Γιάννης Μώραλης: Ο cool μάνατζερ στη μάχη για την αναγέννηση του Πειραιά

Χωρίς την επιτηδευμένη πόζα των πολιτικάντηδων, αλλά με την παιδεία και τη γνώση που αποκόμισε από τον πατέρα του, τη μεθοδικότητα αλλά και την ορμητικότητα του χαρακτήρα του, ο 47χρονος μάνατζερ ξεκινά τον δικό του αγώνα για το Μεγάλο Λιμάνι

Ψηλός, αθλητικός, γκρίζα μαλλιά, γένια τριών ημερών, ανέφελη ματιά, καθαρή φωνή, ζεστή χειραψία, άμεση οικειότητα. Ο Γιάννης Μώραλης στα 47 του δεν κουβαλάει την επιτηδευμένη πόζα των πολιτικάντηδων, ούτε εκφράζεται με τα κλισέ τους.

Μιλάει ψύχραιμα, μεθοδικά και περιεκτικά, με έναν δομημένο λόγο που πυροδοτείται από έμφυτη αναλυτική ικανότητα και δύναμη επιχειρημάτων. Υπερασπίζεται τις σκέψεις του με ορμητικότητα αλλά όχι με τη χειμαρρώδη ροή κενών λέξεων κορεσμένων, από την πεζότητα και φθαρμένων από την επανάληψη. Ο υποψήφιος δήμαρχος Πειραιά διατυπώνει φρέσκες ιδέες, προτείνει μοντέρνες μεθόδους διαχείρισης, εκφέρει καινοτόμες απόψεις, υπεραμύνεται του ουσιώδους ως πρακτικά ωφέλιμου. Κυρίως, όμως, δείχνει αποφασισμένος να τα υλοποιήσει όλα αυτά για χάρη της αναγέννησης της τρίτης σε μέγεθος πόλης και μεγαλύτερου λιμανιού της χώρας. Τον συναντάμε νωρίς το απόγευμα στον απρόοπτα ανεμοδαρμένο Πειραιά. Εχει μόλις επιστρέψει από συνάντηση με εργαζομένους στον ΟΛΠ. Αμάθητος αλλά με όρεξη να ακούσει και να πει τη γνώμη του καθαρά χωρίς περιστροφές. Εξάλλου, εκεί που πήγε «δεν ξαναμπαίνουν πια οι πολιτικοί», όπως του έλεγαν οι εργαζόμενοι που συναντήθηκαν μαζί του φορώντας τις φόρμες της δουλειάς. Εκεί ανάμεσά τους αισθάνεται άνετα, αισθάνεται να μιλά σε γνωστούς με πάθος για την πόλη που αγαπά.

Σε αυτή την τροχιά των πραγμάτων και με παρόμοια αίσθηση συμμετοχικότητας, αγάπης και πάθους, θέλει να συμβάλει στην ανανεωτική βελτίωσή της. Να αναστρέψει τους δυσοίωνους ανέμους της ανεργίας, της καθήλωσης, της φτώχειας, του μαρασμού και της αποξενωτικής εσωστρέφειας που πνέουν μανιασμένα και απειλητικά εις βάρος της. Να ξεπεράσει παρωχημένες αντιλήψεις, να υπερβεί εμπόδια που φράζουν την πρόοδο και την ανάπτυξή της, να συγκρουστεί μετωπικά με όσους υπονομεύουν τις ευοίωνες προοπτικές της και υποβιβάζουν το κύρος της. Αν και άνθρωπος της συναίνεσης και των συγκλίσεων παρά των ρήξεων, όπως έχει αποδείξει στη διαδρομή του από τη θέση του προέδρου της Σούπερ Λίγκας, δείχνει ασυμβίβαστος σε ό,τι υποσκάπτει το καλό της πόλης. Ρίχνει μια ματιά έξω, προς τη θάλασσα, που είναι γεμάτη από πάσης φύσεως καράβια. Θέα που του υπενθυμίζει καθημερινά ότι η παγκοσμίως φημισμένη στον διεθνή εφοπλισμό Ακτή Μιαούλη όφειλε να περιβάλλεται με σεβασμό για τον δυναμισμό και την επιρροή της όσο το Σίτι του Λονδίνου.

Δεν τρέφει αυταπάτες. Ο Πειραιάς δεν είναι Σίτι. Είναι αγχωτικά ατακτοποίητος, βουλιαγμένος σε νευρωτική σύγχυση προοπτικών, σκουριασμένος όχι από την αρμύρα της θάλασσας, αλλά από την αδράνεια ενός διαχειριστικού κατεστημένου που τον αφήνει στο περιθώριο. Νιώθει πως αυτά μπορούν να αλλάξουν προς όφελος των κατοίκων της πόλης, καταθέτοντας πολλή δουλειά με την προσωπική του σφραγίδα. «Εχει, άλλωστε, αποδείξει πως είναι ένας  ικανός μάνατζερ που βάζει στόχους και τους πετυχαίνει», λένε γι’ αυτόν άνθρωποι που έχουν παρακολουθήσει τη δουλειά του κατά τη διετή προεδρία του στη Σούπερ Λίγκα. «Συντόνισε 18 εταιρείες με διαφορετικά συμφέροντα ώστε να λειτουργεί ένα πρωτάθλημα με εντυπωσιακό τζίρο χρημάτων, το οποίο απασχολεί πάνω από 40.000 εργαζομένους. Εναν πραγματικά μεγάλο κλάδο για την κοινωνία και την οικονομία. Γιατί, λοιπόν, να μην καταφέρει να διαχειριστεί με επιτυχία και τον δήμο της πόλης στην οποία ανήκει;», επιμένουν όσοι τον έχουν συναναστραφεί επαγγελματικά και κοινωνικά, τονίζοντας την αισιόδοξη εξωστρέφειά του. Αυτή που βλέπει τη ζωή ως θετικό εγχείρημα και που δεν τείνει να την παραβλέπει απασχολημένος με άλλες δραστηριότητες. Στην επαγγελματική του διαδρομή και στη σταδιακή ανέλιξή του, τονίζουν, πορεύτηκε με ήθος και αξιοπρέπεια    αναδεικνύοντας τις ικανότητές του, συνδυασμένες πάντα με οξυμένη κοινωνική παρατηρητικότητα και ερμηνευτική δεινότητα.

Με την πρώτη κιόλας ματιά εκπέμπει την εικόνα ενός συμπαθούς, μοντέρνου και cool τύπου μέσα σε νευρώδες παρουσιαστικό. Με αυτοπεποίθηση τυλιγμένη σε γνήσια μετριοφροσύνη. Δεν αυτοπροβάλλεται, δεν προσποιείται, ούτε κρατά πεισματικά αποστάσεις από τους συνομιλητές του. Είναι ανοιχτός, άμεσος και φιλικός και, παρότι μάλλον διαβλέπει σε ποια κατεύθυνση προσανατολίζονται οι προθέσεις των άλλων, δεν τηρεί επιφυλακτική στάση. 

 Ακουμπάει απαλά το κινητό στο τραπέζι, στην ταπετσαρία του οποίου είναι τοποθετημένη η φωτογραφία των δύο μικρών παιδιών του, του Πέτρου και της Γιολάντας. Φοράει βέρα στο δάχτυλο του δεξιού χεριού ενώ στο μέσα μέρος του μπράτσου διακρίνεται αμυδρά ένα τατουάζ.

Είναι ντυμένος στα μαύρα. Οπως πάντα. Δεν πρόκειται, πάντως, για μελαγχολική σπουδή στο σκούρο. Επί χρόνια εργένης, ανακάλυψε σε αυτό το βολικό ουδέτερο χρώμα την ιδανική για τον ίδιο ενδυματολογική απόχρωση. Ενδεχομένως ταίριαζε και με το ύφος του αθεράπευτου μηχανόβιου, αφού κυκλοφορούσε με μοτοσικλέτα 350 ημέρες, τουλάχιστον, τον χρόνο.

Πρόσφατα μόνο μετρίασε τις αέναες διαδρομές του με τη μηχανή αφού είναι πλέον πατέρας δύο παιδιών. Γεγονός που δεν αποδίδεται τόσο στην προφύλαξη της ακεραιότητάς του ή στην έλευση της ωριμότητας, αλλά στην ανάγκη των από κοινού μετακινήσεων της οικογένειας.

Χρώμα δεν άλλαξε. Παραμένει πιστός στην επιλογή του μαύρου. Μια αισθητική προσήλωση που στην πορεία  εξελίχθηκε σε στυλ τόσο σταθερό ώστε να αισθάνεται πλέον αμήχανα αν φορέσει κάποιο άλλο χρώμα. Ακόμα και στον γάμο του πριν από δύο καλοκαίρια στην Κρήτη με τη σύντροφό του Βάλια Κυριαζή -δημοσιογράφο και αρχισυντάκτρια μόδας παλαιότερα σε γυναικεία περιοδικά- πάλι με μαύρο κοντομάνικο πουκάμισο εμφανίστηκε ως γαμπρός. Στους φίλους του ισχυρίζεται πως το μαύρο τον αδυνατίζει, κάτι που μάλλον δεν έχει ανάγκη, αφού διατηρεί την κομψή αθλητική κορμοστασιά του μπασκεμπολίστα που στα νιάτα του όργωσε αγωνιστικά τα ανοιχτά γήπεδα με τα τσιμεντένια τερέν των γυμναστηρίων της Φιλοθέης και του Χαλανδρίου όπου και μεγάλωσε.




Παλιά φωτογραφία της οικογένειας Πέτρου Μώραλη



Γιος του αείμνηστου υφυπουργού Παιδείας Πέτρου Μώραλη, εξαίρετου φιλολόγου και εκ των ιδρυτικών μελών του ΠΑΣΟΚ, ο Γιάννης πέρασε τα παιδικά του χρόνια σε ένα σπίτι γεμάτο βιβλιοθήκες και αλλεπάλληλες οικογενειακές συζητήσεις επί παντός, στις οποίες συμμετείχε ενεργά ο πατέρας του, η μητέρα του, Χαριτίνη, και η αδελφή του, Σοφία. Σε ένα προοδευτικών αρχών και αξιών οικογενειακό περιβάλλον όπου πρυτάνευε ο συλλογικός καλόπιστος διάλογος, ακόμα και η ελάχιστη περιπτωσιολογία ανάπτυξης ενός θέματος και χειρισμού της συζήτησης απαιτούσε ανάπτυξη της αναλυτικής σκέψης.


Ο Ανδρέας, η Μελίνα, ο Γεννηματάς
Ο ίδιος ο Γιάννης με σεμνότητα αποδίδει την ευφράδειά του σε αυτές τις παιδικές και εφηβικές συνομιλίες του. Οχι σε κάποιο χάρισμα κληρονομημένο είτε από τον Σαμιώτη στρατιωτικό γιατρό και Βενιζελικό παππού, από την πλευρά του πατέρα του, είτε από τον Κερκυραίο αριστερό ριζοσπάστη παππού, από τη μεριά της μητέρας του. Ωστόσο δεν λησμονεί και τις παραστάσεις από τις ατέλειωτες πολιτικές κουβέντες που διεξάγονταν ανελλιπώς στο σπίτι του. Γι’ αυτό ίσως σήμερα προσεγγίζει προσγειωμένα κάθε οραματικό διάγγελμα που είναι στολισμένο με βερμπαλισμούς. Ομως, το παρελθόν, όσο κι αν δεν αλλάζει, τουλάχιστον μπορεί να διδάξει. Εξάλλου, τότε, στον ίδιο όροφο της πολυκατοικία όπου κατοικούσε,  βρισκόταν και το διαμέρισμα όπου διέμενε η οικογένεια του αείμνηστου Γιώργου Γεννηματά. Επί 11 ολόκληρα χρόνια, από το 1980 έως το 1992, όποιο διοικητικό, πολιτικό ή κυβερνητικό στέλεχος επισκεπτόταν το ένα σπίτι αναγκαστικά περνούσε και από το άλλο. Και τούμπαλιν, από τη Μελίνα Μερκούρη ως τον Ανδρέα Παπανδρέου.

Οι σχέσεις, άλλωστε, του Πέτρου Μώραλη με τον ιδρυτή του ΠΑΣΟΚ, πέραν της αλληλοεκτίμησης και του σεβασμού, εκτείνονταν και σε δεσμούς εκτός πολιτικής. Οταν ο Ανδρέας επέστρεψε στην Ελλάδα το 1974  με τη Μεταπολίτευση αναζήτησε έναν κορυφαίο φιλόλογο να επιμεληθεί τα ελληνικά των μικρότερων γιων του, Νίκου και Αντρίκου, που είχαν ατονήσει λόγω της παρατεταμένης επταετούς εξορίας της οικογένειας σε Σουηδία και Καναδά. Επιφανέστερος ως προς τις γνώσεις και τη μεταδοτικότητα ήταν εκείνη την εποχή ο πολιτικά ομοϊδεάτης του και πρόεδρος της Ομοσπονδίας Ιδιωτικών Εκπαιδευτικών Λειτουργών Πέτρος Μώραλης, ο οποίος έγινε ασμένως αποδεκτός στο Καστρί. Αναπόφευκτα ο μικρός Γιάννης Μώραλης, εξαιτίας των εκάστοτε ανταλλαγών οικογενειακών επισκέψεων με την οικογένεια Παπανδρέου, δεν ένιωσε ποτέ το δέος με το οποίο αντιμετώπιζαν τον Ανδρέα ως πρωθυπουργό της «Αλλαγής» τα υπόλοιπα παιδιά στο σχολείο του.

Σήμερα, κουβαλώντας αυτά τα βιώματα, μπαίνει στον στίβο της πολιτικής, όχι όμως ξαφνικά. Εδώ και έξι μήνες ενεργοποιείται συστηματικά μαζί με ένα γκρουπ τεχνοκρατών, επιστημόνων, δημιουργικών στελεχών του ιδιωτικού τομέα και απλών πολιτών, στην πλειονότητά τους άφθαρτων από κομματικές εμπλοκές, που προβληματίζονται για το μέλλον της πόλης τους. Η απόφασή τους να μη μείνουν με σταυρωμένα τα χέρια, αρκούμενοι σε διαπιστώσεις και να προχωρήσουν στη συγκρότηση ενός ψηφοδελτίου με τη δική τους ξεχωριστή ταυτότητα για τον Δήμο του Πειραιά, δεν έγινε ξαφνικά - σαν από επιφοίτηση ή σαν το άναμμα ενός διακόπτη.

Εχει προηγηθεί ομαδική μελέτη, συνεισφορά ιδεών, κόπος γνώσης ώστε να απαντηθεί έμπρακτα το αίτημα των κατοίκων της πόλης για έναν δήμαρχο που δεν θα είναι ή θα συμπεριφέρεται σαν διαφορετικός πολίτης απ’ ό,τι οι ίδιοι. Ενα προφίλ που ταιριάζει στον Γιάννη Μώραλη.




Ζυμωμένος με τον κόσμο του Πειραιά
Ζυμωμένος από τα πρώτα φοιτητικά του χρόνια στο Πανεπιστήμιο Πειραιά με τον κόσμο της πόλης και περπατώντας επί 20 χρόνια βήμα-βήμα σε κάθε συνοικία της χάριν των συνδέσμων του Ολυμπιακού, δεν γνώρισε μόνο την ανθρωπογεωγραφία της περιοχής αλλά γαλουχήθηκε στο πνεύμα, την ιστορία και τις μνήμες του Μεγάλου Λιμανιού.

Μα πιο πολύ αφουγκράστηκε τις ανάγκες των κατοίκων που δοκιμάζονται από την κρίση. Καμίνια, Αγιά Σοφιά, Παλιά Κοκκινιά, Καλλίπολη, Πηγάδα, παραδοσιακές και άλλοτε ένδοξες γειτονιές, που τις βλέπει σήμερα να μαστίζονται από ανεργία, φτώχεια, αποκλεισμό, υποβάθμιση, μετανάστευση και εγκατάλειψη  του σχολείου από τους μαθητές, έκρουσαν από νωρίς το καμπανάκι των δικών του ευαισθησιών ως νέου οικογενειάρχη. Εχοντας προσωπικό παράδειγμα από τον στενό οικογενειακό του περίγυρο, που σηματοδοτεί την απώλεια καταρτισμένου επιστημονικού δυναμικού από τη χώρα, αντιλήφθηκε άμεσα ότι η κρίση πλήττει οριζόντια και σκληρά τους ανθρώπους. Ηδη η παιδαγωγός αδελφή του, Σοφία, μετά το λουκέτο σε έναν παιδικό σταθμό για σχεδόν υποσιτισμένα νήπια στην πλατεία Βάθη όπου εργαζόταν, έχει μεταναστεύσει στο μακρινό Μπουένος Αϊρες.  

Με αφορμή το συγκεκριμένο προσωπικό ερέθισμα, κατέληξε ότι δεν αρκεί η συναισθηματική αλληλεγγύη ή η προσφορά μερικής υλικής ανακούφισης για να διορθωθεί ό,τι έχει πλέον στραβώσει. Απαιτούνται επιχειρήματα, πρόγραμμα, διάθεση, γνώση, ορθολογική αξιοποίηση κονδυλίων για θέσεις εργασίας και προγράμματα επιμόρφωσης. Μα πάνω απ’ όλα χρειάζεται αλλαγή νοοτροπίας με ενεργή συμμετοχή του πολίτη στις συλλογικές διεκδικήσεις μοντέρνων λύσεων για τα προβλήματά του. Αναπόφευκτα, υπό αυτή τη συλλογιστική, και φύσει αισιόδοξος, αποφάσισε να βάλει μπρος τη δική του διαφορετική και καθαρή πρόταση για να κινήσει ουσιαστικά και λειτουργικά σε νέα κατεύθυνση τον δήμο. Στόχος του, να συνθέσει ένα προγραμματικό εγχείρημα εξόδου από την κρίση που πλήττει εξουθενωτικά και τον Πειραιά, συγκροτώντας ένα ανεξάρτητο ψηφοδέλτιο χωρίς κομματικό χρίσμα με τον ίδιο επικεφαλής. Και με αυτό να απευθυνθεί με ειλικρίνεια στους δημότες δίχως κενές εγγυήσεις και μάταιες υποσχέσεις. 




Η κληρονομιά του Πέτρου Μώραλη
Εχει άλλωστε σε ανύποπτο χρόνο γνωρίσει από κοντά την αμοιβαιότητα στην αμοραλιστική διαμεσολάβηση μεταξύ πολιτών και κομμάτων που καταλήγει στον ξεπεσμό και των δύο. Εγινε αυτόπτης μάρτυρας αυτής της συναλλαγής όταν στα τέλη της άνοιξης του 1989 περιόδευε μαζί με τον πατέρα του τα αναρίθμητα χωριά του Νομού Σερρών λόγω των εθνικών εκλογών στις οποίες ο Πέτρος Μώραλης κατέβαινε ως υποψήφιος βουλευτής. Γεννημένος στο Σιδηρόκαστρο, όταν ο στρατιωτικός πατέρας του είχε αποσπαστεί εκεί, πρόβαλε στους ψηφοφόρους την εντοπιότητα ως συμπλήρωμα του αξιόλογου έργου που είχε επιτελέσει στο υπουργείο Παιδείας.

Ο Γιάννης είχε αρχίσει τότε να έχει τις ενστάσεις του για τις ιδιοτελείς μεθόδους που χρησιμοποιούσαν ορισμένα στελέχη του κόμματος, με πρώτο τους μέλημα να εξυπηρετήσουν την πάρτη τους. Απορούσε πώς άλλοι πλούτιζαν και αποκτούσαν σπίτια και περιουσίες ενώ η οικογένειά τους έμενε στο νοίκι. Ο πατέρας του, με το ήθος και την ακεραιότητά του, δεν ήθελε καν να πιστέψει σε όσα διαδίδονταν εις βάρος κάποιων συντρόφων του. Πιστός στις ιδέες και το αξιακό του φορτίο, επέμενε στις οραματικές διακηρύξεις και τις ηθικές δεσμεύσεις που προβλέπονταν από τα κομματικά ντοκουμέντα και τα καταστατικά.



Με τη σύζυγό του Βάλια Κυριαζή και τον γιο του Πέτρο. Ο Γιάννης Μώραλης συνεχίζει την παράδοση του πατέρα του. Οπως εκείνος τον πήγαινε στο γήπεδο για να δει τους άσους του Ολυμπιακού τις δεκαετίες του ’70 και του ’80, έτσι και εκείνος πηγαίνει τον μικρό Πέτρο, που είναι μόλις 30 μηνών, στο «Γ. Καραϊσκάκης»

Την πρώτη κρυάδα την αντιμετώπισε ένα απόγευμα σε κάποιο χωριό αφότου εκφώνησε τον προεκλογικό λόγο του. Ενας, ένας στην πλειονότητά τους αγρότες τον προσέγγιζαν ζητώντας του ατομικά ταξίματα, διορισμούς, ρουσφέτια. Ο Πέτρος Μώραλης, με την τιμιότητα που τον διέκρινε, δεν υπέκυψε σε άδειες υποσχέσεις, πονηρά ψέματα και υπεκφυγές για να χειραγωγήσει το κοινό προς ψηφοθηρικό όφελός του. Τους διάβασε απλώς την προγραμματική διακήρυξη του κόμματος, ενόσω οι ψηφοφόροι αποχωρούσαν μάλλον απογοητευμένοι. Ο Γιάννης στα πρώτα 20 χρόνια του μαζί με τη μητέρα του παρακολουθούσε εκ του σύνεγγυς τη σκηνή ικανοποιημένος από την αποφασιστικότητα και την ειλικρίνεια του πατέρα του. Μια μέρα αργότερα, ένας τοπικός κομματάρχης εξηγούσε στον Πέτρο Μώραλη ότι αυτή ήταν η κανονικότητα στις εκλογές. Ο ψηφοφόρος ζητάει και ο υποψήφιος τάζει. Και αν θέλει να εκλεγεί, δεν πρέπει να παραβεί τον κανόνα. Ο Μώραλης δεν ενέδωσε και, παρά τα αντίθετα θρυλούμενα, εξελέγη καθαρά βουλευτής Σερρών. Δεν έζησε αρκετά για να χαρεί την έδρα στη Βουλή. Εφυγε τρία χρόνια αργότερα από αυτό τον κόσμο αφήνοντας παρακαταθήκη στα παιδιά του το έντιμο όνομά του. Ούτε καλά-καλά σύνταξη δεν πρόλαβε  να θεμελιώσει. Διωγμένος από την πανεπιστημιακή κοινότητα επί χούντας, με μη μετρήσιμα συναξιοδοτικά τα χρόνια που υπηρέτησε σε κυβερνητικές θέσεις, μόλις τα λίγα χρόνια διδασκαλίας του στην ιδιωτική εκπαίδευση κατάφεραν να αποδώσουν μια κουτσουρεμένη σύνταξη από το κράτος στη χήρα του. Ολα αυτά, κομματικές εμπλοκές και κρατικές αποκαρδιώσεις, ενυπάρχουν στις μνήμες του Γιάννη Μώραλη την ώρα που δείχνει πιο αποφασισμένος από ποτέ να διεκδικήσει τον δημαρχιακό θώκο του Πειραιά. Αλλά και όσα έχουν ενσταλάξει μέσα του, από τις πολιτικές δοκιμασίες και περιπέτειες του πατέρα του, μάλλον προσδιορίζουν και το ύφος της δικής του αναμέτρησης. Απαλλαγμένος από αξεσουάρ ταπεινότητας αλλά και στολίδια έπαρσης, που ποτέ του δεν ενσωμάτωσε, όσο κι αν θέλουν να του φορέσουν, είναι έτοιμος να χαράξει με αφοσίωση τον δικό του δρόμο. Χωρίς υποχωρήσεις. Με το μαύρο μπλουζάκι, τη Varadero μοτοσικλέτα, τα βιβλία του  Διονύση Χαριτόπουλου, τις λίγες μέρες διακοπών στην Αντίπαρο. Οδηγός του, ο εαυτός του. Χρέος του, η ανάταση της πόλης του. Ευθύνη του, το μέλλον όλων των παιδιών που μεγαλώνουν στον Πειραιά. Για τον Γιάννη Μώραλη, όμως, ο κύβος έχει ριφθεί. Και ο αγώνας μόλις ξεκινάει.



Ενα γνήσιο παιδί του Θρύλου
(του Μηνά Τσαμόπουλου)
Από την εποχή που ο πατέρας του τον πήγαινε παιδάκι στο Καραϊσκάκη μέχρι την αρχή και την εξέλιξη της επαγγελματικής του σταδιοδρομίας η ζωή του Γιάννη Μώραλη είναι συνδεδεμένη με τον Ολυμπιακό

Ο Γιάννης Μώραλης είναι ένα γνήσιο παιδί του Ολυμπιακού. Από τότε που άρχισε να καταλαβαίνει τον εαυτό του πήγαινε μαζί με τον πατέρα του στο «Γ. Καραϊσκάκης» στα «μάρμαρα», όπως έλεγαν οι φίλαθλοι τότε τις θέσεις με τα εισιτήρια διαρκείας.

Τότε δεν ήξερε ότι η ζωή του όλη θα συνδεθεί με την αγαπημένη του ομάδα, την οποία υπηρετεί πιστά από το 1995. Ηταν η χρονιά που ανέλαβε επί προεδρίας Σωκράτη Κόκκαλη να γίνει ο σύνδεσμος μεταξύ διοίκησης και οργανωμένων φιλάθλων. Ηταν μια δύσκολη περίοδος για την ομάδα του Μεγάλου Λιμανιού αφού είχε οκτώ χρόνια να πάρει πρωτάθλημα και είχε περάσει από φουρτούνες και τρικυμίες, ξεχασμένες σήμερα.
 
«Αν και γνώριζα τον Πέτρο Κόκκαλη από το σχολείο, το Κολέγιο Μωραΐτη, δεν ήταν η αιτία που μπήκα στον Ολυμπιακό. Ημουν προσωπική επιλογή του Σωκράτη Κόκκαλη, ο οποίος έκρινε ότι λόγω χαρακτήρα μπορούσα να συνεννοηθώ τόσο με τη διοίκηση όσο και με τους φιλάθλους», είχε εκμυστηρευτεί ο ίδιος σε ανύποπτο χρόνο.

Ο δικός του ρόλος στην αρχή της επαγγελματικής του σταδιοδρομίας είχε μεγαλύτερο βαθμό  δυσκολίας αφού έπρεπε να ασχοληθεί τόσο με το ποδόσφαιρο όσο και με το μπάσκετ, τα οποία λειτουργούσαν υπό την αιγίδα της διοίκησης του Σωκράτη Κόκκαλη. Ωστόσο χάρη στο μπάσκετ έζησε την πρώτη μεγάλη διεθνή καταξίωση του Ολυμπιακού με την κατάκτηση του Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος στη Ρώμη από την ερυθρόλευκη αρμάδα του Ιβκοβιτς κόντρα στην Μπαρτσελόνα το 1997.

Δύο χρόνια αργότερα, το 1999, και έως το 2000 ανέλαβε υπεύθυνος των εισιτηρίων, ένας νευραλγικός τομέας για κάθε ΠΑΕ, που και πάλι είχε να κάνει με τη διοίκηση και τους φιλάθλους. Το 2002 αναλαμβάνει την καμπάνια για την εγγραφή των φιλάθλων ως μέλη στον Ολυμπιακό με το σύνθημα «όλοι μέλη». Θυμάται: «Η παρουσία του project αυτού στην αίθουσα εκδηλώσεων του ΟΛΠ είναι από τις πιο συγκλονιστικές στιγμές που έχω ζήσει στον Ολυμπιακό». 



Παράλληλα είχε την τύχη την ίδια περίοδο να παρακολουθήσει από κοντά τη μελέτη, τον σχεδιασμό και την επιμέλεια της ανέγερσης του νέου γηπέδου «Γ. Καραϊσκάκης», θεμελιακού πρότζεκτ για την ομάδα και τον λαό της. Η εμπειρία αυτή θα του μείνει αξέχαστη καθώς συμπεριλαμβανόταν στα στελέχη της ΠΑΕ που επέβλεπαν τις εργασίας, από την κατεδάφιση του παλαιού σταδίου μέχρι την υλοποίηση του νέου γηπέδου. «Είδα ένα ερείπιο να γίνεται ένα στολίδι όχι για την Ελλάδα αλλά για το πανευρωπαϊκό ποδόσφαιρο», λέει ο ίδιος.
 
Οι παραστάσεις που αποκόμισε από την οικογένειά του και την παρουσία του πατέρα του στην πολιτική τον έμαθαν να βρίσκει τις λύσεις στα προβλήματα χωρίς να φτάνει ποτέ στα άκρα. «Είναι χαρακτήρας που δημιουργεί συγκλίσεις, λειτουργεί συναινετικά και “γεφυροποιεί” τις καταστάσεις», λένε χαρακτηριστικά όσοι τον γνωρίζουν.

Από το 2005 έως το 2010 είχε τον τομέα της  επικοινωνίας της ΠΑΕ. Ηταν η χρονιά που έγινε η αλλαγή σκυτάλης στην ηγεσία του Ολυμπιακού.

Ο Βαγγέλης Μαρινάκης τον Ιούνιο του 2010, σε μια κρίσιμη καμπή στην ιστορία της ομάδας, παραλαμβάνει το τιμόνι του ερυθρόλευκου υπερωκεάνιου από τον Σωκράτη Κόκκαλη.

«Την ίδια ημέρα έδωσα την παραίτησή μου στον κ. Βαγγέλη Μαρινάκη. Του είπα πως κατανοούσα ότι θα ήθελε δικούς του ανθρώπους γύρω του κι εγώ προερχόμουν από τη διοίκηση Κόκκαλη», είχε εκμυστηρευτεί ο Γιάννης Μώραλης. «Ο κ. Βαγγέλης Μαρινάκης με τίμησε με την εμπιστοσύνη του και με όρισε αντιπρόεδρο στην ΠΑΕ και αργότερα ήταν εκείνος  που με πρότεινε για πρόεδρο της Super League». Στο τέλος της πρώτης χρονιάς της θητείας του στον προεδρικό θώκο του επαγγελματικού ποδοσφαίρου είχε τη στήριξη και των 18 ομάδων. Για μία ακόμη φορά επιβεβαιώθηκε το χάρισμα που έχει να ενώνει.

Οσον αφορά στη διαδρομή του στον Ολυμπιακό από αγωνιστικής άποψης, έχουν μείνει χαραγμένες στη μνήμη του ποδοσφαιρικές προσωπικότητες σαν του Ριβάλντο, του Καρεμπέ και του Τζιοβάνι:

«Δεν είναι τυχαίο ότι αυτοί οι ποδοσφαιριστές κατέκτησαν την κορυφή. Εβλεπες τον Ριβάλντο και τον Καρεμπέ να τελειώνουν την προπόνηση και να μένουν στου Ρέντη για να κάνουν ατομικό πρόγραμμα με βάρη. Εβλεπες τον Ρίμπο να κάθεται μετά τις προπονήσεις να τοποθετεί το ξύλινο τείχος και να εκτελεί 300 φάουλ μέσα σε ένα απόγευμα. Πρότυπα επαγγελματισμού.

Τώρα βλέπεις τον Σαβιόλα, παγκόσμιας κλάσης ποδοσφαιριστή, να παίζει με την ερυθρόλευκοι φανέλα», τονίζει και προσθέτει: «Ποδοσφαιριστές αυτού του βεληνεκούς πρέπει να είναι παράδειγμα για τους νεαρότερους παίκτες. Το ταλέντο δεν φτάνει πλέον από μόνο του για να διακριθείς σε ευρωπαϊκό και παγκόσμιο επίπεδο. Χρειάζεται και σκληρή δουλειά».


Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr