ΣτΕ: Δεν μπορεί να συσταθεί ΓΓ Κυβερνητικού Συμβουλίου Οικονομικής Πολιτικής
13.07.2015
18:59
«Θα υποβοηθούσε και θα υποστήριζε το έργο του Κυβερνητικού Συμβουλίου Οικονομικής Πολιτικής το οποίο συγκροτήθηκε με πράξη του υπουργικού συμβουλίου της 6ης Φεβρουαρίου 2015»
Στον αντιπρόεδρο της κυβέρνησης Ιωάννη Δραγασάκη και τον αναπληρωτή υπουργό Οικονομικών Δημήτρη Μαρδά, επέστρεψε το Συμβούλιο της Επικρατείας ως μη νόμιμο το σχέδιο Προεδρικού Διατάγματος που προέβλεπε την σύσταση και την οργάνωση της Γενικής Γραμματείας Κυβερνητικού Συμβουλίου Οικονομικής Πολιτικής.
Και αυτό γιατί σύμφωνα με την υπ΄ αριθμ. 69/2015 γνωμοδότηση του Ε΄ Τμήματος του Ανωτάτου Ακυρωτικού Συμβουλίου, θα υποβοηθούσε και θα υποστήριζε το έργο του Κυβερνητικού Συμβουλίου Οικονομικής Πολιτικής το οποίο συγκροτήθηκε με πράξη του υπουργικού συμβουλίου της 6ης Φεβρουαρίου 2015.
Υπενθυμίζεται ότι στο Κυβερνητικό Συμβούλιο Οικονομικής Πολιτικής συμμετέχουν ο αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης (ως πρόεδρος) και οι υπουργοί Οικονομίας, Υποδομών, Ναυτιλίας και Τουρισμού, Παραγωγικής Ανασυγκρότησης, Περιβάλλοντος και Ενέργειας, Οικονομικών και οι αναπληρωτές υπουργοί Εξωτερικών (αρμόδιος για θέματα διεθνών οικονομικών σχέσεων) και Οικονομικών.
Το συμβούλιο αυτό είναι αρμόδιο για το συντονισμό, τη προώθηση και την υλοποίηση του οικονομικού προγράμματος της κυβερνητικής για όλα τα δημοσιονομικά και οικονομικά θέματα, τις δημόσιες και ιδιωτικές επενδύσεις, τη λειτουργία του τραπεζικού συστήματος, καθώς και για θέματα ανταγωνισμού και ελέγχου της αγοράς.
Το επίμαχο διάταγμα που κατατέθηκε για νομοπαρασκευαστική επεξεργασία στο Ε΄ Τμήμα, προέβλεπε ότι η λειτουργία της Γενικής Γραμματείας Κυβερνητικού Συμβουλίου Οικονομικής Πολιτικής θα επιβαρύνει τον προϋπολογισμό του υπουργείου Οικονομικών με 829.000 ευρώ ετησίως (και για το τρέχον έτος κατά 482.000 ευρώ).
Επίσης, προέβλεπε τη σύσταση θέσεων προσωπικού, όπως είναι 12 θέσεις ειδικών συμβούλων και ειδικών συνεργατών, όπως επίσης προέβλεπε και τη σύσταση θέσεων προσωπικού.
Και αυτό γιατί σύμφωνα με την υπ΄ αριθμ. 69/2015 γνωμοδότηση του Ε΄ Τμήματος του Ανωτάτου Ακυρωτικού Συμβουλίου, θα υποβοηθούσε και θα υποστήριζε το έργο του Κυβερνητικού Συμβουλίου Οικονομικής Πολιτικής το οποίο συγκροτήθηκε με πράξη του υπουργικού συμβουλίου της 6ης Φεβρουαρίου 2015.
Υπενθυμίζεται ότι στο Κυβερνητικό Συμβούλιο Οικονομικής Πολιτικής συμμετέχουν ο αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης (ως πρόεδρος) και οι υπουργοί Οικονομίας, Υποδομών, Ναυτιλίας και Τουρισμού, Παραγωγικής Ανασυγκρότησης, Περιβάλλοντος και Ενέργειας, Οικονομικών και οι αναπληρωτές υπουργοί Εξωτερικών (αρμόδιος για θέματα διεθνών οικονομικών σχέσεων) και Οικονομικών.
Το συμβούλιο αυτό είναι αρμόδιο για το συντονισμό, τη προώθηση και την υλοποίηση του οικονομικού προγράμματος της κυβερνητικής για όλα τα δημοσιονομικά και οικονομικά θέματα, τις δημόσιες και ιδιωτικές επενδύσεις, τη λειτουργία του τραπεζικού συστήματος, καθώς και για θέματα ανταγωνισμού και ελέγχου της αγοράς.
Το επίμαχο διάταγμα που κατατέθηκε για νομοπαρασκευαστική επεξεργασία στο Ε΄ Τμήμα, προέβλεπε ότι η λειτουργία της Γενικής Γραμματείας Κυβερνητικού Συμβουλίου Οικονομικής Πολιτικής θα επιβαρύνει τον προϋπολογισμό του υπουργείου Οικονομικών με 829.000 ευρώ ετησίως (και για το τρέχον έτος κατά 482.000 ευρώ).
Επίσης, προέβλεπε τη σύσταση θέσεων προσωπικού, όπως είναι 12 θέσεις ειδικών συμβούλων και ειδικών συνεργατών, όπως επίσης προέβλεπε και τη σύσταση θέσεων προσωπικού.
Το Συμβούλιο της Επικρατείας ερμηνεύοντας τις συνταγματικές επιταγές για τη δημοσιονομική διαχείριση, την Συνθήκη λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, την Ελληνική και Ευρωπαϊκή νομοθεσία, επισημαίνει ότι η δαπάνη που προκαλεί η έκδοση προεδρικού Διατάγματος πρέπει να βεβαιώνεται ότι είναι σύμφωνη με τους στόχους και τις δεσμεύσεις του Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής.
Η απλή αναγραφή ότι η προκαλούμενη δαπάνη από το σχέδιο Προεδρικού Διατάγματος θα εγγραφεί στον προϋπολογισμό και θα καλυφθεί από συγκεκριμένο προϋπολογισμό, δεν αρκεί για να κριθεί νόμιμο το διάταγμα.
Η τελευταία αυτή περίπτωση (δηλαδή την απλή εγγραφή της προκαλούμενης δαπάνης στον προϋπολογισμοί) στοιχειοθέτη «παράλειψη ουσιώδους τύπου που έχει ταχθεί για τη νόμιμη έκδοση σχεδίου διατάγματος» και κατά συνέπεια το σχέδιο διατάγματος «δεν προτείνεται νομίμως».
Ακόμη, το Συμβούλιο της Επικρατείας, υπογραμμίζει ότι για την σύσταση της Γενικής Γραμματείας Κυβερνητικού Συμβουλίου Οικονομικής Πολιτικής, «δεν έχουν προβλεφθεί πιστώσεις στο προϋπολογισμό του υπουργείου Οικονομικών», αλλά όπως αναφέρεται στο επίμαχο σχέδιο Προεδρικού Διατάγματος ότι η σχετική δαπάνη θα αντιμετωπιστεί με την μεταφορά πιστώσεων από το αποθεματικό του υπουργείου Οικονομικών. Δηλαδή, αυτόματα καθίσταται μη νόμιμο το σχέδιο διατάγματος.
Παράλληλα, όμως συνεχίζουν οι σύμβουλοι Επικρατείας, «υπό τις παρούσες έκτακτες δημοσιονομικές και οικονομικές συνθήκες της χώρας, για την αντιμετώπιση των οποίων θεσπίστηκε μεταξύ των άλλων και το Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής, «η σύσταση νέων οργανικών θέσεων με Προεδρικό Διάταγμα είναι επιτρεπτή υπό την προϋπόθεση ότι αποσκοπεί στην κάλυψη επιτακτικής ανάγκης η οποία δεν μπορεί να ικανοποιηθεί με άλλο τρόπο, όπως η αναδιοργάνωση των υπηρεσιών και η ανακατανομή του προσωπικού».
Την ίδια στιγμή δεν παραλείπει να επισημάνει το ΣτΕ ότι κατά την επεξεργασία του διατάγματος από τους συμβούλους Επικρατείας έγιναν από την κυβέρνηση μεταβολές στο περιεχόμενό του και ειδικά ως προς τον αρχικό προβλεπόμενο αριθμό του προσωπικού, καθώς επήλθαν αυξομειώσεις στις θέσεις προσωπικού (μειώθηκα οι θέσεις των ειδικών συμβούλων από 12 σε 7 και αυξήθηκαν οι θέσεις των υπαλλήλων από 15 σε 20), κάτι που γεννά «εύλογες αμφιβολίες για την αναγκαιότητα της δαπάνης που προκαλείται».
Κατόπιν αυτών, το ΣτΕ έκρινε μη νόμιμο το επίμαχο Προεδρικό Διάταγμα και το επέστρεψε στην Κυβέρνηση.
Η απλή αναγραφή ότι η προκαλούμενη δαπάνη από το σχέδιο Προεδρικού Διατάγματος θα εγγραφεί στον προϋπολογισμό και θα καλυφθεί από συγκεκριμένο προϋπολογισμό, δεν αρκεί για να κριθεί νόμιμο το διάταγμα.
Η τελευταία αυτή περίπτωση (δηλαδή την απλή εγγραφή της προκαλούμενης δαπάνης στον προϋπολογισμοί) στοιχειοθέτη «παράλειψη ουσιώδους τύπου που έχει ταχθεί για τη νόμιμη έκδοση σχεδίου διατάγματος» και κατά συνέπεια το σχέδιο διατάγματος «δεν προτείνεται νομίμως».
Ακόμη, το Συμβούλιο της Επικρατείας, υπογραμμίζει ότι για την σύσταση της Γενικής Γραμματείας Κυβερνητικού Συμβουλίου Οικονομικής Πολιτικής, «δεν έχουν προβλεφθεί πιστώσεις στο προϋπολογισμό του υπουργείου Οικονομικών», αλλά όπως αναφέρεται στο επίμαχο σχέδιο Προεδρικού Διατάγματος ότι η σχετική δαπάνη θα αντιμετωπιστεί με την μεταφορά πιστώσεων από το αποθεματικό του υπουργείου Οικονομικών. Δηλαδή, αυτόματα καθίσταται μη νόμιμο το σχέδιο διατάγματος.
Παράλληλα, όμως συνεχίζουν οι σύμβουλοι Επικρατείας, «υπό τις παρούσες έκτακτες δημοσιονομικές και οικονομικές συνθήκες της χώρας, για την αντιμετώπιση των οποίων θεσπίστηκε μεταξύ των άλλων και το Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής, «η σύσταση νέων οργανικών θέσεων με Προεδρικό Διάταγμα είναι επιτρεπτή υπό την προϋπόθεση ότι αποσκοπεί στην κάλυψη επιτακτικής ανάγκης η οποία δεν μπορεί να ικανοποιηθεί με άλλο τρόπο, όπως η αναδιοργάνωση των υπηρεσιών και η ανακατανομή του προσωπικού».
Την ίδια στιγμή δεν παραλείπει να επισημάνει το ΣτΕ ότι κατά την επεξεργασία του διατάγματος από τους συμβούλους Επικρατείας έγιναν από την κυβέρνηση μεταβολές στο περιεχόμενό του και ειδικά ως προς τον αρχικό προβλεπόμενο αριθμό του προσωπικού, καθώς επήλθαν αυξομειώσεις στις θέσεις προσωπικού (μειώθηκα οι θέσεις των ειδικών συμβούλων από 12 σε 7 και αυξήθηκαν οι θέσεις των υπαλλήλων από 15 σε 20), κάτι που γεννά «εύλογες αμφιβολίες για την αναγκαιότητα της δαπάνης που προκαλείται».
Κατόπιν αυτών, το ΣτΕ έκρινε μη νόμιμο το επίμαχο Προεδρικό Διάταγμα και το επέστρεψε στην Κυβέρνηση.
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr