Ζλάταν Ιμπραΐμοβιτς: O κλέφτης ποδηλάτων έγινε σταρ των γηπέδων
Ζλάταν Ιμπραΐμοβιτς: O κλέφτης ποδηλάτων έγινε σταρ των γηπέδων
Τα παιδικά χρόνια στο γκέτο, το πάθος για την πολυτέλεια και γιατί δεν θα ξεπεράσει ποτέ το τραύμα με την Παρί Σ.Ζ. και τη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ - Όλα όσα αποκαλύπτονται στην αυτοβιογραφία του κορυφαίου Σουηδού επιθετικού, «Αδρεναλίνη»
Μπορεί να διανύει την πέμπτη δεκαετία της ζωής του αλλά η πρόσφατη επιστροφή του Ζλάταν Ιμπραΐμοβιτς με γκολ κατά της Ουντινέζε και με πανηγυρική ανάρτησή του στο Ιnstagram δείχνει ότι ο Σουηδός επιθετικός βρίσκεται ακόμα στην πρώτη γραμμή. Το μυστικό του κορυφαίου στράικερ, όπως το αποκαλύπτει στην αυτοβιογραφία του με τον σχετικό τίτλο, είναι η «Αδρεναλίνη», αυτή που τον έκανε να θέλει να πάρει εκδίκηση για όλη την ανέχεια των παιδικών του χρόνων, για τους μετανάστες γονείς του -Βόσνιος πατέρας και μητέρα από την Κροατία- για το γκέτο στο οποίο μεγάλωσε αναγκαζόμενος να κλέβει ποδήλατα και ρούχα και για τον ρατσισμό που βίωσε σε μικρότερη ηλικία.
Η αδρεναλίνη είναι, όπως ομολογεί, αυτό που τον εξωθεί στο να αντέχει τις σκληρές κόντρες στο γήπεδο, τις εσωτερικές συγκρούσεις αλλά και να επιμένει ακόμα περισσότερο παρά να εγκαταλείπει. «Αδρεναλίνη» λέγεται και η αυτοβιογραφία του -κυκλοφορεί αυτές τις μέρες από τις εκδόσεις Ψυχογιός (μτφ. Γιώργος Κασαπίδης)- όπου ο Ιμπραΐμοβιτς αποκαλύπτει όχι μόνο όλο το σκηνικό της ανέλιξής του, τις φοβίες και τα καλύτερα γκολ του, αλλά και τη γνωριμία του με την επί χρόνια συμβία και σύζυγό του Χελένα Σέγκερ, τη μεταγραφή του στη Γιουβέντους και την Μπαρτσελόνα, τη μετάβασή του στην Αμερική και την επιστροφή του στη Μίλαν.
Μεταξύ άλλων, αποκαλύπτει πολλά για τη στενή του σχέση με τον τρομερό μάνατζέρ του Μίνο Ραϊόλα, που έφυγε πέρυσι από τη ζωή, για τις πολύ άσχημες στιγμές που βίωσε στην Παρί Σαν Ζερμέν και τη μεγάλη κόντρα του με τους Γάλλους, τους οποίους αποκάλεσε ζωντανά σε εκπομπή «αλαζόνες». Τη μεγαλύτερή του, όμως, πίκρα την εκφράζει κατά της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ και τους Αγγλους. Αυτούς είναι που κατηγορεί περισσότερο απ’ όλους για ρατσισμό αλλά και για ανεκδιήγητη τσιγκουνιά, λέγοντας πως οι υπεύθυνοι της ομάδας του δεν ντράπηκαν να του χρεώσουν μία λίρα για έναν χυμό που πήρε από το ψυγείο του ξενοδοχείου όπου είχαν κλειστεί ομαδικά για προετοιμασία!
Η αγάπη για τα γρήγορα αυτοκίνητα
Σε αντίθεση με άλλους ποδοσφαιριστές που θέλουν να δείχνουν πιο σεμνοί και συνετοί με την επίδειξη πλούτου, ο Ιμπραΐμοβιτς παραδέχεται πως η στέρηση των παιδικών του χρόνων τον έκανε να επιδιώκει μια ζωή με οικονομική άνεση και με αγάπη για την πολυτέλεια. Παρ’ όλα αυτά, ομολογεί ότι έχει χάσει πολλά λεφτά σε άκυρες επενδύσεις όπως την αγορά ακινήτων στον Πύργο Τραμπ, αλλά και ότι ξοδεύει πολλά χρήματα για τη μετακίνησή του με ακριβά μέσα, ένα απωθημένο που είχε από μικρός.
Παραδέχεται, επίσης, ότι ταξιδεύει με το προσωπικό του τζετ γιατί δεν του αρέσει η ταλαιπωρία και δεν κρύβει την αδυναμία του για την ταχύτητα και τα πολυτελή αυτοκίνητα, όπως οι Porsche. Μάλιστα την ακριβότερη Porsche που αγόρασε ποτέ, ένα δυσεύρετο μοντέλο περιορισμένης κυκλοφορίας με τον αριθμό 1 στις πόρτες, όπως τα παλιά αυτοκίνητα ταχύτητας, δεν δίστασε να τη χαρίσει στον Ραϊόλα, λέγοντάς του πως το νούμερο 1 είναι ο ίδιος. Ο Ιμπραΐμοβιτς ήταν, άλλωστε, ένας από τους πρώτους παίχτες που ανέλαβε ο αξέχαστος μάνατζερ καταφέρνοντας να κλείσει τη μεταγραφή του από τον Αγιαξ στη Γιουβέντους σε ένα κρυφό ραντεβού στο αεροδρόμιο του Μονακό, όπου γινόταν το Γκραν Πρι της F1,το 2004.
Ο Ραϊόλα ήταν ο μόνος που ανεχόταν τα ξεσπάσματά του και τον οξύθυμο χαρακτήρα του Σουηδού, ένα χαρακτηριστικό το οποίο δεν αρνείται ο Ιμπραΐμοβιτς στο βιβλίο του. Απλώς υποστηρίζει ότι προσπαθεί να είναι δίκαιος, δείχνοντας σεβασμό στους συμπαίκτες του, χωρίς όμως να αρνείται ότι δεν ξέχασε ποτέ όλους όσοι είχαν προσπαθήσει να τον βλάψουν και ότι φρόντιζε πάντα να ανταποδώσει. Χαρακτηριστικό είναι ότι περίμενε, όπως λέει, πέντε ολόκληρα χρόνια για να πάρει εκδίκηση από τον Μάρκο Ματεράτσι για χτυπήματα που του είχε καταφέρει το 2005, στον αγώνα Γιουβέντους - Ιντερ, αν και μετέπειτα έγινε συμπαίχτης του.
Οταν λοιπόν ξαναβρέθηκαν στο γήπεδο, ως αντίπαλοι αυτή τη φορά, στις 12 Νοεμβρίου 2010, ο Ιμπραΐμοβιτς, ως παίχτης της Μίλαν πια και με τους φιλάθλους της Ιντερ να τον βρίζουν ως προδότη, δεν έχασε την ευκαιρία για να πάρει εκδίκηση. Παραδέχεται πως χτύπησε επίτηδες τον Ματεράτσι δυνατά στον κρόταφο -στέλνοντάς τον μάλιστα στο νοσοκομείο- χωρίς καν να το μετανιώνει! Πρόκειται για ένα από τα χαρακτηριστικά περιστατικά προσωπικής αντιδικίας που παραθέτει στο βιβλίο.
Το στήριγμά του
Στην ευμετάβλητη ζωή του οξύθυμου Ιμπραΐμοβιτς, που συνοδεύτηκε από μεταγραφές, συγκρούσεις και επικές στιγμές εντός και εκτός γηπέδων, ο ίδιος λέει πως η σταθερά του είναι μία: η οικογένειά του. Ομολογεί πως το στήριγμα του σπιτιού είναι η γυναίκα του, Χελένα, μεγαλύτερή του σε ηλικία και πιο ώριμη, όπως παραδέχεται από αυτόν σε ζητήματα αποφάσεων. Είναι αυτή που φροντίζει για τα παιδιά, για τα πρακτικά ζητήματα αλλά και το σπίτι στη Σουηδία, αφού αυτός αποφάσισε να συνεχίσει στη Μίλαν παρά να πάει αλλού χωρίς καν να τη ρωτήσει, ούτε καν να της το πει.
Οπως λέει ήταν τότε που σκέφτηκε εγωιστικά «από τον φόβο μου να σταματήσω. Απομάκρυνα τη στιγμή του αντίο που με τρομάζει ολοένα περισσότερο. Επρεπε να το κουβεντιάσω με τη Χελένα και να κοιτάξουμε μαζί τις διάφορες εναλλακτικές: να τα παρατήσω, να επιστρέψω στη Σουηδία, να συνεχίσω στη Μίλαν, να πάω αλλού. Αντίθετα σκέφτηκα μόνο το ποδόσφαιρο που στέλνει το αίμα και την αδρεναλίνη στις φλέβες μου, που μου γεμίζει τα πνευμόνια με αέρα, που με κάνει να νιώθω ζωντανός, σκέφτηκα τους 80.000 οπαδούς που θα γέμιζαν το Σαν Σίρο, το στάδιό μου, και θα έκαναν να νιώθω σαν λιοντάρι στην αρένα. Οταν όμως ο γιος σου λέει “Μπαμπά, μου λείπεις”, γκρεμίζεται όλο το κάστρο και κάποιος σαν εμένα ξαναγίνεται συνηθισμένος πατέρας».
Αυτό του είπε τότε ο γιος του Βίνσεντ, τον οποίο φυσικά συνάντησε αμέσως στην Ιταλία μαζί με τον άλλο του γιο, τον Μαξιμίλιαν, ο οποίος φαίνεται να έχει κληρονομήσει το ταλέντο του πατέρα του. Σε όλη του τη βιογραφία ο Ιμπραΐμοβιτς τονίζει πως, σε αντίθεση με τους υπόλοιπους ποδοσφαιριστές που επαίρονται για τις γυναικείες κατακτήσεις τους, το μόνο που τον απασχολούσε είναι η γυναίκα του, όσο και αν ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι, όπως λέει, πάντοτε προσπαθούσε να του φέρει κοντά διάφορες αιθέριες υπάρξεις.
Η περιπέτεια με την Παρί Σαν Ζερμέν
Ενα από τα πιο συγκλονιστικά κεφάλαια του βιβλίου είναι το πέρασμα του κορυφαίου φορ από την Παρί, που καμία σχέση δεν έχει με τη σημερινή ομάδα της χλιδής που όλοι φανταζόμαστε. Ισως είναι και αυτός ο λόγος της κακής σχέσης που ανέπτυξε έκτοτε -η οποία κρατάει ακόμα- με τους Γάλλους:
«Πηγαίνω στην Παρί και βρίσκω την κόλαση. Μη φανταστείτε την κορυφαία, πλούσια και οργανωμένη ομάδα τού σήμερα. Καταρχάς, ένας τύπος μού δίνει μια μεγάλη τσάντα και μου εξηγεί: “Εδώ μέσα είναι τα πράγματα για τους αγώνες για όλη τη σεζόν. Πρέπει να την έχεις σε κάθε αγώνα μαζί σου”. “Φίλε, δεν συνεννοηθήκαμε”, του αντιγυρίζω. “Εγώ δεν πρόκειται να κουβαλήσω τίποτα. Εσείς, σε κάθε αγώνα και σε κάθε προπόνηση, θα μου φέρνετε στα αποδυτήρια φρεσκοπλυμένα, σιδερωμένα και αρωματισμένα τη φανέλα και το παντελονάκι που θα φοράω”. Υπήρχαν τρεις φροντιστές και τρεις φυσικοθεραπευτές για 25 παίκτες.
Τα γήπεδα για τις προπονήσεις ήταν απαίσια. Σε μερικά σημεία το χορτάρι ήταν τόσο άσχημο που αναγκαζόμασταν να περάσουμε στο πλαστικό. “Τι θέλεις για αύριο, κρέας ή ψάρι;” με ρωτάει ο μάγειρας. “Δεν ξέρω, αύριο θα σου πω”. “Πρέπει να το πεις τώρα, γιατί έτσι θ’ αρχίσουμε να ετοιμάζουμε από σήμερα το βράδυ”. Τον κοιτάζω έκπληκτος: “Πρέπει να έχω φρεσκομαγειρεμένο φαγητό. Αν δεν προετοιμαστώ με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, δεν θα μπορέσω να αποδώσω με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Κατάλαβες;”. Για έναν που ερχόταν από μια οργανωμένη ομάδα όπως η Μίλαν ήταν ένας εφιάλτης. Οποιος παίζει σήμερα στην Παρί δεν μπορεί να φανταστεί πώς ήταν στην αρχή. Είχα προβλήματα ακόμη και για να βρω σωστό σπίτι. Ή ήταν πάρα πολύ μικρά ή δεν ήταν εντάξει. Στην αρχή μείναμε σε ένα hôtel particulier.
Πολυτελέστατο, πανάκριβο, αυτά όμως ήταν προβλήματα της Παρί Σεν Ζερμέν, όχι δικά μου. Το σπίτι δικής μου επιλογής ήταν ένας από τους όρους που είχα βάλει στο συμβόλαιο. Σε εκείνο το ξενοδοχείο έμεναν η Κιμ Καρντάσιαν και ο Κάνιε Γουέστ. Κάθε φορά που έβγαινα, έβρισκα μπροστά μου σαράντα παπαράτσι και αυτό δεν μου άρεσε καθόλου. Μετά πήγαμε σε ένα διαμέρισμα κοντά στη Champs Elysees, αλλά ήταν μια περιοχή θορυβώδης και με πολλή κίνηση. Μετά τις 8 το βράδυ επικρατούσε πανδαιμόνιο. Τελικά, βρήκα ένα σπίτι που μόλις είχε ανακαινιστεί, στην περιοχή της Αψίδας του Θριάμβου, κοντά στη λεωφόρο Βικτόρ Ουγκό, σε μια περιοχή πολύ ήσυχη, κι εκεί περάσαμε θεϊκά. Eθεσαν στη διάθεσή μου τρία διαμερίσματα: ένα για μένα, ένα για τους φιλοξενούμενους και ένα για τον Ντάριο, τον φυσικοθεραπευτή μου, τον οποίο είχα γνωρίσει στη Μίλαν και πλέον ήταν μέλος της οικογένειάς μου, τόσο που και τις γιορτές των Χριστουγέννων τις περνούσε μαζί μας στη Σουηδία.
Στην ομάδα είχα Ιταλούς συμπαίκτες, όπως ο Βεράτι και ο Σίριγκου, κι άλλους που είχαν παίξει στην Α’ Εθνική της Ιταλίας, όπως ο Παστόρε, ο Λαβέτσι και ο Τιάγκο Σίλβα, οπότε μιλούσαμε πολύ ιταλικά, έστω και αν ενοχλούσε τους Γάλλους. Πρέπει να αναγνωρίσω πως ο Λεονάρντο ήταν καλός. Σε έναν χρόνο είχε φτιάξει μια ομάδα που έπαιζε πολύ καλά, που προκαλούσε φόβο. Η τελευταία μου σκέψη προτού φύγω από το Παρίσι, ύστερα από τέσσερα χρόνια, ήταν: Αυτοί μια μέρα θα κατακτήσουν το Τσάμπιονς Λιγκ. Δεν θα σταματήσουν μέχρι να φέρουν το κύπελλο στα αποδυτήριά τους. Πήρα την απόφαση να φύγω στους ημιτελικούς εναντίον της Μάντσεστερ Σίτι την τελευταία σεζόν. Δεν ήταν ένα παιχνίδι όπως τα άλλα. Για να μην υπάρξουν παρεξηγήσεις, ο ίδιος ο πρόεδρος Νασέρ ήρθε να μας το εξηγήσει στα αποδυτήρια πριν από τον αγώνα στο Παρίσι.
Ηταν ένα οικογενειακό ντέρμπι, ένα ξεκαθάρισμα λογαριασμών ανάμεσα σε εμίρηδες και σεΐχηδες, Αραβικά Εμιράτα, οι ιδιοκτήτες της Μάντσεστερ Σίτι, εναντίον του Κατάρ, ως ιδιοκτήτη της Παρί, μια σύγκρουση ανάμεσα σε υπερδυνάμεις. Μπαίνω στον αγωνιστικό χώρο και σχεδόν αμέσως χάνω ένα πέναλτι, μετά, πάντα στο 0-0, χάνω ένα εύκολο γκολ ύστερα από πάσα του Τιάγκο Μότα. Σημειώνω το 1-1 και στο 2-1 βρίσκω το οριζόντιο δοκάρι: εκείνο το σουτ θα μπορούσε να είχε τελειώσει το παιχνίδι. Τελειώνει 2-1. Στον επαναληπτικό ένα γκολ του Ντε Μπρόινε μάς αποκλείει. Ο Μίνο, που πάντα βλέπει καλύτερα, μου λέει: “Εδώ τελειώσαμε. Πρέπει να φύγουμε. Δεν θα ανανεώσουν το συμβόλαιο”. Κι εγώ: “Μα τι λες; Εχω εξαιρετικές σχέσεις με όλους. Θα μιλήσω με τον πρόεδρο και δεν θα υπάρξουν προβλήματα. Θα δεις. Ηρέμησε”. Συναντώ τον Νασέρ, που αρχίζει να γυρνάει περίεργα τα λόγια του και φέρνει ένα σωρό δικαιολογίες: είσαι εδώ τέσσερα χρόνια, τέσσερα χρόνια είναι πολλά και μπλα μπλα μπλα. Τον διακόπτω: “Πρόεδρε, ας αφήσουμε το γύρω γύρω.
Ή είναι ναι ή είναι όχι”. Τότε μου εξηγεί: “Ψάχνουμε μια νέα γενιά ποδοσφαιριστών. Πρέπει να ανανεώσουμε την ομάδα”. Ο Μίνο τα είχε καταλάβει όλα προκαταβολικά, όπως πάντα. Μπορεί να υπήρχε ένα μεγαλύτερο σχέδιο που θα ολοκληρωνόταν οπωσδήποτε ξέχωρα από τα αποτελέσματα, αλλά εγώ εξακολουθώ να πιστεύω ότι εκείνο το πέναλτι που έχασα εναντίον της Σίτι άλλαξε όλη την ιστορία. Βρισκόμουν χωρίς συμβόλαιο. Δεν ήξερα πού να πάω. Μετά συνέβησαν όλα ξαφνικά. Ο Μουρίνιο πηγαίνει στη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ και με καλεί: “Eλα μαζί μου”. Μόνο που η κατάσταση είναι πολύ μπερδεμένη. Ο Ζοζέ υπογράφει, μετά τσακώνεται με την ομάδα.
Το συμβόλαιό μου πηγαίνει μπρος-πίσω με την Αγγλία και δεν ξεμπλοκάρει. Μου λένε να περιμένω μια δυο μέρες και τότε πηγαίνω στο Μόντε Κάρλο με τον Μίνο. Το πρόγραμμα είναι να ξεκινήσω για το Μάντσεστερ από το πριγκιπάτο. Περνάει όμως μία εβδομάδα και δεν έχω κανένα νέο. “Μίνο, αρκετά. Βαρέθηκα αυτή την ιστορία”. Κι αυτός: “Υπομονή. Πρέπει να κάνεις υπομονή, Ζλάταν”. Ναι, βέβαια, υπομονή. Πού να τη βρω όμως; Πράγματι, μπαίνω στο Instagram και γράφω: “Η επόμενη ομάδα μου θα είναι η Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ”».
Η αδρεναλίνη είναι, όπως ομολογεί, αυτό που τον εξωθεί στο να αντέχει τις σκληρές κόντρες στο γήπεδο, τις εσωτερικές συγκρούσεις αλλά και να επιμένει ακόμα περισσότερο παρά να εγκαταλείπει. «Αδρεναλίνη» λέγεται και η αυτοβιογραφία του -κυκλοφορεί αυτές τις μέρες από τις εκδόσεις Ψυχογιός (μτφ. Γιώργος Κασαπίδης)- όπου ο Ιμπραΐμοβιτς αποκαλύπτει όχι μόνο όλο το σκηνικό της ανέλιξής του, τις φοβίες και τα καλύτερα γκολ του, αλλά και τη γνωριμία του με την επί χρόνια συμβία και σύζυγό του Χελένα Σέγκερ, τη μεταγραφή του στη Γιουβέντους και την Μπαρτσελόνα, τη μετάβασή του στην Αμερική και την επιστροφή του στη Μίλαν.
Μεταξύ άλλων, αποκαλύπτει πολλά για τη στενή του σχέση με τον τρομερό μάνατζέρ του Μίνο Ραϊόλα, που έφυγε πέρυσι από τη ζωή, για τις πολύ άσχημες στιγμές που βίωσε στην Παρί Σαν Ζερμέν και τη μεγάλη κόντρα του με τους Γάλλους, τους οποίους αποκάλεσε ζωντανά σε εκπομπή «αλαζόνες». Τη μεγαλύτερή του, όμως, πίκρα την εκφράζει κατά της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ και τους Αγγλους. Αυτούς είναι που κατηγορεί περισσότερο απ’ όλους για ρατσισμό αλλά και για ανεκδιήγητη τσιγκουνιά, λέγοντας πως οι υπεύθυνοι της ομάδας του δεν ντράπηκαν να του χρεώσουν μία λίρα για έναν χυμό που πήρε από το ψυγείο του ξενοδοχείου όπου είχαν κλειστεί ομαδικά για προετοιμασία!
Η αγάπη για τα γρήγορα αυτοκίνητα
Σε αντίθεση με άλλους ποδοσφαιριστές που θέλουν να δείχνουν πιο σεμνοί και συνετοί με την επίδειξη πλούτου, ο Ιμπραΐμοβιτς παραδέχεται πως η στέρηση των παιδικών του χρόνων τον έκανε να επιδιώκει μια ζωή με οικονομική άνεση και με αγάπη για την πολυτέλεια. Παρ’ όλα αυτά, ομολογεί ότι έχει χάσει πολλά λεφτά σε άκυρες επενδύσεις όπως την αγορά ακινήτων στον Πύργο Τραμπ, αλλά και ότι ξοδεύει πολλά χρήματα για τη μετακίνησή του με ακριβά μέσα, ένα απωθημένο που είχε από μικρός.
Παραδέχεται, επίσης, ότι ταξιδεύει με το προσωπικό του τζετ γιατί δεν του αρέσει η ταλαιπωρία και δεν κρύβει την αδυναμία του για την ταχύτητα και τα πολυτελή αυτοκίνητα, όπως οι Porsche. Μάλιστα την ακριβότερη Porsche που αγόρασε ποτέ, ένα δυσεύρετο μοντέλο περιορισμένης κυκλοφορίας με τον αριθμό 1 στις πόρτες, όπως τα παλιά αυτοκίνητα ταχύτητας, δεν δίστασε να τη χαρίσει στον Ραϊόλα, λέγοντάς του πως το νούμερο 1 είναι ο ίδιος. Ο Ιμπραΐμοβιτς ήταν, άλλωστε, ένας από τους πρώτους παίχτες που ανέλαβε ο αξέχαστος μάνατζερ καταφέρνοντας να κλείσει τη μεταγραφή του από τον Αγιαξ στη Γιουβέντους σε ένα κρυφό ραντεβού στο αεροδρόμιο του Μονακό, όπου γινόταν το Γκραν Πρι της F1,το 2004.
Ο Ραϊόλα ήταν ο μόνος που ανεχόταν τα ξεσπάσματά του και τον οξύθυμο χαρακτήρα του Σουηδού, ένα χαρακτηριστικό το οποίο δεν αρνείται ο Ιμπραΐμοβιτς στο βιβλίο του. Απλώς υποστηρίζει ότι προσπαθεί να είναι δίκαιος, δείχνοντας σεβασμό στους συμπαίκτες του, χωρίς όμως να αρνείται ότι δεν ξέχασε ποτέ όλους όσοι είχαν προσπαθήσει να τον βλάψουν και ότι φρόντιζε πάντα να ανταποδώσει. Χαρακτηριστικό είναι ότι περίμενε, όπως λέει, πέντε ολόκληρα χρόνια για να πάρει εκδίκηση από τον Μάρκο Ματεράτσι για χτυπήματα που του είχε καταφέρει το 2005, στον αγώνα Γιουβέντους - Ιντερ, αν και μετέπειτα έγινε συμπαίχτης του.
Οταν λοιπόν ξαναβρέθηκαν στο γήπεδο, ως αντίπαλοι αυτή τη φορά, στις 12 Νοεμβρίου 2010, ο Ιμπραΐμοβιτς, ως παίχτης της Μίλαν πια και με τους φιλάθλους της Ιντερ να τον βρίζουν ως προδότη, δεν έχασε την ευκαιρία για να πάρει εκδίκηση. Παραδέχεται πως χτύπησε επίτηδες τον Ματεράτσι δυνατά στον κρόταφο -στέλνοντάς τον μάλιστα στο νοσοκομείο- χωρίς καν να το μετανιώνει! Πρόκειται για ένα από τα χαρακτηριστικά περιστατικά προσωπικής αντιδικίας που παραθέτει στο βιβλίο.
Το στήριγμά του
Στην ευμετάβλητη ζωή του οξύθυμου Ιμπραΐμοβιτς, που συνοδεύτηκε από μεταγραφές, συγκρούσεις και επικές στιγμές εντός και εκτός γηπέδων, ο ίδιος λέει πως η σταθερά του είναι μία: η οικογένειά του. Ομολογεί πως το στήριγμα του σπιτιού είναι η γυναίκα του, Χελένα, μεγαλύτερή του σε ηλικία και πιο ώριμη, όπως παραδέχεται από αυτόν σε ζητήματα αποφάσεων. Είναι αυτή που φροντίζει για τα παιδιά, για τα πρακτικά ζητήματα αλλά και το σπίτι στη Σουηδία, αφού αυτός αποφάσισε να συνεχίσει στη Μίλαν παρά να πάει αλλού χωρίς καν να τη ρωτήσει, ούτε καν να της το πει.
Οπως λέει ήταν τότε που σκέφτηκε εγωιστικά «από τον φόβο μου να σταματήσω. Απομάκρυνα τη στιγμή του αντίο που με τρομάζει ολοένα περισσότερο. Επρεπε να το κουβεντιάσω με τη Χελένα και να κοιτάξουμε μαζί τις διάφορες εναλλακτικές: να τα παρατήσω, να επιστρέψω στη Σουηδία, να συνεχίσω στη Μίλαν, να πάω αλλού. Αντίθετα σκέφτηκα μόνο το ποδόσφαιρο που στέλνει το αίμα και την αδρεναλίνη στις φλέβες μου, που μου γεμίζει τα πνευμόνια με αέρα, που με κάνει να νιώθω ζωντανός, σκέφτηκα τους 80.000 οπαδούς που θα γέμιζαν το Σαν Σίρο, το στάδιό μου, και θα έκαναν να νιώθω σαν λιοντάρι στην αρένα. Οταν όμως ο γιος σου λέει “Μπαμπά, μου λείπεις”, γκρεμίζεται όλο το κάστρο και κάποιος σαν εμένα ξαναγίνεται συνηθισμένος πατέρας».
Αυτό του είπε τότε ο γιος του Βίνσεντ, τον οποίο φυσικά συνάντησε αμέσως στην Ιταλία μαζί με τον άλλο του γιο, τον Μαξιμίλιαν, ο οποίος φαίνεται να έχει κληρονομήσει το ταλέντο του πατέρα του. Σε όλη του τη βιογραφία ο Ιμπραΐμοβιτς τονίζει πως, σε αντίθεση με τους υπόλοιπους ποδοσφαιριστές που επαίρονται για τις γυναικείες κατακτήσεις τους, το μόνο που τον απασχολούσε είναι η γυναίκα του, όσο και αν ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι, όπως λέει, πάντοτε προσπαθούσε να του φέρει κοντά διάφορες αιθέριες υπάρξεις.
Η περιπέτεια με την Παρί Σαν Ζερμέν
Ενα από τα πιο συγκλονιστικά κεφάλαια του βιβλίου είναι το πέρασμα του κορυφαίου φορ από την Παρί, που καμία σχέση δεν έχει με τη σημερινή ομάδα της χλιδής που όλοι φανταζόμαστε. Ισως είναι και αυτός ο λόγος της κακής σχέσης που ανέπτυξε έκτοτε -η οποία κρατάει ακόμα- με τους Γάλλους:
«Πηγαίνω στην Παρί και βρίσκω την κόλαση. Μη φανταστείτε την κορυφαία, πλούσια και οργανωμένη ομάδα τού σήμερα. Καταρχάς, ένας τύπος μού δίνει μια μεγάλη τσάντα και μου εξηγεί: “Εδώ μέσα είναι τα πράγματα για τους αγώνες για όλη τη σεζόν. Πρέπει να την έχεις σε κάθε αγώνα μαζί σου”. “Φίλε, δεν συνεννοηθήκαμε”, του αντιγυρίζω. “Εγώ δεν πρόκειται να κουβαλήσω τίποτα. Εσείς, σε κάθε αγώνα και σε κάθε προπόνηση, θα μου φέρνετε στα αποδυτήρια φρεσκοπλυμένα, σιδερωμένα και αρωματισμένα τη φανέλα και το παντελονάκι που θα φοράω”. Υπήρχαν τρεις φροντιστές και τρεις φυσικοθεραπευτές για 25 παίκτες.
Τα γήπεδα για τις προπονήσεις ήταν απαίσια. Σε μερικά σημεία το χορτάρι ήταν τόσο άσχημο που αναγκαζόμασταν να περάσουμε στο πλαστικό. “Τι θέλεις για αύριο, κρέας ή ψάρι;” με ρωτάει ο μάγειρας. “Δεν ξέρω, αύριο θα σου πω”. “Πρέπει να το πεις τώρα, γιατί έτσι θ’ αρχίσουμε να ετοιμάζουμε από σήμερα το βράδυ”. Τον κοιτάζω έκπληκτος: “Πρέπει να έχω φρεσκομαγειρεμένο φαγητό. Αν δεν προετοιμαστώ με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, δεν θα μπορέσω να αποδώσω με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Κατάλαβες;”. Για έναν που ερχόταν από μια οργανωμένη ομάδα όπως η Μίλαν ήταν ένας εφιάλτης. Οποιος παίζει σήμερα στην Παρί δεν μπορεί να φανταστεί πώς ήταν στην αρχή. Είχα προβλήματα ακόμη και για να βρω σωστό σπίτι. Ή ήταν πάρα πολύ μικρά ή δεν ήταν εντάξει. Στην αρχή μείναμε σε ένα hôtel particulier.
Πολυτελέστατο, πανάκριβο, αυτά όμως ήταν προβλήματα της Παρί Σεν Ζερμέν, όχι δικά μου. Το σπίτι δικής μου επιλογής ήταν ένας από τους όρους που είχα βάλει στο συμβόλαιο. Σε εκείνο το ξενοδοχείο έμεναν η Κιμ Καρντάσιαν και ο Κάνιε Γουέστ. Κάθε φορά που έβγαινα, έβρισκα μπροστά μου σαράντα παπαράτσι και αυτό δεν μου άρεσε καθόλου. Μετά πήγαμε σε ένα διαμέρισμα κοντά στη Champs Elysees, αλλά ήταν μια περιοχή θορυβώδης και με πολλή κίνηση. Μετά τις 8 το βράδυ επικρατούσε πανδαιμόνιο. Τελικά, βρήκα ένα σπίτι που μόλις είχε ανακαινιστεί, στην περιοχή της Αψίδας του Θριάμβου, κοντά στη λεωφόρο Βικτόρ Ουγκό, σε μια περιοχή πολύ ήσυχη, κι εκεί περάσαμε θεϊκά. Eθεσαν στη διάθεσή μου τρία διαμερίσματα: ένα για μένα, ένα για τους φιλοξενούμενους και ένα για τον Ντάριο, τον φυσικοθεραπευτή μου, τον οποίο είχα γνωρίσει στη Μίλαν και πλέον ήταν μέλος της οικογένειάς μου, τόσο που και τις γιορτές των Χριστουγέννων τις περνούσε μαζί μας στη Σουηδία.
Στην ομάδα είχα Ιταλούς συμπαίκτες, όπως ο Βεράτι και ο Σίριγκου, κι άλλους που είχαν παίξει στην Α’ Εθνική της Ιταλίας, όπως ο Παστόρε, ο Λαβέτσι και ο Τιάγκο Σίλβα, οπότε μιλούσαμε πολύ ιταλικά, έστω και αν ενοχλούσε τους Γάλλους. Πρέπει να αναγνωρίσω πως ο Λεονάρντο ήταν καλός. Σε έναν χρόνο είχε φτιάξει μια ομάδα που έπαιζε πολύ καλά, που προκαλούσε φόβο. Η τελευταία μου σκέψη προτού φύγω από το Παρίσι, ύστερα από τέσσερα χρόνια, ήταν: Αυτοί μια μέρα θα κατακτήσουν το Τσάμπιονς Λιγκ. Δεν θα σταματήσουν μέχρι να φέρουν το κύπελλο στα αποδυτήριά τους. Πήρα την απόφαση να φύγω στους ημιτελικούς εναντίον της Μάντσεστερ Σίτι την τελευταία σεζόν. Δεν ήταν ένα παιχνίδι όπως τα άλλα. Για να μην υπάρξουν παρεξηγήσεις, ο ίδιος ο πρόεδρος Νασέρ ήρθε να μας το εξηγήσει στα αποδυτήρια πριν από τον αγώνα στο Παρίσι.
Ηταν ένα οικογενειακό ντέρμπι, ένα ξεκαθάρισμα λογαριασμών ανάμεσα σε εμίρηδες και σεΐχηδες, Αραβικά Εμιράτα, οι ιδιοκτήτες της Μάντσεστερ Σίτι, εναντίον του Κατάρ, ως ιδιοκτήτη της Παρί, μια σύγκρουση ανάμεσα σε υπερδυνάμεις. Μπαίνω στον αγωνιστικό χώρο και σχεδόν αμέσως χάνω ένα πέναλτι, μετά, πάντα στο 0-0, χάνω ένα εύκολο γκολ ύστερα από πάσα του Τιάγκο Μότα. Σημειώνω το 1-1 και στο 2-1 βρίσκω το οριζόντιο δοκάρι: εκείνο το σουτ θα μπορούσε να είχε τελειώσει το παιχνίδι. Τελειώνει 2-1. Στον επαναληπτικό ένα γκολ του Ντε Μπρόινε μάς αποκλείει. Ο Μίνο, που πάντα βλέπει καλύτερα, μου λέει: “Εδώ τελειώσαμε. Πρέπει να φύγουμε. Δεν θα ανανεώσουν το συμβόλαιο”. Κι εγώ: “Μα τι λες; Εχω εξαιρετικές σχέσεις με όλους. Θα μιλήσω με τον πρόεδρο και δεν θα υπάρξουν προβλήματα. Θα δεις. Ηρέμησε”. Συναντώ τον Νασέρ, που αρχίζει να γυρνάει περίεργα τα λόγια του και φέρνει ένα σωρό δικαιολογίες: είσαι εδώ τέσσερα χρόνια, τέσσερα χρόνια είναι πολλά και μπλα μπλα μπλα. Τον διακόπτω: “Πρόεδρε, ας αφήσουμε το γύρω γύρω.
Ή είναι ναι ή είναι όχι”. Τότε μου εξηγεί: “Ψάχνουμε μια νέα γενιά ποδοσφαιριστών. Πρέπει να ανανεώσουμε την ομάδα”. Ο Μίνο τα είχε καταλάβει όλα προκαταβολικά, όπως πάντα. Μπορεί να υπήρχε ένα μεγαλύτερο σχέδιο που θα ολοκληρωνόταν οπωσδήποτε ξέχωρα από τα αποτελέσματα, αλλά εγώ εξακολουθώ να πιστεύω ότι εκείνο το πέναλτι που έχασα εναντίον της Σίτι άλλαξε όλη την ιστορία. Βρισκόμουν χωρίς συμβόλαιο. Δεν ήξερα πού να πάω. Μετά συνέβησαν όλα ξαφνικά. Ο Μουρίνιο πηγαίνει στη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ και με καλεί: “Eλα μαζί μου”. Μόνο που η κατάσταση είναι πολύ μπερδεμένη. Ο Ζοζέ υπογράφει, μετά τσακώνεται με την ομάδα.
Το συμβόλαιό μου πηγαίνει μπρος-πίσω με την Αγγλία και δεν ξεμπλοκάρει. Μου λένε να περιμένω μια δυο μέρες και τότε πηγαίνω στο Μόντε Κάρλο με τον Μίνο. Το πρόγραμμα είναι να ξεκινήσω για το Μάντσεστερ από το πριγκιπάτο. Περνάει όμως μία εβδομάδα και δεν έχω κανένα νέο. “Μίνο, αρκετά. Βαρέθηκα αυτή την ιστορία”. Κι αυτός: “Υπομονή. Πρέπει να κάνεις υπομονή, Ζλάταν”. Ναι, βέβαια, υπομονή. Πού να τη βρω όμως; Πράγματι, μπαίνω στο Instagram και γράφω: “Η επόμενη ομάδα μου θα είναι η Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ”».
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Ειδήσεις
Δημοφιλή
Σχολιασμένα