Τώρα ο ΣΥΡΙΖΑ δέχεται πλεονάσματα 3,5% μέχρι το 2020 με ρήτρα... ανάπτυξης
29.11.2016
18:58
Οι δανειστές θα δεσμευτούν ότι αν η οικονομία πάει καλά θα χαμηλώσουν τους υψηλούς στόχους - «Ακόμη κι αν προβλεφτεί τέτοιο πλεόνασμα για το 2019 μπορεί να αλλάξει» δήλωσε ο Τζανακόπουλος, ενώ χθες ο Τσακαλώτος είχε, ματαίως, προτείνει μείωση στο 2,5%!
Ένας νέος οδυνηρός συμβιβασμός της κυβέρνησης με τις παράλογες απαιτήσεις των δανειστών, προετοιμάζεται τα τελευταία εικοσιτετράωρα στις παρασκηνιακές διαβουλεύσεις ανάμεσα στις εμπλεκόμενες πλευρές στο ελληνικό ζήτημα.
Σύμφωνα με έγκυρες πληροφορίες, το σχέδιο που έχει τεθεί προς συμφωνία ξεπερνά κατά πολύ το “στενό” αντικείμενο της β' αξιολόγησης, καθώς αφορά και στην επόμενη ημέρα του τρέχοντος μνημονίου, με την εκπόνηση του περίφημου Μεσοπρόθεσμου Προγράμματος 2018-2020. Καλά πληροφορημένες πηγές αναφέρουν ότι η κυβέρνηση εξετάζει πλέον το ενδεχόμενο – εάν δεν το έχει κιόλας αποδεχθεί πλήρως – να συμφωνήσει σε πρωτογενή πλεονάσματα για το 2019 και το 2020 ύψους 3,5% επί του ΑΕΠ. Σημειωτέον ότι ήδη ο στόχος για το 2018 είναι συμφωνημένος στο ίδιο ύψος πρωτογενούς πλεονάσματος. Η απαίτηση για 3,5% τη διετία 2019-2020 περιγράφεται μεν στο μνημόνιο του Ιουλίου 2015, αλλά αποτελεί πρωτίστως θέση και αξίωση του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, ο οποίος δείχνει να την επιβάλλει παρά την αντίθετη άποψη του ΔΝΤ, των Βρυξελλών και φυσικά της ελληνικής κυβέρνησης.
Έναντι αυτών των υψηλών δημοσιονομικών στόχων, η Αθήνα θα λάβει μία ρύθμιση χρέους, που όμως είναι ακόμη υπό συζήτηση για το πόσο σημαντική θα είναι και με ποιες διαδικασίες, χρόνους και προϋποθέσεις θα δοθεί.
Επιπλέον οι δανειστές πιέζουν την κυβέρνηση πιέζεται να υποχωρήσει από τη θέση της για μειωμένα πρωτογενή πλεονάσματα μετά το 2018, παρέχοντάς της την υπόσχεση, η οποία θα αναφέρεται ως συγκεκριμένη “ρήτρα” στο υπό διαμόρφωση σχέδιο συμφωνίας, ότι εφόσον καλύπτονται οι άλλοι στόχοι του Μεσοπρόθεσμου Προγράμματος τότε θα μειωθούν και τα πρωτογενή πλεονάσματα! Κυρίως δε, ότι θα μειωθούν τα πρωτογενή πλεονάσματα εάν η το χρέος γίνει βιώσιμο, με βάση τις διάφορες αποφάσεις των εταίρων για ελάφρυνσή του. Με τον τρόπο αυτό η κυβέρνηση θα μπορεί να δηλώσει στον ελληνικό λαό ότι τα υψηλά πλεονάσματα θα επανεξεταστούν και θα χαμηλώσουν όσο η οικονομία μπαίνει στην ανάπτυξη, αυξάνουν τα έσοδα και προχωρούν οι διάφορες “μεταρρυθμίσεις”.
Το έδαφος για μία τέτοια συμφωνία ανέλαβε κατά τα φαινόμενα να προετοιμάσει ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Δημήτρης Τζανακόπουλος, δηλώνοντας αιφνιδιαστικά ότι “ακόμα και αν ένα μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα λέει ότι το 2019 θα έχουμε πρωτογενές πλεόνασμα 3,5%, τίποτα δεν εμποδίζει, τη στιγμή που θα ληφθούν τα μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα μέτρα για το χρέος, να απομειωθούν και οι στόχοι των μεσοπρόθεσμων προγραμμάτων, σε ό,τι αφορά τα πρωτογενή πλεονάσματα”! Εξήγησε μάλιστα ότι “τα μεσοπρόθεσμα προγράμματα αναθεωρούνται πάρα πολύ συχνά, δύο φορές το χρόνο” και πρόσθεσε ότι “πρόκειται για μία ανοιχτή διαπραγμάτευση που θα κλείσει όταν ληφθούν οι συγκεκριμένες αποφάσεις για τα μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα μέτρα για το χρέος”.
Σύμφωνα με έγκυρες πληροφορίες, το σχέδιο που έχει τεθεί προς συμφωνία ξεπερνά κατά πολύ το “στενό” αντικείμενο της β' αξιολόγησης, καθώς αφορά και στην επόμενη ημέρα του τρέχοντος μνημονίου, με την εκπόνηση του περίφημου Μεσοπρόθεσμου Προγράμματος 2018-2020. Καλά πληροφορημένες πηγές αναφέρουν ότι η κυβέρνηση εξετάζει πλέον το ενδεχόμενο – εάν δεν το έχει κιόλας αποδεχθεί πλήρως – να συμφωνήσει σε πρωτογενή πλεονάσματα για το 2019 και το 2020 ύψους 3,5% επί του ΑΕΠ. Σημειωτέον ότι ήδη ο στόχος για το 2018 είναι συμφωνημένος στο ίδιο ύψος πρωτογενούς πλεονάσματος. Η απαίτηση για 3,5% τη διετία 2019-2020 περιγράφεται μεν στο μνημόνιο του Ιουλίου 2015, αλλά αποτελεί πρωτίστως θέση και αξίωση του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, ο οποίος δείχνει να την επιβάλλει παρά την αντίθετη άποψη του ΔΝΤ, των Βρυξελλών και φυσικά της ελληνικής κυβέρνησης.
Έναντι αυτών των υψηλών δημοσιονομικών στόχων, η Αθήνα θα λάβει μία ρύθμιση χρέους, που όμως είναι ακόμη υπό συζήτηση για το πόσο σημαντική θα είναι και με ποιες διαδικασίες, χρόνους και προϋποθέσεις θα δοθεί.
Επιπλέον οι δανειστές πιέζουν την κυβέρνηση πιέζεται να υποχωρήσει από τη θέση της για μειωμένα πρωτογενή πλεονάσματα μετά το 2018, παρέχοντάς της την υπόσχεση, η οποία θα αναφέρεται ως συγκεκριμένη “ρήτρα” στο υπό διαμόρφωση σχέδιο συμφωνίας, ότι εφόσον καλύπτονται οι άλλοι στόχοι του Μεσοπρόθεσμου Προγράμματος τότε θα μειωθούν και τα πρωτογενή πλεονάσματα! Κυρίως δε, ότι θα μειωθούν τα πρωτογενή πλεονάσματα εάν η το χρέος γίνει βιώσιμο, με βάση τις διάφορες αποφάσεις των εταίρων για ελάφρυνσή του. Με τον τρόπο αυτό η κυβέρνηση θα μπορεί να δηλώσει στον ελληνικό λαό ότι τα υψηλά πλεονάσματα θα επανεξεταστούν και θα χαμηλώσουν όσο η οικονομία μπαίνει στην ανάπτυξη, αυξάνουν τα έσοδα και προχωρούν οι διάφορες “μεταρρυθμίσεις”.
Το έδαφος για μία τέτοια συμφωνία ανέλαβε κατά τα φαινόμενα να προετοιμάσει ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Δημήτρης Τζανακόπουλος, δηλώνοντας αιφνιδιαστικά ότι “ακόμα και αν ένα μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα λέει ότι το 2019 θα έχουμε πρωτογενές πλεόνασμα 3,5%, τίποτα δεν εμποδίζει, τη στιγμή που θα ληφθούν τα μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα μέτρα για το χρέος, να απομειωθούν και οι στόχοι των μεσοπρόθεσμων προγραμμάτων, σε ό,τι αφορά τα πρωτογενή πλεονάσματα”! Εξήγησε μάλιστα ότι “τα μεσοπρόθεσμα προγράμματα αναθεωρούνται πάρα πολύ συχνά, δύο φορές το χρόνο” και πρόσθεσε ότι “πρόκειται για μία ανοιχτή διαπραγμάτευση που θα κλείσει όταν ληφθούν οι συγκεκριμένες αποφάσεις για τα μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα μέτρα για το χρέος”.
Ωστόσο νωρίτερα χθες ο Ευκλείδης Τσακαλώτος είχε εκφράσει άλλη θέση, φανερώνοντας την αναδίπλωση για την οποία προετοιμάζεται η κυβέρνηση.
“Εμείς και το ΔΝΤ και οι ευρωπαϊκοί θεσμοί και πολλές ευρωπαϊκές χώρες θεωρούμε ότι μια οικονομία πολύ δύσκολα μπορεί να διατηρήσει πρωτογενές πλεόνασμα της τάξης του 3,5% για πολλά χρόνια. Κάτι τέτοιο δεν στέκει ούτε από οικονομικής άποψης, ούτε άποψη δημοσιονομικού χώρου, ούτε από κοινωνική άποψη” είχε τονίσει ο υπουργός Οικονομικών μιλώντας αστο συνέδριο του ελληνο-αμερικανικού επιμελητηρίου. Μάλιστα είχε καταθέσει προς τούτο συγκεκριμένη πρόταση, που προφανώς δεν έγινε στο μεταξύ αποδεκτή από τους δανειστές: “η πρόταση μου είναι η εξής: να συμφωνήσουμε στη μείωση των πρωτογενών πλεονασμάτων από το 3,5% στο 2,5% και να δεσμευτεί η ελληνική κυβέρνηση ότι αυτό το 1% μείωση κι όλος ο δημοσιονομικός χώρος που θα δημιουργηθεί από αυτή τη μείωση να ξοδευτεί μόνο στην ελάφρυνση των φόρων και των εισφορών των μικρομεσαίων επιχειρήσεων για να αυξηθεί η ανταγωνιστικότητα”.
Υποχωρώντας η κυβέρνηση στην απαίτηση των δανειστών για τα υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα θέλει τουλάχιστον ένα αντάλλαγμα και μία “διευκόλυνση”: Το αντάλλαγμα είναι να υπάρξει ένας σαφής οδικός χάρτης για την ρύθμιση του χρέους, ώστε να ανοίξει ο δρόμος για την ποσοτική χαλάρωση, την αποκατάσταση του οικονομικού κλίματος, με προσέλκυση επενδύσεων, ώστε να εμπεδωθεί μία στέρεη ανάπτυξη και στη συνέχεια την έξοδο στις αγορές. Η διευκόλυνση αφορά στο ίδιο το Μεσοπρόθεσμο. Η Αθήνα θέλει να μην αναφερθούν συγκεκριμένα μέτρα για την επίτευξη των υψηλών δημοσιονομικών στόχων του 2019-2020. Θα ικανοποιηθεί με την γενική περιγραφή των δημοσιονομικών στόχων, απορρίπτοντας την ονομαστικοποίηση, με το επιχείρημα ότι οι στόχοι αφενός μπορούν να αλλάξουν προς τα κάτω και αφετέρου να επιτευχθούν με άλλους τρόπους και όχι με μέτρα. Ουσιαστικά η κυβέρνηση δεν θέλει να αναφερθούν μέτρα σαν εκείνα που ήδη ζητά το ΔΝΤ, όπως “κατάργηση της προσωπικής διαφοράς στις κύριες συντάξεις”, μείωση του αφορολόγητου ή αναμόφωση, δηλαδή κατάργηση, διάφορων προνοιακών επιδομάτων.
Είναι χαρακτηριστική και η δήλωση του κ. Τζανακόπουλου πως “σε ό,τι αφορά το ζήτημα των μέτρων για μετά τη λήξη του προγράμματος, δεν μπορούμε να κάνουμε αποδεκτές υποχωρήσεις. Οτιδήποτε αφορά την περίοδο μετά τη λήξη του προγράμματος(σημείωση: του τρέχοντος), δεν συζητείται, καθώς η κυβέρνηση δεν μπορεί να δεσμευθεί για κάτι το οποίο υπερβαίνει τα όσα συμφωνήθηκαν τον Αύγουστο του 2015”.
Υπό αυτό το πρίσμα και σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις η β' αξιολόγηση, στο “στενό” της αντικείμενο προχωρά μάλλον ικανοποιητικά, υπό την έννοια ότι κυβέρνηση και δανειστές είναι κοντά στα περισσότερα θέματα, ακόμη και τα εργασιακά και όχι μόνο στα θέματα της ενέργειας ή το δημοσιονομικά. Απομένει όμως να προσδιοριστεί το πλαίσιο της περαιτέρω πορείας, ώστε να κλείσει όλη η διαπραγμάτευση, η οποία περιλαμβάνει τα μέτρα για το χρέος και το Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα. Και γι' αυτό η συμφωνία στο σύνολό της θέλει χρόνο και πέραν της 5ης Δεκεμβρίου, ημέρα συνεδρίασης του Europgroup.
“Εργαζόμαστε εντατικά ώστε να υπάρξει πολιτική συμφωνία την 5η του Δεκέμβρη και να κλείσουν και τα τυπικά της 2ης αξιολόγησης μέχρι το τέλος του έτους” σημείωσε ο κ. Τζανακόπουλος.
“Εμείς και το ΔΝΤ και οι ευρωπαϊκοί θεσμοί και πολλές ευρωπαϊκές χώρες θεωρούμε ότι μια οικονομία πολύ δύσκολα μπορεί να διατηρήσει πρωτογενές πλεόνασμα της τάξης του 3,5% για πολλά χρόνια. Κάτι τέτοιο δεν στέκει ούτε από οικονομικής άποψης, ούτε άποψη δημοσιονομικού χώρου, ούτε από κοινωνική άποψη” είχε τονίσει ο υπουργός Οικονομικών μιλώντας αστο συνέδριο του ελληνο-αμερικανικού επιμελητηρίου. Μάλιστα είχε καταθέσει προς τούτο συγκεκριμένη πρόταση, που προφανώς δεν έγινε στο μεταξύ αποδεκτή από τους δανειστές: “η πρόταση μου είναι η εξής: να συμφωνήσουμε στη μείωση των πρωτογενών πλεονασμάτων από το 3,5% στο 2,5% και να δεσμευτεί η ελληνική κυβέρνηση ότι αυτό το 1% μείωση κι όλος ο δημοσιονομικός χώρος που θα δημιουργηθεί από αυτή τη μείωση να ξοδευτεί μόνο στην ελάφρυνση των φόρων και των εισφορών των μικρομεσαίων επιχειρήσεων για να αυξηθεί η ανταγωνιστικότητα”.
Η γραμμή άμυνας της κυβέρνησης
Υποχωρώντας η κυβέρνηση στην απαίτηση των δανειστών για τα υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα θέλει τουλάχιστον ένα αντάλλαγμα και μία “διευκόλυνση”: Το αντάλλαγμα είναι να υπάρξει ένας σαφής οδικός χάρτης για την ρύθμιση του χρέους, ώστε να ανοίξει ο δρόμος για την ποσοτική χαλάρωση, την αποκατάσταση του οικονομικού κλίματος, με προσέλκυση επενδύσεων, ώστε να εμπεδωθεί μία στέρεη ανάπτυξη και στη συνέχεια την έξοδο στις αγορές. Η διευκόλυνση αφορά στο ίδιο το Μεσοπρόθεσμο. Η Αθήνα θέλει να μην αναφερθούν συγκεκριμένα μέτρα για την επίτευξη των υψηλών δημοσιονομικών στόχων του 2019-2020. Θα ικανοποιηθεί με την γενική περιγραφή των δημοσιονομικών στόχων, απορρίπτοντας την ονομαστικοποίηση, με το επιχείρημα ότι οι στόχοι αφενός μπορούν να αλλάξουν προς τα κάτω και αφετέρου να επιτευχθούν με άλλους τρόπους και όχι με μέτρα. Ουσιαστικά η κυβέρνηση δεν θέλει να αναφερθούν μέτρα σαν εκείνα που ήδη ζητά το ΔΝΤ, όπως “κατάργηση της προσωπικής διαφοράς στις κύριες συντάξεις”, μείωση του αφορολόγητου ή αναμόφωση, δηλαδή κατάργηση, διάφορων προνοιακών επιδομάτων.
Είναι χαρακτηριστική και η δήλωση του κ. Τζανακόπουλου πως “σε ό,τι αφορά το ζήτημα των μέτρων για μετά τη λήξη του προγράμματος, δεν μπορούμε να κάνουμε αποδεκτές υποχωρήσεις. Οτιδήποτε αφορά την περίοδο μετά τη λήξη του προγράμματος(σημείωση: του τρέχοντος), δεν συζητείται, καθώς η κυβέρνηση δεν μπορεί να δεσμευθεί για κάτι το οποίο υπερβαίνει τα όσα συμφωνήθηκαν τον Αύγουστο του 2015”.
Υπό αυτό το πρίσμα και σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις η β' αξιολόγηση, στο “στενό” της αντικείμενο προχωρά μάλλον ικανοποιητικά, υπό την έννοια ότι κυβέρνηση και δανειστές είναι κοντά στα περισσότερα θέματα, ακόμη και τα εργασιακά και όχι μόνο στα θέματα της ενέργειας ή το δημοσιονομικά. Απομένει όμως να προσδιοριστεί το πλαίσιο της περαιτέρω πορείας, ώστε να κλείσει όλη η διαπραγμάτευση, η οποία περιλαμβάνει τα μέτρα για το χρέος και το Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα. Και γι' αυτό η συμφωνία στο σύνολό της θέλει χρόνο και πέραν της 5ης Δεκεμβρίου, ημέρα συνεδρίασης του Europgroup.
“Εργαζόμαστε εντατικά ώστε να υπάρξει πολιτική συμφωνία την 5η του Δεκέμβρη και να κλείσουν και τα τυπικά της 2ης αξιολόγησης μέχρι το τέλος του έτους” σημείωσε ο κ. Τζανακόπουλος.
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr