Πώς φτάσαμε στη γερμανική πολιτική κρίση; Τα «απόνερα» σε Βρυξέλλες και Ελλάδα
Πώς φτάσαμε στη γερμανική πολιτική κρίση; Τα «απόνερα» σε Βρυξέλλες και Ελλάδα
Η αποκαθήλωση της de facto ισχυρής ηγέτιδας Μέρκελ και οι αγορές
«Η Γερμανία βυθίζεται σε μία περίοδο παρατεταμένης ακυβερνησίας και η Ευρώπη μπαίνει σε αχαρτογράφητα νερά, παρακολουθώντας την de facto ισχυρή ηγέτιδά της να δέχεται ένα αδιαμφισβήτητο πλήγμα». Έτσι περιέγραψε Ευρωπαίος αξιωματούχος την αδυναμία σχηματισμού τρικομματικής κυβέρνησης συνασπισμού στη Γερμανία, της περίφημης «Τζαμάικα».
Παρ’ ότι η επίσημη γραμμή της Κομισιόν για το αδιέξοδο περιορίστηκε σε λακωνικές δηλώσεις του τύπου «Θα δούμε. Είναι πολύ νωρίς», «Δύσκολο να πούμε ακόμα, αλλά δεν τίθεται θέμα ανησυχίας», η πραγματικότητα είναι ότι όσο ο δυνατός παίχτης της Ευρώπης δεν έχει νοικοκυρέψει τα του οίκου του, το ευρύτερο περιβάλλον του βρίσκεται σε αναμμένα κάρβουνα.
Τι συνέβη;
Είναι δεδομένο ότι η Γερμανία ωθείται σε μια πολιτική κρίση, από τη στιγμή που οι συνομιλίες για τον κυβερνητικό συνασπισμό ναυάγησαν ύστερα από περισσότερο από ένα μήνα συζητήσεων μεταξύ του CDU / CSU της Μέρκελ (Συντηρητικών), του FDP (Φιλελεύθερων) και των Πρασίνων. «Κόκκινο πανί» αποτέλεσε η μεταναστευτική πολιτική του Βερολίνου, αλλά και οι στρατηγικές του αποφάσεις σε σχέση με τα ενεργειακά ζητήματα. Πιο συγκεκριμένα, ένα από τα μείζονα θέματα που προκάλεσαν τριβές ήταν η απαίτηση των Χριστιανοκοινωνιστών CSU της Βαυαρίας- του αδελφού κόμματος των Χριστιανοδημοκρατών της Μέρκελ να τεθεί όριο στον αριθμό των αιτούντων άσυλο που υποδέχεται η Γερμανία κάθε χρόνο. Σε αυτό εναντιώθηκαν οι Πράσινοι, ασκώντας βέτο. «Αγκάθια», όμως, αποτέλεσαν και «ευρωπαϊκές υποθέσεις», όπως οι επικείμενες μεταρρυθμίσεις του Γάλλου προέδρου Εμανουέλ Μακρόν για την ΕΕ, η πολιτική ενόψει της κλιματικής αλλαγής και ειδικότερα πότε και πόσες ρυπογόνες μονάδες παραγωγής ενέργειας από άνθρακα θα κλείσουν στη Γερμανία.
Αποκαθήλωση Μέρκελ και ανοιχτά μέτωπα
Στη δεδομένη συγκυρία κατά την οποία η Ευρώπη παραμένει αντιμέτωπη με κρίσιμα ζητήματα, μεταξύ αυτών το Brexit, το μεταναστευτικό, αλλά και τις εξελίξεις στην Ελλάδα, όλοι απεύχονταν το σενάριο της παρατεταμένης γερμανικής ακυβερνησίας. Εκτός του ότι το Βερολίνο δεν θα είναι σε θέση να πάρει στρατηγικές αποφάσεις για μια σειρά θεμάτων, από την εξωτερική πολιτική μέχρι τη μεταρρύθμιση της ευρωζώνης, αυτό που προκαλεί ακόμα μεγαλύτερη ανησυχία είναι το πολιτικό μέλλον της Ανγκελα Μέρκελ και η πιθανή αποδυνάμωσή της. Αυτό είναι που πραγματικά πονοκεφαλιάζει την ευρωπαϊκή πολιτική ελίτ. Εξάλλου, πρόκειται για το δεύτερο απανωτό πλήγμα για την Γερμανίδα καγκελάριο, η οποία λιγότερο από δύο μήνες πριν έλαβε ένα από τα χαμηλότερα επίπεδα στήριξης σε εθνικές εκλογές μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Και το Παρίσι δεν κρύβει τον προβληματισμό του για τις ραγδαίες πολιτικές εξελίξεις στο Βερολίνο, οι οποίες σχολιάζονται εκτενώς από τον γαλλικό τύπο. Αν και από την πλευρά του ο Εμανουέλ Μακρόν εκφράζει την επιθυμία του για μία ισχυρή Γερμανία, η πραγματικότητα είναι ότι δεν είναι λίγοι εκείνοι που εκτιμούν ότι είναι μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για εκείνον να προωθήσει την ατζέντα του, αλλά και τη φωνή της Γαλλίας στην Ευρώπη.
Παρ’ ότι η επίσημη γραμμή της Κομισιόν για το αδιέξοδο περιορίστηκε σε λακωνικές δηλώσεις του τύπου «Θα δούμε. Είναι πολύ νωρίς», «Δύσκολο να πούμε ακόμα, αλλά δεν τίθεται θέμα ανησυχίας», η πραγματικότητα είναι ότι όσο ο δυνατός παίχτης της Ευρώπης δεν έχει νοικοκυρέψει τα του οίκου του, το ευρύτερο περιβάλλον του βρίσκεται σε αναμμένα κάρβουνα.
Τι συνέβη;
Είναι δεδομένο ότι η Γερμανία ωθείται σε μια πολιτική κρίση, από τη στιγμή που οι συνομιλίες για τον κυβερνητικό συνασπισμό ναυάγησαν ύστερα από περισσότερο από ένα μήνα συζητήσεων μεταξύ του CDU / CSU της Μέρκελ (Συντηρητικών), του FDP (Φιλελεύθερων) και των Πρασίνων. «Κόκκινο πανί» αποτέλεσε η μεταναστευτική πολιτική του Βερολίνου, αλλά και οι στρατηγικές του αποφάσεις σε σχέση με τα ενεργειακά ζητήματα. Πιο συγκεκριμένα, ένα από τα μείζονα θέματα που προκάλεσαν τριβές ήταν η απαίτηση των Χριστιανοκοινωνιστών CSU της Βαυαρίας- του αδελφού κόμματος των Χριστιανοδημοκρατών της Μέρκελ να τεθεί όριο στον αριθμό των αιτούντων άσυλο που υποδέχεται η Γερμανία κάθε χρόνο. Σε αυτό εναντιώθηκαν οι Πράσινοι, ασκώντας βέτο. «Αγκάθια», όμως, αποτέλεσαν και «ευρωπαϊκές υποθέσεις», όπως οι επικείμενες μεταρρυθμίσεις του Γάλλου προέδρου Εμανουέλ Μακρόν για την ΕΕ, η πολιτική ενόψει της κλιματικής αλλαγής και ειδικότερα πότε και πόσες ρυπογόνες μονάδες παραγωγής ενέργειας από άνθρακα θα κλείσουν στη Γερμανία.
Αποκαθήλωση Μέρκελ και ανοιχτά μέτωπα
Στη δεδομένη συγκυρία κατά την οποία η Ευρώπη παραμένει αντιμέτωπη με κρίσιμα ζητήματα, μεταξύ αυτών το Brexit, το μεταναστευτικό, αλλά και τις εξελίξεις στην Ελλάδα, όλοι απεύχονταν το σενάριο της παρατεταμένης γερμανικής ακυβερνησίας. Εκτός του ότι το Βερολίνο δεν θα είναι σε θέση να πάρει στρατηγικές αποφάσεις για μια σειρά θεμάτων, από την εξωτερική πολιτική μέχρι τη μεταρρύθμιση της ευρωζώνης, αυτό που προκαλεί ακόμα μεγαλύτερη ανησυχία είναι το πολιτικό μέλλον της Ανγκελα Μέρκελ και η πιθανή αποδυνάμωσή της. Αυτό είναι που πραγματικά πονοκεφαλιάζει την ευρωπαϊκή πολιτική ελίτ. Εξάλλου, πρόκειται για το δεύτερο απανωτό πλήγμα για την Γερμανίδα καγκελάριο, η οποία λιγότερο από δύο μήνες πριν έλαβε ένα από τα χαμηλότερα επίπεδα στήριξης σε εθνικές εκλογές μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Και το Παρίσι δεν κρύβει τον προβληματισμό του για τις ραγδαίες πολιτικές εξελίξεις στο Βερολίνο, οι οποίες σχολιάζονται εκτενώς από τον γαλλικό τύπο. Αν και από την πλευρά του ο Εμανουέλ Μακρόν εκφράζει την επιθυμία του για μία ισχυρή Γερμανία, η πραγματικότητα είναι ότι δεν είναι λίγοι εκείνοι που εκτιμούν ότι είναι μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για εκείνον να προωθήσει την ατζέντα του, αλλά και τη φωνή της Γαλλίας στην Ευρώπη.
Βερολίνο και αγορές
Αν και οι πολιτικές εξελίξεις, έχουν βαρύνει το κλίμα κινδύνου στην παγκόσμια αγορά, σύμφωνα με επιφανείς οικονομολόγους και πολιτικούς αναλυτές, η κατάρρευση των διερευνητικών συνομιλιών της Τζαμάικα δεν πρόκειται να επιφέρει τραγικές συνέπειες. «Η αβεβαιότητα είναι το δηλητήριο για την οικονομία, αλλά δεν αναμένεται να αποτελέσει σοκ για τις επιχειρήσεις μετά από τέσσερις αγωνιώδεις εβδομάδες διαπραγματεύσεων, ενώ η γερμανική οικονομία είναι επί του παρόντος σε ισχυρή πορεία» επισημαίνει ο επικεφαλής οικονομολόγος της Commerzbank, Joeg Kraemer. «Εξακολουθώ να αναμένω ανάπτυξη άνω του 2% φέτος», τονίζει. Παρά τις αισιόδοξες προβλέψεις, κινήθηκαν πτωτικά οι τιμές του αργού στις συναλλαγές της Δευτέρας καθώς οι πολιτικές εξελίξεις στη Γερμανία αναζωπύρωσαν την αβεβαιότητα λίγο πριν τις αποφάσεις του ΟΠΕΚ για τα επίπεδα της παραγωγής του. Αντιθέτως, σε θετικό έδαφος και με ήπιες διακυμάνσεις συνεχίζουν να κινούνται οι βασικοί ευρωπαϊκοί δείκτες.
Ελληνικό ζήτημα
Η αναστάτωση στο Βερολίνο δεν άφησε ανεπηρέαστη και την Αθήνα, αναζωπυρώνοντας τις ανησυχίες τόσο σχετικά με την προώθηση των θεμάτων που άπτονται της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, όσο και για τις εξελίξεις στο «ελληνικό ζήτημα» και ειδικότερα στο θέμα της ελάφρυνσης του χρέους. Πολιτικοί παράγοντες φτάνουν μέχρι και στο σημείο να ισχυριστούν ότι η παρατεταμένη αστάθεια στο εσωτερικό της Γερμανίας δεν αποκλείεται να οδηγήσει την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ στις κάλπες μέχρι το καλοκαίρι του 2018. Χωρίς την πίεση μίας παντοδύναμης Μέρκελ να πιέζει για το κλείσιμο της τρίτης αξιολόγησης, στελέχη της αξιωματικής αντιπολίτευσης ισχυρίζονται ότι η κυβέρνηση θα παρακάμψει ζητήματα-φωτιά, ανοίγοντας τον ασκό του Αιόλου.
Επόμενη ημέρα-σενάρια
Σε ό,τι αφορά στην επόμενη ημέρα, την «καυτή πατάτα» κρατάει πια στα χέρια του ο πρόεδρος Φρανκ-Βάλτερ Σταϊνμάγερ, καθώς σε αυτόν εναπόκειται να βγάλει τη Γερμανία από το αδιέξοδο.
Σύμφωνα με το Σύνταγμα έχει τις εξής επιλογές: Η πρώτη είναι να σχηματίσει κυβέρνηση μειοψηφίας με τη Μέρκελ ως καγκελάριο. Η μεγαλύτερη αδυναμία αυτού του σεναρίου είναι ότι η Μέρκελ και το κόμμα της θα βρίσκονται συνεχώς εξαρτημένοι νομοθετικά, κάτι που επιθυμούν να αποφύγουν με κάθε κόστος. Ακόμη και αν ο Σταϊνμάγερ, κινηθεί προς αυτή την κατεύθυνση, η Μέρκελ θα μπορούσε γρήγορα να τη διαλύσει καλώντας (και χάνοντας) μια ψήφο εμπιστοσύνης στη Βουλή. Εξάλλου, η Γερμανίδα καγκελάριος δήλωσε «πολύ επιφυλακτική» σε ό, τι αφορά το ενδεχόμενο κυβέρνησης μειοψηφίας» και τόνισε ότι «θα προτιμούσε τις νέες εκλογές, στις οποίες και θα ήθελε να είναι εκ νέου υποψήφια για την Καγκελαρία». Αντιθέτως, ο Σταϊνμάγερ δεν βλέπει τις εκλογές με καλό μάτι, καθώς σύμφωνα με τις τελευταίες δημοσκοπήσεις (Politbarometer, 17 Νοεμβρίου 2017), θα είχαν πιθανώς παρόμοιο αποτέλεσμα με τις εκλογές του Σεπτεμβρίου. Το τρίτο σενάριο, εκτός εκλογών και κυβέρνηση μειοψηφίας, είναι να πεισθεί το SPD να αλλάξει τη στάση του και να είναι πρόθυμο να συζητήσει την ανανέωση του μεγάλου συνασπισμού, η οποία θα ήταν η μόνη λύση για τoν άμεσο τερματισμό της πολιτικής κρίσης.
Δηλώσεις Μέρκελ
Μιλώντας στην εκπομπή «Brennpunkt» του πρώτου καναλιού της γερμανικής δημόσιας τηλεόρασης ARD η Άνγκελα Μέρκελ χαρακτήρισε «λυπηρό» το ότι κατέρρευσαν οι συνομιλίες και επέρριψε την ευθύνη στο FDP. «Από την σκοπιά μου, θεωρώ ότι βρισκόμασταν στην τελική ευθεία και είχαμε πετύχει πάρα πολλά για τους ψηφοφόρους», ανέφερε, τονίζοντας ότι υπήρχε συμφωνία και σε πολλά ζητήματα που έθεσε το FDP, όπως ο φόρος αλληλεγγύης. «Θα απαλλάσσαμε το 75% των πολιτών από τον φόρο» είπε και σημείωσε ότι ακόμη και στο θέμα της μετανάστευσης, το οποίο χώριζε τους Χριστιανοκοινωνιστές (CSU) από τους Πράσινους, υπήρξε μεγάλη προσέγγιση. Επαίνεσε μάλιστα τους Πράσινους, λέγοντας ότι σε πολλά θέματα κινήθηκαν προς την πλευρά της Χριστιανικής Ένωσης. Σε ό, τι αφορά το κόμμα της και το CSU υποστήριξε ότι μετακινήθηκαν σε πολλά θέματα. «Κάναμε επαναστατικά βήματα και επί της ουσίας η συμφωνία φαινόταν εφικτή», είπε η Γερμανίδα Καγκελάριος.
Αν και οι πολιτικές εξελίξεις, έχουν βαρύνει το κλίμα κινδύνου στην παγκόσμια αγορά, σύμφωνα με επιφανείς οικονομολόγους και πολιτικούς αναλυτές, η κατάρρευση των διερευνητικών συνομιλιών της Τζαμάικα δεν πρόκειται να επιφέρει τραγικές συνέπειες. «Η αβεβαιότητα είναι το δηλητήριο για την οικονομία, αλλά δεν αναμένεται να αποτελέσει σοκ για τις επιχειρήσεις μετά από τέσσερις αγωνιώδεις εβδομάδες διαπραγματεύσεων, ενώ η γερμανική οικονομία είναι επί του παρόντος σε ισχυρή πορεία» επισημαίνει ο επικεφαλής οικονομολόγος της Commerzbank, Joeg Kraemer. «Εξακολουθώ να αναμένω ανάπτυξη άνω του 2% φέτος», τονίζει. Παρά τις αισιόδοξες προβλέψεις, κινήθηκαν πτωτικά οι τιμές του αργού στις συναλλαγές της Δευτέρας καθώς οι πολιτικές εξελίξεις στη Γερμανία αναζωπύρωσαν την αβεβαιότητα λίγο πριν τις αποφάσεις του ΟΠΕΚ για τα επίπεδα της παραγωγής του. Αντιθέτως, σε θετικό έδαφος και με ήπιες διακυμάνσεις συνεχίζουν να κινούνται οι βασικοί ευρωπαϊκοί δείκτες.
Ελληνικό ζήτημα
Η αναστάτωση στο Βερολίνο δεν άφησε ανεπηρέαστη και την Αθήνα, αναζωπυρώνοντας τις ανησυχίες τόσο σχετικά με την προώθηση των θεμάτων που άπτονται της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, όσο και για τις εξελίξεις στο «ελληνικό ζήτημα» και ειδικότερα στο θέμα της ελάφρυνσης του χρέους. Πολιτικοί παράγοντες φτάνουν μέχρι και στο σημείο να ισχυριστούν ότι η παρατεταμένη αστάθεια στο εσωτερικό της Γερμανίας δεν αποκλείεται να οδηγήσει την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ στις κάλπες μέχρι το καλοκαίρι του 2018. Χωρίς την πίεση μίας παντοδύναμης Μέρκελ να πιέζει για το κλείσιμο της τρίτης αξιολόγησης, στελέχη της αξιωματικής αντιπολίτευσης ισχυρίζονται ότι η κυβέρνηση θα παρακάμψει ζητήματα-φωτιά, ανοίγοντας τον ασκό του Αιόλου.
Επόμενη ημέρα-σενάρια
Σε ό,τι αφορά στην επόμενη ημέρα, την «καυτή πατάτα» κρατάει πια στα χέρια του ο πρόεδρος Φρανκ-Βάλτερ Σταϊνμάγερ, καθώς σε αυτόν εναπόκειται να βγάλει τη Γερμανία από το αδιέξοδο.
Σύμφωνα με το Σύνταγμα έχει τις εξής επιλογές: Η πρώτη είναι να σχηματίσει κυβέρνηση μειοψηφίας με τη Μέρκελ ως καγκελάριο. Η μεγαλύτερη αδυναμία αυτού του σεναρίου είναι ότι η Μέρκελ και το κόμμα της θα βρίσκονται συνεχώς εξαρτημένοι νομοθετικά, κάτι που επιθυμούν να αποφύγουν με κάθε κόστος. Ακόμη και αν ο Σταϊνμάγερ, κινηθεί προς αυτή την κατεύθυνση, η Μέρκελ θα μπορούσε γρήγορα να τη διαλύσει καλώντας (και χάνοντας) μια ψήφο εμπιστοσύνης στη Βουλή. Εξάλλου, η Γερμανίδα καγκελάριος δήλωσε «πολύ επιφυλακτική» σε ό, τι αφορά το ενδεχόμενο κυβέρνησης μειοψηφίας» και τόνισε ότι «θα προτιμούσε τις νέες εκλογές, στις οποίες και θα ήθελε να είναι εκ νέου υποψήφια για την Καγκελαρία». Αντιθέτως, ο Σταϊνμάγερ δεν βλέπει τις εκλογές με καλό μάτι, καθώς σύμφωνα με τις τελευταίες δημοσκοπήσεις (Politbarometer, 17 Νοεμβρίου 2017), θα είχαν πιθανώς παρόμοιο αποτέλεσμα με τις εκλογές του Σεπτεμβρίου. Το τρίτο σενάριο, εκτός εκλογών και κυβέρνηση μειοψηφίας, είναι να πεισθεί το SPD να αλλάξει τη στάση του και να είναι πρόθυμο να συζητήσει την ανανέωση του μεγάλου συνασπισμού, η οποία θα ήταν η μόνη λύση για τoν άμεσο τερματισμό της πολιτικής κρίσης.
Δηλώσεις Μέρκελ
Μιλώντας στην εκπομπή «Brennpunkt» του πρώτου καναλιού της γερμανικής δημόσιας τηλεόρασης ARD η Άνγκελα Μέρκελ χαρακτήρισε «λυπηρό» το ότι κατέρρευσαν οι συνομιλίες και επέρριψε την ευθύνη στο FDP. «Από την σκοπιά μου, θεωρώ ότι βρισκόμασταν στην τελική ευθεία και είχαμε πετύχει πάρα πολλά για τους ψηφοφόρους», ανέφερε, τονίζοντας ότι υπήρχε συμφωνία και σε πολλά ζητήματα που έθεσε το FDP, όπως ο φόρος αλληλεγγύης. «Θα απαλλάσσαμε το 75% των πολιτών από τον φόρο» είπε και σημείωσε ότι ακόμη και στο θέμα της μετανάστευσης, το οποίο χώριζε τους Χριστιανοκοινωνιστές (CSU) από τους Πράσινους, υπήρξε μεγάλη προσέγγιση. Επαίνεσε μάλιστα τους Πράσινους, λέγοντας ότι σε πολλά θέματα κινήθηκαν προς την πλευρά της Χριστιανικής Ένωσης. Σε ό, τι αφορά το κόμμα της και το CSU υποστήριξε ότι μετακινήθηκαν σε πολλά θέματα. «Κάναμε επαναστατικά βήματα και επί της ουσίας η συμφωνία φαινόταν εφικτή», είπε η Γερμανίδα Καγκελάριος.
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Ειδήσεις
Δημοφιλή
Σχολιασμένα