Σάββας Θεοδωρίδης: Από το Κολωνάκι, θρύλος στο λιμάνι

Αφιέρωσε σχεδόν όλη τη ζωή του και έμεινε μέχρι τελευταία στιγμή μάχιμος στις επάλξεις της ομάδας που λάτρεψε - Αφησε πίσω του ανεξίτηλο το αποτύπωμά του στην ποδοσφαιρική κληρονομιά της χώρας - Κυρίως, όμως, έγραψε ένα μοναδικά ξεχωριστό κεφάλαιο στη μεγάλη ιστορία της οικογένειας του Ολυμπιακού

Αρκετοί παλαίμαχοι ποδοσφαιριστές έγιναν από άλλα πόστα εμβληματικές μορφές του συλλόγου με τον οποίο αναδείχθηκαν και δοξάστηκαν. Λίγοι έγιναν σημεία αναφοράς και ενσάρκωσαν την ταυτότητα της φανέλας που κάποτε φορούσαν. Ελάχιστοι αφιέρωσαν ολόκληρη τη ζωή τους και έμειναν μάχιμοι στις επάλξεις της ομάδας που υπηρέτησαν και λάτρεψαν. Κανένας, όμως, δεν απόλαυσε το σπάνιο προνόμιο να τα υλοποιήσει όλα αυτά ταυτόχρονα σε βάθος χρόνου. Κανένας δεν κατάφερε να γίνει αποδεκτός με καθολικό δέος και απεριόριστο σεβασμό σε όποιο γήπεδο κι αν πάτησε. Μόνο ο αξέχαστος Σάββας Θεοδωρίδης.

Η ανιδιοτελής και πληθωρική αυτή προσωπικότητα που επί σχεδόν 70 χρόνια συμβόλιζε το κόκκινο νήμα που ένωνε όλες τις αθλητικές μνήμες της ερυθρόλευκης ομάδας με τις καρδιές πολλών γενιών φιλάθλων της. Η θρυλική φιγούρα του ανθρώπου που, αφού έδωσε όρθιος μια συγκλονιστική μάχη εναντίον του καρκίνου, άφησε την τελευταία του πνοή στα 85 του, προλαβαίνοντας λίγο πριν από τη λήξη να πανηγυρίσει άλλο ένα πρωτάθλημα του συλλόγου που αγάπησε όσο τίποτε άλλο. Κι έτσι «έφυγε» δικαιωμένος για το τελευταίο ταξίδι του, σκεπασμένος με την ερυθρόλευκη σημαία. Αφησε πίσω του ανεξίτηλο το αποτύπωμά του στην ποδοσφαιρική κληρονομιά της χώρας. Κυρίως, όμως, έγραψε ένα μοναδικά ξεχωριστό κεφάλαιο στη μεγάλη ιστορία της οικογένειας του Ολυμπιακού.

Στις 20 Φεβρουαρίου του 1954, δύο ημέρες αφότου είχε κλείσει τα 19 του χρόνια, ο Σάββας Θεοδωρίδης ντεμπουτάριζε κάτω από τα ξύλινα δοκάρια της εστίας του Ολυμπιακού στο ματς εναντίον του Απόλλωνα Αθηνών
Το μακρινό 1955, σε μια ζορισμένη περίοδο της υπό ανασυγκρότηση μετεμφυλιακής Ελλάδας, η ταινία «Στέλλα» του Μιχάλη Κακογιάννη έκανε πρεμιέρα στις κινηματογραφικές αίθουσες. Στο πλευρό της πρωταγωνίστριας Μελίνας Μερκούρη ο Γιώργος Φούντας, στα ερμηνευτικά ντουζένια του, υποδυόταν τον αψίκορο Μίλτο, έναν παραδοσιακής λαϊκής εντιμότητας φορτηγατζή και παράλληλα ποδοσφαιριστή του Ολυμπιακού. Ο ρόλος του δεν απείχε από την ποδοσφαιρική πραγματικότητα εκείνης της «ασπρόμαυρης» εποχής.

Το άθλημα ήταν ερασιτεχνικό, τα έσοδα πενιχρά, οι αμοιβές μηδαμινές. Οι παίκτες δεν είχαν απαιτήσεις για λούσα και μεγαλεία. Παιδιά των φτωχογειτονιών του μόχθου και του μεροκάματου, βολεύονταν στον συμβατικό ρεαλισμό της υπόσχεσης από την ομάδα για ένα διορισμό σε κάποια δημόσια υπηρεσία ή μια άδεια πώλησης λαχείων. Το βράδυ ονειρεύονταν κυριακάτικες απογευματινές παραστάσεις με την μπάλα σε ξερά γήπεδα, κανονικές αλάνες με μάντρες και χωράφια στρωμένα με γαρμπίλι, αμμοχάλικο, πριονίδι, πίσσα και μπετόν αρμέ. Τους αρκούσε να ταξιδεύουν από στόμα σε στόμα των φιλάθλων στην κερκίδα τα μυθοποιημένα κατορθώματά τους, τα οποία έπαιρναν επικές διαστάσεις στις λιγοστές αθλητικές εφημερίδες που πρόσφεραν ως στάνταρ σπεσιαλιτέ τη μουντζούρα από το μελάνι τους. Εκείνα τα σκοτεινά φεγγάρια για την Ελλάδα ήταν σπάνιο έως απίθανο ένα ευκατάστατο και μορφωμένο παλικάρι να επιλέξει για καριέρα το «παρακατιανό» αυτό σπορ, εκτός πια κι αν η οικογένειά του το είχε τάξει στη Μεγαλόχαρη.

Ινδαλμα για τους πιτσιρικάδες και εξώφυλλο στα περιοδικά της εποχής, ενώ μαθήτριες από εκπαιδευτήρια θηλέων συνωστίζονταν κάτω από το διαμέρισμά του για να τον δουν


Ο αέρινος γκολκίπερ

Στις 20 Φεβρουαρίου του 1954, πριν από εξίμισι και βάλε δεκαετίες, το μασίφ απαγορευτικό στερεότυπο της εμπλοκής των τέκνων της ντόπιας ελίτ με το υποτιθέμενα κατώτερης ποιότητας και αμφισβητούμενης ως λαϊκής αξίας ομαδικό άθλημα θα θρυμματιζόταν σε συντρίμμια για πρώτη φορά. Δύο ημέρες αφότου είχε κλείσει τα 19 του χρόνια ένας φοιτητής πανεπιστημίου, παρακαλώ, από προνομιούχα οικογένεια, ντεμπουτάριζε κάτω από τα ξύλινα δοκάρια της εστίας σε επίσημο αγώνα πρωταθλήματος. Οχι με όποια κι όποια ομάδα, αλλά στον πρωταθλητή Ολυμπιακό που είχε τα παλιά ποδοσφαιρικά είδωλα σαν τους αδελφούς Χέλμη στον πάγκο και τα αποδυτήρια, καθώς και τους αδελφούς Ανδριανόπουλους στη διοίκηση. Σε εκείνο το νικηφόρο ματς εναντίον του Απόλλωνα Αθηνών ο νεαρός έκανε σπουδαία εμφάνιση, σωστός αίλουρος και κέρβερος με έξοχα ανακλαστικά και δυναμικές εξόδους, αποκρούοντας πέναλτι του Λάμπη Σεραφείδη, αδελφού του βετεράνου τερματοφύλακα της ΑΕΚ, Στέλιου Σεραφείδη. Διακρίθηκε στον αγώνα, αλλά ήδη ξεχώριζε για μύριους άλλους λόγους.

Ο αέρινος γκολκίπερ ονόματι Σάββας Θεοδωρίδης, από τη στιγμή που εμφανίστηκε στην ομάδα του Μεγάλου Λιμανιού προερχόμενος από τους µακρινούς Αμπελόκηπους, ξάφνιασε σαν τον άσο της τράπουλας που πέφτει τελευταίος σε παρτίδα κούκου μονού της πόκας. Καταρχάς, ήταν γέννημα θρέμμα Αθηναίος, μεγαλωμένος δίπλα στο γήπεδο της Λεωφόρου Αλεξάνδρας. Προτού φορέσει την ερυθρόλευκη φανέλα, αγωνιζόταν με τα πράσινα χρώματα της Ενωσης Αμπελοκήπων που τροφοδοτούσε προτιμησιακά τον Παναθηναϊκό με ταλέντα - παρεμπιπτόντως, από την ίδια ομάδα προερχόταν και ο Κώστας Λινοξυλάκης. Ο Σάββας, πάντως, με την τρέλα που είχε για τον Ολυμπιακό αγνόησε το Τριφύλλι. Τα χρήματα της αποδέσμευσής του, ένα κάρο λεφτά, τα πλήρωσε από την τσέπη του ο πατέρας του, ιδρυτικό στέλεχος και μέλος των 100 «Αθανάτων» του Ολυμπιακού. Ωστόσο, για τις καθιερωμένες συνήθειες της ομάδας του Πειραιά, ο νεοφερμένος παίκτης φάνταζε ουρανοκατέβατος. Οχι άδικα, εδώ που τα λέμε. Από το καλοκαίρι του 1952 που υπέγραψε το δελτίο του στον Ολυμπιακό τράβηξε την προσοχή. Πέρα από το επιβλητικά νευρώδες παράστημα με τις φαρδιές πλάτες, το ασίγαστο αγωνιστικό πάθος και το ορατό ποδοσφαιρικό ταλέντο, διέθετε και άλλα διακριτά ατού. Οχι απαραίτητα αθλητικά. Ηταν, άλλωστε, εμφανώς εύπορος. Ο φαρμακοποιός πατέρας του Θεόδωρος ήταν ιδιοκτήτης ενός από τα πρώτα και μεγαλύτερα φαρμακεία της πρωτεύουσας στην οδό Καραγεώργη Σερβίας στο Σύνταγμα. Ηταν ακόμη απόφοιτος του μεγάλης κοινωνικής αίγλης Κολλεγίου, που σπούδαζε Φαρμακευτική στη Φυσικομαθηματική Σχολή Αθήνας, δηλαδή επιστήμονας, και μιλούσε με άνεση αγγλικά και, ρε φίλε, γαλλικά!

Με τον πρόεδρο του Ολυμπιακού Βαγγέλη Μαρινάκη και τον Ερνέστο Βαλβέρδε
Ασε που χρησιμοποιούσε τακτικά και την πλανισμένη σαν από ξυλογλυπτική καθαρεύουσα του σχολείου και των καθωσπρέπει με αιτιατικές του τύπου «τον διαιτητήν», «τους προπονητάς», «τας γραμμάς», τέτοια. Στα αυτιά των συμπαικτών του, της ελλιπούς μόρφωσης των μεταπολεμικών ερειπίων και της χαλαρής επικοινωνίας μεταξύ του σε λιμανίσια διάλεκτο, η ομιλία του έφερνε επίσης κάπως στα γαλλικά. Χώρια που είχε παίξει, άκουσον, μπάσκετ σε ομάδα της Ρόδου- ο πατέρας του, άλλωστε, με καταγωγή από τη Χάλκη είχε μεγαλώσει στο χωριό Απολακκιά-, ενώ παράλληλα συναγωνιζόταν με τους κολλεγιόπαιδες συμμαθητές του στο πινγκ πονγκ και στο άθλημα τότε της αριστοκρατίας, το τένις. Ολα αυτά σε μια εποχή όπου τα γήπεδα της αντισφαίρισης ήταν πιο σπάνια από τις επισκέψεις γυναικών στο Αγιον Ορος.

Και του σαλονιού και του λιμανιού

Και βέβαια, ο παίκτης της ομάδας με το Νο 1 στην πλάτη της μαύρης φανέλας του τερματοφύλακα ήταν ταξιδεμένος, μια και την τελευταία τάξη του τότε Γυμνασίου την είχε παρακολουθήσει στο Λονδίνο. Λογικά ο Ανδρέας Μουράτης από τη Σούδα του Νέου Φαλήρου, ο Μπάμπης Κοτρίδης από τη Δραπετσώνα και ο Ηλίας Υφαντής από την Αγιά Σοφιά του Πειραιά τον έβλεπαν σαν εξωγήινο. Οι ίδιοι με το που ξεμύτιζαν από τη διασταύρωση στα Καμίνια με την οδό Πειραιώς -με τα τότε εκατέρωθεν του δρόμου λαχανοχώραφα- ένιωθαν σαν ξενιτεμένοι σε τροπική ζούγκλα. Την ίδια στιγμή ο Σάββας με το ιδιόκτητο εξωτικό αυτοκίνητό του, ένα εξακύλινδρο Vauxhall Velox του ’58 με πανοραμικό παρμπρίζ και λωρίδες χρωμίου, όργωνε τα Φάληρα σαν ζεν πρεμιέ που του περίσσευαν τα τάλιρα. Κι όμως. Πήγαινε, ανυπόκριτα, πάντα για προπόνηση με το λεωφορείο, το τραμ ή τον ηλεκτρικό για να μην ξεχωρίζει από τους υπόλοιπους.

Με αγωγή, ήθος και ευγένεια, ο σοβαρός και συγκροτημένος Σάββας δεν ήταν, όπως περιγραφόταν, «ένας αμούστακος κομψός γόης του Κολωνακίου» με στενά σορτσάκια από βατίστα στο γήπεδο ανάμεσα σε συμπαίκτες με μουστάκια κωλοκτρωνέικα και φαρδιές φουστανελάτες σωβράκες μέχρι το γόνατο. Ηταν ανέκαθεν ένα με το σύνολο. Συνυφασμένος με παίκτες, γυμναστές, φροντιστές, τα μοιραζόταν όλα μαζί τους. Μπορεί να έκανε ειδική παραγγελία τα δερμάτινα γάντια του γκολκίπερ από την Ιταλία. Μπορεί ως καλλιεργημένο νέο να τον καλούσε ο καρδιακός φίλος του και εκδότης της εφημερίδας Θεόδωρος Νικολαΐδης «Φως των Σπορ» να ποζάρει σε φωτογραφικό ενσταντανέ μαζί με τον Μάνο Χατζιδάκι σε συνέντευξη του μεγάλου συνθέτη στην εφημερίδα, αλλά ο ίδιος, καθόλου σνομπ, δεν ξιπάστηκε μια στάλα. Ακόμη και όταν το πρόσωπό του με τα έντονα χαρακτηριστικά φιγουράριζε σε εξώφυλλα των περιοδικών της εποχής, ενώ μαθήτριες από εκπαιδευτήρια θηλέων συνωστίζονταν κάτω από το διαμέρισμά του για να τον δουν, αυτός δεν παρασύρθηκε από τη ματαιοδοξία ενός εραστή της γκαζόζας. Το ελκυστικό του μείγμα ήταν, έτσι κι αλλιώς, άπαιχτο. Συνδύαζε ιδανικά τον τύπο και του σαλονιού και του λιμανιού. Κοσμοπολίτης και αλάνι. Φλέρταρε, πάντως, με στυλ τις νεαρές αστές ντεμπιτάντ εκείνων των χρόνων στο «Βυζάντιο» και στου Μπόκολα στο Κολωνάκι, χωρίς να δίνει δικαιώματα.

Δεν ήταν φαν της δημοσιότητας. Κάθε άλλο. Η ιδιωτική ζωή του ήταν διακριτική στα όρια της συστολής. Χρόνια αργότερα, όταν αναρτούσε την τεράστια κόκκινη σημαία του Θρύλου από το διαμέρισμά του στην οδό Σκουφά, λίγο πριν από την πλατεία, ελάχιστοι, ούτε καν ο θυρωρός, γνώριζαν ποιος ήταν ο ιδιοκτήτης της. Σεμνός ως χαρακτήρας, πότε δεν αναρωτήθηκε με τον στίχο του Εγγονόπουλου «Στρατηγέ τι ζητούσες στη Λάρισα συ ένας Υδραίος;». Ηταν αναπόσπαστο κομμάτι της ψυχής της ομάδας. Μπαρουτοκαπνισμένος φαντάρος στις μάχες παρά σενιαρισμένος λοχίας σε παρελάσεις. Διόλου βουτυρόπαιδο, αλλά λεβέντης με τσαγανό, αφοσίωση και ντομπροσύνη, έχαιρε της εκτίμησης των συμπαικτών του. Οχι μόνο για τα αγωνιστικά προσόντα του τερματοφύλακα που μαζί του πανηγύρισαν σε ένα σαρωτικό παλμαρέ πέντε διαδοχικά πρωταθλήματα και τρία σερί νταμπλ, αλλά επειδή ήταν ένας βαθιά αλληλέγγυος άνθρωπος με ολοκληρωμένη ενσυναίσθηση, που πρόσφερε απλόχερα κάθε στιγμή σε όσους είχαν ανάγκη. Διάφορα φιλανθρωπικά ιδρύματα καθώς και αναξιοπαθούντες συμπατριώτες του σε Σύμη, Χάλκη, Ρόδο, από όπου και οι καταγωγικές του ρίζες, κάτι ξέρουν παραπάνω. Πολύ προτού υπηρετήσει αφιλοκερδώς ως παράγοντας την ιδέα του Ολυμπιακού υπήρξε ένας χαμηλών τόνων γενναιόδωρος ποδοσφαιριστής. Oταν τύχαινε και εισέπραττε ένα πενιχρό χαρτζιλίκι από την ομάδα, στεκόταν παράμερα και το μοίραζε στους πιο φτωχούς από τους συμπαίκτες του. Συμπαραστεκόταν και όταν χρειαζόταν τσόνταρε από πάνω οικονομικά από το δικό του πορτοφόλι για να βοηθήσει. Πρόσφερε χρήματα στην οικογένεια του Θέμη Μουστακλή για τα ιατρικά έξοδα της θεραπείας του άτυχου Βολιώτη συμπαίκτη του, φοιτητή της Νομικής, που πέθανε από οξύτατη αναιμία, μόλις 24 ετών, το 1958. Τον έκλαψε με μαύρο δάκρυ ο ευαίσθητος Σάββας μαζί με όλους τους συμπαίκτες του. Αυτή την άρρηκτη ενότητα μαζί τους τη σφυρηλάτησε με το σθένος, τη ζωντάνια, το πάθος, τη δοτικότητά του. Σχέση που τήρησε απαρέγκλιτα σε όλη του τη ζωή.

Ενας φλογερός, ονειροπόλος ιδεαλιστής

Για χρόνια, ως παράγοντας ήταν αυτός που παρότρυνε τους Ελληνες παίκτες, πουσάριζε τους ξένους και μυούσε τους νεοφερμένους στο μεγαλείο το συλλόγου. Και ακόμη έφτιαχνε ηλεκτρισμένο κλίμα, κινούνταν ακατάπαυστα από τη γραμμή του πλάγιου άουτ πλάι στον πάγκο ως τη φυσούνα, για να ενθαρρύνει, να παρακινήσει, να χειροκροτήσει και όταν χρειαζόταν να κατευνάσει και να χτυπήσει φιλικά στην πλάτη τους παίκτες της ομάδας. Ενας αυθεντικός Θρυλέοντας για τους ποδοσφαιριστές. Πάντα δίπλα τους και όρθιος, ανά περίσταση ψύχραιμος ή εκρηκτικός, αενάως παρών με λιοπύρια, βροχές, χιονιάδες σε όλα τα γήπεδα της επικράτειας. Και να σκεφτεί κανείς ότι δεν ταξίδευε με αεροπλάνο. Ακολουθούσε τον Ολυμπιακό σε όλα τα εκτός έδρας ραντεβού του με αυτοκίνητο. Μετακινούνταν σε Γιάννενα, Ξάνθη, Θεσσαλονίκη, οδηγώντας χιλιάδες χιλιόμετρα πηγαινέλα αυθημερόν. Στην Κρήτη ταξίδευε αναγκαστικά με το πλοίο. Και στην Ευρώπη, άλλο βάσανο, οδικώς, με τρένο, με καράβι, κυρίως με μπόλικη ταλαιπωρία.

Πριν από χρόνια ως ποδοσφαιριστής είχε δοκιμαστεί εφιαλτικά σε ένα ταξίδι για εκτός έδρας παιχνίδι της Εθνικής Ενόπλων με την αντίστοιχη της Αλγερίας. Το αεροπλάνο της αποστολής, με χαλασμένο κινητήρα, έκανε ψυχοβγαλτικά τρίζοντας και με τις μπάντες αναγκαστική προσγείωση στη Σικελία εν μέσω φρικώδους τρόμου των επιβαινόντων που γλίτωσαν σαν από θαύμα. Εξαιτίας αυτού του θρίλερ στους αιθέρες, για δεκαετίες δεν είχε δει τη γη από ψηλά. Τα τελευταία χρόνια, πάντως, χάρη στις εκτός έδρας διεθνείς αναμετρήσεις του Ολυμπιακού επανέκτησε την εναέρια αυτοπεποίθησή του. Εχοντας πάντα, για να πάνε όλα καλά, στην εσωτερική τσέπη του σακακιού του μια εικόνα του Αρχαγγέλου Μιχαήλ του Πανορμίτη, πολιούχου της Σύμης, της πατρίδας της μητέρας του - το μοναστήρι του οποίου στο νησί επισκεπτόταν τακτικά.

Με τον γιο του Δημήτρη Θεοδωρίδη και τη σύζυγό του Δούκισσα Νομικού
Οταν στα τέλη Νοεμβρίου του 2011 ο πρόεδρος Βαγγέλης Μαρινάκης τον επανεπιστράτευσε, αυτομάτως κερκίδα, αποδυτήρια και αθλητικός Τύπος χειροκρότησαν αυτή την κίνησή του. Με τον Σάββα άριστο γνώστη όλου του ΚΑΠ, που ήξερε απέξω κι ανακατωτά τις διάφορες φιγούρες παραγόντων, διαιτητών, θεσμικών ή παραθεσμικών οργάνων και τα εκάστοτε νταραβέρια τους, η ομάδα εκτιμούσαν ότι θα οχυρωνόταν. Ως μετρ της ψυχολογίας απάντων καθώς και των συμπεριφορών τους εντός και εκτός γηπέδου, η επιτυχία του θεωρούνταν προκαταβολικά γκαραντί. Οπως και έγινε. Η σεζόν, που φάνταζε αμφίρροπη αρχικά, τελείωσε με πρωταθλητή της Σούπερ Λιγκ τον Ολυμπιακό. Με τον πρόεδρο της λαοφιλούς ερυθρόλευκης ομάδας να δηλώνει τότε: «Αυτό το πρωτάθλημα που πήραμε οφείλεται σε πολύ μεγάλο ποσοστό στον Σάββα Θεοδωρίδη». Θα ακολουθούσαν ακόμη πέντε σερί πρωταθλήματα. Πώς λοιπόν ένας άνθρωπος που έβαζε τον Ολυμπιακό κυριολεκτικά πάνω απ’ όλα, ακόμη και πάνω από τον ίδιο του τον εαυτό, δεν είναι αξιοθαύμαστος ως μοναδική περίπτωση στα ποδοσφαιρικά χρονικά; Οταν διαγνώστηκε πριν από τρία-τέσσερα χρόνια με καρκίνο, συγκίνησε όσους γνώριζαν την ασθένειά του με τον αστείρευτο ζήλο του για προσφορά στην ομάδα. Μετά τις εξαντλητικές χημειοθεραπείες στις οποίες υποβαλλόταν έτρεχε κατευθείαν καθημερινά στο προπονητήριο του Ρέντη. Εκεί, κοντά στην καψούρα και ταυτόχρονα την οικογένειά του, ανέπνεε, χαιρόταν, από εκεί αντλούσε δύναμη για να ζει.

Τιμούσε τη φανέλα

Ανέκαθεν ρομαντικός, τιμούσε τη φανέλα ως ιερό κειμήλιο. Οταν το 1959 η Ραπίντ Βιέννης τον ζήτησε με μεταγραφή, προσφερόμενη να του υπογράψει επαγγελματικό συμβόλαιο με γαλαντόμες απολαβές και να του καλύψει τα δίδακτρα των σπουδών του σε φαρμακευτική σχολή αυστριακού πανεπιστημίου, ο ίδιος δεν το σκέφτηκε καν. Απέρριψε ασυζητητί την πρόταση. Η απόφασή του δεν προερχόταν από την έπαρση της οικονομικής άνεσης ενός bon vivant, αλλά από την αγέρωχη ετυμηγορία του αφοσιωμένου, όχι άκριτα, πιστού που ήθελε να δίνει στον Θρύλο και όχι να παίρνει από αυτόν. Δεν τον ένοιαζε η ατομική του προκοπή, μόνο η δόξα της ομάδας. Ποτέ του δεν λογάριασε τα χρήματα και ποτέ δεν τα έβαλε, ούτε κατά διάνοια, πάνω από την αίγλη της.

Πράγμα που απέδειξε έμπρακτα όποτε κλήθηκε να τη βοηθήσει, αφήνοντας τις επαγγελματικές του υποχρεώσεις, τις οποίες εμπιστεύτηκε σε άλλα άτομα για να γίνει αμισθί παράγοντας, διοικητικό στέλεχος, γενικός αρχηγός, αντιπρόεδρος, επίτιμος πρόεδρος, εκπρόσωπος στην ΕΠΟ - ακόμη και ως βοηθός προπονητή κάθισε κάποτε στον πάγκο. Δίνοντας ενεργητικά και με φιλότιμο το «παρών», χαρίζοντας με την εμπειρία του προστιθέμενη αξία στη λατρεμένη του ομάδα, είτε στα δύσκολα χρόνια της μετά Γουλανδρή εποχής, είτε εκείνων επί Νταϊφά, επί Κόκκαλη, επί Μαρινάκη. Ολοι οι πρόεδροι του Ολυμπιακού ήταν για εκείνον ηγέτες και πρόσωπα άξια τιμής και σεβασμού. Τους υπηρέτησε ανιδιοτελώς πότε από το παρασκήνιο, πότε από το προσκήνιο, αλλά σταθερά και ως αφανής οικονομικός αιματοδότης της ομάδας.

Ξένισε σε μια φάση, όταν σε μια αποστροφή του λόγου του εξωτερίκευσε ότι ο ίδιος με τον πατέρα του είχαν δωρίσει πιο πολλά λεφτά στην ομάδα από όσα είχε δώσει ο μεγάλος Νίκος Γουλανδρής.

«Κομπασμοί του μπαρμπα-Σάββα», έσπευσαν να του αποδώσουν οι αγνώμονες και οι άσχετοι. Αστόχησαν. Ο ειλικρινής Θεοδωρίδης δεν γύρευε λεζάντες για τις δωρεές και τις επιχορηγήσεις του στον σύλλογο της καρδιάς του. Λίγοι γνώριζαν ότι χάρη στη φιλία του με τον επίσης «φόλα γαύρο» εφοπλιστή Μιχάλη Τατάκη -του οποίου η οικογένεια ανέγειρε με δικά της έξοδα τον Ναό του Αγίου Κωνσταντίνου στη Γλυφάδα- έψησαν ένα συγγενή του πλοιοκτήτη να πουλήσει τα κτήματά του στον Αγιο Ιωάννη Ρέντη ώστε να γίνει εκεί το προπονητικό κέντρο του Ολυμπιακού. Ξηλώθηκε κανονικά ο ίδιος και ο πατέρας του, όπως και άλλοι δωρητές, για να αγοραστούν εκείνα τα οικόπεδα το καλοκαίρι του 1962. Οταν μετά από οκτώ χρόνια παρουσίας, μόλις στα 26 του, ο Σάββας άφηνε την εστία της ομάδας και το ποδόσφαιρο και έφευγε για το Αμστερνταμ, όπου θα έκανε μετεκπαίδευση πάνω στις βιταμίνες.

Την τελευταία του ιστορικά αξιομνημόνευτη εμφάνιση την έκανε το καλοκαίρι του 1961. Στις 4 Ιουλίου, στις 9 το βράδυ, στο κατάμεστο γήπεδο της Λεωφόρου, ο Ολυμπιακός αντιμετώπισε σε φιλική αναμέτρηση τη Σάντος του μεγάλου βασιλιά της μπάλας, του «μαύρου διαμαντιού» Πελέ. Η βραζιλιάνικη ομάδα έκανε περιοδεία στην Ευρώπη και σάρωνε τα πάντα στο διάβα της. Ο πατέρας Θεοδωρίδης προειδοποίησε τον γιο του να παραστήσει τον άρρωστο και να μην παίξει κάτω από τα δοκάρια γιατί προέβλεπε πανωλεθρία. Ο Σάββας ούτε καν το σκέφτηκε. Από αυτόν ξεκινούσε η ενδεκάδα, επομένως θεωρούσε χρέος του να αγωνιστεί. Η λήξη του αγώνα βρήκε τον Ολυμπιακό του Τζίνα Σιμονόφσκι θριαμβευτή με σκορ 2-1. Οι φίλαθλοι πανηγύρισαν έξαλλα, σήκωσαν στους ώμους τον Σάββα και τον πήγαν πεζή μέχρι το σιντριβάνι της Ομόνοιας.

Στις 4 Ιουλίου του 1961 ο Ολυμπιακός αντιμετώπισε σε φιλική αναμέτρηση τη Σάντος του μεγάλου «βασιλιά της μπάλας», Πελέ. Η βραζιλιάνικη ομάδα έκανε περιοδεία στην Ευρώπη και σάρωνε τα πάντα στο διάβα της. Ο πατέρας Θεοδωρίδης συμβούλεψε τον γιο του να παραστήσει τον άρρωστο και να μην παίξει κάτω από τα δοκάρια γιατί προέβλεπε πανωλεθρία. Ο Σάββας ούτε καν το σκέφτηκε. Η λήξη του αγώνα βρήκε τον Ολυμπιακό θριαμβευτή με 2-1. Οι φίλαθλοι πανηγύρισαν έξαλλα, σήκωσαν στους ώμους τον Σάββα και τον πήγαν πεζή μέχρι το σιντριβάνι της Ομόνοιας.


Εξι μήνες αργότερα, όταν ο εμβληματικός ρεμπέτης Στράτος Παγιουμτζής είχε κάνει πασίγνωστο άσμα την πολυθρύλητη νίκη επί της Σάντος, ο Σάββας στην κορύφωση της ποδοσφαιρικής του σταδιοδρομίας εγκατέλειψε τους αγωνιστικούς χώρους. Οταν λίγο αργότερα στον πάγκο του Ολυμπιακού βρισκόταν ο Μαγιάρος προπονητής Μάρτον Μπούκοβι, του ζήτησε να επιστρέψει στην ομάδα. Δεν τον είχαν πάρει δα και τα χρόνια. Ηταν, όμως, κιόλας παντρεμένος και μαζί με την τότε σύζυγό του Αρετή είχαν φέρει στο κόσμο ένα αγοράκι που το βάφτισαν με το όνομα του πατέρα του, Θεόδωρο. Και ο οποίος σήμερα στα 55 του είναι γενικός γραμματέας της UEFA.

Η αλήθεια είναι ότι η ευκατάστατη μεσοαστική οικογένειά του τον πίεζε αφόρητα να παρατήσει την μπάλα. Τόσο ο πατέρας του όσο και η επίσης φαρμακοποιός και Δωδεκανήσια μάνα του Δικαία, το γένος Παχωπού, έτρεμαν μην τυχόν και ο αγαπημένος γιος τους πάθει καμιά ανεπανόρθωτη ζημιά στα γήπεδα-καρμανιόλα όπου αγωνιζόταν. Φοβούνταν ακόμη μην τυχόν και εγκαταλείψει για χάρη της αγαπημένης ομάδας του τις σπουδές του. Αναπόδραστα, του ζητούσαν σχεδόν επιτακτικά να κρεμάσει νωρίς-νωρίς τα γάντια του τερματοφύλακα. Ο ίδιος ταλαντευόταν ανάμεσα στον ποδοσφαιρικό του ζήλο και τον σεβασμό προς τους γονείς του. Ηδη από το καλοκαίρι του 1955 μέχρι την άνοιξη του 1956 είχε σταματήσει το ποδόσφαιρο για να διαβάσει. Δεν άντεξε την αποχή. Κρυφά από τον πατέρα του άρχισε να επισκέπτεται το γήπεδο της Λεωφόρου και να κάνει προπονήσεις για να κρατιέται σε φόρμα. Το Λιμάνι, εν τω μεταξύ, τον περίμενε σχεδόν καρτερικά. Οταν πια άρχισε να υποφέρει μακριά από τη δράση, ξέσπασε και επέστρεψε με πεισματάρικη φούρια και αχόρταγη όρεξη για μπάλα στον Ολυμπιακό, στην Εθνική Ελλάδας, στην Εθνική Ενόπλων.

Για τις επιτυχίες της τελευταίας τού είχε μάλιστα απονεμηθεί στο Παλάτι από τον τότε διάδοχο του θρόνου Κωνσταντίνο το χρυσό παράσημο του Σταυρού του Φοίνικα. Απέναντι στην ξεμυαλιστικά φαντασμαγορική λάμψη του μεταλλίου η οικογένειά του έβαλε μπροστά τα μεγάλα μέσα... Στις 5 Ιουλίου 1959, λίγο πριν την έναρξη του τελικού Κυπέλλου Ελλάδας ανάμεσα στον Ολυμπιακό με τη σπουδαία τότε Δόξα Δράμας στη Λεωφόρο, ο πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Καραμανλής χαιρετούσε τους παρατεταγμένους στη σέντρα ποδοσφαιριστές. Φτάνοντας μπροστά στον Σάββα και δίνοντάς του το χέρι, του είπε αναπάντεχα με τη χαρακτηριστική προφορά του: «Εσύ είσαι που θα σταματήσεις το ποδόσφαιρο;». Η ερώτηση ήταν, προφανώς, στημένη από τον πατέρα του Σάββα, ο οποίος διατηρούσε φιλικές σχέσεις με τον μετέπειτα «Εθνάρχη». Ο τερματοφύλακας ευγενικά και ψύχραιμα του απάντησε με αφοπλιστικό χαμόγελο: «Κύριε πρόεδρε, δεν μπορούμε να το συζητήσουμε μια άλλη ώρα;». Από μέσα του είχε γίνει μπαρούτι που ολόκληρος πολιτικός ηγέτης της χώρας έκανε αυτή τη χαριτωμένη μικροεκδούλευση στην οικογένειά του, η οποία εξέθετε τον ποδοσφαιριστή στα μάτια των συμπαικτών του.

Ο Σάββας, που δεν έβαλε πότε ούτε το κόμμα που ψήφιζε ούτε την όποια πολιτική του ιδεολογία πάνω από το συμφέρον του Ολυμπιακού, έγινε έξω φρενών. Αλλωστε, χάρη στο ηθικό του ανάστημα και την εντιμότητά του απέφυγε να μπλέξει σε πολιτικά ή πολιτικάντικα παιχνίδια. Αρνήθηκε σθεναρά τις επίμονες οχλήσεις να κατέβει υποψήφιος σε βουλευτικές εκλογές με βασικό κριτήριο το ερώτημα: «Αν ό,τι ήταν πιθανώς ωφέλιμο για τον ίδιο ή το κόμμα του θα ήταν και χρήσιμο για την ομάδα του». Οσο για εκείνο το περιστατικό με τον Καραμανλή, τα έφεραν έτσι η ζωή και ο χρόνος ώστε χωρίς να το επιδιώξει να πάρει συμπτωματικά μια άτυπη ρεβάνς.

Ο Σάββας Θεοδωρίδης με τον Πελέ
Το 1976 μετά τη λήξη του ισόπαλου 4-4 τελικού Κυπέλλου Ελλάδας στη Νέα Φιλαδέλφεια ανάμεσα σε Ολυμπιακό και Ηρακλή και την απώλεια του τροπαίου από τους «ερυθρόλευκους» στα πέναλτι, επιτέθηκε μέσα στο γήπεδο σφοδρότατα κατά του του Σερραίου βουλευτή Αχιλλέα Καραμανλή, υφυπουργού Προεδρίας, αρμόδιου για θέματα αθλητισμού και αδελφό του πρωθυπουργού Κωνσταντίνου Καραμανλή. Ο Σάββας τον κατηγόρησε ανοιχτά ότι «είχε φροντίσει» να κερδίσει το Κύπελλο ομάδα της Βόρειας Ελλάδας για ψηφοθηρικούς λόγους. Υπερβολή - ενδεχομένως απότοκη της πικρίας του. Ωστόσο έτσι αντιδρούσε, σαν πυρπολημένος από μπουρλότο, όταν αισθανόταν ότι θιγόταν η ομάδα του. Και στο ίδιο τέμπο ξιφουλκούσε χρόνια τώρα σε κάθε πιθανή αδικία ή υποψία μεροληψίας εις βάρος της, ενόσω η επί εικοσαετία και πλέον εξαίρετη σύντροφός του, η κυρία Αννα, στεκόταν στωικά στο πλευρό του σαν ακλόνητος βράχος. Επειδή η ίδια γνώριζε, καλύτερα από τον καθένα, ότι ο Σάββας Θεοδωρίδης δεν ήταν ποτέ ένας φθονερός φανατικός, αλλά μονίμως ένας φλογερός και ονειροπόλος ιδεαλιστής.

Στην ιδιωτική του ζωή, μακριά από τη θορυβώδη γηπεδική αρένα που υποσκάπτει ενίοτε τα στεγανά του ορθολογισμού, ο ίδιος μεταστοιχείωνε τη συνήθη εκρηκτικότητά του σε απόλυτη ηρεμία. Μειλίχιος, προσηνής, νηφάλιος, με καταδεκτικότητα και χιούμορ, επανασυνδεόταν με το ποδόσφαιρο με όρους εικαστικής φόρμας. Τα καλοκαίρια στο σπίτι του, στην κορυφή του Αϊ-Γιάννη στη Μύκονο, περιέγραφε με στοχαστική χάρη και ευλαβική ενάργεια πώς οραματιζόταν τις μοντέρνες ομάδες, αν και πάντα στο μυαλό του αυτές φορούσαν ερυθρόλευκα χρώματα και έφεραν το σήμα του Δαφνοστεφανωμένου Εφήβου στο στήθος. Η αλήθεια είναι ότι ο κύριος Σάββας γνώριζε αυτό που λένε «καντάρια μπάλα».

Στις αρχές της νέας χιλιετίας, ύστερα από ένα ματς του EURO 2000 που παρακολούθησε στην τηλεόραση, εξηγούσε στους συνδαιτυμόνες του με οξύ πνεύμα ότι οι σύγχρονες επιθετικές ομάδες, το μόνιμο ντέρτι του, χρειάζονται δύο ταχύτατους τεχνίτες στο κέντρο, έναν «φακίρη» εξτρέμ να παίζει «ψευτο-εννιάρι» και έναν προικισμένο γκολκίπερ να αγωνίζεται ως «ψευτο-λίμπερο». Και αφήνοντας άναυδους τους καλεσμένους του πήγε στο εντός του εξοχικού του παρεκκλήσι. Εκεί όπου το 2017 παντρεύτηκε τη Δούκισσα Νομικού ο γιος του Δημήτρης, από τον δεύτερο γάμο του με την Ελένη Φαρμάκη, μετέπειτα σύζυγο του Σωκράτη Κόκκαλη. Οσο για εκείνες τις αβάν γκαρντ ποδοσφαιρικές εμπνεύσεις του που φάνταζαν άσκοπες φουτουριστικές προφητείες, έπρεπε να έρθει οκτώ χρόνια αργότερα ο Πεπ Γκουαρντιόλα ως προπονητής για να τις υλοποιήσει.

Ο Σάββας Θεοδωρίδης δεν διεκδίκησε ποτέ στη ζωή του τιμητική διάκριση, φήμη και δόξα για να γίνει θρύλος του ελληνικού ποδοσφαίρου. Δεν ήταν ο αρχισκόρερ. Δεν ήταν ο αρχηγός. Δεν ήταν ο βιρτουόζος μπαλαδόρος. Δεν κατέκτησε διεθνή τρόπαια. Του το απέδωσε, όμως, εν ζωή η Ιστορία για την απαράμιλλη ανιδιοτελή αφοσίωση στην ομάδα του και την παραδειγματικά αδιάκοπη παρουσία του στο άθλημα. Ο άτυπος αυτός τίτλος θα τον συντροφεύει συμβολικά με την κενή θέση πάνω από τον πάγκο του Ολυμπιακού στο «Γεώργιος Καραϊσκάκης». Και θα τον υποδηλώνει στη συνέχεια της συλλογικής μνήμης η 67χρονη ενεργή συμμετοχή του στα γήπεδα. Και αυτό ήταν το μεγάλο του, διόλου φευγαλέο, κατόρθωμα. Μια κατάθεση ψυχής που δημιουργεί προσδοκίες για μίμηση. Γιατί όχι και ελπίδα υστεροφημίας με παγκόσμια απήχηση. Εξάλλου, στην ταινία του 1960 «Ποτέ την Κυριακή» του Ζυλ Ντασσέν η Μελίνα Μερκούρη τραγουδάει το βραβευμένο με Οσκαρ τραγούδι «Τα παιδιά του Πειραιά», κρατώντας τη φωτογραφία του Ολυμπιακού της εποχής, στην ενδεκάδα του οποίου ο αναγνωρίσιμος τερματοφύλακας είναι ο Σάββας Θεοδωρίδης.


Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr