Το παρασκήνιο του ντιμπέιτ: Οι κόντρες, οι γκρίνιες και οι απαιτήσεις της τελευταίας στιγμής
Το παρασκήνιο του ντιμπέιτ: Οι κόντρες, οι γκρίνιες και οι απαιτήσεις της τελευταίας στιγμής
Γιατί καθυστέρησε 15 λεπτά η έναρξή του - Τσίπρας και Γιομπαζολιάς οι «πρωταθλητές» στην παραβίαση του διαθέσιμου χρόνου - Το μπέρδεμα της Κοσιώνη με τις σημειώσεις - Τα γυαλιά της Τρέμη και οι στυλιστικές επιλογές που ξεχώρισαν
UPD:
13
ΣΧΟΛΙΑ
Το «debate» μπορεί να ταιριάζει στη δημοκρατία και να εφαρμόζεται συστηματικά στην Δύση, φαίνεται όμως ότι ως θεσμός είναι οτιδήποτε άλλο εκτός από ώριμος. Ούτε οι πολιτικοί, αλλά ούτε και οι δημοσιογράφοι αποδείχθηκαν έτοιμοι να αξιοποιήσουν πλήρως τις δυνατότητες μιας τεράστιας επικοινωνιακής πρόκλησης. Και δεν θα μπορούσε να γίνει αλλιώς, εφόσον η συχνότητα των εκλογών εσχάτως αυξάνεται αλματωδώς, ενώ το τελευταίο ντιμπέιτ διατηρείται αμυδρά στην συλλογική μνήμη, εφόσον διοργανώθηκε πριν από έξι ολόκληρα χρόνια.
Χαρακτηριστικό του «ντιμπέιτ αλα ελληνικά» είναι οι γκρίνιες αλλά και οι παρασκηνιακές κόντρες επί της διαδικασίας: Όπως όλοι διαπίστωσαν, η συζήτηση άρχισε με καθυστέρηση τουλάχιστον 15 λεπτών, καθώς οι πολιτικοί αρχηγοί αδυνατούσαν να συμφωνήσουν στο εάν θα υπάρξει ή όχι απευθείας διάλογος μεταξύ τους, στο τελευταίο μέρος της όλης διαδικασίας.
Χαρακτηριστικό του «ντιμπέιτ αλα ελληνικά» είναι οι γκρίνιες αλλά και οι παρασκηνιακές κόντρες επί της διαδικασίας: Όπως όλοι διαπίστωσαν, η συζήτηση άρχισε με καθυστέρηση τουλάχιστον 15 λεπτών, καθώς οι πολιτικοί αρχηγοί αδυνατούσαν να συμφωνήσουν στο εάν θα υπάρξει ή όχι απευθείας διάλογος μεταξύ τους, στο τελευταίο μέρος της όλης διαδικασίας.
Σύμφωνα με πληροφορίες, οι κ.κ. Τσίπρας, Θεοδωράκης και Καμμένος ήταν υπέρ της άποψης να παρακαμφθεί η απόφαση της διακομματικής επιτροπής που όρισε τις προδιαγραφές τις διαδικασίας, ενώ οι υπόλοιποι διαφώνησαν με αυτή την ad hoc τροποποίηση της τελευταίας στιγμής. Μάλιστα, η κα Γεννηματά έφτασε να θέσει ζήτημα βέτο εναντίον της αλλαγής του τυπικού. Τελικά, όμως, όπως φάνηκε «στον αέρα» και ιδιαίτερα με την φράση του κου Μεϊμαράκη «τι κάνουμε εδώ πέρα; Στο τέλος το κοινό θα βαρεθεί, θα κλείσει τις τηλεοράσεις και θα πάει να ψηφίσει όσους δεν είναι εδώ», η πράξη απεφάνθη υπέρ της απορριφθείσας τροποποίησης.
Η γκρίνια και οι αντιρρήσεις επί της διαδικασίας ήταν κάτι που επανήλθε, σε διαφορετικά επίπεδα έντασης κάθε φορά, σχεδόν σε όλη τη διάρκεια του ντιμπέιτ. Χαρακτηριστικό είναι ότι σε κάποια επιμέρους αντιπαράθεση, ο Αντώνης Σρόιτερ χρειάστηκε να υπενθυμίσει στον Παναγιώτη Λαφαζάνη ότι «οι αρχηγοί ορίσατε τους όρους διεξαγωγής του ντιμπέιτ». Ο γενικός συντονιστής της συζήτησης, ο δημοσιογράφος της ΕΡΤ Πάνος Χαρίτος, στον άχαρο ρόλο του επιτηρητή, κατέβαλε μεγάλη προσπάθεια και εξάντλησε όλη του την αυστηρότητα προκειμένου να κρατήσει τους συμμετέχοντες εντός των πλαισίων της διαδικασίας -διακινδυνεύοντας όμως να χαρακτηριστεί ως τυπολάτρης. Ο Χαρίτος, πάντως, έδειξε χαρακτήρα και αγνόησε τις εκκλήσεις, ιδιαίτερα της Όλγας Τρέμη, να γίνει λίγο πιο ελαστικός ως προς την απαρέγκλιτη τήρηση του χρόνου.
Μολονότι η πρακτική της ζωντανής αντιπαράθεσης όλων των πολιτικών αρχηγών, του λεγόμενου «debate», με έξι δημοσιογράφους απέναντι σε επτά επικεφαλής κομμάτων μαρτυρά πολιτικό πολιτισμό και επιβεβαιώνει τη δημοκρατικότητα του προεκλογικού αγώνα, είναι αμφίβολο εάν πέτυχε το στόχο του. Το πλήθος των συμμετεχόντων στην συζήτηση, το περιπεπλεγμένο σύστημα με τη σειρά υποβολής των ερωτημάτων που θύμιζε άσκηση σουντόκου, ο αναπόφευκτος περιορισμός του διαθέσιμου χρόνου κ.λπ, αν μη τι άλλο οδήγησαν το κοινό σε σύγχυση, αφήνοντας ακόμη μεγαλύτερα κενά από ό,τι υποτίθεται ότι θα καλύπτονταν με άπαντες τους αρχηγούς (πλην της Χρυσής Αυγής) παρόντες στο ίδιο στούντιο.
Εάν προσπαθούσε κάποιος να διακρίνει, όχι ακριβώς αυτούς που βγήκαν κερδισμένοι ως προς τις εντυπώσεις από το debate από εκείνους που έχασαν, αλλά, έστω, όσους φάνηκαν καλύτερα προετοιμασμένοι και προσαρμοσμένοι στην όλη διαδικασία, χωρίς καμία αμφιβολία θα στεκόταν στα δύο άκρα των δύο πλευρών -και, εν τινί μέτρω, των ηλικιών. Δηλαδή στον Αλέξη Τσίπρα και τον Μάκη Γιομπαζολιά. Ο τέως πρωθυπουργός και ο δημοσιογράφος του Epsilon TV αναδείχθηκαν πρωταθλητές στην παραβίαση του εκάστοτε διαθέσιμου χρόνου. Ο μεν τέως πρωθυπουργός, έχοντας υποσυνείδητα αναλάβει τη θέση του αμυνόμενου και απολογούμενου, απέτυχε, σχεδόν καθ' ολοκληρίαν, να εκθέσει τις απόψεις του εντός του χρονικού διαστήματος που του αναλογούσε. Αλλά και ο Μάκης Γιομπαζολιάς, παρά την μεγάλη εμπειρία του, αναγκάστηκε να παραιτηθεί τουλάχιστον δύο φορές από την συμπληρωματική του ερώτηση, προκειμένου να επανορθώσει για την παραβίαση του χρονικού ορίου. Μάλιστα, όταν η συζήτηση είχε περάσει στην ενότητα της παιδείας, ο κ. Γιομπαζολιάς είχε αφοσιωθεί τόσο πολύ στην ανάπτυξη ενός ερωτήματος σε σχέση με την ρομποτική και την εκπαίδευση προς τον Σταύρο Θεοδωράκη, ώστε όταν ο συντονιστής, Πάνος Χαρίτος, του υπενθύμισε την παραβίαση, ο Μάκης Γιομπαζολιάς ξαφνιάστηκε, λέγοντας «ορίστε; Τέλος χρόνου; Ε, τότε, δεν συνεχίζω».
Πάντως, με τον τρόπο του ο κ. Γιομπαζολιάς θα μπορούσε να διεκδικήσει την διάκριση ενός εκ των πρωταγωνιστών της βραδιάς, όχι μόνο για την ροζ γραβάτα που επέλεξε, αλλά και γιατί δεν συνέπλευσε με την «κλινική» και ψυχρή στάση των υπόλοιπων συναδέλφων του. Ξεκίνησε απευθυνόμενος στο β' ενικό στον επικεφαλής των ΑΝΕΛ («ε Πάνο;»), ενώ περιποιήθηκε μια κλασική ανδρική φιλοφρόνηση στην κα Γεννηματά λέγοντας «χαίρομαι που η σειρά μου δίνει τη δυνατότητα να συνεχίσω με μια ερώτηση προς την ωραία κυρία των πολιτικών αρχηγών».
Σε ό,τι αφορά στους δημοσιογράφους που μετείχαν στο ντιμπέιτ, ως γενικό σχόλιο θα έλεγε κανείς ότι επεδίωξαν μια ισορροπία, ανάμεσα στις ευθείες βολές κυνηγώντας το «γκολ» της βραδιάς, και στο «παιχνίδι κέντρου», καθώς πολλές από τις ερωτήσεις τους χρησιμοποιήθηκαν ως «πάσες» από τους πολιτικούς αρχηγούς. Έως τη στιγμή που μπερδεύτηκε με τις σημειώσεις της, η Σία Κοσιώνη έδειχνε πολύ πιο αποφασισμένη από τους συναδέλφους της να στριμώξει τον εκάστοτε αποδέκτη των ερωτήσεών της. Με το πάλλευκο, θωρακισμένο με μαύρα κουμπιά, ταγέρ της και τα ανοιχτόχρωμα χαρακτηριστικά του προσώπου της, σε ορισμένες στιγμές θύμιζε λύκο ή χάσκι στο χιόνι, έτοιμο να χιμήξει. Σε κάποια στιγμή, μάλιστα, έκανε τον Σταύρο Θεοδωράκη να της απαντήσει προσφωνώντας την σαν «κα Ζαχαρέα».
Η πολύπειρη Όλγα Τρέμη είχε και αυτή τις αναμενόμενες εξάρσεις (κόσμιας) επιθετικότητας επιδιώκοντας να πιέσει τους πολιτικούς αρχηγούς, ήταν μακράν η πιο κομψή από τις κυρίες της βραδιάς, ενώ δεν απέφυγε κάτι ασυνήθιστο για την ίδιαν, δηλαδή το να φορέσει γυαλιά προκειμένου να αναγνώσει τις σημειώσεις της. Παραδόξως, μάλιστα, εξαιτίας της κυρίας Τρέμη απειλήθηκε εκτροχιασμός της συζήτησης, όταν ήρθε σε δυναμική αντιπαράθεση με τον Αλέξη Τσίπρα, καθώς ένιωσε αμέσως προσβεβλημένη από τις κατηγορίες του τέως πρωθυπουργού για τους τηλεοπτικούς σταθμούς και απαίτησε εξηγήσεις.
Στον αντίποδα στην άψογα περιποιημένη Όλγα Τρέμη και πάντα σε ό,τι αφορά την εμφάνιση, η πάντα συμπαθής και σοβαρή Μαρία Χούκλη έφτασε στο ντιμπέιτ προτείνοντας ένα -όχι και τόσο επιμελώς- ατημέλητο στιλ. Με μια απλή, κρεμ μπλούζα, πλεχτή σε απομίμηση κεντητής δαντέλας, θα έλεγε κανείς πως κατέβαλε κάθε προσπάθεια για να αφήσει χώρο στο peplum ταγιέρ της Όλγας Τρέμη να σαρώσει τις εντυπώσεις.
Υπερβολικά σεμνή, υπερβολικά καθωσπρέπει, η Μάρα Ζαχαρέα φορούσε γενικώς τα καλά της -και όχι μόνο κυριολεκτικά: Οι ερωτήσεις της ήταν υπερβολικά φροντισμένες και καλοχτενισμένες, ενίοτε, δε, ξεκινούσε με παρεκβάσεις, όπως πχ την αναφορά στην επανάσταση του 1821 και το ρόλο που έπαιξε η παιδεία στην εθνεγερσία των Ελλήνων. Ο στόχος ήταν, βέβαια, η ανάδειξη των σημερινών προβλημάτων της παιδείας, η ερώτηση όμως έφτανε στον τελικό προορισμό ακολουθώντας μια ενδιαφέρουσα, γραφική διαδρομή.
Ο Αντώνης Σρόιτερ, με άψογο κουστούμι και μωβ γραβάτα, προσπάθησε να παίξει man-to-man εντός των ορίων της κοσμιότητας, σκοράροντας με κάποιες πολύ εύστοχες ερωτήσεις, αφήνοντας υποσχέσεις για μια ακόμη καλύτερη εμφάνιση σε μελλοντικά ντιμπέιτ, καθώς έδειξε ότι ζεσταίνεται προϊούσης της συζήτησης. Όσο για το διάστημα, ως μπασκετμπολίστας, ο άνκορμαν του Alpha φάνηκε πιο εξοικειωμένος από όλους με την επιλογή της κατάλληλης στιγμής για να κάνει το σουτ προς το καλάθι.
Εάν εξαιρεθούν κάποιες ελάχιστες ευκαιρίες, κυρίως του Βαγγέλη Μεϊμαράκη, του Παναγιώτη Λαφαζάνη και της Φώφης Γεννηματά, το χιούμορ, έστω και υπό τη μορφή του δηκτικού σαρκασμού, μάλλον προτίμησε να μείνει μακριά από το στούντιο του ντιμπέιτ. Σε αυτό συνέτεινε, σε μεγάλο βαθμό, ο ρόλος που ανέλαβε ο Πάνος Χαρίτος, ως κέρβερος της διαδικασίας. Το βάρος της ευθύνης, το τρακ και οι ενδεχόμενες απρόβλεπτες συνέπειες που θα είχε οποιαδήποτε χαλάρωση εκ μέρους του και απώλειας του ελέγχου υποχρέωσαν τον βετεράνο πολεμικό ανταποκριτή να παριστάνει τον επιλοχία, κάτι που, αν μη τι άλλο, διεκπεραίωσε με ευσυνειδησία -παρόλο που, όπως γνώριζε εξ αρχής καλά, με αυτή τη στάση δεν θα γινόταν πιο συμπαθής σε καμία από τις εμπλεκόμενες πλευρές.
Η γκρίνια και οι αντιρρήσεις επί της διαδικασίας ήταν κάτι που επανήλθε, σε διαφορετικά επίπεδα έντασης κάθε φορά, σχεδόν σε όλη τη διάρκεια του ντιμπέιτ. Χαρακτηριστικό είναι ότι σε κάποια επιμέρους αντιπαράθεση, ο Αντώνης Σρόιτερ χρειάστηκε να υπενθυμίσει στον Παναγιώτη Λαφαζάνη ότι «οι αρχηγοί ορίσατε τους όρους διεξαγωγής του ντιμπέιτ». Ο γενικός συντονιστής της συζήτησης, ο δημοσιογράφος της ΕΡΤ Πάνος Χαρίτος, στον άχαρο ρόλο του επιτηρητή, κατέβαλε μεγάλη προσπάθεια και εξάντλησε όλη του την αυστηρότητα προκειμένου να κρατήσει τους συμμετέχοντες εντός των πλαισίων της διαδικασίας -διακινδυνεύοντας όμως να χαρακτηριστεί ως τυπολάτρης. Ο Χαρίτος, πάντως, έδειξε χαρακτήρα και αγνόησε τις εκκλήσεις, ιδιαίτερα της Όλγας Τρέμη, να γίνει λίγο πιο ελαστικός ως προς την απαρέγκλιτη τήρηση του χρόνου.
Μολονότι η πρακτική της ζωντανής αντιπαράθεσης όλων των πολιτικών αρχηγών, του λεγόμενου «debate», με έξι δημοσιογράφους απέναντι σε επτά επικεφαλής κομμάτων μαρτυρά πολιτικό πολιτισμό και επιβεβαιώνει τη δημοκρατικότητα του προεκλογικού αγώνα, είναι αμφίβολο εάν πέτυχε το στόχο του. Το πλήθος των συμμετεχόντων στην συζήτηση, το περιπεπλεγμένο σύστημα με τη σειρά υποβολής των ερωτημάτων που θύμιζε άσκηση σουντόκου, ο αναπόφευκτος περιορισμός του διαθέσιμου χρόνου κ.λπ, αν μη τι άλλο οδήγησαν το κοινό σε σύγχυση, αφήνοντας ακόμη μεγαλύτερα κενά από ό,τι υποτίθεται ότι θα καλύπτονταν με άπαντες τους αρχηγούς (πλην της Χρυσής Αυγής) παρόντες στο ίδιο στούντιο.
Εάν προσπαθούσε κάποιος να διακρίνει, όχι ακριβώς αυτούς που βγήκαν κερδισμένοι ως προς τις εντυπώσεις από το debate από εκείνους που έχασαν, αλλά, έστω, όσους φάνηκαν καλύτερα προετοιμασμένοι και προσαρμοσμένοι στην όλη διαδικασία, χωρίς καμία αμφιβολία θα στεκόταν στα δύο άκρα των δύο πλευρών -και, εν τινί μέτρω, των ηλικιών. Δηλαδή στον Αλέξη Τσίπρα και τον Μάκη Γιομπαζολιά. Ο τέως πρωθυπουργός και ο δημοσιογράφος του Epsilon TV αναδείχθηκαν πρωταθλητές στην παραβίαση του εκάστοτε διαθέσιμου χρόνου. Ο μεν τέως πρωθυπουργός, έχοντας υποσυνείδητα αναλάβει τη θέση του αμυνόμενου και απολογούμενου, απέτυχε, σχεδόν καθ' ολοκληρίαν, να εκθέσει τις απόψεις του εντός του χρονικού διαστήματος που του αναλογούσε. Αλλά και ο Μάκης Γιομπαζολιάς, παρά την μεγάλη εμπειρία του, αναγκάστηκε να παραιτηθεί τουλάχιστον δύο φορές από την συμπληρωματική του ερώτηση, προκειμένου να επανορθώσει για την παραβίαση του χρονικού ορίου. Μάλιστα, όταν η συζήτηση είχε περάσει στην ενότητα της παιδείας, ο κ. Γιομπαζολιάς είχε αφοσιωθεί τόσο πολύ στην ανάπτυξη ενός ερωτήματος σε σχέση με την ρομποτική και την εκπαίδευση προς τον Σταύρο Θεοδωράκη, ώστε όταν ο συντονιστής, Πάνος Χαρίτος, του υπενθύμισε την παραβίαση, ο Μάκης Γιομπαζολιάς ξαφνιάστηκε, λέγοντας «ορίστε; Τέλος χρόνου; Ε, τότε, δεν συνεχίζω».
Πάντως, με τον τρόπο του ο κ. Γιομπαζολιάς θα μπορούσε να διεκδικήσει την διάκριση ενός εκ των πρωταγωνιστών της βραδιάς, όχι μόνο για την ροζ γραβάτα που επέλεξε, αλλά και γιατί δεν συνέπλευσε με την «κλινική» και ψυχρή στάση των υπόλοιπων συναδέλφων του. Ξεκίνησε απευθυνόμενος στο β' ενικό στον επικεφαλής των ΑΝΕΛ («ε Πάνο;»), ενώ περιποιήθηκε μια κλασική ανδρική φιλοφρόνηση στην κα Γεννηματά λέγοντας «χαίρομαι που η σειρά μου δίνει τη δυνατότητα να συνεχίσω με μια ερώτηση προς την ωραία κυρία των πολιτικών αρχηγών».
Σε ό,τι αφορά στους δημοσιογράφους που μετείχαν στο ντιμπέιτ, ως γενικό σχόλιο θα έλεγε κανείς ότι επεδίωξαν μια ισορροπία, ανάμεσα στις ευθείες βολές κυνηγώντας το «γκολ» της βραδιάς, και στο «παιχνίδι κέντρου», καθώς πολλές από τις ερωτήσεις τους χρησιμοποιήθηκαν ως «πάσες» από τους πολιτικούς αρχηγούς. Έως τη στιγμή που μπερδεύτηκε με τις σημειώσεις της, η Σία Κοσιώνη έδειχνε πολύ πιο αποφασισμένη από τους συναδέλφους της να στριμώξει τον εκάστοτε αποδέκτη των ερωτήσεών της. Με το πάλλευκο, θωρακισμένο με μαύρα κουμπιά, ταγέρ της και τα ανοιχτόχρωμα χαρακτηριστικά του προσώπου της, σε ορισμένες στιγμές θύμιζε λύκο ή χάσκι στο χιόνι, έτοιμο να χιμήξει. Σε κάποια στιγμή, μάλιστα, έκανε τον Σταύρο Θεοδωράκη να της απαντήσει προσφωνώντας την σαν «κα Ζαχαρέα».
Η πολύπειρη Όλγα Τρέμη είχε και αυτή τις αναμενόμενες εξάρσεις (κόσμιας) επιθετικότητας επιδιώκοντας να πιέσει τους πολιτικούς αρχηγούς, ήταν μακράν η πιο κομψή από τις κυρίες της βραδιάς, ενώ δεν απέφυγε κάτι ασυνήθιστο για την ίδιαν, δηλαδή το να φορέσει γυαλιά προκειμένου να αναγνώσει τις σημειώσεις της. Παραδόξως, μάλιστα, εξαιτίας της κυρίας Τρέμη απειλήθηκε εκτροχιασμός της συζήτησης, όταν ήρθε σε δυναμική αντιπαράθεση με τον Αλέξη Τσίπρα, καθώς ένιωσε αμέσως προσβεβλημένη από τις κατηγορίες του τέως πρωθυπουργού για τους τηλεοπτικούς σταθμούς και απαίτησε εξηγήσεις.
Στον αντίποδα στην άψογα περιποιημένη Όλγα Τρέμη και πάντα σε ό,τι αφορά την εμφάνιση, η πάντα συμπαθής και σοβαρή Μαρία Χούκλη έφτασε στο ντιμπέιτ προτείνοντας ένα -όχι και τόσο επιμελώς- ατημέλητο στιλ. Με μια απλή, κρεμ μπλούζα, πλεχτή σε απομίμηση κεντητής δαντέλας, θα έλεγε κανείς πως κατέβαλε κάθε προσπάθεια για να αφήσει χώρο στο peplum ταγιέρ της Όλγας Τρέμη να σαρώσει τις εντυπώσεις.
Υπερβολικά σεμνή, υπερβολικά καθωσπρέπει, η Μάρα Ζαχαρέα φορούσε γενικώς τα καλά της -και όχι μόνο κυριολεκτικά: Οι ερωτήσεις της ήταν υπερβολικά φροντισμένες και καλοχτενισμένες, ενίοτε, δε, ξεκινούσε με παρεκβάσεις, όπως πχ την αναφορά στην επανάσταση του 1821 και το ρόλο που έπαιξε η παιδεία στην εθνεγερσία των Ελλήνων. Ο στόχος ήταν, βέβαια, η ανάδειξη των σημερινών προβλημάτων της παιδείας, η ερώτηση όμως έφτανε στον τελικό προορισμό ακολουθώντας μια ενδιαφέρουσα, γραφική διαδρομή.
Ο Αντώνης Σρόιτερ, με άψογο κουστούμι και μωβ γραβάτα, προσπάθησε να παίξει man-to-man εντός των ορίων της κοσμιότητας, σκοράροντας με κάποιες πολύ εύστοχες ερωτήσεις, αφήνοντας υποσχέσεις για μια ακόμη καλύτερη εμφάνιση σε μελλοντικά ντιμπέιτ, καθώς έδειξε ότι ζεσταίνεται προϊούσης της συζήτησης. Όσο για το διάστημα, ως μπασκετμπολίστας, ο άνκορμαν του Alpha φάνηκε πιο εξοικειωμένος από όλους με την επιλογή της κατάλληλης στιγμής για να κάνει το σουτ προς το καλάθι.
Εάν εξαιρεθούν κάποιες ελάχιστες ευκαιρίες, κυρίως του Βαγγέλη Μεϊμαράκη, του Παναγιώτη Λαφαζάνη και της Φώφης Γεννηματά, το χιούμορ, έστω και υπό τη μορφή του δηκτικού σαρκασμού, μάλλον προτίμησε να μείνει μακριά από το στούντιο του ντιμπέιτ. Σε αυτό συνέτεινε, σε μεγάλο βαθμό, ο ρόλος που ανέλαβε ο Πάνος Χαρίτος, ως κέρβερος της διαδικασίας. Το βάρος της ευθύνης, το τρακ και οι ενδεχόμενες απρόβλεπτες συνέπειες που θα είχε οποιαδήποτε χαλάρωση εκ μέρους του και απώλειας του ελέγχου υποχρέωσαν τον βετεράνο πολεμικό ανταποκριτή να παριστάνει τον επιλοχία, κάτι που, αν μη τι άλλο, διεκπεραίωσε με ευσυνειδησία -παρόλο που, όπως γνώριζε εξ αρχής καλά, με αυτή τη στάση δεν θα γινόταν πιο συμπαθής σε καμία από τις εμπλεκόμενες πλευρές.
UPD:
13
ΣΧΟΛΙΑ
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Ειδήσεις
Δημοφιλή
Σχολιασμένα