Βενιζέλος: Η κυβέρνηση ευνούχισε τη χώρα στη διαπραγμάτευση για το χρέος
10.07.2018
14:52
Ομιλία στην 5η Ετήσια Οικονομική Διάσκεψη της ΕΕΝΕ (Ελληνική Ένωση Επιχειρηματιών) με θέμα «Από την Ανάκαμψη στην Ταχύρρυθμη Ανάπτυξη. Στόχος: Hellas 2021» - Μίλησε για στρατηγική ήττα του ΣΥΡΙΖΑ και περιέγραψε την τριπλή πλειοψηφία που έχει ανάγκη η χώρα: για τον σχηματισμό κυβέρνησης, την εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας και μία συμφωνία για το εκλογικό σύστημα
«Το σχέδιο για την εθνική ανασυγκρότηση προϋποθέτει πλήρη επίγνωση της κατάστασης και αποδοχή του εθνικού καθήκοντος αλήθειας, για το οποίο μιλάω ήδη πριν από τις εκλογές του 2009» ξεκίνησε την ομιλία του ο Ευάγγελος Βενιζέλος και άσκησε κριτική στα πεπραγμένα της περιόδου διακυβέρνησης της χώρας από τον ΣΥΡΙΖΑ και τους ΑΑΝΕΛ.
«Την τριετία 2015-2018, χάθηκε πολύτιμος εθνικός χρόνος γιατί προκλήθηκε μία δευτερογενής οικονομική κρίση. Εκεί που βρισκόμασταν λίγο πριν την έξοδο από το δεύτερο μνημόνιο, που θα μπορούσε να είχε επιτευχθεί μέχρι τις 28 Φεβρουαρίου 2015, η χώρα εισήλθε σε μία δεύτερη φάση κρίσης. Στη συνέχεια έκανε μία μεγάλη στροφή περί τον άξονα, χωρίς όμως να μπορούμε να πούμε ότι τον Αύγουστο του 2018 η χώρα γυρίζει εκεί που ήταν το Δεκέμβριο του 2014. Η ζημία που προκλήθηκε είναι βαθιά, είναι μεγάλη και είναι διαρθρωτική» σημείωσε ο πρώην πρόεδροςτου ΠΑΣΟΚ.
«Όπως ξέρετε, επιλέχθηκε την περίοδο αυτή η πολιτική της υπερφορολόγησης και της υπερεπιβάρυνσης σε εισφορές κοινωνικής ασφάλισης, πρόκειται για την πιο κραυγαλέα αντιαναπτυξιακή επιλογή» προσέθεσε και συνέχισε την κριτική:
«Επιλέχθηκε η ρητορεία της δήθεν «καθαρής εξόδου» με υψηλό δημοσιονομικό και αναπτυξιακό κόστος. Γιατί αυτό που γίνεται τώρα είναι η αφαίμαξη της ρευστότητας, προκειμένου να σχηματισθεί το αποθεματικό ασφάλειας, το cash buffer. Αυτό, όπως αντιλαμβάνεσθε, είναι ένα πρόσθετο βάρος, πέραν του ότι συνιστά και προληπτική επιβάρυνση του χρέους, αντί να έχουμε προληπτική πιστωτική γραμμή, και έχουμε και ένα σχήμα αυστηρής εποπτείας. Η ρητορεία είναι η άρνηση της αποδοχής της πολιτικής πιστωτικής γραμμής, ενώ αυτό που αποφασίσθηκε είναι προληπτική πιστωτική γραμμή με όλα τα κακά της, χωρίς τα καλά της».
«Η κυβέρνηση το χειρότερο είναι ότι πήγε από το ένα άκρο στο άλλο, ευνουχίζοντας τη χώρα, στη διαπραγμάτευση για το χρέος. Σάλπισε ήδη από τον Ιούλιο του 2015 την υποχώρηση αυτή, η οποία έγινε δυσμενέστερη όλα τα επόμενα χρόνια» τόνισε ο Ευάγγελος Βενιζέλος.
«Ο εγκλωβισμός δεν είναι τα πρωτογενή πλεονάσματα καθεαυτά, είναι η σύνδεσή τους στις υποθέσεις της μελέτης βιωσιμότητας του χρέους και του μεσοπροθέσμου και μακροπροθέσμου δημοσιονομικού σχεδιασμού, με πάρα πολύ χαμηλή πρόγνωση για το ρυθμό της πραγματικής αύξησης του ΑΕΠ. Αυτό είναι το μεγάλο βάρος που καλείται να διαχειρισθεί η επόμενη κυβέρνηση ή μάλλον οι επόμενες κυβερνήσεις» εξήγησε.
Στο πλαίσιο αυτό, υπογράμμισε πως «η κυβέρνηση διανύει την τελευταία της φάση, προφανώς, εκ των πραγμάτων, θεσμικά την τελευταία της φάση και επιδίδεται στην επίμονη και συστηματική προσπάθεια μετακύλισης της ευθύνης για τη λήψη αντιδημοφιλών μέτρων στην επόμενη κυβέρνηση».
Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η ιστορία της περικοπής των συντάξεων, της περικοπής της λεγόμενης προσωπικής διαφοράς για τους παλιούς συνταξιούχους που θα θίξει πρωτίστως τους συνταξιούχους του δημοσίου, αλλά και τους συνταξιούχους του ιδιωτικού τομέα, ιδίως αυτούς που έχουν μέσες συντάξεις.
Ο κ. Βενιζέλος αναφέρθηκε και στο πρόβλημα της ελλιπούς χρηματοδότησης της ανάπτυξης από τον τραπεζικό τομέα και κατηγόρησε την κυβέρνηση πως επιλέγει τις μικροκομματικές σκοπιμότητες ακόμη και στο πεδίο της εξωτερικής πολιτικής:
«Θα μπορούσε να κινηθεί συναινετικά στο ζήτημα του ονόματος της Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας, θέλησε να δημιουργήσει μέτωπα και να κάνει εισοδισμό ,εσωτερική παρέμβαση στα κόμματα της αντιπολίτευσης».
Οι προϋποθέσεις της ανάκαμψης:
Πρώτη προϋπόθεση, η διεξαγωγή εκλογών και ο σχηματισμός μίας άλλης κυβέρνησης, ικανής να εμπνεύσει εσωτερική και διεθνή εμπιστοσύνη, όχι στη βάση της εσωτερικής λαϊκιστικής ρητορείας και του διεθνούς ενδοτισμού, αλλά στη βάση της ικανότητάς της να κινητοποιήσει όλες τις δημιουργικές δυνάμεις του τόπου. Δημιουργικές δυνάμεις δεν είναι μόνον το επιχειρείν, δεν είναι μόνον οι παραγωγικές δυνάμεις, βρίσκονται στα πανεπιστήμια, στον πολιτισμό, στη νεολαία. Βρίσκονται παντού οι δυνάμεις αυτές και πρέπει να κινητοποιηθούν. Όλες οι δυνάμεις που έχουν ως στόχο την πρόοδο του τόπου, αντιλαμβάνονται την ανάγκη για ανταγωνιστική και ισότιμη Ελλάδα μέσα στην Ευρώπη.
«Την τριετία 2015-2018, χάθηκε πολύτιμος εθνικός χρόνος γιατί προκλήθηκε μία δευτερογενής οικονομική κρίση. Εκεί που βρισκόμασταν λίγο πριν την έξοδο από το δεύτερο μνημόνιο, που θα μπορούσε να είχε επιτευχθεί μέχρι τις 28 Φεβρουαρίου 2015, η χώρα εισήλθε σε μία δεύτερη φάση κρίσης. Στη συνέχεια έκανε μία μεγάλη στροφή περί τον άξονα, χωρίς όμως να μπορούμε να πούμε ότι τον Αύγουστο του 2018 η χώρα γυρίζει εκεί που ήταν το Δεκέμβριο του 2014. Η ζημία που προκλήθηκε είναι βαθιά, είναι μεγάλη και είναι διαρθρωτική» σημείωσε ο πρώην πρόεδροςτου ΠΑΣΟΚ.
«Όπως ξέρετε, επιλέχθηκε την περίοδο αυτή η πολιτική της υπερφορολόγησης και της υπερεπιβάρυνσης σε εισφορές κοινωνικής ασφάλισης, πρόκειται για την πιο κραυγαλέα αντιαναπτυξιακή επιλογή» προσέθεσε και συνέχισε την κριτική:
«Επιλέχθηκε η ρητορεία της δήθεν «καθαρής εξόδου» με υψηλό δημοσιονομικό και αναπτυξιακό κόστος. Γιατί αυτό που γίνεται τώρα είναι η αφαίμαξη της ρευστότητας, προκειμένου να σχηματισθεί το αποθεματικό ασφάλειας, το cash buffer. Αυτό, όπως αντιλαμβάνεσθε, είναι ένα πρόσθετο βάρος, πέραν του ότι συνιστά και προληπτική επιβάρυνση του χρέους, αντί να έχουμε προληπτική πιστωτική γραμμή, και έχουμε και ένα σχήμα αυστηρής εποπτείας. Η ρητορεία είναι η άρνηση της αποδοχής της πολιτικής πιστωτικής γραμμής, ενώ αυτό που αποφασίσθηκε είναι προληπτική πιστωτική γραμμή με όλα τα κακά της, χωρίς τα καλά της».
«Η κυβέρνηση το χειρότερο είναι ότι πήγε από το ένα άκρο στο άλλο, ευνουχίζοντας τη χώρα, στη διαπραγμάτευση για το χρέος. Σάλπισε ήδη από τον Ιούλιο του 2015 την υποχώρηση αυτή, η οποία έγινε δυσμενέστερη όλα τα επόμενα χρόνια» τόνισε ο Ευάγγελος Βενιζέλος.
«Ο εγκλωβισμός δεν είναι τα πρωτογενή πλεονάσματα καθεαυτά, είναι η σύνδεσή τους στις υποθέσεις της μελέτης βιωσιμότητας του χρέους και του μεσοπροθέσμου και μακροπροθέσμου δημοσιονομικού σχεδιασμού, με πάρα πολύ χαμηλή πρόγνωση για το ρυθμό της πραγματικής αύξησης του ΑΕΠ. Αυτό είναι το μεγάλο βάρος που καλείται να διαχειρισθεί η επόμενη κυβέρνηση ή μάλλον οι επόμενες κυβερνήσεις» εξήγησε.
Στο πλαίσιο αυτό, υπογράμμισε πως «η κυβέρνηση διανύει την τελευταία της φάση, προφανώς, εκ των πραγμάτων, θεσμικά την τελευταία της φάση και επιδίδεται στην επίμονη και συστηματική προσπάθεια μετακύλισης της ευθύνης για τη λήψη αντιδημοφιλών μέτρων στην επόμενη κυβέρνηση».
Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η ιστορία της περικοπής των συντάξεων, της περικοπής της λεγόμενης προσωπικής διαφοράς για τους παλιούς συνταξιούχους που θα θίξει πρωτίστως τους συνταξιούχους του δημοσίου, αλλά και τους συνταξιούχους του ιδιωτικού τομέα, ιδίως αυτούς που έχουν μέσες συντάξεις.
Ο κ. Βενιζέλος αναφέρθηκε και στο πρόβλημα της ελλιπούς χρηματοδότησης της ανάπτυξης από τον τραπεζικό τομέα και κατηγόρησε την κυβέρνηση πως επιλέγει τις μικροκομματικές σκοπιμότητες ακόμη και στο πεδίο της εξωτερικής πολιτικής:
«Θα μπορούσε να κινηθεί συναινετικά στο ζήτημα του ονόματος της Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας, θέλησε να δημιουργήσει μέτωπα και να κάνει εισοδισμό ,εσωτερική παρέμβαση στα κόμματα της αντιπολίτευσης».
Οι προϋποθέσεις της ανάκαμψης:
Πρώτη προϋπόθεση, η διεξαγωγή εκλογών και ο σχηματισμός μίας άλλης κυβέρνησης, ικανής να εμπνεύσει εσωτερική και διεθνή εμπιστοσύνη, όχι στη βάση της εσωτερικής λαϊκιστικής ρητορείας και του διεθνούς ενδοτισμού, αλλά στη βάση της ικανότητάς της να κινητοποιήσει όλες τις δημιουργικές δυνάμεις του τόπου. Δημιουργικές δυνάμεις δεν είναι μόνον το επιχειρείν, δεν είναι μόνον οι παραγωγικές δυνάμεις, βρίσκονται στα πανεπιστήμια, στον πολιτισμό, στη νεολαία. Βρίσκονται παντού οι δυνάμεις αυτές και πρέπει να κινητοποιηθούν. Όλες οι δυνάμεις που έχουν ως στόχο την πρόοδο του τόπου, αντιλαμβάνονται την ανάγκη για ανταγωνιστική και ισότιμη Ελλάδα μέσα στην Ευρώπη.
Αλλά, αυτή η κυβέρνηση πρέπει να είναι κυβέρνηση στρατηγικής σταθερότητας και άρα τριπλής κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας. Πρέπει να διαθέτει κοινοβουλευτική πλειοψηφία στήριξης της κυβέρνησης, κοινοβουλευτική πλειοψηφία εκλογής του νέου Προέδρου της Δημοκρατίας και, ει δυνατόν, κοινοβουλευτική πλειοψηφία άμεσης εφαρμογής ενός σύγχρονου, έντιμου και λειτουργικού εκλογικού συστήματος. Από την άποψη αυτή, η επιδίωξη μονοκομματικής κυβερνητικής πλειοψηφίας είναι αναντίστοιχη προς την κρισιμότητα της εθνικής κατάστασης, αλλά και προς το μέγεθος της πλειοψηφίας που απαιτείται για να υπάρχει κυβερνητική και εθνική σταθερότητα.
Ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να ηττηθεί στρατηγικά –το έχω πει πάρα πολλές φορές– αλλά η στρατηγική σταθερότητα της επόμενης ημέρας προϋποθέτει συμφωνία όλων των δυνάμεων, που είναι αναγκαίες, γύρω από ένα σχέδιο με εθνικές μεταρρυθμιστικές και, πραγματικά, προοδευτικές στοχεύσεις.
Δεύτερη προϋπόθεση, δυσκολότερη της πρώτης, είναι η ενεργοποίηση της κοινωνίας των πολιτών, που πρέπει να αποκτήσει ξανά στόχο και προοπτική και να υιοθετήσει ένα μεταρρυθμιστικό πρόταγμα, προσέξτε, όχι γιατί αυτό είναι αξιακά σωστό, αλλά γιατί αυτό είναι οικονομικά συμφέρον. Και είναι οικονομικά συμφέρον για τα πιο παραγωγικά στρώματα και για τα πιο αδύναμα στρώματα. Αλλά για να γεφυρωθούν τα πιο παραγωγικά με τα πιο αδύναμα στρώματα και για να έχουμε εθνική πολιτική πρέπει να ανασυγκροτηθεί η αποδεκατισμένη μεσαία τάξη, που είναι ο πραγματικός κοινωνικός εχθρός της σημερινής κυβέρνησης.
Τρίτη προϋπόθεση είναι, όπως είπα, να επιτευχθεί αυτή η συμμαχία όλων των δημιουργικών δυνάμεων της χώρας. Είναι πολύ δυσκολότερο αυτό από το να συνάψεις μία πολιτική συμμαχία, γιατί δεν εκπροσωπούνται οι δημιουργικές δυνάμεις και χρειάζονται πρωτοβουλίες άλλου χαρακτήρα, πιο διορατικές, πιο θαρραλέες, όπου ο ρόλος του επιχειρείν είναι καθοριστικός και δεν αφορά αυτό τις νεοπελατειακές σχέσεις με την κυβέρνηση-η σημερινή κυβέρνηση αυτό το έχει ανυψώσει σε τέχνη περιωπής- ούτε τα κλασικά μέσα του κοινωνικού διαλόγου, συλλογικές συμβάσεις κ.λπ. Αυτό αφορά την κατανόηση ότι η εθνική και κοινωνική αλληλεγγύη είναι οικονομικά κρίσιμη και συμφέρουσα παράμετρος και ότι ο σεβασμός των θεσμών έχει πολύ μεγάλη σημασία. Αυτό περιλαμβάνει και τη δικαιοσύνη, γιατί τα παιχνίδια με τη δικαιοσύνη είναι τα κρίσιμα και στην προσέγγιση του παραγωγικού δυναμικού της χώρας.
Εφόσον διαμορφωθούν αυτές οι θεμελιώδεις προϋποθέσεις, όλες οι άλλες –δημοσιονομικές, φορολογικές, ασφαλιστικές, θεσμικές, διοικητικές, χωροταξικές, χρηματοπιστωτικές, χρηματοοικονομικές– είναι εφικτές. Προσέξτε, είναι εφικτή και η αλλαγή του δημοσιονομικού πλαισίου; Είναι επαναδιαπραγματεύσιμο το δημοσιονομικό πλαίσιο; Είναι, καταρχάς γιατί, όπως λέγαμε πάντα με τον Charles Dallara του IIF, όταν διαπραγματευόμασταν τα ζητήματα του χρέους και του μεγάλου κουρέματος, πάντα οι μελέτες βιωσιμότητος του χρέους είναι κάτι μεταξύ επιστήμης και τέχνης, έχουν ένα διαισθητικό στοιχείο. Όταν κάνεις πρόγνωση 45 ετών, όταν κάνεις πρόγνωση μέχρι το 2060, προφανώς οι υποθέσεις είναι εν πολλοίς αυθαίρετες. Άρα, οι δεκαετίες έχουν σημασία.
Ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να ηττηθεί στρατηγικά –το έχω πει πάρα πολλές φορές– αλλά η στρατηγική σταθερότητα της επόμενης ημέρας προϋποθέτει συμφωνία όλων των δυνάμεων, που είναι αναγκαίες, γύρω από ένα σχέδιο με εθνικές μεταρρυθμιστικές και, πραγματικά, προοδευτικές στοχεύσεις.
Δεύτερη προϋπόθεση, δυσκολότερη της πρώτης, είναι η ενεργοποίηση της κοινωνίας των πολιτών, που πρέπει να αποκτήσει ξανά στόχο και προοπτική και να υιοθετήσει ένα μεταρρυθμιστικό πρόταγμα, προσέξτε, όχι γιατί αυτό είναι αξιακά σωστό, αλλά γιατί αυτό είναι οικονομικά συμφέρον. Και είναι οικονομικά συμφέρον για τα πιο παραγωγικά στρώματα και για τα πιο αδύναμα στρώματα. Αλλά για να γεφυρωθούν τα πιο παραγωγικά με τα πιο αδύναμα στρώματα και για να έχουμε εθνική πολιτική πρέπει να ανασυγκροτηθεί η αποδεκατισμένη μεσαία τάξη, που είναι ο πραγματικός κοινωνικός εχθρός της σημερινής κυβέρνησης.
Τρίτη προϋπόθεση είναι, όπως είπα, να επιτευχθεί αυτή η συμμαχία όλων των δημιουργικών δυνάμεων της χώρας. Είναι πολύ δυσκολότερο αυτό από το να συνάψεις μία πολιτική συμμαχία, γιατί δεν εκπροσωπούνται οι δημιουργικές δυνάμεις και χρειάζονται πρωτοβουλίες άλλου χαρακτήρα, πιο διορατικές, πιο θαρραλέες, όπου ο ρόλος του επιχειρείν είναι καθοριστικός και δεν αφορά αυτό τις νεοπελατειακές σχέσεις με την κυβέρνηση-η σημερινή κυβέρνηση αυτό το έχει ανυψώσει σε τέχνη περιωπής- ούτε τα κλασικά μέσα του κοινωνικού διαλόγου, συλλογικές συμβάσεις κ.λπ. Αυτό αφορά την κατανόηση ότι η εθνική και κοινωνική αλληλεγγύη είναι οικονομικά κρίσιμη και συμφέρουσα παράμετρος και ότι ο σεβασμός των θεσμών έχει πολύ μεγάλη σημασία. Αυτό περιλαμβάνει και τη δικαιοσύνη, γιατί τα παιχνίδια με τη δικαιοσύνη είναι τα κρίσιμα και στην προσέγγιση του παραγωγικού δυναμικού της χώρας.
Εφόσον διαμορφωθούν αυτές οι θεμελιώδεις προϋποθέσεις, όλες οι άλλες –δημοσιονομικές, φορολογικές, ασφαλιστικές, θεσμικές, διοικητικές, χωροταξικές, χρηματοπιστωτικές, χρηματοοικονομικές– είναι εφικτές. Προσέξτε, είναι εφικτή και η αλλαγή του δημοσιονομικού πλαισίου; Είναι επαναδιαπραγματεύσιμο το δημοσιονομικό πλαίσιο; Είναι, καταρχάς γιατί, όπως λέγαμε πάντα με τον Charles Dallara του IIF, όταν διαπραγματευόμασταν τα ζητήματα του χρέους και του μεγάλου κουρέματος, πάντα οι μελέτες βιωσιμότητος του χρέους είναι κάτι μεταξύ επιστήμης και τέχνης, έχουν ένα διαισθητικό στοιχείο. Όταν κάνεις πρόγνωση 45 ετών, όταν κάνεις πρόγνωση μέχρι το 2060, προφανώς οι υποθέσεις είναι εν πολλοίς αυθαίρετες. Άρα, οι δεκαετίες έχουν σημασία.
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr