Πικραμμένος: Η κρίση των θεσμών και οι κυβερνητικές μεθοδολογίες
16.10.2018
12:50
Ο πρώην πρωθυπουργός ανέλυσε την πολιτική θεωρία του σήμερα και τις κυβερνητικές μεθοδολογίες οι οποίες χρησιμοποιούν ακόμη και τη Δικαιοσύνη για να επιφέρουν το ποθητό αποτέλεσμα, ενώ φωτογράφησε τις βασικές αιτίες της σημερινής οικονομικής και θεσμικής κρίσης
Στην πραγματική διάσταση της κρατούσας πολιτικής κατάστασης και στους επιδιωκόμενους σκοπούς των πολιτικών μέσα από τις κατ΄ επίφαση δημοκρατικές διαδικασίες, αναφέρθηκε ο πρώην υπηρεσιακός πρωθυπουργός και πρώην πρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας Παναγιώτης Πικραμμένος.
Δεν παρέλειψε, ο κ. Πικραμμένος να αναφερθεί στις αντιφάσεις της πολιτικής εξουσίας, στην μεθολογία που χρησιμοποιούν οι θεσμοί, ενώ εύσχημα επικαλούμενος Αμερικανούς πολιτικούς επιστήμονες, επισήμανε τον τρόπο της σταδιακής κατάλυσης της Δημοκρατίας, «όχι με τη βία αλλά μέσω της δημοκρατικής εκλογής δημαγωγών οι οποίοι σταδιακά θέτουν τους εαυτούς τους υπεράνω των θεσμών περιφρονώντας τις θεσμικές εγγυήσεις του Συντάγματος, τις δημοκρατικές λειτουργίες και τους πολιτικούς τους αντιπάλους».
Όμως, άκρως ενδιαφέρουσα ήταν η ανάλυση του πρώην προέδρου του ΣτΕ και για τον τρόπο κατάλυσης της Δημοκρατίας μέσω της Δικαιοσύνης και των ανεξάρτητων Αρχών.
Με αφορμή την παρουσίαση του βιβλίου του αναπληρωτή καθηγητή Φιλοσοφίας Δικαίου και Θεωρίας Θεσμών στο Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών Αριστείδη Χατζή, «Θεσμοί» (εκδόσεις Παπαδόπουλος), ο πρώην υπηρεσιακός πρωθυπουργός εξήλθε των στενών δικαστικών πλαισίων (υπηρέτησε επί 40 χρόνια στο Συμβούλιο της Επικρατείας). Έτσι, και με την εμπειρία του υπηρεσιακού πρωθυπουργού, ανέλυσε την πολιτική θεωρία του σήμερα και τις κυβερνητικές μεθοδολογίες οι οποίες χρησιμοποιούν ακόμη και την Δικαιοσύνη για να επιφέρουν το ποθητό αποτέλεσμα, ενώ φωτογράφησε τις βασικές αιτίες της σημερινής οικονομικής και θεσμικής κρίσης.
Κατ΄ αρχάς, ο κ. Πικραμμένος προσδιόρισε τι είναι οι θεσμοί, λέγοντας ότι «θεσμοί είναι οι κανόνες και τα συστήματα κανόνων που έχουν ως στόχο να ρυθμίσουν την ανθρώπινη συμπεριφορά, καθώς και τα μέσα επιβολής των κανόνων αυτών» και προσέθεσε ότι «όλες οι κοινωνικές ομάδες, μικρές και μεγάλες, χρειάζονται κανόνες οργάνωσης και λειτουργίας για να πετύχουν τους στόχους τους». Μάλιστα, τόνισε ότι «η ύπαρξη θεσμών είναι προϋπόθεση της δημοκρατίας».
Ο πρώην πρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείς αφού αναφέρθηκε στις δεσμεύσεις και υποχρεώσεις τόσο των πολιτών όσο και των κυβερνώντων έναντι του Συντάγματος, που είναι ο ανώτατος νομοθετικός κανόνας, σε συνδυασμό με την έννοια των θεσμών στην πράξη, επισήμανε «την έλλειψη αμοιβαίου ελέγχου μεταξύ νομοθετικής και εκτελεστικής εξουσίας στο ισχύον Σύνταγμα, δεδομένου ότι ο εκάστοτε πρωθυπουργός καταλήγει να ελέγχει ταυτόχρονα τη νομοθετική και την εκτελεστική εξουσία. Αν προστεθεί σε αυτό και ο ορισμός της ηγεσίας της δικαστικής εξουσίας από την κυβέρνηση –την οποία ελέγχει πλήρως κατά το Σύνταγμα ο πρωθυπουργός- η θεσμική ανισορροπία καθίσταται ακόμη περισσότερο εμφανής».
Όμως, συνέχισε, «η έλλειψη εξισορροπητικών θεσμικών αντιβάρων στην άσκηση της εξουσίας έχει και μια παρεπόμενη αρνητική συνέπεια: Καταλήγει ώστε στη χώρα μας να απονέμεται τελικώς περισσότερη σημασία στα πρόσωπα παρά στους θεσμούς».
Ασφαλώς, τόνισε ο κ. Πικραμμένος, «ο πρωθυπουργός είναι και αυτός ένας θεσμός, δεδομένου ότι η διαδικασία επιλογής του, το περιεχόμενο και τα όρια της εξουσίας του, καθώς και ο τρόπος άσκησης των αρμοδιοτήτων του προβλέπονται και ρυθμίζονται από αυστηρούς κανόνες».
Ωστόσο, προσέθεσε, είναι «ένας θεσμός μονοπρόσωπος και η ανάδειξη του εκάστοτε προσώπου που τον εκπροσωπεί μέσω των εθνικών εκλογών δεν βοηθά τους πολίτες αλλ’ ούτε και τον ίδιο τον πρωθυπουργό να αντιληφθούν και να διαφυλάξουν τα αναγκαία όρια μεταξύ του θεσμικού και του προσωπικού στοιχείου».
Χωρίς επαρκή θεσμικά αντίβαρα ελέγχου της εξουσίας του, τόνισε ο κ. Πικραμμένος, «ο πρωθυπουργός είναι εύκολο να υπερβαίνει τον θεσμικό του ρόλο χωρίς αυτό να γίνεται αντιληπτό από τους πολίτες ως σοβαρός κίνδυνος για τον δημοκρατικό και φιλελεύθερο χαρακτήρα του πολιτεύματος».
Οι επιλογές στην πυραμίδα της Δικαιοσύνης
Σε άλλο σημείο, ο πρώην υπηρεσιακός πρωθυπουργός επισήμανε:
«Κινδυνεύει ο χαρακτήρας του πολιτεύματος από μια κυριαρχία του προσωπικού επί του θεσμικού; Θα έλεγα πως κινδυνεύει, καθώς όταν υπερτονίζεται το προσωπικό στοιχείο στην άσκηση της εξουσίας, καταλήγει σταδιακά να αποτελεί και το κυρίαρχο κριτήριο επιλογής των προσώπων που καλούνται να εκπροσωπήσουν τους υπόλοιπους θεσμούς, διαβρώνοντας σταδιακά και αυτούς.
Δεν παρέλειψε, ο κ. Πικραμμένος να αναφερθεί στις αντιφάσεις της πολιτικής εξουσίας, στην μεθολογία που χρησιμοποιούν οι θεσμοί, ενώ εύσχημα επικαλούμενος Αμερικανούς πολιτικούς επιστήμονες, επισήμανε τον τρόπο της σταδιακής κατάλυσης της Δημοκρατίας, «όχι με τη βία αλλά μέσω της δημοκρατικής εκλογής δημαγωγών οι οποίοι σταδιακά θέτουν τους εαυτούς τους υπεράνω των θεσμών περιφρονώντας τις θεσμικές εγγυήσεις του Συντάγματος, τις δημοκρατικές λειτουργίες και τους πολιτικούς τους αντιπάλους».
Όμως, άκρως ενδιαφέρουσα ήταν η ανάλυση του πρώην προέδρου του ΣτΕ και για τον τρόπο κατάλυσης της Δημοκρατίας μέσω της Δικαιοσύνης και των ανεξάρτητων Αρχών.
Με αφορμή την παρουσίαση του βιβλίου του αναπληρωτή καθηγητή Φιλοσοφίας Δικαίου και Θεωρίας Θεσμών στο Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών Αριστείδη Χατζή, «Θεσμοί» (εκδόσεις Παπαδόπουλος), ο πρώην υπηρεσιακός πρωθυπουργός εξήλθε των στενών δικαστικών πλαισίων (υπηρέτησε επί 40 χρόνια στο Συμβούλιο της Επικρατείας). Έτσι, και με την εμπειρία του υπηρεσιακού πρωθυπουργού, ανέλυσε την πολιτική θεωρία του σήμερα και τις κυβερνητικές μεθοδολογίες οι οποίες χρησιμοποιούν ακόμη και την Δικαιοσύνη για να επιφέρουν το ποθητό αποτέλεσμα, ενώ φωτογράφησε τις βασικές αιτίες της σημερινής οικονομικής και θεσμικής κρίσης.
Κατ΄ αρχάς, ο κ. Πικραμμένος προσδιόρισε τι είναι οι θεσμοί, λέγοντας ότι «θεσμοί είναι οι κανόνες και τα συστήματα κανόνων που έχουν ως στόχο να ρυθμίσουν την ανθρώπινη συμπεριφορά, καθώς και τα μέσα επιβολής των κανόνων αυτών» και προσέθεσε ότι «όλες οι κοινωνικές ομάδες, μικρές και μεγάλες, χρειάζονται κανόνες οργάνωσης και λειτουργίας για να πετύχουν τους στόχους τους». Μάλιστα, τόνισε ότι «η ύπαρξη θεσμών είναι προϋπόθεση της δημοκρατίας».
Ο πρώην πρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείς αφού αναφέρθηκε στις δεσμεύσεις και υποχρεώσεις τόσο των πολιτών όσο και των κυβερνώντων έναντι του Συντάγματος, που είναι ο ανώτατος νομοθετικός κανόνας, σε συνδυασμό με την έννοια των θεσμών στην πράξη, επισήμανε «την έλλειψη αμοιβαίου ελέγχου μεταξύ νομοθετικής και εκτελεστικής εξουσίας στο ισχύον Σύνταγμα, δεδομένου ότι ο εκάστοτε πρωθυπουργός καταλήγει να ελέγχει ταυτόχρονα τη νομοθετική και την εκτελεστική εξουσία. Αν προστεθεί σε αυτό και ο ορισμός της ηγεσίας της δικαστικής εξουσίας από την κυβέρνηση –την οποία ελέγχει πλήρως κατά το Σύνταγμα ο πρωθυπουργός- η θεσμική ανισορροπία καθίσταται ακόμη περισσότερο εμφανής».
Όμως, συνέχισε, «η έλλειψη εξισορροπητικών θεσμικών αντιβάρων στην άσκηση της εξουσίας έχει και μια παρεπόμενη αρνητική συνέπεια: Καταλήγει ώστε στη χώρα μας να απονέμεται τελικώς περισσότερη σημασία στα πρόσωπα παρά στους θεσμούς».
Ασφαλώς, τόνισε ο κ. Πικραμμένος, «ο πρωθυπουργός είναι και αυτός ένας θεσμός, δεδομένου ότι η διαδικασία επιλογής του, το περιεχόμενο και τα όρια της εξουσίας του, καθώς και ο τρόπος άσκησης των αρμοδιοτήτων του προβλέπονται και ρυθμίζονται από αυστηρούς κανόνες».
Ωστόσο, προσέθεσε, είναι «ένας θεσμός μονοπρόσωπος και η ανάδειξη του εκάστοτε προσώπου που τον εκπροσωπεί μέσω των εθνικών εκλογών δεν βοηθά τους πολίτες αλλ’ ούτε και τον ίδιο τον πρωθυπουργό να αντιληφθούν και να διαφυλάξουν τα αναγκαία όρια μεταξύ του θεσμικού και του προσωπικού στοιχείου».
Χωρίς επαρκή θεσμικά αντίβαρα ελέγχου της εξουσίας του, τόνισε ο κ. Πικραμμένος, «ο πρωθυπουργός είναι εύκολο να υπερβαίνει τον θεσμικό του ρόλο χωρίς αυτό να γίνεται αντιληπτό από τους πολίτες ως σοβαρός κίνδυνος για τον δημοκρατικό και φιλελεύθερο χαρακτήρα του πολιτεύματος».
Οι επιλογές στην πυραμίδα της Δικαιοσύνης
Σε άλλο σημείο, ο πρώην υπηρεσιακός πρωθυπουργός επισήμανε:
«Κινδυνεύει ο χαρακτήρας του πολιτεύματος από μια κυριαρχία του προσωπικού επί του θεσμικού; Θα έλεγα πως κινδυνεύει, καθώς όταν υπερτονίζεται το προσωπικό στοιχείο στην άσκηση της εξουσίας, καταλήγει σταδιακά να αποτελεί και το κυρίαρχο κριτήριο επιλογής των προσώπων που καλούνται να εκπροσωπήσουν τους υπόλοιπους θεσμούς, διαβρώνοντας σταδιακά και αυτούς.
Ο δημοκρατικός και φιλελεύθερος χαρακτήρας του πολιτεύματος κινδυνεύει, για παράδειγμα, όταν κριτήριο επιλογής των προσώπων που θα ηγηθούν των ανωτάτων δικαστηρίων ή τα οποία θα συγκροτήσουν μια ανεξάρτητη αρχή είναι η συμβατότητα της ιδιοσυγκρασίας τους με τα πρόσωπα που τους επιλέγουν και όχι κατά πόσον οι επιλεγόμενοι θα είναι σε θέση να προασπίσουν αποτελεσματικά τον θεσμικό τους ρόλο, στον οποίον περιλαμβάνεται και ο έλεγχος αυτών που τους επέλεξαν.
Στην Ελλάδα υπάρχει μια αντίφαση, οι δύο όψεις του Ιανού: αφενός η πολιτική εξουσία δημιουργεί νέους θεσμούς και αρχές για να προσδώσει μία εικόνα αντικειμενικότητας σε μείζονα θέματα που απασχολούν την κοινωνία, όπως λ.χ. το ΑΣΕΠ για τις προσλήψεις και αφετέρου η ίδια η πολιτική εξουσία προσπαθεί με κάθε τρόπο να τους αποδυναμώσει με τα μέσα που προηγουμένως περιγράψαμε».
«Πώς πεθαίνουν οι δημοκρατίες»
Εύσχημα ο κ. Πικραμμένος αναφέρθηκε στο πρόσφατο βιβλίο των αμερικανών πολιτικών επιστημόνων Steven Levitsky και Daniel Ziblatt υπό τον τίτλο «Πώς πεθαίνουν οι δημοκρατίες», στο οποίο αναλύουν «το φαινόμενο της σταδιακής κατάλυσης της δημοκρατίας, όχι με τη βία αλλά μέσω της δημοκρατικής εκλογής δημαγωγών οι οποίοι σταδιακά θέτουν τους εαυτούς τους υπεράνω των θεσμών περιφρονώντας τις θεσμικές εγγυήσεις του Συντάγματος, τις δημοκρατικές λειτουργίες και τους πολιτικούς τους αντιπάλους».
Όπως εξηγούν στο βιβλίο τους, «η υπονόμευση και τελικά η κατάλυση της δημοκρατίας από αρχικώς δημοκρατικά εκλεγμένους ηγέτες πραγματοποιείται μέσα από τον έλεγχο και τη χειραγώγηση αυτών καθαυτών των δημοκρατικών θεσμών, της Δικαιοσύνης και των ανεξάρτητων αρχών, την εξασφάλιση της υποστήριξης ή της ανοχής μέσων ενημέρωσης, την υιοθέτηση νέων κανόνων πολιτικής συμπεριφοράς, ώστε οι κυβερνώντες να βρεθούν σταδιακά σε προνομιακή θέση έναντι των αντιπάλων τους».
Οι τυφλωμένοι πολιτικοί
Συνεχίζοντας, ο κ. Πικραμμένος, τόνισε:
«Το τραγικό παράδοξο στην περίπτωση του «εκλογικού δρόμου προς τον αυταρχισμό» είναι ότι αυτοί που επιδιώκουν την κατάλυση της δημοκρατίας χρησιμοποιούν συχνά τους ίδιους τους δημοκρατικούς θεσμούς ώστε σταδιακά, «ανεπαισθήτως», ακόμα και νομιμοφανώς, να πετύχουν τον στόχο τους. Σε όλα δε τα παραδείγματα που παραθέτουν οι συγγραφείς, αρωγοί στην εκλογή «αντισυστημικών» πολιτικών προσώπων που απειλούν τελικώς τη δημοκρατία, υπήρξαν οι μοιραίοι «συστημικοί» πολιτικοί που τυφλωμένοι από την κλιμακούμενη αντιπαράθεσή τους με τους παραδοσιακούς πολιτικούς αντιπάλους τους, προτίμησαν να συμμαχήσουν με ακραία στοιχεία ή νομιμοποίησαν με τη στάση τους αυτά τα ακραία στοιχεία στα μάτια των εκλογέων».
Το πλήρες κείμενο της ομιλίας του κ. Πικραμμένου έχει ως εξής:
Στο βιβλίο που παρουσιάζεται σήμερα ο αγαπητός καθηγητής Αριστείδης Χατζής, μας εισάγει με εύστοχο τρόπο στην έννοια των θεσμών που συγκροτούν τις σύγχρονες, οργανωμένες κοινωνίες. Για τον μέσο πολίτη «θεσμός» είναι μια αφηρημένη, περιγραφική έννοια που ταιριάζει σε ιδέες και μορφώματα που έχουν ιδιαίτερη πολιτική ή κοινωνική ισχύ, ιστορική ή συναισθηματική αξία, ή απλώς αντοχή στον χρόνο. Ωστόσο από τις πρώτες σελίδεςτου βιβλίου ο συγγραφέας βοηθά τον αναγνώστη να αντιληφθεί ότι ο όρος αυτός έχει ένα πολύ σαφές και συγκεκριμένο περιεχόμενο: Θεσμοί είναι οι κανόνες και τα συστήματα κανόνων που έχουν ως στόχο να ρυθμίσουν την ανθρώπινη συμπεριφορά, καθώς και τα μέσα επιβολής των κανόνων αυτών. Όλες οι κοινωνικές ομάδες, μικρές και μεγάλες, χρειάζονται κανόνες οργάνωσης και λειτουργίας για να πετύχουν τους στόχους τους.
Για να κατανοήσουμε καλύτερα τους θεσμούς ως κανόνες ρύθμισης της ανθρώπινης συμπεριφοράς, ο συγγραφέας μας δίνει ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα, τον θεσμό του Κοινοβουλίου. Η Βουλή δηλαδή ως θεσμός δεν είναι τα πρόσωπα που τη συγκροτούν – οι βουλευτές, το προεδρείο, οι αρχηγοί των κοινοβουλευτικών ομάδων – ούτε το απέναντι κτίριο στο οποίο διεξάγονται οι συνεδριάσεις αλλά ένα σύνολο κανόνων οργάνωσης, λειτουργίας, εξουσιών, αρμοδιοτήτων, ορίων και ευθυνών, που τους βρίσκουμε στο Σύνταγμα και στον κανονισμό της Βουλής. Υπό την έννοια αυτή, θεσμοί υπάρχουν σε όλες τις οργανωμένες πολιτείες. Αυτό όμως που ξεχωρίζει τις ευνομούμενες πολιτείες είναι πως σε αυτές υπερισχύουν οι κανόνες (οι θεσμοί) και όχι τα πρόσωπα. Ο συγγραφέας επισημαίνει ότι το πολίτευμα στο οποίο οι θεσμοί θεωρούνται σημαντικότεροι των εκάστοτε προσώπων που κυβερνούν έχει όνομα -λέγεται φιλελεύθερη συνταγματική δημοκρατία– και μας προτρέπει να ξαναθυμηθούμε ορισμένα βασικά χαρακτηριστικά της.
Μια δημοκρατία είναι συνταγματική όταν οι πολίτες υπόκεινται στο Σύνταγμα που οι ίδιοι ελεύθερα επιλέγουν, με το οποίο θέτουν τον τρόπο άσκησης και τα όρια της κρατικής εξουσίας. Όπως προβλέπει το πρώτο άρθρο του Ελληνικού Συντάγματος, οι εξουσίες πηγάζουν από τον λαό, όμως ασκούνται όπως ορίζει το Σύνταγμα.
Στη συνταγματική δημοκρατία ο λαός κυβερνά, γιατί αυτός νομιμοποιεί την κρατική εξουσία, κυβερνά δε μέσω του κοινοβουλίου, δηλαδή μέσω ενός θεσμού που δομείται και υπόκειται και αυτός σε κανόνες (Σύνταγμα, Κανονισμός).
Το Σύνταγμα προστατεύει ένα πυρήνα δικαιωμάτων, τόσο έναντι της κρατικής εξουσίας όσο και στις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών. Τα δικαιώματα αυτά είναι απαραβίαστα και περιορίζονται μόνον υπό τις προϋποθέσεις που θέτει το Σύνταγμα. Δεν υπάρχουν κανόνες «έξω από το Σύνταγμα» που να δικαιολογούν τον περιορισμό των δικαιωμάτων. Τούτο μεταξύ άλλων σημαίνει και πως ούτε ο λαός μπορεί, δρώντας ως πλειοψηφία, να παραβιάζει θεμελιώδη δικαιώματα. Ο αυτοπεριορισμός της λαϊκής κυριαρχίας μέσω των θεσμών τόσο κατά την άσκηση της κρατικής εξουσίας όσο και ως προς την προστασία των δικαιωμάτων είναι θεμέλιο του δημοκρατικού πολιτεύματος.
Η ύπαρξη θεσμών είναι προϋπόθεση της δημοκρατίας. Πρέπει αυτοί να υπερέχουν των εκάστοτε προσώπων. Για να χαρακτηρίσουμε μια συνταγματική δημοκρατία και ως φιλελεύθερη δεν αρκεί να εξετάσουμε ποιος παράγει τους κανόνες δικαίου ούτε πώς τους παράγει αλλά, αφενός, το πόσο ικανοποιητικά προστατεύουν οι κανόνες αυτοί τα δικαιώματα και αφετέρου, ποια είναι η έκταση του ρυθμιστικού τους πεδίου. Όπως μας υπενθυμίζει ο συγγραφέας, αν σε ένα κράτος υπάρχουν δημοκρατικοί θεσμοί αλλά τα δικαιώματα δεν προστατεύονται ικανοποιητικά, όπως στην Ελλάδα κατά τη μετεμφυλιακή περίοδο -όταν δεν υπάρχει δηλαδή κράτος δικαίου-, τότε πρόκειται για μη φιλελεύθερη δημοκρατία. Αντίστοιχα, μη φιλελεύθερη είναι και η έννομη τάξη που επιδιώκει να ρυθμίσει κάθε έκφανση της ανθρώπινης δράσης μην αφήνοντας ζωτικό χώρο στην ιδιωτική αυτονομία για να αναπτυχθεί ικανοποιητικά.
Αν αναλογιστούμε λοιπόν την ελληνική κοινωνία ως μια μεγάλη ομάδα ανθρώπων που θεσπίζει θεσμούς για να πετύχει τους στόχους της και δεχθούμε ότι τα μέλη της ομάδας επιδιώκουν αυτονόητους στόχους, όπως λ.χ. την προκοπή και την ευημερία τους, πόσο αποτελεσματικοί είναι οι θεσμοί της ελληνικής κοινωνίας προς αυτή την κατεύθυνση;
Ο συγγραφέας κατατάσσει πάντως τη σημερινή Ελλάδα στις φιλελεύθερες συνταγματικές δημοκρατίες. Πράγματι, η Ελλάδα δεν στερείται των αναγκαίων θεσμών ενός σύγχρονου δημοκρατικού και φιλελεύθερου οικοδομήματος, καθώς διαθέτει στέρεο σύστημα διακριτών θεσμών νομοθετικής, εκτελεστικής και δικαστικής εξουσίας, ενισχυμένο πλέγμα από ανεξάρτητες αρχές και προστατευτική θωράκιση των δικαιωμάτων από κινδύνους διάβρωσής τους.
Οι όποιες θεσμικής φύσεως δυσλειτουργίες δεν εντοπίζονται σε απουσία θεσμών αλλά κυρίως σε έλλειψη αποτελεσματικής «δια-λειτουργίας» των θεσμών αυτών μεταξύ τους, με άλλα λόγια σε έλλειψη ισχυρών θεσμικών αντιβάρων. Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα είναι η έλλειψη αμοιβαίου ελέγχου μεταξύ νομοθετικής και εκτελεστικής εξουσίας στο ισχύον Σύνταγμα, δεδομένου ότι ο εκάστοτε Πρωθυπουργός καταλήγει να ελέγχει ταυτόχρονα τη νομοθετική και την εκτελεστική εξουσία. Αν προστεθεί σε αυτό και ο ορισμός της ηγεσίας της δικαστικής εξουσίας από την κυβέρνηση –την οποία ελέγχει πλήρως κατά το Σύνταγμα ο Πρωθυπουργός- η θεσμική ανισορροπία καθίσταται ακόμη περισσότερο εμφανής. Όμως η έλλειψη εξισορροπητικών θεσμικών αντιβάρων στην άσκηση της εξουσίας στο προηγούμενο παράδειγμα έχει και μια παρεπόμενη αρνητική συνέπεια: Καταλήγει ώστε στη χώρα μας να απονέμεται τελικώς περισσότερη σημασία στα πρόσωπα παρά στους θεσμούς. Ασφαλώς ο Πρωθυπουργός είναι και αυτός ένας θεσμός, δεδομένου ότι η διαδικασία επιλογής του, το περιεχόμενο και τα όρια της εξουσίας του, καθώς και ο τρόπος άσκησης των αρμοδιοτήτων του προβλέπονται και ρυθμίζονται από αυστηρούς κανόνες. Είναι ωστόσο ένας θεσμός μονοπρόσωπος και η ανάδειξη του εκάστοτε προσώπου που τον εκπροσωπεί μέσω των εθνικών εκλογών δεν βοηθά τους πολίτες αλλ’ ούτε και τον ίδιο τον Πρωθυπουργό να αντιληφθούν και να διαφυλάξουν τα αναγκαία όρια μεταξύ του θεσμικού και του προσωπικού στοιχείου. Χωρίς επαρκή θεσμικά αντίβαρα ελέγχου της εξουσίας του, ο Πρωθυπουργός είναι εύκολο να υπερβαίνει τον θεσμικό του ρόλο χωρίς αυτό να γίνεται αντιληπτό από τους πολίτες ως σοβαρός κίνδυνος για τον δημοκρατικό και φιλελεύθερο χαρακτήρα του πολιτεύματος.
Κινδυνεύει ο χαρακτήρας του πολιτεύματος – παραφράζοντας μια γνωστή ρήση - από μια κυριαρχία του προσωπικού επί του θεσμικού; Θα έλεγα πως κινδυνεύει, καθώς όταν υπερτονίζεται το προσωπικό στοιχείο στην άσκηση της εξουσίας, καταλήγει σταδιακά να αποτελεί και το κυρίαρχο κριτήριο επιλογής των προσώπων που καλούνται να εκπροσωπήσουν τους υπόλοιπους θεσμούς, διαβρώνοντας σταδιακά και αυτούς. Ο δημοκρατικός και φιλελεύθερος χαρακτήρας του πολιτεύματος κινδυνεύει, για παράδειγμα, όταν κριτήριο επιλογής των προσώπων που θα ηγηθούν των ανωτάτων δικαστηρίων ή τα οποία θα συγκροτήσουν μια ανεξάρτητη αρχή είναι η συμβατότητα της ιδιοσυγκρασίας τους με τα πρόσωπα που τους επιλέγουν και όχι κατά πόσον οι επιλεγόμενοι θα είναι σε θέση να προασπίσουν αποτελεσματικά τον θεσμικό τους ρόλο, στον οποίον περιλαμβάνεται και ο έλεγχος αυτών που τους επέλεξαν. Όπως ασφαλώς κινδυνεύει και κάθε φορά που ελεγκτικοί θεσμοί ή ανεξάρτητες αρχές αφήνονται επί μακρόν να λειτουργούν με προσωρινές ή defacto ηγεσίες, επειδή η θητεία των προηγούμενων εκπροσώπων έχει μεν λήξει αλλά οι επιλέγοντες προτιμούν τη διαιώνιση μιας ανώμαλης θεσμικής κατάστασης από την άμεση επιλογή προσώπων μη αρκούντως αρεστών στους ίδιους. Στην Ελλάδα υπάρχει μια αντίφαση, οι δύο όψεις του Ιανού: αφενός η πολιτική εξουσία δημιουργεί νέους θεσμούς και αρχές για να προσδώσει μία εικόνα αντικειμενικότητας σε μείζονα θέματα που απασχολούν την κοινωνία, όπως λ.χ. το ΑΣΕΠ για τις προσλήψεις και αφετέρου η ίδια η πολιτική εξουσία προσπαθεί με κάθε τρόπο να τους αποδυναμώσει με τα μέσα που προηγουμένως περιγράψαμε.
Στο πρόσφατο βιβλίο τους με τίτλο «Πώς πεθαίνουν οι δημοκρατίες» οι αμερικανοί πολιτικοί επιστήμονες Steven Levitsky και Daniel Ziblatt αναλύουν το φαινόμενο της σταδιακής κατάλυσης της δημοκρατίας, όχι με τη βία αλλά μέσω της δημοκρατικής εκλογής δημαγωγών οι οποίοι σταδιακά θέτουν τους εαυτούς τους υπεράνω των θεσμών περιφρονώντας τις θεσμικές εγγυήσεις του Συντάγματος, τις δημοκρατικές λειτουργίες και τους πολιτικούς τους αντιπάλους.
Όπως εξηγούν στο βιβλίο τους, η υπονόμευση και τελικά η κατάλυση της δημοκρατίας από αρχικώς δημοκρατικά εκλεγμένους ηγέτες πραγματοποιείται μέσα από τον έλεγχο και τη χειραγώγηση αυτών καθαυτών των δημοκρατικών θεσμών, της Δικαιοσύνης και των ανεξάρτητων αρχών, την εξασφάλιση της υποστήριξης ή της ανοχής μέσων ενημέρωσης, την υιοθέτηση νέων κανόνων πολιτικής συμπεριφοράς, ώστε οι κυβερνώντες να βρεθούν σταδιακά σε προνομιακή θέση έναντι των αντιπάλων τους.
Το τραγικό παράδοξο στην περίπτωση του «εκλογικού δρόμου προς τον αυταρχισμό» είναι ότι αυτοί που επιδιώκουν την κατάλυση της δημοκρατίας χρησιμοποιούν συχνά τους ίδιους τους δημοκρατικούς θεσμούς ώστε σταδιακά, «ανεπαισθήτως», ακόμα και νομιμοφανώς, να πετύχουν τον στόχο τους. Σε όλα δε τα παραδείγματα που παραθέτουν οι συγγραφείς, αρωγοί στην εκλογή «αντισυστημικών» πολιτικών προσώπων που απειλούν τελικώς τη δημοκρατία, υπήρξαν οι μοιραίοι «συστημικοί» πολιτικοί που τυφλωμένοι από την κλιμακούμενη αντιπαράθεσή τους με τους παραδοσιακούς πολιτικούς αντιπάλους τους, προτίμησαν να συμμαχήσουν με ακραία στοιχεία ή νομιμοποίησαν με τη στάση τους αυτά τα ακραία στοιχεία στα μάτια των εκλογέων.
Σύμφωνα με τους συγγραφείς, ακόμα και η ύπαρξη θεσμών και θεσμικών αντιβάρων δεν είναι αρκετή για να προστατεύσει τη δημοκρατία από την εμφάνιση τέτοιων φαινομένων. Μας εξηγούν λοιπόν ότι οι δημοκρατίες λειτουργούν καλύτερα και έχουν μεγαλύτερο προσδόκιμο χρόνο ζωής, όταν οι συνταγματικές ρυθμίσεις ενισχύονται και συμπληρώνονται από άγραφους κανόνες. Τέτοιοι άγραφοι κανόνες, ενισχυτικοί των θεσμικών αντιβάρων, είναι λ.χ. να υπάρχει σεβασμός μεταξύ των κομμάτων και η αντιπαλότητά τους να μην ξεπερνάει ποτέ τα όρια, όπως και να υπάρχει αυτοσυγκράτηση των πολιτικών κατά την άσκηση των θεσμικών εξουσιών τους. Για όσο καιρό λειτουργούν αυτοί οι άγραφοι κανόνες, όπως η αμοιβαία ανοχή στην εναλλαγή της εξουσίας, ο σεβασμός του πολιτικού αντιπάλουκαι η θεσμική αυτοσυγκράτηση, δημιουργείται ένα είδος «προστατευτικού πλέγματος» της πολιτικής ζωής που αποτρέπει εγκαίρως την ανάδυση φαινομένων επικίνδυνωνγια τη δημοκρατία. Η διάβρωση του «προστατευτικού πλέγματος» ξεκινά με την κλιμάκωση της πολιτικής αντιπαράθεσης που οδηγεί σε φαινόμενα ακραίας πόλωσης και απώλειας των ορίων της κοινωνικής ευγένειας και ορθής κοινοβουλευτικής συμπεριφοράς, οδηγεί δηλαδή το πολιτικό σύστημα σε υποβάθμιση του πολιτικού του λόγου και της συμπεριφοράς του, τουτέστιν σε καταστάσεις οι οποίες αποτελούν φυσικό χώρο ανάδειξης των εχθρών της φιλελεύθερης συνταγματικής δημοκρατίας.
Στους πολύτιμους αυτούς άγραφους κανόνες, τους «άτυπους θεσμούς» όπως τους χαρακτηρίζει ο συγγραφέας μας, αναφέρεται επίσης το βιβλίο που παρουσιάζεται σήμερα. Οι άτυποι θεσμοί όπως είναι οι κανόνες κοινωνικής συμπεριφοράς, το πνεύμα εμπιστοσύνης, συνεργασίας και αμοιβαιότητας μεταξύ των πολιτών, τα διάφορα έθιμα και συναλλακτικά ήθη και οι κανόνες δεοντολογίας, αποτελούν το θεσμικό υπόβαθρο των τυπικών θεσμών του φιλελεύθερου δημοκρατικού πολιτεύματος.
Όπως ωστόσο ο ίδιος ο συγγραφέας μας εξηγεί, ένα από τα συμπτώματα της θεσμικής παθογένειας της Ελλάδας είναι δυστυχώς η έλλειψη αποτελεσματικών άτυπων θεσμών, έλλειψη η οποία αντανακλά όχι μόνον στην πολιτική αλλά και στην κοινωνική ζωή. Έτσι, πέρα από την απουσία αποτελεσματικών θεσμικών αντιβάρων, η απουσία αμοιβαίας εμπιστοσύνης και συνεργασίας, όπως και βασικών κανόνων πολιτικής και κοινωνικής συμπεριφοράς καθηλώνουν την Ελλάδα σε οικονομική στασιμότητα και τελικώς σε μείωση της ευημερίας των πολιτών.
Ωστόσο, αν το φάρμακο για τις παθήσεις της δημοκρατίας είναι ακόμη περισσότερη δημοκρατία, το φάρμακο για τη διαφαινόμενη θεσμική απορρύθμιση από ατυχείς πρακτικές της πολιτικής εξουσίας είναι η αυξημένη θωράκιση του κύρους όσων θεσμών μπορούν να ελέγξουν αποτελεσματικά την εξουσία αυτή, ώστε να μην εκτρέπεται πέραν των θεσμικών της ορίων.
Έναν τέτοιο θεσμό θεωρώ διαχρονικά το Συμβούλιο της Επικρατείας,για το οποίο ο ιδρυτής του, Ελευθέριος Βενιζέλος, είχε χαρακτηρίσει την ημέρα ενάρξεως της λειτουργίας του ως την «μεγαλυτέρα από της ελευθερώσεως του Κράτους μας» και κατά την αποχώρησή του από την πολιτική δήλωνε «ευτυχής ότι αφήνει την Χώραν προικισμένη με το Συμβούλιον Επικρατείας». Έχω την άποψη ότι η επιτυχία του δικαστηρίου αυτού οφείλετο στο γεγονός ότι έκανε μόνο του τον εισαγωγικό διαγωνισμό ο οποίος ήταν πολύ αυστηρός, καθώς και στο γεγονός ότι η στελέχωση και ανατροφοδότησή του προήρχετο από πρόσωπα που ανήκαν στην αστική κοινωνία των Αθηνών ως επί το πλείστον και είχαν ανώτερη παιδεία, πλούσιες εμπειρίες και κοσμοπολίτικες παραστάσεις.
Αυτό, θεωρώ ότι του επέτρεψε εξαρχής να φέρει εις πέρας τη θεσμική αποστολή του χωρίς να επηρεάζεται από τα εκάστοτε πρόσωπα, είτε επρόκειτο για επιφανείς φορείς πολιτικής εξουσίας είτε για ισχυρούς παράγοντες της οικονομικής και κοινωνικής ζωής. Οι άνθρωποι του Συμβουλίου της Επικρατείας, έχοντας πλούσιες εμπειρίες και γνώσεις και εμπνεόμενοι κυρίως από υψηλά ιδανικά, καλλιέργησαν πνεύμα αμοιβαίας συνεργασίας μεταξύ των μελών του δικαστηρίου και προσήλωσης στην υψηλή αποστολή του, τόσο μέσω των τυπικών κανόνων οργάνωσης και λειτουργίας του, όσο και μέσω των άτυπων κανόνων καθημερινής συναδελφικής συμπεριφοράς. Έτσι, το δικαστήριο πέτυχε να θωρακίσει το φρόνημα των δικαστών σε εποχές θεσμικών κρίσεων, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τη σθεναρή στάση του Σώματος στα χρόνια της δικτατορίας.
[Θεωρώ δε ως τις πλέον επιτυχημένες περιόδους του Συμβουλίου της Επικρατείας τις περιόδους εκείνες στις οποίες και τα μέλη του σώματος, ιδίως αυτά που εκ της θέσεώς τους κατευθύνουν τη λειτουργία του δικαστηρίου και το έργο των συναδέλφων τους, έχουν επιδείξει την απαραίτητη θεσμική αυτοσυγκράτηση η οποία τους επιτρέπει να τοποθετούν το κύρος του θεσμού πάνω από την προσωπικήτους φιλοδοξία και προβολή.]
Παρ’ όλες δε τις κατά καιρούς αντίξοες συνθήκες και τις συνειδητές ή ασυνείδητες προσπάθειες υποβάθμισής του, έχω τη γνώμη ότι είναι χρέος του Σώματος να αυτοπροστατεύεται και να λαμβάνει τα κατάλληλα μέτρα ώστε να διατηρείται υψηλό το κύρος του Συμβουλίου της Επικρατείας στην ελληνική κοινωνία, καθώς πρόκειται για έναν θεσμό που παρά τα όποια παράπονα, εξακολουθεί ν’ απολαμβάνει της εμπιστοσύνης των Ελλήνων πολιτών.
Το συμπέρασμα λοιπόν που βγαίνει από όλα όσα είπαμε είναι ότι η επιτυχία ενός θεσμού εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τον τρόπο που έχει δομηθεί, όπως και από την αποτελεσματικότητα των κανόνων που τον διέπουν. Στην αποτελεσματικότητα των θεσμών εστιάζει ειδικότερα και το βιβλίο που παρουσιάζεται σήμερα, κάτι για το οποίο συμφωνώ ιδιαιτέρως με τον συγγραφέα. Του οφείλουμε λοιπόν πολλές ευχαριστίες για το πολύ επίκαιρο και μεστό βιβλίο του, το οποίο εύχομαι ειλικρινά να διαβαστεί από όσο το δυνατόν περισσότερους συμπολίτες μας, καθώς αποτελεί ένα χρήσιμο βοήθημα κατανόησης των βασικών αιτίων της τρέχουσας οικονομικής και θεσμικής κρίσης, ταυτόχρονα δε και κατανόησης των ευκαιριών εξόδου της χώρας από τη «θεσμική παγίδα» στην οποία έχει καθηλωθεί εξαιτίας των διαχρονικών θεσμικών αδυναμιών της.
Στην Ελλάδα υπάρχει μια αντίφαση, οι δύο όψεις του Ιανού: αφενός η πολιτική εξουσία δημιουργεί νέους θεσμούς και αρχές για να προσδώσει μία εικόνα αντικειμενικότητας σε μείζονα θέματα που απασχολούν την κοινωνία, όπως λ.χ. το ΑΣΕΠ για τις προσλήψεις και αφετέρου η ίδια η πολιτική εξουσία προσπαθεί με κάθε τρόπο να τους αποδυναμώσει με τα μέσα που προηγουμένως περιγράψαμε».
«Πώς πεθαίνουν οι δημοκρατίες»
Εύσχημα ο κ. Πικραμμένος αναφέρθηκε στο πρόσφατο βιβλίο των αμερικανών πολιτικών επιστημόνων Steven Levitsky και Daniel Ziblatt υπό τον τίτλο «Πώς πεθαίνουν οι δημοκρατίες», στο οποίο αναλύουν «το φαινόμενο της σταδιακής κατάλυσης της δημοκρατίας, όχι με τη βία αλλά μέσω της δημοκρατικής εκλογής δημαγωγών οι οποίοι σταδιακά θέτουν τους εαυτούς τους υπεράνω των θεσμών περιφρονώντας τις θεσμικές εγγυήσεις του Συντάγματος, τις δημοκρατικές λειτουργίες και τους πολιτικούς τους αντιπάλους».
Όπως εξηγούν στο βιβλίο τους, «η υπονόμευση και τελικά η κατάλυση της δημοκρατίας από αρχικώς δημοκρατικά εκλεγμένους ηγέτες πραγματοποιείται μέσα από τον έλεγχο και τη χειραγώγηση αυτών καθαυτών των δημοκρατικών θεσμών, της Δικαιοσύνης και των ανεξάρτητων αρχών, την εξασφάλιση της υποστήριξης ή της ανοχής μέσων ενημέρωσης, την υιοθέτηση νέων κανόνων πολιτικής συμπεριφοράς, ώστε οι κυβερνώντες να βρεθούν σταδιακά σε προνομιακή θέση έναντι των αντιπάλων τους».
Οι τυφλωμένοι πολιτικοί
Συνεχίζοντας, ο κ. Πικραμμένος, τόνισε:
«Το τραγικό παράδοξο στην περίπτωση του «εκλογικού δρόμου προς τον αυταρχισμό» είναι ότι αυτοί που επιδιώκουν την κατάλυση της δημοκρατίας χρησιμοποιούν συχνά τους ίδιους τους δημοκρατικούς θεσμούς ώστε σταδιακά, «ανεπαισθήτως», ακόμα και νομιμοφανώς, να πετύχουν τον στόχο τους. Σε όλα δε τα παραδείγματα που παραθέτουν οι συγγραφείς, αρωγοί στην εκλογή «αντισυστημικών» πολιτικών προσώπων που απειλούν τελικώς τη δημοκρατία, υπήρξαν οι μοιραίοι «συστημικοί» πολιτικοί που τυφλωμένοι από την κλιμακούμενη αντιπαράθεσή τους με τους παραδοσιακούς πολιτικούς αντιπάλους τους, προτίμησαν να συμμαχήσουν με ακραία στοιχεία ή νομιμοποίησαν με τη στάση τους αυτά τα ακραία στοιχεία στα μάτια των εκλογέων».
Το πλήρες κείμενο της ομιλίας του κ. Πικραμμένου έχει ως εξής:
Στο βιβλίο που παρουσιάζεται σήμερα ο αγαπητός καθηγητής Αριστείδης Χατζής, μας εισάγει με εύστοχο τρόπο στην έννοια των θεσμών που συγκροτούν τις σύγχρονες, οργανωμένες κοινωνίες. Για τον μέσο πολίτη «θεσμός» είναι μια αφηρημένη, περιγραφική έννοια που ταιριάζει σε ιδέες και μορφώματα που έχουν ιδιαίτερη πολιτική ή κοινωνική ισχύ, ιστορική ή συναισθηματική αξία, ή απλώς αντοχή στον χρόνο. Ωστόσο από τις πρώτες σελίδεςτου βιβλίου ο συγγραφέας βοηθά τον αναγνώστη να αντιληφθεί ότι ο όρος αυτός έχει ένα πολύ σαφές και συγκεκριμένο περιεχόμενο: Θεσμοί είναι οι κανόνες και τα συστήματα κανόνων που έχουν ως στόχο να ρυθμίσουν την ανθρώπινη συμπεριφορά, καθώς και τα μέσα επιβολής των κανόνων αυτών. Όλες οι κοινωνικές ομάδες, μικρές και μεγάλες, χρειάζονται κανόνες οργάνωσης και λειτουργίας για να πετύχουν τους στόχους τους.
Για να κατανοήσουμε καλύτερα τους θεσμούς ως κανόνες ρύθμισης της ανθρώπινης συμπεριφοράς, ο συγγραφέας μας δίνει ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα, τον θεσμό του Κοινοβουλίου. Η Βουλή δηλαδή ως θεσμός δεν είναι τα πρόσωπα που τη συγκροτούν – οι βουλευτές, το προεδρείο, οι αρχηγοί των κοινοβουλευτικών ομάδων – ούτε το απέναντι κτίριο στο οποίο διεξάγονται οι συνεδριάσεις αλλά ένα σύνολο κανόνων οργάνωσης, λειτουργίας, εξουσιών, αρμοδιοτήτων, ορίων και ευθυνών, που τους βρίσκουμε στο Σύνταγμα και στον κανονισμό της Βουλής. Υπό την έννοια αυτή, θεσμοί υπάρχουν σε όλες τις οργανωμένες πολιτείες. Αυτό όμως που ξεχωρίζει τις ευνομούμενες πολιτείες είναι πως σε αυτές υπερισχύουν οι κανόνες (οι θεσμοί) και όχι τα πρόσωπα. Ο συγγραφέας επισημαίνει ότι το πολίτευμα στο οποίο οι θεσμοί θεωρούνται σημαντικότεροι των εκάστοτε προσώπων που κυβερνούν έχει όνομα -λέγεται φιλελεύθερη συνταγματική δημοκρατία– και μας προτρέπει να ξαναθυμηθούμε ορισμένα βασικά χαρακτηριστικά της.
Μια δημοκρατία είναι συνταγματική όταν οι πολίτες υπόκεινται στο Σύνταγμα που οι ίδιοι ελεύθερα επιλέγουν, με το οποίο θέτουν τον τρόπο άσκησης και τα όρια της κρατικής εξουσίας. Όπως προβλέπει το πρώτο άρθρο του Ελληνικού Συντάγματος, οι εξουσίες πηγάζουν από τον λαό, όμως ασκούνται όπως ορίζει το Σύνταγμα.
Στη συνταγματική δημοκρατία ο λαός κυβερνά, γιατί αυτός νομιμοποιεί την κρατική εξουσία, κυβερνά δε μέσω του κοινοβουλίου, δηλαδή μέσω ενός θεσμού που δομείται και υπόκειται και αυτός σε κανόνες (Σύνταγμα, Κανονισμός).
Το Σύνταγμα προστατεύει ένα πυρήνα δικαιωμάτων, τόσο έναντι της κρατικής εξουσίας όσο και στις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών. Τα δικαιώματα αυτά είναι απαραβίαστα και περιορίζονται μόνον υπό τις προϋποθέσεις που θέτει το Σύνταγμα. Δεν υπάρχουν κανόνες «έξω από το Σύνταγμα» που να δικαιολογούν τον περιορισμό των δικαιωμάτων. Τούτο μεταξύ άλλων σημαίνει και πως ούτε ο λαός μπορεί, δρώντας ως πλειοψηφία, να παραβιάζει θεμελιώδη δικαιώματα. Ο αυτοπεριορισμός της λαϊκής κυριαρχίας μέσω των θεσμών τόσο κατά την άσκηση της κρατικής εξουσίας όσο και ως προς την προστασία των δικαιωμάτων είναι θεμέλιο του δημοκρατικού πολιτεύματος.
Η ύπαρξη θεσμών είναι προϋπόθεση της δημοκρατίας. Πρέπει αυτοί να υπερέχουν των εκάστοτε προσώπων. Για να χαρακτηρίσουμε μια συνταγματική δημοκρατία και ως φιλελεύθερη δεν αρκεί να εξετάσουμε ποιος παράγει τους κανόνες δικαίου ούτε πώς τους παράγει αλλά, αφενός, το πόσο ικανοποιητικά προστατεύουν οι κανόνες αυτοί τα δικαιώματα και αφετέρου, ποια είναι η έκταση του ρυθμιστικού τους πεδίου. Όπως μας υπενθυμίζει ο συγγραφέας, αν σε ένα κράτος υπάρχουν δημοκρατικοί θεσμοί αλλά τα δικαιώματα δεν προστατεύονται ικανοποιητικά, όπως στην Ελλάδα κατά τη μετεμφυλιακή περίοδο -όταν δεν υπάρχει δηλαδή κράτος δικαίου-, τότε πρόκειται για μη φιλελεύθερη δημοκρατία. Αντίστοιχα, μη φιλελεύθερη είναι και η έννομη τάξη που επιδιώκει να ρυθμίσει κάθε έκφανση της ανθρώπινης δράσης μην αφήνοντας ζωτικό χώρο στην ιδιωτική αυτονομία για να αναπτυχθεί ικανοποιητικά.
Αν αναλογιστούμε λοιπόν την ελληνική κοινωνία ως μια μεγάλη ομάδα ανθρώπων που θεσπίζει θεσμούς για να πετύχει τους στόχους της και δεχθούμε ότι τα μέλη της ομάδας επιδιώκουν αυτονόητους στόχους, όπως λ.χ. την προκοπή και την ευημερία τους, πόσο αποτελεσματικοί είναι οι θεσμοί της ελληνικής κοινωνίας προς αυτή την κατεύθυνση;
Ο συγγραφέας κατατάσσει πάντως τη σημερινή Ελλάδα στις φιλελεύθερες συνταγματικές δημοκρατίες. Πράγματι, η Ελλάδα δεν στερείται των αναγκαίων θεσμών ενός σύγχρονου δημοκρατικού και φιλελεύθερου οικοδομήματος, καθώς διαθέτει στέρεο σύστημα διακριτών θεσμών νομοθετικής, εκτελεστικής και δικαστικής εξουσίας, ενισχυμένο πλέγμα από ανεξάρτητες αρχές και προστατευτική θωράκιση των δικαιωμάτων από κινδύνους διάβρωσής τους.
Οι όποιες θεσμικής φύσεως δυσλειτουργίες δεν εντοπίζονται σε απουσία θεσμών αλλά κυρίως σε έλλειψη αποτελεσματικής «δια-λειτουργίας» των θεσμών αυτών μεταξύ τους, με άλλα λόγια σε έλλειψη ισχυρών θεσμικών αντιβάρων. Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα είναι η έλλειψη αμοιβαίου ελέγχου μεταξύ νομοθετικής και εκτελεστικής εξουσίας στο ισχύον Σύνταγμα, δεδομένου ότι ο εκάστοτε Πρωθυπουργός καταλήγει να ελέγχει ταυτόχρονα τη νομοθετική και την εκτελεστική εξουσία. Αν προστεθεί σε αυτό και ο ορισμός της ηγεσίας της δικαστικής εξουσίας από την κυβέρνηση –την οποία ελέγχει πλήρως κατά το Σύνταγμα ο Πρωθυπουργός- η θεσμική ανισορροπία καθίσταται ακόμη περισσότερο εμφανής. Όμως η έλλειψη εξισορροπητικών θεσμικών αντιβάρων στην άσκηση της εξουσίας στο προηγούμενο παράδειγμα έχει και μια παρεπόμενη αρνητική συνέπεια: Καταλήγει ώστε στη χώρα μας να απονέμεται τελικώς περισσότερη σημασία στα πρόσωπα παρά στους θεσμούς. Ασφαλώς ο Πρωθυπουργός είναι και αυτός ένας θεσμός, δεδομένου ότι η διαδικασία επιλογής του, το περιεχόμενο και τα όρια της εξουσίας του, καθώς και ο τρόπος άσκησης των αρμοδιοτήτων του προβλέπονται και ρυθμίζονται από αυστηρούς κανόνες. Είναι ωστόσο ένας θεσμός μονοπρόσωπος και η ανάδειξη του εκάστοτε προσώπου που τον εκπροσωπεί μέσω των εθνικών εκλογών δεν βοηθά τους πολίτες αλλ’ ούτε και τον ίδιο τον Πρωθυπουργό να αντιληφθούν και να διαφυλάξουν τα αναγκαία όρια μεταξύ του θεσμικού και του προσωπικού στοιχείου. Χωρίς επαρκή θεσμικά αντίβαρα ελέγχου της εξουσίας του, ο Πρωθυπουργός είναι εύκολο να υπερβαίνει τον θεσμικό του ρόλο χωρίς αυτό να γίνεται αντιληπτό από τους πολίτες ως σοβαρός κίνδυνος για τον δημοκρατικό και φιλελεύθερο χαρακτήρα του πολιτεύματος.
Κινδυνεύει ο χαρακτήρας του πολιτεύματος – παραφράζοντας μια γνωστή ρήση - από μια κυριαρχία του προσωπικού επί του θεσμικού; Θα έλεγα πως κινδυνεύει, καθώς όταν υπερτονίζεται το προσωπικό στοιχείο στην άσκηση της εξουσίας, καταλήγει σταδιακά να αποτελεί και το κυρίαρχο κριτήριο επιλογής των προσώπων που καλούνται να εκπροσωπήσουν τους υπόλοιπους θεσμούς, διαβρώνοντας σταδιακά και αυτούς. Ο δημοκρατικός και φιλελεύθερος χαρακτήρας του πολιτεύματος κινδυνεύει, για παράδειγμα, όταν κριτήριο επιλογής των προσώπων που θα ηγηθούν των ανωτάτων δικαστηρίων ή τα οποία θα συγκροτήσουν μια ανεξάρτητη αρχή είναι η συμβατότητα της ιδιοσυγκρασίας τους με τα πρόσωπα που τους επιλέγουν και όχι κατά πόσον οι επιλεγόμενοι θα είναι σε θέση να προασπίσουν αποτελεσματικά τον θεσμικό τους ρόλο, στον οποίον περιλαμβάνεται και ο έλεγχος αυτών που τους επέλεξαν. Όπως ασφαλώς κινδυνεύει και κάθε φορά που ελεγκτικοί θεσμοί ή ανεξάρτητες αρχές αφήνονται επί μακρόν να λειτουργούν με προσωρινές ή defacto ηγεσίες, επειδή η θητεία των προηγούμενων εκπροσώπων έχει μεν λήξει αλλά οι επιλέγοντες προτιμούν τη διαιώνιση μιας ανώμαλης θεσμικής κατάστασης από την άμεση επιλογή προσώπων μη αρκούντως αρεστών στους ίδιους. Στην Ελλάδα υπάρχει μια αντίφαση, οι δύο όψεις του Ιανού: αφενός η πολιτική εξουσία δημιουργεί νέους θεσμούς και αρχές για να προσδώσει μία εικόνα αντικειμενικότητας σε μείζονα θέματα που απασχολούν την κοινωνία, όπως λ.χ. το ΑΣΕΠ για τις προσλήψεις και αφετέρου η ίδια η πολιτική εξουσία προσπαθεί με κάθε τρόπο να τους αποδυναμώσει με τα μέσα που προηγουμένως περιγράψαμε.
Στο πρόσφατο βιβλίο τους με τίτλο «Πώς πεθαίνουν οι δημοκρατίες» οι αμερικανοί πολιτικοί επιστήμονες Steven Levitsky και Daniel Ziblatt αναλύουν το φαινόμενο της σταδιακής κατάλυσης της δημοκρατίας, όχι με τη βία αλλά μέσω της δημοκρατικής εκλογής δημαγωγών οι οποίοι σταδιακά θέτουν τους εαυτούς τους υπεράνω των θεσμών περιφρονώντας τις θεσμικές εγγυήσεις του Συντάγματος, τις δημοκρατικές λειτουργίες και τους πολιτικούς τους αντιπάλους.
Όπως εξηγούν στο βιβλίο τους, η υπονόμευση και τελικά η κατάλυση της δημοκρατίας από αρχικώς δημοκρατικά εκλεγμένους ηγέτες πραγματοποιείται μέσα από τον έλεγχο και τη χειραγώγηση αυτών καθαυτών των δημοκρατικών θεσμών, της Δικαιοσύνης και των ανεξάρτητων αρχών, την εξασφάλιση της υποστήριξης ή της ανοχής μέσων ενημέρωσης, την υιοθέτηση νέων κανόνων πολιτικής συμπεριφοράς, ώστε οι κυβερνώντες να βρεθούν σταδιακά σε προνομιακή θέση έναντι των αντιπάλων τους.
Το τραγικό παράδοξο στην περίπτωση του «εκλογικού δρόμου προς τον αυταρχισμό» είναι ότι αυτοί που επιδιώκουν την κατάλυση της δημοκρατίας χρησιμοποιούν συχνά τους ίδιους τους δημοκρατικούς θεσμούς ώστε σταδιακά, «ανεπαισθήτως», ακόμα και νομιμοφανώς, να πετύχουν τον στόχο τους. Σε όλα δε τα παραδείγματα που παραθέτουν οι συγγραφείς, αρωγοί στην εκλογή «αντισυστημικών» πολιτικών προσώπων που απειλούν τελικώς τη δημοκρατία, υπήρξαν οι μοιραίοι «συστημικοί» πολιτικοί που τυφλωμένοι από την κλιμακούμενη αντιπαράθεσή τους με τους παραδοσιακούς πολιτικούς αντιπάλους τους, προτίμησαν να συμμαχήσουν με ακραία στοιχεία ή νομιμοποίησαν με τη στάση τους αυτά τα ακραία στοιχεία στα μάτια των εκλογέων.
Σύμφωνα με τους συγγραφείς, ακόμα και η ύπαρξη θεσμών και θεσμικών αντιβάρων δεν είναι αρκετή για να προστατεύσει τη δημοκρατία από την εμφάνιση τέτοιων φαινομένων. Μας εξηγούν λοιπόν ότι οι δημοκρατίες λειτουργούν καλύτερα και έχουν μεγαλύτερο προσδόκιμο χρόνο ζωής, όταν οι συνταγματικές ρυθμίσεις ενισχύονται και συμπληρώνονται από άγραφους κανόνες. Τέτοιοι άγραφοι κανόνες, ενισχυτικοί των θεσμικών αντιβάρων, είναι λ.χ. να υπάρχει σεβασμός μεταξύ των κομμάτων και η αντιπαλότητά τους να μην ξεπερνάει ποτέ τα όρια, όπως και να υπάρχει αυτοσυγκράτηση των πολιτικών κατά την άσκηση των θεσμικών εξουσιών τους. Για όσο καιρό λειτουργούν αυτοί οι άγραφοι κανόνες, όπως η αμοιβαία ανοχή στην εναλλαγή της εξουσίας, ο σεβασμός του πολιτικού αντιπάλουκαι η θεσμική αυτοσυγκράτηση, δημιουργείται ένα είδος «προστατευτικού πλέγματος» της πολιτικής ζωής που αποτρέπει εγκαίρως την ανάδυση φαινομένων επικίνδυνωνγια τη δημοκρατία. Η διάβρωση του «προστατευτικού πλέγματος» ξεκινά με την κλιμάκωση της πολιτικής αντιπαράθεσης που οδηγεί σε φαινόμενα ακραίας πόλωσης και απώλειας των ορίων της κοινωνικής ευγένειας και ορθής κοινοβουλευτικής συμπεριφοράς, οδηγεί δηλαδή το πολιτικό σύστημα σε υποβάθμιση του πολιτικού του λόγου και της συμπεριφοράς του, τουτέστιν σε καταστάσεις οι οποίες αποτελούν φυσικό χώρο ανάδειξης των εχθρών της φιλελεύθερης συνταγματικής δημοκρατίας.
Στους πολύτιμους αυτούς άγραφους κανόνες, τους «άτυπους θεσμούς» όπως τους χαρακτηρίζει ο συγγραφέας μας, αναφέρεται επίσης το βιβλίο που παρουσιάζεται σήμερα. Οι άτυποι θεσμοί όπως είναι οι κανόνες κοινωνικής συμπεριφοράς, το πνεύμα εμπιστοσύνης, συνεργασίας και αμοιβαιότητας μεταξύ των πολιτών, τα διάφορα έθιμα και συναλλακτικά ήθη και οι κανόνες δεοντολογίας, αποτελούν το θεσμικό υπόβαθρο των τυπικών θεσμών του φιλελεύθερου δημοκρατικού πολιτεύματος.
Όπως ωστόσο ο ίδιος ο συγγραφέας μας εξηγεί, ένα από τα συμπτώματα της θεσμικής παθογένειας της Ελλάδας είναι δυστυχώς η έλλειψη αποτελεσματικών άτυπων θεσμών, έλλειψη η οποία αντανακλά όχι μόνον στην πολιτική αλλά και στην κοινωνική ζωή. Έτσι, πέρα από την απουσία αποτελεσματικών θεσμικών αντιβάρων, η απουσία αμοιβαίας εμπιστοσύνης και συνεργασίας, όπως και βασικών κανόνων πολιτικής και κοινωνικής συμπεριφοράς καθηλώνουν την Ελλάδα σε οικονομική στασιμότητα και τελικώς σε μείωση της ευημερίας των πολιτών.
Ωστόσο, αν το φάρμακο για τις παθήσεις της δημοκρατίας είναι ακόμη περισσότερη δημοκρατία, το φάρμακο για τη διαφαινόμενη θεσμική απορρύθμιση από ατυχείς πρακτικές της πολιτικής εξουσίας είναι η αυξημένη θωράκιση του κύρους όσων θεσμών μπορούν να ελέγξουν αποτελεσματικά την εξουσία αυτή, ώστε να μην εκτρέπεται πέραν των θεσμικών της ορίων.
Έναν τέτοιο θεσμό θεωρώ διαχρονικά το Συμβούλιο της Επικρατείας,για το οποίο ο ιδρυτής του, Ελευθέριος Βενιζέλος, είχε χαρακτηρίσει την ημέρα ενάρξεως της λειτουργίας του ως την «μεγαλυτέρα από της ελευθερώσεως του Κράτους μας» και κατά την αποχώρησή του από την πολιτική δήλωνε «ευτυχής ότι αφήνει την Χώραν προικισμένη με το Συμβούλιον Επικρατείας». Έχω την άποψη ότι η επιτυχία του δικαστηρίου αυτού οφείλετο στο γεγονός ότι έκανε μόνο του τον εισαγωγικό διαγωνισμό ο οποίος ήταν πολύ αυστηρός, καθώς και στο γεγονός ότι η στελέχωση και ανατροφοδότησή του προήρχετο από πρόσωπα που ανήκαν στην αστική κοινωνία των Αθηνών ως επί το πλείστον και είχαν ανώτερη παιδεία, πλούσιες εμπειρίες και κοσμοπολίτικες παραστάσεις.
Αυτό, θεωρώ ότι του επέτρεψε εξαρχής να φέρει εις πέρας τη θεσμική αποστολή του χωρίς να επηρεάζεται από τα εκάστοτε πρόσωπα, είτε επρόκειτο για επιφανείς φορείς πολιτικής εξουσίας είτε για ισχυρούς παράγοντες της οικονομικής και κοινωνικής ζωής. Οι άνθρωποι του Συμβουλίου της Επικρατείας, έχοντας πλούσιες εμπειρίες και γνώσεις και εμπνεόμενοι κυρίως από υψηλά ιδανικά, καλλιέργησαν πνεύμα αμοιβαίας συνεργασίας μεταξύ των μελών του δικαστηρίου και προσήλωσης στην υψηλή αποστολή του, τόσο μέσω των τυπικών κανόνων οργάνωσης και λειτουργίας του, όσο και μέσω των άτυπων κανόνων καθημερινής συναδελφικής συμπεριφοράς. Έτσι, το δικαστήριο πέτυχε να θωρακίσει το φρόνημα των δικαστών σε εποχές θεσμικών κρίσεων, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τη σθεναρή στάση του Σώματος στα χρόνια της δικτατορίας.
[Θεωρώ δε ως τις πλέον επιτυχημένες περιόδους του Συμβουλίου της Επικρατείας τις περιόδους εκείνες στις οποίες και τα μέλη του σώματος, ιδίως αυτά που εκ της θέσεώς τους κατευθύνουν τη λειτουργία του δικαστηρίου και το έργο των συναδέλφων τους, έχουν επιδείξει την απαραίτητη θεσμική αυτοσυγκράτηση η οποία τους επιτρέπει να τοποθετούν το κύρος του θεσμού πάνω από την προσωπικήτους φιλοδοξία και προβολή.]
Παρ’ όλες δε τις κατά καιρούς αντίξοες συνθήκες και τις συνειδητές ή ασυνείδητες προσπάθειες υποβάθμισής του, έχω τη γνώμη ότι είναι χρέος του Σώματος να αυτοπροστατεύεται και να λαμβάνει τα κατάλληλα μέτρα ώστε να διατηρείται υψηλό το κύρος του Συμβουλίου της Επικρατείας στην ελληνική κοινωνία, καθώς πρόκειται για έναν θεσμό που παρά τα όποια παράπονα, εξακολουθεί ν’ απολαμβάνει της εμπιστοσύνης των Ελλήνων πολιτών.
Το συμπέρασμα λοιπόν που βγαίνει από όλα όσα είπαμε είναι ότι η επιτυχία ενός θεσμού εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τον τρόπο που έχει δομηθεί, όπως και από την αποτελεσματικότητα των κανόνων που τον διέπουν. Στην αποτελεσματικότητα των θεσμών εστιάζει ειδικότερα και το βιβλίο που παρουσιάζεται σήμερα, κάτι για το οποίο συμφωνώ ιδιαιτέρως με τον συγγραφέα. Του οφείλουμε λοιπόν πολλές ευχαριστίες για το πολύ επίκαιρο και μεστό βιβλίο του, το οποίο εύχομαι ειλικρινά να διαβαστεί από όσο το δυνατόν περισσότερους συμπολίτες μας, καθώς αποτελεί ένα χρήσιμο βοήθημα κατανόησης των βασικών αιτίων της τρέχουσας οικονομικής και θεσμικής κρίσης, ταυτόχρονα δε και κατανόησης των ευκαιριών εξόδου της χώρας από τη «θεσμική παγίδα» στην οποία έχει καθηλωθεί εξαιτίας των διαχρονικών θεσμικών αδυναμιών της.
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr