Ως ποδοσφαιριστής ο
Αρεντ Χάαν, όπως είναι το πραγματικό του όνομα, είχε την τύχη να είναι μέλος της μεγάλης ομάδας του
Αγιαξ, που στις αρχές τις δεκαετίας του 1970 είχε κατακτήσει, με αρχηγό τον αείμνηστο Γιόχαν Κρόιφ, τρεις φορές (1971, 1972, 1973) το Κύπελλο Πρωταθλητριών. Η πρεμιέρα είχε γίνει στο Γουέμπλεϊ, στις 2 Ιουνίου 1971, όπου ο Αίαντας υπό τις οδηγίες του Ρίνους Μίχελς είχε υποτάξει τον Παναθηναϊκό του Φέρεντς Πούσκας με 2-0, με τον 22χρονο τότε Χάαν να χρίζεται σκόρερ του δεύτερου τέρματος της αναμέτρησης.
Το στίγμα του ο ταλαντούχος μέσος με καταγωγή από την επαρχία του Γκρόνινγκεν το άφησε και στην εθνική ομάδα της Ολλανδίας, με τη φανέλα της οποίας έφτασε σε δυο τελικούς Παγκοσμίου Κυπέλλου (1974 με τη Γερμανία, 1978 με την Αργεντινή), ενώ αγωνίστηκε και στο Κύπελλο Εθνών (πρώην Euro) το 1980 στα γήπεδα της Ιταλίας, όπου οι «Οράνιε» είχαν επικρατήσει του αντιπροσωπευτικού μας συγκροτήματος με 1-0.
Ως προπονητής επιβεβαίωσε τη φήμη του κοσμοπολίτη και bon vivant, καθώς κανένας προορισμός δεν του ήταν απόμακρος και a priori απορριπτέος. Ετσι βρέθηκε στη Γερμανία, στο Βελγιο, στο Ιράν, στην Κίνα, στο Καμερούν, στην Αλβανία, στην Κύπρο, ενώ στην Ελλάδα κάθισε στον πάγκο τόσο του ΠΑΟΚ όσο και του Πανηλειακού.
Σήμερα ο
72χρονος Ολλανδός με την ξανθή κόμη ζει στα παράλια της
Κόστα Μπλάνκα, όπου απολαμβάνει το ήπιο κλίμα και τις γαστρονομικές λιχουδιές της Ισπανίας. Λίγο πριν από τη συμπλήρωση του 50ού ιωβηλαίου από το ματς στο Γουέμπλεϊ κάναμε μαζί του μια μικρή αναδρομή στο ποδοσφαιρικό του παρελθόν, αλλά και μια συζήτηση για το επικείμενο Euro.
(Στα ισπανικά:) Hola senor Haan. Còmo està? (Χαίρετε κύριε Xάαν. Τι κάνετε;)
Χάαν: (στα ελληνικά)
Καλημέρα. Ολα καλά! (γέλια)
(Η κουβέντα -δίκην ευκολίας- συνεχίζεται στα γερμανικά.)
Φαντάζομαι ότι έχουν λήξει τα περιοριστικά μέτρα λόγω κορωνοϊού και στην Ισπανία και απολαμβάνετε τον ήλιο και τη θάλασσα της Κόστα Μπλάνκα.
Οντως οι περιορισμοί έχουν χαλαρώσει εδώ και ο κόσμος, που σημειωτέον έδειχνε και δείχνει μια αξιέπαινη αυτοσυγκράτηση και πειθαρχία, κινείται σχεδόν σε ρυθμούς προ πανδημίας. Ο μόνος περιορισμός είναι η χρήση μάσκας σχεδόν παντού, κάτι που δεν το βρίσκω και τόσο ενοχλητικό.
Θα μας επιτρέψετε στο σημείο αυτό μια ιστορική αναδρομή στο πλούσιο ποδοσφαιρικό σας παρελθόν;
Ευχαρίστως, αν βέβαια συνδράμει και η μνήμη μου (γέλια)
Συμπληρώνονται την άλλη εβδομάδα 50 χρόνια από την κατάκτηση του πρώτου Κυπέλλου Πρωταθλητριών του Αγιαξ. Ποιες είναι οι αναμνήσεις σας από τον τελικό του Γουέμπλεϊ με αντίπαλο τον ΠΑΟ;
Ηταν το πρώτο μέρος μιας τριλογίας, καθώς μετά την κατάκτηση, εκείνη τη χρονιά, ακολούθησαν δύο συνεχόμενα Κύπελλα, γεγονός που χαράχτηκε στη μνήμη όχι μόνο τη δική μας, αλλά σύσσωμου του ποδοσφαιρικού κοινού! Για εμένα προσωπικά, καθώς πέτυχα και το δεύτερο γκολ της αναμέτρησης, είχε και μια ιδιαίτερη χροιά, καθώς σήμαινε την καθιέρωσή μου τόσο στον Αγιαξ όσο και στην εθνική ομάδα της Ολλανδίας.
Πώς σας είχε προετοιμάσει ο Ρίνους Μίχελς εν όψει της αναμέτρησης;
Εκείνη την περίοδο, όπως θα φαντάζεστε, η συλλογή πληροφοριών δεν ήταν τόσο εύκολη και γρήγορη όσο σήμερα, την εποχή του Διαδικτύου. Γνωρίζαμε ότι ο Παναθηναϊκός διέθετε μια καλοκουρδισμένη ομάδα με Δομάζο, Αντωνιάδη και Καμάρα υπό την καθοδήγηση του μεγάλου Φέρεντς Πούσκας και ότι στον ημιτελικό είχε αποκλείσει με επιβλητικό τρόπο τον Ερυθρό Αστέρα!
Για τον Αγιαξ ήταν μετά την ήττα με 4-1 στον τελικό του Μπερναμπέου κόντρα στη Μίλαν το 1969 η δεύτερη φορά που έφτανε στον τελικό της διοργάνωσης. Προσέδιδε το δεδομένο αυτό ένα είδος πίεσης, ότι δηλαδή επιβαλλόταν -κατά κάποιο τρόπο- η κατάκτηση του τροπαίου;
Είναι γεγονός ότι εκείνη η ήττα είχε ρίξει μια βαριά σκιά πάνω από το Αμστερνταμ και ήταν για μας ένα περαιτέρω κίνητρο για να «σπάσει το ρόδι». Ενας άλλος λόγος ήταν η επιτυχία της μεγάλης ανταγωνίστριας στην Ολλανδία, της Φέγενορντ, που το 1970 είχε στεφθεί πρωταθλήτρια Ευρώπης, επικρατώντας στον τελικό της Σέλτικ με 1-0. Καταλαβαίνετε, λοιπόν, ότι κάτι τέτοιο δεν μπορούσε να παραμείνει αναπάντητο. (γέλια)
Μέχρι να πετύχετε εσείς το δεύτερο τέρμα, λίγα λεπτά πριν από τη λήξη του αγώνα, το ματς ήταν μάλλον εξισορροπημένο.
Εμείς είχαμε μπει καλύτερα στο παιχνίδι και ευτυχήσαμε να προηγηθούμε μόλις στο πέμπτο λεπτό, κάτι που αποδείχτηκε μια καλή υποθήκη για την εξέλιξη του αγώνα, αν και ο Παναθηναϊκός, προϊόντος του χρόνου και ιδιαίτερα στο δεύτερο ημίχρονο, ανέβαζε την απόδοση και δημιουργούσε ευκαιρίες. Τελικά ήρθε τρία λεπτά πριν από το φινάλε η λύτρωση με το δικό μου γκολ και τη μικρή συνδρομή του Καψή, αν θυμάμαι καλά, στον οποίο είχε κοντράρει η μπάλα. Ετσι γράφονται όμως οι ποδοσφαιρικές ιστορίες! Ο Παναθηναϊκός πήρε τη ρεβάνς του πολλά χρόνια αργότερα, όταν είχε επικρατήσει σε αγώνα βετεράνων με 1-0.