Τι κρύβουν οι δημοσκοπήσεις
05.01.2015
06:50
Ο καλός ή κακός καιρός θα κρίνει τη συμμετοχή κυρίως των ετεροδημοτών στις κάλπες, ενώ ο ρόλος της κίνησης Παπανδρέου μπορεί να αποδειχτεί κομβικός τόσο στη μάχη μεταξύ των δύο μεγάλων κομμάτων για την πρωτιά όσο και στην αναμέτρηση των μικρότερων για την τρίτη θέση
«Τι καιρό θα κάνει στις 25 Ιανουαρίου;». Το ερώτημα δεν είναι μόνο μετεωρολογικό. Είναι πρωτίστως πολιτικό και απασχολεί έντονα τα κομματικά επιτελεία και τους πολιτικούς αναλυτές που προσπαθούν να διαγνώσουν την εκλογική συμπεριφορά των Ελλήνων που για πρώτη φορά στα χρονικά καλούνται να αναδείξουν κυβέρνηση στην καρδιά του χειμώνα.
«Οι καιρικές συνθήκες που θα επικρατούν την Κυριακή των εκλογών είναι ένας ακόμη αστάθμητος παράγων για την έκβαση του εκλογικού αποτελέσματος», εκτιμούν αναλυτές οι οποίοι επιχειρούν να συσχετίσουν αυτό το αβέβαιο στοιχείο με τον βαθμό συμμετοχής ή αποχής των πολιτών στις επερχόμενες κάλπες. «Το στήσιμο της κάλπης μέσα στο καταχείμωνο είναι μια πρωτόγνωρη εμπειρία, που σε συνδυασμό με τη βραχύβια προεκλογική περίοδο περιορίζει δραστικά τη δυνατότητα για ανοιχτές εκδηλώσεις», επισημαίνουν ειδικοί περί τα εκλογικά οι οποίοι δηλώνουν, προσώρας, αδυναμία να δώσουν οριστικές απαντήσεις στα ερωτήματα τύπου «ποιος θα ωφεληθεί;» ή «ποιος θα πληγεί από το εύρος της αποχής που μπορεί να καταγραφεί;».
Η κυρίαρχη αντίληψη είναι ότι οι Αλκυονίδες ημέρες, οι οποίες συνήθως επικρατούν τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο, μπορεί να αυξήσουν τη συμμετοχή στις κάλπες. Αντιθέτως, ενδεχόμενη κακοκαιρία θα τη μειώσει, καθώς θεωρείται βέβαιο ότι, εκτός των άλλων, θα επηρεάσει και τη μετακίνηση των ψηφοφόρων και κυρίως τους ετεροδημότες, οι οποίοι συνδύαζαν, κυρίως τους θερινούς μήνες, την άσκηση του εκλογικού δικαιώματός τους με την επιστροφή στα πάτρια.
«Οι καιρικές συνθήκες που θα επικρατούν την Κυριακή των εκλογών είναι ένας ακόμη αστάθμητος παράγων για την έκβαση του εκλογικού αποτελέσματος», εκτιμούν αναλυτές οι οποίοι επιχειρούν να συσχετίσουν αυτό το αβέβαιο στοιχείο με τον βαθμό συμμετοχής ή αποχής των πολιτών στις επερχόμενες κάλπες. «Το στήσιμο της κάλπης μέσα στο καταχείμωνο είναι μια πρωτόγνωρη εμπειρία, που σε συνδυασμό με τη βραχύβια προεκλογική περίοδο περιορίζει δραστικά τη δυνατότητα για ανοιχτές εκδηλώσεις», επισημαίνουν ειδικοί περί τα εκλογικά οι οποίοι δηλώνουν, προσώρας, αδυναμία να δώσουν οριστικές απαντήσεις στα ερωτήματα τύπου «ποιος θα ωφεληθεί;» ή «ποιος θα πληγεί από το εύρος της αποχής που μπορεί να καταγραφεί;».
Η κυρίαρχη αντίληψη είναι ότι οι Αλκυονίδες ημέρες, οι οποίες συνήθως επικρατούν τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο, μπορεί να αυξήσουν τη συμμετοχή στις κάλπες. Αντιθέτως, ενδεχόμενη κακοκαιρία θα τη μειώσει, καθώς θεωρείται βέβαιο ότι, εκτός των άλλων, θα επηρεάσει και τη μετακίνηση των ψηφοφόρων και κυρίως τους ετεροδημότες, οι οποίοι συνδύαζαν, κυρίως τους θερινούς μήνες, την άσκηση του εκλογικού δικαιώματός τους με την επιστροφή στα πάτρια.
Οι «δύο Ελλάδες»
Η μετακίνηση των ψηφοφόρων αποκτά πρόσθετο ενδιαφέρον και από το γεγονός ότι σε όλες τις τελευταίες δημοσκοπήσεις παρατηρείται το φαινόμενο της διαφορετικής εκλογικής συμπεριφοράς ανάμεσα στο Λεκανοπέδιο Αττικής και στην ελληνική περιφέρεια. Ο ΣΥΡΙΖΑ οικοδομεί στην ευρύτερη περιοχή της πρωτεύουσας σαφές προβάδισμα στην πρόθεση ψήφου, κάτι που φαίνεται σε όλες τις έρευνες. Αντιθέτως, η Νέα Δημοκρατία προηγείται στην υπόλοιπη χώρα.Η τάση αυτή, η οποία είχε διαφανεί ήδη από τις βουλευτικές εκλογές του 2012, όταν ο ΣΥΡΙΖΑ, παρότι δεύτερος πανελλαδικά, είχε επικρατήσει στην Αττική αποσπώντας μεγάλη διαφορά στην πλέον πολυπληθή περιφέρεια της Β’ Αθήνας, επιβεβαιώθηκε και στις ευρωεκλογές του Μαΐου, κατά τις οποίες στο σύνολο του Λεκανοπεδίου είχε μια απόσταση ασφαλείας από τη Ν.Δ. που πλησίαζε τις 8 ποσοστιαίες μονάδες (+7,54%). Από την πλευρά της, η Ν.Δ. κάλυψε σχεδόν τη μισή διαφορά (η οποία ήταν 3,85% στο σύνολο της επικράτειας) λόγω του μεγάλου προβαδίσματος στην Ανατολική Μακεδονία και τη Θράκη (+7,46%), στην Πελοπόννησο (+4,16%) και στη Δυτική Μακεδονία (+3,06%), καθώς και οριακή πρωτιά στην Κεντρική Μακεδονία και τις δύο Περιφέρειες του Αιγαίου. Οι δημοσκοπήσεις του Δεκεμβρίου κατέγραφαν τη διαφορά στην πρόθεση ψήφου υπέρ του ΣΥΡΙΖΑ στην Αττική να είναι σχεδόν διψήφια, δηλαδή κοντά ή και πάνω από το 10%. Στην υπόλοιπη χώρα η Ν.Δ., η οποία αύξησε τη διαφορά και στην Κεντρική Μακεδονία, κάλυψε μέρος της απόστασης, προηγούμενη κατά περίπου 1,5%. Αποτέλεσμα αυτού ήταν, προτού επισημοποιηθεί η προκήρυξη των εκλογών, το άνοιγμα της ψαλίδας που έβαινε μειούμενο να κινείται, χωρίς αναγωγή επί των εγκύρων, μεταξύ 2,5%-4,5%, ανάλογα με τη δημοσκόπηση. Ορισμένοι ειδικοί μιλούν για «δύο Ελλάδες» και στους υπολογισμούς τους περιλαμβάνουν και τον προβληματισμό για το ποιος μπορεί να ευνοηθεί ή να πληγεί από την πιθανή μείωση της ροής μετακίνησης των ετεροδημοτών.
«Παραδοσιακά οι κάτοικοι των αστικών κέντρων που ψήφιζαν στον τόπο καταγωγής τους ασκούσαν επιρροή και συνέβαλλαν έως έναν βαθμό στην αλλαγή της συμπεριφοράς των συνήθως πιο συντηρητικών πολιτών που κατοικούν μονίμως στην Περιφέρεια», παρατηρεί έμπειρος αναλυτής.
«Στην πορεία του χρόνου, όμως, η εικόνα αυτή άλλαξε», εξηγεί ο ίδιος, όχι μόνο γιατί μειώθηκαν οι μετακινήσεις, αφού ένας σημαντικός αριθμός εκλογέων ταύτισε τον τόπο όπου ψηφίζει με τον τόπο διαμονής του, αλλά και επειδή αρκετοί έχουν εγγραφεί στους ειδικούς καταλόγους ετεροδημοτών, οι οποίοι, πάντως, δεν θα ανανεωθούν εν όψει της επικείμενης αναμέτρησης και θα ψηφίσουν στον τόπο κατοικίας τους μόνο όσοι είχαν εγγραφεί ως τις 31 Οκτωβρίου.
Επίπτωση στο αποτέλεσμα θεωρούν αρκετοί αναλυτές ότι μπορεί να έχει και η μη αναθεώρηση των εκλογικών καταλόγων για τους νέους εκλογείς, δηλαδή για τους γεννηθέντες το 1997 που συμπληρώνουν φέτος το 18ο έτος της ηλικίας τους, αλλά δεν θα ασκήσουν το δικαίωμά τους, σε αντίθεση με ό,τι συνέβη στις ευρωεκλογές για όσους γεννήθηκαν το 1996 οι οποίοι ψήφισαν χωρίς να έχουν κλείσει τα 18 τους.
Με δεδομένο ότι οι νέοι ψηφοφόροι συνήθως αποστρέφονται τα παραδοσιακά κυβερνητικά κόμματα, η εξέλιξη αυτή αναμένεται να πλήξει περισσότερο τον ΣΥΡΙΖΑ και το Ποτάμι, που αντλούν υψηλά ποσοστά από τις τάξεις των νέων, όπως έδειξαν όλες οι τελευταίες εκλογικές αναμετρήσεις. Την ίδια τάση καταγράφουν και οι πρόσφατες δημοσκοπήσεις, καθώς στις ηλικίες μεταξύ 18-24 ετών ο ΣΥΡΙΖΑ συγκεντρώνει ποσοστά της τάξης του 40%, όταν η Ν.Δ. μετά βίας ξεπερνάει το 15%. Ακριβώς αντίστροφη είναι η σχέση στις μεγάλες ηλικίες, καθώς στους άνω των 65 ετών η προτίμηση στον ΣΥΡΙΖΑ υποχωρεί στο 15% και η πρόθεση ψήφου προς τη Ν.Δ. ανεβαίνει στο 40%.
Το κόμμα Παπανδρέου και η τρίτη εντολή
Τρεις εβδομάδες, πάντως, πριν από τις κάλπες εξπρές, όλοι οι εκλογολόγοι συμφωνούν ότι το τοπίο περιπλέκεται από τον νέο πολιτικό φορέα, με επικεφαλής τον πρώην πρωθυπουργό Γιώργο Παπανδρέου, που μπαίνει στο εκλογικό παιχνίδι.«Η επίδοση που μπορεί να έχει στις κάλπες το λεγόμενο “κόμμα Παπανδρέου” δεν έχει μετρηθεί ακόμη ως υπαρκτή πραγματικότητα και, υπό αυτή την έννοια, είναι πρόωρο να γίνουν εκτιμήσεις», τονίζει έμπειρος αναλυτής. Επισημαίνει δε ότι μόνο ενδεικτικά μπορεί να θεωρηθούν παλαιότερα ευρήματα ερευνών, σύμφωνα με τα οποία το 4%-5% των ερωτηθέντων απαντούσε θετικά στο ερώτημα αν ο πρώην πρωθυπουργός πρέπει να κάνει κόμμα.
Οι έρευνες έδειχναν ότι με τις προθέσεις Παπανδρέου συμφωνούσε ένας στους τέσσερις ψηφοφόρους που ψήφισαν ΠΑΣΟΚ τον Ιούνιο του 2012, κάτι που, αν επιβεβαιωθεί και από τις προσεχείς δημοσκοπήσεις που θα γίνουν ενώ θα έχει ιδρυθεί το νέο κόμμα, εκτιμάται ότι ο πρώην πρωθυπουργός ξεκινάει με μια βάση της τάξης του 2,5%. Από εκεί και πέρα, οι ίδιες έρευνες έδειχναν ότι μπορεί να συσπειρώσει επιπλέον ψηφοφόρους που έφυγαν από το ΠΑΣΟΚ μετά τις εκλογές του Μαΐου του 2012 είτε προς άλλους σχηματισμούς, όπως ΣΥΡΙΖΑ ή ΔΗΜ.ΑΡ., είτε προς την αποχή.
Σε κάθε περίπτωση, ο ρόλος του «κόμματος Παπανδρέου» μπορεί να αποδειχτεί κομβικός τόσο για την αδυσώπητη μάχη ανάμεσα στα δύο μεγαλύτερα κόμματα για το ποιο θα κόψει πρώτο το νήμα της κάλπης όσο και για την εξίσου σκληρή αναμέτρηση που προδικάζεται από τις έρευνες ότι θα δοθεί για την τρίτη θέση στην κατάταξη των κομμάτων.
Από τις απανωτές έρευνες της κοινής γνώμης που έγιναν το τελευταίο διάστημα την τρίτη θέση, η οποία οδηγεί στην τρίτη διερευνητική εντολή για τον σχηματισμό -εφόσον δεν υπάρξει αυτοδυναμία- κυβέρνησης συνεργασίας, διεκδικούσαν, τουλάχιστον μέχρι πρότινος, τρία κόμματα. Σε ορισμένες δημοσκοπήσεις, όπως αυτές της Alco για το «ΘΕΜΑ» και του Πανεπιστημίου Μακεδονίας για τον ΣΚΑΪ, η Χρυσή Αυγή διατηρεί την τρίτη θέση που κέρδισε στις ευρωεκλογές. Αλλες, ωστόσο, όπως αυτή της Metron Analysis για τα «Παραπολιτικά», εμφανίζουν να υπερέχει το Ποτάμι, ενώ εκείνη της Κάπα Research για το «Βήμα» κατατάσσει το ΠΑΣΟΚ στην τρίτη θέση. «Η εκλογική τράπουλα ανακατεύεται με το “κόμμα Παπανδρέου”, η εμφάνιση του οποίου είναι βέβαιο ότι θα επηρεάσει πρωτίστως το ΠΑΣΟΚ, αλλά και το Ποτάμι», επισημαίνουν αναλυτές που υπογραμμίζουν ότι «η μάχη σε αυτό το τρίγωνο δεν πρόκειται να κριθεί πριν ανακοινωθούν οι συνθέσεις των ψηφοδελτίων». Δεν αποκλείουν, μάλιστα, η διεκδίκηση της τρίτης εντολής να είναι ένα από τα θρίλερ της εκλογικής βραδιάς.
Η κούρσα για την πρωτιά και τα κλειδιά της αυτοδυναμίας
Η δυναμική που μπορεί να αποκτήσει το νεοπαγές κόμμα Παπανδρέου δεν θα επηρεάσει μόνο τη μάχη για την τρίτη θέση, όπως υποστηρίζουν αναλυτές. Κατά την άποψή τους, μπορεί να κρίνει τη διαφορά ανάμεσα στα δύο μεγαλύτερα κόμματα και, ίσως, το ενδεχόμενο να προκύψει από την κάλπη της 25ης Ιανουαρίου αυτοδύναμη κυβέρνηση, το οποίο, όμως, όπως εκτιμούν, απομακρύνεται όσο πληθαίνουν οι παίκτες που μπαίνουν στο εκλογικό παιχνίδι.«Είναι πολύ πιθανό η πρωτοβουλία του πρώην πρωθυπουργού να λειτουργήσει ανασχετικά στη ροή παλαιών ψηφοφόρων του ΠΑΣΟΚ προς τον ΣΥΡΙΖΑ που βρήκαν καταφύγιο στην Κουμουνδούρου από λόγους αντιπάθειας προς τη σημερινή ηγεσία του ΠΑΣΟΚ», εκτιμούν οι ίδιοι αναλυτές. Πέρα από την επίπτωση που θα μπορεί να έχει η ίδρυση του νέου κόμματος, οι περισσότεροι αναλυτές υποστηρίζουν ότι προεχόντως η κούρσα για την πρωτιά, αλλά και η αυτοδυναμία που εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το εύρος της δύναμης των κομμάτων που θα μείνουν κάτω από το 3%, θα κριθεί και από άλλους δύο σημαντικούς παράγοντες:
■ Ο πρώτος παράγοντας είναι οι απευθείας μετακινήσεις ψηφοφόρων ανάμεσα στη Ν.Δ. και τον ΣΥΡΙΖΑ που καταγράφονται στις δημοσκοπήσεις. Στην τελευταία έρευνα της Alco η Ν.Δ. έχανε το 8% των ψηφοφόρων της προς τον ΣΥΡΙΖΑ, όταν η αντίστροφη ροή ήταν της τάξης του 2%. «Αν δεν ανατραπεί αυτή η σχέση, η δημοσκοπική σειρά δύσκολα μπορεί να αλλάξει στην κάλπη», σχολιάζει έμπειρος ερευνητής.
■ Ο δεύτερος και εξίσου καθοριστικός παράγοντας είναι η τελική επιλογή που θα κάνουν όσοι δηλώνουν «αναποφάσιστοι» και φτάνουν στο ιδιαίτερα υψηλό ποσοστό της τάξης του 12%-13%. «Η πλειονότητα των αναποφάσιστων είναι κεντροαριστερής κατεύθυνσης ψηφοφόροι που είναι απογοητευμένοι από τη συγκυβέρνηση, χωρίς όμως να πείθονται από την αντιπολίτευση και τον ΣΥΡΙΖΑ, καθώς θέλουν τις μεταρρυθμίσεις και έχουν ευρωπαϊκό προσανατολισμό», επισημαίνει αναλυτής. Συμπεραίνει δε ότι «από τη συμπεριφορά που θα έχει, ίσως και ενώπιον της κάλπης, ο μεγάλος αυτός αριθμός αναποφάσιστων μπορεί να διαμορφωθούν οι τελικοί εκλογικοί συσχετισμοί» τόσο στην κορυφή όσο και στο μέσον της σειράς κατάταξης των κομμάτων.
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr