Τελικός Euro2020: Σάουθγκεϊτ Vs Μαντσίνι - Η μάχη των στρατηγών
11.07.2021
14:37
Home ή Rome; - Πού θα πάει αυτό το Κύπελλο; - H ακτινογραφία των προπονητών των δύο ομάδων - Ο υποδειγματικός οικογενειάρχης Αγγλος, με τη μέτρια διαδρομή στους πάγκους και τις πατριωτικές ιδέες απέναντι στον φινετσάτο και κοσμοπολίτη Ιταλό, με τη λαμπρή ποδοσφαιρική πορεία και τους δεκάδες τίτλους
Οι προπονητές των δύο φιναλίστ του Euro αντιπροσωπεύουν διαφορετικές φιλοσοφίες και κουλτούρες. Ο υποδειγματικός οικογενειάρχης Αγγλος, με τη μέτρια διαδρομή στους πάγκους και τις πατριωτικές ιδέες, θα αντιμετωπίσει τον φινετσάτο και κοσμοπολίτη Ιταλό, με τη λαμπρή ποδοσφαιρική πορεία και τους δεκάδες τίτλους ως παίκτης και προπονητής
Ενας κομψός Αγγλος, ένας φινετσάτος Ιταλός και ένας σπουδαίος όσο και σπάνιος ευρωπαϊκός ποδοσφαιρικός τελικός. Σήμερα Κυριακή στο Λονδίνο μαζί με τις εθνικές τους ομάδες συγκρούονται και ο Γκάρεθ Σάουθγκεϊτ με τον Ρομπέρτο Μαντσίνι. Δύο ξεχωριστοί τύποι με διαφορετικό χαρακτήρα, φιλοσοφία, παλμαρέ και κουλτουρα. Κοινός τόπος της αναμέτρησής τους, το Γουέμπλεϊ. Στο γήπεδο από το οποίο και οι δύο διατηρούν γλυκόπικρες αναμνήσεις.
Εκείνο το σαββατιάτικο απόγευμα της 14ης Μαΐου 2011 στο κατάμεστο από 89.000 θεατές Γουέμπλεϊ, ο Ρομπέρτο Μαντσίνι στην πρώτη του, εκτός Ιταλίας, πλήρη σεζόν ως προπονητής της Μάντσεστερ Σίτι οδηγεί την ομάδα του στην κατάκτηση του Κυπέλλου Αγγλίας. Με τη νίκη ενάντια στη Στόουκ Σίτι με 1-0 χάρη σε ένα γκολ του Γιάγια Τουρέ, ο πεισματάρης Ιταλός φέρνει στην τροπαιοθήκη του συλλόγου το πρώτο μεγάλο τρόπαιο στα τελευταία 35 χρόνια. Το πανηγυρίζει έξαλλα με το μεσογειακό του ταμπεραμέντο, την ώρα που ο πρωθυπουργός της Αγγλίας Ντέιβιντ Κάμερον τού παραδίδει το μετάλλιο του κυπελλούχου Αγγλίας. Δύο χρόνια αργότερα, στον ίδιο χώρο, για το ίδιο τρόπαιο, με την ίδια ομάδα, ο ίδιος προπονητής αποχωρεί συνοφρυωμένος και με το κεφάλι σκυφτό μετά την ήτα της Μάντσεστερ Σίτι με 1-0 από τη Γουίγκαν στον τελικό Κυπέλλου Αγγλίας. Δύο μέρες μετά απολύεται από το «γαλάζιο» κλαμπ των «Σίτιζενς». Παρότι ήταν ο μάνατζερ που από τον πάγκο οδήγησε την ομάδα του στον πρώτο τίτλο πρωταθλήματος στην Πρέμιερ Λιγκ μετά από 44 ολόκληρα χρόνια. Αλλά έτσι είναι το ποδόσφαιρο. Πότε γελάει, πότε κλαίει.
Αν και ο στυλάτος Μαντσίνι με το ζόρι χαμογελάει τόσο μέσα όσο και έξω από τα γήπεδα. Αυτός ο γαλήνιος πρεσβευτής της UNICEF παραμένει αενάως τόσο ζεστός στο παιχνίδι όσο μια μπίρα από την κατάψυξη. Ωστόσο, είναι ο πνευματώδης άνθρωπος που έχει αναζωογονήσει τη λατρεία των Ιταλών για την εθνική τους ομάδα μετά τη μεγαλύτερη ταπείνωση στην ιστορία των «Ατζούρι», όταν δεν προκρίθηκαν στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 2018 στη Ρωσία. Μετά από αυτό το φιάσκο ανέλαβε τις τύχες της «Σκουάντρα Ατζούρα» και την οδηγεί από επιτυχία σε επιτυχία. Ως μαέστρος καλλιτέχνης της ποδοσφαιρικής Ιταλικής Αναγέννησης, αν χάσει απόψε, κανείς δεν θα μπορεί να του επιρρίψει καμία ευθύνη. Αν όμως κερδίσει, θα έχει την αμέριστη άδεια των Ιταλών να αφιερώσει την κατάκτηση του τροπαίου όπου θέλει. Είτε προς τιμήν του Τζόρτζιο Αρμάνι που έραψε τα κουστούμια της ομάδας, είτε στη μνήμη της Ραφαέλα Καρά.
Η πιο πικρη στιγμη
Αντίθετα με τον Μαντσίνι, για τον Γκάρεθ Σάουθγκεϊτ το Γουέμπλεϊ είναι συνδεδεμένο με δάκρυα σε μια πικρή στιγμή της ποδοσφαιρικής του καριέρας. Συνέβη το βράδυ της Τετάρτης 26 Ιουνίου 1996. Στον κρίσιμο ημιτελικό της Αγγλίας με τη Γερμανία για το Euro 1996, μετά την ισοπαλία με 1-1, οι δύο εθνικές ομάδες οδηγούνται στη διαδικασία των πέναλτι.
Υστερα από 5 εύστοχα γκολ εκατέρωθεν ξεκινάει το θρίλερ του «ξαφνικού θανάτου». Το 6ο πέναλτι για την Αγγλία το χτυπάει ο ψηλόλιγνος κεντρικός αμυντικός με το Νο 6 στην περιέργως γκριζογαλάζιας απόχρωσης φανέλα της Αγγλίας. Ο Γκάρεθ Σάουθγκεϊτ κάνει ένα χαλαρό σουτ στα δεξιά της εστίας το οποίο αποκρούει εύκολα ο Γερμανός τερματοφύλακας Αντρέας Κέπκε. Εθνική απογοήτευση για τον αποκλεισμό της οικοδέσποινας του τουρνουά από τον τελικό, συντριβή του ποδοσφαιριστή και χλευασμός του από την κερκίδα του Γουέμπλεϊ. Ο ομοσπονδιακός προπονητής Τέρι Βέναμπλς και ο τότε πρωθυπουργός Τζον Μέιτζορ σπεύδουν να τον παρηγορήσουν.
Εχει, όμως, υποστεί τέτοιο τραυματικό σοκ που προσεχώς θα κάνει το «σφάλμα» του χειρότερο. Την απώλεια του καθοριστικού πέναλτι τη συμπληρώνει την ίδια χρονιά με μια γκάφα: εμφανίζεται σε τηλεοπτική διαφήμιση για την Pizza Hut με μια χαρτοσακούλα στο κεφάλι να κουβεντιάζει με τον Στιούαρτ Πιρς και τον Κρις Γουόντλ, οι οποίοι είχαν χάσει σημαντικά πέναλτι για την Εθνική Αγγλίας στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1990. Οσο φλεγματικοί κι αν είναι οι Αγγλοι, οι φαν συμπατριώτες του των «Τριών Λιονταριών» του ποδοσφαίρου δεν του το συγχώρησαν ποτέ. Τότε, πριν από 25 χρόνια, τα πανκ συγκροτήματα της εποχής τον σαρκάζουν καυστικά, σήμερα οι ποπ μπάντες τον εξυμνούν αποθεωτικά.
Οι εποχές αλλάζουν όπως και το ποδόσφαιρο. Αλλά στην ιστορία του τελευταίου πάντα υπάρχει ευκαιρία για εξιλέωση. Ειδικά απόψε, αφότου με ένα κερδισμένο πέναλτι έφτασε η Αγγλία στον τελικό. Αναπόφευκτα ο Σάουθγκεϊτ και η ομάδα του θα επιχειρήσουν να κερδίσουν στην έδρα τους το πρώτο μεγάλο διεθνές τρόπαιο από το μακρινό 1966. Για να αναβιώσει ο ίδιος ως προπονητής την προ 55 ετών περίλαμπρη μνήμη του Αλφ Ράμσεϊ και η Αγγλία να κερδίσει τον πρώτο της ευρωπαϊκό τίτλο για να ισοφαρίσει επιτέλους την κατάκτηση του ίδιου τροπαίου από την Ελλάδα το 2004.
Ενας κομψός Αγγλος, ένας φινετσάτος Ιταλός και ένας σπουδαίος όσο και σπάνιος ευρωπαϊκός ποδοσφαιρικός τελικός. Σήμερα Κυριακή στο Λονδίνο μαζί με τις εθνικές τους ομάδες συγκρούονται και ο Γκάρεθ Σάουθγκεϊτ με τον Ρομπέρτο Μαντσίνι. Δύο ξεχωριστοί τύποι με διαφορετικό χαρακτήρα, φιλοσοφία, παλμαρέ και κουλτουρα. Κοινός τόπος της αναμέτρησής τους, το Γουέμπλεϊ. Στο γήπεδο από το οποίο και οι δύο διατηρούν γλυκόπικρες αναμνήσεις.
Εκείνο το σαββατιάτικο απόγευμα της 14ης Μαΐου 2011 στο κατάμεστο από 89.000 θεατές Γουέμπλεϊ, ο Ρομπέρτο Μαντσίνι στην πρώτη του, εκτός Ιταλίας, πλήρη σεζόν ως προπονητής της Μάντσεστερ Σίτι οδηγεί την ομάδα του στην κατάκτηση του Κυπέλλου Αγγλίας. Με τη νίκη ενάντια στη Στόουκ Σίτι με 1-0 χάρη σε ένα γκολ του Γιάγια Τουρέ, ο πεισματάρης Ιταλός φέρνει στην τροπαιοθήκη του συλλόγου το πρώτο μεγάλο τρόπαιο στα τελευταία 35 χρόνια. Το πανηγυρίζει έξαλλα με το μεσογειακό του ταμπεραμέντο, την ώρα που ο πρωθυπουργός της Αγγλίας Ντέιβιντ Κάμερον τού παραδίδει το μετάλλιο του κυπελλούχου Αγγλίας. Δύο χρόνια αργότερα, στον ίδιο χώρο, για το ίδιο τρόπαιο, με την ίδια ομάδα, ο ίδιος προπονητής αποχωρεί συνοφρυωμένος και με το κεφάλι σκυφτό μετά την ήτα της Μάντσεστερ Σίτι με 1-0 από τη Γουίγκαν στον τελικό Κυπέλλου Αγγλίας. Δύο μέρες μετά απολύεται από το «γαλάζιο» κλαμπ των «Σίτιζενς». Παρότι ήταν ο μάνατζερ που από τον πάγκο οδήγησε την ομάδα του στον πρώτο τίτλο πρωταθλήματος στην Πρέμιερ Λιγκ μετά από 44 ολόκληρα χρόνια. Αλλά έτσι είναι το ποδόσφαιρο. Πότε γελάει, πότε κλαίει.
Αν και ο στυλάτος Μαντσίνι με το ζόρι χαμογελάει τόσο μέσα όσο και έξω από τα γήπεδα. Αυτός ο γαλήνιος πρεσβευτής της UNICEF παραμένει αενάως τόσο ζεστός στο παιχνίδι όσο μια μπίρα από την κατάψυξη. Ωστόσο, είναι ο πνευματώδης άνθρωπος που έχει αναζωογονήσει τη λατρεία των Ιταλών για την εθνική τους ομάδα μετά τη μεγαλύτερη ταπείνωση στην ιστορία των «Ατζούρι», όταν δεν προκρίθηκαν στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 2018 στη Ρωσία. Μετά από αυτό το φιάσκο ανέλαβε τις τύχες της «Σκουάντρα Ατζούρα» και την οδηγεί από επιτυχία σε επιτυχία. Ως μαέστρος καλλιτέχνης της ποδοσφαιρικής Ιταλικής Αναγέννησης, αν χάσει απόψε, κανείς δεν θα μπορεί να του επιρρίψει καμία ευθύνη. Αν όμως κερδίσει, θα έχει την αμέριστη άδεια των Ιταλών να αφιερώσει την κατάκτηση του τροπαίου όπου θέλει. Είτε προς τιμήν του Τζόρτζιο Αρμάνι που έραψε τα κουστούμια της ομάδας, είτε στη μνήμη της Ραφαέλα Καρά.
Η πιο πικρη στιγμη
Αντίθετα με τον Μαντσίνι, για τον Γκάρεθ Σάουθγκεϊτ το Γουέμπλεϊ είναι συνδεδεμένο με δάκρυα σε μια πικρή στιγμή της ποδοσφαιρικής του καριέρας. Συνέβη το βράδυ της Τετάρτης 26 Ιουνίου 1996. Στον κρίσιμο ημιτελικό της Αγγλίας με τη Γερμανία για το Euro 1996, μετά την ισοπαλία με 1-1, οι δύο εθνικές ομάδες οδηγούνται στη διαδικασία των πέναλτι.
Υστερα από 5 εύστοχα γκολ εκατέρωθεν ξεκινάει το θρίλερ του «ξαφνικού θανάτου». Το 6ο πέναλτι για την Αγγλία το χτυπάει ο ψηλόλιγνος κεντρικός αμυντικός με το Νο 6 στην περιέργως γκριζογαλάζιας απόχρωσης φανέλα της Αγγλίας. Ο Γκάρεθ Σάουθγκεϊτ κάνει ένα χαλαρό σουτ στα δεξιά της εστίας το οποίο αποκρούει εύκολα ο Γερμανός τερματοφύλακας Αντρέας Κέπκε. Εθνική απογοήτευση για τον αποκλεισμό της οικοδέσποινας του τουρνουά από τον τελικό, συντριβή του ποδοσφαιριστή και χλευασμός του από την κερκίδα του Γουέμπλεϊ. Ο ομοσπονδιακός προπονητής Τέρι Βέναμπλς και ο τότε πρωθυπουργός Τζον Μέιτζορ σπεύδουν να τον παρηγορήσουν.
Εχει, όμως, υποστεί τέτοιο τραυματικό σοκ που προσεχώς θα κάνει το «σφάλμα» του χειρότερο. Την απώλεια του καθοριστικού πέναλτι τη συμπληρώνει την ίδια χρονιά με μια γκάφα: εμφανίζεται σε τηλεοπτική διαφήμιση για την Pizza Hut με μια χαρτοσακούλα στο κεφάλι να κουβεντιάζει με τον Στιούαρτ Πιρς και τον Κρις Γουόντλ, οι οποίοι είχαν χάσει σημαντικά πέναλτι για την Εθνική Αγγλίας στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1990. Οσο φλεγματικοί κι αν είναι οι Αγγλοι, οι φαν συμπατριώτες του των «Τριών Λιονταριών» του ποδοσφαίρου δεν του το συγχώρησαν ποτέ. Τότε, πριν από 25 χρόνια, τα πανκ συγκροτήματα της εποχής τον σαρκάζουν καυστικά, σήμερα οι ποπ μπάντες τον εξυμνούν αποθεωτικά.
Οι εποχές αλλάζουν όπως και το ποδόσφαιρο. Αλλά στην ιστορία του τελευταίου πάντα υπάρχει ευκαιρία για εξιλέωση. Ειδικά απόψε, αφότου με ένα κερδισμένο πέναλτι έφτασε η Αγγλία στον τελικό. Αναπόφευκτα ο Σάουθγκεϊτ και η ομάδα του θα επιχειρήσουν να κερδίσουν στην έδρα τους το πρώτο μεγάλο διεθνές τρόπαιο από το μακρινό 1966. Για να αναβιώσει ο ίδιος ως προπονητής την προ 55 ετών περίλαμπρη μνήμη του Αλφ Ράμσεϊ και η Αγγλία να κερδίσει τον πρώτο της ευρωπαϊκό τίτλο για να ισοφαρίσει επιτέλους την κατάκτηση του ίδιου τροπαίου από την Ελλάδα το 2004.
Στα ιταλικά η λέξη «sprezzatura», μεταξύ άλλων, σημαίνει την τέχνη της κομψής αναστάτωσης και της μελετημένης απροσεξίας σε ενδυματολογικά θέματα. Ο Ρομπέρτο Μαντσίνι ενσαρκώνει την επιτομή της. Επιμελημένα ατημέλητο μαλλί απόχρωσης αλατοπίπερου, προσεκτικά κουρεμένο, sur mesure ιταλικής ραφής κοστούμι με συνήθως καλυμμένα τα πέτα από εκατοντάδες διαφορετικά κασκόλ, στον καρπό ρολόι-χρονογράφος flyback Richard Mille ελβετικής ακρίβειας. Και ακόμη, μαντιλάκι ποσέτ διπλωμένο με δεκάδες τρόπους, αλλά πάντα στη σωστή γωνία, μεταξωτή γραβάτα στο κατάλληλο μήκος και μια εκλεπτυσμένη πινελιά ξεγνοιασιάς με ανασηκωμένες τις μανσέτες του σταθερά λευκού πουκαμίσου του. Ο προπονητής της Ιταλίας με το fit σκαρί του δεν ήταν ποτέ ο τεχνικός με τη φόρμα.
Λογικό, γιατί εκτός από το ποδόσφαιρο λατρεύει το τένις, την ποδηλασία, το γυμναστήριο και την ηλιοθεραπεία που απαιτούν διαφορετικό ενδυματολογικό εξοπλισμό. Παρ’ όλα αυτά, ο 56χρονος Ιταλός, ένας φαντεζί αρτίστας της μπάλας με το Νο 10 στη φανέλα, με δύο κερδισμένα πρωταθλήματα Ιταλίας στο ενεργητικό του ως ποδοσφαιριστής και τρία κατακτημένα «σκουντέτι» στην πατρίδα του ως προπονητής της Ιντερ, είναι θρύλος των γηπέδων. Γεννημένος στο Τζέζι έξω από την Ανκόνα στις ακτές της Αδριατικής, μοίρασε τα παιδικά του χρόνια ανάμεσα στη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία και το γήπεδο της γειτονιάς του. Ο επιπλοποιός πατέρας του Αλντο και η νοσοκόμα μητέρα του Μαριάννα τον ανέθρεψαν με τις αξίες της πίστης τους και τον έστελναν να υπηρετεί ως παπαδάκι στην εκκλησία. Στα οκτώ του χρόνια ο πρασινομάτης Ρομπέρτο, αντί να πάει μια Κυριακή για την πρώτη του μετάληψη, την κοπάνησε από την εκκλησία και κατευθύνθηκε για να παίξει μπάλα στο γήπεδο της παιδικής ομάδας του «Ορόρα Κάλτσιο». Τότε οι γονείς του κατάλαβαν ότι το προσκλητήριο της μπάλας υπερίσχυε του... θείου καλέσματος.
Σταρ στη Σαμπντόρια
Στα 16 του χρόνια ντεμπουτάρισε στην Α’ Κατηγορία με την ομάδα της Μπολόνια, όπου καθάριζε και κλείδωνε τα αποδυτήρια μετά τις προπονήσεις. Διακρίθηκε με το ταλέντο του στο χορτάρι και πήρε μεταγραφή για τη Σαμπντόρια με ιδιοκτήτη τον πλούσιο επιχειρηματία του πετρελαίου Πάολο Μαντοβάνι. Εμεινε 15 χρόνια στη Γένοβα, κέρδισε με την ομάδα του το μοναδικό της πρωτάθλημα και αναδείχθηκε σε τρανό σταρ των «Μπλουτσερκιάτι», αναγνωρισμένος ως ένας από τα κορυφαία 10άρια της γενιάς του και από τα καλύτερα στην ιστορία του ιταλικού ποδοσφαίρου. Προικισμένος δημιουργικά, εμπνευσμένος και αποτελεσματικός, με προσωπικότητα και αυτοπεποίθηση, ο γοητευτικός μέσα κι έξω από τα γήπεδα Μαντσίνι ήταν κάτι πολύ παραπάνω από ένας επαγγελματίας επιθετικός μέσος της ομάδας.
Παρακολουθούσε τις συνεδριάσεις του διοικητικού συμβουλίου, είχε λόγο στις μεταγραφές, συμμετείχε στην επιτροπή επιλογής του προπονητή. Ηταν η αδιαμφισβήτητη ισχυρή φωνή του συλλόγου στα αποδυτήρια και η ηγετική φυσιογνωμία του στον αγωνιστικό χώρο. Τη στιγμή που οι συμπαίκτες του κατέβαζαν τα κεφάλια όταν το ματς «στράβωνε», ο Μαντσίνι σήκωνε το ανάστημά του δίνοντας πνοή αισιοδοξίας και μεταφέροντας ηλεκτρισμένη ενέργεια που τους παρακινούσε σε μαχητικότητα. Οι οπαδοί στην έδρα της ομάδας, το στάδιο «Λουίτζι Φεράρις», τον λάτρευαν και τον αποθέωναν ως τον παίκτη που αμφισβητούσε τα μεγάλα σωματεία του Τορίνο, του Μιλάνου και της Ρώμης. Από τότε δε που η Σαμπντόρια κατέκτησε το 1989 το Κύπελλο Κυπελλούχων Ευρώπης κερδίζοντας στον τελικό την Αντερλεχτ, η φήμη και το κύρος του εξακοντίστηκαν στη στρατόσφαιρα. Και από τέτοιο ύψος προφανώς δεν του άρεσε να αμφισβητείται η καθιερωμένη εξουσία του.
Παρότι ο πρόεδρος της ομάδας Μαντοβάνι πέθανε ξαφνικά το 1993 και τα προνόμια του παίκτη φάνηκε να διακυβεύονται, ο ίδιος παρέμεινε άλλες τέσσερις σεζόν πιστός στην ομάδα. Η παρέα και οι σκανταλιές μαζί με τους φίλους και συμπαίκτες του Τζουζέπε Ντοσένα και ειδικά τον Τζιανλούκα Βιάλι, με τον οποίο είχαν συστήσει το περιώνυμο «δίδυμο των σκόρερ», δεν του επέτρεπαν να αποχωριστεί την οικογενειακή ατμόσφαιρα της Σαμπντόρια. Οταν η ομάδα του πήρε πια οικονομικά την κάτω βόλτα, έφυγε για δυόμισι χρόνια στη Λάτσιο. Κατά τον αποχαιρετισμό του φεύγοντας για τη Ρώμη δάκρυσαν από τις βάρκες και τις τσαμαδούρες μέχρι τις μπίγες των πλωτών γερανών στο λιμάνι της Γένοβας. Με τους «Μπιανκοσελέστι» κέρδισε άλλο ένα πρωτάθλημα Ιταλίας και έκλεισε τελικά στα 36 του την καριέρα του στη Λέστερ Σίτι. Ακολούθησε η καριέρα του στην προπονητική. Δίχως άλλο, υπερεπιτυχημένη. Με την πρώτη του στον πάγκο της Φιορεντίνα κατέκτησε το Κύπελλο Ιταλίας.
Αμέσως μετά πήρε το ίδιο τρόπαιο με τη Λάτσιο. Στη συνέχεια έφερε τρεις διαδοχικούς τίτλους πρωταθλητή της Serie A και δύο Κύπελλα στην Ιντερ. Στο Μιλάνο λατρεύτηκε ως ο πιο επιτυχημένος μάνατζερ των «Νερατζούρι» σε βάθος 30ετίας. Στον επόμενο τόνο έγραψε ιστορία ως απόλυτο αφεντικό της Μάντσεστερ Σίτι. Της ομάδας που με την ολιστική του προσέγγιση σε όλες τις ποδοσφαιρικές πτυχές της ξελάσπωσε μετά από δεκαετίες βαλτώματος. Αργότερα πήρε και ένα Κύπελλο Τουρκίας με τη Γαλατάσαραϊ. Δικαίως υπερηφανευόταν γι’ αυτά τα πολύτιμα σουβενίρ μιας ένδοξης σταδιοδρομίας. Κάποτε, όταν σε μια τηλεοπτική του συνέντευξη σε ιταλικό κανάλι τού ζήτησαν να περιγράψει με μια λέξη την ποδοσφαιρική - προπονητική του ταυτότητα αυτός απάντησε νέτα σκέτα «ιδιοφυΐα». Επεσαν να τον κατασπαράξουν για το απύθμενο θράσος, στα όρια της πρόκλησης, από έναν προπονητή που πότε δεν τα κατάφερε στο Τσάμπιονς Λιγκ. Ωστόσο, ό,τι οι ενοχλημένοι άλλοι ερμήνευαν ως αλαζονεία, αυτό ακριβώς συνόψιζε την υψηλή του αυτοεκτίμηση και τον αγωνιστικό εγωισμό του.
Ποτέ δεν ήταν ο πιο προσιτός άνθρωπος στις διαπροσωπικές σχέσεις, αλλά ήταν άψογος ως εμπνευστής και έμπειρος ως συλλογικός κουμανταδόρος. Γαλουχημένος στα γήπεδα, γαλβανισμένος στα αποδυτήρια και ακονισμένος στους κοφτερούς πάγκους, είναι πλέον ένας σελέμπριτι του παγκόσμιου ποδοσφαίρου. Στα προσωπικά του, αφού χώρισε από τη Φεντερίκα μετά από σχεδόν 30 χρόνια γάμου, από τον οποίο απέκτησαν δύο αγόρια και ένα κορίτσι, ξαναπαντρεύτηκε. Η καλλίγραμμη 42χρονη δικηγόρος Σίλβια Φορτίνι είναι η νέα ταιριαστή σύντροφος της ζωής του.
Ο ιδανικος συζυγος
Από τη μεριά του, ο 51χρονος Γκάρεθ Σάουθγκεϊτ είναι το πρότυπο του υποδειγματικά αφοσιωμένου οικογενειάρχη. Παντρεμένος στην ενορία της γειτονιάς του, εδώ και 25 χρόνια, με το εφηβικό του αμόρε, την Αλισον Μπερντ, πατέρας μιας κόρης και ενός γιου, ο προπονητής της Αγγλίας είναι εμβληματικός διαφημιστής του έγγαμου βίου. Εχει εξομολογηθεί ότι το σπίτι είναι το «μυστικό όπλο» που τον κρατάει προσγειωμένο και επικεντρωμένο. Αναπόφευκτα, αυτός ο ψηλός, ευγενικός τύπος της βρετανικής μεσαίας τάξης αποτελεί το μοντέλο του ιδανικού συζύγου για κάθε προσεχή Αγγλίδα νοικοκυρά. Τον φαντασιώνονται πεθερικά και υποψήφιες νύφες ως τον ιδεώδη γαμπρό και σύντροφο που βάζει πλυντήριο και απλώνει τέλεια την μπουγάδα, αλείφει μαεστρικά το βούτυρο στη φρυγανιά του μπρέκφαστ, φτιάχνει καλό τσάι και το μοιράζεται με γούστο. Μπορεί η πραγματικότητα να μην απέχει πολύ από τη φαντασία, αλλά από τη στιγμή που έγινε γνωστός με την παρουσία του στον πάγκο της Εθνικής Αγγλίας στο Μουντιάλ της Ρωσίας, απέκτησε άθελά του διαστάσεις εθνικού ήρωα.
Καταρχάς ήταν ο άνθρωπος που έκανε ξανά διάσημα τα γιλέκα και υπενθύμισε στο πιστό στις παραδόσεις κοινό τις εμφανίσεις με κοστούμια των τριών κομματιών, την πανοπλία των τζέντλεμαν του ήρεμου βρετανικού επαγγελματισμού. Προφανώς τα γιλέκα του ήταν αγορασμένα από τα Marks & Spencer παρά ραμμένα στη Σάβιλ Ρόου, αλλά εφαρμοσμένα ταιριαστά στη λεπτή σωματική του διάπλαση ανέδυαν τη χάρη ενός ικανού μπίζνεσμαν με εξαιρετικές ηγετικές και διαχειριστικές δεξιότητες. Η αλήθεια είναι ότι αυτή την εικόνα δεν την διέψευσε στην πράξη ο Σάουθγκεϊτ. Ωστόσο, δεν υπήρξε ποτέ στην ποδοσφαιρική καριέρα του σταρ, ούτε η προπονητική σταδιοδρομία του είναι αξιομνημόνευτη. Το παλμαρέ π.χ. του Μαντσίνι δεν το βλέπει ούτε με τηλεσκόπιο. Παρ’ όλα αυτά, η αγγλική ποδοσφαιρική ομοσπονδία πήρε το ρίσκο να του εμπιστευτεί την εθνική ομάδα και αυτός δεν διέψευσε τις περιορισμένες, είναι αλήθεια, προσδοκίες της. Αντιθέτως, αυτός ο «βαρετός», ήσυχος, φιλικός από χαρακτήρα τύπος, με την περιποιημένη γενειάδα και τη μακριά μύτη, κερδίζει όλα τα στοιχήματα που έβαλε - πρώτα απ’ όλα με τον εαυτό του. Το κυριότερο, έχει απελευθερώσει τα «Τρία Λιοντάρια» από το κλουβί της συνήθους διεθνούς ταπείνωσής τους.
Γεννημένος στο Γουότφορντ, 15 χλμ. βορειοδυτικά του Λονδίνου, μεγάλωσε με τις αθλητικές αξίες του «ευ αγωνίζεσθαι» στο περιβάλλον μιας οικογένειας της μεσαίας τάξης. Ο πατέρας του Κλάιβ, διευθυντής εργοστασίου του γίγαντα των υπολογιστών IBM, υπήρξε αθλητής του ακοντισμού. Η μητέρα του Μπάρμπαρα, γραμματέας σε πολυεθνική εταιρεία, ήταν αθλήτρια των χαμηλών εμποδίων. Οι γονείς του, που γνωρίστηκαν σε τουρνουά του στίβου, ενέπνευσαν στον γιο τους αθλητικά ιδεώδη τα οποία έπιασαν τόπο.
Στην 20χρονη ποδοσφαιρική του καριέρα με τα 500 και πλέον ματς αποβλήθηκε μόνο μία φορά. Το καλό ήταν ότι έπαιρνε από μικρός τα γράμματα, παρέδιδε στο σχολείο εργασίες για τον Νίτσε και αγαπούσε τα ποιήματα του Ράντγιαρντ Κίπλινγκ. Το καλύτερο, ότι σπούδασε στο κολέγιο του Κρόλεϊ, το ίδιο από το οποίο αποφοίτησε ο Ντέιβιντ Μπόουι. Χάρη στις ακαδημαϊκές σπουδές του χειρίζεται άψογα τη γλώσσα και γράφει ακόμη καλύτερα. Για την «καψούρα» του με το ποδόσφαιρο εγκατέλειψε μια στρωμένη καριέρα στη δημοσιογραφία ή τη διαφήμιση.
Ηδη από τα 13 του χρόνια έπαιζε στα τσικό της Σάουθαμπτον. Με τα αθλητικά και τα φυσικά του χαρίσματα η επαγγελματική του καριέρα ξεκίνησε στη θέση του δεξιού μπακ και μετέπειτα του αμυντικού χαφ στην Κρίσταλ Πάλας. Με εκείνον ως αρχηγό της ομάδας, οι «Glaziers», κοινώς «υαλουργοί ή τζαμάδες» του νότιου Λονδίνου, κατέκτησαν την πρώτη θέση στη βαθμολογία της Τσάμπιονσιπ και ανέβηκαν στην Πρέμιερ Λιγκ. Ενώ ήταν η ψυχή της ποδοσφαιροπαρέας και ο καλαμπουρτζής στις καθιερωμένες μετά τον αγώνα παμπ, ποτέ δεν έπινε, δεν τζόγαρε, δεν τσακωνόταν, δεν ξεσπούσε για να εκτονώσει την πίεση του ματς και απέφευγε τη δημοσιότητα, άρα και την πρόσκαιρη διασημότητα που πρόσφερε αφειδώς στους «άτακτους» παίκτες ο Τύπος.
Ηταν η σταθερή και ήρεμη δύναμη. Ο αποκαλούμενος από τους συμπαίκτες του ως «Νορντ» εξαιτίας της ομιλίας του που έμοιαζε με εκείνη του κωμικού ηθοποιού Ντένις Νόρντεν, ήταν μια όαση μέτρου σε κάθε χλαπαταγή στα αποδυτήρια και ο ορισμός της ψυχραιμίας στον αγωνιστικό χώρο. Καθιερωμένος χάρη στη σταθερότητά του ως κεντρικός αμυντικός, πήρε μεταγραφή στην Αστον Βίλα και κατόπιν στη Μίντλεσμπρο, όπου και έκλεισε την καριέρα του στα 35 του χρόνια. Με το εθνόσημο της χώρας του συμπλήρωσε 57 συμμετοχές, όπου σε κάθε εμφάνισή του τραγουδούσε με πάθος τον εθνικό ύμνο. Τις πατριωτικές πεποιθήσεις τού τις ενστάλαξε από παιδάκι ο παππούς του από την πλευρά της μητέρας του, Αρθουρ Τολ, ένας σκληροτράχηλος αξιωματικός του Βασιλικού Ναυτικού που πήρε σε μέρος σε άγριες ναυμαχίες στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι αθλητικές αξίες που του κληροδότησαν οι γονείς του και η εθνική περηφάνια με την οποία τον ενέπνευσε ο παππούς του σφράγισαν την ταυτότητά του ως ποδοσφαιριστή και του χάρισαν το ψυχωμένο κίνητρο σε κάθε αγωνιστική εμφάνισή του.
Η πορεια στους παγκους
Την προπονητική σταδιοδρομία του την ξεκίνησε στη Μίντλεσμπρο. Κάθισε δυόμισι χρόνια στον πάγκο της «Μπόρο» στη βορειοανατολική Αγγλία και απολύθηκε αφήνοντας το αγαπημένο του γήπεδο «Ρίβερσαϊντ». Συνέχισε όμως να κατοικεί με την οικογένειά του στο υπέροχο ιδιόκτητο ελισαβετιανού ρυθμού αρχοντικό του που ονομάζεται Swinsty Hall, στις αγροτικές περιοχές του βόρειου Γιορκσάιρ, το οποίο αγόρασε όταν μετακόμισε στο Μίντλεσμπρο. Εμεινε τέσσερα χρόνια άνεργος, έως ότου προσλήφθηκε στη U-21 Εθνική Νέων της Αγγλίας.
Η έμφυτη επιθυμία του για καινοτομίες τον οδήγησε να αντλήσει ιδέες προπόνησης από το μπέιζμπολ και το ράγκμπι έως το κρίκετ. Η κυρίαρχη φιλοσοφία του συμπυκνωνόταν στην ισότιμη μεταχείριση όλων. Από το βοηθητικό προσωπικό που κουβαλούσε τις μπάλες έως το μεγαλύτερο ανερχόμενο αστέρι. Ποτέ δεν τσιγκουνεύτηκε μια ενθαρρυντική κουβέντα και ένα χάιδεμα του κεφαλιού σε όλους. Τρία χρόνια αργότερα, όταν παραιτήθηκε λόγω σκανδάλου ποδοσφαιρικής διαφθοράς ο προπονητής της Εθνικής Ανδρών Σαμ Αλαρντάις, η ομοσπονδία τού πρότεινε με απροθυμία να αναλάβει προσωρινά, λόγω έλλειψης εμπειρίας, το πόστο.
Και επειδή ουδέν μονιμότερον του προσωρινού, ο «άπειρος» Σάουθγκεϊτ έφερε την Αγγλία στα ημιτελικά και την 4η θέση στο Παγκόσμιο Κύπελλο της Ρωσίας το 2018. Κατόρθωμα που είχαν να δουν στο «Νησί» από το Μουντιάλ της Ιταλίας το μακρινό 1990. Αναπόδραστα οι υποτιμημένες έως τότε διαχειριστικές ικανότητες του Σάουθγκεϊτ χαιρετίστηκαν έκτοτε ως αναζωογονητικές από τους ποδοσφαιρικούς ιθύνοντες της χώρας. Στην πραγματικότητα δεν έχουν ακόμη πάρει χαμπάρι ότι η καλλιέργεια, η οξυδέρκεια και κυρίως η ενσυναίσθηση αυτού του τύπου οδηγεί την εθνική τους ομάδα στη διεκδίκηση διεθνών τίτλων. Ισως να καταλάβαιναν αν τον άκουγαν να λέει πως «αν δεν επιτρέψουμε στους παίκτες να εκφραστούν και να ξεδιπλώσουν το ταλέντο του, δεν θα προχωρήσουμε ποτέ μπροστά».
Οπως και να ’χει, φέτος, στο μεταχρονολογημένο λόγω κορωνοϊού Euro 2020, ο Σάουθγκεϊτ δεν φοράει πια στον πάγκο γιλέκα, αλλά μεταξωτές πουά γραβάτες που συνοδεύουν τα μπλε κοστούμια της λονδρέζικης φίρμας ενδυμάτων «Πέρσιβαλ», τα οποία προμοτάρει. Από μια αισθητικά μοδάτη οπτική, αυτά θα αναμετρηθούν με τα ασύγκριτα γκρι Αρμάνι του Μαντσίνι. Και για τους δύο, πάντως, στυλ είναι το ντύσιμο των σκέψεων. Και επειδή οι φορεσιές δεν παίζουν μπάλα, απομένει να αποδειχτεί ποια όμορφη σκέψη θα επικρατήσει στην αποψινή αγωνιστική χορογραφία του Γουέμπλεϊ, η οποία είτε θα αφήσει το Κύπελλο Home, είτε θα το στείλει Rome.
Λογικό, γιατί εκτός από το ποδόσφαιρο λατρεύει το τένις, την ποδηλασία, το γυμναστήριο και την ηλιοθεραπεία που απαιτούν διαφορετικό ενδυματολογικό εξοπλισμό. Παρ’ όλα αυτά, ο 56χρονος Ιταλός, ένας φαντεζί αρτίστας της μπάλας με το Νο 10 στη φανέλα, με δύο κερδισμένα πρωταθλήματα Ιταλίας στο ενεργητικό του ως ποδοσφαιριστής και τρία κατακτημένα «σκουντέτι» στην πατρίδα του ως προπονητής της Ιντερ, είναι θρύλος των γηπέδων. Γεννημένος στο Τζέζι έξω από την Ανκόνα στις ακτές της Αδριατικής, μοίρασε τα παιδικά του χρόνια ανάμεσα στη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία και το γήπεδο της γειτονιάς του. Ο επιπλοποιός πατέρας του Αλντο και η νοσοκόμα μητέρα του Μαριάννα τον ανέθρεψαν με τις αξίες της πίστης τους και τον έστελναν να υπηρετεί ως παπαδάκι στην εκκλησία. Στα οκτώ του χρόνια ο πρασινομάτης Ρομπέρτο, αντί να πάει μια Κυριακή για την πρώτη του μετάληψη, την κοπάνησε από την εκκλησία και κατευθύνθηκε για να παίξει μπάλα στο γήπεδο της παιδικής ομάδας του «Ορόρα Κάλτσιο». Τότε οι γονείς του κατάλαβαν ότι το προσκλητήριο της μπάλας υπερίσχυε του... θείου καλέσματος.
Σταρ στη Σαμπντόρια
Στα 16 του χρόνια ντεμπουτάρισε στην Α’ Κατηγορία με την ομάδα της Μπολόνια, όπου καθάριζε και κλείδωνε τα αποδυτήρια μετά τις προπονήσεις. Διακρίθηκε με το ταλέντο του στο χορτάρι και πήρε μεταγραφή για τη Σαμπντόρια με ιδιοκτήτη τον πλούσιο επιχειρηματία του πετρελαίου Πάολο Μαντοβάνι. Εμεινε 15 χρόνια στη Γένοβα, κέρδισε με την ομάδα του το μοναδικό της πρωτάθλημα και αναδείχθηκε σε τρανό σταρ των «Μπλουτσερκιάτι», αναγνωρισμένος ως ένας από τα κορυφαία 10άρια της γενιάς του και από τα καλύτερα στην ιστορία του ιταλικού ποδοσφαίρου. Προικισμένος δημιουργικά, εμπνευσμένος και αποτελεσματικός, με προσωπικότητα και αυτοπεποίθηση, ο γοητευτικός μέσα κι έξω από τα γήπεδα Μαντσίνι ήταν κάτι πολύ παραπάνω από ένας επαγγελματίας επιθετικός μέσος της ομάδας.
Παρακολουθούσε τις συνεδριάσεις του διοικητικού συμβουλίου, είχε λόγο στις μεταγραφές, συμμετείχε στην επιτροπή επιλογής του προπονητή. Ηταν η αδιαμφισβήτητη ισχυρή φωνή του συλλόγου στα αποδυτήρια και η ηγετική φυσιογνωμία του στον αγωνιστικό χώρο. Τη στιγμή που οι συμπαίκτες του κατέβαζαν τα κεφάλια όταν το ματς «στράβωνε», ο Μαντσίνι σήκωνε το ανάστημά του δίνοντας πνοή αισιοδοξίας και μεταφέροντας ηλεκτρισμένη ενέργεια που τους παρακινούσε σε μαχητικότητα. Οι οπαδοί στην έδρα της ομάδας, το στάδιο «Λουίτζι Φεράρις», τον λάτρευαν και τον αποθέωναν ως τον παίκτη που αμφισβητούσε τα μεγάλα σωματεία του Τορίνο, του Μιλάνου και της Ρώμης. Από τότε δε που η Σαμπντόρια κατέκτησε το 1989 το Κύπελλο Κυπελλούχων Ευρώπης κερδίζοντας στον τελικό την Αντερλεχτ, η φήμη και το κύρος του εξακοντίστηκαν στη στρατόσφαιρα. Και από τέτοιο ύψος προφανώς δεν του άρεσε να αμφισβητείται η καθιερωμένη εξουσία του.
Παρότι ο πρόεδρος της ομάδας Μαντοβάνι πέθανε ξαφνικά το 1993 και τα προνόμια του παίκτη φάνηκε να διακυβεύονται, ο ίδιος παρέμεινε άλλες τέσσερις σεζόν πιστός στην ομάδα. Η παρέα και οι σκανταλιές μαζί με τους φίλους και συμπαίκτες του Τζουζέπε Ντοσένα και ειδικά τον Τζιανλούκα Βιάλι, με τον οποίο είχαν συστήσει το περιώνυμο «δίδυμο των σκόρερ», δεν του επέτρεπαν να αποχωριστεί την οικογενειακή ατμόσφαιρα της Σαμπντόρια. Οταν η ομάδα του πήρε πια οικονομικά την κάτω βόλτα, έφυγε για δυόμισι χρόνια στη Λάτσιο. Κατά τον αποχαιρετισμό του φεύγοντας για τη Ρώμη δάκρυσαν από τις βάρκες και τις τσαμαδούρες μέχρι τις μπίγες των πλωτών γερανών στο λιμάνι της Γένοβας. Με τους «Μπιανκοσελέστι» κέρδισε άλλο ένα πρωτάθλημα Ιταλίας και έκλεισε τελικά στα 36 του την καριέρα του στη Λέστερ Σίτι. Ακολούθησε η καριέρα του στην προπονητική. Δίχως άλλο, υπερεπιτυχημένη. Με την πρώτη του στον πάγκο της Φιορεντίνα κατέκτησε το Κύπελλο Ιταλίας.
Αμέσως μετά πήρε το ίδιο τρόπαιο με τη Λάτσιο. Στη συνέχεια έφερε τρεις διαδοχικούς τίτλους πρωταθλητή της Serie A και δύο Κύπελλα στην Ιντερ. Στο Μιλάνο λατρεύτηκε ως ο πιο επιτυχημένος μάνατζερ των «Νερατζούρι» σε βάθος 30ετίας. Στον επόμενο τόνο έγραψε ιστορία ως απόλυτο αφεντικό της Μάντσεστερ Σίτι. Της ομάδας που με την ολιστική του προσέγγιση σε όλες τις ποδοσφαιρικές πτυχές της ξελάσπωσε μετά από δεκαετίες βαλτώματος. Αργότερα πήρε και ένα Κύπελλο Τουρκίας με τη Γαλατάσαραϊ. Δικαίως υπερηφανευόταν γι’ αυτά τα πολύτιμα σουβενίρ μιας ένδοξης σταδιοδρομίας. Κάποτε, όταν σε μια τηλεοπτική του συνέντευξη σε ιταλικό κανάλι τού ζήτησαν να περιγράψει με μια λέξη την ποδοσφαιρική - προπονητική του ταυτότητα αυτός απάντησε νέτα σκέτα «ιδιοφυΐα». Επεσαν να τον κατασπαράξουν για το απύθμενο θράσος, στα όρια της πρόκλησης, από έναν προπονητή που πότε δεν τα κατάφερε στο Τσάμπιονς Λιγκ. Ωστόσο, ό,τι οι ενοχλημένοι άλλοι ερμήνευαν ως αλαζονεία, αυτό ακριβώς συνόψιζε την υψηλή του αυτοεκτίμηση και τον αγωνιστικό εγωισμό του.
Ποτέ δεν ήταν ο πιο προσιτός άνθρωπος στις διαπροσωπικές σχέσεις, αλλά ήταν άψογος ως εμπνευστής και έμπειρος ως συλλογικός κουμανταδόρος. Γαλουχημένος στα γήπεδα, γαλβανισμένος στα αποδυτήρια και ακονισμένος στους κοφτερούς πάγκους, είναι πλέον ένας σελέμπριτι του παγκόσμιου ποδοσφαίρου. Στα προσωπικά του, αφού χώρισε από τη Φεντερίκα μετά από σχεδόν 30 χρόνια γάμου, από τον οποίο απέκτησαν δύο αγόρια και ένα κορίτσι, ξαναπαντρεύτηκε. Η καλλίγραμμη 42χρονη δικηγόρος Σίλβια Φορτίνι είναι η νέα ταιριαστή σύντροφος της ζωής του.
Ο ιδανικος συζυγος
Από τη μεριά του, ο 51χρονος Γκάρεθ Σάουθγκεϊτ είναι το πρότυπο του υποδειγματικά αφοσιωμένου οικογενειάρχη. Παντρεμένος στην ενορία της γειτονιάς του, εδώ και 25 χρόνια, με το εφηβικό του αμόρε, την Αλισον Μπερντ, πατέρας μιας κόρης και ενός γιου, ο προπονητής της Αγγλίας είναι εμβληματικός διαφημιστής του έγγαμου βίου. Εχει εξομολογηθεί ότι το σπίτι είναι το «μυστικό όπλο» που τον κρατάει προσγειωμένο και επικεντρωμένο. Αναπόφευκτα, αυτός ο ψηλός, ευγενικός τύπος της βρετανικής μεσαίας τάξης αποτελεί το μοντέλο του ιδανικού συζύγου για κάθε προσεχή Αγγλίδα νοικοκυρά. Τον φαντασιώνονται πεθερικά και υποψήφιες νύφες ως τον ιδεώδη γαμπρό και σύντροφο που βάζει πλυντήριο και απλώνει τέλεια την μπουγάδα, αλείφει μαεστρικά το βούτυρο στη φρυγανιά του μπρέκφαστ, φτιάχνει καλό τσάι και το μοιράζεται με γούστο. Μπορεί η πραγματικότητα να μην απέχει πολύ από τη φαντασία, αλλά από τη στιγμή που έγινε γνωστός με την παρουσία του στον πάγκο της Εθνικής Αγγλίας στο Μουντιάλ της Ρωσίας, απέκτησε άθελά του διαστάσεις εθνικού ήρωα.
Καταρχάς ήταν ο άνθρωπος που έκανε ξανά διάσημα τα γιλέκα και υπενθύμισε στο πιστό στις παραδόσεις κοινό τις εμφανίσεις με κοστούμια των τριών κομματιών, την πανοπλία των τζέντλεμαν του ήρεμου βρετανικού επαγγελματισμού. Προφανώς τα γιλέκα του ήταν αγορασμένα από τα Marks & Spencer παρά ραμμένα στη Σάβιλ Ρόου, αλλά εφαρμοσμένα ταιριαστά στη λεπτή σωματική του διάπλαση ανέδυαν τη χάρη ενός ικανού μπίζνεσμαν με εξαιρετικές ηγετικές και διαχειριστικές δεξιότητες. Η αλήθεια είναι ότι αυτή την εικόνα δεν την διέψευσε στην πράξη ο Σάουθγκεϊτ. Ωστόσο, δεν υπήρξε ποτέ στην ποδοσφαιρική καριέρα του σταρ, ούτε η προπονητική σταδιοδρομία του είναι αξιομνημόνευτη. Το παλμαρέ π.χ. του Μαντσίνι δεν το βλέπει ούτε με τηλεσκόπιο. Παρ’ όλα αυτά, η αγγλική ποδοσφαιρική ομοσπονδία πήρε το ρίσκο να του εμπιστευτεί την εθνική ομάδα και αυτός δεν διέψευσε τις περιορισμένες, είναι αλήθεια, προσδοκίες της. Αντιθέτως, αυτός ο «βαρετός», ήσυχος, φιλικός από χαρακτήρα τύπος, με την περιποιημένη γενειάδα και τη μακριά μύτη, κερδίζει όλα τα στοιχήματα που έβαλε - πρώτα απ’ όλα με τον εαυτό του. Το κυριότερο, έχει απελευθερώσει τα «Τρία Λιοντάρια» από το κλουβί της συνήθους διεθνούς ταπείνωσής τους.
Γεννημένος στο Γουότφορντ, 15 χλμ. βορειοδυτικά του Λονδίνου, μεγάλωσε με τις αθλητικές αξίες του «ευ αγωνίζεσθαι» στο περιβάλλον μιας οικογένειας της μεσαίας τάξης. Ο πατέρας του Κλάιβ, διευθυντής εργοστασίου του γίγαντα των υπολογιστών IBM, υπήρξε αθλητής του ακοντισμού. Η μητέρα του Μπάρμπαρα, γραμματέας σε πολυεθνική εταιρεία, ήταν αθλήτρια των χαμηλών εμποδίων. Οι γονείς του, που γνωρίστηκαν σε τουρνουά του στίβου, ενέπνευσαν στον γιο τους αθλητικά ιδεώδη τα οποία έπιασαν τόπο.
Στην 20χρονη ποδοσφαιρική του καριέρα με τα 500 και πλέον ματς αποβλήθηκε μόνο μία φορά. Το καλό ήταν ότι έπαιρνε από μικρός τα γράμματα, παρέδιδε στο σχολείο εργασίες για τον Νίτσε και αγαπούσε τα ποιήματα του Ράντγιαρντ Κίπλινγκ. Το καλύτερο, ότι σπούδασε στο κολέγιο του Κρόλεϊ, το ίδιο από το οποίο αποφοίτησε ο Ντέιβιντ Μπόουι. Χάρη στις ακαδημαϊκές σπουδές του χειρίζεται άψογα τη γλώσσα και γράφει ακόμη καλύτερα. Για την «καψούρα» του με το ποδόσφαιρο εγκατέλειψε μια στρωμένη καριέρα στη δημοσιογραφία ή τη διαφήμιση.
Ηδη από τα 13 του χρόνια έπαιζε στα τσικό της Σάουθαμπτον. Με τα αθλητικά και τα φυσικά του χαρίσματα η επαγγελματική του καριέρα ξεκίνησε στη θέση του δεξιού μπακ και μετέπειτα του αμυντικού χαφ στην Κρίσταλ Πάλας. Με εκείνον ως αρχηγό της ομάδας, οι «Glaziers», κοινώς «υαλουργοί ή τζαμάδες» του νότιου Λονδίνου, κατέκτησαν την πρώτη θέση στη βαθμολογία της Τσάμπιονσιπ και ανέβηκαν στην Πρέμιερ Λιγκ. Ενώ ήταν η ψυχή της ποδοσφαιροπαρέας και ο καλαμπουρτζής στις καθιερωμένες μετά τον αγώνα παμπ, ποτέ δεν έπινε, δεν τζόγαρε, δεν τσακωνόταν, δεν ξεσπούσε για να εκτονώσει την πίεση του ματς και απέφευγε τη δημοσιότητα, άρα και την πρόσκαιρη διασημότητα που πρόσφερε αφειδώς στους «άτακτους» παίκτες ο Τύπος.
Ηταν η σταθερή και ήρεμη δύναμη. Ο αποκαλούμενος από τους συμπαίκτες του ως «Νορντ» εξαιτίας της ομιλίας του που έμοιαζε με εκείνη του κωμικού ηθοποιού Ντένις Νόρντεν, ήταν μια όαση μέτρου σε κάθε χλαπαταγή στα αποδυτήρια και ο ορισμός της ψυχραιμίας στον αγωνιστικό χώρο. Καθιερωμένος χάρη στη σταθερότητά του ως κεντρικός αμυντικός, πήρε μεταγραφή στην Αστον Βίλα και κατόπιν στη Μίντλεσμπρο, όπου και έκλεισε την καριέρα του στα 35 του χρόνια. Με το εθνόσημο της χώρας του συμπλήρωσε 57 συμμετοχές, όπου σε κάθε εμφάνισή του τραγουδούσε με πάθος τον εθνικό ύμνο. Τις πατριωτικές πεποιθήσεις τού τις ενστάλαξε από παιδάκι ο παππούς του από την πλευρά της μητέρας του, Αρθουρ Τολ, ένας σκληροτράχηλος αξιωματικός του Βασιλικού Ναυτικού που πήρε σε μέρος σε άγριες ναυμαχίες στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι αθλητικές αξίες που του κληροδότησαν οι γονείς του και η εθνική περηφάνια με την οποία τον ενέπνευσε ο παππούς του σφράγισαν την ταυτότητά του ως ποδοσφαιριστή και του χάρισαν το ψυχωμένο κίνητρο σε κάθε αγωνιστική εμφάνισή του.
Η πορεια στους παγκους
Την προπονητική σταδιοδρομία του την ξεκίνησε στη Μίντλεσμπρο. Κάθισε δυόμισι χρόνια στον πάγκο της «Μπόρο» στη βορειοανατολική Αγγλία και απολύθηκε αφήνοντας το αγαπημένο του γήπεδο «Ρίβερσαϊντ». Συνέχισε όμως να κατοικεί με την οικογένειά του στο υπέροχο ιδιόκτητο ελισαβετιανού ρυθμού αρχοντικό του που ονομάζεται Swinsty Hall, στις αγροτικές περιοχές του βόρειου Γιορκσάιρ, το οποίο αγόρασε όταν μετακόμισε στο Μίντλεσμπρο. Εμεινε τέσσερα χρόνια άνεργος, έως ότου προσλήφθηκε στη U-21 Εθνική Νέων της Αγγλίας.
Η έμφυτη επιθυμία του για καινοτομίες τον οδήγησε να αντλήσει ιδέες προπόνησης από το μπέιζμπολ και το ράγκμπι έως το κρίκετ. Η κυρίαρχη φιλοσοφία του συμπυκνωνόταν στην ισότιμη μεταχείριση όλων. Από το βοηθητικό προσωπικό που κουβαλούσε τις μπάλες έως το μεγαλύτερο ανερχόμενο αστέρι. Ποτέ δεν τσιγκουνεύτηκε μια ενθαρρυντική κουβέντα και ένα χάιδεμα του κεφαλιού σε όλους. Τρία χρόνια αργότερα, όταν παραιτήθηκε λόγω σκανδάλου ποδοσφαιρικής διαφθοράς ο προπονητής της Εθνικής Ανδρών Σαμ Αλαρντάις, η ομοσπονδία τού πρότεινε με απροθυμία να αναλάβει προσωρινά, λόγω έλλειψης εμπειρίας, το πόστο.
Και επειδή ουδέν μονιμότερον του προσωρινού, ο «άπειρος» Σάουθγκεϊτ έφερε την Αγγλία στα ημιτελικά και την 4η θέση στο Παγκόσμιο Κύπελλο της Ρωσίας το 2018. Κατόρθωμα που είχαν να δουν στο «Νησί» από το Μουντιάλ της Ιταλίας το μακρινό 1990. Αναπόδραστα οι υποτιμημένες έως τότε διαχειριστικές ικανότητες του Σάουθγκεϊτ χαιρετίστηκαν έκτοτε ως αναζωογονητικές από τους ποδοσφαιρικούς ιθύνοντες της χώρας. Στην πραγματικότητα δεν έχουν ακόμη πάρει χαμπάρι ότι η καλλιέργεια, η οξυδέρκεια και κυρίως η ενσυναίσθηση αυτού του τύπου οδηγεί την εθνική τους ομάδα στη διεκδίκηση διεθνών τίτλων. Ισως να καταλάβαιναν αν τον άκουγαν να λέει πως «αν δεν επιτρέψουμε στους παίκτες να εκφραστούν και να ξεδιπλώσουν το ταλέντο του, δεν θα προχωρήσουμε ποτέ μπροστά».
Οπως και να ’χει, φέτος, στο μεταχρονολογημένο λόγω κορωνοϊού Euro 2020, ο Σάουθγκεϊτ δεν φοράει πια στον πάγκο γιλέκα, αλλά μεταξωτές πουά γραβάτες που συνοδεύουν τα μπλε κοστούμια της λονδρέζικης φίρμας ενδυμάτων «Πέρσιβαλ», τα οποία προμοτάρει. Από μια αισθητικά μοδάτη οπτική, αυτά θα αναμετρηθούν με τα ασύγκριτα γκρι Αρμάνι του Μαντσίνι. Και για τους δύο, πάντως, στυλ είναι το ντύσιμο των σκέψεων. Και επειδή οι φορεσιές δεν παίζουν μπάλα, απομένει να αποδειχτεί ποια όμορφη σκέψη θα επικρατήσει στην αποψινή αγωνιστική χορογραφία του Γουέμπλεϊ, η οποία είτε θα αφήσει το Κύπελλο Home, είτε θα το στείλει Rome.
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr