Και δεν υποχωρεί στο ΔΝΤ και αισιοδοξεί για την αξιολόγηση η κυβέρνηση
Και δεν υποχωρεί στο ΔΝΤ και αισιοδοξεί για την αξιολόγηση η κυβέρνηση
Αν και το ταμείο επιμένει για μείωση συντάξεων και αφορολόγητου και η κυβέρνηση διαμηνύει ότι δεν υποχωρεί σε «παράλογες απαιτήσεις», ο Τζανακόπουλος μιλάει για «μομέντουμ νέου σημείου ισορροπίας»
Παρά την αδιαλλαξία που εξέπεμψε τη Δευτέρα το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο
επιμένοντας στη λήψη νέων μέτρων, η κυβέρνηση εξακολουθεί να δηλώνει αισιόδοξη για την κατάληξη των διαπραγματεύσεων, τονίζοντας παράλληλα πως δεν πρόκειται να υποχωρήσει στις «παράλογες απαιτήσεις» του Ταμείου.
Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Δημήτρης Τζανακόπουλος υπογράμμισε την Τρίτη πως η κυβέρνηση θα επιμείνει στις προσπάθειες για να γεφυρωθούν οι διαφορές και να υπάρξει ισορροπία, όπως χαρακτηριστικά είπε, υπενθυμίζοντας ότι η Ελλάδα υλοποιεί τα συμφωνηθέντα και υπάρχει υπεραπόδοση 1% των εσόδων.
«Οι θέσεις της κυβέρνησης είναι εκπεφρασμένες, στόχος μας να μην υπάρξουν υποχωρήσεις σε παράλογες απαιτήσεις του ΔΝΤ που επιμένει να ζητά νομοθέτηση μέτρων 4,5 δισ. ευρώ για μετά τη λήξη του προγράμματος” σημείωσε ο κυβερνητικός εκπρόσωπος, επισημαίνοντας παράλληλα ότι οι ελληνικές θέσεις υιοθετούνται πλέον και από στελέχη του Ταμείου και για τον λόγο αυτό εμφανίζονται πλέον στις τάξεις τους και διαφωνίες στο εσωτερικό του.
Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Δημήτρης Τζανακόπουλος υπογράμμισε την Τρίτη πως η κυβέρνηση θα επιμείνει στις προσπάθειες για να γεφυρωθούν οι διαφορές και να υπάρξει ισορροπία, όπως χαρακτηριστικά είπε, υπενθυμίζοντας ότι η Ελλάδα υλοποιεί τα συμφωνηθέντα και υπάρχει υπεραπόδοση 1% των εσόδων.
«Οι θέσεις της κυβέρνησης είναι εκπεφρασμένες, στόχος μας να μην υπάρξουν υποχωρήσεις σε παράλογες απαιτήσεις του ΔΝΤ που επιμένει να ζητά νομοθέτηση μέτρων 4,5 δισ. ευρώ για μετά τη λήξη του προγράμματος” σημείωσε ο κυβερνητικός εκπρόσωπος, επισημαίνοντας παράλληλα ότι οι ελληνικές θέσεις υιοθετούνται πλέον και από στελέχη του Ταμείου και για τον λόγο αυτό εμφανίζονται πλέον στις τάξεις τους και διαφωνίες στο εσωτερικό του.
«Επιδίωξη μας η το συντομότερο δυνατόν ολοκλήρωση της αξιολόγησης ώστε να ενταχθούμε τον Μάρτιο στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης» είπε ο κ. Τζανακόπουλο, χωρίς όμως να αποσαφηνίσει τι είδους πρωτοβουλίες θα αναλάβει η κυβέρνηση τις επόμενες μέρες και τι συμβιβαστικές προτάσεις προτίθεται να καταθέσει στους δανειστές.
«Όταν τεθεί η συνολική πρόταση για τα εκκρεμή ζητήματα στην κυβέρνηση θα σκεφτούμε τη συνολική λύση. Δεν υπάρχει, όμως, πρόθεση και διάθεση της κυβέρνησης να νομοθετήσει προκαταβολικά μέτρα ενόψει της δεύτερης αξιολόγησης. Είμαστε διατεθειμένοι να ζητήσουμε οποιαδήποτε κοινωνικά βιώσιμη πρόταση που δεν θα περιλαμβάνει παράλογες λύσεις και θα οδηγήσει σε ένταξη στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης» τόνισε ο κ.Τζανακόπουλος, ενώ ταυτόχρονα διέψευσε και πάλι κατηγορηματικά οτι υπάρχει συζήτηση για μείωση του αφορολογήτου ορίου.
Από την άλλη πλευρά, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, έπειτα από μια περιπετειώδη τρίωρη συνεδρίαση του Διοικητικού του Συμβουλίου, επέμεινε στην ανάγκη λήψης πρόσθετων μέτρων από την Ελλάδα, χωρίς όμως να καταλήξει σε απόφαση για το αν θα παραμείνει στο πρόγραμμα με πλήρη συμμετοχή του στις διαβουλεύσεις.
Με ανακοίνωση που εκδόθηκε μετά το τέλος της συνεδρίασης, τονίζεται ότι διατυπώθηκαν ενστάσεις για τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους, ενώ εκφράστηκαν διιστάμενες απόψεις για τα επίπεδα του πρωτογενούς πλεονάσματος στα επόμενα χρόνια.
Η ανακοίνωση ξεκινά με την παραδοχή ότι η Ελλάδα έχει κάνει σημαντική πρόοδο άλλα και με την παρατήρηση ότι η εκτεταμένη δημοσιονομική προσαρμογή και η εσωτερική υποτίμηση έχουν έρθει με μεγάλο κόστος στην κοινωνία όπως αποτυπώνεται στα μειωμένα εισοδήματα και την εξαιρετικά υψηλή ανεργία.
Στη συνέχεια αναφέρεται ότι τα μεγάλα κόστη προσαρμογής, καθώς και η σημαντική πολιτική αστάθεια που ακολούθησε -αναφέρει η ανακοίνωση- συνέβαλαν σε καθυστερήσεις στην υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων από την τελευταία έκθεση του άρθρου 4, οι οποίες κορυφώθηκαν με την κρίση εμπιστοσύνης στα μέσα του 2015.
Στην ανακοίνωση αναφέρεται ότι «τα περισσότερα μέλη» του ΔΣ υποστήριξαν πως η χώρα μας «δεν χρειάζεται περαιτέρω δημοσιονομική προσαρμογή αυτή τη στιγμή» και ο μεσοπρόθεσμος στόχος για πρωτογενές πλεόνασμα θα πρέπει να μειωθεί στο 1,5% του ΑΕΠ. Ωστόσο, «κάποια» μέλη του Συμβουλίου διαφώνησαν, εκφράζοντας την προτίμησή τους για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ, στόχο που υποστηρίζουν οι Ευρωπαίοι καθώς ορίζεται στο Μνημόνιο.
Σύμφωνα με πληροφορίες, στην τρίωρη συνεδρίαση του Δ.Σ. του ΔΝΤ, δεν έγινε καμία αναφορά στο ενδεχόμενο χρηματοδοτικής συμμετοχής του ΔΝΤ στο ελληνικό πρόγραμμα, ούτε και ασχολήθηκαν τα μέλη του με τη δεύτερη αξιολόγηση ή τον χρόνο επιστροφής της Αποστολής υπό την κυρία Ντέλια Βελκουλέσκου. Επίσης ο αντιπρόσωπος της Ελλάδας, Μιχάλης Ψαλιδόπουλος, δεν διάβασε τις επιστολές του υπουργού Οικονομικών Ευκλείδη Τσακαλώτου και του διοικητή της ΤτΕ Γιάννη Στουρνάρα, οι οποίες απλά κατατέθηκαν στη διάρκεια της συνεδρίασης και δόθηκαν στους αποδέκτες. Επίσης η αμερικανική πλευρά δεν προσήλθε στη χθεσινή συνεδρίαση του διοικητικού συμβουλίου του Ταμείου με νέες θέσεις. Συγκεκριμένα ο αναπληρωτής διευθυντής των ΗΠΑ στο Εκτελεστικό Συμβούλιο του Ταμείου δεν διαφοροποιήθηκε από τη στάση που υιοθετούσαν οι αμερικανικές αρχές κατά τη διακυβέρνηση του Μπαράκ Ομπάμα. Το ίδιο έπραξε και ο Γερμανός διευθυντής στο Εκτελεστικό Συμβούλιο του ΔΝΤ, ο οποίος παρουσίασε τις πάγιες ευρωπαϊκές θέσεις και δεν απέκλινε από αυτές. Όπως αναφέρει η ιστοσελίδα επικράτησε καλό κλίμα στη διάρκεια της συνεδρίασης και η κυρία Κριστίν Λαγκάρντ, που προέδρευσε της συνεδρίασης είχε εύκολο έργο να επιτελέσει. Η ίδια δεν τοποθετήθηκε και άφησε τον Πολ Τόμσεν και την Ντέλια Βελκουλέσκου να εξηγήσουν τις θέσεις του Ταμείου.
Τι αναφέρει η ανακοίνωση
Στη δήλωση σημειώνεται ότι: «Η οικονομική κατάσταση έχει σταθεροποιηθεί από τότε, καθώς οι αρχές ξεκίνησαν ένα νέο πρόγραμμα προσαρμογής που υποστηρίζεται από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας. Το νέο πρόγραμμα αποσκοπεί στην ενίσχυση των δημόσιων οικονομικών, στην αποκατάσταση της υγείας του τραπεζικού τομέα, και στην ενέχυσα της δυνητικής ανάπτυξης. Σε αυτό το πλαίσιο οι αρχές έχουν νομοθετήσει μια σειρά από σημαντικές δημοσιονομικές, χρηματοπιστωτικές και διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις».
Το Ταμείο σημειώνει ότι η Ελλάδα, υποστηριζόμενη από τις συνεχιζόμενες μεταρρυθμίσεις και τη χρηματοδότηση από τους Ευρωπαίους εταίρους της, επέστρεψε σε μέτρια ανάπτυξη το 2016. «Η ανάπτυξη αναμένεται να επιταχυνθεί τα επόμενα χρόνια, κάτι που εξαρτάται από την πλήρη και έγκαιρη εφαρμογή του προγράμματος προσαρμογής των αρχών, συμπεριλαμβανομένης της ταχείας εξάλειψης των κεφαλαιακών ελέγχων που εισήχθησαν στα μέσα του 2015». Συνεχίζει λέγοντας ότι με βάση το τρέχον πρόγραμμα προσαρμογής η μακροχρόνια ανάπτυξη αναμένεται να φθάσει μόλις λίγο κάτω από το 1% του ΑΕΠ και το πρωτογενές δημοσιονομικό πλεόνασμα προβλέπεται να διαμορφωθεί μεσοπρόθεσμα σε περίπου 1,5% του ΑΕΠ. Προσθέτει ότι οι καθοδικοί κίνδυνοι για τις μακροοικονομικές και δημοσιονομικές προοπτικές παραμένουν σημαντικοί και σχετίζονται είτε με την ελλιπή είτε με την καθυστερημένη εφαρμογή των πολιτικών. Το δημόσιο χρέος είχε φτάσει στο 179% του ΑΕΠ στο τέλος του 2015, και δεν είναι βιώσιμο, τονίζεται.
Στο τμήμα της ανακοίνωσης που αναφέρεται στην εκτίμηση των μελών του εκτελεστικού συμβουλίου αποκαλύπτεται ότι οι περισσότεροι Εκτελεστικοί Διευθυντές συμφώνησαν με την αξιολόγηση των στελεχών του Ταμείου που ασχολούνται με την Ελλάδα και σημειώνει ότι μερικά μέλη του Δ.Σ. είχαν διαφορετικές απόψεις σχετικά με τη δημοσιονομική πορεία και τη βιωσιμότητα του χρέους. Σύμφωνα με την ανακοίνωση, τα μέλη του Δ.Σ. επαίνεσαν τις ελληνικές αρχές για τη σημαντική οικονομική προσαρμογή και τη διόρθωση των ανισορροπιών από το 2010 και μετά, μέσω σημαντικών μεταρρυθμίσεων. Αναγνώρισαν επίσης ότι αυτή η προσαρμογή είχε ένα βαρύ τίμημα για την κοινωνία που, σε συνδυασμό με τα υψηλά ποσοστά φτώχειας και ανεργίας, συνέβαλαν στην επιβράδυνση της υλοποίησης των μεταρρυθμίσεων. Τα μέλη του Δ.Σ. προέτρεψαν τις αρχές να επιταχύνουν την υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων για να εξασφαλιστεί μια επιστροφή σε υψηλότερη ανάπτυξη χωρίς αποκλεισμούς, αλλά και η βιωσιμότητα του χρέους. Στην ανακοίνωση σημειώνεται ότι δεδομένου ότι ακόμα υφίστανται σημαντικοί καθοδικοί κίνδυνοι το Διοικητικό Συμβούλιο τόνισε ότι οι προσπάθειες πρέπει να επικεντρωθούν στη βελτίωση των δημόσιων οικονομικών, στην εξυγίανση των ισολογισμών και στην άρση των εμποδίων για την ανάπτυξη.
«Τα περισσότερα μέλη του Δ.Σ. συμφώνησαν ότι δεν απαιτείται περαιτέρω δημοσιονομική εξυγίανση αυτή τη στιγμή από την Ελλάδα, με δεδομένη την εντυπωσιακή προσαρμογή η οποία αναμένεται να φέρει το μεσοπρόθεσμο πρωτογενές δημοσιονομικό πλεόνασμα στο περίπου 1,5% του ΑΕΠ, ενώ ορισμένοι διευθυντές τάχθηκαν υπέρ της καταγραφής πλεονάσματος 3,5% του ΑΕΠ μέχρι το 2018» συνεχίζει η ανακοίνωση. Σύμφωνα με την ανακοίνωση «το Δ.Σ. του Ταμείου τάχθηκε υπέρ της εξισορρόπησης της δημοσιονομικής πολιτικής με διεύρυνση της φορολογική βάσης στη φορολογία εισοδήματος φυσικών προσώπων και τον εξορθολογισμό των συνταξιοδοτικών δαπανών, ώστε να δημιουργηθεί χώρος για στοχευμένη κοινωνική στήριξη προς ευπαθείς ομάδες με χαμηλότερους φορολογικούς συντελεστές. Είναι σημαντικό ότι τα περισσότερα μέλη του Δ.Σ. ευνόησαν μια δημοσιονομικά ουδέτερη "επανεξισορρόπηση". Όμως μερικά μέλη θεώρησαν ότι οι μεταρρυθμίσεις θα μπορούσαν να στηρίξουν προσωρινά υψηλότερα πρωτογενή πλεονάσματα, υπό την προϋπόθεση ότι αυτά θα υλοποιηθούν μόλις το παραγωγικό κενό κλείσει, έτσι ώστε οι επιπτώσεις στην ανάκαμψη να ελαχιστοποιηθούν».
«Τα μέλη του Δ.Σ. έκαναν έκκληση για ανανέωση των προσπαθειών για την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής και την αντιμετώπιση του μεγάλου επιπέδου των φορολογικών οφειλών. Ενθάρρυναν δε τις αρχές να ενισχύσουν τη φορολογική διοίκηση, να επικεντρωθούν στις προσπάθειες ελέγχου μεγάλων φορολογουμένων και να ενισχύσουν την εφαρμογή του πλαισίου κατά του ξεπλύματος χρήματος. Εκαναν επίσης έκκληση για μια συνολική αναδιάρθρωση του συστήματος ρύθμισης οφειλών με βάση την ικανότητα των οφειλετών να πληρώσουν και καλωσόρισαν τα σχέδια για τη δημιουργία ενός ανεξάρτητου οργανισμού εσόδων».
Ακόμα, «τα μέλη του Δ.Σ. τόνισαν την ανάγκη για μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων για να υποστηριχτεί η πιστωτική επέκταση. Ενθάρρυναν δε τις αρχές να ενισχύσουν το νομικό πλαίσιο για την αναδιάρθρωση του ιδιωτικού χρέους, συμπεριλαμβανομένων του εξωδικαστικού μηχανισμού επίλυσης διαφορών, και να αξιοποιήσουν πλήρως το εποπτικό πλαίσιο, δίδοντας κίνητρα στις τράπεζες να θέσουν φιλόδοξους στόχους μείωσης των κόκκινων δανείων. Τα μέλη του Δ.Σ. τόνισαν ότι η εξασφάλιση επαρκών κεφαλαίων είναι ζωτικής σημασίας για τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα των τραπεζών. Υποστήριξαν δε την ταχύτερη δυνατή άρση των κεφαλαιακών περιορισμών στη βάση ενός χάρτη με συγκεκριμένα ορόσημα διασφαλίζοντας παράλληλα τη χρηματοπιστωτική σταθερότητας με την εξασφάλιση επαρκούς ρευστότητας στο τραπεζικό σύστημα».
«Τα μέλη του Δ.Σ. ενθάρρυναν τις ελληνικές αρχές να επιταχύνουν την εφαρμογή των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων για την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας. Αν και αναγνώρισαν ότι το βάρος της προσαρμογής έχει πέσει δυσανάλογα στους μισθωτούς υπογράμμισαν την ανάγκη να διατηρηθούν και να μην αντιστραφούν οι υφιστάμενες μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας και να συμπληρωθούν με επιπρόσθετες προσπάθειες προς την κατεύθυνση των ομαδικών απολύσεων σύμφωνα με τις βέλτιστες πρακτικές, το άνοιγμα των υπολοίπων κλειστών επαγγελμάτων, την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας και τη διευκόλυνση των επενδύσεων και των αποκρατικοποιήσεων. Ακόμα, υπογράμμισαν την ανάγκη να διατηρηθεί και να διασφαλιστεί η ακεραιότητα των στατιστικών πληροφοριών και των στατιστικών συστημάτων» συνεχίζει η ανακοίνωση.
Όσον αφορά το χρέος η ανακοίνωση αναφέρει: «Τα περισσότερα μέλη του Δ.Σ. θεώρησαν ότι παρά τις τεράστιες θυσίες της Ελλάδας και την γενναιόδωρη υποστήριξη των Ευρωπαίων εταίρων θα απαιτηθεί περαιτέρω ελάφρυνση για την αποκατάσταση της βιωσιμότητας του χρέους. Τόνισαν δε την ανάγκη αυτή η ανακούφιση χρέους να συνδεθεί με ρεαλιστικές παραδοχές σχετικά με την ικανότητά της Ελλάδας να παράγει συνεχή πλεονάσματα και μακροπρόθεσμη ανάπτυξη. Οι διευθυντές υπογράμμισαν, ωστόσο, ότι η ελάφρυνση του χρέους θα πρέπει να συμπληρωθεί με την ισχυρή εφαρμογή πολιτικών για την αποκατάσταση της ανάπτυξης και της βιωσιμότητας».
Στην ανακοίνωση αναφέρεται ότι η επόμενη έκθεση του άρθρου 4 για την ελληνική οικονομία αναμένεται σε 12 μήνες.
Σε ότι αφορά το πρόγραμμα του 2012, «τα μέλη του Δ.Σ. επικρότησαν την εκ των υστέρων αξιολόγηση του δανειακού προγράμματος του ΔΝΤ με την Ελλάδα της περιόδου 2012-16. Σε γενικές γραμμές συμφώνησαν ότι η αξιολόγηση παρείχε μια χρήσιμη βάση για τη συζήτηση των διδαγμάτων από το εν λόγω πρόγραμμα. Τα μέλη του Δ.Σ. τόνισαν τη σημασία της ανάπτυξης ρεαλιστικών προβλέψεων και στόχων, τη σημασία εξασφάλισης επαρκούς χρηματοδότησης και ελάφρυνσης του χρέους, και την ανάληψη μιας δημοσιονομικής προσαρμογής με μέτρα υψηλής ποιότητας και με ένα ρυθμό συνεπή με την ικανότητα εφαρμογής των μέτρων από τη χώρα, και με την υιοθέτηση μιας αλληλουχίας διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων με βάση την ισχυρή ιδιοκτησία του προγράμματος».
«Όταν τεθεί η συνολική πρόταση για τα εκκρεμή ζητήματα στην κυβέρνηση θα σκεφτούμε τη συνολική λύση. Δεν υπάρχει, όμως, πρόθεση και διάθεση της κυβέρνησης να νομοθετήσει προκαταβολικά μέτρα ενόψει της δεύτερης αξιολόγησης. Είμαστε διατεθειμένοι να ζητήσουμε οποιαδήποτε κοινωνικά βιώσιμη πρόταση που δεν θα περιλαμβάνει παράλογες λύσεις και θα οδηγήσει σε ένταξη στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης» τόνισε ο κ.Τζανακόπουλος, ενώ ταυτόχρονα διέψευσε και πάλι κατηγορηματικά οτι υπάρχει συζήτηση για μείωση του αφορολογήτου ορίου.
Επιμένει στα μέτρα το ΔΝΤ
Από την άλλη πλευρά, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, έπειτα από μια περιπετειώδη τρίωρη συνεδρίαση του Διοικητικού του Συμβουλίου, επέμεινε στην ανάγκη λήψης πρόσθετων μέτρων από την Ελλάδα, χωρίς όμως να καταλήξει σε απόφαση για το αν θα παραμείνει στο πρόγραμμα με πλήρη συμμετοχή του στις διαβουλεύσεις.
Με ανακοίνωση που εκδόθηκε μετά το τέλος της συνεδρίασης, τονίζεται ότι διατυπώθηκαν ενστάσεις για τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους, ενώ εκφράστηκαν διιστάμενες απόψεις για τα επίπεδα του πρωτογενούς πλεονάσματος στα επόμενα χρόνια.
Η ανακοίνωση ξεκινά με την παραδοχή ότι η Ελλάδα έχει κάνει σημαντική πρόοδο άλλα και με την παρατήρηση ότι η εκτεταμένη δημοσιονομική προσαρμογή και η εσωτερική υποτίμηση έχουν έρθει με μεγάλο κόστος στην κοινωνία όπως αποτυπώνεται στα μειωμένα εισοδήματα και την εξαιρετικά υψηλή ανεργία.
Στη συνέχεια αναφέρεται ότι τα μεγάλα κόστη προσαρμογής, καθώς και η σημαντική πολιτική αστάθεια που ακολούθησε -αναφέρει η ανακοίνωση- συνέβαλαν σε καθυστερήσεις στην υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων από την τελευταία έκθεση του άρθρου 4, οι οποίες κορυφώθηκαν με την κρίση εμπιστοσύνης στα μέσα του 2015.
Στην ανακοίνωση αναφέρεται ότι «τα περισσότερα μέλη» του ΔΣ υποστήριξαν πως η χώρα μας «δεν χρειάζεται περαιτέρω δημοσιονομική προσαρμογή αυτή τη στιγμή» και ο μεσοπρόθεσμος στόχος για πρωτογενές πλεόνασμα θα πρέπει να μειωθεί στο 1,5% του ΑΕΠ. Ωστόσο, «κάποια» μέλη του Συμβουλίου διαφώνησαν, εκφράζοντας την προτίμησή τους για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ, στόχο που υποστηρίζουν οι Ευρωπαίοι καθώς ορίζεται στο Μνημόνιο.
Σύμφωνα με πληροφορίες, στην τρίωρη συνεδρίαση του Δ.Σ. του ΔΝΤ, δεν έγινε καμία αναφορά στο ενδεχόμενο χρηματοδοτικής συμμετοχής του ΔΝΤ στο ελληνικό πρόγραμμα, ούτε και ασχολήθηκαν τα μέλη του με τη δεύτερη αξιολόγηση ή τον χρόνο επιστροφής της Αποστολής υπό την κυρία Ντέλια Βελκουλέσκου. Επίσης ο αντιπρόσωπος της Ελλάδας, Μιχάλης Ψαλιδόπουλος, δεν διάβασε τις επιστολές του υπουργού Οικονομικών Ευκλείδη Τσακαλώτου και του διοικητή της ΤτΕ Γιάννη Στουρνάρα, οι οποίες απλά κατατέθηκαν στη διάρκεια της συνεδρίασης και δόθηκαν στους αποδέκτες. Επίσης η αμερικανική πλευρά δεν προσήλθε στη χθεσινή συνεδρίαση του διοικητικού συμβουλίου του Ταμείου με νέες θέσεις. Συγκεκριμένα ο αναπληρωτής διευθυντής των ΗΠΑ στο Εκτελεστικό Συμβούλιο του Ταμείου δεν διαφοροποιήθηκε από τη στάση που υιοθετούσαν οι αμερικανικές αρχές κατά τη διακυβέρνηση του Μπαράκ Ομπάμα. Το ίδιο έπραξε και ο Γερμανός διευθυντής στο Εκτελεστικό Συμβούλιο του ΔΝΤ, ο οποίος παρουσίασε τις πάγιες ευρωπαϊκές θέσεις και δεν απέκλινε από αυτές. Όπως αναφέρει η ιστοσελίδα επικράτησε καλό κλίμα στη διάρκεια της συνεδρίασης και η κυρία Κριστίν Λαγκάρντ, που προέδρευσε της συνεδρίασης είχε εύκολο έργο να επιτελέσει. Η ίδια δεν τοποθετήθηκε και άφησε τον Πολ Τόμσεν και την Ντέλια Βελκουλέσκου να εξηγήσουν τις θέσεις του Ταμείου.
Τι αναφέρει η ανακοίνωση
Στη δήλωση σημειώνεται ότι: «Η οικονομική κατάσταση έχει σταθεροποιηθεί από τότε, καθώς οι αρχές ξεκίνησαν ένα νέο πρόγραμμα προσαρμογής που υποστηρίζεται από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας. Το νέο πρόγραμμα αποσκοπεί στην ενίσχυση των δημόσιων οικονομικών, στην αποκατάσταση της υγείας του τραπεζικού τομέα, και στην ενέχυσα της δυνητικής ανάπτυξης. Σε αυτό το πλαίσιο οι αρχές έχουν νομοθετήσει μια σειρά από σημαντικές δημοσιονομικές, χρηματοπιστωτικές και διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις». Το Ταμείο σημειώνει ότι η Ελλάδα, υποστηριζόμενη από τις συνεχιζόμενες μεταρρυθμίσεις και τη χρηματοδότηση από τους Ευρωπαίους εταίρους της, επέστρεψε σε μέτρια ανάπτυξη το 2016. «Η ανάπτυξη αναμένεται να επιταχυνθεί τα επόμενα χρόνια, κάτι που εξαρτάται από την πλήρη και έγκαιρη εφαρμογή του προγράμματος προσαρμογής των αρχών, συμπεριλαμβανομένης της ταχείας εξάλειψης των κεφαλαιακών ελέγχων που εισήχθησαν στα μέσα του 2015». Συνεχίζει λέγοντας ότι με βάση το τρέχον πρόγραμμα προσαρμογής η μακροχρόνια ανάπτυξη αναμένεται να φθάσει μόλις λίγο κάτω από το 1% του ΑΕΠ και το πρωτογενές δημοσιονομικό πλεόνασμα προβλέπεται να διαμορφωθεί μεσοπρόθεσμα σε περίπου 1,5% του ΑΕΠ. Προσθέτει ότι οι καθοδικοί κίνδυνοι για τις μακροοικονομικές και δημοσιονομικές προοπτικές παραμένουν σημαντικοί και σχετίζονται είτε με την ελλιπή είτε με την καθυστερημένη εφαρμογή των πολιτικών. Το δημόσιο χρέος είχε φτάσει στο 179% του ΑΕΠ στο τέλος του 2015, και δεν είναι βιώσιμο, τονίζεται.
Στο τμήμα της ανακοίνωσης που αναφέρεται στην εκτίμηση των μελών του εκτελεστικού συμβουλίου αποκαλύπτεται ότι οι περισσότεροι Εκτελεστικοί Διευθυντές συμφώνησαν με την αξιολόγηση των στελεχών του Ταμείου που ασχολούνται με την Ελλάδα και σημειώνει ότι μερικά μέλη του Δ.Σ. είχαν διαφορετικές απόψεις σχετικά με τη δημοσιονομική πορεία και τη βιωσιμότητα του χρέους. Σύμφωνα με την ανακοίνωση, τα μέλη του Δ.Σ. επαίνεσαν τις ελληνικές αρχές για τη σημαντική οικονομική προσαρμογή και τη διόρθωση των ανισορροπιών από το 2010 και μετά, μέσω σημαντικών μεταρρυθμίσεων. Αναγνώρισαν επίσης ότι αυτή η προσαρμογή είχε ένα βαρύ τίμημα για την κοινωνία που, σε συνδυασμό με τα υψηλά ποσοστά φτώχειας και ανεργίας, συνέβαλαν στην επιβράδυνση της υλοποίησης των μεταρρυθμίσεων. Τα μέλη του Δ.Σ. προέτρεψαν τις αρχές να επιταχύνουν την υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων για να εξασφαλιστεί μια επιστροφή σε υψηλότερη ανάπτυξη χωρίς αποκλεισμούς, αλλά και η βιωσιμότητα του χρέους. Στην ανακοίνωση σημειώνεται ότι δεδομένου ότι ακόμα υφίστανται σημαντικοί καθοδικοί κίνδυνοι το Διοικητικό Συμβούλιο τόνισε ότι οι προσπάθειες πρέπει να επικεντρωθούν στη βελτίωση των δημόσιων οικονομικών, στην εξυγίανση των ισολογισμών και στην άρση των εμποδίων για την ανάπτυξη.
«Τα περισσότερα μέλη του Δ.Σ. συμφώνησαν ότι δεν απαιτείται περαιτέρω δημοσιονομική εξυγίανση αυτή τη στιγμή από την Ελλάδα, με δεδομένη την εντυπωσιακή προσαρμογή η οποία αναμένεται να φέρει το μεσοπρόθεσμο πρωτογενές δημοσιονομικό πλεόνασμα στο περίπου 1,5% του ΑΕΠ, ενώ ορισμένοι διευθυντές τάχθηκαν υπέρ της καταγραφής πλεονάσματος 3,5% του ΑΕΠ μέχρι το 2018» συνεχίζει η ανακοίνωση. Σύμφωνα με την ανακοίνωση «το Δ.Σ. του Ταμείου τάχθηκε υπέρ της εξισορρόπησης της δημοσιονομικής πολιτικής με διεύρυνση της φορολογική βάσης στη φορολογία εισοδήματος φυσικών προσώπων και τον εξορθολογισμό των συνταξιοδοτικών δαπανών, ώστε να δημιουργηθεί χώρος για στοχευμένη κοινωνική στήριξη προς ευπαθείς ομάδες με χαμηλότερους φορολογικούς συντελεστές. Είναι σημαντικό ότι τα περισσότερα μέλη του Δ.Σ. ευνόησαν μια δημοσιονομικά ουδέτερη "επανεξισορρόπηση". Όμως μερικά μέλη θεώρησαν ότι οι μεταρρυθμίσεις θα μπορούσαν να στηρίξουν προσωρινά υψηλότερα πρωτογενή πλεονάσματα, υπό την προϋπόθεση ότι αυτά θα υλοποιηθούν μόλις το παραγωγικό κενό κλείσει, έτσι ώστε οι επιπτώσεις στην ανάκαμψη να ελαχιστοποιηθούν».
«Τα μέλη του Δ.Σ. έκαναν έκκληση για ανανέωση των προσπαθειών για την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής και την αντιμετώπιση του μεγάλου επιπέδου των φορολογικών οφειλών. Ενθάρρυναν δε τις αρχές να ενισχύσουν τη φορολογική διοίκηση, να επικεντρωθούν στις προσπάθειες ελέγχου μεγάλων φορολογουμένων και να ενισχύσουν την εφαρμογή του πλαισίου κατά του ξεπλύματος χρήματος. Εκαναν επίσης έκκληση για μια συνολική αναδιάρθρωση του συστήματος ρύθμισης οφειλών με βάση την ικανότητα των οφειλετών να πληρώσουν και καλωσόρισαν τα σχέδια για τη δημιουργία ενός ανεξάρτητου οργανισμού εσόδων».
Ακόμα, «τα μέλη του Δ.Σ. τόνισαν την ανάγκη για μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων για να υποστηριχτεί η πιστωτική επέκταση. Ενθάρρυναν δε τις αρχές να ενισχύσουν το νομικό πλαίσιο για την αναδιάρθρωση του ιδιωτικού χρέους, συμπεριλαμβανομένων του εξωδικαστικού μηχανισμού επίλυσης διαφορών, και να αξιοποιήσουν πλήρως το εποπτικό πλαίσιο, δίδοντας κίνητρα στις τράπεζες να θέσουν φιλόδοξους στόχους μείωσης των κόκκινων δανείων. Τα μέλη του Δ.Σ. τόνισαν ότι η εξασφάλιση επαρκών κεφαλαίων είναι ζωτικής σημασίας για τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα των τραπεζών. Υποστήριξαν δε την ταχύτερη δυνατή άρση των κεφαλαιακών περιορισμών στη βάση ενός χάρτη με συγκεκριμένα ορόσημα διασφαλίζοντας παράλληλα τη χρηματοπιστωτική σταθερότητας με την εξασφάλιση επαρκούς ρευστότητας στο τραπεζικό σύστημα».
«Τα μέλη του Δ.Σ. ενθάρρυναν τις ελληνικές αρχές να επιταχύνουν την εφαρμογή των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων για την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας. Αν και αναγνώρισαν ότι το βάρος της προσαρμογής έχει πέσει δυσανάλογα στους μισθωτούς υπογράμμισαν την ανάγκη να διατηρηθούν και να μην αντιστραφούν οι υφιστάμενες μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας και να συμπληρωθούν με επιπρόσθετες προσπάθειες προς την κατεύθυνση των ομαδικών απολύσεων σύμφωνα με τις βέλτιστες πρακτικές, το άνοιγμα των υπολοίπων κλειστών επαγγελμάτων, την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας και τη διευκόλυνση των επενδύσεων και των αποκρατικοποιήσεων. Ακόμα, υπογράμμισαν την ανάγκη να διατηρηθεί και να διασφαλιστεί η ακεραιότητα των στατιστικών πληροφοριών και των στατιστικών συστημάτων» συνεχίζει η ανακοίνωση.
Όσον αφορά το χρέος η ανακοίνωση αναφέρει: «Τα περισσότερα μέλη του Δ.Σ. θεώρησαν ότι παρά τις τεράστιες θυσίες της Ελλάδας και την γενναιόδωρη υποστήριξη των Ευρωπαίων εταίρων θα απαιτηθεί περαιτέρω ελάφρυνση για την αποκατάσταση της βιωσιμότητας του χρέους. Τόνισαν δε την ανάγκη αυτή η ανακούφιση χρέους να συνδεθεί με ρεαλιστικές παραδοχές σχετικά με την ικανότητά της Ελλάδας να παράγει συνεχή πλεονάσματα και μακροπρόθεσμη ανάπτυξη. Οι διευθυντές υπογράμμισαν, ωστόσο, ότι η ελάφρυνση του χρέους θα πρέπει να συμπληρωθεί με την ισχυρή εφαρμογή πολιτικών για την αποκατάσταση της ανάπτυξης και της βιωσιμότητας».
Στην ανακοίνωση αναφέρεται ότι η επόμενη έκθεση του άρθρου 4 για την ελληνική οικονομία αναμένεται σε 12 μήνες.
Σε ότι αφορά το πρόγραμμα του 2012, «τα μέλη του Δ.Σ. επικρότησαν την εκ των υστέρων αξιολόγηση του δανειακού προγράμματος του ΔΝΤ με την Ελλάδα της περιόδου 2012-16. Σε γενικές γραμμές συμφώνησαν ότι η αξιολόγηση παρείχε μια χρήσιμη βάση για τη συζήτηση των διδαγμάτων από το εν λόγω πρόγραμμα. Τα μέλη του Δ.Σ. τόνισαν τη σημασία της ανάπτυξης ρεαλιστικών προβλέψεων και στόχων, τη σημασία εξασφάλισης επαρκούς χρηματοδότησης και ελάφρυνσης του χρέους, και την ανάληψη μιας δημοσιονομικής προσαρμογής με μέτρα υψηλής ποιότητας και με ένα ρυθμό συνεπή με την ικανότητα εφαρμογής των μέτρων από τη χώρα, και με την υιοθέτηση μιας αλληλουχίας διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων με βάση την ισχυρή ιδιοκτησία του προγράμματος».
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Ειδήσεις
Δημοφιλή
Σχολιασμένα