Αποτελέσματα εκλογών 2019: Είναι δίκαιο, γίνεται πράξη
07.07.2019
16:53
Ολα δείχνουν πως ο Τσίπρας φεύγει από την εξουσία - Οι δημοσκοπήσεις καταγράφουν ένα σαφές και λογικά μη αναστρέψιμο προβάδισμα της Ν.Δ - Οι - Οι Ελληνες προσέρχονται στις κάλπες για να απαντήσουν σε ένα κρίσιμο ερώτημα: Εάν θα ολοκληρώσουν την πολιτική αλλαγή που ξεκίνησε στη χώρα με το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών, δίνοντας αυτοδυναμία στον Κυριάκο Μητσοτάκη ή αν θα μπούμε σε νέες περιπέτειες
Οι πολίτες καλούνται είτε να δώσουν ισχυρή εντολή στον Μητσοτάκη, είτε να δοκιμάσουν μία νέα πολιτική περιπέτεια, που θα οδηγήσει σε αμφιλεγόμενες συμμαχικές κυβερνήσεις ή και σε επαναληπτικές εκλογές, οι οποίες όμως θα γίνουν με την Απλή Αναλογική, που δυσχεραίνει ακόμα περισσότερο τη συγκρότηση σταθερών κυβερνητικών σχημάτων
Οι τάσεις στο εκλογικό σώμα έχουν διαμορφωθεί σε μεγάλο βαθμό και με αυτό το δεδομένο οι πολίτες καλούνται είτε να δώσουν εντολή αυτοδυναμίας στον κ. Κυριάκο Μητσοτάκη, είτε να δοκιμάσουν μια νέα πολιτική περιπέτεια, που θα οδηγήσει σε αμφιλεγόμενες συμμαχικές κυβερνήσεις ή και σε επαναληπτικές εκλογές, οι οποίες όμως θα γίνουν με την απλή αναλογική, που δυσχεραίνει ακόμα περισσότερο τη συγκρότηση σταθερών κυβερνητικών σχημάτων. «Αυτοδυναμία ή χάος» είναι στην πραγματικότητα το δίλημμα που πλανάται πάνω από τις κάλπες της Κυριακής.
Δεν είναι μόνο οι δημοσκοπήσεις και η πλειονότητα των πολιτών που εκτιμούν ότι η Ν.Δ. θα κερδίσει τις εκλογές, αλλά και οι αγορές, όπως και οι Ευρωπαίοι εταίροι που προεξοφλούν την πλήρη αλλαγή του πολιτικού σκηνικού και την αλλαγή πλεύσης της χώρας. Ωστόσο, στο μοναδικό πράγμα που έχουν συμφωνήσει μέχρι τώρα οι κύριοι Μητσοτάκης και Τσίπρας είναι ότι οι κάλπες θα ανοίξουν άδειες το πρωί της Κυριακής και μόνο η έμπρακτη έκφραση της λαϊκής βούλησης θα δώσει το τελικό αποτέλεσμα. Υπ’ αυτή την έννοια, η μαζική συμμετοχή των πολιτών στην εκλογική διαδικασία θεωρείται απ’ όλους όχι απλώς πράξη ενδυνάμωσης της δημοκρατίας, αλλά και ισχυροποίησης της όποιας λαϊκής εντολής βγάλουν οι κάλπες.
Η εκλογική αναμέτρηση κλείνει ουσιαστικά έναν βασανιστικό κύκλο για τη χώρα και μπορεί να ανοίξει την προοπτική για μία «ενάρετη» πορεία, αφήνοντας πίσω, ως κακή ανάμνηση, την πολυετή οικονομική -και όχι μόνο- κρίση που τη βύθισε στο τέλμα της στασιμότητας και των επώδυνων κοινωνικών συγκρούσεων.
Το κεντρικό διακύβευμα των εθνικών εκλογών στις οποίες κατέφυγε άρον άρον ο ΣΥΡΙΖΑ μετά τη συντριβή της 26ης Μαΐου, η οποία κατέστησε την κυβέρνηση πολιτικά ανίσχυρη και κοινωνικά «τελειωμένη», είναι εάν θα δώσουν την ευκαιρία στον κ. Μητσοτάκη να εφαρμόσει ένα πρόγραμμα με το οποίο υπόσχεται ισχυρούς ρυθμούς ανάπτυξης και οριστική έξοδο από τη μιζέρια, εφαρμόζοντας το ταχύτερο δυνατό το μοντέλο μιας επενδυτικής και οικονομικής έκρηξης, εγγυώμενος την κοινωνική συνοχή. Και μάλιστα αξιοποιώντας το θετικό μομέντουμ που έχει διαμορφωθεί στις αγορές εν όψει της πολιτικής αλλαγής στη χώρα, με το επιτόκιο δανεισμού να πέφτει κάτω από το 2%.
Με τα δεδομένα που υπάρχουν στο πολιτικό σκηνικό, το αίτημα της αυτοδυναμίας φαντάζει ως η μόνη λύση που μπορεί να «τρέξει» γρήγορα τη χώρα, καθώς πέραν των όποιων παθογενειών και παρενεργειών χαρακτηρίζουν τις συμμαχικές κυβερνήσεις -όπως έδειξε η πρόσφατη σχετική εμπειρία- είναι εξ αντικειμένου δύσκολο να βρεθεί ένα λειτουργικό σχήμα κυβερνητικής συνεργασίας.
Ο μόνος πιθανός συνδυασμός, όπως προκύπτει από τις θέσεις των κομμάτων, θα μπορούσε να είναι μία συμπόρευση της Ν.Δ. με το Κίνημα Αλλαγής, αλλά οι αμφίσημες δηλώσεις και οι παλινωδίες της κυρίας Φώφης Γεννηματά προδίδουν στην πραγματικότητα απόλυτη απροθυμία για κάτι τέτοιο. Ετσι κι αλλιώς η πρόεδρος του ΚΙΝ.ΑΛ. άφησε εκτός ψηφοδελτίων τον κ. Ευάγγελο Βενιζέλο για να σηματοδοτήσει την απόρριψη της ιδέας για συγκυβέρνηση με τη Ν.Δ., ασχέτως εάν στη συνέχεια, λόγω μεγάλης φθοράς, διατύπωσε την πρόταση περί ψήφου ανοχής ή συνεργασίας με τον κ. Μητσοτάκη σε επιμέρους θέματα. Το ενδεχόμενο μιας κυβέρνησης ειδικού σκοπού, που ίσως φαντάζεται η Χαριλάου Τρικούπη, δεν μοιάζει απλώς πολυτέλεια αυτή την περίοδο, αλλά μάλλον μια συλλογική πολιτική και κοινωνική αυτοχειρία με τις «νάρκες» που αφήνει πίσω του ο ΣΥΡΙΖΑ.
Αλλωστε το δείγμα που έδωσαν οι συμμαχικές κυβερνήσεις μέσα στην κρίση, ειδικά όταν αυτές προήλθαν χωρίς ειλικρινή διάθεση και σοβαρή προγραμματική σύγκλιση, δεν ήταν και το καλύτερο. Η κυβέρνηση Σαμαρά - Βενιζέλου - Κουβέλη έκανε μήνες για να διαμοιράσει τις κρατικές θέσεις και μόλις άρχισε να βρίσκει βηματισμό «έσπασε» όχι για ένα μείζον θέμα, αλλά για την ΕΡΤ, που σε σχέση με όλα τα άλλα προβλήματα τότε ήταν σαφώς υποδεέστερης σημασίας. Το δε παρδαλό και σουρεαλιστικό σχήμα Τσίπρα - Καμμένου συγκροτήθηκε στη βάση της νομής της εξουσίας, χωρίς καν προγραμματική συζήτηση (!), και ταλανιζόταν από εσωτερικές συγκρούσεις και γραφικές καταστάσεις, για να σπάσει στο τέλος λόγω Σκοπίων, αφήνοντας στην πολιτική ζωή τη δυσοσμία της συναλλαγής και το καταγέλαστο φαινόμενο της κυβέρνησης-κουρελού.
Το δε σενάριο να οδηγηθεί αμέσως η χώρα για πρώτη φορά σε εκλογές με απλή αναλογική, η οποία απαιτεί πλειοψηφίες της τάξης του 50% για να συγκροτηθούν κυβερνήσεις, πέραν όλων των άλλων (εκλογές διαρκείας για παράδειγμα) σημαίνει ότι θα παραγραφούν και περίεργες έως σκανδαλώδεις υποθέσεις που σημάδεψαν τη διακυβέρνηση της χώρας τα τελευταία τεσσεράμισι χρόνια (ειδικά σε τομείς όπως η διαχείριση κονδυλίων για το Προσφυγικό, η Novartis κ.ά.).
Η πρωτια της Ν.Δ., η αποχή και η μάχη των μικρών
Οι τάσεις στο εκλογικό σώμα έχουν διαμορφωθεί σε μεγάλο βαθμό και με αυτό το δεδομένο οι πολίτες καλούνται είτε να δώσουν εντολή αυτοδυναμίας στον κ. Κυριάκο Μητσοτάκη, είτε να δοκιμάσουν μια νέα πολιτική περιπέτεια, που θα οδηγήσει σε αμφιλεγόμενες συμμαχικές κυβερνήσεις ή και σε επαναληπτικές εκλογές, οι οποίες όμως θα γίνουν με την απλή αναλογική, που δυσχεραίνει ακόμα περισσότερο τη συγκρότηση σταθερών κυβερνητικών σχημάτων. «Αυτοδυναμία ή χάος» είναι στην πραγματικότητα το δίλημμα που πλανάται πάνω από τις κάλπες της Κυριακής.
Δεν είναι μόνο οι δημοσκοπήσεις και η πλειονότητα των πολιτών που εκτιμούν ότι η Ν.Δ. θα κερδίσει τις εκλογές, αλλά και οι αγορές, όπως και οι Ευρωπαίοι εταίροι που προεξοφλούν την πλήρη αλλαγή του πολιτικού σκηνικού και την αλλαγή πλεύσης της χώρας. Ωστόσο, στο μοναδικό πράγμα που έχουν συμφωνήσει μέχρι τώρα οι κύριοι Μητσοτάκης και Τσίπρας είναι ότι οι κάλπες θα ανοίξουν άδειες το πρωί της Κυριακής και μόνο η έμπρακτη έκφραση της λαϊκής βούλησης θα δώσει το τελικό αποτέλεσμα. Υπ’ αυτή την έννοια, η μαζική συμμετοχή των πολιτών στην εκλογική διαδικασία θεωρείται απ’ όλους όχι απλώς πράξη ενδυνάμωσης της δημοκρατίας, αλλά και ισχυροποίησης της όποιας λαϊκής εντολής βγάλουν οι κάλπες.
Η εκλογική αναμέτρηση κλείνει ουσιαστικά έναν βασανιστικό κύκλο για τη χώρα και μπορεί να ανοίξει την προοπτική για μία «ενάρετη» πορεία, αφήνοντας πίσω, ως κακή ανάμνηση, την πολυετή οικονομική -και όχι μόνο- κρίση που τη βύθισε στο τέλμα της στασιμότητας και των επώδυνων κοινωνικών συγκρούσεων.
Το κεντρικό διακύβευμα των εθνικών εκλογών στις οποίες κατέφυγε άρον άρον ο ΣΥΡΙΖΑ μετά τη συντριβή της 26ης Μαΐου, η οποία κατέστησε την κυβέρνηση πολιτικά ανίσχυρη και κοινωνικά «τελειωμένη», είναι εάν θα δώσουν την ευκαιρία στον κ. Μητσοτάκη να εφαρμόσει ένα πρόγραμμα με το οποίο υπόσχεται ισχυρούς ρυθμούς ανάπτυξης και οριστική έξοδο από τη μιζέρια, εφαρμόζοντας το ταχύτερο δυνατό το μοντέλο μιας επενδυτικής και οικονομικής έκρηξης, εγγυώμενος την κοινωνική συνοχή. Και μάλιστα αξιοποιώντας το θετικό μομέντουμ που έχει διαμορφωθεί στις αγορές εν όψει της πολιτικής αλλαγής στη χώρα, με το επιτόκιο δανεισμού να πέφτει κάτω από το 2%.
Με τα δεδομένα που υπάρχουν στο πολιτικό σκηνικό, το αίτημα της αυτοδυναμίας φαντάζει ως η μόνη λύση που μπορεί να «τρέξει» γρήγορα τη χώρα, καθώς πέραν των όποιων παθογενειών και παρενεργειών χαρακτηρίζουν τις συμμαχικές κυβερνήσεις -όπως έδειξε η πρόσφατη σχετική εμπειρία- είναι εξ αντικειμένου δύσκολο να βρεθεί ένα λειτουργικό σχήμα κυβερνητικής συνεργασίας.
Ο μόνος πιθανός συνδυασμός, όπως προκύπτει από τις θέσεις των κομμάτων, θα μπορούσε να είναι μία συμπόρευση της Ν.Δ. με το Κίνημα Αλλαγής, αλλά οι αμφίσημες δηλώσεις και οι παλινωδίες της κυρίας Φώφης Γεννηματά προδίδουν στην πραγματικότητα απόλυτη απροθυμία για κάτι τέτοιο. Ετσι κι αλλιώς η πρόεδρος του ΚΙΝ.ΑΛ. άφησε εκτός ψηφοδελτίων τον κ. Ευάγγελο Βενιζέλο για να σηματοδοτήσει την απόρριψη της ιδέας για συγκυβέρνηση με τη Ν.Δ., ασχέτως εάν στη συνέχεια, λόγω μεγάλης φθοράς, διατύπωσε την πρόταση περί ψήφου ανοχής ή συνεργασίας με τον κ. Μητσοτάκη σε επιμέρους θέματα. Το ενδεχόμενο μιας κυβέρνησης ειδικού σκοπού, που ίσως φαντάζεται η Χαριλάου Τρικούπη, δεν μοιάζει απλώς πολυτέλεια αυτή την περίοδο, αλλά μάλλον μια συλλογική πολιτική και κοινωνική αυτοχειρία με τις «νάρκες» που αφήνει πίσω του ο ΣΥΡΙΖΑ.
Αλλωστε το δείγμα που έδωσαν οι συμμαχικές κυβερνήσεις μέσα στην κρίση, ειδικά όταν αυτές προήλθαν χωρίς ειλικρινή διάθεση και σοβαρή προγραμματική σύγκλιση, δεν ήταν και το καλύτερο. Η κυβέρνηση Σαμαρά - Βενιζέλου - Κουβέλη έκανε μήνες για να διαμοιράσει τις κρατικές θέσεις και μόλις άρχισε να βρίσκει βηματισμό «έσπασε» όχι για ένα μείζον θέμα, αλλά για την ΕΡΤ, που σε σχέση με όλα τα άλλα προβλήματα τότε ήταν σαφώς υποδεέστερης σημασίας. Το δε παρδαλό και σουρεαλιστικό σχήμα Τσίπρα - Καμμένου συγκροτήθηκε στη βάση της νομής της εξουσίας, χωρίς καν προγραμματική συζήτηση (!), και ταλανιζόταν από εσωτερικές συγκρούσεις και γραφικές καταστάσεις, για να σπάσει στο τέλος λόγω Σκοπίων, αφήνοντας στην πολιτική ζωή τη δυσοσμία της συναλλαγής και το καταγέλαστο φαινόμενο της κυβέρνησης-κουρελού.
Το δε σενάριο να οδηγηθεί αμέσως η χώρα για πρώτη φορά σε εκλογές με απλή αναλογική, η οποία απαιτεί πλειοψηφίες της τάξης του 50% για να συγκροτηθούν κυβερνήσεις, πέραν όλων των άλλων (εκλογές διαρκείας για παράδειγμα) σημαίνει ότι θα παραγραφούν και περίεργες έως σκανδαλώδεις υποθέσεις που σημάδεψαν τη διακυβέρνηση της χώρας τα τελευταία τεσσεράμισι χρόνια (ειδικά σε τομείς όπως η διαχείριση κονδυλίων για το Προσφυγικό, η Novartis κ.ά.).
Η πρωτια της Ν.Δ., η αποχή και η μάχη των μικρών
Οι προκλήσεις έρχονται
Η πολιτική σταθερότητα αποτελεί έναν απολύτως κρίσιμο και καθοριστικό παράγοντα για την πορεία της χώρας, ειδικά σε μια περίοδο και κυρίως σε μια χρονιά όπου αμφισβητείται, εξαιτίας και των τυφλών προεκλογικών παροχών, η επίτευξη των δημοσιονομικών και αναπτυξιακών στόχων. Ηδη ο κεντρικός τραπεζίτης Γιάννης Στουρνάρας έχει προειδοποιήσει ότι οδεύουμε προς απόκλιση από τον στόχο του 3,5% κατά 0,6% του ΑΕΠ, που σε ποσά σημαίνει έλλειμμα της τάξης του 1,2 δισ. ευρώ. Η Ν.Δ. έχει διατυπώσει μεν τη θέση ότι δεν θα υπάρξει τελικώς κενό στα δημοσιονομικά, αλλά όλα θα φανούν στην πράξη τους επόμενους μήνες. Κυρίως η Πειραιώς προσδοκά στην αναπτυξιακή ένεση που θα προέλθει από ένα ξεκάθαρο εκλογικό αποτέλεσμα, ανατρέποντας προς τη θετική κατεύθυνση τις υποτονικές προβλέψεις, που πάντως βασίστηκαν και στην επιβράδυνση της οικονομικής δραστηριότητας τους πρώτους μήνες του 2019 λόγω της παρατεταμένης προεκλογικής περιόδου και τις συνέπειες που έχουν τέτοιες καταστάσεις στην οικονομία.
Πάντως άκρως ενδεικτικό των αυστηρών διαθέσεων που έχουν οι Ευρωπαίοι εταίροι για την πορεία των οικονομικών μεγεθών και το μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα είναι το γεγονός ότι οι Βρυξέλλες προγραμμάτισαν συνεδρίαση του Eurogroup τη Δευτέρα 8 Ιουλίου, δηλαδή μία ημέρα μετά τις εκλογές! Περιμένουν από την Αθήνα προφανώς ένα ξεκάθαρο πολιτικό μήνυμα για τις διαθέσεις της νέας κυβέρνησης, κάτι που προϋποθέτει ασφαλώς την ύπαρξη μιας σταθερής κυβέρνησης, η οποία θα αναδειχτεί από τις κάλπες αυτής της Κυριακής - και όχι μια άλλης σε κάποιο, έστω και κοντινό, μέλλον.
Σημειωτέον επίσης ότι η νέα κυβέρνηση θα έχει μπροστά της έναν μαραθώνιο διαβουλεύσεων και ανίχνευσης του νέου τοπίου στα θεσμικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ενωσης μετά τις αλλαγές προσώπων και ισορροπιών που επέφεραν οι ευρωεκλογές του Μαΐου.
Η πρωτοτυπία των φετινών εκλογών είναι ότι διεξάγονται Ιούλιο, κάτι που δεν έχει συμβεί ξανά στη σύγχρονη πολιτική ιστορία του τόπου. Η… παραβίαση όμως του άτυπου κανόνα περί «σεβασμού στα μπάνια του λαού» μπορεί να προκαλέσει τάσεις και συμπεριφορές στο εκλογικό σώμα, που δεν είναι εύκολο να καταγραφούν από τις εταιρείες δημοσκοπήσεων. Με δεδομένο μάλιστα ότι η συντριπτική πλειονότητα των ψηφοφόρων θεωρεί ότι έχει κριθεί ο νικητής των εκλογών, ουδείς μπορεί να εκτιμήσει το εύρος και τη σύνθεση της αποχής.
Οι περισσότεροι αναλυτές, πάντως, υποστηρίζουν ότι η συμμετοχή στις εθνικές κάλπες, παρότι είναι πιο σημαντικές από τις ευρωεκλογές, θα είναι μικρότερη από εκείνη της 26ης Μαΐου, όταν λειτούργησαν κι άλλοι παράγοντες, όπως οι δημοτικές αναμετρήσεις, για να οδηγηθούν στα εκλογικά τμήματα περίπου 5.920.000 πολίτες. Εάν επιβεβαιωθεί αυτή η τάση, τότε είναι λογικό και επόμενο η Ν.Δ. να εκτοξευτεί σε πολύ υψηλά ποσοστά, καθώς η συσπείρωση της εκλογικής της βάσης είναι μεγάλη, και αυτό από μόνο του τής αρκεί, σε ένα μικρότερο εκλογικό σώμα, για να εμφανίσει πολύ καλύτερη επίδοση από εκείνη των ευρωεκλογών. Γι’ αυτό και οι εκτιμήσεις σχεδόν όλων των εταιρειών γκάλοπ αναφέρονται σε μία ζώνη πιθανών ποσοστών της Ν.Δ., που προσεγγίζουν ή και ξεπερνούν το 40%!
Η διπλή ανατροπή
Το προεκλογικό παιχνίδι ανάμεσα σε Αλέξη Τσίπρα και Κυριάκο Μητσοτάκη φαίνεται ότι θα κριθεί από την επιτυχία του δεύτερου να απαντήσει και να ανατρέψει τα δύο βασικά αφηγήματα με τα οποία ο πρώτος επέλεξε να πάει στις εκλογές. Ο κ. Τσίπρας αφενός πλάσαρε ότι εκείνος έχει την προοδευτική ατζέντα και αφετέρου επένδυσε στη στρατηγική του φόβου, κινδυνολογώντας για τις συνέπειες μιας επανόδου της Δεξιάς στην εξουσία.
Το πρώτο αφήγημα του κ. Τσίπρα στηριζόταν στα επιχειρήματα ότι εκείνος έκανε μια ήπια εφαρμογή του μνημονίου, ότι τελικώς έβγαλε τη χώρα από τα μνημόνια και ότι μόνο ο ΣΥΡΙΖΑ πήρε και μπορεί να πάρει θετικά κοινωνικά μέτρα.
Στους δύο μήνες που βρίσκεται η χώρα σε εκλογικό πυρετό, ο κ. Μητσοτάκης κατάφερε να κάνει ρελάνς σ’ αυτή τη ρητορική και ουσιαστικά να υπερκεράσει τα όσα εμφάνισε ο ΣΥΡΙΖΑ ως κοινωνική ατζέντα. Είπε τα ίδια και περισσότερα από τον αντίπαλό του για τη μείωση των φόρων, την αύξηση των μισθών, τις νέες θέσεις εργασίας, ακόμα και για τα επιδόματα! Με τον τρόπο αυτό ο κ. Μητσοτάκης κατάφερε εν πολλοίς να ακυρώσει τη διαχωριστική γραμμή «συντήρηση - πρόοδος», πάνω στην οποία έχτισε ο κ. Τσίπρας τη βασική του επιχειρηματολογία.
Οσο για τη στρατηγική του φόβου και της κινδυνολογίας, με την οποία ο πρωθυπουργός έπαιξε ως την τελευταία στιγμή, ο αρχηγός της Ν.Δ. είχε υιοθετήσει εξαρχής μία έντονα καθησυχαστική τακτική. Διαβεβαίωσε, για παράδειγμα, ότι δεν πρόκειται να κάνει απολύσεις στο Δημόσιο, θέμα με το οποίο ο ΣΥΡΙΖΑ προσδοκούσε να κερδίσει τις ψήφους χιλιάδων οικογενειών δημοσίων υπαλλήλων. Υποσχέθηκε επίσης ότι δεν θα ακυρώσει παροχές που έκανε η απερχόμενη κυβέρνηση, ενώ κινήθηκε πολύ γρήγορα και έσβησε τις ανησυχίες όταν άνοιξαν θέματα για το ωράριο και γενικά τις εργασιακές σχέσεις. Ακόμα κι όταν στην ατζέντα μπήκε την τελευταία εβδομάδα -και μάλιστα από το πουθενά- το σενάριο της πιστοληπτικής γραμμής (και άρα νέων δεσμεύσεων της χώρας για τη λήψη μέτρων), ο κ. Μητσοτάκης αντέδρασε ακαριαία, αποσαφηνίζοντας ότι δεν υπάρχει τέτοιο θέμα. Με τις αγορές να αντιδρούν θετικά, φτάνοντας τα επιτόκια δανεισμού σε ιστορικά χαμηλά και το Χρηματιστήριο στα ύψη, οποιοσδήποτε φόβος για την οικονομία την επόμενη ημέρα διαλύθηκε.
Με ακυρωμένη ουσιαστικά τη βασική προεκλογική αφήγηση του κ. Τσίπρα στον χώρο του Κέντρου και της μεσαίας τάξης, όπου κρίνονται οι εκλογικές αναμετρήσεις στη χώρα, η Ν.Δ. κατάφερε να εισπράξει την κυβερνητική φθορά και να αξιοποιήσει όλα τα αδύνατα σημεία του ΣΥΡΙΖΑ σε μέτωπα όπως το ύφος της εξουσίας και οι συμπεριφορές των κυβερνώντων όλα αυτά τα χρόνια. Και φυσικά, εάν επιβεβαιωθούν οι δημοσκοπήσεις των τελευταίων ημερών, να αξιοποιήσει στο έπακρο τη δυναμική της νίκης της στις ευρωεκλογές, που διαμόρφωσε τις τάσεις της κοινής γνώμης και για τις εθνικές κάλπες.
Ο στόχος του ΣΥΡΙΖΑ
Ο κ. Τσίπρας και ο ΣΥΡΙΖΑ δίνουν τη μάχη για να εμπεδώσουν τη θέση μιας ισχυρής αξιωματικής αντιπολίτευσης, κάτι που σε ποσοστά σημαίνει ότι θα πρέπει το κόμμα να κινηθεί καθαρά πάνω από 25% και να προσεγγίσει όσο γίνεται το 30%. Η αντιδεξιά ρητορική των τελευταίων ημερών έχει ως στόχο να λεηλατήσει όμορους χώρους της Κεντροαριστεράς και της Αριστεράς. Είναι χαρακτηριστική η πρόσκληση που απηύθυνε ο κ. Τσίπρας το πρωί της περασμένης Πέμπτης προς τους προοδευτικούς ψηφοφόρους, ζητώντας τους να μην επιλέξουν με κριτήριο την κομματική προτίμηση (!), αλλά με το πώς θα είναι χρήσιμη η ψήφος τους, εννοώντας ότι πρέπει να αντιμετωπιστεί η έλευση της Δεξιάς, και αυτό μπορεί να γίνει μόνο με την ενίσχυση του ΣΥΡΙΖΑ.
Η Κουμουνδούρου έχει καταρχάς στο στόχαστρό της τους εναπομείναντες ψηφοφόρους του Κινήματος Αλλαγής. Η ρητορική του κ. Τσίπρα όσο πλησιάζαμε προς τις εκλογές θύμιζε όλο και περισσότερο Ανδρέα Παπανδρέου. Στην Πάτρα, λοιπόν, το βράδυ της περασμένης Τετάρτης εμφάνισε τον ΣΥΡΙΖΑ ως συνεχιστή του ΠΑΣΟΚ και εκφραστή πλέον της ευρύτερης δημοκρατικής παράταξης. Δεν δίστασε μάλιστα να παρουσιάσει τον εαυτό του ως τον νέο Ελευθέριο Βενιζέλο και Ανδρέα Παπανδρέου μαζί!
Ο ΣΥΡΙΖΑ όμως θεωρεί ευάλωτο και το ΚΚΕ σε αυτή την πρόσκληση για αντιδεξιό μέτωπο, ευελπιστώντας ότι η αίσθηση περί χαμένης ψήφου θα οδηγήσει ένα κομμάτι της εκλογικής βάσης του Περισσού στην Κουμουνδούρου. Ταυτόχρονα, με την ίδια ρητορική και χωρίς προσωπικές επιθέσεις, ο κ. Τσίπρας προσδοκά ότι τελικώς θα περιορίσει και την απήχηση του Γιάνη Βαρουφάκη, οι ψηφοφόροι του οποίου είναι πρωτίστως ενάντια στον νεοφιλελευθερισμό. Αντιλαμβανόμενος τον κίνδυνο απώλειας δυνάμεων, ο επικεφαλής του ΜεΡΑ25 έχει επιδοθεί και ο ίδιος σε ανηλεείς επιθέσεις εναντίον του κ. Μητσοτάκη, εμφανιζόμενος ως ο αξιόπιστος πόλος κόντρα στη Δεξιά.
Ο δικομματισμός και οι «μικροί»
Η πιθανή επιστροφή της χώρας σε ένα πολιτικό σκηνικό με πανίσχυρο δικομματισμό πιέζει αφόρητα, σε βαθμό επιβίωσης, σχηματισμούς που είτε προέκυψαν μέσα στην πολυετή κρίση, είτε δεν ανταποκρίθηκαν στις συνθήκες που αυτή διαμόρφωσε.
Το Κίνημα Αλλαγής είναι το μεγάλο ερωτηματικό αυτής της αναμέτρησης, καθώς βαδίζει προς τις κάλπες με εσωτερικές αναταράξεις λόγω της υπόθεσης Βενιζέλου, αλλά και με αμφίσημες απαντήσεις για την επόμενη ημέρα στην περίπτωση που δεν προκύψει αυτοδυναμία. Η αγωνία όλων στη Χαριλάου Τρικούπη είναι εάν θα ξεπεράσει ή έστω θα καταφέρει να διατηρηθεί στο ποσοστό των ευρωεκλογών. Σε αντίθετη περίπτωση ο χώρος θα δοκιμαστεί άγρια, με την ηγεσία να πρέπει να δώσει εξηγήσεις γιατί την ώρα που χάνει ο ΣΥΡΙΖΑ δεν κερδίζει η Κεντροαριστερά. Κρίσιμες επιλογές θα κάνει και δύσκολες αποφάσεις θα κληθεί να πάρει η κυρία Γεννηματά και στην περίπτωση που η Ν.Δ. δεν λάβει αυτοδυναμία. Από τη Χαριλάου Τρικούπη έχουν διατυπώσει διάφορες εκδοχές συνεργασίας ώστε να μην προκύψει κυβερνητικό αδιέξοδο, αλλά όλα έχουν μια ισχυρή δόση ασάφειας και αμηχανίας: από τη δήλωση περί ανοχής σε μια κυβέρνηση της Ν.Δ. έως τη συνεργασία για τον εκλογικό νόμο, την ολοκλήρωση της συνταγματικής αναθεώρησης και την εθνική διαπραγμάτευση με τους δανειστές για τη μείωση του στόχου των πρωτογενών πλεονασμάτων.
Για το ΚΚΕ η επίδοση στις ευρωεκλογές (5,35%) ήταν ένα δυνατό καμπανάκι και τυχόν νέα μείωση των δυνάμεών του, που θα το καθηλώνει σε πολύ χαμηλά ποσοστά, ίσως να σημάνει και την επανεξέταση της στρατηγικής του απομονωτισμού και της ιδεολογικής καθαρότητας.
Οι πιο αδύναμοι κρίκοι στο εκλογικό σκηνικό αυτής της Κυριακής είναι τα δύο κόμματα που ξεπετάχθηκαν στις ευρωεκλογές: η Ελληνική Λύση του κ. Κυριάκου Βελόπουλου στα δεξιά της Ν.Δ. και το ΜεΡΑ25 του κ. Βαρουφάκη στα αριστερά του ΣΥΡΙΖΑ. Και οι δύο δίνουν μάχη για να εισέλθουν στη Βουλή, με τον πρώην βουλευτή του ΛΑΟΣ να είναι αντιμέτωπος με τις ακραίες και γραφικές θέσεις του και τον πρώην υπουργό Οικονομικών να δέχεται ισχυρή πίεση από τον κ. Τσίπρα, που σκοτεινιάζει και μόνο στην ιδέα ότι θα έχει απέναντί του στη νέα Βουλή τον άλλοτε συνοδοιπόρο του στην περιπετειώδη διαπραγμάτευση του 2015.
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr