Πέδρο Μαρτίνς: Ο άγνωστος αντιστάρ που σήκωσε τον Θρύλο
12.07.2020
08:51
O ταπεινός γιος του μηχανικού αυτοκινήτων από τη Φέιρα της Πορτογαλίας απέκτησε την αναγνώριση που του αξίζει και οδήγησε τον Ολυμπιακό στην κατάκτηση του 45ου Πρωταθλήματος - Από τις ακαδημίες της Φεϊρένσε, απ‘ όπου ξεκίνησε ως ποδοσφαιριστής, στη μετάλλαξή του σε κόουτς και το μεγάλο ταξίδι στον Πειραιά
Στον ψηλότερο λόφο που περιτριγυρίζει την Σάντα Μαρία ντα Φέιρα, μια μικρή πόλη στο βορειοδυτικό άκρο της Πορτογαλίας, στέκει αγέρωχο το μεσαιωνικό κάστρο που αποτελεί το σήμα κατατεθέν της ευρύτερης περιοχής.
Εκεί ήταν για ένα σύντομο χρονικό διάστημα, μέχρι να ολοκληρώσει τις μεγάλες μάχες του με τους Μαυριτανούς στον Νότο, η κατοικία του πρώτου βασιλιά της Πορτογαλίας, Αλφόνσο Ενρίκες, ο οποίος τον 12ο αιώνα οδήγησε τη χώρα στην ανεξαρτησία της. Μόλις 25 χιλιόμετρα νότια του Οπόρτο, η Φέιρα δεν είναι ιδιαίτερα γνωστή έξω από τα σύνορα της χώρας, με εξαίρεση όσους ασχολούνται με την οινοποιία, καθώς εκεί έχει την έδρα της η κορυφαία εταιρεία παραγωγής φελλών στον κόσμο, πάντα όμως αποτελούσε ένα σημείο αναφοράς για την ιστορία των Πορτογάλων. Αν ο θρόνος του βασιλιά όμως στο Castelo de Santa Maria da Feira ήταν άδειος εδώ και αιώνες, πλέον υπάρχει κάποιος που μπορεί να καλύψει το... κενό.
Οι Fogaceiras (όπως αποκαλούνται οι κάτοικοι της περιοχής) έχουν και έναν άλλο λόγο για να αισθάνονται περήφανοι, καθώς ο δικός τους Πέδρο Μαρτίνς οδήγησε τον Ολυμπιακό ξανά στην κορυφή του ελληνικού ποδοσφαίρου, ονειρεύεται την κατάκτηση του πρώτου αήττητου νταμπλ στην ιστορία των Ερυθρολεύκων και, γιατί όχι, να τους οδηγήσει και στον πρώτο τελικό Ευρωπαϊκού Κυπέλλου.
Ο ταπεινός γιος του μηχανικού αυτοκινήτων, ο οποίος με απίστευτη μεθοδικότητα και υπομονή άνοιξε τα φτερά του και, έστω κι αν άργησε λίγο, άρχισε πλέον να αποκτά την αναγνώριση που του αξίζει.
Γέννημα θρέμμα της Φέιρα, οπαδός της τοπικής Φεϊρένσε, της ομάδας που υπηρέτησε ο πατέρας του ως παράγοντας τη δεκαετία του ‘70, ενώ ο ίδιος φόρεσε τη φανέλα της για 17 ολόκληρα χρόνια (από 7 έως 24 ετών), ποτέ δεν έκανε το μεγάλο μπαμ ως ποδοσφαιριστής - και ας έφτασε να φορά επί μία τριετία τη φανέλα της Σπόρτινγκ Λισαβόνας και να κληθεί στην εθνική Πορτογαλίας. Ηταν πάντα όμως ο ορισμός του παίκτη που δίνει και την ψυχή του στο γήπεδο. Είτε ως επιθετικός στα νιάτα του, είτε ως μέσος όταν καθιερώθηκε στη μεγάλη κατηγορία σιγά-σιγά.
Κι αυτό το «σιγά-σιγά» είναι κάτι που μπορεί κανείς να διακρίνει εύκολα κάνοντας ένα γρήγορο flashback στην καριέρα του, καθώς ναι μεν ο Μαρτίνς εμπιστεύεται πάντα το ένστικτό του πριν πάρει κάποια απόφαση, αλλά ταυτόχρονα είναι ένας άνθρωπος που πιστεύει στη «διαδικασία», στην καθημερινή βελτίωση μέσα από τη δουλειά και στα projects. Στα σχέδια που έχουν μια προοπτική και όχι στις συγκυριακές ευκαιρίες.
Επιλογη Καρεμπέ
Ηταν 9 Απριλίου του 2018 όταν ο Ολυμπιακός, επιβεβαιώνοντας τα ρεπορτάζ εκείνης της εποχής, ανακοίνωνε ότι θα είναι ο νέος προπονητής της ομάδας σε μια σεζόν που είχε ξεκινήσει με Μπέσνικ Χάσι, συνεχίστηκε με Τάκη Λεμονή, ακολούθως με Οσκαρ Γκαρθία και έκλεισε με υπηρεσιακό τον Χρήστο Κόντη.
Στο άκουσμα του ονόματός του δεν άνοιξαν σαμπάνιες - κι αυτό δεν οφειλόταν στο ότι το όνομά του είχε ακουστεί και τον περασμένο Ιανουάριο (πριν έρθει ο Γκαρθία, κάτι που έχει επιβεβαιώσει και ο ίδιος, αλλά τότε δεν τον άφησε η Γκιμαράες).
Οι περγαμηνές του δεν ήταν κάτι το ιδιαίτερο, το τυπωμένο βιογραφικό του δεν είχε την απαραίτητη χρυσόσκονη που συνήθως συνόδευε τους προκατόχους του, ωστόσο είχε την εγγύηση της επιλογής της ποδοσφαιρικής (και όχι μόνο) προσωπικότητας που ακούει στο όνομα Κριστιάν Καρεμπέ.
Ο Ολυμπιακός τα τελευταία χρόνια είχε χτίσει μια μακρά παράδοση προπονητών από την Ιβηρική χερσόνησο και το σκάουτινγκ του Γάλλου έφερε στη shortlist και το όνομα του Πέδρο Μαρτίνς. Ναι, δεν είχε κατακτήσει κάποιον τίτλο, ναι, δεν είχε κάνει πρωταθλητισμό, αλλά όπου και αν δούλεψε, παρήγαγε έργο, έβγαλε παίκτες, οι ομάδες του έπαιξαν καλό ποδόσφαιρο και ο Ολυμπιακός του έδινε τη δυνατότητα να ανοίξει τα φτερά του και σε υψηλό επίπεδο.
Εκεί ήταν για ένα σύντομο χρονικό διάστημα, μέχρι να ολοκληρώσει τις μεγάλες μάχες του με τους Μαυριτανούς στον Νότο, η κατοικία του πρώτου βασιλιά της Πορτογαλίας, Αλφόνσο Ενρίκες, ο οποίος τον 12ο αιώνα οδήγησε τη χώρα στην ανεξαρτησία της. Μόλις 25 χιλιόμετρα νότια του Οπόρτο, η Φέιρα δεν είναι ιδιαίτερα γνωστή έξω από τα σύνορα της χώρας, με εξαίρεση όσους ασχολούνται με την οινοποιία, καθώς εκεί έχει την έδρα της η κορυφαία εταιρεία παραγωγής φελλών στον κόσμο, πάντα όμως αποτελούσε ένα σημείο αναφοράς για την ιστορία των Πορτογάλων. Αν ο θρόνος του βασιλιά όμως στο Castelo de Santa Maria da Feira ήταν άδειος εδώ και αιώνες, πλέον υπάρχει κάποιος που μπορεί να καλύψει το... κενό.
Οι Fogaceiras (όπως αποκαλούνται οι κάτοικοι της περιοχής) έχουν και έναν άλλο λόγο για να αισθάνονται περήφανοι, καθώς ο δικός τους Πέδρο Μαρτίνς οδήγησε τον Ολυμπιακό ξανά στην κορυφή του ελληνικού ποδοσφαίρου, ονειρεύεται την κατάκτηση του πρώτου αήττητου νταμπλ στην ιστορία των Ερυθρολεύκων και, γιατί όχι, να τους οδηγήσει και στον πρώτο τελικό Ευρωπαϊκού Κυπέλλου.
Ο ταπεινός γιος του μηχανικού αυτοκινήτων, ο οποίος με απίστευτη μεθοδικότητα και υπομονή άνοιξε τα φτερά του και, έστω κι αν άργησε λίγο, άρχισε πλέον να αποκτά την αναγνώριση που του αξίζει.
Γέννημα θρέμμα της Φέιρα, οπαδός της τοπικής Φεϊρένσε, της ομάδας που υπηρέτησε ο πατέρας του ως παράγοντας τη δεκαετία του ‘70, ενώ ο ίδιος φόρεσε τη φανέλα της για 17 ολόκληρα χρόνια (από 7 έως 24 ετών), ποτέ δεν έκανε το μεγάλο μπαμ ως ποδοσφαιριστής - και ας έφτασε να φορά επί μία τριετία τη φανέλα της Σπόρτινγκ Λισαβόνας και να κληθεί στην εθνική Πορτογαλίας. Ηταν πάντα όμως ο ορισμός του παίκτη που δίνει και την ψυχή του στο γήπεδο. Είτε ως επιθετικός στα νιάτα του, είτε ως μέσος όταν καθιερώθηκε στη μεγάλη κατηγορία σιγά-σιγά.
Κι αυτό το «σιγά-σιγά» είναι κάτι που μπορεί κανείς να διακρίνει εύκολα κάνοντας ένα γρήγορο flashback στην καριέρα του, καθώς ναι μεν ο Μαρτίνς εμπιστεύεται πάντα το ένστικτό του πριν πάρει κάποια απόφαση, αλλά ταυτόχρονα είναι ένας άνθρωπος που πιστεύει στη «διαδικασία», στην καθημερινή βελτίωση μέσα από τη δουλειά και στα projects. Στα σχέδια που έχουν μια προοπτική και όχι στις συγκυριακές ευκαιρίες.
Επιλογη Καρεμπέ
Ηταν 9 Απριλίου του 2018 όταν ο Ολυμπιακός, επιβεβαιώνοντας τα ρεπορτάζ εκείνης της εποχής, ανακοίνωνε ότι θα είναι ο νέος προπονητής της ομάδας σε μια σεζόν που είχε ξεκινήσει με Μπέσνικ Χάσι, συνεχίστηκε με Τάκη Λεμονή, ακολούθως με Οσκαρ Γκαρθία και έκλεισε με υπηρεσιακό τον Χρήστο Κόντη.
Στο άκουσμα του ονόματός του δεν άνοιξαν σαμπάνιες - κι αυτό δεν οφειλόταν στο ότι το όνομά του είχε ακουστεί και τον περασμένο Ιανουάριο (πριν έρθει ο Γκαρθία, κάτι που έχει επιβεβαιώσει και ο ίδιος, αλλά τότε δεν τον άφησε η Γκιμαράες).
Οι περγαμηνές του δεν ήταν κάτι το ιδιαίτερο, το τυπωμένο βιογραφικό του δεν είχε την απαραίτητη χρυσόσκονη που συνήθως συνόδευε τους προκατόχους του, ωστόσο είχε την εγγύηση της επιλογής της ποδοσφαιρικής (και όχι μόνο) προσωπικότητας που ακούει στο όνομα Κριστιάν Καρεμπέ.
Ο Ολυμπιακός τα τελευταία χρόνια είχε χτίσει μια μακρά παράδοση προπονητών από την Ιβηρική χερσόνησο και το σκάουτινγκ του Γάλλου έφερε στη shortlist και το όνομα του Πέδρο Μαρτίνς. Ναι, δεν είχε κατακτήσει κάποιον τίτλο, ναι, δεν είχε κάνει πρωταθλητισμό, αλλά όπου και αν δούλεψε, παρήγαγε έργο, έβγαλε παίκτες, οι ομάδες του έπαιξαν καλό ποδόσφαιρο και ο Ολυμπιακός του έδινε τη δυνατότητα να ανοίξει τα φτερά του και σε υψηλό επίπεδο.
Ενας εργασιομανής με τα προτερήματα και τα μειονεκτήματά του, ο οποίος πάτησε για πρώτη φορά το πόδι του στην Ελλάδα δύο ημέρες μετά την ανακοίνωση της συμφωνίας, φορώντας μια κατακόκκινη γραβάτα που υποδήλωνε την επίσημη έναρξη της καριέρας του. Κι όταν στις αρχές του καλοκαιριού έπιανε δουλειά, με τον Ολυμπιακό να έχει αλλάξει σχεδόν όλο το ρόστερ του, τα στοιχήματα για το πότε θα αποχωρήσει έδιναν πολύ μικρές αποδόσεις. Κι ας έλεγαν όσοι τον ζούσαν καθημερινά ότι «αυτός ο τύπος όχι απλά το έχει, αλλά θα φτιάξει πολύ γρήγορα καλή ομάδα».
Στις 21/7/2018 ο Ολυμπιακός ηττάται με 4-0 από την Γκενκ μετά από κάκιστη εμφάνιση, ενώ τρεις μέρες αργότερα αντιμετωπίζει την Αϊντχόφεν και μέχρι το 65’ παίζει μπαλάρα, αλλά καταρρέει, για να δεχτεί πάλι τέσσερα γκολ. Οι Ερυθρόλευκοι αρχίζουν να βρίσκουν ισορροπίες όταν ξεκινούν τα επίσημα ματς: η ομάδα παίζει καλό ποδόσφαιρο, αλλά όπως είναι φυσικό για μια νέα ομάδα υπάρχουν τα σκαμπανεβάσματα.
Η πρόκριση επί της Μίλαν στο Europa League είναι το πρώτο παράσημο που διώχνει τα μαύρα σύννεφα, ωστόσο τον Φεβρουάριο του 2019 ο Ολυμπιακός μένει εκτός στόχων. Η Λαμία τον αποκλείει από το Κύπελλο, η Ντιναμό Κιέβου στους «32» του Europa League, ενώ ο ΠΑΟΚ τον κερδίζει άνετα με 3-1 στο ντέρμπι τίτλου στην Τούμπα.
Οι φωνές για τον «λίγο Μαρτίνς που δεν μπορεί να προετοιμάσει ψυχολογικά την ομάδα για τα σημαντικά ματς» πληθαίνουν, ωστόσο ο Βαγγέλης Μαρινάκης ξέρει ότι έχει κάνει τρομερή δουλειά, έχει βελτιώσει απίστευτα τους άγουρους ποδοσφαιρικά Μαντί Καμαρά, Παπέ Σισέ, Κώστα Τσιμίκα και παρουσίασε τον καλύτερο Κώστα Φορτούνη που έχουμε δει ποτέ, και του δίνει ψήφο εμπιστοσύνης. Ακούγοντας τον Καρεμπέ και εμπιστευόμενος το ποδοσφαιρικό του ένστικτο.
Η δικαιωση
Εναν χρόνο αργότερα ο Ολυμπιακός πανηγυρίζει τη μαθηματική κατάκτηση του τίτλου, είναι στον τελικό του Κυπέλλου και στοχεύει στην παρθενική κατάκτηση ενός αήττητου νταμπλ, ενώ στις 6 Αυγούστου θα διεκδικήσει στον επαναληπτικό με την Γουλβς (1-1 το πρώτο ματς στον Πειραιά) την πρόκριση του στους «8» του Europa League!
Κι όλα αυτά σε μια χρονιά όπου οι Ερυθρόλευκοι πέρασαν στους ομίλους του Champions League με 5 νίκες και 1 ισοπαλία στα ματς των προκριματικών, αν και έχασαν τον Φορτούνη με ρήξη χιαστών λίγο πριν από το φινάλε της προτεοιμασίας. Ο 50χρονος πλέον αρτίνς, όμως, είχε βάλει από πέρσι το νερό στ’ αυλάκι, είχε φυτέψει προσεκτικά τον ποδοσφαιρικό του σπόρο και πλέον απολαμβάνει και ο ίδιος το δημιούργημά του, κάνοντας αυτούς που τον στήριξαν στα δύσκολα να καμαρώνουν διπλά.
Γιατί ο Μαρτίνς μπορεί να μην είχε ούτε το μεγάλο όνομα, ούτε κάποιο μαγικό ραβδάκι, αλλά με τη σκληρή δουλειά μπόρεσε φέτος να απολαύσει τους καρπούς αυτής της προσπάθειας.
Δίκαιος με όλους, δεν άφησε το εγώ κανενός να μπει πάνω από το συμφέρον της ομάδας, όπως έδειξε και στην περίπτωση του Φορτούνη. Ενώ τον περασμένο Ιανουάριο μιλώντας στους συμπατριώτες του τον χαρακτήρισε «κορυφαίο Ελληνα ποδοσφαιριστή», έναν μήνα αργότερα δεν δίστασε να τον θέσει εκτός ομάδας όταν αντέδρασε στην απόφασή του να μην τον έχει βασικό.
Η περσινή ακριβότερη μεταγραφή του Ολυμπιακού ήταν ο Γκιλιέρμε, αλλά μέχρι τον Νοέμβριο ο Βραζιλιάνος ήταν μεταξύ πάγκου και εξέδρας. Οχι από καπρίτσιο ή γιατί δεν ήταν καλός παίκτης, αλλά επειδή δεν είχε καταφέρει μέχρι τότε να υιοθετήσει το στυλ παιχνιδιού που ήθελε να επιβάλει στην ομάδα.
Το αντίστοιχο φετινό παράδειγμα είναι ο Καμαρά και ο Ουσεϊνού Μπα. Ο πρώτος μέχρι τον Νοέμβριο ήταν μία μέσα, δύο έξω, όμως όταν κατάλαβε ότι το ποδόσφαιρο δεν είναι μόνο τρέξιμο, μετατράπηκε σε ένα πολυεργαλείο πολυτελείας το οποίο σε κάνει να πιστεύεις ώρες-ώρες ότι παίζουν στο ίδιο ματς 2-3 παίκτες με τη φανέλα με το Νο 4 καθώς είναι παντού. Ο δεύτερος όταν ξεκίνησε η σεζόν ήταν η 4η επιλογή, προερχόμενος από τη Β’ Κατηγορία της Γαλλίας, όμως έφτασε μαζί με τον Ρούμπεν Σεμέδο να συγκροτούν το κορυφαίο κεντρικό αμυντικό δίδυμο της χρονιάς.
Για τον Μαρτίνς δεν έχει σημασία το πώς λέγεται ο παίκτης, αλλά το πόσο γρήγορα αντιλαμβάνεται τη διαδικασία που ο ίδιος έχει επιβάλει στην ομάδα και προσαρμόζεται σε αυτήν. Και η προσαρμοστικότητα των παικτών του είναι αυτή που τον κάνει να χαμογελά και να πιστεύει πως τίποτα δεν μπορεί να τον σταματήσει. «Αύριο να το ξέρετε, θα κερδίσουμε και θα προκριθούμε», έλεγε στους συνεργάτες του την παραμονή του επαναληπτικού με την Αρσεναλ στο Λονδίνο την ώρα που η αποστολή πήγαινε στο γήπεδο για την τελευταία προπόνηση. Και ο τρόπος του δεν άφηνε κανένα περιθώριο αμφισβήτησης.
Μπορεί να χρειάστηκε να φτάσουμε στο τελευταίο λεπτό της παράτασης για να βγάλει τη σέντρα ο Γιώργος Μασούρας και να κάνει την προβολή ο Γιουσούφ Ελ Αραμπί για να δικαιωθεί, αλλά όπως θα δείτε και παρακάτω, στη ζωή του Πέδρο Μαρτίνς σχεδόν ποτέ ο δρόμος δεν ήταν στρωμένος με ροδοπετάλα.
Τα παιδικά χρόνια
Γεννήθηκε το καλοκαίρι του 1970 όχι σε κάποιο μαιευτήριο, αλλά στο σπίτι της οικογένειας, το οποίο παράλληλα λειτουργούσε και ως παντοπωλείο με υπεύθυνη τη μητέρα του, που ήλπιζε ότι μετά από δύο γιους θα έκανε επιτέλους και μια κόρη.
«Τα αδέλφια μου ήταν 9 και 7 χρόνια μεγαλύτερα από εμένα και οι γονείς ήλπιζαν ότι θα είχαν ένα κορίτσι, αλλά τους προέκυψα εγώ», είχε πει στις αρχές Ιανουαρίου σε συνέντευξή του σε Μέσο της πατρίδας του. Ο πατέρας του αρχικά δούλευε σε ένα εργοστάσιο, αλλά ως μηχανικός που ήταν είχε δημιουργήσει και ένα μικρό γκαράζ στο σπίτι όπου πάντα μαστόρευε κάτι, για να ανοίξει αργότερα τη δική του επιχείρηση με ανταλλακτικά. Προόριζε ως διαδόχους τους τρεις γιους του, όμως ο Πέδρο είχε άλλα σχέδια, και γι’ αυτό υπεύθυνος ήταν ο πατέρας του, ο οποίος ως έφορος της ομάδας της Φεϊρένσε τον έπαιρνε μαζί του σε όλα τα παιχνίδια.
Στα 7 του ξεκίνησε στις ακαδημίες της ομάδας και λίγες ημέρες αργότερα ο τότε προπονητής του τού είπε: «Εσύ, μικρέ, θα μείνεις και θα συμμετάσχεις στο ολυμπιακό τουρνουά του καλοκαιριού».
Το συγκεκριμένο τουρνουά είναι μια παράδοση στην περιοχή της Φέιρα και το καλοκαίρι του 1977 για πρώτη φορά η πόλη άκουσε το όνομα Πέδρο Μαρτίνς, καθώς ο ξανθομάλλης πιτσιρίκος δεν είχε σταματήσει να βάζει το ένα γκολ μετά το άλλο κάνοντας τον προπονητή του να χαμογελά. Λίγα χρόνια αργότερα θα τον αποκαλούσε «ξάδερφο», καθώς ήταν ξάδερφος της παιδικής του αγάπης, την οποία εν τέλει παντρεύτηκε και εξακολουθούν να ζουν μαζί αγαπημένοι.
Το σχολείο δεν του ήταν αδιάφορο, αλλά η προτεραιότητά του ήταν το ποδόσφαιρο. Ετσι, όταν στα 16 πήρε την πρώτη του μεγάλη απόφαση στην οικογένεια υπέστησαν ένα μικρό σοκ. Αν και αρχικά ξεκίνησε κι αυτός να απασχολείται στην επιχείρηση του πατέρα του (έχοντας κατά κάποιον τρόπο τον ρόλο του λογιστή), έξι μήνες αργότερα του ανακοίνωσε ότι θα σταματήσει από το μαγαζί για να αφοσιωθεί στο ποδόσφαιρο. «Ο πατέρας μου εκνευρίστηκε, αλλά είμαι σίγουρος, παρόλο που ούτε αυτός ούτε η μητέρα μου μου το έχουν πει ποτέ, ότι ήταν και είναι περήφανοι για τις αποφάσεις μου».
Το πρώτο συμβόλαιο
Εκείνη την περίοδο η Σπόρτινγκ Λισαβόνας ζητά να τον δοκιμάσει και για δύο εβδομάδες πηγαίνει στην πρωτεύουτσα. Τα Λιοντάρια είναι η τρίτη δύναμη της χώρας (μετά τις Μπενφίκα και Πόρτο) και θεωρητικά ζει το όνειρό του. Ομως η κατάσταση δεν ήταν όπως ακριβώς την περίμενε (έμενε σε κοιτώνες μαζί με άλλους 7 παίκτες) και η συμμετοχή της Σπόρτινγκ σε τουρνουά στην Ισπανία είναι η διέξοδος που έψαχνε για να πει «ευχαριστώ, δεν θα πάρω». Μαζεύει τα πράγματά του και η καρδιά του τον οδηγεί πίσω στη Φέιρα. Εκεί όπου ήταν η αγαπημένη του Λίνα, με την οποία είχε πλέον σχέση, αλλά και η ομάδα της καρδιάς του.
«Η διαίσθησή μου μού είπε “μην πας εκεί”. Πολλές φορές συμβουλεύομαι τη διαίσθησή μου για να πάρω μια απόφαση. Ακόμα και στην καθημερινότητα ή σε έναν ποδοσφαιρικό αγώνα όταν πρέπει να πάρω μια άμεση απόφαση», εξήγησε πολλά χρόνια αργότερα. Επιστρέφοντας στη Φεϊρένσε υπέγραψε το πρώτο του (ημιεπαγγελματικό) συμβόλαιο που του έδινε το χαρτζιλίκι του.Το άλμα στην πρώτη ομάδα το έκανε όταν ανέλαβε προπονητής ο Πέδρο Νούνες, τον οποίο είχε προπονητή στην ομάδα Νέων, και εκεί άρχισε να αλλάζει η ζωή του εντός και εκτός γηπέδων.
Στα 18 του ήταν βασικός στη Φεϊρένσε, αλλά και επιχειρηματίας, καθώς με τη σύζυγό του (με την οποία παντρεύτηκε τελικά στα 22 του) άνοιξαν ένα κατάστημα με είδη δώρων στο κέντρο της Σάντα Μαρία Ντα Φέιρα (το οποίο διατηρούν μέχρι σήμερα!), ενώ σε ηλικία 23 ετών γεννήθηκε ο γιος του Ρικάρντο. Τη γέννησή του την έμαθε στο τέλος μιας προπόνησης (ήταν στο βασικό στάδιο της προετοιμασίας) καθώς η σύζυγός του θεωρητικά είχε βρεθεί στον γιατρό για μια τυπική επίσκεψη, αλλά ο μικρός ήταν... βιαστικός.
Με Σάντο - Ζάχοβιτς
Στα 24 του όμως ένιωθε πλέον ότι η Φεϊρένσε δεν μπορούσε να καλύψει τις φιλοδοξίες του και, κυρίως, να τον βοηθήσει να βελτιωθεί. Ετσι, αποφάσισε να κάνει την καρδιά του πέτρα μετακομίζοντας 100 χιλιόμετρα βορειότερα για λογαριασμό της Βιτόρια Γκιμαράες. Εκεί ένιωσε πραγματικός επαγγελματίας ποδοσφαιριστής τόσο όσον αφορά τις απολαβές όσο και τις συνθήκες εργασίας.
Ωστόσο, για πρώτη φορά αντιλήφθηκε ότι στον κόσμο του ποδοσφαίρου δεν είναι όλες οι ομάδες οικογένειες όπως η Φεϊρένσε. «Είναι φυσιολογικό να υπάρχουν υποομάδες μέσα σε μια ομάδα, αν και προσωπικά είχα μια δυσκολία να το καταλάβω. Οι Βραζιλιάνοι κάνουν παρέα με τους Βραζιλιάνους, οι Πορτογάλοι με τους Πορτογάλους, οι παλιοί με τους παλιούς. Είναι φυσιολογικό, δεν σημαίνει ότι υπάρχουν κλίκες. Οι υποομάδες θα υπάρχουν, αλλά μπροστά στο κοινό καλό η ομάδα πρέπει να ενώνεται», ήταν η δική του οπτική για το συγκεκριμένο διαχρονικό ζήτημα που αφορά όλα τα ομαδικά σπορ. Ωστόσο, εκείνη τη χρονιά στη Βιτόρια θα έχει ως συμπαίκτες δύο πρόσωπα τα οποία θα τον συνδέσουν έμμεσα ή άμεσα με το σήμερα και τον Ολυμπιακό.
Ο πρώτος ήταν ο τερματοφύλακας της ομάδας Νούνο Εσπίριτο Σάντο, ο προπονητής της Γουλβς, αντιπάλου του Ολυμπιακού στους «16» του Europa League, ο οποίος εκείνη τη σεζόν έκανε το ξεπέταγμά του και είχε αγωνιστεί σε 20 ματς. Ο δεύτερος ήταν ο Ζλάτκο Ζάχοβιτς, ο Σλοβένος μεσοεπιθετικός που είχε αποκτηθεί το καλοκαίρι του 1993 από την Παρτιζάν και στη δεύτερη σεζόν του με συμπαίκτη τον Μαρτίνς είχε 23 συμμετοχές με 4 γκολ.
Πριν όμως συμπληρώσει έξι μήνες παρουσίας στην ομάδα, ο πρόεδρος της Βιτόρια φώναξε τον Μαρτίνς στο γραφείο του για να του ανακοινώσει: «Σε θέλει η Σπόρτινγκ Λισαβόνας». Δέκα χρόνια μετά το «όχι» στους πρωτευουσιάνους αυτή τη φορά δεν μπορούσε να αρνηθεί και το επόμενο καλοκαίρι έκανε το ταξίδι προς τα νότια. Ηταν μια μεταγραφή που γέμισε περηφάνια όλη την οικογένεια για τα κατορθώματα του βενιαμίν της.
Στη Σπόρτινγκ έμεινε τρία χρόνια, κλήθηκε στην Εθνική Πορτογαλίας (έπαιξε μία φορά) και μπορεί να μην κατέκτησε κάποιον τίτλο, όμως αισθάνθηκε ότι όχι απλά μεγάλωσε, αλλά ολοκληρώθηκε ως παίκτης. Την επόμενη εξαετία ακολούθησαν οι Μποαβίστα, Σάντα Κλάρα και Αλβέρκα, για να κρεμάσει τα παπούτσια του σε ηλικία 34 ετών, έχοντας όμως από την τελευταία του σεζόν στην Σπόρτινγκ αρχίσει να δουλεύει το επόμενο πρότζεκτ με την κωδική ονομασία «Προπονητής».
Ο κόουτς Πέδρο
Η αλλαγή θέσης σε αμυντικό μέσο του έδωσε την ευκαιρία να δει το ποδόσφαιρο διαφορετικά -να βλέπει τη γενική εικόνα- και σε συνδυασμό με το γεγονός ότι ρουφούσε σαν σφουγγάρι τα όσα έλεγαν και έκαναν οι προπονητές του, ήξερε ποιο θα ήταν το επόμενο βήμα του και πότε να το κάνει.
Οπως ως ποδοσφαιριστής δεν είχε κάποιο είδωλο αλλά εκτιμούσε συγκεκριμένους παίκτες, έτσι και ως προπονητής είχε τη δική του αντίληψη. «Ακόμη και αν έχεις περάσει όλη σου τη ζωή παίζοντας ποδόσφαιρο, δεν είσαι έτοιμος να προπονήσεις μια μεγάλη ομάδα στην αρχή της προπονητικής σου καριέρας. Γι’ αυτό αποφάσισα να αρχίσω το ταξίδι μου από τα χαμηλά. Και ειλικρινά, το να είμαι μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας με βοήθησε να αναπτύξω τη δική μου μεθοδολογία και φιλοσοφία στη δουλειά», είχε δηλώσει στο Coaches Voice.
Απεχθάνεται την αντιγραφή, αλλά δεν είναι δογματικός και δεν έχει κανένα πρόβλημα να πάρει μια ιδέα, να τη μετατρέψει σύμφωνα με τα δικά του θέλω και να την εντάξει στη φιλοσοφία του. Αγχος είχε πάντα (ακόμη και τώρα ζει τον κάθε αγώνα στο κόκκινα), αλλά θυμάται την πρώτη φορά που ανέλαβε ως πρώτος προπονητής. Αφού δούλεψε ως βοηθός του Ζοζέ Κουσέιρο (νυν τεχνικός διευθυντής της πορτογαλικής ομοσπονδίας) διαδοχικά σε Σετούμπαλ, Πόρτο, Μπελενένσες, όταν ο τελευταίος ανέλαβε την Εθνική U21, ήρθε η ώρα να χωρίσουν οι δρόμοι τους.
«Του χρωστάω πολλά, μου έμαθε τη σημασία της επικοινωνίας, να μιλώ με άνεση μπροστά σε μεγάλα κοινά, αλλά ήξερε ότι ο στόχος μου ήταν να γίνω πρώτος προπονητής», είχε πει σε άλλη συνέντευξή του, με τον πρώτο σταθμό του head coach, πλέον, Πέδρο Μαρτίνς να είναι η Ουνιάο Ντε Λάμας. Μια ομάδα που η έδρα της ήταν μόλις 7 χιλιόμετρα μακριά από τη Φέιρα. Εμεινε έναμ χρόνο και παρόλο που άλλαξε την εικόνα της ομάδας, η αθέτηση της υπόσχεσης του προέδρου για πληρωμές των παικτών τον οδήγησε στην παραίτηση. Ο λόγος για τον Μαρτίνς είναι ιερός.
Επόμενος σταθμός, η επίσης άγνωστη Λουζιτάνια, αιώνια αντίπαλος της Φεϊρένσε, η οποία προσπαθούσε να ανέβει κι αυτή στη Β’ Κατηγορία. Παρά το χαμηλό μπάτζετ, για ενάμιση χρόνο κάνει σπουδαία πορεία. Ετσι, δεν αργεί να έρθει η πρόταση της Εσπίνιο, η οποία κάποτε ήταν στα μεγάλα σαλόνια, αλλά είχε χάσει την αίγλη της. Του παρουσίασαν ένα θελκτικό πρότζεκτ, το πίστεψε, αλλά τα λόγια δεν έγιναν ποτέ πράξη και η δεύτερη παραίτηση ήταν γεγονός.
Κι ενώ μέχρι το 2010 δούλευε σχετικά κοντά στο σπίτι του, προκύπτει η πρόταση της Μαρίτιμο που έχει έδρα τη νήσο Μαδέιρα. Αφήνει την οικογένεια στη Φέιρα και γίνεται νησιώτης για να αναλάβει τη β’ ομάδα που ήταν στην τελευταία θέση και ενώ απέμεναν 8 ματς. Πανηγύρισε 7 νίκες, 1 ισοπαλία και την έφερε στην 5η θέση. Στη συζήτηση, δε, που έγινε το καλοκαίρι για την ανανέωση του συμβολαίου του δεν έκανε καμία κουβέντα για τα λεφτά, αλλά έθεσε τις εξής προϋποθέσεις: να τον βοηθήσουν να φτιάξει μια ανταγωνιστική ομάδα και αν προκύψει αλλαγή προπονητή στην πρώτη ομάδα, τότε αυτός να είναι η πρώτη επιλογή.
Λίγους μήνες αργότερα ο Μαρτίνς πήρε προαγωγή και το 2014, όταν αποχώρησε από το νησί, 17 παίκτες από την ομάδα Νέων είχαν γίνει βασικοί ή είχαν πάρει χρόνο συμμετοχής στη μεγάλη ομάδα. Κι αν αυτό ήταν ένα ακόμη παράσημο για τον προπονητή Μαρτίνς, το προσωπικό κέρδος από την παρουσία του στη Μαρίτιμο ήταν ότι πλέον δεν τα έκανε όλα (τακτική, φυσική κατάσταση, σκάουτινγκ κ.ά.) αλλά είχε στο πλευρό του ένα επιτελείο ανθρώπων (το οποίο από εκείνη την εποχή μέχρι σήμερα τον ακολουθεί πιστά).
Eπιστρέφει στην ηπειρωτική Πορτογαλία (και λόγω της οικογένειας) αναλαμβάνοντας την Ρίο Αβε και για πρώτη φορά ο σύλλογος παίζει δύο σερί σεζόν στους ομίλους του Europa League, κάτι που δεν είχε πετύχει ποτέ, ενώ φτάνει επίσης δύο φορές στα ημιτελικά του Κυπέλλου. Στο καλοκαίρι μεταξύ των δύο σεζόν πωλούνται 7 παίκτες, αλλά η ομάδα συνεχίζει να παίζει το ίδιο καλό ποδόσφαιρο και η Βιτόρια Γκιμαράες -σχεδόν 20 χρόνια μετά το πέρασμά του από εκεί ως παίκτης- τον καλεί για να την αναλάβει τώρα ως προπονητής.
Λέει το «ναι» καθώς αντιλαμβάνεται ότι στη Ρίο έχει πιάσει το ταβάνι του και η ομάδα δεν θέλει ή δεν μπορεί να μεγαλώσει άλλο. Η Βιτόρια έχει το κάτι παραπάνω και ο Μαρτίνς φτιάχνει μια ομάδα που μαζεύει 20.000 οπαδούς σχεδόν σε κάθε εντός έδρας ματς. Τίτλος μπορεί να μην κατακτήθηκε, αλλά ο κόσμος γούσταρε αυτό που έβλεπε και το χαιρόταν με την ψυχή του. Ωστόσο η Βιτόρια ήταν και η μοναδική ομάδα που τον απέλυσε τον χειμώνα του 2018, κι ενώ λίγες εβδομάδες αργότερα είχε αρνηθεί την πρόταση του Ολυμπιακού.Το πεπρωμένο όμως φυγείν αδύνατον και λίγους μήνες αργότερα ο Μαρτίνς έφτανε στον Πειραιά, για να ξεκινήσει αυτό το μαγικό ταξίδι.
Χαμηλών τόνων
Εχει συμπληρώσει δύο χρόνια πλέον στην Ελλάδα, ωστόσο, αν εξαιρέσει κανείς τις δηλώσεις που κάνει πριν ή μετά τα ματς και τις αναφορές των ΜΜΕ στις σκέψεις του για τους αγώνες που έρχονται, ο Πορτογάλος τεχνικός δεν έχει απασχολήσει για κανέναν άλλο λόγο τα Μέσα.Ηρθε στην Ελλάδα με τη σύζυγο του Λίνα και επέλεξαν να μείνουν στη Γλυφάδα, όπου συνηθίζει να πίνει τον καφέ του (όχι σε κάποιο in στέκι), ωστόσο πρώτος πηγαίνει στις εγκαταστάσεις του Ρέντη και τελευταίος φεύγει.
Συνήθως περνάει 10-12 ώρες την ημέρα στο αθλητικό κέντρο της ομάδας παρέα με τους συνεργάτες του, τέσσερις εκ των οποίων είναι η σκιά του από την εποχή που ήταν προπονητής στη Μαρίτιμο.Οι Αντόνιο Ενρίκες (λάτρης της Αρχαίας Ελληνικής Ιστορίας) και Ρούι Πέδρο Κάστρο είναι οι βοηθοί του, ο Λουίς Αντέρο Λόμπο ο αναλυτής και ο Ερνάνι Γκόμεζ ο διατροφολόγος.
Εχει προσπαθήσει να μάθει ελληνικά, αλλά ενώ καταλαβαίνει, δεν μπορείς να πεις ότι έχει κάνει τρομερή πρόοδο. Οσοι τον ζουν καθημερινά μιλούν για έναν καταπληκτικό άνθρωπο, υπόδειγμα ευγένειας και σεμνότητας, που του αρέσει πάντα να προσφέρει στους φίλους και τους συνεργάτες του. Και η προσφορά δεν έχει να κάνει με την όποια φιλανθρωπική δράση, αλλά με τη διάθεση να βοηθήσει έναν παίκτη, έναν προπονητή να εξελιχθεί, να του δώσει την ευκαιρία να αναπτύξει το ταλέντο ή τις ικανότητές του.
Πολλές φορές η πίεση των αγώνων τον κάνει να φαίνεται κλειστός, αλλά έχει μια περίεργη αίσθηση του χιούμορ, ενώ το μοναδικό πράγμα που δεν τον απασχολεί είναι η εμφάνισή του. Θα μπορούσαμε να τον χαρακτηρίσουμε ως μια πιο εκλεπτυσμένη έκδοση του Φερνάντο Σάντος, με τον οποίο είναι πολύ καλοί φίλοι και μιλούν τακτικά.
Δεν είναι φαν των social media, αλλά έχει λογαριασμούς που τους χειρίζονται οι δικοί του άνθρωποι - προτιμά την άμεση επαφή και όλοι λένε πως είναι αυτό που φαίνεται.
Η πρώτη φορά που φάνηκε να «σπάει» ήταν το βράδυ της περασμένης Τετάρτης, όταν στα επινίκια για τη μαθηματική κατάκτηση του τίτλου αφιέρωσε το πρωτάθλημα «σε κάποιους δικούς μου ανθρώπους που δεν είναι κοντά μου, αλλά ξέρω ότι χαίρονται μαζί μου». Και αναφερόταν στον πατέρα του και τον μεγάλο αδελφό του που τους έχασε μέσα σε διάστημα λίγων μηνών το 2006 από καρδιακά προβλήματα. Τον πατέρα του πρόλαβε να τον αποχαιρετήσει στο νοσοκομείο, ενώ τον αδελφό του τον βρήκε ο ίδιος νεκρό στο σπίτι του, όπου πήγε έχοντας ανησυχήσει γιατί δεν είχε έρθει στο ραντεβού τους.
Τώρα όμως εκεί ψηλά μπορούν να είναι περήφανοι για τον βενιαμίν της οικογένειας, ο οποίος μπορεί να μην κάτσει ποτέ στον αραχνιασμένο θρόνο του Castelo de Santa Maria da Feira, αλλά επιστρέφοντας στην αγαπημένη του Φέιρα θα είναι στην καρδιά όλων ο βασιλιάς της πόλης.
Ειδήσεις σήμερα:
Μητσοτάκης από Κασσιόπη Κέρκυρας: Προτεραιότητά μας η προσέλκυση ξένων επενδύσεων
Savannah: Η πορνοστάρ που λάτρευε τους σκληρούς ρόκερ και αυτοπυροβολήθηκε στα 23 της
Τα Ελληνόπουλα που βρέθηκαν στην Αλβανία τον καιρό του Εμφυλίου
Στις 21/7/2018 ο Ολυμπιακός ηττάται με 4-0 από την Γκενκ μετά από κάκιστη εμφάνιση, ενώ τρεις μέρες αργότερα αντιμετωπίζει την Αϊντχόφεν και μέχρι το 65’ παίζει μπαλάρα, αλλά καταρρέει, για να δεχτεί πάλι τέσσερα γκολ. Οι Ερυθρόλευκοι αρχίζουν να βρίσκουν ισορροπίες όταν ξεκινούν τα επίσημα ματς: η ομάδα παίζει καλό ποδόσφαιρο, αλλά όπως είναι φυσικό για μια νέα ομάδα υπάρχουν τα σκαμπανεβάσματα.
Η πρόκριση επί της Μίλαν στο Europa League είναι το πρώτο παράσημο που διώχνει τα μαύρα σύννεφα, ωστόσο τον Φεβρουάριο του 2019 ο Ολυμπιακός μένει εκτός στόχων. Η Λαμία τον αποκλείει από το Κύπελλο, η Ντιναμό Κιέβου στους «32» του Europa League, ενώ ο ΠΑΟΚ τον κερδίζει άνετα με 3-1 στο ντέρμπι τίτλου στην Τούμπα.
Οι φωνές για τον «λίγο Μαρτίνς που δεν μπορεί να προετοιμάσει ψυχολογικά την ομάδα για τα σημαντικά ματς» πληθαίνουν, ωστόσο ο Βαγγέλης Μαρινάκης ξέρει ότι έχει κάνει τρομερή δουλειά, έχει βελτιώσει απίστευτα τους άγουρους ποδοσφαιρικά Μαντί Καμαρά, Παπέ Σισέ, Κώστα Τσιμίκα και παρουσίασε τον καλύτερο Κώστα Φορτούνη που έχουμε δει ποτέ, και του δίνει ψήφο εμπιστοσύνης. Ακούγοντας τον Καρεμπέ και εμπιστευόμενος το ποδοσφαιρικό του ένστικτο.
Η δικαιωση
Εναν χρόνο αργότερα ο Ολυμπιακός πανηγυρίζει τη μαθηματική κατάκτηση του τίτλου, είναι στον τελικό του Κυπέλλου και στοχεύει στην παρθενική κατάκτηση ενός αήττητου νταμπλ, ενώ στις 6 Αυγούστου θα διεκδικήσει στον επαναληπτικό με την Γουλβς (1-1 το πρώτο ματς στον Πειραιά) την πρόκριση του στους «8» του Europa League!
Κι όλα αυτά σε μια χρονιά όπου οι Ερυθρόλευκοι πέρασαν στους ομίλους του Champions League με 5 νίκες και 1 ισοπαλία στα ματς των προκριματικών, αν και έχασαν τον Φορτούνη με ρήξη χιαστών λίγο πριν από το φινάλε της προτεοιμασίας. Ο 50χρονος πλέον αρτίνς, όμως, είχε βάλει από πέρσι το νερό στ’ αυλάκι, είχε φυτέψει προσεκτικά τον ποδοσφαιρικό του σπόρο και πλέον απολαμβάνει και ο ίδιος το δημιούργημά του, κάνοντας αυτούς που τον στήριξαν στα δύσκολα να καμαρώνουν διπλά.
Γιατί ο Μαρτίνς μπορεί να μην είχε ούτε το μεγάλο όνομα, ούτε κάποιο μαγικό ραβδάκι, αλλά με τη σκληρή δουλειά μπόρεσε φέτος να απολαύσει τους καρπούς αυτής της προσπάθειας.
Δίκαιος με όλους, δεν άφησε το εγώ κανενός να μπει πάνω από το συμφέρον της ομάδας, όπως έδειξε και στην περίπτωση του Φορτούνη. Ενώ τον περασμένο Ιανουάριο μιλώντας στους συμπατριώτες του τον χαρακτήρισε «κορυφαίο Ελληνα ποδοσφαιριστή», έναν μήνα αργότερα δεν δίστασε να τον θέσει εκτός ομάδας όταν αντέδρασε στην απόφασή του να μην τον έχει βασικό.
Η περσινή ακριβότερη μεταγραφή του Ολυμπιακού ήταν ο Γκιλιέρμε, αλλά μέχρι τον Νοέμβριο ο Βραζιλιάνος ήταν μεταξύ πάγκου και εξέδρας. Οχι από καπρίτσιο ή γιατί δεν ήταν καλός παίκτης, αλλά επειδή δεν είχε καταφέρει μέχρι τότε να υιοθετήσει το στυλ παιχνιδιού που ήθελε να επιβάλει στην ομάδα.
Το αντίστοιχο φετινό παράδειγμα είναι ο Καμαρά και ο Ουσεϊνού Μπα. Ο πρώτος μέχρι τον Νοέμβριο ήταν μία μέσα, δύο έξω, όμως όταν κατάλαβε ότι το ποδόσφαιρο δεν είναι μόνο τρέξιμο, μετατράπηκε σε ένα πολυεργαλείο πολυτελείας το οποίο σε κάνει να πιστεύεις ώρες-ώρες ότι παίζουν στο ίδιο ματς 2-3 παίκτες με τη φανέλα με το Νο 4 καθώς είναι παντού. Ο δεύτερος όταν ξεκίνησε η σεζόν ήταν η 4η επιλογή, προερχόμενος από τη Β’ Κατηγορία της Γαλλίας, όμως έφτασε μαζί με τον Ρούμπεν Σεμέδο να συγκροτούν το κορυφαίο κεντρικό αμυντικό δίδυμο της χρονιάς.
Για τον Μαρτίνς δεν έχει σημασία το πώς λέγεται ο παίκτης, αλλά το πόσο γρήγορα αντιλαμβάνεται τη διαδικασία που ο ίδιος έχει επιβάλει στην ομάδα και προσαρμόζεται σε αυτήν. Και η προσαρμοστικότητα των παικτών του είναι αυτή που τον κάνει να χαμογελά και να πιστεύει πως τίποτα δεν μπορεί να τον σταματήσει. «Αύριο να το ξέρετε, θα κερδίσουμε και θα προκριθούμε», έλεγε στους συνεργάτες του την παραμονή του επαναληπτικού με την Αρσεναλ στο Λονδίνο την ώρα που η αποστολή πήγαινε στο γήπεδο για την τελευταία προπόνηση. Και ο τρόπος του δεν άφηνε κανένα περιθώριο αμφισβήτησης.
Μπορεί να χρειάστηκε να φτάσουμε στο τελευταίο λεπτό της παράτασης για να βγάλει τη σέντρα ο Γιώργος Μασούρας και να κάνει την προβολή ο Γιουσούφ Ελ Αραμπί για να δικαιωθεί, αλλά όπως θα δείτε και παρακάτω, στη ζωή του Πέδρο Μαρτίνς σχεδόν ποτέ ο δρόμος δεν ήταν στρωμένος με ροδοπετάλα.
Τα παιδικά χρόνια
Γεννήθηκε το καλοκαίρι του 1970 όχι σε κάποιο μαιευτήριο, αλλά στο σπίτι της οικογένειας, το οποίο παράλληλα λειτουργούσε και ως παντοπωλείο με υπεύθυνη τη μητέρα του, που ήλπιζε ότι μετά από δύο γιους θα έκανε επιτέλους και μια κόρη.
«Τα αδέλφια μου ήταν 9 και 7 χρόνια μεγαλύτερα από εμένα και οι γονείς ήλπιζαν ότι θα είχαν ένα κορίτσι, αλλά τους προέκυψα εγώ», είχε πει στις αρχές Ιανουαρίου σε συνέντευξή του σε Μέσο της πατρίδας του. Ο πατέρας του αρχικά δούλευε σε ένα εργοστάσιο, αλλά ως μηχανικός που ήταν είχε δημιουργήσει και ένα μικρό γκαράζ στο σπίτι όπου πάντα μαστόρευε κάτι, για να ανοίξει αργότερα τη δική του επιχείρηση με ανταλλακτικά. Προόριζε ως διαδόχους τους τρεις γιους του, όμως ο Πέδρο είχε άλλα σχέδια, και γι’ αυτό υπεύθυνος ήταν ο πατέρας του, ο οποίος ως έφορος της ομάδας της Φεϊρένσε τον έπαιρνε μαζί του σε όλα τα παιχνίδια.
Στα 7 του ξεκίνησε στις ακαδημίες της ομάδας και λίγες ημέρες αργότερα ο τότε προπονητής του τού είπε: «Εσύ, μικρέ, θα μείνεις και θα συμμετάσχεις στο ολυμπιακό τουρνουά του καλοκαιριού».
Το συγκεκριμένο τουρνουά είναι μια παράδοση στην περιοχή της Φέιρα και το καλοκαίρι του 1977 για πρώτη φορά η πόλη άκουσε το όνομα Πέδρο Μαρτίνς, καθώς ο ξανθομάλλης πιτσιρίκος δεν είχε σταματήσει να βάζει το ένα γκολ μετά το άλλο κάνοντας τον προπονητή του να χαμογελά. Λίγα χρόνια αργότερα θα τον αποκαλούσε «ξάδερφο», καθώς ήταν ξάδερφος της παιδικής του αγάπης, την οποία εν τέλει παντρεύτηκε και εξακολουθούν να ζουν μαζί αγαπημένοι.
Το σχολείο δεν του ήταν αδιάφορο, αλλά η προτεραιότητά του ήταν το ποδόσφαιρο. Ετσι, όταν στα 16 πήρε την πρώτη του μεγάλη απόφαση στην οικογένεια υπέστησαν ένα μικρό σοκ. Αν και αρχικά ξεκίνησε κι αυτός να απασχολείται στην επιχείρηση του πατέρα του (έχοντας κατά κάποιον τρόπο τον ρόλο του λογιστή), έξι μήνες αργότερα του ανακοίνωσε ότι θα σταματήσει από το μαγαζί για να αφοσιωθεί στο ποδόσφαιρο. «Ο πατέρας μου εκνευρίστηκε, αλλά είμαι σίγουρος, παρόλο που ούτε αυτός ούτε η μητέρα μου μου το έχουν πει ποτέ, ότι ήταν και είναι περήφανοι για τις αποφάσεις μου».
Το πρώτο συμβόλαιο
Εκείνη την περίοδο η Σπόρτινγκ Λισαβόνας ζητά να τον δοκιμάσει και για δύο εβδομάδες πηγαίνει στην πρωτεύουτσα. Τα Λιοντάρια είναι η τρίτη δύναμη της χώρας (μετά τις Μπενφίκα και Πόρτο) και θεωρητικά ζει το όνειρό του. Ομως η κατάσταση δεν ήταν όπως ακριβώς την περίμενε (έμενε σε κοιτώνες μαζί με άλλους 7 παίκτες) και η συμμετοχή της Σπόρτινγκ σε τουρνουά στην Ισπανία είναι η διέξοδος που έψαχνε για να πει «ευχαριστώ, δεν θα πάρω». Μαζεύει τα πράγματά του και η καρδιά του τον οδηγεί πίσω στη Φέιρα. Εκεί όπου ήταν η αγαπημένη του Λίνα, με την οποία είχε πλέον σχέση, αλλά και η ομάδα της καρδιάς του.
«Η διαίσθησή μου μού είπε “μην πας εκεί”. Πολλές φορές συμβουλεύομαι τη διαίσθησή μου για να πάρω μια απόφαση. Ακόμα και στην καθημερινότητα ή σε έναν ποδοσφαιρικό αγώνα όταν πρέπει να πάρω μια άμεση απόφαση», εξήγησε πολλά χρόνια αργότερα. Επιστρέφοντας στη Φεϊρένσε υπέγραψε το πρώτο του (ημιεπαγγελματικό) συμβόλαιο που του έδινε το χαρτζιλίκι του.Το άλμα στην πρώτη ομάδα το έκανε όταν ανέλαβε προπονητής ο Πέδρο Νούνες, τον οποίο είχε προπονητή στην ομάδα Νέων, και εκεί άρχισε να αλλάζει η ζωή του εντός και εκτός γηπέδων.
Στα 18 του ήταν βασικός στη Φεϊρένσε, αλλά και επιχειρηματίας, καθώς με τη σύζυγό του (με την οποία παντρεύτηκε τελικά στα 22 του) άνοιξαν ένα κατάστημα με είδη δώρων στο κέντρο της Σάντα Μαρία Ντα Φέιρα (το οποίο διατηρούν μέχρι σήμερα!), ενώ σε ηλικία 23 ετών γεννήθηκε ο γιος του Ρικάρντο. Τη γέννησή του την έμαθε στο τέλος μιας προπόνησης (ήταν στο βασικό στάδιο της προετοιμασίας) καθώς η σύζυγός του θεωρητικά είχε βρεθεί στον γιατρό για μια τυπική επίσκεψη, αλλά ο μικρός ήταν... βιαστικός.
Με Σάντο - Ζάχοβιτς
Στα 24 του όμως ένιωθε πλέον ότι η Φεϊρένσε δεν μπορούσε να καλύψει τις φιλοδοξίες του και, κυρίως, να τον βοηθήσει να βελτιωθεί. Ετσι, αποφάσισε να κάνει την καρδιά του πέτρα μετακομίζοντας 100 χιλιόμετρα βορειότερα για λογαριασμό της Βιτόρια Γκιμαράες. Εκεί ένιωσε πραγματικός επαγγελματίας ποδοσφαιριστής τόσο όσον αφορά τις απολαβές όσο και τις συνθήκες εργασίας.
Ωστόσο, για πρώτη φορά αντιλήφθηκε ότι στον κόσμο του ποδοσφαίρου δεν είναι όλες οι ομάδες οικογένειες όπως η Φεϊρένσε. «Είναι φυσιολογικό να υπάρχουν υποομάδες μέσα σε μια ομάδα, αν και προσωπικά είχα μια δυσκολία να το καταλάβω. Οι Βραζιλιάνοι κάνουν παρέα με τους Βραζιλιάνους, οι Πορτογάλοι με τους Πορτογάλους, οι παλιοί με τους παλιούς. Είναι φυσιολογικό, δεν σημαίνει ότι υπάρχουν κλίκες. Οι υποομάδες θα υπάρχουν, αλλά μπροστά στο κοινό καλό η ομάδα πρέπει να ενώνεται», ήταν η δική του οπτική για το συγκεκριμένο διαχρονικό ζήτημα που αφορά όλα τα ομαδικά σπορ. Ωστόσο, εκείνη τη χρονιά στη Βιτόρια θα έχει ως συμπαίκτες δύο πρόσωπα τα οποία θα τον συνδέσουν έμμεσα ή άμεσα με το σήμερα και τον Ολυμπιακό.
Ο πρώτος ήταν ο τερματοφύλακας της ομάδας Νούνο Εσπίριτο Σάντο, ο προπονητής της Γουλβς, αντιπάλου του Ολυμπιακού στους «16» του Europa League, ο οποίος εκείνη τη σεζόν έκανε το ξεπέταγμά του και είχε αγωνιστεί σε 20 ματς. Ο δεύτερος ήταν ο Ζλάτκο Ζάχοβιτς, ο Σλοβένος μεσοεπιθετικός που είχε αποκτηθεί το καλοκαίρι του 1993 από την Παρτιζάν και στη δεύτερη σεζόν του με συμπαίκτη τον Μαρτίνς είχε 23 συμμετοχές με 4 γκολ.
Πριν όμως συμπληρώσει έξι μήνες παρουσίας στην ομάδα, ο πρόεδρος της Βιτόρια φώναξε τον Μαρτίνς στο γραφείο του για να του ανακοινώσει: «Σε θέλει η Σπόρτινγκ Λισαβόνας». Δέκα χρόνια μετά το «όχι» στους πρωτευουσιάνους αυτή τη φορά δεν μπορούσε να αρνηθεί και το επόμενο καλοκαίρι έκανε το ταξίδι προς τα νότια. Ηταν μια μεταγραφή που γέμισε περηφάνια όλη την οικογένεια για τα κατορθώματα του βενιαμίν της.
Στη Σπόρτινγκ έμεινε τρία χρόνια, κλήθηκε στην Εθνική Πορτογαλίας (έπαιξε μία φορά) και μπορεί να μην κατέκτησε κάποιον τίτλο, όμως αισθάνθηκε ότι όχι απλά μεγάλωσε, αλλά ολοκληρώθηκε ως παίκτης. Την επόμενη εξαετία ακολούθησαν οι Μποαβίστα, Σάντα Κλάρα και Αλβέρκα, για να κρεμάσει τα παπούτσια του σε ηλικία 34 ετών, έχοντας όμως από την τελευταία του σεζόν στην Σπόρτινγκ αρχίσει να δουλεύει το επόμενο πρότζεκτ με την κωδική ονομασία «Προπονητής».
Ο κόουτς Πέδρο
Η αλλαγή θέσης σε αμυντικό μέσο του έδωσε την ευκαιρία να δει το ποδόσφαιρο διαφορετικά -να βλέπει τη γενική εικόνα- και σε συνδυασμό με το γεγονός ότι ρουφούσε σαν σφουγγάρι τα όσα έλεγαν και έκαναν οι προπονητές του, ήξερε ποιο θα ήταν το επόμενο βήμα του και πότε να το κάνει.
Οπως ως ποδοσφαιριστής δεν είχε κάποιο είδωλο αλλά εκτιμούσε συγκεκριμένους παίκτες, έτσι και ως προπονητής είχε τη δική του αντίληψη. «Ακόμη και αν έχεις περάσει όλη σου τη ζωή παίζοντας ποδόσφαιρο, δεν είσαι έτοιμος να προπονήσεις μια μεγάλη ομάδα στην αρχή της προπονητικής σου καριέρας. Γι’ αυτό αποφάσισα να αρχίσω το ταξίδι μου από τα χαμηλά. Και ειλικρινά, το να είμαι μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας με βοήθησε να αναπτύξω τη δική μου μεθοδολογία και φιλοσοφία στη δουλειά», είχε δηλώσει στο Coaches Voice.
Απεχθάνεται την αντιγραφή, αλλά δεν είναι δογματικός και δεν έχει κανένα πρόβλημα να πάρει μια ιδέα, να τη μετατρέψει σύμφωνα με τα δικά του θέλω και να την εντάξει στη φιλοσοφία του. Αγχος είχε πάντα (ακόμη και τώρα ζει τον κάθε αγώνα στο κόκκινα), αλλά θυμάται την πρώτη φορά που ανέλαβε ως πρώτος προπονητής. Αφού δούλεψε ως βοηθός του Ζοζέ Κουσέιρο (νυν τεχνικός διευθυντής της πορτογαλικής ομοσπονδίας) διαδοχικά σε Σετούμπαλ, Πόρτο, Μπελενένσες, όταν ο τελευταίος ανέλαβε την Εθνική U21, ήρθε η ώρα να χωρίσουν οι δρόμοι τους.
«Του χρωστάω πολλά, μου έμαθε τη σημασία της επικοινωνίας, να μιλώ με άνεση μπροστά σε μεγάλα κοινά, αλλά ήξερε ότι ο στόχος μου ήταν να γίνω πρώτος προπονητής», είχε πει σε άλλη συνέντευξή του, με τον πρώτο σταθμό του head coach, πλέον, Πέδρο Μαρτίνς να είναι η Ουνιάο Ντε Λάμας. Μια ομάδα που η έδρα της ήταν μόλις 7 χιλιόμετρα μακριά από τη Φέιρα. Εμεινε έναμ χρόνο και παρόλο που άλλαξε την εικόνα της ομάδας, η αθέτηση της υπόσχεσης του προέδρου για πληρωμές των παικτών τον οδήγησε στην παραίτηση. Ο λόγος για τον Μαρτίνς είναι ιερός.
Επόμενος σταθμός, η επίσης άγνωστη Λουζιτάνια, αιώνια αντίπαλος της Φεϊρένσε, η οποία προσπαθούσε να ανέβει κι αυτή στη Β’ Κατηγορία. Παρά το χαμηλό μπάτζετ, για ενάμιση χρόνο κάνει σπουδαία πορεία. Ετσι, δεν αργεί να έρθει η πρόταση της Εσπίνιο, η οποία κάποτε ήταν στα μεγάλα σαλόνια, αλλά είχε χάσει την αίγλη της. Του παρουσίασαν ένα θελκτικό πρότζεκτ, το πίστεψε, αλλά τα λόγια δεν έγιναν ποτέ πράξη και η δεύτερη παραίτηση ήταν γεγονός.
Κι ενώ μέχρι το 2010 δούλευε σχετικά κοντά στο σπίτι του, προκύπτει η πρόταση της Μαρίτιμο που έχει έδρα τη νήσο Μαδέιρα. Αφήνει την οικογένεια στη Φέιρα και γίνεται νησιώτης για να αναλάβει τη β’ ομάδα που ήταν στην τελευταία θέση και ενώ απέμεναν 8 ματς. Πανηγύρισε 7 νίκες, 1 ισοπαλία και την έφερε στην 5η θέση. Στη συζήτηση, δε, που έγινε το καλοκαίρι για την ανανέωση του συμβολαίου του δεν έκανε καμία κουβέντα για τα λεφτά, αλλά έθεσε τις εξής προϋποθέσεις: να τον βοηθήσουν να φτιάξει μια ανταγωνιστική ομάδα και αν προκύψει αλλαγή προπονητή στην πρώτη ομάδα, τότε αυτός να είναι η πρώτη επιλογή.
Λίγους μήνες αργότερα ο Μαρτίνς πήρε προαγωγή και το 2014, όταν αποχώρησε από το νησί, 17 παίκτες από την ομάδα Νέων είχαν γίνει βασικοί ή είχαν πάρει χρόνο συμμετοχής στη μεγάλη ομάδα. Κι αν αυτό ήταν ένα ακόμη παράσημο για τον προπονητή Μαρτίνς, το προσωπικό κέρδος από την παρουσία του στη Μαρίτιμο ήταν ότι πλέον δεν τα έκανε όλα (τακτική, φυσική κατάσταση, σκάουτινγκ κ.ά.) αλλά είχε στο πλευρό του ένα επιτελείο ανθρώπων (το οποίο από εκείνη την εποχή μέχρι σήμερα τον ακολουθεί πιστά).
Eπιστρέφει στην ηπειρωτική Πορτογαλία (και λόγω της οικογένειας) αναλαμβάνοντας την Ρίο Αβε και για πρώτη φορά ο σύλλογος παίζει δύο σερί σεζόν στους ομίλους του Europa League, κάτι που δεν είχε πετύχει ποτέ, ενώ φτάνει επίσης δύο φορές στα ημιτελικά του Κυπέλλου. Στο καλοκαίρι μεταξύ των δύο σεζόν πωλούνται 7 παίκτες, αλλά η ομάδα συνεχίζει να παίζει το ίδιο καλό ποδόσφαιρο και η Βιτόρια Γκιμαράες -σχεδόν 20 χρόνια μετά το πέρασμά του από εκεί ως παίκτης- τον καλεί για να την αναλάβει τώρα ως προπονητής.
Λέει το «ναι» καθώς αντιλαμβάνεται ότι στη Ρίο έχει πιάσει το ταβάνι του και η ομάδα δεν θέλει ή δεν μπορεί να μεγαλώσει άλλο. Η Βιτόρια έχει το κάτι παραπάνω και ο Μαρτίνς φτιάχνει μια ομάδα που μαζεύει 20.000 οπαδούς σχεδόν σε κάθε εντός έδρας ματς. Τίτλος μπορεί να μην κατακτήθηκε, αλλά ο κόσμος γούσταρε αυτό που έβλεπε και το χαιρόταν με την ψυχή του. Ωστόσο η Βιτόρια ήταν και η μοναδική ομάδα που τον απέλυσε τον χειμώνα του 2018, κι ενώ λίγες εβδομάδες αργότερα είχε αρνηθεί την πρόταση του Ολυμπιακού.Το πεπρωμένο όμως φυγείν αδύνατον και λίγους μήνες αργότερα ο Μαρτίνς έφτανε στον Πειραιά, για να ξεκινήσει αυτό το μαγικό ταξίδι.
Χαμηλών τόνων
Εχει συμπληρώσει δύο χρόνια πλέον στην Ελλάδα, ωστόσο, αν εξαιρέσει κανείς τις δηλώσεις που κάνει πριν ή μετά τα ματς και τις αναφορές των ΜΜΕ στις σκέψεις του για τους αγώνες που έρχονται, ο Πορτογάλος τεχνικός δεν έχει απασχολήσει για κανέναν άλλο λόγο τα Μέσα.Ηρθε στην Ελλάδα με τη σύζυγο του Λίνα και επέλεξαν να μείνουν στη Γλυφάδα, όπου συνηθίζει να πίνει τον καφέ του (όχι σε κάποιο in στέκι), ωστόσο πρώτος πηγαίνει στις εγκαταστάσεις του Ρέντη και τελευταίος φεύγει.
Συνήθως περνάει 10-12 ώρες την ημέρα στο αθλητικό κέντρο της ομάδας παρέα με τους συνεργάτες του, τέσσερις εκ των οποίων είναι η σκιά του από την εποχή που ήταν προπονητής στη Μαρίτιμο.Οι Αντόνιο Ενρίκες (λάτρης της Αρχαίας Ελληνικής Ιστορίας) και Ρούι Πέδρο Κάστρο είναι οι βοηθοί του, ο Λουίς Αντέρο Λόμπο ο αναλυτής και ο Ερνάνι Γκόμεζ ο διατροφολόγος.
Εχει προσπαθήσει να μάθει ελληνικά, αλλά ενώ καταλαβαίνει, δεν μπορείς να πεις ότι έχει κάνει τρομερή πρόοδο. Οσοι τον ζουν καθημερινά μιλούν για έναν καταπληκτικό άνθρωπο, υπόδειγμα ευγένειας και σεμνότητας, που του αρέσει πάντα να προσφέρει στους φίλους και τους συνεργάτες του. Και η προσφορά δεν έχει να κάνει με την όποια φιλανθρωπική δράση, αλλά με τη διάθεση να βοηθήσει έναν παίκτη, έναν προπονητή να εξελιχθεί, να του δώσει την ευκαιρία να αναπτύξει το ταλέντο ή τις ικανότητές του.
Πολλές φορές η πίεση των αγώνων τον κάνει να φαίνεται κλειστός, αλλά έχει μια περίεργη αίσθηση του χιούμορ, ενώ το μοναδικό πράγμα που δεν τον απασχολεί είναι η εμφάνισή του. Θα μπορούσαμε να τον χαρακτηρίσουμε ως μια πιο εκλεπτυσμένη έκδοση του Φερνάντο Σάντος, με τον οποίο είναι πολύ καλοί φίλοι και μιλούν τακτικά.
Δεν είναι φαν των social media, αλλά έχει λογαριασμούς που τους χειρίζονται οι δικοί του άνθρωποι - προτιμά την άμεση επαφή και όλοι λένε πως είναι αυτό που φαίνεται.
Η πρώτη φορά που φάνηκε να «σπάει» ήταν το βράδυ της περασμένης Τετάρτης, όταν στα επινίκια για τη μαθηματική κατάκτηση του τίτλου αφιέρωσε το πρωτάθλημα «σε κάποιους δικούς μου ανθρώπους που δεν είναι κοντά μου, αλλά ξέρω ότι χαίρονται μαζί μου». Και αναφερόταν στον πατέρα του και τον μεγάλο αδελφό του που τους έχασε μέσα σε διάστημα λίγων μηνών το 2006 από καρδιακά προβλήματα. Τον πατέρα του πρόλαβε να τον αποχαιρετήσει στο νοσοκομείο, ενώ τον αδελφό του τον βρήκε ο ίδιος νεκρό στο σπίτι του, όπου πήγε έχοντας ανησυχήσει γιατί δεν είχε έρθει στο ραντεβού τους.
Τώρα όμως εκεί ψηλά μπορούν να είναι περήφανοι για τον βενιαμίν της οικογένειας, ο οποίος μπορεί να μην κάτσει ποτέ στον αραχνιασμένο θρόνο του Castelo de Santa Maria da Feira, αλλά επιστρέφοντας στην αγαπημένη του Φέιρα θα είναι στην καρδιά όλων ο βασιλιάς της πόλης.
Ειδήσεις σήμερα:
Μητσοτάκης από Κασσιόπη Κέρκυρας: Προτεραιότητά μας η προσέλκυση ξένων επενδύσεων
Savannah: Η πορνοστάρ που λάτρευε τους σκληρούς ρόκερ και αυτοπυροβολήθηκε στα 23 της
Τα Ελληνόπουλα που βρέθηκαν στην Αλβανία τον καιρό του Εμφυλίου
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr