Παπακωνσταντίνου: Σήμερα η απολογία του στο Ειδικό Δικαστήριο
12.03.2015
07:08
Η διαδρομή της λίστας Λαγκάρντ από την ημέρα που η ΚΥΠ ενημέρωσε τον κ. Παπακωνσταντίνου για την ύπαρξη της μέχρι την αναπαραγωγή της σε πολλαπλά USΒ και την «επεξεργασία της» από τον Ι. Διώτη
«Η απολογία του πρώην υπουργού Οικονομικών Γιώργου Παπακωνσταντίνου θα είναι η κορύφωση της δίκης στο Ειδικό Δικαστήριο».
Με αυτήν την πρόταση έκλεισε χθες το βράδυ ο πρόεδρος του δικαστηρίου Νικόλαος Πάσσος την χθεσινή συνεδρίαση.
Πράγματι, η πρώτη κορυφαία στιγμή μιας ποινικής δίκης είναι η ημέρα της απολογίας του κατηγορούμενου και η δεύτερη κορυφαία στιγμή αλλά και καθοριστική για την τύχη του κατηγορούμενου είναι η ημέρα της ετυμηγορίας του δικαστηρίου. Δηλαδή η ημέρα που ο πρόεδρος του δικαστηρίου θα ανακοινώσει επί έδρας την απόφαση του Ειδικού Δικαστηρίου.
Ο κ. Παπακωνσταντίνου πρέπει να αντικρούσει αυτά που του αποδίδει το παραπεμπτικό βούλευμα, αλλά και να πείσει τους 13 δικαστές και την εισαγγελέα της έδρας του Ειδικού Δικαστηρίου για την αθωότητά του.
Ο κ. Παπακωνσταντίνου πρέπει να δώσει σαφείς εξηγήσεις και απαντήσεις στα ερωτηματικά που έχουν ανακύψει για τους χειρισμούς του στην περιβόητη λίστα Λαγκάρντ, για τον τρόπο αφαίρεσης των ονομάτων των τριών συγγενικών του προσώπων, κ.λπ.
Οι απαντήσεις που θα δοθούν από τον πρώην υπουργό Οικονομικών πρέπει να καλύψουν τα κενά που άφησε ο ίδιος τόσο στην Βουλή όσο και στα μέλη του Δικαστικού Συμβουλίου του Ειδικού Δικαστηρίου που τον περασμένο Δεκέμβριο συνηγόρησαν να παραπεμφθεί σε δίκη με δύο κακουργηματικού χαρακτήρα ποινές.
Με αυτήν την πρόταση έκλεισε χθες το βράδυ ο πρόεδρος του δικαστηρίου Νικόλαος Πάσσος την χθεσινή συνεδρίαση.
Πράγματι, η πρώτη κορυφαία στιγμή μιας ποινικής δίκης είναι η ημέρα της απολογίας του κατηγορούμενου και η δεύτερη κορυφαία στιγμή αλλά και καθοριστική για την τύχη του κατηγορούμενου είναι η ημέρα της ετυμηγορίας του δικαστηρίου. Δηλαδή η ημέρα που ο πρόεδρος του δικαστηρίου θα ανακοινώσει επί έδρας την απόφαση του Ειδικού Δικαστηρίου.
Ο κ. Παπακωνσταντίνου πρέπει να αντικρούσει αυτά που του αποδίδει το παραπεμπτικό βούλευμα, αλλά και να πείσει τους 13 δικαστές και την εισαγγελέα της έδρας του Ειδικού Δικαστηρίου για την αθωότητά του.
Ο κ. Παπακωνσταντίνου πρέπει να δώσει σαφείς εξηγήσεις και απαντήσεις στα ερωτηματικά που έχουν ανακύψει για τους χειρισμούς του στην περιβόητη λίστα Λαγκάρντ, για τον τρόπο αφαίρεσης των ονομάτων των τριών συγγενικών του προσώπων, κ.λπ.
Οι απαντήσεις που θα δοθούν από τον πρώην υπουργό Οικονομικών πρέπει να καλύψουν τα κενά που άφησε ο ίδιος τόσο στην Βουλή όσο και στα μέλη του Δικαστικού Συμβουλίου του Ειδικού Δικαστηρίου που τον περασμένο Δεκέμβριο συνηγόρησαν να παραπεμφθεί σε δίκη με δύο κακουργηματικού χαρακτήρα ποινές.
Οι κατηγορίες που αντιμετωπίζει ο κ. Παπακωνσταντίνου είναι με τις επιβαρυντικές διατάξεις του νόμου 1608/1950 περί καταχραστών του Δημοσίου. Κάτι που μεταφράζεται ότι εάν το δικαστήριο δεχθεί τις κατηγορίες οι ποινές προσαυξάνονται αισθητά και εισέρχονται –στην χειρότερη περίπτωση- στην σφαίρα της ισοβίου κάθειρξης εφόσον δεν του αναγνωριστούν ελαφρυντικά.
Τα κακουργηματικού χαρακτήρα αδικήματα τα οποία αντιμετωπίζει ο πρώην υπουργός Οικονομικών είναι: 1) της νόθευσης δημοσίου εγγράφου και 2) της απόπειρας απιστίας.
Με άλλα λόγια για το πρώτο αδίκημα της νόθευσης δημοσίου εγγράφου υπό το καθεστώς των επιβαρυντικών διατάξεων του νόμου περί καταχραστών του δημοσίου, η ανωτάτη προβλεπόμενη ποινή είναι μέχρι και ισόβια κάθειρξη εφόσον δεν του αναγνωριστούν ελαφρυντικά.
Σε περίπτωση κατά την οποία οι δικαστές αναγνωρίσουν στον τέως υπουργό Οικονομικών ελαφρυντικά (π.χ. του προτέρου εντίμου βίου, επίδειξης καλής συμπεριφοράς μετά την τέλεση της πράξης, κ.λπ.) τότε η ποινή που μπορεί να επιβληθεί είναι κάθειρξη από δέκα έως 20 χρόνια.
Για το δεύτερο αδίκημα αυτό της απόπειρας απιστίας ο κ. Παπακωνσταντίνου είναι αντιμέτωπος με την ποινή της κάθειρξης από 10 έως 20 χρόνια.
Όμως εάν και για το δεύτερο αυτό αδίκημα αναγνωριστούν στον κ. Παπακωνσταντίνου ελαφρυντικά, τότε η ποινή μειώνεται από 2 χρόνια φυλάκιση έως κάθειρξη12 ετών.
Κατά την απολογία του ο κ. Παπακωνσταντίνου πρέπει να δώσει πειστικές εξηγήσεις σε πολλά κενά που υπάρχουν στους χειρισμούς του από την ημέρα που παρέλαβε στα τέλη Δεκεμβρίου 2010 σε ηλεκτρονική μορφή (CD) την λίστα Λαγκάρντ από την Πρεσβεία μας στην Γαλλία μέχρι που παρέδωσε μετά από 9,5 μήνες κλωνοποιημένο αντίγραφο της αρχικής λίστας Λαγκάρντ υπό την μορφή USΒ (στικάκι) στον τότε γενικό γραμματέα του ΣΔΟΕ Ιωάννη Διώτη, μέσω του Ευάγγελου Βενιζέλου και του Μαξίμου.
Ο πρώην υπουργός Οικονομικών πρέπει να δώσει εκατοντάδες σαφής εξηγήσεις, όπως είναι πως χάθηκε από το γραφείο του το επίμαχο CD που είχε δώσει σε υπάλληλο του προς φύλαξη, γιατί αντιγράφηκε το CD σε στικάκι, πως από 2.062 αρχεία που περιελάμβανε το CD αφαιρέθηκαν τρία αρχεία συγγενικών του προσώπων, γιατί δεν έγινε φορολογικός έλεγχος και καμία φορολογική εκμετάλλευση του περιεχομένου του των 2.059 εναπομεινάντων αρχείων, κ.λπ.
Άγνωστο χέρι, αγνώστου προσώπου, σύμφωνα με τον κ. Παπακωνσταντίνου, αφαίρεσε τα ονόματα τριών συγγενικών προσώπων του (ξαδέλφες του) προκειμένου να ενοχοποιηθεί ο ίδιος. Ωστόσο το πρόσωπο δεν κατονομάζεται πουθενά.
Ο ισχυρισμός αυτός περί τρίτου προσώπου που ήθελε να ενοχοποιήσει τον κ. Παπακωνσταντίνου, έχει απορριφθεί από το παραπεμπτικό βούλευμα, καθώς «προϋποθέτει και ερείδεται στην ταυτόχρονη συρροή πέντε απιθάνων συμπτώσεων», όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται.
Οι απίθανες αυτές συμπτώσεις είναι:
α) να μην ενθυμείται ο κατηγορούμενος σε ποιον υπάλληλο του γραφείου του παρέδωσε τον απολεσθέντα ψηφιακό δίσκο CD, παρόλο που για την απόκτησή του είχε προηγηθεί η εντελώς ασυνήθης και περίπλοκη διαδικασία, η οποία προαναφέρθηκε και στην οποία ανεμίχθησαν υπουργοί, μυστικές υπηρεσίες, διπλωμάτες και διοικητικοί υπάλληλοι.
β) κανένας υπάλληλος του γραφείου του κατηγορουμένου να μην ενθυμείται οτιδήποτε για την τύχη του εν λόγω ψηφιακού δίσκου και, κυρίως, εκείνος εξ αυτών, στον οποίο υποτίθεται ότι δόθηκε για να τον φυλάξει με ασφάλεια, ο τελευταίος δε να επέδειξε τόση αδιαφορία περί αυτού, ώστε να τον απολέσει και να μην ενδιαφερθεί να τον αναζητήσει, ως εάν επρόκειτο για πράγμα ασήμαντο ή άχρηστο.
γ) ένα άλλο πρόσωπο να συνέλαβε ως ιδέα και να υλοποίησε στη συνέχεια εγκληματικό σχέδιο με στόχο να εκθέσει τον κατηγορούμενο και συγκεκριμένα να προβεί στη νόθευση της παραχθείσης (με βάση το CD) φορητής μονάδας αποθήκευσης USB, με την απάλειψη εξ αυτής των σχετικών με τους τρεις συγγενείς αυτού στοιχείων.
δ) το υποτιθέμενο αυτό πρόσωπο να θεώρησε δεδομένο ότι, όταν θα αποκαλυπτόταν η νόθευση και θα φαινόταν εκτεθειμένος ο κατηγορούμενος, ο τελευταίος δεν θα μπορούσε να αποδείξει την εις βάρος του εγκληματική ενέργεια συγκρίνοντας το ανόθευτο CD με το νοθευμένο USB και
ε) αυτή η παράξενη και παρακινδυνευμένη υπόθεση του περίεργου αυτού δράστη να επιβεβαιωθεί στη συνέχεια πλήρως λόγω απωλείας του CD στο γραφείο του κατηγορουμένου.
