Επιστημονικό Συμβούλιο Βουλής: Πρόβλημα με το Σύνταγμα για το «κούρεμα» 50% των οφειλών του κράτους σε ιδιώτες
13.04.2019
08:07
Αντίστοιχος προβληματισμός και για τις προεκλογικές νομιμοποιήσεις σε αιγιαλούς
Ισχυρό προβληματισμό για παραβίαση των άρθρων του Συντάγματος που προβλέπουν την προστασία του περιβάλλοντος και της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου εγείρει το επιστημονικό συμβούλιο της Βουλής αναφορικά με τις προωθούμενες κυβερνητικές διατάξεις για τον αιγιαλό αλλά και για την προνομιακή υπερ του Δημοσίου μείωση των τόκων από οφειλές προς ιδιώτες, την στιγμή μάλιστα που τα «πανωτόκια» παραμένουν υψηλά για τα χρέη των πολιτών προς το Δημόσιο.
Οι νομικοί της επιστημονικής υπηρεσίας του κοινοβουλίου στην έκθεσή τους για το νομοσχέδιο του υπουργείου Οικονομικών που περιλαμβάνει τις επίμαχες διατάξεις επισημαίνουν για τα άρθρα 28, 30 και 34 που μεταξύ άλλων προβλέπουν την κατ εξαίρεση διατήρηση κτισμάτων στους αιγιαλούς ακόμα και αν υπάρχουν αποφάσεις κατεδάφισης: «διατυπώνεται προβληµατισµός κατά πόσο οι υπό ψήφιση διατάξεις των άρθρων 28, 30 και 34 εναρµονίζονται προς την επιταγή του άρθρου 24 παρ. 1 του Συντάγµατος ως προς την προστασία ειδικότερα, εν προκειµένω, των ακτών, οι οποίες αποτελούν ευπαθή τµήµατα του φυσικού περιβάλλοντος και προστατεύονται µαζί µε την παράκτια ζώνη ευθέως από το άρθρο 24 του Συντάγµατος (ΣτΕ 3360 – 3361/2005), είναι δε δεκτικές µόνο ήπιας διαχείρισης (ΣτΕ 2795 – 7/2012 7µ.)».
«Με τις εν λόγω διατάξεις, µε τις οποίες τροποποιούνται αντιστοίχως τα άρθρα 11, 12Α και 14Α του ν. 2971/2001, προβλέπεται η κατ’ εξαίρεση διατήρηση των έργων που έχουν κατασκευασθεί, µέχρι την 28.07.2011, στον αιγιαλό, την παραλία, την όχθη, την παρόχθια ζώνη, το υδάτινο στοιχείο, τον πυθµένα και το υπέδαφος του βυθού της θάλασσας, λιµνοθάλασσας, λίµνης και κοίτης πλεύσιµου ποταµού, χωρίς να συντρέχουν οι κατά νόµο απαιτούµενες προϋποθέσεις, και ανεξαρτήτως της τυχόν έκδοσης πρωτοκόλλου κατεδάφισης και διοικητικής αποβολής, κατά παρέκκλιση από τις ισχύουσες µέχρι σήµερα διατάξεις» αναφέρουν αρχικά οι συντάκτες της έκθεσης αποτυπώνοντας το περιεχόμενο της νέας διάταξης. Στην συνέχεια η επιστημονική επιτροπή εξηγεί ότι το άρθρο 24 παρ 1 του Συντάγματος επιβάλλει στη Διοίκηση την υποχρέωση διασφάλισης και προστασίας των ευπαθών οικοσυστηµάτων των ακτών. Παραθέτουν δε και παλαιότερη απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας σύμφωνα με την οποία «Αυθαίρετα κτίσµατα και κατασκευές εν γένει, ανεγειρόµενα εν µέρει ή εν όλω εντός του αιγιαλού ή της παραλίας ή εντός της θάλασσας, κατεδαφίζονται υποχρεωτικώς… Η εκτέλεση, εξ άλλου, τεχνικών έργων επί του αιγιαλού ή της παραλίας επιτρέπεται µόνον εφόσον προηγηθεί η διαδικασία του άρθρου 12 ή του άρθρου 14 του ν. 2971/2001, αναλόγως της φύσεως του έργου, και µε την προϋπόθεση ότι θα τηρηθούν οι όροι προστασίας της ακτής, που αποτελεί ουσιώδες στοιχείο του φυσικού περιβάλλοντος. Εάν η διαδικασία αυτή δεν τηρηθεί, τα επί του αιγιαλού ή εντός της θαλάσσης ανεγερθέντα κτίσµατα ή άλλες κατασκευές είναι αυθαίρετα και κατεδαφιστέα. Η χορήγηση δε αδείας εκτελέσεως έργου απαιτείται σε κάθε περίπτωση, ακόµη και όταν πρόκειται για έργα εξωραϊσµού της ακτής ή διαµορφώσεώς της προς αποφυγή προκλήσεως κινδύνου ή ατυχήµατος. Εποµένως, και τα έργα αυτά, εάν κατασκευασθούν χωρίς προηγούµενη άδεια της αρµόδιας αρχής, είναι κατεδαφιστέα (...)»
Προβληματισμός εγείρεται και για το άρθρο 33 καθώς οι συντάκτες επισημαίνουν πως «Με την φερόµενη προς ψήφιση ανωτέρω διάταξη, µε την οποία αντικαθίσταται το άρθρο 14 του ν. 2971/2001, προβλέπεται, µεταξύ άλλων, η δυνατότητα κατασκευής των εκεί αναφεροµένων έργων, χωρίς υποχρέωση του Δηµοσίου για αποζηµίωση ή για καταβολή δαπάνης κατασκευής και συντηρήσής τους προς τον θιγόµενο τον ιδιώτη (παρ. 1στ), παρ. 16 του υπό ψήφιση άρθρου). Ως προς την εν λόγω διάταξη ανακύπτει προβληµατισµός όσον αφορά στην προστασία των δικαιωµάτων τα οποία ανήκουν ή παραχωρούνται σε ιδιώτες. Ειδικότερα, το δικαίωµα του Δηµοσίου να κατασκευάζει ή να καταργεί ή να µετατρέπει, για λόγους δηµοσίου συµφέροντος, εθνικής άµυνας, δηµόσιας τάξης και ασφάλειας, τα έργα που απαριθµούνται σε αυτό, και µάλιστα χωρίς καµία υποχρέωσή του για αποζηµίωση ή καταβολή οποιασδήποτε δαπάνης ή αποζηµίωσης προς τον θιγόµενο ιδιώτη, πρέπει να ερµηνευθεί και να εφαρµοσθεί συµφώνως προς τις διατάξεις περί προστασίας της ιδιοκτησίας κατά το άρθρο 17 του Συντάγµατος σε συνδυασµό µε τις διατάξεις του Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύµβασης των Δικαιωµάτων του Ανθρώπου και συµφώνως προς τη νοµολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαστηρίων του Ανθρώπου και των ελληνικών Δικαστηρίων»
Διαβάστε όλη την έκθεση του Επιστημονικού Συμβουλίου της Βουλής
Το Δημόσιο «κουρεύει» τα χρέη του προς ιδιώτες
Αναφορικά με την διάταξη που καθιερώνει προνομιακή μεταχείριση του Δημοσίου έναντι των ιδιωτών οφειλετών διά του καθορισµού µειωµένου επιτοκίου υπέρ του Δηµοσίου και των νοµικών προσώπων δηµοσίου δικαίου στις οφειλές τους προς τους ιδιώτες οι συντάκτες επισημαίνουν ότι το θέμα απασχόλησε και το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωµάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) ενώ επικαλούνται και παλαιότερη σχετική γνωμάτευση του σημερινού γενικού γραμματέα της κυβέρνησης Ακρίτα Καϊδατζή (Απονοµιµοποίηση του νόµου και δικαστικός έλεγχος. Περί τοκοφορίας και λοιπών «προνοµίων» του δηµοσίου, µε αφορµή την ΑΕΔ 7/2011, σε: Δηµόσια Οικονοµικά και Δίκαιο, 2013, σελ. 57 επ.).
Οι συντάκτες επισημαίνουν μεταξύ άλλων πως «Υπό το φως της εν λόγω νοµολογίας του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωµάτων του Ανθρώπου, εγείρεται, εν προκειµένω, προβληµατισµός ως προς τη συµβατότητα της προτεινόµενης ρύθµισης προς το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύµβασης των Δικαιωµάτων του Ανθρώπου και των Θεµελιωδών Ελευθεριών (ΕΣΔΑ) (κυρωθείσης διά του ν.δ. 53/1974), και, ειδικότερα, ως προς το αν τηρείται η δίκαιη ισορροπία που πρέπει να υφίσταται µεταξύ της προστασίας του δικαιώµατος στην περιουσία και των επιταγών του γενικού συµφέροντος, δεδοµένου ότι η προτεινόµενη ρύθµιση υποδιπλασιάζει το ύψος του επιτοκίου υπερηµερίας του Δηµοσίου έναντι εκείνου που εφαρµόζεται για τους ιδιώτες οφειλέτες».
Επίσης για το εδάφιο της διάταξης που αναφέρει ότι «στην περίπτωση των ένδικων βοηθηµάτων κατά του Δηµοσίου, τόκος οφείλεται, σε κάθε περίπτωση, µόνο από την επίδοση των σχετικών δικογράφων από τον διάδικο» υπογραμμίζεται πως «η αποστέρηση του ιδιώτη διαδίκου από το σχετικό δικαίωµά του, απλώς και µόνον επειδή η επίδοση του ένδικου βοηθήµατος δεν έγινε από τον διάδικο, αλλά, λ.χ., από τη Γραµµατεία του Δικαστηρίου, συνιστά δυσανάλογο περιορισµό του δικαιώµατος ιδιοκτησίας, ο οποίος δεν φαίνεται να συνάδει προς το άρθρο 17 του Συντάγµατος και το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ».
Οι νομικοί της επιστημονικής υπηρεσίας του κοινοβουλίου στην έκθεσή τους για το νομοσχέδιο του υπουργείου Οικονομικών που περιλαμβάνει τις επίμαχες διατάξεις επισημαίνουν για τα άρθρα 28, 30 και 34 που μεταξύ άλλων προβλέπουν την κατ εξαίρεση διατήρηση κτισμάτων στους αιγιαλούς ακόμα και αν υπάρχουν αποφάσεις κατεδάφισης: «διατυπώνεται προβληµατισµός κατά πόσο οι υπό ψήφιση διατάξεις των άρθρων 28, 30 και 34 εναρµονίζονται προς την επιταγή του άρθρου 24 παρ. 1 του Συντάγµατος ως προς την προστασία ειδικότερα, εν προκειµένω, των ακτών, οι οποίες αποτελούν ευπαθή τµήµατα του φυσικού περιβάλλοντος και προστατεύονται µαζί µε την παράκτια ζώνη ευθέως από το άρθρο 24 του Συντάγµατος (ΣτΕ 3360 – 3361/2005), είναι δε δεκτικές µόνο ήπιας διαχείρισης (ΣτΕ 2795 – 7/2012 7µ.)».
«Με τις εν λόγω διατάξεις, µε τις οποίες τροποποιούνται αντιστοίχως τα άρθρα 11, 12Α και 14Α του ν. 2971/2001, προβλέπεται η κατ’ εξαίρεση διατήρηση των έργων που έχουν κατασκευασθεί, µέχρι την 28.07.2011, στον αιγιαλό, την παραλία, την όχθη, την παρόχθια ζώνη, το υδάτινο στοιχείο, τον πυθµένα και το υπέδαφος του βυθού της θάλασσας, λιµνοθάλασσας, λίµνης και κοίτης πλεύσιµου ποταµού, χωρίς να συντρέχουν οι κατά νόµο απαιτούµενες προϋποθέσεις, και ανεξαρτήτως της τυχόν έκδοσης πρωτοκόλλου κατεδάφισης και διοικητικής αποβολής, κατά παρέκκλιση από τις ισχύουσες µέχρι σήµερα διατάξεις» αναφέρουν αρχικά οι συντάκτες της έκθεσης αποτυπώνοντας το περιεχόμενο της νέας διάταξης. Στην συνέχεια η επιστημονική επιτροπή εξηγεί ότι το άρθρο 24 παρ 1 του Συντάγματος επιβάλλει στη Διοίκηση την υποχρέωση διασφάλισης και προστασίας των ευπαθών οικοσυστηµάτων των ακτών. Παραθέτουν δε και παλαιότερη απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας σύμφωνα με την οποία «Αυθαίρετα κτίσµατα και κατασκευές εν γένει, ανεγειρόµενα εν µέρει ή εν όλω εντός του αιγιαλού ή της παραλίας ή εντός της θάλασσας, κατεδαφίζονται υποχρεωτικώς… Η εκτέλεση, εξ άλλου, τεχνικών έργων επί του αιγιαλού ή της παραλίας επιτρέπεται µόνον εφόσον προηγηθεί η διαδικασία του άρθρου 12 ή του άρθρου 14 του ν. 2971/2001, αναλόγως της φύσεως του έργου, και µε την προϋπόθεση ότι θα τηρηθούν οι όροι προστασίας της ακτής, που αποτελεί ουσιώδες στοιχείο του φυσικού περιβάλλοντος. Εάν η διαδικασία αυτή δεν τηρηθεί, τα επί του αιγιαλού ή εντός της θαλάσσης ανεγερθέντα κτίσµατα ή άλλες κατασκευές είναι αυθαίρετα και κατεδαφιστέα. Η χορήγηση δε αδείας εκτελέσεως έργου απαιτείται σε κάθε περίπτωση, ακόµη και όταν πρόκειται για έργα εξωραϊσµού της ακτής ή διαµορφώσεώς της προς αποφυγή προκλήσεως κινδύνου ή ατυχήµατος. Εποµένως, και τα έργα αυτά, εάν κατασκευασθούν χωρίς προηγούµενη άδεια της αρµόδιας αρχής, είναι κατεδαφιστέα (...)»
Προβληματισμός εγείρεται και για το άρθρο 33 καθώς οι συντάκτες επισημαίνουν πως «Με την φερόµενη προς ψήφιση ανωτέρω διάταξη, µε την οποία αντικαθίσταται το άρθρο 14 του ν. 2971/2001, προβλέπεται, µεταξύ άλλων, η δυνατότητα κατασκευής των εκεί αναφεροµένων έργων, χωρίς υποχρέωση του Δηµοσίου για αποζηµίωση ή για καταβολή δαπάνης κατασκευής και συντηρήσής τους προς τον θιγόµενο τον ιδιώτη (παρ. 1στ), παρ. 16 του υπό ψήφιση άρθρου). Ως προς την εν λόγω διάταξη ανακύπτει προβληµατισµός όσον αφορά στην προστασία των δικαιωµάτων τα οποία ανήκουν ή παραχωρούνται σε ιδιώτες. Ειδικότερα, το δικαίωµα του Δηµοσίου να κατασκευάζει ή να καταργεί ή να µετατρέπει, για λόγους δηµοσίου συµφέροντος, εθνικής άµυνας, δηµόσιας τάξης και ασφάλειας, τα έργα που απαριθµούνται σε αυτό, και µάλιστα χωρίς καµία υποχρέωσή του για αποζηµίωση ή καταβολή οποιασδήποτε δαπάνης ή αποζηµίωσης προς τον θιγόµενο ιδιώτη, πρέπει να ερµηνευθεί και να εφαρµοσθεί συµφώνως προς τις διατάξεις περί προστασίας της ιδιοκτησίας κατά το άρθρο 17 του Συντάγµατος σε συνδυασµό µε τις διατάξεις του Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύµβασης των Δικαιωµάτων του Ανθρώπου και συµφώνως προς τη νοµολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαστηρίων του Ανθρώπου και των ελληνικών Δικαστηρίων»
Διαβάστε όλη την έκθεση του Επιστημονικού Συμβουλίου της Βουλής
Το Δημόσιο «κουρεύει» τα χρέη του προς ιδιώτες
Αναφορικά με την διάταξη που καθιερώνει προνομιακή μεταχείριση του Δημοσίου έναντι των ιδιωτών οφειλετών διά του καθορισµού µειωµένου επιτοκίου υπέρ του Δηµοσίου και των νοµικών προσώπων δηµοσίου δικαίου στις οφειλές τους προς τους ιδιώτες οι συντάκτες επισημαίνουν ότι το θέμα απασχόλησε και το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωµάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) ενώ επικαλούνται και παλαιότερη σχετική γνωμάτευση του σημερινού γενικού γραμματέα της κυβέρνησης Ακρίτα Καϊδατζή (Απονοµιµοποίηση του νόµου και δικαστικός έλεγχος. Περί τοκοφορίας και λοιπών «προνοµίων» του δηµοσίου, µε αφορµή την ΑΕΔ 7/2011, σε: Δηµόσια Οικονοµικά και Δίκαιο, 2013, σελ. 57 επ.).
Οι συντάκτες επισημαίνουν μεταξύ άλλων πως «Υπό το φως της εν λόγω νοµολογίας του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωµάτων του Ανθρώπου, εγείρεται, εν προκειµένω, προβληµατισµός ως προς τη συµβατότητα της προτεινόµενης ρύθµισης προς το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύµβασης των Δικαιωµάτων του Ανθρώπου και των Θεµελιωδών Ελευθεριών (ΕΣΔΑ) (κυρωθείσης διά του ν.δ. 53/1974), και, ειδικότερα, ως προς το αν τηρείται η δίκαιη ισορροπία που πρέπει να υφίσταται µεταξύ της προστασίας του δικαιώµατος στην περιουσία και των επιταγών του γενικού συµφέροντος, δεδοµένου ότι η προτεινόµενη ρύθµιση υποδιπλασιάζει το ύψος του επιτοκίου υπερηµερίας του Δηµοσίου έναντι εκείνου που εφαρµόζεται για τους ιδιώτες οφειλέτες».
Επίσης για το εδάφιο της διάταξης που αναφέρει ότι «στην περίπτωση των ένδικων βοηθηµάτων κατά του Δηµοσίου, τόκος οφείλεται, σε κάθε περίπτωση, µόνο από την επίδοση των σχετικών δικογράφων από τον διάδικο» υπογραμμίζεται πως «η αποστέρηση του ιδιώτη διαδίκου από το σχετικό δικαίωµά του, απλώς και µόνον επειδή η επίδοση του ένδικου βοηθήµατος δεν έγινε από τον διάδικο, αλλά, λ.χ., από τη Γραµµατεία του Δικαστηρίου, συνιστά δυσανάλογο περιορισµό του δικαιώµατος ιδιοκτησίας, ο οποίος δεν φαίνεται να συνάδει προς το άρθρο 17 του Συντάγµατος και το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ».
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr