Πες «ναι στο παιχνίδι» απολαμβάνοντας σούπερ προσφορές σε ένα σύγχρονο, γρήγορο και φιλικό περιβάλλον, με απόλυτη ασφάλεια για τις συναλλαγές σου και άμεση διευθέτηση
Το πείραμα της Λίβερπουλ με την πρόσληψη του «Μπραντ Πιτ»
Το πείραμα της Λίβερπουλ με την πρόσληψη του «Μπραντ Πιτ»
O Μπίλι Μπιν, κορυφαίος τζένεραλ μάνατζερ του μπέιζμπολ, τον οποίο ενσάρκωσε στη μεγάλη οθόνη ο Μπραντ Πιτ στην ταινία «Μοneyball», ετοιμάζεται για το Ανφιλντ προκειμένου να αλλάξει τα πάντα στο πλευρό του μεγάλου Γιούργκεν Κλοπ - Πώς η ιστορία του ενέπνευσε το Χόλιγουντ και με ποιο τρόπο κατάφερε να ανταγωνιστεί ομάδες-μεγαθήρια, έχοντας ένα από τα χαμηλότερα μπάτζετ στο πρωτάθλημα
Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη
Μια δύσκολη συγκυρία τον οδήγησε σε έναν εναλλακτικό τρόπο σκέψης που ανέτρεψε στερεότυπα και διαδικασίες δεκαετιών. Ο, άγνωστος στο ευρύ κοινό, Μπίλι Μπιν εμπιστεύτηκε το ένστικτό του στις αρχές του Millennium και κατάφερε να εξελιχθεί στον κορυφαίο General Manager (GM) του αμερικανικού πρωταθλήματος μπέιζμπολ, ο οποίος όμως ετοιμάζεται πλέον να μετακομίσει στον μαγικό κόσμο του ποδοσφαίρου μέσω της επιχειρηματικής συνεργασίας που είναι στα σκαριά με την ιδιοκτήτρια εταιρεία της Λίβερπουλ.
Τα κατορθώματα του ως GM σε μια μικρομεσαία ομάδα του Major League Baseball (MLB) έφτασαν να γίνουν βιβλίο (best seller για την ακρίβεια) και αργότερα ταινία, με τον Μπραντ Πιτ στον πρωταγωνιστικό ρόλο και 6 υποψηφιότητες για Οσκαρ, οπότε η εμπλοκή του με μια ομάδα του μεγέθους της Λίβερπουλ δημιουργεί μεγάλες προσδοκίες.
Ταυτόχρονα προκαλεί και μεγάλη περιέργεια για το πώς μπορεί να εξελιχθεί αυτή η συνεργασία και τι αποτύπωμα θα αφήσει στον χώρο του ποδοσφαίρου αλλά και σε αυτόν των sports business που, όπως όλα δείχνουν, αλλάζουν επίπεδο. Μόνο που, όπως θα διαβάσετε παρακάτω, αυτή η εξέλιξη μπορεί να ξάφνιασε αρκετούς, ωστόσο οι βασικοί πρωταγωνιστές του συγκεκριμένου deal το ετοίμαζαν εδώ και πολύ καιρό.
Πώς γεννήθηκε ο μύθος
Πίσω στο 2002, μετά την ολοκλήρωση της σεζόν στο MLΒ, οι Οκλαντ Αθλέτικς είχαν να αντιμετωπίσουν τις σημαντικές απώλειες του ρόστερ τους και τις περικοπές του μπάτζετ που έφεραν τον GM της ομάδας Μπίλι Μπιν σε καθεστώς τεράστιας πίεσης.
Γεννημένος στο Ορλάντο, μυήθηκε στον κόσμο του μπέιζμπολ από τον πατέρα του, ο οποίος ήταν αξιωματικός στο Nαυτικό, αλλά στο Γυμνάσιο εξελίχθηκε σε αστέρι τόσο στο μπέιζμπολ όσο και στο αμερικάνικο φούτμπολ. Ετσι στα 18 του χρειάστηκε να πάρει την πρώτη του μεγάλη απόφαση, καθώς το Στάνφορντ του προσέφερε διπλή υποτροφία (και στα δύο αθλήματα), όμως ο ίδιος επέλεξε να αποδεχθεί την πρόκληση του draft στο MLB, όπου επιλέχθηκε στον 1ο γύρο από τους Νιου Γιορκ Μετς. Ωστόσο το όνειρο της επαγγελματικής καριέρας εξελίχθηκε σε εφιάλτη, καθώς ο Μπιλ δεν δικαίωσε τις προσδοκίες. Για την ακρίβεια εξελίχθηκε σε μία από τις μεγαλύτερες απογοητεύσεις, με την παρουσία του στο MLB να ολοκληρώνεται άδοξα το 1989.
Εκεί ήταν το δεύτερο κρίσιμο σταυροδρόμι στο οποίο βρέθηκε. Το ήξερε και ο ίδιος ότι όλα είχαν τελειώσει κι έτσι επέστρεψε στους Οκλαντ Αθλέτικς, μία από τις ομάδες στις οποίες αγωνίστηκε χωρίς επιτυχία, αναλαμβάνοντας τον ρόλο του σκάουτ. Οκτώ χρόνια αργότερα (1997) προήχθη σε General Manager μιας ομάδας που είχε από τα μικρότερα μπάτζετ του πρωταθλήματος, συνήθως είχε αρνητικό ρεκόρ, αλλά υπό τη δική του καθοδήγηση τα επόμενα 8 χρόνια έφτασε 5 φορές στα playoffs... Ο Μπιν είχε να ανταγωνιστεί ομάδες με τριπλάσιο μπάτζετ, αλλά γνωρίζοντας καλά την αγορά φρόντιζε να βρίσκει πάντα λαβράκια εκεί όπου οι άλλοι GM έβλεπαν σκουπίδια. Η χρονιά όπου άπαντες υποκλίθηκαν στο μεγαλείο του ήταν το 2002, όταν είχε ήδη χάσει τους καλύτερους παίκτες του και η διοίκηση του ανακοίνωσε περαιτέρω περικοπές στο μπάτζετ. Ολα όσα ακολούθησαν αποτέλεσαν την αφορμή για να προκύψει το best seller του Μάικλ Λιούις «Moneyball: The Art of Winning an Unfair Game».
Το βιβλίο, που κυκλοφόρησε τον Νοέμβριο του 2003, εξιστορεί πώς ο ευρισκόμενος σε απόγνωση Μπιν καταφέρνει με τη βοήθεια του Πολ Ντε Ποντέστα, τον οποίο ανακάλυψε ο ίδιος στους Κλίβελαντ Ιντιανς, να αλλάξει τη λογική με την οποία έχτιζε την ομάδα του.
Ο Ντε Ποντέστα είχε μια πρωτοποριακή προσέγγιση στην ανάλυση των παικτών μέσω της στατιστικής (και της βοήθειας των υπολογιστών) που επέτρεψε στον Μπιν να φέρνει υποτιμημένους παίκτες, οι οποίοι όμως έδιναν τα πάντα για την ομάδα και την έφτασαν στη συγκεκριμένη σεζόν να πανηγυρίσει 20 συνεχόμενες νίκες, κάτι που είχε να συμβεί 100 χρόνια στο πρωτάθλημα μπέιζμπολ της Αμερικής.
Το μόνο που δεν κατάφερε ο θαυματοποιός Μπιν ήταν να κατακτήσει τον τίτλο, καθώς όσες φορές και αν έφτασε στην πηγή (τελικός) δεν μπόρεσε να πιει νερό.
Τα κατορθώματα του ως GM σε μια μικρομεσαία ομάδα του Major League Baseball (MLB) έφτασαν να γίνουν βιβλίο (best seller για την ακρίβεια) και αργότερα ταινία, με τον Μπραντ Πιτ στον πρωταγωνιστικό ρόλο και 6 υποψηφιότητες για Οσκαρ, οπότε η εμπλοκή του με μια ομάδα του μεγέθους της Λίβερπουλ δημιουργεί μεγάλες προσδοκίες.
Ταυτόχρονα προκαλεί και μεγάλη περιέργεια για το πώς μπορεί να εξελιχθεί αυτή η συνεργασία και τι αποτύπωμα θα αφήσει στον χώρο του ποδοσφαίρου αλλά και σε αυτόν των sports business που, όπως όλα δείχνουν, αλλάζουν επίπεδο. Μόνο που, όπως θα διαβάσετε παρακάτω, αυτή η εξέλιξη μπορεί να ξάφνιασε αρκετούς, ωστόσο οι βασικοί πρωταγωνιστές του συγκεκριμένου deal το ετοίμαζαν εδώ και πολύ καιρό.
Πώς γεννήθηκε ο μύθος
Πίσω στο 2002, μετά την ολοκλήρωση της σεζόν στο MLΒ, οι Οκλαντ Αθλέτικς είχαν να αντιμετωπίσουν τις σημαντικές απώλειες του ρόστερ τους και τις περικοπές του μπάτζετ που έφεραν τον GM της ομάδας Μπίλι Μπιν σε καθεστώς τεράστιας πίεσης.
Γεννημένος στο Ορλάντο, μυήθηκε στον κόσμο του μπέιζμπολ από τον πατέρα του, ο οποίος ήταν αξιωματικός στο Nαυτικό, αλλά στο Γυμνάσιο εξελίχθηκε σε αστέρι τόσο στο μπέιζμπολ όσο και στο αμερικάνικο φούτμπολ. Ετσι στα 18 του χρειάστηκε να πάρει την πρώτη του μεγάλη απόφαση, καθώς το Στάνφορντ του προσέφερε διπλή υποτροφία (και στα δύο αθλήματα), όμως ο ίδιος επέλεξε να αποδεχθεί την πρόκληση του draft στο MLB, όπου επιλέχθηκε στον 1ο γύρο από τους Νιου Γιορκ Μετς. Ωστόσο το όνειρο της επαγγελματικής καριέρας εξελίχθηκε σε εφιάλτη, καθώς ο Μπιλ δεν δικαίωσε τις προσδοκίες. Για την ακρίβεια εξελίχθηκε σε μία από τις μεγαλύτερες απογοητεύσεις, με την παρουσία του στο MLB να ολοκληρώνεται άδοξα το 1989.
Εκεί ήταν το δεύτερο κρίσιμο σταυροδρόμι στο οποίο βρέθηκε. Το ήξερε και ο ίδιος ότι όλα είχαν τελειώσει κι έτσι επέστρεψε στους Οκλαντ Αθλέτικς, μία από τις ομάδες στις οποίες αγωνίστηκε χωρίς επιτυχία, αναλαμβάνοντας τον ρόλο του σκάουτ. Οκτώ χρόνια αργότερα (1997) προήχθη σε General Manager μιας ομάδας που είχε από τα μικρότερα μπάτζετ του πρωταθλήματος, συνήθως είχε αρνητικό ρεκόρ, αλλά υπό τη δική του καθοδήγηση τα επόμενα 8 χρόνια έφτασε 5 φορές στα playoffs... Ο Μπιν είχε να ανταγωνιστεί ομάδες με τριπλάσιο μπάτζετ, αλλά γνωρίζοντας καλά την αγορά φρόντιζε να βρίσκει πάντα λαβράκια εκεί όπου οι άλλοι GM έβλεπαν σκουπίδια. Η χρονιά όπου άπαντες υποκλίθηκαν στο μεγαλείο του ήταν το 2002, όταν είχε ήδη χάσει τους καλύτερους παίκτες του και η διοίκηση του ανακοίνωσε περαιτέρω περικοπές στο μπάτζετ. Ολα όσα ακολούθησαν αποτέλεσαν την αφορμή για να προκύψει το best seller του Μάικλ Λιούις «Moneyball: The Art of Winning an Unfair Game».
Το βιβλίο, που κυκλοφόρησε τον Νοέμβριο του 2003, εξιστορεί πώς ο ευρισκόμενος σε απόγνωση Μπιν καταφέρνει με τη βοήθεια του Πολ Ντε Ποντέστα, τον οποίο ανακάλυψε ο ίδιος στους Κλίβελαντ Ιντιανς, να αλλάξει τη λογική με την οποία έχτιζε την ομάδα του.
Ο Ντε Ποντέστα είχε μια πρωτοποριακή προσέγγιση στην ανάλυση των παικτών μέσω της στατιστικής (και της βοήθειας των υπολογιστών) που επέτρεψε στον Μπιν να φέρνει υποτιμημένους παίκτες, οι οποίοι όμως έδιναν τα πάντα για την ομάδα και την έφτασαν στη συγκεκριμένη σεζόν να πανηγυρίσει 20 συνεχόμενες νίκες, κάτι που είχε να συμβεί 100 χρόνια στο πρωτάθλημα μπέιζμπολ της Αμερικής.
Το μόνο που δεν κατάφερε ο θαυματοποιός Μπιν ήταν να κατακτήσει τον τίτλο, καθώς όσες φορές και αν έφτασε στην πηγή (τελικός) δεν μπόρεσε να πιει νερό.
Οκτώ χρόνια αργότερα, το 2011, το βιβλίο μεταφέρθηκε στη μεγάλη οθόνη, με τον Μπραντ Πιτ να δίνει άλλη διάσταση στον ρόλο του Μπίλι Μπιν.
Βέβαια η κινηματογραφική έκδοση της ιστορίας, όπως συμβαίνει σε αυτές τις περιπτώσεις, είχε κάποιες διαφοροποιήσεις από τα πραγματικά γεγονότα.
Πέρα από την αλλαγή στη χρονική αλληλουχία των γεγονότων που αφορούν την άφιξη του Πολ Ντε Ποντέστα στην ομάδα (είχε έρθει το 1999 και όχι το 2002), ο τελευταίος δεν ήταν ο... μαλθακός τύπος που ενσάρκωσε ο Τζόνα Χιλ - αυτός ήταν ο λόγος που το άλλοτε δεξί χέρι του Μπιν πέτυχε δικαστικά να μην αναφέρεται στην ταινία το όνομά του (αναφέρεται ως Πολ Μπραντ).
Ο μάνατζερ Αρτ Χάου ήταν ένας πολύ ήρεμος και συγκαταβατικός τύπος, αλλά η κάθε ταινία έχει ανάγκη από έναν τουλάχιστον κακό και ο αείμνηστος Φίλιπ Σέιμουρ Χόφμαν που έπαιζε τον ρόλο του, εμφανίζονταν ως ένας στρυφνός και γκρινιάρης κόουτς, ενώ κάτι ανάλογο ισχύει και με τους σκάουτ που ο Μπιν θεωρητικά απενεργοποίησε αξιοποιώντας τη στατιστική ανάλυση του Ντε Ποντέστα.
Ο τελευταίος, πάντως, πέρα από τη μη εμπλοκή του ονόματός του, ξεκαθάρισε πως «...ποτέ δεν συμβούλεψα τον Μπιν να καταργήσει το παραδοσιακό σύστημα επιλογής των παικτών και να βασιστεί μόνο στη στατιστική ανάλυση, αλλά η ανάλυση αυτή να δίνει κάποια επιπλέον βοήθεια για την καλύτερη επιλογή αθλητών».
Ολες αυτές οι λεπτομέρειες, πάντως, δεν ήταν ικανές για να χαλάσουν την ιστορία για τον μύθο του Μπίλι Μπιν, ο οποίος αρνήθηκε την πρόταση των Μπόστον Ρεντ Σοξ που του προσέφεραν ένα μυθικό συμβόλαιο (12,5 εκατ. δολάρια τον χρόνο), επιλέγοντας να μείνει στο Οκλαντ και να κυνηγήσει το απίθανο όνειρο ενός τίτλου. Ο ίδιος δεν τα έχει καταφέρει, ωστόσο τα όσα έκανε με την ομάδα του οδήγησαν τους υπόλοιπους οργανισμούς του μπέιζμπολ να αλλάξουν φιλοσοφία και να εφαρμόσουν τις δικές του πρακτικές.
Χτίζοντας το μέλλον
Οι ρηξικέλευθες ιδέες του Μπιν μπορεί να γέννησαν μια στρατιά εχθρών για τον GM του Οκλαντ και να τον έκαναν ιδιαίτερα αντιπαθή στις τάξεις των ανθρώπων του αθλήματος, αλλά εκτός μπέιζμπολ αντιμετωπιζόταν ως μία πραγματική διάνοια. «Πώς μπορείς να κερδίσεις τους ανταγωνιστές σου, οι οποίοι έχουν διπλάσιο μπάτζετ από εσένα; Ο Μπίλι Μπιν μπορεί να σου δείξει το πώς!», ανέφερε, μεταξύ άλλων, το γραφείο επικοινωνίας που είχε αναλάβει την εκπροσώπησή του και κανόνιζε την παρουσία του σε διάφορα συνέδρια, τα περισσότερα εκ των οποίων δεν είχαν σχέση με τον αθλητισμό, φτάνοντας το 2008 να συμμετάσχει σε μια πρωτοποριακή μελέτη, η οποία αποδείκνυε μέσω μιας εξειδικευμένης στατιστικής ανάλυσης το πώς μπορεί να μειωθεί το κόστος της υγειονομικής περίθαλψης. Και όσο τα χρόνια περνούσαν και ο ίδιος αντιλαμβανόταν ότι το μπέιζμπολ παραμένει ένα άδικο παιχνίδι, όπου οι πλούσιες ομάδες πάντα θα υπερισχύουν, τόσο περισσότερο μεγάλωνε η έλξη που ένιωθε για άλλους προορισμούς και δη το ποδόσφαιρο.
Για τους Αμερικανούς το soccer δεν είναι κάτι το ιδιαίτερο, για τον Μπιν όμως ήταν πάντα ένας χώρος με τεράστιο ενδιαφέρον και ειδικά το ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο με τον τρόπο που έχει δομηθεί μετά τη δημιουργία του Champions League.
«Πάντα ήμουν... περίεργος για να δοκιμάσω νέες εμπειρίες. Εχω πολλά ενδιαφέροντα; Η απάντηση είναι ναι. Ξέρω τι θα ήθελα να κάνω; Η απάντηση είναι επίσης ναι. Θα το πω τώρα; Οχι!», είχε πει τον Σεπτέμβριο του 2011 σε μια προφητική, όπως αποδείχθηκε, συνέντευξή του στο «The New York Times Magazine».
Στο κείμενο αποκαλύπτεται ότι ο Μπιν από εκείνα τα χρόνια λειτουργούσε ως ανεπίσημος σύμβουλος του Τζον Χένρι, ιδιοκτήτη, μεταξύ άλλων, της εταιρείας Fenway Sports Group (FSG). Η FSG είναι η ιδιοκτήτρια εταιρεία των Ρεντ Σοξ, την πρόταση των οποίων είχε αρνηθεί ο Μπιν το 2002, αλλά και βασικός μέτοχος της Λίβερπουλ.
Κι όταν ο Μάικλ Λιούις (ο συγγραφέας του βιβλίου «Moneyball») ρωτήθηκε στην ίδια συνέντευξη για το πώς βλέπει το μέλλον του Μπιν στον κόσμο του αθλητισμού, είχε πει το εξής εκπληκτικό:
«Φαντάζομαι τους Αθλέτικς να μετακομίζουν από το Οκλαντ στο Σαν Χοσέ για να διπλασιάσουν το μπάτζετ τους, τον Μπίλι Μπιν να παραδίδει τη θέση του GM στον Ντέιβιντ Φροστ και μετά να αποκτά μια ευρωπαϊκή ομάδα ποδοσφαίρου, τρέχοντας ένα εντελώς καινούριο πρότζεκτ».
Εννέα χρόνια αργότερα ο Μπιν είναι πλέον εκτελεστικός αντιπρόεδρος στους A’s (η συντομογραφία της ομάδας), ο Ντέιβιντ Φροστ είναι ο GM και ο ίδιος ετοιμάζεται να μπει έμμεσα στη μετοχική σύνθεση της Λίβερπουλ μέσω της συγχώνευσης που συζητούν να υλοποιήσουν η Red Ball και η FSG.
Ποια είναι η Red Ball;
H Red Ball είναι μία SPAC (Special Purpose Acquisition Company), μια εταιρεία-επενδυτικό όχημα που δημιούργησαν από κοινού ο Μπιν με τον Τζέραλντ Κάρντινεϊλ, πρώην τραπεζίτη της Golman Sachs ο οποίος πλέον είναι επενδυτής σε διάφορα αθλητικά δρώμενα. Η εταιρεία που συνέστησαν οι Μπιν και Κάρντινεϊλ έχει ήδη συγκεντρώσει μέσα σε λίγους μήνες περίπου 500 εκατ. ευρώ (στόχος είναι να τα τριπλασιάσει), έχει προσλάβει ως σύμβουλο τον πρώην CEO της Premier League Ρίτσαρντ Σκάνταμορ και ετοιμάζεται να πάρει το 25% των μετοχών της FSG σε μια συγχώνευση που θα αλλάξει όλο το τοπίο.
Με το 1,5 δισ. που θα πάρει η FSG θα κάνει άμεσα απόσβεση της επένδυσης που έχει κάνει σε Ρεντ Σοξ και Λίβερπουλ και παράλληλα θα έχει αποκτήσει έμμεσα και μια σειρά άλλων ομάδων, τη γαλλική Τουλούζ, όπου αγωνίζεται και ο Ελληνας διεθνής επιθετικός Ευθύμης Κουλούρης, καθώς την έχει αγοράσει το περασμένο καλοκαίρι η Red Ball, αλλά και μερίδια στις Μπάρνσλεϊ, ομάδα της Championship, και την ολλανδική Αλκμααρ, όπου έχει μερίδια ο Μπιν.
Κι αν μέχρι τώρα η Red Bull ήταν αυτή που είχε απλώσει τα πλοκάμια της παντού (Σάλτσμπουργκ, Λειψία, Νέα Υόρκη, Μπραγκαντίνο της Βραζιλίας, Γκάνα στο ποδόσφαιρο συν τη Formula 1), πλέον στο παιχνίδι μπαίνει και η Red Ball (μέσω της FSG έχει ομάδα στο Nascar), αν και η δομή και η επιχειρηματική λογική της τελευταίας είναι διαφορετικά.
Η δημιουργία μιας SPAC έχει ως βασικό στόχο το κέρδος και την επιστροφή των κεφαλαίων στους επενδύτες. Η εμπλοκή όμως του Μπιν στην όλη ιστορία και το παρελθόν του ως GM στην ομάδα του Οκλαντ μας έχει δείξει πως γι’ αυτόν τα λεφτά δεν είναι το παν.
Ο ίδιος έχει δείξει ότι ενδιαφέρεται να δημιουργήσει νέες καταστάσεις, να αλλάξει νοοτροπίες χρόνων και να φέρει μια νέα αντίληψη. Το αν θα τα καταφέρει και ειδικά σε έναν σύλλογο με τεράστια πίεση και πολλά ιδιαίτερα χαρακτηριστικά είναι ένα μεγάλο ερωτηματικό. Κάτι που γνωρίζει πολύ καλά ο mr Moneyball και προφανώς νιώθοντας ότι δεν έχει κάτι άλλο να δώσει στο μπέιζμπολ, φαίνεται να βρήκε την πρόκληση που ζητούσε για να δημιουργήσει κάτι νέο σε έναν διαφορετικό χώρο.
Για τον άλλοτε οπαδό της Τότεναμ, Μπίλι Μπιν, η Λίβερπουλ φαντάζει ως η μεγαλύτερη πρόκληση της ζωής του, με τη διαφορά πως οι Κόκκινοι δεν είναι το αουτσάιντερ, αλλά οι εν ενεργεία πρωταθλητές Αγγλίας τους οποίους θέλουν να εκθρονίσουν οι υπόλοιποι μνηστήρες του τίτλου, που έχουν και περισσότερα λεφτά.
Ειδήσεις σήμερα:
«Αποστολή»: Νέο κέντρο δημιουργικής απασχόλησης παιδιών εγκαινίασε ο Ιερώνυμος στη Λαμία
Επιστρέφουν στα γήπεδα οι φίλαθλοι - Με κόσμο τα ευρωπαϊκά ματς Ολυμπιακού και ΠΑΟΚ
Υπηρεσία Ασύλου: Αποκλειστικά με ηλεκτρονικό ραντεβού η εξυπηρέτηση του κοινού
Βέβαια η κινηματογραφική έκδοση της ιστορίας, όπως συμβαίνει σε αυτές τις περιπτώσεις, είχε κάποιες διαφοροποιήσεις από τα πραγματικά γεγονότα.
Πέρα από την αλλαγή στη χρονική αλληλουχία των γεγονότων που αφορούν την άφιξη του Πολ Ντε Ποντέστα στην ομάδα (είχε έρθει το 1999 και όχι το 2002), ο τελευταίος δεν ήταν ο... μαλθακός τύπος που ενσάρκωσε ο Τζόνα Χιλ - αυτός ήταν ο λόγος που το άλλοτε δεξί χέρι του Μπιν πέτυχε δικαστικά να μην αναφέρεται στην ταινία το όνομά του (αναφέρεται ως Πολ Μπραντ).
Ο μάνατζερ Αρτ Χάου ήταν ένας πολύ ήρεμος και συγκαταβατικός τύπος, αλλά η κάθε ταινία έχει ανάγκη από έναν τουλάχιστον κακό και ο αείμνηστος Φίλιπ Σέιμουρ Χόφμαν που έπαιζε τον ρόλο του, εμφανίζονταν ως ένας στρυφνός και γκρινιάρης κόουτς, ενώ κάτι ανάλογο ισχύει και με τους σκάουτ που ο Μπιν θεωρητικά απενεργοποίησε αξιοποιώντας τη στατιστική ανάλυση του Ντε Ποντέστα.
Ο τελευταίος, πάντως, πέρα από τη μη εμπλοκή του ονόματός του, ξεκαθάρισε πως «...ποτέ δεν συμβούλεψα τον Μπιν να καταργήσει το παραδοσιακό σύστημα επιλογής των παικτών και να βασιστεί μόνο στη στατιστική ανάλυση, αλλά η ανάλυση αυτή να δίνει κάποια επιπλέον βοήθεια για την καλύτερη επιλογή αθλητών».
Ολες αυτές οι λεπτομέρειες, πάντως, δεν ήταν ικανές για να χαλάσουν την ιστορία για τον μύθο του Μπίλι Μπιν, ο οποίος αρνήθηκε την πρόταση των Μπόστον Ρεντ Σοξ που του προσέφεραν ένα μυθικό συμβόλαιο (12,5 εκατ. δολάρια τον χρόνο), επιλέγοντας να μείνει στο Οκλαντ και να κυνηγήσει το απίθανο όνειρο ενός τίτλου. Ο ίδιος δεν τα έχει καταφέρει, ωστόσο τα όσα έκανε με την ομάδα του οδήγησαν τους υπόλοιπους οργανισμούς του μπέιζμπολ να αλλάξουν φιλοσοφία και να εφαρμόσουν τις δικές του πρακτικές.
Χτίζοντας το μέλλον
Οι ρηξικέλευθες ιδέες του Μπιν μπορεί να γέννησαν μια στρατιά εχθρών για τον GM του Οκλαντ και να τον έκαναν ιδιαίτερα αντιπαθή στις τάξεις των ανθρώπων του αθλήματος, αλλά εκτός μπέιζμπολ αντιμετωπιζόταν ως μία πραγματική διάνοια. «Πώς μπορείς να κερδίσεις τους ανταγωνιστές σου, οι οποίοι έχουν διπλάσιο μπάτζετ από εσένα; Ο Μπίλι Μπιν μπορεί να σου δείξει το πώς!», ανέφερε, μεταξύ άλλων, το γραφείο επικοινωνίας που είχε αναλάβει την εκπροσώπησή του και κανόνιζε την παρουσία του σε διάφορα συνέδρια, τα περισσότερα εκ των οποίων δεν είχαν σχέση με τον αθλητισμό, φτάνοντας το 2008 να συμμετάσχει σε μια πρωτοποριακή μελέτη, η οποία αποδείκνυε μέσω μιας εξειδικευμένης στατιστικής ανάλυσης το πώς μπορεί να μειωθεί το κόστος της υγειονομικής περίθαλψης. Και όσο τα χρόνια περνούσαν και ο ίδιος αντιλαμβανόταν ότι το μπέιζμπολ παραμένει ένα άδικο παιχνίδι, όπου οι πλούσιες ομάδες πάντα θα υπερισχύουν, τόσο περισσότερο μεγάλωνε η έλξη που ένιωθε για άλλους προορισμούς και δη το ποδόσφαιρο.
Για τους Αμερικανούς το soccer δεν είναι κάτι το ιδιαίτερο, για τον Μπιν όμως ήταν πάντα ένας χώρος με τεράστιο ενδιαφέρον και ειδικά το ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο με τον τρόπο που έχει δομηθεί μετά τη δημιουργία του Champions League.
«Πάντα ήμουν... περίεργος για να δοκιμάσω νέες εμπειρίες. Εχω πολλά ενδιαφέροντα; Η απάντηση είναι ναι. Ξέρω τι θα ήθελα να κάνω; Η απάντηση είναι επίσης ναι. Θα το πω τώρα; Οχι!», είχε πει τον Σεπτέμβριο του 2011 σε μια προφητική, όπως αποδείχθηκε, συνέντευξή του στο «The New York Times Magazine».
Στο κείμενο αποκαλύπτεται ότι ο Μπιν από εκείνα τα χρόνια λειτουργούσε ως ανεπίσημος σύμβουλος του Τζον Χένρι, ιδιοκτήτη, μεταξύ άλλων, της εταιρείας Fenway Sports Group (FSG). Η FSG είναι η ιδιοκτήτρια εταιρεία των Ρεντ Σοξ, την πρόταση των οποίων είχε αρνηθεί ο Μπιν το 2002, αλλά και βασικός μέτοχος της Λίβερπουλ.
Κι όταν ο Μάικλ Λιούις (ο συγγραφέας του βιβλίου «Moneyball») ρωτήθηκε στην ίδια συνέντευξη για το πώς βλέπει το μέλλον του Μπιν στον κόσμο του αθλητισμού, είχε πει το εξής εκπληκτικό:
«Φαντάζομαι τους Αθλέτικς να μετακομίζουν από το Οκλαντ στο Σαν Χοσέ για να διπλασιάσουν το μπάτζετ τους, τον Μπίλι Μπιν να παραδίδει τη θέση του GM στον Ντέιβιντ Φροστ και μετά να αποκτά μια ευρωπαϊκή ομάδα ποδοσφαίρου, τρέχοντας ένα εντελώς καινούριο πρότζεκτ».
Εννέα χρόνια αργότερα ο Μπιν είναι πλέον εκτελεστικός αντιπρόεδρος στους A’s (η συντομογραφία της ομάδας), ο Ντέιβιντ Φροστ είναι ο GM και ο ίδιος ετοιμάζεται να μπει έμμεσα στη μετοχική σύνθεση της Λίβερπουλ μέσω της συγχώνευσης που συζητούν να υλοποιήσουν η Red Ball και η FSG.
Ποια είναι η Red Ball;
H Red Ball είναι μία SPAC (Special Purpose Acquisition Company), μια εταιρεία-επενδυτικό όχημα που δημιούργησαν από κοινού ο Μπιν με τον Τζέραλντ Κάρντινεϊλ, πρώην τραπεζίτη της Golman Sachs ο οποίος πλέον είναι επενδυτής σε διάφορα αθλητικά δρώμενα. Η εταιρεία που συνέστησαν οι Μπιν και Κάρντινεϊλ έχει ήδη συγκεντρώσει μέσα σε λίγους μήνες περίπου 500 εκατ. ευρώ (στόχος είναι να τα τριπλασιάσει), έχει προσλάβει ως σύμβουλο τον πρώην CEO της Premier League Ρίτσαρντ Σκάνταμορ και ετοιμάζεται να πάρει το 25% των μετοχών της FSG σε μια συγχώνευση που θα αλλάξει όλο το τοπίο.
Με το 1,5 δισ. που θα πάρει η FSG θα κάνει άμεσα απόσβεση της επένδυσης που έχει κάνει σε Ρεντ Σοξ και Λίβερπουλ και παράλληλα θα έχει αποκτήσει έμμεσα και μια σειρά άλλων ομάδων, τη γαλλική Τουλούζ, όπου αγωνίζεται και ο Ελληνας διεθνής επιθετικός Ευθύμης Κουλούρης, καθώς την έχει αγοράσει το περασμένο καλοκαίρι η Red Ball, αλλά και μερίδια στις Μπάρνσλεϊ, ομάδα της Championship, και την ολλανδική Αλκμααρ, όπου έχει μερίδια ο Μπιν.
Κι αν μέχρι τώρα η Red Bull ήταν αυτή που είχε απλώσει τα πλοκάμια της παντού (Σάλτσμπουργκ, Λειψία, Νέα Υόρκη, Μπραγκαντίνο της Βραζιλίας, Γκάνα στο ποδόσφαιρο συν τη Formula 1), πλέον στο παιχνίδι μπαίνει και η Red Ball (μέσω της FSG έχει ομάδα στο Nascar), αν και η δομή και η επιχειρηματική λογική της τελευταίας είναι διαφορετικά.
Η δημιουργία μιας SPAC έχει ως βασικό στόχο το κέρδος και την επιστροφή των κεφαλαίων στους επενδύτες. Η εμπλοκή όμως του Μπιν στην όλη ιστορία και το παρελθόν του ως GM στην ομάδα του Οκλαντ μας έχει δείξει πως γι’ αυτόν τα λεφτά δεν είναι το παν.
Ο ίδιος έχει δείξει ότι ενδιαφέρεται να δημιουργήσει νέες καταστάσεις, να αλλάξει νοοτροπίες χρόνων και να φέρει μια νέα αντίληψη. Το αν θα τα καταφέρει και ειδικά σε έναν σύλλογο με τεράστια πίεση και πολλά ιδιαίτερα χαρακτηριστικά είναι ένα μεγάλο ερωτηματικό. Κάτι που γνωρίζει πολύ καλά ο mr Moneyball και προφανώς νιώθοντας ότι δεν έχει κάτι άλλο να δώσει στο μπέιζμπολ, φαίνεται να βρήκε την πρόκληση που ζητούσε για να δημιουργήσει κάτι νέο σε έναν διαφορετικό χώρο.
Για τον άλλοτε οπαδό της Τότεναμ, Μπίλι Μπιν, η Λίβερπουλ φαντάζει ως η μεγαλύτερη πρόκληση της ζωής του, με τη διαφορά πως οι Κόκκινοι δεν είναι το αουτσάιντερ, αλλά οι εν ενεργεία πρωταθλητές Αγγλίας τους οποίους θέλουν να εκθρονίσουν οι υπόλοιποι μνηστήρες του τίτλου, που έχουν και περισσότερα λεφτά.
Ειδήσεις σήμερα:
«Αποστολή»: Νέο κέντρο δημιουργικής απασχόλησης παιδιών εγκαινίασε ο Ιερώνυμος στη Λαμία
Επιστρέφουν στα γήπεδα οι φίλαθλοι - Με κόσμο τα ευρωπαϊκά ματς Ολυμπιακού και ΠΑΟΚ
Υπηρεσία Ασύλου: Αποκλειστικά με ηλεκτρονικό ραντεβού η εξυπηρέτηση του κοινού
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Ειδήσεις
Δημοφιλή
Σχολιασμένα