Οι πολυάριθμες διακρίσεις καταδεικνύουν την προσήλωσή της εταιρείας στη βιώσιμη ανάπτυξη, την καινοτομία και την παροχή αξίας στους καταναλωτές, τους εργαζομένους και την κοινωνία.
Ντένις Μπέργκαμπ: Κι όμως... πετούσε - Δείτε βίντεο
Ντένις Μπέργκαμπ: Κι όμως... πετούσε - Δείτε βίντεο
Ο «Non-Flying Dutchan», η φοβία του για τα αεροπλάνα, η αξέχαστη ντρίμπλα στον Νίκο Νταμπίζα και οι ντουζίνες με τα γκολ-αριστοτεχνήματα
«Τη στιγμή που θα αρχίσεις να αμφιβάλλεις για το αν μπορείς να πετάξεις, τότε θα σταματήσεις για πάντα να είσαι ικανός να το κάνεις», είχε πει ο δημιουργός του Πίτερ Παν, Σερ Τζέιμς Μάθιου Μπάρι, απόφθεγμα το οποίο δεν ταιριάζει στην περίπτωση του «Non-Flyign Dutchman», Ντένις Μπέργκαμπ.
Γεννημένος στο Άμστερνταμ και την... ποδοσφαιρομάνα Ολλανδία, προερχόμενος από οικογένεια της εργατικής τάξης, έχοντας πάρει το όνομά του από τον επιθετικό Ντένις (Denis) Λο της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ (σ.σ. με τη μητέρα του να επιμένει να μπει και δεύτερο «ν» για να μην μπερδεύεται το όνομά του με το γυναικείο ολλανδικό όνομα «Denise»), ο Ντένις (Dennis) Μπέργκαμπ ήταν... προορισμένος να ασχοληθεί με το ποδόσφαιρο. Και ήταν καλός. Πολύ καλός.
Την περίοδο που είχε ανοίξει στην ολλανδική πρωτεύουσα το μουσείο του Βίνσεντ βαν Γκοχ, ελάχιστα χιλιόμετρα πιο κάτω ο 11χρονος Μπέργκαμπ είχε ξεκινήσει να αποδεικνύει στους προπονητές του στον Άγιαξ πως με τον τρόπο του ήταν κι αυτός... καλλιτεχνική φύση. Έχοντας παίξει σε όλες τις θέσεις του γηπέδου, μια πάγια τακτική των Ολλανδών για να αποκτούν οι ποδοσφαιριστές τους μια γενικότερη αντίληψη για το παιχνίδι, ο Μπέργκαμπ εν τέλει κατέληξε στα 3/3 του αγωνιστικού χώρου και αφότου κατάφερε να πείσει τον εμβληματικό Γιόχαν Κρόιφ πως αξίζει μια ευκαιρία στην πρώτη ομάδα, έκανε το ντεμπούτο του με τον Αίαντα λίγο πριν τα Χριστούγεννα του 1986. To πρώτο του επαγγελματικό γκολ το πέτυχε προς τα τέλη Φεβρουαρίου του επόμενου χρόνου.
Του πήρε τρία χρόνια για να κάνει όνομα στην Ευρώπη μιας και ήταν εκείνος που πρωτοστάτησε στην επιστροφή του Άγιαξ στους τίτλους της Eredivisie μετά από μια πενταετία, σκοράροντας 29 φορές σε 36 αγώνες πρωταθλήματος για να αναδειχθεί πρώτος σκόρερ της κατηγορίας μαζί με τον Ρομάριο της PSV. Τα μαγικά του πόδια, η ευχέρειά του στο σκοράρισμα αλλά και η τρομερή ικανότητά του να βγάζει τους συμπαίκτες του φάτσα με την αντίπαλη εστία, έφεραν πάνω του τα μάτια πολλών ευρωπαϊκών συλλόγων, με την Ίντερ να είναι εκείνη που τον έκανε δικό της. «Πήγαινε όπου θες αλλά μην πας στη Ρεάλ Μαδρίτης». Κάπως έτσι του είχε μιλήσει ο θρύλος της Μπαρτσελόνα, Κρόιφ, ο οποίος δεν εμπόδισε την αποχώρησή του και έτσι η μεταγραφή του ολοκληρώθηκε άμεσα.
Παρά την ευχή του Κρόιφ, η ζωή στην Ιταλία δεν πήγε και πολύ καλά για τον Μπέργκαμπ. Την πρώτη μέτρια χρονιά του διαδέχθηκε μια εξίσου μέτρια δεύτερη, με το δίδυμο Οσβάλντο Μπανιόλι - Τζιαμπέρο Μαρίνι να μην μπορούν να διαχειριστούν τον εσωστρεφή Ολλανδό και να πάρουν από αυτόν τον καλύτερό του εαυτό, παρά την κατάκτηση του Κυπέλλου UEFA και τα 18 συνολικά τέρματα που πέτυχε ο πρώην παίκτης του Άγιαξ. Έχοντας ραγίσει, το γυαλί δεν άργησε και να σπάσει μία σεζόν αργότερα (1994-95), όταν ο σύλλογος πέρασε στην ιδιοκτησία του Μάσιμο Μοράτι, ενώ για καιρό ο ιταλικός Τύπος έλεγε τα χειρότερα για τον Μπέργκαμπ, μόνο και μόνο γιατί δεν είχε μεσογειακό ταπεραμέντο, θεωρώντας τον -στην λιγότερη- αδιάφορο για την ομάδα του. Στο τέλος της περιόδου ο νεαρός τότε επιθετικός πήρε την καλύτερη απόφαση της ζωής του. Τα μάζεψε και πήγε στην Άρσεναλ, με την Ίντερ να του έχει πει πως είναι ελεύθερος να μετακινηθεί αρκεί να εισπράξει επτά εκατομμύρια.
Οι «κανονιέρηδες» δεν έμειναν σε αυτά που είχαν γραφτεί για τον Μπέργκαμπ και υπερκάλυψαν τις απαιτήσεις των «νερατζούρι» για να τον αποκτήσουν, δίνοντας και μισό εκατομμύριο παραπάνω στους Ιταλούς ώστε να πάρουν στον νιόφερτο προπονητή τους, Μπρους Ρίοχ, το πρώτο του μεταγραφικό απόκτημα.
«It was meant to be», που θα έλεγαν στο Νησί...
Έχοντας (όπως αναφέρθηκε παραπάνω) πάρει το μικρό του όνομα από τον Ντένις Λο της Γιουνάιτεντ και θαυμάζοντας ως πιτσιρικάς το... αουτσάιντερ για την εποχή, Γκλεν Χοντλ, η Αγγλία φαινόταν πως τον περίμενε από πάντα. Μοναδικό σύννεφο πάνω από αυτό το διαφορετικό love story (σ.σ. γιατί σίγουρα πρόκειται για ιστορία αγάπης και τίποτα άλλο) ήταν ακριβώς ο θαυμασμός που είχε για τον Χοντλ. Ο λόγος; Ήταν θρύλος στην Τότεναμ και είχε παίξει και με τη φανέλα της Τσέλσι. «Ίσως είμαι λίγο διαφορετικός από τους άλλους παίκτες. Όταν τους ρωτήσεις για τον ποιον θαυμάζουν θα σου πουν τον Πελέ, τον Μαραντόνα, τον Κρόιφ. Αλλά εμένα το είδωλό μου ήταν ο Χοντλ», είχε αναφέρει ο ίδιος, για να αναγκαστεί να ξεκαθαρίσει στην πορεία πως δεν είχε κάποιο ειδικό δέσιμο με τους μισητούς Spurs, αλλά το ενδιαφέρον του ήταν καθαρά προσωποκεντρικό.
Λίγο η κατάσταση που είχε φορτωθεί στην Ιταλία, λίγο ότι ο Σκωτσέζος ήταν κι αυτός φαν ενός πιο αμυντικού τρόπου παιχνιδιού και όχι του πιο απελευθερωμένου στυλ που προφανώς προτιμούσε εκείνος έχοντας γευτεί κάτι από το «Totaalvoetbal» (Total Football) στην Ολλανδία, η πρώτη σεζόν στην Πρέμιερ Λιγκ ήταν μέτρια για τον Μπέργκαμπ, αλλά παρόλα αυτά κατάφερε να βρει το βάθος της εστίας 11 φορές. Η μικρή του βελτίωση μετά το πρώτο του τέρμα ήταν ορατή, αλλά δεν μπορούσε να συγκριθεί με αυτή από τότε που στην άκρη του πάγκου κάθισε ο Αρσέν Βενγκέρ μετά το φινάλε εκείνης της σεζόν. Το επιθετικό στυλ του Αλσατού -και κατά συνέπεια η κοινή τους ποδοσφαιρική φιλοσοφία- αποτέλεσαν την αρχή του μονοπατιού εκείνου στο τέλος του οποίου πολλά χρόνια αργότερα ο Μπέργκαμπ θα έβλεπε να στήνεται ένα άγαλμα προς τιμήν του έξω από το καινούργιο γήπεδο των «κανονιέρηδων», το «Emirates». Πρώτο παιχνίδι που φιλοξένησε το νέο «σπίτι» της Άρσεναλ ήταν το αποχαιρετιστήριο προς τιμήν του Μπέργκαμπ.
Μέχρι να φτάσουμε σε εκείνο το σημείο ο Βενγκέρ είχε δώσει στον Ολλανδό έναν ρόλο δεκαριού αλλά και απόλυτη ελευθερία κινήσεων, μια ελευθερία που βοήθησε τόσο τον ίδιο όσο και όλους εκείνους που πέρασαν από το πλευρό του, όπως τον Ίαν Ράιτ, τον Ρομπέρ Πιρές και φυσικά τον Τιερί Ανρί, ο οποίος αργότερα τον ξεχώρισε ως τον καλύτερο συμπαίκτη που είχε ποτέ στην πάρα πολύ πλούσια καριέρα του. Στο Βόρειο Λονδίνο έμεινε συνολικά 11 χρόνια, ζώντας τις καλύτερες περιόδους της Άρσεναλ στη σύγχρονη περίοδο, κατακτώντας τέσσερα Κύπελλα Αγγλίας, τρία Community Shield και τρία πρωταθλήματα, συμπεριλαμβανομένου βεβαίως εκείνου των «Invincibles» του Βενγκέρ. Παραλίγο να κλείσει την καριέρα του στον σύλλογο και με το τρόπαιο του Τσάμπιονς Λιγκ, αλλά το 2006 η Μπαρτσελόνα έβαλε ταφόπλακα στα όνειρά του. Ωστόσο, είχαμε ήδη δει τον καλύτερό του εαυτό.
Χορεύοντας με την μπάλα στα πόδια
Τα κεφάλαια που έγραψε στην Άρσεναλ είναι πάρα πολλά και οι μαγικές στιγμές του εντός γηπέδου ήταν ακόμη περισσότερες. Ο ίδιος ως καλύτερο τέρμα της καριέρας του ξεχώρισε εκείνο με το οποίο ολοκλήρωσε ένα απίστευτο χατ-τρικ κόντρα στη Λέστερ, τέρμα στο οποίο κατέβασε μακρινή μπαλιά με «ποδαράκια» μέσα στην αντίπαλη περιοχή, πριν την στείλει πίσω από την τελική γραμμή.
Γεννημένος στο Άμστερνταμ και την... ποδοσφαιρομάνα Ολλανδία, προερχόμενος από οικογένεια της εργατικής τάξης, έχοντας πάρει το όνομά του από τον επιθετικό Ντένις (Denis) Λο της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ (σ.σ. με τη μητέρα του να επιμένει να μπει και δεύτερο «ν» για να μην μπερδεύεται το όνομά του με το γυναικείο ολλανδικό όνομα «Denise»), ο Ντένις (Dennis) Μπέργκαμπ ήταν... προορισμένος να ασχοληθεί με το ποδόσφαιρο. Και ήταν καλός. Πολύ καλός.
Την περίοδο που είχε ανοίξει στην ολλανδική πρωτεύουσα το μουσείο του Βίνσεντ βαν Γκοχ, ελάχιστα χιλιόμετρα πιο κάτω ο 11χρονος Μπέργκαμπ είχε ξεκινήσει να αποδεικνύει στους προπονητές του στον Άγιαξ πως με τον τρόπο του ήταν κι αυτός... καλλιτεχνική φύση. Έχοντας παίξει σε όλες τις θέσεις του γηπέδου, μια πάγια τακτική των Ολλανδών για να αποκτούν οι ποδοσφαιριστές τους μια γενικότερη αντίληψη για το παιχνίδι, ο Μπέργκαμπ εν τέλει κατέληξε στα 3/3 του αγωνιστικού χώρου και αφότου κατάφερε να πείσει τον εμβληματικό Γιόχαν Κρόιφ πως αξίζει μια ευκαιρία στην πρώτη ομάδα, έκανε το ντεμπούτο του με τον Αίαντα λίγο πριν τα Χριστούγεννα του 1986. To πρώτο του επαγγελματικό γκολ το πέτυχε προς τα τέλη Φεβρουαρίου του επόμενου χρόνου.
Του πήρε τρία χρόνια για να κάνει όνομα στην Ευρώπη μιας και ήταν εκείνος που πρωτοστάτησε στην επιστροφή του Άγιαξ στους τίτλους της Eredivisie μετά από μια πενταετία, σκοράροντας 29 φορές σε 36 αγώνες πρωταθλήματος για να αναδειχθεί πρώτος σκόρερ της κατηγορίας μαζί με τον Ρομάριο της PSV. Τα μαγικά του πόδια, η ευχέρειά του στο σκοράρισμα αλλά και η τρομερή ικανότητά του να βγάζει τους συμπαίκτες του φάτσα με την αντίπαλη εστία, έφεραν πάνω του τα μάτια πολλών ευρωπαϊκών συλλόγων, με την Ίντερ να είναι εκείνη που τον έκανε δικό της. «Πήγαινε όπου θες αλλά μην πας στη Ρεάλ Μαδρίτης». Κάπως έτσι του είχε μιλήσει ο θρύλος της Μπαρτσελόνα, Κρόιφ, ο οποίος δεν εμπόδισε την αποχώρησή του και έτσι η μεταγραφή του ολοκληρώθηκε άμεσα.
Παρά την ευχή του Κρόιφ, η ζωή στην Ιταλία δεν πήγε και πολύ καλά για τον Μπέργκαμπ. Την πρώτη μέτρια χρονιά του διαδέχθηκε μια εξίσου μέτρια δεύτερη, με το δίδυμο Οσβάλντο Μπανιόλι - Τζιαμπέρο Μαρίνι να μην μπορούν να διαχειριστούν τον εσωστρεφή Ολλανδό και να πάρουν από αυτόν τον καλύτερό του εαυτό, παρά την κατάκτηση του Κυπέλλου UEFA και τα 18 συνολικά τέρματα που πέτυχε ο πρώην παίκτης του Άγιαξ. Έχοντας ραγίσει, το γυαλί δεν άργησε και να σπάσει μία σεζόν αργότερα (1994-95), όταν ο σύλλογος πέρασε στην ιδιοκτησία του Μάσιμο Μοράτι, ενώ για καιρό ο ιταλικός Τύπος έλεγε τα χειρότερα για τον Μπέργκαμπ, μόνο και μόνο γιατί δεν είχε μεσογειακό ταπεραμέντο, θεωρώντας τον -στην λιγότερη- αδιάφορο για την ομάδα του. Στο τέλος της περιόδου ο νεαρός τότε επιθετικός πήρε την καλύτερη απόφαση της ζωής του. Τα μάζεψε και πήγε στην Άρσεναλ, με την Ίντερ να του έχει πει πως είναι ελεύθερος να μετακινηθεί αρκεί να εισπράξει επτά εκατομμύρια.
Οι «κανονιέρηδες» δεν έμειναν σε αυτά που είχαν γραφτεί για τον Μπέργκαμπ και υπερκάλυψαν τις απαιτήσεις των «νερατζούρι» για να τον αποκτήσουν, δίνοντας και μισό εκατομμύριο παραπάνω στους Ιταλούς ώστε να πάρουν στον νιόφερτο προπονητή τους, Μπρους Ρίοχ, το πρώτο του μεταγραφικό απόκτημα.
«It was meant to be», που θα έλεγαν στο Νησί...
Έχοντας (όπως αναφέρθηκε παραπάνω) πάρει το μικρό του όνομα από τον Ντένις Λο της Γιουνάιτεντ και θαυμάζοντας ως πιτσιρικάς το... αουτσάιντερ για την εποχή, Γκλεν Χοντλ, η Αγγλία φαινόταν πως τον περίμενε από πάντα. Μοναδικό σύννεφο πάνω από αυτό το διαφορετικό love story (σ.σ. γιατί σίγουρα πρόκειται για ιστορία αγάπης και τίποτα άλλο) ήταν ακριβώς ο θαυμασμός που είχε για τον Χοντλ. Ο λόγος; Ήταν θρύλος στην Τότεναμ και είχε παίξει και με τη φανέλα της Τσέλσι. «Ίσως είμαι λίγο διαφορετικός από τους άλλους παίκτες. Όταν τους ρωτήσεις για τον ποιον θαυμάζουν θα σου πουν τον Πελέ, τον Μαραντόνα, τον Κρόιφ. Αλλά εμένα το είδωλό μου ήταν ο Χοντλ», είχε αναφέρει ο ίδιος, για να αναγκαστεί να ξεκαθαρίσει στην πορεία πως δεν είχε κάποιο ειδικό δέσιμο με τους μισητούς Spurs, αλλά το ενδιαφέρον του ήταν καθαρά προσωποκεντρικό.
Λίγο η κατάσταση που είχε φορτωθεί στην Ιταλία, λίγο ότι ο Σκωτσέζος ήταν κι αυτός φαν ενός πιο αμυντικού τρόπου παιχνιδιού και όχι του πιο απελευθερωμένου στυλ που προφανώς προτιμούσε εκείνος έχοντας γευτεί κάτι από το «Totaalvoetbal» (Total Football) στην Ολλανδία, η πρώτη σεζόν στην Πρέμιερ Λιγκ ήταν μέτρια για τον Μπέργκαμπ, αλλά παρόλα αυτά κατάφερε να βρει το βάθος της εστίας 11 φορές. Η μικρή του βελτίωση μετά το πρώτο του τέρμα ήταν ορατή, αλλά δεν μπορούσε να συγκριθεί με αυτή από τότε που στην άκρη του πάγκου κάθισε ο Αρσέν Βενγκέρ μετά το φινάλε εκείνης της σεζόν. Το επιθετικό στυλ του Αλσατού -και κατά συνέπεια η κοινή τους ποδοσφαιρική φιλοσοφία- αποτέλεσαν την αρχή του μονοπατιού εκείνου στο τέλος του οποίου πολλά χρόνια αργότερα ο Μπέργκαμπ θα έβλεπε να στήνεται ένα άγαλμα προς τιμήν του έξω από το καινούργιο γήπεδο των «κανονιέρηδων», το «Emirates». Πρώτο παιχνίδι που φιλοξένησε το νέο «σπίτι» της Άρσεναλ ήταν το αποχαιρετιστήριο προς τιμήν του Μπέργκαμπ.
Μέχρι να φτάσουμε σε εκείνο το σημείο ο Βενγκέρ είχε δώσει στον Ολλανδό έναν ρόλο δεκαριού αλλά και απόλυτη ελευθερία κινήσεων, μια ελευθερία που βοήθησε τόσο τον ίδιο όσο και όλους εκείνους που πέρασαν από το πλευρό του, όπως τον Ίαν Ράιτ, τον Ρομπέρ Πιρές και φυσικά τον Τιερί Ανρί, ο οποίος αργότερα τον ξεχώρισε ως τον καλύτερο συμπαίκτη που είχε ποτέ στην πάρα πολύ πλούσια καριέρα του. Στο Βόρειο Λονδίνο έμεινε συνολικά 11 χρόνια, ζώντας τις καλύτερες περιόδους της Άρσεναλ στη σύγχρονη περίοδο, κατακτώντας τέσσερα Κύπελλα Αγγλίας, τρία Community Shield και τρία πρωταθλήματα, συμπεριλαμβανομένου βεβαίως εκείνου των «Invincibles» του Βενγκέρ. Παραλίγο να κλείσει την καριέρα του στον σύλλογο και με το τρόπαιο του Τσάμπιονς Λιγκ, αλλά το 2006 η Μπαρτσελόνα έβαλε ταφόπλακα στα όνειρά του. Ωστόσο, είχαμε ήδη δει τον καλύτερό του εαυτό.
Χορεύοντας με την μπάλα στα πόδια
Τα κεφάλαια που έγραψε στην Άρσεναλ είναι πάρα πολλά και οι μαγικές στιγμές του εντός γηπέδου ήταν ακόμη περισσότερες. Ο ίδιος ως καλύτερο τέρμα της καριέρας του ξεχώρισε εκείνο με το οποίο ολοκλήρωσε ένα απίστευτο χατ-τρικ κόντρα στη Λέστερ, τέρμα στο οποίο κατέβασε μακρινή μπαλιά με «ποδαράκια» μέσα στην αντίπαλη περιοχή, πριν την στείλει πίσω από την τελική γραμμή.
Αλλά για τους οπαδούς η αγαπημένη τους στιγμή μαγείας του Ολλανδού προφανώς και ήταν άλλη. Ειλικρινά, πόση σκέψη χρειάζεται για να βρει κανείς ποια είναι;
Στο σύμφωνα με ψηφοφορία του 2017 καλύτερο γκολ από καταβολής Πρέμιερ Λιγκ, ο Νίκος Νταμπίζας ούτε που κατάλαβε από πού του έφυγε ο Μπέργκαμπ, με τον Έλληνα αμυντικό να αναφέρει σε συνέντευξή του σε ολλανδικό Μέσο αρκετά χρόνια μετά πως: «Τώρα το βλέπω διαφορετικά από τότε. Στην αρχή με είχαν κυριέψει άλλα συναισθήματα. Όταν είσαι αμυντικός, ένα γκολ σε ενοχλεί. Αλλά σταδιακά εκείνα τα συναισθήματα υποχώρησαν. Νομίζω ότι μου πήρε μερικές μέρες για να αποδεχτώ τι συνέβη και να δω το γκολ από τη σωστή σκοπιά. Με τα μάτια του θαυμαστή. Μόνο αυτός είναι ο σωστός τρόπος για το δεις.
Ο μικρός γιος μου προσπάθησε να μου κάνει πλάκα. Μπαμπά, ο Μπέργκαμπ σε έφαγε. Αλλά δεν έπιασε. Τώρα δε νιώθω άβολα βλέποντας τις φωτογραφίες. Αισθάνομαι σεβασμό. Κάποιοι θεωρούν ότι θα έπρεπε να ντρέπομαι. Δεν είναι έτσι. Ο Μπέργκαμπ ήταν σπουδαίος ποδοσφαιριστής. Ευφυέστατος. Μπορώ μόνο να τον θαυμάζω».
Ένα ξεχωριστό παρατσούκλι για έναν ξεχωριστό ποδοσφαιριστή και η τραγική ιστορία πίσω από αυτό
Δεν υπήρχε αμυντικός που να φοβίζει τον Μπέργκαμπ. Μπορεί κάποιους να τους ξεχώριζε, όπως τον Γιαπ Σταμ, αλλά δεν τον φόβιζε κανείς. Αυτό που τον φόβιζε περισσότερο ήταν τα ταξίδια με αεροπλάνο και ο λόγος ήταν απολύτως κατανοητός. Στα 52 του πλέον, ο Μπέργκαμπ κουβαλάει ένα βαρύ ψυχολογικό τραύμα. Το 1989 είχε διοργανωθεί ένα φιλανθρωπικό φιλικό στο Σουρινάμ με πολλούς Ολλανδούς ποδοσφαιριστές να καλούνται να πάρουν μέρος. Αρκετοί από αυτούς μπήκαν στο αεροπλάνο και δεν γύρισαν ποτέ. Σύμφωνα με το στόρυ, τόσο ο Μπέργκαμπ όσο και οι Ρουντ Γκούλιτ και Φρανκ Ράικαρντ επρόκειτο να συμμετάσχουν κανονικά στο φιλικό, ωστόσο δεν εξασφάλισαν την άδεια από τους συλλόγους τους και δεν έκαναν το μοιραίο ταξίδι. Ο πρώην παίκτης της Άρσεναλ στάθηκε τυχερός, όπως και οι Χένι Μάιγερ και Στάνλεϊ Μένζο, οι οποίοι αψίφησαν τους ανθρώπους του Άγιαξ και έφυγαν νωρίτερα με διαφορετική πτήση. Το αεροπλάνο έπεσε και χάθηκαν 176 άνθρωποι. Από αυτούς δύο ήταν συμπαίκτες του Μπέργκαμπ (σ.σ. ο ένας στις ακαδημίες).
Μέσα στη δεδομένη τύχη του, εκείνος θα έχει για πάντα μέσα του το βάρος αυτού του τραγικού παιχνιδιού της μοίρας. Για αρκετά χρόνια συμμετείχε κανονικά στα αεροπορικά ταξίδια ωστόσο κάποια στιγμή δεν άντεξε να συνεχίσει. Έτσι παρίστατο στα εκτός έδρας παιχνίδια μόνο μέσω ξηράς, ενώ δεν ήταν λίγα και εκείνα που τα είχε χάσει εξαιτίας της κατάστασης.
«Η φοβία μου δεν επηρέασε αρνητικά το παιχνίδι μου. Το αντίθετο. Όταν σταμάτησα να πετάω, απελευθερώθηκα. Συνήθιζα να κάνω σκέψεις για την πτήση τρεις ημέρες πριν από το παιχνίδι. Κατά τη διάρκεια του αγώνα σκεφτόμουν την πτήση της επιστροφής. Με εμπόδιζε από το να απολαύσω το ποδόσφαιρο, οπότε έπρεπε να πάρω μια απόφαση για το εάν θα πάω για θεραπεία μηνών ή ακόμη και ετών, είτε για το αν θα σταματήσω να πετάω. Το δέχθηκαν όλοι. Όταν πήγα στην Άρσεναλ, από τα πρώτα πράγματα που τους είπα στις διαπραγματεύσεις ήταν ότι εγώ δεν πρόκειται να πετάξω, αλλά μπορώ να πηγαίνω παντού οδικώς. Δεν αποτέλεσε ποτέ πρόβλημα», θυμήθηκε ο ίδιος αρκετά χρόνια αργότερα σε συνέντευξη στο FourFourTwo.
Ενώ «έπαιζε» και το «Iceman», λόγω της εσωστρέφειας που τον χαρακτήριζε, δεν υπάρχει κάτι πιο σύνηθες για τους ποδοσφαιριστές από τις Κάτω Χώρες από το να τους κολλάνε το παρατσούκλι «Ο ιπτάμενος Ολλανδός». Ωστόσο για τον Μπέργκαμπ κάποιος σκέφτηκε το ευφυέστατο «Non-Flying Dutchan», που στην κυριολεκτικά μεταφράζεται ως «Ο Μη-ιπτάμενος Ολλανδός».
Γιατί στην καλή του μέρα δεν υπήρχε γήπεδο στο οποίο δεν θα απογειωνόταν...
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Ειδήσεις
Δημοφιλή
Σχολιασμένα