Το «Μεσοπρόθεσμο 2018-20» με τα 6 δισ. επιπλέον μέτρα κρίνει τις εκλογές
Το «Μεσοπρόθεσμο 2018-20» με τα 6 δισ. επιπλέον μέτρα κρίνει τις εκλογές
Αποκαλυπτικός Τζανακόπουλος: Ακόμη κι αν προβλεφτεί πλεόνασμα 3,5% για το 2019 μπορεί να αλλάξει! - Πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% θέλουν οι δανειστές και γιαέτη 2019 και 2020 - Η κυβέρνηση λέει όχι σε μέτρα μετά το 2018 αλλά...
UPD:
36
ΣΧΟΛΙΑ
Ένα σενάριο έτρεμε εδώ και καιρό η κυβέρνηση – εξ ου και η καταφυγή σε απειλές περί πρόωρων εκλογών – και αυτό το σενάριο αρχίζει να φαίνεται μπροστά της ως… εφιάλτης: Να τα βρουν σε βάρος της χώρας ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο , επιβάλλοντας ουσιαστικά ένα τέταρτο μνημόνιο, το οποίο θα προβλέπει για την τριετία 2018-2020, την τριετία δηλαδή μετά τη λήξη του σημερινού προγράμματος, υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% ετησίως και, συνεπακόλουθα για να επιτευχθεί αυτός ο στόχος, νέα επώδυνα μέτρα.
Το τεράστιο πρόβλημα για την κυβέρνηση λοιπόν δεν λέγεται «β’ αξιολόγηση», με ό,τι αυτή προβλέπει για την εξειδίκευση των συμφωνηθέντων του Ιουλίου 2015, για τα εργασιακά, την ενέργεια ή άλλα θέματα, αλλά η νέα συμφωνία για την επόμενη τριετία, που πρέπει να κατατεθεί ως «μεσοπρόθεσμο» πρόγραμμα από την κυβέρνηση στις αρχές του 2017 και το οποίο μπορεί άνετα να εξελιχθεί σε Τέταρτο Μνημόνιο, με βάση τα μέτρα που θα περιέχει.
Απλώς η πορεία της β’ αξιολόγησης εξαρτάται από αυτή την παράλληλη διαδικασία για το μεσοπρόθεσμο, χωρίς το «στενό» περιεχόμενό της να αποτελεί από μόνο του ικανό για ρήξη: η κυβέρνηση δεν πρόκειται να τα σπάσει με τους δανειστές και να καταφύγει για παράδειγμα σε εκλογές, ούτε για τις ομαδικές απολύσεις, ούτε για τις συλλογικές συμβάσεις, ούτε για τις ιδιωτικοποιήσεις στην ενέργεια – αυτό είναι σαφές πλέον σε όλους.
Το τεράστιο πρόβλημα για την κυβέρνηση λοιπόν δεν λέγεται «β’ αξιολόγηση», με ό,τι αυτή προβλέπει για την εξειδίκευση των συμφωνηθέντων του Ιουλίου 2015, για τα εργασιακά, την ενέργεια ή άλλα θέματα, αλλά η νέα συμφωνία για την επόμενη τριετία, που πρέπει να κατατεθεί ως «μεσοπρόθεσμο» πρόγραμμα από την κυβέρνηση στις αρχές του 2017 και το οποίο μπορεί άνετα να εξελιχθεί σε Τέταρτο Μνημόνιο, με βάση τα μέτρα που θα περιέχει.
Απλώς η πορεία της β’ αξιολόγησης εξαρτάται από αυτή την παράλληλη διαδικασία για το μεσοπρόθεσμο, χωρίς το «στενό» περιεχόμενό της να αποτελεί από μόνο του ικανό για ρήξη: η κυβέρνηση δεν πρόκειται να τα σπάσει με τους δανειστές και να καταφύγει για παράδειγμα σε εκλογές, ούτε για τις ομαδικές απολύσεις, ούτε για τις συλλογικές συμβάσεις, ούτε για τις ιδιωτικοποιήσεις στην ενέργεια – αυτό είναι σαφές πλέον σε όλους.
Εκείνο, που μπορεί όμως να προκαλέσει εξελίξεις είναι τα επόμενα βήματα και τι θα γίνει μετά το 2018 που λήγει το σημερινό πρόγραμμα. Τι ακριβώς θα της ζητηθεί από τους δανειστές να περιέχει αυτό το Μεσοπρόθεσμο και τι θα δώσουν εκείνοι με τη σειρά τους στο θέμα του χρέους.
Αυτό είναι και το αντικείμενο των έντονων συζητήσεων που γίνονται ανάμεσα στις διάφορες πλευρές των δανειστών, ώστε να επιλεγεί μία φόρμουλα για την επόμενη ημέρα του ελληνικού ζητήματος. Κυρίως αυτή η διαπραγμάτευση είναι ανάμεσα στον Σόιμπλε και το ΔΝΤ, που έχουν και τις μεγαλύτερες διαφορές. Η διαφωνία τους άλλωστε οδήγησε και στην αναβολή του λεγόμενου Washington Group την περασμένη εβδομάδα στο Βερολίνο – είναι πιθανό να γίνει εντός της εβδομάδας πλέον με βάση τις πληροφορίες ότι αρχίζουν να τα βρίσκουν. Πού φαίνεται όμως να τα βρίσκουν; Εδώ είναι το εφιαλτικό σενάριο, που βλέπει πρώτος απ’ όλους ο Ευκλείδης Τσακαλώτος, ο οποίος είναι επικεφαλής της ελληνικής διαπραγματευτικές ομάδας.
Οι πληροφορίες λένε ότι τα βρίσκουν στο χειρότερο σημείο ισορροπίας για την Ελλάδα, αφήνοντας στην κυβέρνηση ελάχιστα περιθώρια διαπραγμάτευσης και «λείανσης» της διαφαινόμενης συμφωνίας, ώστε αυτή να γίνει πολιτικά και κοινωνικά διαχειρίσιμη.
Τα βρίσκουν δηλαδή στο σημείο της συμφωνίας για πρωτογενή πλεονάσματα τουλάχιστον μέχρι το 2020 ύψους 3,5% επί του ΑΕΠ και “παίζεται” το εάν θα ζητηθεί η περιγραφή συγκεκριμένων μέτρων.
Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Δημήτρης Τζανακόπουλος διαμήνυσε το μεσημέρι της Τρίτης ότι η κυβέρνηση δεν πρόκειται να δεχθεί πρόσθετα μέτρα για μετά το 2018, ωστόσο άφησε ορθάνοιχτο το ενδεχόμενο να συμφωνήσει η Αθήνα σε πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% για το 2019, επιχειρώντας ταυτόχρονα να υποβαθμίσει το θέμα.
«Ακόμα και αν ένα μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα λέει ότι το 2019 θα έχουμε πρωτογενές πλεόνασμα 3,5%, τίποτα δεν εμποδίζει, τη στιγμή που θα ληφθούν τα μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα μέτρα για το χρέος, να απομειωθούν και οι στόχοι των μεσοπρόθεσμων προγραμμάτων, σε ό,τι αφορά τα πρωτογενή πλεονάσματα» είπε χαρακτηριστικά ο κ. Τζανακόπουλος. Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος εξήγησε ότι «τα μεσοπρόθεσμα προγράμματα αναθεωρούνται πάρα πολύ συχνά, δύο φορές το χρόνο” και πρόσθεσε ότι “πρόκειται για μία ανοιχτή διαπραγμάτευση που θα κλείσει όταν ληφθούν οι συγκεκριμένες αποφάσεις για τα μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα μέτρα για το χρέος».
Το παζλ με τις κινήσεις των πρωταγωνιστών του ελληνικού δράματος έχει ως εξής:
Με δεδομένο επίσης ότι σχεδόν όλοι στην Ευρώπη θέλουν τη συμμετοχή του ΔΝΤ, (όπως φάνηκε ακόμη και από τις τοποθετήσεις του Μοσχοβισί χθες στην Αθήνα), αν όχι από τώρα, κατά την εφαρμογή δηλαδή του τρέχοντος προγράμματος, τουλάχιστον για το μεσοπρόθεσμο 2018-2020, «ψήνεται» μία λύση που να ικανοποιεί και το Ταμείο. Το ΔΝΤ λέει κάτι απλό: Οι στόχοι για πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% από το 2018 και μετά είναι ανέφικτοι και άρα χρειάζεται είτε να ελαφρυνθεί το χρέος, ώστε να μειωθεί και το ύψος των πλεονασμάτων, αφού είναι υψηλά γιατί μόνο έτσι μπορεί να εξυπηρετηθεί το υπέρογκο χρέος της χώρας, είτε να προβλεφτούν νέα δημοσιονομικά μέτρα και περικοπές, τα οποία όμως πρέπει να περιγραφούν από τώρα για να υπάρχει καθαρός ορίζοντας! Γύρω από αυτά τα δύο σκέλη γίνεται όλη η συζήτηση.
-Το ΔΝΤ, όπως και η Αθήνα, θα ήθελε μεν μία ουσιαστική ρύθμιση για την ελάφρυνση του χρέους, αλλά με δεδομένη την απροθυμία του Βερολίνου, λόγω και των γερμανικών εκλογών, μάλλον οι όποιες αποφάσεις θα είναι συγκρατημένες ως προς αυτό το σκέλος. Πληροφορίες αναφέρουν ότι για να ικανοποιηθεί το ΔΝΤ τότε είναι πιθανό ο κ. Σόιμπλε να υποχωρήσει σε δύο θέματα: πρώτον στο να δοθεί, πέρα από ένα μετριοπαθές βραχυπρόθεσμων μέτρων ελάφρυνσης του ελληνικού χρέους και ένας κάποιος «οδικός χάρτης» για το μεσοπρόθεσμο ορίζοντα, μετά το 2020, χωρίς πάντως συγκεκριμένες αποτυπώσεις. Και δεύτερον να περιορίσει την αξίωσή του για πρωτογενή πλεονάσματα 3,5 επί μία δεκαετία, σε ένα χρονικό διάστημα περίπου 5 ετών.
-Ωστόσο σε κάθε περίπτωση απομένει το άλλο σκέλος, στην πιο άγρια μορφή του: η λήψη τέτοιων μέτρων, που να καθιστούν το Μεσοπρόθεσμο ρεαλιστικό και αποτελεσματικό για την επίτευξη των στόχων, σύμφωνα με το ΔΝΤ.
Σε εκείνο το κομμάτι λοιπόν έρχεται η πίεση για μέτρα, όπως η μείωση των παλαιών κύριων συντάξεων με την κατάργηση της προσωπικής διαφοράς (αποφέρει ένα δισ. ετησίως), η μείωση του αφορολόγητου (από τα 8600 ακόμη και στα 5600, με ετήσια απόδοση ένα δισ.), η κατάργηση προνοιακών επιδομάτων, φορολογικών ελαφρύνσεων και άλλα μέτρα δημοσιονομικής απόδοσης!
Συνολικά τα επιπλέον μέτρα υπολογίζεται ότι μπορεί να προκαλέσουν επιβαρύνσεις της τάξης των 6 δισ. ευρώ!!!
Η κυβέρνηση δεν έχει ουσιαστικά γραμμές άμυνας για τα «στενά» θέματα της δεύτερης αξιολόγησης. Θα κάνει πίσω δηλαδή σε όλα τα θέματα, αρκεί να πάρει μία συνολική συμφωνία, που θα τη θεωρήσει «διαχειρίσιμη» πολιτικά. Πρακτικά δηλαδή δεν πρόκειται να καθυστερήσει την ολοκλήρωση της αξιολόγησης ή πολύ περισσότερο να καταφύγει σε εκλογές για χάρη των ομαδικών απολύσεων, των συλλογικών συμβάσεων ή του συνδικαλιστικού νόμου, αυτό είναι σαφές!
Εκείνο που προσπαθεί να πετύχει είναι μία συμφωνία για το χρέος, που να μπορεί αν την παρουσιάσει ως επιτυχία και ουσιαστικό βήμα για την έξοδο από την κρίση και κυρίως να αποφύγει μία δέσμευση για μέτρα μετά το 2018.
Σε αυτή τη φάση η διαπραγμάτευση που διεξάγει έχει ως στόχο να μειωθούν τα πρωτογενή πλεονάσματα από το 2019 και μετά στο ύψος του 2,5% αντί του 3,5% που ζητούν οι Γερμανοί. Αυτή είναι η προτελευταία γραμμή άμυνας. Εάν δεν το πετύχει η τελευταία αντίσταση θα είναι στην αποφυγή της περιγραφής των δημοσιονομικών μέτρων στο Μεσοπρόθεσμο. Ζητά δηλαδή από τους δανειστές να τεθούν στο πρόγραμμα οι στόχοι και ένα γενικό περίγραμμα δράσεων, αλλά να μην αναφερθούν συγκεκριμένα μέτρα. Κι αυτό το στηρίζει με το επιχείρημα ότι οι στόχοι μπορούν να επιτευχθούν μέσω της ραγδαίας ανάπτυξης, που αναμένεται από το 2017 και μετά – αν και ο ΟΟΣΑ αμφισβητεί ευθέως τους υψηλούς ρυθμούς που προβλέπουν κυβέρνηση και Κομισιόν.
Η κυβέρνηση ελπίζει ότι τουλάχιστον αυτές οι γραμμές άμυνας θα αντέξουν λόγω της γενικότερης αναταραχής στην Ευρώπη και κυρίως λόγω του επαπειλούμενου ital-exit με σημείο αφετηρίας το δημοψήφισμα της ερχόμενης Κυριακής στη γειτονική χώρα. Με άλλα λόγια ο Αλέξης Τσίπρας ελπίζει ότι όπως έγινε με το Brexit και οι ευρωπαίοι έκαναν συμβιβασμούς και έδωσαν την πρώτη αξιολόγηση τον περασμένο Μάιο στην Ελλάδα, έτσι θα συμβεί περίπου και τώρα με τη δεύτερη αξιολόγηση και το Μεσοπρόθεσμο. Δεν θα θελήσουν δηλαδή να έχουν ανοιχτό το θέμα και το φόβο της κρίσης ξανά στο ελληνικό μέτωπο, με τη φούρια που θα προκαλέσει στις Βρυξέλλες η ιταλική εξέγερση.
Εάν ωστόσο δεν δικαιωθούν αυτές οι εκτιμήσεις και προσδοκίες και τελικά «πέσουν» και αυτές οι γραμμές άμυνας, τότε μπαίνει στο τραπέζι το περίφημο «πιστόλι» των εκλογών – ένα «πιστόλι» που συχνά θυμίζει το στοιχειωμένο όπλο από την ταινία «Μεξικάνος» και στρέφεται σε λάθος στόχο. Εάν δηλαδή ο κ. Τσίπρα διαπιστώσει ότι οι δανειστές και κυρίως το άξονας Σόιμπλε – ΔΝΤ του ζητούν ένα τέταρτο μνημόνιο, που δεν μπορεί ούτε να δικαιολογηθεί, ούτε να κρυφτεί από την ελληνική κοινή γνώμη και επιπλέον ναρκοθετεί έτσι κι αλλιώς την περαιτέρω προσπάθεια της κυβέρνησης για επιστροφή σε ανάπτυξη, τότε θα εξετάσει εξ αντικειμένου και ιδίως υπό την πίεση του κόμματός του, το ενδεχόμενο προσφυγής στις κάλπες, όχι πλέον ως μπλόφα, αλλά ως αναγκαστική οδό διαφυγής.
Αυτό είναι και το αντικείμενο των έντονων συζητήσεων που γίνονται ανάμεσα στις διάφορες πλευρές των δανειστών, ώστε να επιλεγεί μία φόρμουλα για την επόμενη ημέρα του ελληνικού ζητήματος. Κυρίως αυτή η διαπραγμάτευση είναι ανάμεσα στον Σόιμπλε και το ΔΝΤ, που έχουν και τις μεγαλύτερες διαφορές. Η διαφωνία τους άλλωστε οδήγησε και στην αναβολή του λεγόμενου Washington Group την περασμένη εβδομάδα στο Βερολίνο – είναι πιθανό να γίνει εντός της εβδομάδας πλέον με βάση τις πληροφορίες ότι αρχίζουν να τα βρίσκουν. Πού φαίνεται όμως να τα βρίσκουν; Εδώ είναι το εφιαλτικό σενάριο, που βλέπει πρώτος απ’ όλους ο Ευκλείδης Τσακαλώτος, ο οποίος είναι επικεφαλής της ελληνικής διαπραγματευτικές ομάδας.
Οι πληροφορίες λένε ότι τα βρίσκουν στο χειρότερο σημείο ισορροπίας για την Ελλάδα, αφήνοντας στην κυβέρνηση ελάχιστα περιθώρια διαπραγμάτευσης και «λείανσης» της διαφαινόμενης συμφωνίας, ώστε αυτή να γίνει πολιτικά και κοινωνικά διαχειρίσιμη.
Αποκαλυπτικός Τζανακόπουλος: Ακόμη κι αν προβλεφτεί πλεόνασμα 3,5% για το 2019 μπορεί να αλλάξει!
Τα βρίσκουν δηλαδή στο σημείο της συμφωνίας για πρωτογενή πλεονάσματα τουλάχιστον μέχρι το 2020 ύψους 3,5% επί του ΑΕΠ και “παίζεται” το εάν θα ζητηθεί η περιγραφή συγκεκριμένων μέτρων.
Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Δημήτρης Τζανακόπουλος διαμήνυσε το μεσημέρι της Τρίτης ότι η κυβέρνηση δεν πρόκειται να δεχθεί πρόσθετα μέτρα για μετά το 2018, ωστόσο άφησε ορθάνοιχτο το ενδεχόμενο να συμφωνήσει η Αθήνα σε πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% για το 2019, επιχειρώντας ταυτόχρονα να υποβαθμίσει το θέμα.
«Ακόμα και αν ένα μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα λέει ότι το 2019 θα έχουμε πρωτογενές πλεόνασμα 3,5%, τίποτα δεν εμποδίζει, τη στιγμή που θα ληφθούν τα μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα μέτρα για το χρέος, να απομειωθούν και οι στόχοι των μεσοπρόθεσμων προγραμμάτων, σε ό,τι αφορά τα πρωτογενή πλεονάσματα» είπε χαρακτηριστικά ο κ. Τζανακόπουλος. Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος εξήγησε ότι «τα μεσοπρόθεσμα προγράμματα αναθεωρούνται πάρα πολύ συχνά, δύο φορές το χρόνο” και πρόσθεσε ότι “πρόκειται για μία ανοιχτή διαπραγμάτευση που θα κλείσει όταν ληφθούν οι συγκεκριμένες αποφάσεις για τα μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα μέτρα για το χρέος».
Σύγκλιση τρόμου ανάμεσα σε Βερολίνο και ΔΝΤ
Το παζλ με τις κινήσεις των πρωταγωνιστών του ελληνικού δράματος έχει ως εξής:
Με δεδομένο επίσης ότι σχεδόν όλοι στην Ευρώπη θέλουν τη συμμετοχή του ΔΝΤ, (όπως φάνηκε ακόμη και από τις τοποθετήσεις του Μοσχοβισί χθες στην Αθήνα), αν όχι από τώρα, κατά την εφαρμογή δηλαδή του τρέχοντος προγράμματος, τουλάχιστον για το μεσοπρόθεσμο 2018-2020, «ψήνεται» μία λύση που να ικανοποιεί και το Ταμείο. Το ΔΝΤ λέει κάτι απλό: Οι στόχοι για πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% από το 2018 και μετά είναι ανέφικτοι και άρα χρειάζεται είτε να ελαφρυνθεί το χρέος, ώστε να μειωθεί και το ύψος των πλεονασμάτων, αφού είναι υψηλά γιατί μόνο έτσι μπορεί να εξυπηρετηθεί το υπέρογκο χρέος της χώρας, είτε να προβλεφτούν νέα δημοσιονομικά μέτρα και περικοπές, τα οποία όμως πρέπει να περιγραφούν από τώρα για να υπάρχει καθαρός ορίζοντας! Γύρω από αυτά τα δύο σκέλη γίνεται όλη η συζήτηση.
-Το ΔΝΤ, όπως και η Αθήνα, θα ήθελε μεν μία ουσιαστική ρύθμιση για την ελάφρυνση του χρέους, αλλά με δεδομένη την απροθυμία του Βερολίνου, λόγω και των γερμανικών εκλογών, μάλλον οι όποιες αποφάσεις θα είναι συγκρατημένες ως προς αυτό το σκέλος. Πληροφορίες αναφέρουν ότι για να ικανοποιηθεί το ΔΝΤ τότε είναι πιθανό ο κ. Σόιμπλε να υποχωρήσει σε δύο θέματα: πρώτον στο να δοθεί, πέρα από ένα μετριοπαθές βραχυπρόθεσμων μέτρων ελάφρυνσης του ελληνικού χρέους και ένας κάποιος «οδικός χάρτης» για το μεσοπρόθεσμο ορίζοντα, μετά το 2020, χωρίς πάντως συγκεκριμένες αποτυπώσεις. Και δεύτερον να περιορίσει την αξίωσή του για πρωτογενή πλεονάσματα 3,5 επί μία δεκαετία, σε ένα χρονικό διάστημα περίπου 5 ετών.
-Ωστόσο σε κάθε περίπτωση απομένει το άλλο σκέλος, στην πιο άγρια μορφή του: η λήψη τέτοιων μέτρων, που να καθιστούν το Μεσοπρόθεσμο ρεαλιστικό και αποτελεσματικό για την επίτευξη των στόχων, σύμφωνα με το ΔΝΤ.
Σε εκείνο το κομμάτι λοιπόν έρχεται η πίεση για μέτρα, όπως η μείωση των παλαιών κύριων συντάξεων με την κατάργηση της προσωπικής διαφοράς (αποφέρει ένα δισ. ετησίως), η μείωση του αφορολόγητου (από τα 8600 ακόμη και στα 5600, με ετήσια απόδοση ένα δισ.), η κατάργηση προνοιακών επιδομάτων, φορολογικών ελαφρύνσεων και άλλα μέτρα δημοσιονομικής απόδοσης!
Συνολικά τα επιπλέον μέτρα υπολογίζεται ότι μπορεί να προκαλέσουν επιβαρύνσεις της τάξης των 6 δισ. ευρώ!!!
Οι γραμμές άμυνας της κυβέρνησης
Η κυβέρνηση δεν έχει ουσιαστικά γραμμές άμυνας για τα «στενά» θέματα της δεύτερης αξιολόγησης. Θα κάνει πίσω δηλαδή σε όλα τα θέματα, αρκεί να πάρει μία συνολική συμφωνία, που θα τη θεωρήσει «διαχειρίσιμη» πολιτικά. Πρακτικά δηλαδή δεν πρόκειται να καθυστερήσει την ολοκλήρωση της αξιολόγησης ή πολύ περισσότερο να καταφύγει σε εκλογές για χάρη των ομαδικών απολύσεων, των συλλογικών συμβάσεων ή του συνδικαλιστικού νόμου, αυτό είναι σαφές!
Εκείνο που προσπαθεί να πετύχει είναι μία συμφωνία για το χρέος, που να μπορεί αν την παρουσιάσει ως επιτυχία και ουσιαστικό βήμα για την έξοδο από την κρίση και κυρίως να αποφύγει μία δέσμευση για μέτρα μετά το 2018.
Σε αυτή τη φάση η διαπραγμάτευση που διεξάγει έχει ως στόχο να μειωθούν τα πρωτογενή πλεονάσματα από το 2019 και μετά στο ύψος του 2,5% αντί του 3,5% που ζητούν οι Γερμανοί. Αυτή είναι η προτελευταία γραμμή άμυνας. Εάν δεν το πετύχει η τελευταία αντίσταση θα είναι στην αποφυγή της περιγραφής των δημοσιονομικών μέτρων στο Μεσοπρόθεσμο. Ζητά δηλαδή από τους δανειστές να τεθούν στο πρόγραμμα οι στόχοι και ένα γενικό περίγραμμα δράσεων, αλλά να μην αναφερθούν συγκεκριμένα μέτρα. Κι αυτό το στηρίζει με το επιχείρημα ότι οι στόχοι μπορούν να επιτευχθούν μέσω της ραγδαίας ανάπτυξης, που αναμένεται από το 2017 και μετά – αν και ο ΟΟΣΑ αμφισβητεί ευθέως τους υψηλούς ρυθμούς που προβλέπουν κυβέρνηση και Κομισιόν.
Η κυβέρνηση ελπίζει ότι τουλάχιστον αυτές οι γραμμές άμυνας θα αντέξουν λόγω της γενικότερης αναταραχής στην Ευρώπη και κυρίως λόγω του επαπειλούμενου ital-exit με σημείο αφετηρίας το δημοψήφισμα της ερχόμενης Κυριακής στη γειτονική χώρα. Με άλλα λόγια ο Αλέξης Τσίπρας ελπίζει ότι όπως έγινε με το Brexit και οι ευρωπαίοι έκαναν συμβιβασμούς και έδωσαν την πρώτη αξιολόγηση τον περασμένο Μάιο στην Ελλάδα, έτσι θα συμβεί περίπου και τώρα με τη δεύτερη αξιολόγηση και το Μεσοπρόθεσμο. Δεν θα θελήσουν δηλαδή να έχουν ανοιχτό το θέμα και το φόβο της κρίσης ξανά στο ελληνικό μέτωπο, με τη φούρια που θα προκαλέσει στις Βρυξέλλες η ιταλική εξέγερση.
Εάν ωστόσο δεν δικαιωθούν αυτές οι εκτιμήσεις και προσδοκίες και τελικά «πέσουν» και αυτές οι γραμμές άμυνας, τότε μπαίνει στο τραπέζι το περίφημο «πιστόλι» των εκλογών – ένα «πιστόλι» που συχνά θυμίζει το στοιχειωμένο όπλο από την ταινία «Μεξικάνος» και στρέφεται σε λάθος στόχο. Εάν δηλαδή ο κ. Τσίπρα διαπιστώσει ότι οι δανειστές και κυρίως το άξονας Σόιμπλε – ΔΝΤ του ζητούν ένα τέταρτο μνημόνιο, που δεν μπορεί ούτε να δικαιολογηθεί, ούτε να κρυφτεί από την ελληνική κοινή γνώμη και επιπλέον ναρκοθετεί έτσι κι αλλιώς την περαιτέρω προσπάθεια της κυβέρνησης για επιστροφή σε ανάπτυξη, τότε θα εξετάσει εξ αντικειμένου και ιδίως υπό την πίεση του κόμματός του, το ενδεχόμενο προσφυγής στις κάλπες, όχι πλέον ως μπλόφα, αλλά ως αναγκαστική οδό διαφυγής.
UPD:
36
ΣΧΟΛΙΑ
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Ειδήσεις
Δημοφιλή
Σχολιασμένα