Η πορεία της λίστας Λαγκάρντ
Την άνοιξη του 2010 η EYΠ ενημέρωσε τον κ. Παπακωνσταντίνου ότι το Γαλλικό υπουργείο Οικονομικών επεξεργάζεται κλεμμένα ηλεκτρονικά αρχεία (η λεγόμενη «λίστα Falciani») που αφορούσαν πελάτες της Τράπεζας «ΗSBC» της Γενέβης και μέσα σε αυτούς ήταν και ‘Έλληνες.
Σε συνάντηση που είχε ο κ. Παπακωνσταντίνου με την Γαλλίδα ομόλογό του Κριστίν Λαγκάρντ συμφωνήθηκε να δοθούν στοιχεία Ελλήνων φορολογουμένων που είχαν καταθέσεις στην επίμαχη Ελβετική Τράπεζα.
Στην συνέχεια ο κ. Παπακωνσταντίνου έδωσε εντολή στον τότε γενικό γραμματέα του υπουργείου του, Ηλία Πλασκοβίτη, να κινήσει τη σχετική διοικητική διαδικασία με το Γάλλο ομόλογό του για να έρθουν στην Ελλάδα τα επίμαχα στοιχεία.
Πράγματι, στις 29 Δεκεμβρίου 2010 «χέρι με χέρι» με υπάλληλο τη πρεσβείας στο Παρίσι (Πέτρο Σκληρό), έφθασε στο υπουργείο περί ώρα 19:00 η λίστα Λαγκάρντ υπό την μορφή CD.
Σύμφωνα με το βούλευμα, «ο υπάλληλος της πρεσβείας παρέδωσε, ενυπογράφως, το φάκελο στη διευθύντρια (Χρυσή Χατζή) του γραφείου του κατηγορουμένου Γ. Παπακωνσταντίνου, η οποία τον φύλαξε μέχρι την επάνοδο του υπουργού εκεί, κατά τις τελευταίες νυκτερινές ώρες της 29.9.2010, οπότε και τον έδωσε στον ίδιο».
Η παραλαβή του φακέλου ουδέποτε πρωτοκολλήθηκε στο υπουργείο Οικονομικών.
Ο κ. Παπακωνσταντίνου – σύμφωνα με τα ο βούλευμα αλλά και την μέχρι τώρα ακροαματική διαδικασία- «μόλις παρέλαβε τον κλειστό φάκελο, αποσύρθηκε στο γραφείο του, στο υπουργείο, όπου, με τη χρήση ηλεκτρονικού υπολογιστή (Η/Υ) που υπήρχε εκεί και έφερε ως όνομα χρήστη τις λέξεις «windows user», αντέγραψε το σύνολο του περιεχομένου του ψηφιακού δίσκου CD, που μόλις είχε παραλάβει, σε φορητή μονάδα αποθήκευσης USB.
Όπως διαπιστώθηκε εκ των υστέρων, επρόκειτο για 2.062 ηλεκτρονικά αρχεία (files), που βρίσκονταν σε ηλεκτρονικό φάκελο (folder) με την ονομασία «GREECE», συνιστούσαν καρτέλες κίνησης λογαριασμών και αντιστοιχούσαν σε ανάλογο αριθμό φυσικών και νομικών προσώπων, τα οποία φέρονταν να έχουν δοσοληψία με την τράπεζα «ΗSBC», στη Γενεύη της Ελβετίας, κατά το χρονικό διάστημα από τον Οκτώβριο 2005 μέχρι το Φεβρουάριο 2007.
Όπως αναφέρεται στην από 9.2.2013 έκθεση εργαστηριακής πραγματογνωμοσύνης, κατά τις πρώτες ώρες της 30.9.2010 και συγκεκριμένα από ώρα 00:28:53 έως 00:54:10, μέσω του Η/Υ που έφερε ως όνομα χρήστη τις λέξεις «windows user», ανοίχθηκαν προς ανάγνωση και κλείσθηκαν χωρίς αποθήκευση 24 από τα αρχεία, που υπήρχαν γραμμένα στο CD.
Το άνοιγμα των αρχείων αυτών δεν έγινε τυχαία, αλλά με εντολή αναζήτησης αρχείων δια της χρήσεως των λέξεων «Papandreou», «Papaconstantίn» και «Kozani», πράγμα το οποίο προκύπτει από το ότι στα αρχεία, που έχουν ανοιχθεί, απαντώνται οι λέξεις αυτές».
Στα τέλη Δεκεμβρίου του 2010 έδωσε ο κ. Παπακωνσταντίνου του επίμαχο CD στον σύμβουλο και συνεργάτη του Γεώργιο Αγγελόπουλο και του ζήτησε, «χωρίς ειδικότερη εξήγηση, αφ’ ενός να υπολογίσει το συνολικό ποσό των λογαριασμών, που εμφανίζονται στα περιεχόμενα αρχεία και αφ’ ετέρου να συντάξει κατάλογο με τα ονόματα των προσώπων, που φέρονται ως δικαιούχοι των μεγαλυτέρων κεφαλαίων».
Ο κ. Αγγελόπουλος «εκτέλεσε την εντολή και, μετά από λίγες ημέρες, επέστρεψε το CD με τα αιτηθέντα στοιχεία, από τα οποία προέκυπτε ότι το συνολικό ποσό των λογαριασμών ήταν περίπου 2 δισεκατομμύρια δολάρια και ότι το ήμισυ, περίπου, του ποσού αυτού ανήκε σε είκοσι, περίπου, πρόσωπα, τα στοιχεία των οποίων ο εν λόγω συνεργάτης καταχώρησε σε ιδιαίτερο σημείωμα».
Μετά την επιστροφή του CD ο κ. Παπακωνσταντίνου, όπως ο ίδιος αναφέρει, το παρέδωσε σε κάποιον από τους υπαλλήλους του γραφείου του, προκειμένου να το φυλάξει με ασφάλεια.
Όμως, σύμφωνα με το βούλευμα: «¨Εκτοτε αγνοείται ο συγκεκριμένος ψηφιακός δίσκος. Κανένας από τους τότε υπαλλήλους του γραφείου του, οι οποίοι ρωτήθηκαν σχετικά κατά την εξέτασή τους ενώπιον της προανακριτικής επιτροπής της Βουλής, δεν γνώριζε οτιδήποτε. Ο κατηγορούμενος πρώην υπουργός, κατά την αυτοπρόσωπη εμφάνισή του ενώπιον του Συμβουλίου, εξέφρασε τη λύπη του για την απώλεια του ψηφιακού δίσκου, αρνήθηκε την εκ μέρους αυτού καταστροφή του, υποστήριξε ότι ποτέ δεν χάθηκε κάτι άλλο από το γραφείο του, είπε ότι δεν μπορούσε να θυμηθεί σε ποιον από τους υπαλλήλους είχε δώσει προς φύλαξη το CD, αλλ’ ότι έτρεφε προς όλους την ίδια εμπιστοσύνη και, τελικά, απέδωσε την απώλεια στο γεγονός ότι ο ψηφιακός δίσκος δεν έφερε κανένα διακριτικό γνώρισμα ούτε και συνοδευόταν από κάποιο έγγραφο. Ως εκ τούτου, είπε, κάπου θα παράπεσε, προφανώς κατά την αποχώρησή του από το υπουργείο».
Διαχρονικά στην συνέχεια στις αρχές Ιανουαρίου 2011, ο Παπακωνσταντίνου παρέδωσε στον τότε ειδικό γραμματέα του Ιωάννη Καπελέρη, χωρίς κάποιο διαβιβαστικό έγγραφο, τον κατάλογο των ονομάτων που είχε συντάξει ο κ. Αγγελόπουλος, δίδοντάς του την προφορική εντολή να ελέγξει το «φορολογικό προφίλ» των προσώπων αυτών και να τον ενημερώσει.
Μετά από λίγες ημέρες, ο κ. Καπελέρης ανέφερε στον τέως υπουργό Οικονομικών ότι οι πρώτες διαπιστώσεις για τα εν λόγω πρόσωπα ήσαν τέτοιες, που επέβαλαν τη διενέργεια λεπτομερούς οικονομικού ελέγχου.
Ακολούθησε, την 24.1.2011, σύσκεψη στο υπουργείο Οικονομικών υπό τον κ Παπακωνσαντίνου, με υπηρεσιακούς παράγοντες, μεταξύ των οποίων οι κ.κ. Πλασκοβίτης και Καπελέρης, κατά τη διάρκεια της οποίας ο κατηγορούμενος τους ενημέρωσε για την κατοχή του ψηφιακού δίσκου CD με τα αποθηκευμένα ηλεκτρονικά αρχεία λογαριασμών φορολογουμένων ελληνικού ενδιαφέροντος στην τράπεζα «ΗSBC», στη Γενεύη.
Οπότε, από κοινού, αναζητήθηκε τρόπος προς φορολογική αξιοποίηση των υπαρχόντων στοιχείων. Από τον τότε παριστάμενο νομικό σύμβουλο του υπουργείου (Αναστάσιο Μπάνο) υποστηρίχθηκε ότι, λόγω υποκλοπής των στοιχείων και παραβίασης του τραπεζικού απορρήτου, υπήρχε νομική αδυναμία αποδεικτικής χρησιμοποίησης των σχετικών πληροφοριών.
Κατόπιν αυτού, ο μεν κ. Πλασκοβίτης, ανέλαβε να προωθήσει το ζήτημα της συνάψεως διακρατικής συμφωνίας μεταξύ Ελλάδος και Ελβετίας για τη φορολόγηση καταθέσεων ημεδαπών σε ελβετικές τράπεζες, στον δε κ. Καπελέρη, ως ειδικό γραμματέα του ΣΔΟΕ, δόθηκε προφορική εντολή να προχωρήσει σε οικονομικό έλεγχο των προσώπων, που είχαν ήδη επισημανθεί.
Ο Ι. Καπελέρης, χωρίς να επιχειρήσει περαιτέρω ενέργειες σχετικώς, αποχώρησε από το ΣΔΟΕ περί τις αρχές Μαρτίου 2011.
Στις αρχές Μαΐου 2011, στη θέση του ειδικού γραμματέα του ΣΔΟΕ τοποθετήθηκε ο Ιωάννης Διώτης.
Σύμφωνα με το βούλευμα στα μέσα Ιουνίου του 2011, λόγω του κυβερνητικού ανασχηματισμού, ο κ. Παπακωνσταντίνου έπαυσε να έχει την ιδιότητα του υπουργού Οικονομικών.
«Τότε, με πρόσωπο της εμπιστοσύνης του, απέστειλε προς τον Ι. Διώτη το USB, στο οποίο είχε αντιγράψει το περιεχόμενο του CD, αφήνοντας, σιωπηρώς, να εννοηθεί ότι πρόκειται για πιστό αντίγραφο του CD, το οποίο είχε παραλάβει από τους Γάλλους πριν από 9 περίπου μήνες και για το οποίο είχε προηγηθεί κάποια συζήτηση μεταξύ τους.
Ο Ι. Διώτης, καταθέτοντας σχετικώς, διευκρίνισε ότι ήταν αυτονόητο γι’ αυτόν το ότι, με αφορμή το περιεχόμενο του USB και με την ιδιότητα, που αυτός είχε τότε, έπρεπε να διενεργήσει οικονομικό έλεγχο.
Ο Ι. Διώτης, την 8.7.-2011, δημιούργησε μέσω του φορητού Η/Υ (laptop), που χρησιμοποιούσε στο γραφείο του Ειδικού Γραμματέα του ΣΔΟΕ, ένα αντίγραφο του περιεχομένου του USB, που είχε παραλάβει από τον κατηγορούμενο υπουργό, μέσα σε άλλο USB, που προμηθεύτηκε εκείνη την ημέρα.
Αυτό το άλλο USB είναι το πειστήριο, που υπάρχει στη δικογραφία και επισημαίνεται στις εκθέσεις πραγματογνωμοσύνης ως «Π1-USB».
Κατόπιν, όπως ο ίδιος κατέθεσε, κατέστρεψε το USB, που είχε παραλάβει, διότι αφ’ ενός δεν του ήταν, πλέον, χρήσιμο και αφ’ ετέρου ήθελε να αποτρέψει τυχόν διαρροή του περιεχομένου του.
Το αντίγραφο που κατασκεύασε, σε χρόνο που δεν διαπιστώθηκε ακριβώς, αλλά δεν απέχει πολύ από την ως άνω ημερομηνία, το παρέδωσε στον Ευάγγελο Βενιζέλο, ο οποίος ήταν ήδη υπουργός Οικονομικών και, με την ιδιότητα αυτή, πολιτικώς προϊστάμενός του.
Ο τελευταίος το διατήρησε στην κατοχή του για περίπου 15 μήνες, οπότε, μετά από δημοσιογραφικό θόρυβο, που δημιουργήθηκε κατά το Σεπτέμβριο του επομένου έτους, παρέδωσε το «Π1-USB» στο γραφείο του Πρωθυπουργού.
Αυτό συνέβη την 2.10.2012 και την ίδια μέρα, με επίσημη, σχετική αλληλογραφία, το «Π1-USB» απεστάλη από το γραφείο του Πρωθυπουργού στο Στυλιανό Στασινόπουλο, που είχε τοποθετηθεί ήδη στη θέση του ειδικού γΓραμματέα του ΣΔΟΕ, «για τις δικές του ενέργειες»».
Τα κακουργηματικού χαρακτήρα αδικήματα τα οποία αντιμετωπίζει ο πρώην υπουργός Οικονομικών είναι: 1) της νόθευσης δημοσίου εγγράφου και 2) της απόπειρας απιστίας.
Με άλλα λόγια για το πρώτο αδίκημα της νόθευσης δημοσίου εγγράφου υπό το καθεστώς των επιβαρυντικών διατάξεων του νόμου περί καταχραστών του δημοσίου, η ανωτάτη προβλεπόμενη ποινή είναι μέχρι και ισόβια κάθειρξη εφόσον δεν του αναγνωριστούν ελαφρυντικά.
Σε περίπτωση κατά την οποία οι δικαστές αναγνωρίσουν στον τέως υπουργό Οικονομικών ελαφρυντικά (π.χ. του προτέρου εντίμου βίου, επίδειξης καλής συμπεριφοράς μετά την τέλεση της πράξης, κ.λπ.) τότε η ποινή που μπορεί να επιβληθεί είναι κάθειρξη από δέκα έως 20 χρόνια.
Για το δεύτερο αδίκημα αυτό της απόπειρας απιστίας ο κ. Παπακωνσταντίνου είναι αντιμέτωπος με την ποινή της κάθειρξης από 10 έως 20 χρόνια.
Όμως εάν και για το δεύτερο αυτό αδίκημα αναγνωριστούν στον κ. Παπακωνσταντίνου ελαφρυντικά, τότε η ποινή μειώνεται από 2 χρόνια φυλάκιση έως κάθειρξη12 ετών.
Κατά την απολογία του ο κ. Παπακωνσταντίνου πρέπει να δώσει πειστικές εξηγήσεις σε πολλά κενά που υπάρχουν στους χειρισμούς του από την ημέρα που παρέλαβε στα τέλη Δεκεμβρίου 2010 σε ηλεκτρονική μορφή (CD) την λίστα Λαγκάρντ από την Πρεσβεία μας στην Γαλλία μέχρι που παρέδωσε μετά από 9,5 μήνες κλωνοποιημένο αντίγραφο της αρχικής λίστας Λαγκάρντ υπό την μορφή USΒ (στικάκι) στον τότε γενικό γραμματέα του ΣΔΟΕ Ιωάννη Διώτη, μέσω του Ευάγγελου Βενιζέλου και του Μαξίμου.
Ο πρώην υπουργός Οικονομικών πρέπει να δώσει εκατοντάδες σαφής εξηγήσεις, όπως είναι πως χάθηκε από το γραφείο του το επίμαχο CD που είχε δώσει σε υπάλληλο του προς φύλαξη, γιατί αντιγράφηκε το CD σε στικάκι, πως από 2.062 αρχεία που περιελάμβανε το CD αφαιρέθηκαν τρία αρχεία συγγενικών του προσώπων, γιατί δεν έγινε φορολογικός έλεγχος και καμία φορολογική εκμετάλλευση του περιεχομένου του των 2.059 εναπομεινάντων αρχείων, κ.λπ.
Άγνωστο χέρι, αγνώστου προσώπου, σύμφωνα με τον κ. Παπακωνσταντίνου, αφαίρεσε τα ονόματα τριών συγγενικών προσώπων του (ξαδέλφες του) προκειμένου να ενοχοποιηθεί ο ίδιος. Ωστόσο το πρόσωπο δεν κατονομάζεται πουθενά.
Ο ισχυρισμός αυτός περί τρίτου προσώπου που ήθελε να ενοχοποιήσει τον κ. Παπακωνσταντίνου, έχει απορριφθεί από το παραπεμπτικό βούλευμα, καθώς «προϋποθέτει και ερείδεται στην ταυτόχρονη συρροή πέντε απιθάνων συμπτώσεων», όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται.
Οι απίθανες αυτές συμπτώσεις είναι:
α) να μην ενθυμείται ο κατηγορούμενος σε ποιον υπάλληλο του γραφείου του παρέδωσε τον απολεσθέντα ψηφιακό δίσκο CD, παρόλο που για την απόκτησή του είχε προηγηθεί η εντελώς ασυνήθης και περίπλοκη διαδικασία, η οποία προαναφέρθηκε και στην οποία ανεμίχθησαν υπουργοί, μυστικές υπηρεσίες, διπλωμάτες και διοικητικοί υπάλληλοι.
β) κανένας υπάλληλος του γραφείου του κατηγορουμένου να μην ενθυμείται οτιδήποτε για την τύχη του εν λόγω ψηφιακού δίσκου και, κυρίως, εκείνος εξ αυτών, στον οποίο υποτίθεται ότι δόθηκε για να τον φυλάξει με ασφάλεια, ο τελευταίος δε να επέδειξε τόση αδιαφορία περί αυτού, ώστε να τον απολέσει και να μην ενδιαφερθεί να τον αναζητήσει, ως εάν επρόκειτο για πράγμα ασήμαντο ή άχρηστο.
γ) ένα άλλο πρόσωπο να συνέλαβε ως ιδέα και να υλοποίησε στη συνέχεια εγκληματικό σχέδιο με στόχο να εκθέσει τον κατηγορούμενο και συγκεκριμένα να προβεί στη νόθευση της παραχθείσης (με βάση το CD) φορητής μονάδας αποθήκευσης USB, με την απάλειψη εξ αυτής των σχετικών με τους τρεις συγγενείς αυτού στοιχείων.
δ) το υποτιθέμενο αυτό πρόσωπο να θεώρησε δεδομένο ότι, όταν θα αποκαλυπτόταν η νόθευση και θα φαινόταν εκτεθειμένος ο κατηγορούμενος, ο τελευταίος δεν θα μπορούσε να αποδείξει την εις βάρος του εγκληματική ενέργεια συγκρίνοντας το ανόθευτο CD με το νοθευμένο USB και
ε) αυτή η παράξενη και παρακινδυνευμένη υπόθεση του περίεργου αυτού δράστη να επιβεβαιωθεί στη συνέχεια πλήρως λόγω απωλείας του CD στο γραφείο του κατηγορουμένου.
Η πορεία της λίστας Λαγκάρντ
Την άνοιξη του 2010 η EYΠ ενημέρωσε τον κ. Παπακωνσταντίνου ότι το Γαλλικό υπουργείο Οικονομικών επεξεργάζεται κλεμμένα ηλεκτρονικά αρχεία (η λεγόμενη «λίστα Falciani») που αφορούσαν πελάτες της Τράπεζας «ΗSBC» της Γενέβης και μέσα σε αυτούς ήταν και ‘Έλληνες.
Σε συνάντηση που είχε ο κ. Παπακωνσταντίνου με την Γαλλίδα ομόλογό του Κριστίν Λαγκάρντ συμφωνήθηκε να δοθούν στοιχεία Ελλήνων φορολογουμένων που είχαν καταθέσεις στην επίμαχη Ελβετική Τράπεζα.
Στην συνέχεια ο κ. Παπακωνσταντίνου έδωσε εντολή στον τότε γενικό γραμματέα του υπουργείου του, Ηλία Πλασκοβίτη, να κινήσει τη σχετική διοικητική διαδικασία με το Γάλλο ομόλογό του για να έρθουν στην Ελλάδα τα επίμαχα στοιχεία.
Πράγματι, στις 29 Δεκεμβρίου 2010 «χέρι με χέρι» με υπάλληλο τη πρεσβείας στο Παρίσι (Πέτρο Σκληρό), έφθασε στο υπουργείο περί ώρα 19:00 η λίστα Λαγκάρντ υπό την μορφή CD.
Σύμφωνα με το βούλευμα, «ο υπάλληλος της πρεσβείας παρέδωσε, ενυπογράφως, το φάκελο στη διευθύντρια (Χρυσή Χατζή) του γραφείου του κατηγορουμένου Γ. Παπακωνσταντίνου, η οποία τον φύλαξε μέχρι την επάνοδο του υπουργού εκεί, κατά τις τελευταίες νυκτερινές ώρες της 29.9.2010, οπότε και τον έδωσε στον ίδιο».
Η παραλαβή του φακέλου ουδέποτε πρωτοκολλήθηκε στο υπουργείο Οικονομικών.
Ο κ. Παπακωνσταντίνου – σύμφωνα με τα ο βούλευμα αλλά και την μέχρι τώρα ακροαματική διαδικασία- «μόλις παρέλαβε τον κλειστό φάκελο, αποσύρθηκε στο γραφείο του, στο υπουργείο, όπου, με τη χρήση ηλεκτρονικού υπολογιστή (Η/Υ) που υπήρχε εκεί και έφερε ως όνομα χρήστη τις λέξεις «windows user», αντέγραψε το σύνολο του περιεχομένου του ψηφιακού δίσκου CD, που μόλις είχε παραλάβει, σε φορητή μονάδα αποθήκευσης USB.
Όπως διαπιστώθηκε εκ των υστέρων, επρόκειτο για 2.062 ηλεκτρονικά αρχεία (files), που βρίσκονταν σε ηλεκτρονικό φάκελο (folder) με την ονομασία «GREECE», συνιστούσαν καρτέλες κίνησης λογαριασμών και αντιστοιχούσαν σε ανάλογο αριθμό φυσικών και νομικών προσώπων, τα οποία φέρονταν να έχουν δοσοληψία με την τράπεζα «ΗSBC», στη Γενεύη της Ελβετίας, κατά το χρονικό διάστημα από τον Οκτώβριο 2005 μέχρι το Φεβρουάριο 2007.
Όπως αναφέρεται στην από 9.2.2013 έκθεση εργαστηριακής πραγματογνωμοσύνης, κατά τις πρώτες ώρες της 30.9.2010 και συγκεκριμένα από ώρα 00:28:53 έως 00:54:10, μέσω του Η/Υ που έφερε ως όνομα χρήστη τις λέξεις «windows user», ανοίχθηκαν προς ανάγνωση και κλείσθηκαν χωρίς αποθήκευση 24 από τα αρχεία, που υπήρχαν γραμμένα στο CD.
Το άνοιγμα των αρχείων αυτών δεν έγινε τυχαία, αλλά με εντολή αναζήτησης αρχείων δια της χρήσεως των λέξεων «Papandreou», «Papaconstantίn» και «Kozani», πράγμα το οποίο προκύπτει από το ότι στα αρχεία, που έχουν ανοιχθεί, απαντώνται οι λέξεις αυτές».
Στα τέλη Δεκεμβρίου του 2010 έδωσε ο κ. Παπακωνσταντίνου του επίμαχο CD στον σύμβουλο και συνεργάτη του Γεώργιο Αγγελόπουλο και του ζήτησε, «χωρίς ειδικότερη εξήγηση, αφ’ ενός να υπολογίσει το συνολικό ποσό των λογαριασμών, που εμφανίζονται στα περιεχόμενα αρχεία και αφ’ ετέρου να συντάξει κατάλογο με τα ονόματα των προσώπων, που φέρονται ως δικαιούχοι των μεγαλυτέρων κεφαλαίων».
Ο κ. Αγγελόπουλος «εκτέλεσε την εντολή και, μετά από λίγες ημέρες, επέστρεψε το CD με τα αιτηθέντα στοιχεία, από τα οποία προέκυπτε ότι το συνολικό ποσό των λογαριασμών ήταν περίπου 2 δισεκατομμύρια δολάρια και ότι το ήμισυ, περίπου, του ποσού αυτού ανήκε σε είκοσι, περίπου, πρόσωπα, τα στοιχεία των οποίων ο εν λόγω συνεργάτης καταχώρησε σε ιδιαίτερο σημείωμα».
Μετά την επιστροφή του CD ο κ. Παπακωνσταντίνου, όπως ο ίδιος αναφέρει, το παρέδωσε σε κάποιον από τους υπαλλήλους του γραφείου του, προκειμένου να το φυλάξει με ασφάλεια.
Όμως, σύμφωνα με το βούλευμα: «¨Εκτοτε αγνοείται ο συγκεκριμένος ψηφιακός δίσκος. Κανένας από τους τότε υπαλλήλους του γραφείου του, οι οποίοι ρωτήθηκαν σχετικά κατά την εξέτασή τους ενώπιον της προανακριτικής επιτροπής της Βουλής, δεν γνώριζε οτιδήποτε. Ο κατηγορούμενος πρώην υπουργός, κατά την αυτοπρόσωπη εμφάνισή του ενώπιον του Συμβουλίου, εξέφρασε τη λύπη του για την απώλεια του ψηφιακού δίσκου, αρνήθηκε την εκ μέρους αυτού καταστροφή του, υποστήριξε ότι ποτέ δεν χάθηκε κάτι άλλο από το γραφείο του, είπε ότι δεν μπορούσε να θυμηθεί σε ποιον από τους υπαλλήλους είχε δώσει προς φύλαξη το CD, αλλ’ ότι έτρεφε προς όλους την ίδια εμπιστοσύνη και, τελικά, απέδωσε την απώλεια στο γεγονός ότι ο ψηφιακός δίσκος δεν έφερε κανένα διακριτικό γνώρισμα ούτε και συνοδευόταν από κάποιο έγγραφο. Ως εκ τούτου, είπε, κάπου θα παράπεσε, προφανώς κατά την αποχώρησή του από το υπουργείο».
Διαχρονικά στην συνέχεια στις αρχές Ιανουαρίου 2011, ο Παπακωνσταντίνου παρέδωσε στον τότε ειδικό γραμματέα του Ιωάννη Καπελέρη, χωρίς κάποιο διαβιβαστικό έγγραφο, τον κατάλογο των ονομάτων που είχε συντάξει ο κ. Αγγελόπουλος, δίδοντάς του την προφορική εντολή να ελέγξει το «φορολογικό προφίλ» των προσώπων αυτών και να τον ενημερώσει.
Μετά από λίγες ημέρες, ο κ. Καπελέρης ανέφερε στον τέως υπουργό Οικονομικών ότι οι πρώτες διαπιστώσεις για τα εν λόγω πρόσωπα ήσαν τέτοιες, που επέβαλαν τη διενέργεια λεπτομερούς οικονομικού ελέγχου.
Ακολούθησε, την 24.1.2011, σύσκεψη στο υπουργείο Οικονομικών υπό τον κ Παπακωνσαντίνου, με υπηρεσιακούς παράγοντες, μεταξύ των οποίων οι κ.κ. Πλασκοβίτης και Καπελέρης, κατά τη διάρκεια της οποίας ο κατηγορούμενος τους ενημέρωσε για την κατοχή του ψηφιακού δίσκου CD με τα αποθηκευμένα ηλεκτρονικά αρχεία λογαριασμών φορολογουμένων ελληνικού ενδιαφέροντος στην τράπεζα «ΗSBC», στη Γενεύη.
Οπότε, από κοινού, αναζητήθηκε τρόπος προς φορολογική αξιοποίηση των υπαρχόντων στοιχείων. Από τον τότε παριστάμενο νομικό σύμβουλο του υπουργείου (Αναστάσιο Μπάνο) υποστηρίχθηκε ότι, λόγω υποκλοπής των στοιχείων και παραβίασης του τραπεζικού απορρήτου, υπήρχε νομική αδυναμία αποδεικτικής χρησιμοποίησης των σχετικών πληροφοριών.
Κατόπιν αυτού, ο μεν κ. Πλασκοβίτης, ανέλαβε να προωθήσει το ζήτημα της συνάψεως διακρατικής συμφωνίας μεταξύ Ελλάδος και Ελβετίας για τη φορολόγηση καταθέσεων ημεδαπών σε ελβετικές τράπεζες, στον δε κ. Καπελέρη, ως ειδικό γραμματέα του ΣΔΟΕ, δόθηκε προφορική εντολή να προχωρήσει σε οικονομικό έλεγχο των προσώπων, που είχαν ήδη επισημανθεί.
Ο Ι. Καπελέρης, χωρίς να επιχειρήσει περαιτέρω ενέργειες σχετικώς, αποχώρησε από το ΣΔΟΕ περί τις αρχές Μαρτίου 2011.
Στις αρχές Μαΐου 2011, στη θέση του ειδικού γραμματέα του ΣΔΟΕ τοποθετήθηκε ο Ιωάννης Διώτης.
Σύμφωνα με το βούλευμα στα μέσα Ιουνίου του 2011, λόγω του κυβερνητικού ανασχηματισμού, ο κ. Παπακωνσταντίνου έπαυσε να έχει την ιδιότητα του υπουργού Οικονομικών.
«Τότε, με πρόσωπο της εμπιστοσύνης του, απέστειλε προς τον Ι. Διώτη το USB, στο οποίο είχε αντιγράψει το περιεχόμενο του CD, αφήνοντας, σιωπηρώς, να εννοηθεί ότι πρόκειται για πιστό αντίγραφο του CD, το οποίο είχε παραλάβει από τους Γάλλους πριν από 9 περίπου μήνες και για το οποίο είχε προηγηθεί κάποια συζήτηση μεταξύ τους.
Ο Ι. Διώτης, καταθέτοντας σχετικώς, διευκρίνισε ότι ήταν αυτονόητο γι’ αυτόν το ότι, με αφορμή το περιεχόμενο του USB και με την ιδιότητα, που αυτός είχε τότε, έπρεπε να διενεργήσει οικονομικό έλεγχο.
Ο Ι. Διώτης, την 8.7.-2011, δημιούργησε μέσω του φορητού Η/Υ (laptop), που χρησιμοποιούσε στο γραφείο του Ειδικού Γραμματέα του ΣΔΟΕ, ένα αντίγραφο του περιεχομένου του USB, που είχε παραλάβει από τον κατηγορούμενο υπουργό, μέσα σε άλλο USB, που προμηθεύτηκε εκείνη την ημέρα.
Αυτό το άλλο USB είναι το πειστήριο, που υπάρχει στη δικογραφία και επισημαίνεται στις εκθέσεις πραγματογνωμοσύνης ως «Π1-USB».
Κατόπιν, όπως ο ίδιος κατέθεσε, κατέστρεψε το USB, που είχε παραλάβει, διότι αφ’ ενός δεν του ήταν, πλέον, χρήσιμο και αφ’ ετέρου ήθελε να αποτρέψει τυχόν διαρροή του περιεχομένου του.
Το αντίγραφο που κατασκεύασε, σε χρόνο που δεν διαπιστώθηκε ακριβώς, αλλά δεν απέχει πολύ από την ως άνω ημερομηνία, το παρέδωσε στον Ευάγγελο Βενιζέλο, ο οποίος ήταν ήδη υπουργός Οικονομικών και, με την ιδιότητα αυτή, πολιτικώς προϊστάμενός του.
Ο τελευταίος το διατήρησε στην κατοχή του για περίπου 15 μήνες, οπότε, μετά από δημοσιογραφικό θόρυβο, που δημιουργήθηκε κατά το Σεπτέμβριο του επομένου έτους, παρέδωσε το «Π1-USB» στο γραφείο του Πρωθυπουργού.
Αυτό συνέβη την 2.10.2012 και την ίδια μέρα, με επίσημη, σχετική αλληλογραφία, το «Π1-USB» απεστάλη από το γραφείο του Πρωθυπουργού στο Στυλιανό Στασινόπουλο, που είχε τοποθετηθεί ήδη στη θέση του ειδικού γΓραμματέα του ΣΔΟΕ, «για τις δικές του ενέργειες»».
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr