ο ιδιωτικός τομέας και οι αγορές.
«Η κρίση υποτιμήθηκε τους πρώτους μήνες»
Ο γνωστός δημοσιογράφος εξηγεί τι τον ώθησε να γράψει βιβλίο για την «πτώση» του ΠΑΣΟΚ
- Πώς φτάσατε να γράψετε βιβλίο γι’ αυτό που στον υπόλοιπο πλανήτη έγινε γνωστό ως «pasokification»;
Η ιδέα για το βιβλίο ξεκίνησε από τη δική μου προσπάθεια να καταλάβω τι έγινε στη διετία της διακυβέρνησης από το ΠΑΣΟΚ. Τότε δηλαδή που ξεκίνησε η μεγάλη ανατροπή στο πολιτικό μας σύστημα, η οποία έφερε τελικά τον ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση. Η αντίληψη που επικράτησε, ιδίως μεταξύ των στελεχών του ΠΑΣΟΚ, ήταν ότι το κόμμα τους θυσιάστηκε για να σωθεί η χώρα. Εν μέρει αυτό είναι σωστό, πλήρωσε πράγματι τα λάθη της διακυβέρνησης Καραμανλή που οδήγησαν στη χρεοκοπία. Στην πολιτική όμως το ζητούμενο από τα κόμματα είναι να δημιουργούν πλειοψηφίες γύρω από τις λύσεις που έχει ανάγκη η χώρα. Εκεί το ΠΑΣΟΚ απέτυχε. Ηθελα λοιπόν να δω σε ποιο βαθμό ήταν αναπόφευκτο και αν οφειλόταν και σε δικά του λάθη.
- Και η απάντηση;
Προφανώς δεν υπάρχει μια απλή απάντηση. Σε πολλές περιπτώσεις η κυβέρνηση του Γιώργου Παπανδρέου βρέθηκε μπροστά σε καταστάσεις τις οποίες δεν μπορούσε να επηρεάσει. Οδηγήθηκε σε υποχρεωτικές επιλογές και μάλιστα σε μια σειρά ζητήματα για τα οποία έχει κατηγορηθεί άδικα ότι φέρει ευθύνη, όπως η συμμετοχή του ΔΝΤ ή το καθυστερημένο κούρεμα του χρέους. Την ίδια στιγμή όμως έγιναν και καθοριστικά λάθη. Σε αυτό συνέβαλε, πιστεύω, το ότι το κόμμα ήταν διχασμένο. Το ρήγμα που προκλήθηκε το 2007 δεν γεφυρώθηκε ποτέ, με αποτέλεσμα στελέχη με πείρα και γνώσεις στην πραγματικότητα να μην αξιοποιηθούν. Ετσι η κρίση υποτιμήθηκε τους πρώτους κρίσιμους μήνες, ενώ δεν έγινε κατανοητός και ο διεθνής περίγυρος. Ακόμα και στο τέλος, το 2011, όταν ανακοινώθηκε η πρόθεση του Γιώργου να πάει η χώρα σε δημοψήφισμα, αυτό έγινε χωρίς να ληφθούν υπόψη οι ευρύτερες επιπτώσεις.
- Ηταν και όλο το κλίμα εκείνης περιόδου...
Στο βιβλίο μεταφέρω τη δική μου εμπειρία από συνομιλίες που είχα με παράγοντες που έπαιξαν τότε ρόλο στη διαμόρφωση της πολιτικής. Πιστεύω πως φωτίζουν κάποιες όχι τόσο γνωστές πλευρές. Μεγάλο μέρος στηρίζεται επίσης σε ρεπορτάζ της εποχής, μεταγενέστερη αρθρογραφία ή μαρτυρίες των πρωταγωνιστών, καθώς και σε επίσημες εκθέσεις στις οποίες γινόταν αποτίμηση της πολιτικής που υιοθετήθηκε. Εκεί φαίνονται ανάγλυφα και τα λάθη των εταίρων.
Προσπάθησα να ανασυνθέσω και το κλίμα της εποχής που νομίζω βοηθά καλύτερα να καταλάβουμε τις αντιδράσεις των πρωταγωνιστών. Ηταν μια ιδιαίτερα τραυματική περίοδος, με πολύ θυμό και διάχυτη, και σε ορισμένες περιπτώσεις καθοδηγούμενη, βία. Συνέβαλε και αυτή στο τελικό αποτέλεσμα και στην κατάρρευση του ΠΑΣΟΚ, το οποίο, ας μην το ξεχνάμε, είχε να αντιμετωπίσει την αντιμνημονιακή στάση όλων των άλλων κομμάτων, καθώς και της πλειοψηφίας της κοινωνίας. Αργότερα βέβαια τόσο η Ν.Δ. όσο και ο ΣΥΡΙΖΑ υπέγραψαν τα δικά τους μνημόνια.
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ: EUROKINISSI
Ηταν μια απόφαση την οποία τελικά την πλήρωσε ακριβά το ΠΑΣΟΚ. Κι αυτό επειδή οι ρίζες της ρήξης στις σχέσεις μεταξύ των δύο ανδρών θα μπορούσαν να αναζητηθούν στον ίδιο τον τρόπο με τον οποίο έγινε η διαδοχή. Εχουν αποκαλέσει σιδηρούν νόμο της πολιτικής την αμοιβαία αντιπαλότητα του αρχηγού ενός κόμματος προς τον προκάτοχό του. Ο πρώτος προσπαθεί να απογαλακτιστεί από την κηδεμονία του δεύτερου, ο οποίος με τη σειρά του θέλει να συνεχιστεί και να δικαιωθεί το έργο του.
Στην περίπτωση της διαδοχής Σημίτη, αυτό ίσχυε ακόμα περισσότερο. Ο Γιώργος ήταν εκ των πραγμάτων αρχηγός χωρίς νομιμοποίηση, καθώς ήταν οιονεί διορισμένος. Προσπάθησε να την αποκτήσει εκ των υστέρων με τη δημοψηφισματική εκλογή του, όπου όμως δεν είχε αντίπαλο. Ετσι σε όλη τη διάρκεια της πρώτης θητείας του, ως το 2007, αν και κανείς επίδοξος δελφίνος δεν το αμφισβήτησε ανοιχτά, ήταν αντιμέτωπος με την υπόγεια αμφισβήτηση των ικανοτήτων του.
Πόσο μάλλον που ξεκίνησε με μια ήττα στις εθνικές εκλογές του 2004. Ως εκ τούτου, ήθελε πολύ να δώσει το δικό του στίγμα στο κόμμα, να αποδείξει ότι δεν ήταν το παιδί του Σημίτη. Ο Σημίτης πάλι χρίζοντάς τον διάδοχο, στην πραγματικότητα σηματοδοτούσε την επιθυμία του να παραμείνει πολιτικά ενεργός. Επέβαλε, για ένα μεταβατικό έστω διάστημα, τη δυαρχία στο κόμμα που ο ίδιος είχε αρνηθεί το 1996. Μπορεί στις προθέσεις του να ήταν μια ομαλή μετάβαση, όπως έγινε στη Γερμανία με τη Μέρκελ.
Η πολιτική παράδοση της Ελλάδας όμως είναι πολύ διαφορετική. Η διαδικασία της διαδοχής είχε και άλλη μια παρενέργεια. Κράτησε ζωντανές τις φιλοδοξίες των υπόλοιπων διεκδικητών. Ο μόνος που εξέφρασε ανοιχτά τη διαφωνία του ήταν ο Βαγγέλης Βενιζέλος, ο οποίος μίλησε για «πριγκιπική διαδοχή». Σίγουρα θεώρησε τον εαυτό του αδικημένο κι ήταν βέβαιο πως αν και όταν θα του δινόταν η ευκαιρία, θα επιδίωκε την δικαίωσή του. Αυτό έγινε το 2007.
Το «Λεφτά υπάρχουν» είχε παρελθόν
Οταν ο Γιώργος Παπανδρέου είπε για πρώτη φορά το «Λεφτά υπάρχουν», η αναφορά του πέρασε σχεδόν απαρατήρητη. Στις περισσότερες εφημερίδες που κάλυψαν τη συγκέντρωση του ΠΑΣΟΚ στην Κοζάνη, τον Σεπτέμβριο του 2009, η φράση δεν υπήρχε καν στα κείμενα των ρεπορτάζ. Ισως γιατί φάνηκε να αναφέρεται σε κονδύλια της Ενωσης τα οποία θα μπορούσε να διεκδικήσει η χώρα. Την επανέλαβε ωστόσο τρεις ημέρες αργότερα στη Διεθνή Εκθεση της Θεσσαλονίκης.
Αυτή τη φορά απαντούσε σε ευθεία ερώτηση του Γιώργου Παπαχρήστου των «Νέων» για το πού θα έβρισκε τα χρήματα για να χρηματοδοτήσει τις παροχές που υποσχέθηκε. Δεν αρκέστηκε μάλιστα στο «Λεφτά υπάρχουν» αλλά προχώρησε και σε μια αναλυτική αναφορά για το πού θα βρεθούν. Από την καταπολέμηση της «τεράστιας σπατάλης», τους «ανείσπραχτους φόρους», τις «χαριστικές πράξεις», όπως οι ασφαλιστικές εισφορές των τραπεζών που κοστίζουν 5 δισ., το φορολογικό σύστημα που χαρίζει 1 δισ. σε «μεγαλομετόχους», τις «400 επιτροπές» που έστησε η κυβέρνηση και κοστίζουν 2 δισ., τις «εκατοντάδες χιλιάδες» ρουσφετολογικές προσλήψεις και φυσικά από την καθιέρωση ενός «δίκαιου» φορολογικού συστήματος που θα εισφέρει έσοδα χωρίς να επιβαρυνθούν η «μεσαία τάξη και οι χαμηλόμισθοι».
Ούτε αυτή τη φορά όμως οι εφημερίδες έδωσαν ιδιαίτερη σημασία στη συγκεκριμένη φράση. Ο λόγος είναι απλός: ουδείς την πήρε στα σοβαρά. Θεωρήθηκε μια κλασική υπεκφυγή ενός πολιτικού ο οποίος στην πραγματικότητα δεν είχε την παραμικρή διάθεση να γίνει συγκεκριμένος λίγες ημέρες πριν από τις εκλογές. Επαναλάμβανε γνωστά κλισέ που ακούγονται ωραία στα αυτιά.
Οταν θα υπογραφεί όμως το πρώτο μνημόνιο, η διατύπωση αυτή του Γιώργου θα χρησιμοποιηθεί εναντίον του. Κατά τους επικριτές του, αποδείκνυε ότι κέρδισε τις εκλογές υιοθετώντας κλασικές συνταγές λαϊκισμού. Εδωσε υποσχέσεις τις οποίες δεν θα μπορούσε να κρατήσει, καθώς βρίσκονταν σε απόλυτη αναντιστοιχία με την κατάσταση της οικονομίας. Ο ίδιος ο Γιώργος είχε δικαιολογηθεί υποστηρίζοντας ότι η φράση του είχε απομονωθεί και δεν είχαν ληφθεί υπόψη οι προϋποθέσεις που έθετε.
Ομως σε συνδυασμό με την ερώτηση, είναι σαφές ότι αυτό δεν ισχύει. Είχε πει ότι λεφτά υπήρχαν για να χρηματοδοτηθούν οι παροχές που υποσχόταν. Οχι ότι θα γίνουν οι παροχές αν και όταν βρεθούν τα λεφτά. Στη συγκεκριμένη περίπτωση μάλιστα ισχύει το εξ όνυχος τον λέοντα. Είναι σαφές ότι καθώς πλησίαζαν οι εκλογές του 2009, το ΠΑΣΟΚ είχε επιδοθεί σε μια πλειοδοσία υποσχέσεων. Ο πρώην υπουργός Μιλτιάδης Παπαϊωάννου στο βιβλίο του για την περίοδο της κρίσης γράφει χαρακτηριστικά: «Το πρόγραμμα περιελάμβανε και τις παραδοσιακές συνταγές των υποσχέσεων και της παροχολογίας... Ο λαός δικαιολογημένα προσδοκούσε ότι με το ΠΑΣΟΚ θα έρχονταν καλύτερες μέρες».
Η αμφιθυμία του Γιώργου Παπανδρέου
Αξίζει να επισημανθεί ότι στις αρχές Δεκεμβρίου και εν όψει της Συνόδου Κορυφής, ο Γιώργος Παπανδρέου φάνηκε να κατανοεί τη σοβαρότητα της κατάστασης. Μιλώντας στο υπουργικό συμβούλιο χρησιμοποίησε δραματική γλώσσα λέγοντας ότι «το δημοσιονομικό πρόβλημα απειλεί την εθνική κυριαρχία». Προς στιγμή φάνηκε ότι κάτι άλλαζε. Τα «Νέα» κυκλοφόρησαν την επομένη με τίτλο «Στροφή Γιώργου για νέα σκληρά μέτρα». Το κλίμα ήταν πολύ βαρύ για την Ελλάδα. Ολοι σχεδόν οι οίκοι, ο ένας μετά τον άλλον, είχαν υποβαθμίσει την πιστοληπτική ικανότητα της χώρας και των τραπεζών.
Τα σπρεντ είχαν πάρει την ανηφόρα επιβαρύνοντας με αρκετά δισεκατομμύρια την εξυπηρέτηση του δημόσιου χρέους. Στον διεθνή Τύπο υπήρχε μπαράζ δημοσιευμάτων για την πιθανότητα χρεοκοπίας. Οι «Financial Times» αποκαλούσαν την Ελλάδα «παρία» για τους επενδυτές ενώ η «Liberation» τη χαρακτήριζε «Lehman Brothers της Ευρώπης» και αναρωτιόταν αν θα παρέμενε στο ευρώ και το 2010. Γερμανικές διπλωματικές πηγές εξάλλου, την προηγουμένη της Συνόδου, υποστήριζαν ότι «η ελληνική κυβέρνηση δεν έχει τηρήσει τις υποσχέσεις της για τη λήψη των αναγκαίων μέτρων».
Παρά τις πιέσεις, μετά τη Σύνοδο, ο Γιώργος Παπανδρέου επέστρεψε στην ήπια προσαρμογή. «Θα υπάρξουν σκληρά μέτρα αλλά απέναντι στη διαφθορά όχι στον μισθωτό. Δεν θα την πληρώσει ο κοσμάκης». (Τα Νέα, 12/12/2009) Και κάλεσε τους πολίτες να μην πιστεύουν «αναλύσεις για μέτρα που δήθεν πρόκειται να πάρουμε». Είχε προηγηθεί η οδηγία στον κυβερνητικό εκπρόσωπο να διαψεύσει «Τα Νέα» που είχαν κυκλοφορήσει με αυτόν τον τίτλο.
Ηταν φανερό πως η πλάστιγγα είχε γείρει σε βάρος του Παπακωνσταντίνου. Η μόνη αναθεώρηση που έγινε στο Πρόγραμμα Σταθεροποίησης που κατατέθηκε τον Ιανουάριο ήταν μια μικρή αύξηση, κατά 0,4 μονάδες του ΑΕΠ, στον στόχο μείωσης του ελλείμματος. Πολύ μακριά δηλαδή από τα μέτρα που ζητούσαν οι εταίροι. «Υπεραισιόδοξο» το πρόγραμμα, ήταν η χαρακτηριστική αντίδραση από τις Βρυξέλλες την ώρα κατά την οποία στους «Financial Times» ο τίτλος ήταν «Η Ελλάδα στον δρόμο της Αργεντινής».
Εκείνες τις ημέρες θυμάμαι τηλεφώνησα γεμάτος αγωνία στον Χάρη Παμπούκη για να τον ρωτήσω πότε επιτέλους θα έπαιρναν σοβαρά μέτρα. Δεν το έκανα για το ρεπορτάζ, ήθελα περισσότερο να του εκφράσω τον φόβο που είχαμε πια όλοι στην εφημερίδα για το πού πηγαίναμε. Η απάντησή του με άφησε άφωνο. «Παντελή», μου είπε, «είναι δύο αφηγήσεις που τις ακούω ισότιμα!» Η κρίση της χώρας είχε γίνει αφήγημα. Ομολογώ ότι έκτοτε δεν τον ξαναπήρα στο τηλέφωνο.
Αξίζει να σημειωθεί ότι την ίδια εποχή είχε εκδηλωθεί και η κρίση στην Ιρλανδία. Τα μέτρα της ιρλανδικής κυβέρνησης ωστόσο ήταν πολύ πιο σκληρά, περιλάμβαναν ανάμεσα σ’ άλλα και την περικοπή των μισθών στο δημόσιο κατά 5% ως 15%. Στην εφημερίδα τούς είχαμε αφιερώσει μια σελίδα με τίτλο «Το ιρλανδικό μάθημα». Προφανώς εις μάτην. Στην Ευρώπη πάντως η διαφορά στην αντίδραση των δύο κυβερνήσεων έβγαζε μάτι.
Αν είμαι εγώ το πρόβλημα...
Η 15η Ιουνίου του 2011 αποδείχθηκε μια κρίσιμη ημέρα στον σύντομο βίο της κυβέρνησης του Γιώργου Παπανδρέου. Αν κάποιος θα ήθελε να εντοπίσει την ακριβή χρονική στιγμή μετά από την οποία ξεκίνησε κι έγινε αναπόφευκτη η κατάρρευση του ΠΑΣΟΚ, τότε ασφαλώς η συγκεκριμένη ημερομηνία θα έθετε ισχυρή υποψηφιότητα. Εκείνη την ημέρα ο Γιώργος πρότεινε στον Αντώνη Σαμαρά τον σχηματισμό κυβέρνησης εθνικής ενότητας για να αντιμετωπίσει την κρίση.
Οπως έγινε γνωστό μάλιστα, στη διάρκεια της συνομιλίας τους, είπε ότι «αν είμαι εγώ το πρόβλημα, να κάνω στην άκρη». Η πρωτοβουλία του Γιώργου απέτυχε. Ο πολιτικός της αντίκτυπος, ωστόσο, έγινε άμεσα κατανοητός. «Το ΠΑΣΟΚ δεν μπορεί να κυβερνήσει» δήλωσε μετά το ναυάγιο ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης ζητώντας, για πρώτη φορά, τη διεξαγωγή εκλογών. Η πρόβλεψή του θα δικαιωθεί λίγους μήνες αργότερα, όταν οι βουλευτές του ΠΑΣΟΚ ουσιαστικά υποχρέωσαν τον Γιώργο να παραιτηθεί.
Και γι’ αυτούς όμως η αιφνιδιαστική κίνηση του Γιώργου άνοιξε διάπλατα τις πόρτες της αμφισβήτησης. Την εξέλαβαν ως ένα σαφές σήμα ότι η κυβέρνηση και ο πρωθυπουργός προσωπικά είχαν εξαντλήσει τις αντοχές τους. Ο ανασχηματισμός που ακολούθησε δημιούργησε προσωρινά την ελπίδα ότι κάτι θα άλλαζε, γρήγορα ωστόσο διαψεύστηκε.
Οι φωνές στο εσωτερικό της Κοινοβουλευτικής Ομάδας για λύση εκτόνωσης και για τον σχηματισμό κυβέρνησης εθνικής ενότητας άρχισαν να πυκνώνουν. Η πρόταση στον Αντώνη Σαμαρά έγινε με τον κλασικό παρορμητικό τρόπο του Γιώργου. Που πάει να πει ήταν μια απόφαση σχεδόν της στιγμής, την οποία αγνοούσαν ακόμα και οι πιο στενοί του συνεργάτες... Δεν είναι παράξενο ότι απέτυχε.
Μέτρα χωρίς τον Παπανδρέου
Μετά ήρθε το επόμενο πακέτο μέτρων, πιο σκληρό αυτό, στις αρχές Μαρτίου. Οι αποφάσεις, οι οποίες αφορούσαν την περικοπή των δώρων Πάσχα και Χριστουγέννων, καθώς και του επιδόματος αδείας, πάρθηκαν σε δύο ad hoc μαραθώνιες συνεδριάσεις, οι οποίες στη συνέχεια ενώθηκαν. Η πρώτη έγινε στη Βουλή, στο γραφείο του κοινοβουλευτικού εκπροσώπου Χρήστου Παπουτσή, και η δεύτερη στο γραφείο του αντιπροέδρου Θεόδωρου Πάγκαλου. Αυτή τη φορά, πέρα από τους συνήθεις, συμμετείχαν τόσο ο Ανδρέας Λοβέρδος όσο και ο Βαγγέλης Βενιζέλος. Απουσίαζε ωστόσο ο Γιώργος Παπανδρέου παρά το ότι σε αυτές προσδιορίστηκε το ύψος των περικοπών!
Μια άχρηστη ήττα
«Καλή η μπλόφα αλλά πρέπει να έχεις και φύλλο». Είναι ο Ανδρέας Λοβέρδος απευθυνόμενος στη διάρκεια του υπουργικού συμβουλίου στον Βαγγέλη Βενιζέλο. Αντικείμενο της συνεδρίασης, η έγκριση του νέου φόρου στα ακίνητα. Προβλέπεται να αποφέρει έσοδα 2,5 δισ. και η είσπραξή του θα γίνει μέσω των λογαριασμών της ΔΕΗ. Είναι η αρχή του τέλους της σύγκρουσης του Βαγγέλη Βενιζέλου με την Τρόικα, η οποία έληξε με την πλήρη συνθηκολόγηση της κυβέρνησης. Ηταν μια άχρηστη ήττα με βαρύτατες πολιτικές επιπτώσεις τόσο για το ΠΑΣΟΚ όσο και προσωπικά για τον κ. Βενιζέλο.
Πληθωρικός και με υπερβάλλουσα αυτοπεποίθηση, ο νέος αντιπρόεδρος και υπουργός των Οικονομικών, είχε αναδειχθεί στο ισχυρότερο πρόσωπο της κυβέρνησης μετά τον ανασχηματισμό του Ιουνίου. Με δεδομένη την προσωπικότητα, την πολιτική εμβέλεια και τον παροιμιώδη συγκεντρωτισμό του, ο Γιώργος στην πραγματικότητα του είχε εκχωρήσει, λίγο πολύ εν λευκώ, τη διαχείριση του πιο σημαντικού τομέα της κυβερνητικής πολιτικής. O Γιώργος Παπακωνσταντίνου δίνει μια πολύ παραστατική περιγραφή του τρόπου λειτουργίας του Βενιζέλου. «Παρακολουθούσα τον διάδοχό μου να λειτουργεί ως οδοστρωτήρας.
Εξηγούσε προφορικά τα βασικά σημεία των νομοσχεδίων που ήθελε να φέρει στη Βουλή και ουδείς εξέφραζε διαφωνία. Αισθανόμουν όλο και πιο αμήχανα καθώς τον έβλεπα να προσπαθεί σταδιακά να υποκαταστήσει τον πρωθυπουργό». Παρ’ όλα αυτά, ο Γιώργος είχε επενδύσει στον Βενιζέλο τις ελπίδες για ανάκαμψη της κυβέρνησης και του ΠΑΣΟΚ, το οποίο, μετά την ψήφιση του Μεσοπρόθεσμου, βρισκόταν πλέον πίσω από τη Ν.Δ. στις δημοσκοπήσεις.
Το δημοψήφισμα και το «ναι» Βενιζέλου
Η ανακοίνωση του δημοψηφίσματος έγινε την επόμενη μέρα στην Κοινοβουλευτική Ομάδα του ΠΑΣΟΚ. Το κλίμα αρχικά ήταν μουδιασμένο, οι βουλευτές αιφνιδιάστηκαν. Από την πρώτη στιγμή ωστόσο ορισμένοι αναρωτιούνταν στα πηγαδάκια. «Πώς θα πάμε να υποστηρίξουμε το δημοψήφισμα όταν δεν μπορούμε να πάμε καν στις παρελάσεις;». Ο μόνος που αντέδρασε αμέσως αρνητικά ήταν ο Ανδρέας Λοβέρδος, ο οποίος πετάχτηκε φωνάζοντας «αυτό είναι λάθος».
Αντιθέτως η αντίδραση του Βαγγέλη Βενιζέλου ήταν ανεπιφύλαχτα θετική: «Αν δεν εκφραστεί τώρα ο ελληνικός λαός άμεσα, πότε θα χρησιμοποιηθεί ο αραχνιασμένος θεσμός του δημοψηφίσματος;» δήλωσε. Η θέση που πήρε ο Βενιζέλος είχε φυσικά ιδιαίτερη βαρύτητα. Οχι μόνο επειδή θεωρείτο ότι εκπροσωπούσε τον αντίπαλο πόλο στον πρωθυπουργό, αλλά και γιατί εκ της θέσεώς του, ως υπουργός Οικονομικών, θα έπρεπε να είναι αυτός που θα λάμβανε υπόψη του τον αντίκτυπο της απόφασης στις αγορές.
Στο βιβλίο του δίνει μια μάλλον πειστική εξήγηση για τη θετική του αντίδραση. «Επρεπε να αντιδράσω ακαριαία γιατί, σύμφωνα με το πρόγραμμα της συνεδρίασης, θα λάμβανα τον λόγο αμέσως μετά. Επρεπε να κάνω έναν ταχύτατο υπολογισμό των αντιδράσεων των αγορών, να λάβω υπόψη μου το τραπεζικό σύστημα, να λάβω υπόψη μου το μήνυμα που θα προσλάβουν οι εταίροι μας αλλά και ο ιδιωτικός τομέας και οι αγορές.
«Η κρίση υποτιμήθηκε τους πρώτους μήνες»
Ο γνωστός δημοσιογράφος εξηγεί τι τον ώθησε να γράψει βιβλίο για την «πτώση» του ΠΑΣΟΚ
- Πώς φτάσατε να γράψετε βιβλίο γι’ αυτό που στον υπόλοιπο πλανήτη έγινε γνωστό ως «pasokification»;
Η ιδέα για το βιβλίο ξεκίνησε από τη δική μου προσπάθεια να καταλάβω τι έγινε στη διετία της διακυβέρνησης από το ΠΑΣΟΚ. Τότε δηλαδή που ξεκίνησε η μεγάλη ανατροπή στο πολιτικό μας σύστημα, η οποία έφερε τελικά τον ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση. Η αντίληψη που επικράτησε, ιδίως μεταξύ των στελεχών του ΠΑΣΟΚ, ήταν ότι το κόμμα τους θυσιάστηκε για να σωθεί η χώρα. Εν μέρει αυτό είναι σωστό, πλήρωσε πράγματι τα λάθη της διακυβέρνησης Καραμανλή που οδήγησαν στη χρεοκοπία. Στην πολιτική όμως το ζητούμενο από τα κόμματα είναι να δημιουργούν πλειοψηφίες γύρω από τις λύσεις που έχει ανάγκη η χώρα. Εκεί το ΠΑΣΟΚ απέτυχε. Ηθελα λοιπόν να δω σε ποιο βαθμό ήταν αναπόφευκτο και αν οφειλόταν και σε δικά του λάθη.
- Και η απάντηση;
Προφανώς δεν υπάρχει μια απλή απάντηση. Σε πολλές περιπτώσεις η κυβέρνηση του Γιώργου Παπανδρέου βρέθηκε μπροστά σε καταστάσεις τις οποίες δεν μπορούσε να επηρεάσει. Οδηγήθηκε σε υποχρεωτικές επιλογές και μάλιστα σε μια σειρά ζητήματα για τα οποία έχει κατηγορηθεί άδικα ότι φέρει ευθύνη, όπως η συμμετοχή του ΔΝΤ ή το καθυστερημένο κούρεμα του χρέους. Την ίδια στιγμή όμως έγιναν και καθοριστικά λάθη. Σε αυτό συνέβαλε, πιστεύω, το ότι το κόμμα ήταν διχασμένο. Το ρήγμα που προκλήθηκε το 2007 δεν γεφυρώθηκε ποτέ, με αποτέλεσμα στελέχη με πείρα και γνώσεις στην πραγματικότητα να μην αξιοποιηθούν. Ετσι η κρίση υποτιμήθηκε τους πρώτους κρίσιμους μήνες, ενώ δεν έγινε κατανοητός και ο διεθνής περίγυρος. Ακόμα και στο τέλος, το 2011, όταν ανακοινώθηκε η πρόθεση του Γιώργου να πάει η χώρα σε δημοψήφισμα, αυτό έγινε χωρίς να ληφθούν υπόψη οι ευρύτερες επιπτώσεις.
- Ηταν και όλο το κλίμα εκείνης περιόδου...
Στο βιβλίο μεταφέρω τη δική μου εμπειρία από συνομιλίες που είχα με παράγοντες που έπαιξαν τότε ρόλο στη διαμόρφωση της πολιτικής. Πιστεύω πως φωτίζουν κάποιες όχι τόσο γνωστές πλευρές. Μεγάλο μέρος στηρίζεται επίσης σε ρεπορτάζ της εποχής, μεταγενέστερη αρθρογραφία ή μαρτυρίες των πρωταγωνιστών, καθώς και σε επίσημες εκθέσεις στις οποίες γινόταν αποτίμηση της πολιτικής που υιοθετήθηκε. Εκεί φαίνονται ανάγλυφα και τα λάθη των εταίρων.
Προσπάθησα να ανασυνθέσω και το κλίμα της εποχής που νομίζω βοηθά καλύτερα να καταλάβουμε τις αντιδράσεις των πρωταγωνιστών. Ηταν μια ιδιαίτερα τραυματική περίοδος, με πολύ θυμό και διάχυτη, και σε ορισμένες περιπτώσεις καθοδηγούμενη, βία. Συνέβαλε και αυτή στο τελικό αποτέλεσμα και στην κατάρρευση του ΠΑΣΟΚ, το οποίο, ας μην το ξεχνάμε, είχε να αντιμετωπίσει την αντιμνημονιακή στάση όλων των άλλων κομμάτων, καθώς και της πλειοψηφίας της κοινωνίας. Αργότερα βέβαια τόσο η Ν.Δ. όσο και ο ΣΥΡΙΖΑ υπέγραψαν τα δικά τους μνημόνια.
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ: EUROKINISSI
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr