Ένας χρόνος χωρίς τον Άγη Κυνηγόπουλο

Συμπληρώθηκε ένας χρόνος από τον θάνατο του ανθρωπου χάρις στον οποίο ο Νίκος Γκάλης απέκτησε ελληνικό διαβατήριο και μπόρεσε να αγωνιστεί στην εθνική ομάδα μπάσκετ

Φέτος ο Άγις Κυνηγόπουλος, ο «παράγοντας που έκανε Έλληνα τον Γκάλη», ένας άνθρωπος παντός καιρού και πάσας λύσης σε κάθε είδους πρόβλημα, ο ορισμός του πολυμήχανου Έλληνα, θα συμπλήρωνε 90 χρόνια ζωής.

Οι φίλοι του -δηλαδή μερικοί από τους πιο στενούς του, καθώς οι «φίλοι Άγη» είναι κυριολεκτικά άπειροι- οργάνωναν Το Μεγάλο Πάρτι Γενεθλίων.

Φυσικά, θα ήταν έκπληξη για τον ίδιο τον εορτάζοντα, καθώς είχε τεθεί σε εντατική δραστηριότητα ένα ολόκληρο, «υπόγειο» δίκτυο, προκειμένου να συγκεντρωθούν στη Θεσσαλονίκη άνθρωποι αγαπημένοι του Άγη από όλη την Ελλάδα -ή ακόμη και έξω από αυτήν.

Ο Άγις Κυνηγόπουλος δεν ξεχνούσε ποτέ ραντεβού και ποτέ δεν αργούσε. Εξάλλου, κανένα πάρτυ που τον αφορούσε δεν θα είχε ψυχή χωρίς εκείνον. Παρόλ' αυτά, δυστυχώς ο Άγις δεν κατάφερε να παραστεί στο πάρτι των 90ων γενεθλίων του. Έφυγε έναν χρόνο πριν, στις 13 Δεκεμβρίου 2021, σε ηλικία 89 ετών.

Κι έτσι, για μία και μόνη φορά, ο Άγις Κυνηγόπουλος δεν μοίρασε απλόχερα το γέλιο και την ευθυμία, όπως έκανε πάντα, αλλά βύθισε στο πένθος τους φίλους, την οικογένεια και σχεδόν σύσσωμη την «παλαιά φρουρά» της Θεσσαλονίκης.



Η απουσία του Άγη μετρά πλέον έναν χρόνο και ίσως καλύτερα από οποιονδήποτε άλλον, ο Βαγγέλης Αλεξανδρής, προπονητής σήμερα και σπουδαίος μπασκετμπολίστας παλαιότερα, απέδωσε τη γενικότερη αίσθηση που έμεινε πίσω αφ’ ότου έφυγε ο Άγις:

«Τι να πρωτοθυμηθώ με τον Άγη; Ανεξάντλητος. Κάθε μέρα μαζί ήμασταν τα τελευταία χρόνια. Απίστευτο χιούμορ, δοτικός, είχε βοηθήσει τη μισή Θεσσαλονίκη. Φυσικά, ο Άγις δεν λείπει μόνο σε εμένα. Λείπει σε όλη την παρέα, εκεί που βρισκόμασταν καθημερινά για τον πρωινό καφέ, στο ‘Καφέ Γκρέκο’, στην πλατεία Φαναριωτών, λείπει σε όλους. Απίστευτες και αμέτρητες ιστορίες είχαν γραφτεί με τον Άγη πρωταγωνιστή -και νομίζω ότι εμείς οι του μπάσκετ ήμασταν τυχεροί που τις ζήσαμε δίπλα του. Αυτές τις ιστορίες, τις γνωστές αλλά κυρίως τις άγνωστες, αυτές που ποτέ κανείς δεν μαρτύρησε στους δημοσιογράφους, κανείς ποτέ δεν θα τις διηγηθεί καλύτερα από τον Άγη. Ήταν χαρισματικός, η ψυχή κάθε παρέας, είχε το φυσικό ταλέντο να τραβάει πάνω του την προσοχή. Ήθελα να κάνει τους γύρω του να περνούν καλά, να διασκεδάζουν. Και γι’ αυτό η απουσία του δεν συνηθίζεται. Αλησμόνητος...»

Ακόμη και όταν βρισκόταν στο γραφείο του, στο 2ο όροφο της Μητροπόλεως 34, μόλις μερικά μέτρα από τον κατεξοχήν «ομφαλό» της Θεσσαλονίκης, την πλατεία Αριστοτέλους και το εμβληματικό Ολύμπιον, ο Άγις δεν καθόταν. Κατ’ ουσίαν, ο Άγις ποτέ δεν καθόταν, ποτέ δεν έμενε στάσιμος.

Πάντα με κάτι καταγινόταν -αν και, συνήθως, καταγινόταν με χιλιάδες πράγματα ταυτόχρονα. Βεβαίως, η μεγάλη αγάπη του ήταν, ανέκαθεν και μανιωδώς, ο αθλητισμός. Και πάλι, όμως, το δαιμόνιο μέσα του δεν του επέτρεπε να περιοριστεί πχ στο μπάσκετ, το οποίο λάτρεψε περισσότερο από οτιδήποτε άλλο. Ταυτόχρονα και σαν ταχυδακτυλουργός-ισορροπιστής, ο Άγις Κυνηγόπουλος ανέπτυξε έντονη, εντατική αλλά και ουσιαστική δραστηριότητα στη δημοσιογραφία, τα κοινά (τοπική αυτοδιοίκηση αλλά και κεντρική πολιτική σκηνή μέσω των υψηλών γνωριμιών του), τις διεθνείς σχέσεις, τη φιλανθρωπία.





Όποιος δεν είχε την τύχη να τον γνωρίσει, φαντάζει απίθανα δύσκολο να κατανοήσει πώς είναι δυνατόν να ήταν ο ίδιος άνθρωπος που διετέλεσε αθλητικογράφος, ραδιοφωνικός παραγωγός, αθλητής, προπονητής, διαιτητής και διοικητικός παράγοντας στο μπάσκετ, δύο φορές συν-πρωταθλητής Ελλάδας με τον Ηρακλή (την εποχή που υπήρχε διπλή κατάταξη, Βορρά-Νότου), αρχηγός των Εθνικών ομάδων και κομισάριος της FIBA, ενώ παράλληλα πρωτοστατούσε σε εκατοντάδες φιλανθρωπικές πρωτοβουλίες, κατά το πλείστον κρυφές. Επίσης, ο Άγις έγινε για ένα διάστημα δημοτικός σύμβουλος Θεσσαλονίκης, χρίστηκε Επίτιμος Πρόξενος της Λετονίας στην Ελλάδα, ενώ χάρη στη φυσική και αβίαστη προσήνειά του, υπήρξε πρωτοπόρος στον κλάδο των δημοσίων σχέσεων σε επαγγελματική βάση. Στην προσωπική του ζωή ήταν οικογενειάρχης και στη δημόσια στενός φίλος μιας απέραντης λίστας καλλιτεχνών, αθλητών και πολιτικών πρώτης γραμμής.

Κανείς δεν μπορεί να ξέρει την πηγή αυτής της ακατάβλητης, σχεδόν αφύσικης, ζωτικής ενέργειας που ωθούσε τον Άγη να τριγυρίζει σαν σβούρα από το πρωί μέχρι το βράδυ, διευθετώντας κάθε είδους ζητήματα. Ίσως -αν και αυτό είναι απλώς μια υπόθεση- τον κρίσιμο ρόλο στη διαμόρφωση της προσωπικότητας το Άγη Κυνηγόπουλου να έπαιξαν τα δύσκολα παιδικά χρόνια του. Τα παιδιά που περνούν από το ορφανοτροφείο κυριαρχούνται από τη θέληση να ξορκίσουν αυτό το σκληρό παρελθόν. Και, οπωσδήποτε, να μην επιτρέψουν σε άλλους να βιώσουν κάτι αντίστοιχο.

Αλλά ο Άγις -ακριβώς επειδή ήταν ο ένας και μοναδικός Άγις- ξόρκισε τα δικά του φαντάσματα με έναν συμβολικό θρίαμβο επί του πεπρωμένου του: Έγινε πρόεδρος στο ίδιο ορφανοτροφείο όπου μεγάλωσε, το Παπάφειο.

Σε ό,τι αφορά στο άλμπουμ της ζωής του, τα ενσταντανέ είναι χιλιάδες, αμέτρητα, εφόσον το πρόσωπό του εμφανιζόταν παντού: Τη μία πόζαρε δίπλα στο στενό φίλο του, ήδη από τα χρόνια του δημοτικού, τον Κώστα Βουτσά και την άλλη αντάλλασσε φιλοφρονήσεις με τον Κωνσταντίνο Καραμανλή. Η «ατζέντα» του Άγη Κυνηγόπουλου μπορεί να διαβαστεί και σαν μια σύνοψη της ελληνικής ιστορίας, στην πολιτική και την τέχνη: Υπήρξε τακτικός συνομιλητής με τον Ευάγγελο Αβέρωφ, τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη, τον Κωνσταντίνο Στεφανόπουλο, αλλά και τη Ρένα Βλαχοπούλου, τον Γιάννη Βόγλη, την Αιμιλία Υψηλάντη, τον Πέτρο Φυσσούν, τη Μαρινέλλα, τον Γιάννη Πάριο, τη Ρούλα Κορομηλά. Όχι όμως ο Άγις θα έχανε ποτέ την ευκαιρία να αναπτύξει δεσμού με πρόσωπα διεθνούς εμβέλειας όπως η Ορνέλα Μούτι, ο Πιέρ Καρντέν, ο μέγας Πελέ ή ο θρύλος του αμερικανικού μπάσκετ από τη δεκαετία του ‘50, ο Μπομπ Κούζι κ.α.




Ομολογουμένως όμως, το περιβόητο και πλέον διάσημο από τα ανδραγαθήματα του Άγη Κυνηγόπουλου, παραμένει ο χειρισμός της υπόθεσης Γκάλη. Χάρη στην οποίαν ο Άγις έγινε πασίγνωστος σαν «ο άνθρωπος που έκανε Έλληνα τον Νίκο Γκάλη». Το Σεπτέμβριο του 2017, σε συνέντευξή του στο ραδιοφωνικό σταθμό Σπορ FM, ο Άγις είχε αποκαλύψει τα εξής: «Ήταν πριν από 38 χρόνια, το Σεπτέμβριο του 1979. Έπρεπε να βγάλω ένα διαβατήριο στον Γκάλη, για να μπορεί να αγωνιστεί στην Ελλάδα. Πήγα, λοιπόν, σε έναν πρόεδρο κοινότητας (σ.σ. στην Κοινότητα Τριλόφου Θεσσαλονίκης), προκειμένου να μου δώσει εκείνος ένα πλαστό διαβατήριο. Κατόπιν πήγα στην αστυνομία, σε έναν γνωστό μου, ο οποίος μου έδωσε βεβαίωση που υπείχε θέση ταυτότητας. Έφτασα έως τον τότε Γενικό Γραμματέα Αθλητισμού, τον Κώστα Παπαναστασίου. Του ζήτησα διαβατήριο μιας χρήσεως. Εκείνος πάτησε τότε ένα κουμπί, προκειμένου να έρθει ένας υπάλληλος και να τακτοποιήσει το ζήτημα. Αλλά την ίδια στιγμή χτύπησε το τηλέφωνό του και τον ζήτησε ο υπουργός Αχιλλέας Καραμανλής εκτάκτως. Φεύγοντας, όμως, ο Παπαναστασίου είπε στον υπάλληλό του 'δώσε στον κ. Κυνηγόπουλο ό,τι σου ζητήσει' και έτσι, πήρα το διαβατήριο του Γκάλη. Νά πως έπαιξε ο Γκάλης στην Εθνική Ελλάδος. Μάλιστα, ο υπουργός δήλωσε αργότερα πως 'το αδίκημα του Κυνηγόπουλου παρεγράφη'. Η πλάκα είναι ότι ρωτούσαν τον Γκάλη 'από πού είσαι;' και εκείνος απαντούσε, εννοώντας εμένα, 'ρωτήστε τον πρόεδρο'».

Κατά το διάστημα στο οποίο αναφέρεται, ο Άγις Κυνηγόπουλος ήταν πρόεδρος της Ένωσης Καλαθοσφαιρικών Σωματείων Θεσσαλονίκης (ΕΚΑΣΘ), την οποία, μάλιστα, είχε ιδρύσει ο ίδιος και ταυτόχρονα αντιπρόεδρος στην Ελληνική Ομοσπονδία Καλαθοσφαίρισης (ΕΟΚ) και αρχηγός των Εθνικών Ομάδων.

Ο Κυνηγόπουλος, πολύπειρος και με πολύ καλά εξασκημένο «μάτι» στον εντοπισμό νέων ταλέντων, αντιλήφθηκε αμέσως ότι ο Γκάλης έπρεπε να συμπεριληφθεί στην Εθνική Ελλάδος. Όμως, υπήρχε ένα μεγάλο πρόβλημα: Ο Νικ Γκάλης είχε γεννηθεί στις ΗΠΑ και, παρότι Έλληνας ομογενής, παρέμενε Αμερικανός υπήκοος, με αμερικανικό διαβατήριο κ.λπ. Οι τότε ισχύοντες κανονισμοί της Διεθνούς Ομοσπονδίας μπάσκετ (FIBA) όριζαν ότι, προτού συμμετάσχει στην εθνική ομάδα της εκάστοτε χώρας οποιοσδήποτε μη γηγενής, θα πρέπει προηγουμένως να έχει περάσει τουλάχιστον τρία χρόνια εκεί ως μόνιμος κάτοικος, προκειμένου να του αναγνωριστεί η αθλητική ιθαγένεια και να του χορηγηθεί η αντίστοιχη μπλε κάρτα.

Ο Άγις δεν ήταν δυνατόν να μείνει ήρεμος έστω και για μερικά λεπτά της ώρας μόνο. Μια τριετία αναμονής για την «ελληνοποίηση» του Γκάλη ήταν ένα υπερβολικά μεγάλο διάστημα. Επ’ ουδενί δεν θα μπορούσε ποτέ να περιμένει τόσο. Ανέλαβε την υπόθεση Γκάλη προσωπικά, «πατριωτικά», διότι, σύμφωνα με το πρόγραμμα των υποχρεώσεών της, το Μάιο του 1980 η Εθνική ομάδα μπάσκετ θα συμμετείχε στο προ-ολυμπιακό τουρνουά, στην Ελβετία.

Ο Άγις, αφού πήρε μια στοίβα από πιστοποιητικά, βεβαίωσεις κ.λπ, ώστε να προλάβει κάθε πιθανή και απίθανη γραφειοκρατική απαίτηση, κατάφερε εν τέλει να ελληνοποιήσει τον Νίκο Γκάλη. Και κατ’ ουσίαν στρώνοντας το δρόμο που οδήγησε το 1987 στην εποποιία του ΣΕΦ, με τη νίκη της εθνικής μας στο Ευρωμπάσκετ του 1987. Ύστερα από αυτό, ο Άγις Κυνηγόπουλος θα μπορούσε να περηφανεύεται, απολύτως δικαιολογημένα, ότι υπήρξε το «πρώτο κινούν» για τη δημιουργία μιας νέας μπασκετικής χώρας υπό ελληνική σημαία. Αυτή, άλλωστε, ήταν η δύναμη της θέλησης και της επιρροής που, πάντα με ευγένεια, χάρη και σαγήνη, ασκούσε ο Άγις Κυνηγόπουλος.

Ειδήσεις σήμερα:

Με €1.000 κεφάλαιο και έδρα το Κολωνάκι ιδρύθηκε η εταιρεία real estate της Καϊλή

Γιάννης Διακογιάννης: Ο sports caster-θρύλος που ονειρευόταν να γίνει τενόρος

Συνελήφθη στις Μπαχάμες ο έκπτωτος «βασιλιάς των κρυπτονομισμάτων» Σαμ Μπάνκμαν Φριντ
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr