Ο Αντριάνο απαντά στους επικριτές του μετά τα πρόσφατα βίντεο - Η κατάθεση ψυχής στο The Players' Tribune
Ο Αυτοκράτορας παραδέχεται πως πίνει αλκοόλ κάθε μέρα, μπορεί -ίσως- να περιμένει ακόμα τον πατέρα του να του πάρει το ποτήρι από το χέρι και να το πετάξει στο πάτωμα, αλλά έχει βρει την ειρήνη του, ή τουλάχιστον στο περίπου
Ο πρώην ποδοσφαιριστής της Ίντερ, μετά και τα πρόσφατα βίντεο που κάποιοι τα είδαν ως αφορμή για να τον κλωτσήσουν και πάλι στα πλευρά (ή τουλάχιστον να προσπαθήσουν), έγραψε ένα μακροσκελές κείμενο στο The Player's Tribune και μας πήγε μια βόλτα, ίσως με δάκρυα στα (δικά μας) μάτια, στη γειτονιά του. Εκεί όπου, όπως λένε οι κακές γλώσσες, «τον είχαν απαγάγει». Εκεί όπου «διακινούσε ναρκωτικά».
Εκεί όπου ο ίδιος ακόμα βλέπει τον πατέρα του να έχει τον αμέριστο σεβασμό όλων. Εκεί όπου ίσως τον περιμένει να τον τραβήξει μακριά από το αλκοόλ, όπως με μανία προσπαθούσε όταν ήταν ακόμα παιδάκι. Εκεί όπου ψάχνει τη γαλήνη του, για όσο ακόμα του αναλογεί σ' αυτή τη ζωή.
Τα είπε όλα.
Αναλυτικά η μετάφραση του κειμένου του Αντριάνο:
«Ξέρεις πώς είναι να είσαι υπόσχεση; Εγώ ξέρω. Μαζί με την ανεκπλήρωτη υπόσχεση. Το μεγαλύτερο κρίμα του ποδοσφαίρου: Εγώ. Μου αρέσει αυτή η λέξη, κρίμα (στο κείμενό του αναφέρεται ως waste στα αγγλικά, ως desperdício στα πορτογαλικά και ως spreco στα ιταλικά - κυριολεκτικά σημαίνει απόβλητο).
Όχι μόνο για τον τρόπο που ακούγεται, αλλά γιατί έχω εμμονή με το να πετάω τη ζωή μου στα σκουπίδια. Είμαι μια χαρά έτσι, σε φρενήρη σπατάλη. Απολαμβάνω αυτό το στίγμα. Δεν παίρνω ναρκωτικά, όπως προσπαθούν να αποδείξουν. Δεν είμαι εγκληματίας, αλλά φυσικά, θα μπορούσα να είμαι. Δεν μου αρέσει το κλάμπινγκ. Πάω συνέχεια στο ίδιο μέρος στη γειτονιά μου, στο κιόσκι της Νανά. Εάν θέλετε να με συναντήσετε, κάντε μια στάση εκεί. Πίνω κάθε δεύτερη μέρα (και ναι, και τις άλλες μέρες επίσης).
Πώς ένας τύπος σαν εμένα φτάνει στο σημείο να πίνει σχεδόν καθημερινώς; Δεν μου αρέσει να δίνω εξηγήσεις σε άλλους. Αλλά πάρτε μία. Πίνω γιατί δεν είναι εύκολο να είσαι μια υπόσχεση που παραμένει χρέος. Και γίνεται χειρότερο στην ηλικία μου.
Με αποκαλούν Αυτοκράτορα. Κάντε το εικόνα. Ένα παιδί που έφυγε από τη φαβέλα για να πάει στην Ευρώπη και να τον αποκαλούν αυτοκράτορα. Πώς το εξηγείς αυτό ρε μαν; Δεν το κατάλαβα μέχρι σήμερα. Οκ, οπότε ίσως έκανα μερικά πράγματα σωστά στην τελική.
Πολύς κόσμος δεν καταλαβαίνει γιατί παράτησα τη δόξα των σταδίων για να καθίσω στην παλιά μου γειτονιά και να πίνω μέχρι να έρθει η λήθη. Γιατί σε κάποιο σημείο ήθελα να το κάνω, και είναι αυτού του είδους η απόφαση που είναι δύσκολο να επιστρέψεις. Αλλά δεν θέλω να μιλήσω γι' αυτό τώρα. Θέλω να έρθετε μια βόλτα μαζί μου. Έχω μείνει στην Μπάρα ντα Τιζούκα, ένα φάνσυ μέρος στο Ρίο, για αρκετά χρόνια. Αλλά είμαι γέννημα θρέμμα της φαβέλας. Βίλα Κρουζέιρο. Κομπλέσο ντα Πένια.
Ανεβείτε. Πάμε εκεί με μηχανή. Έτσι μου αρέσει.
Θα πω στα σωστά άτομα ότι πάμε εκεί. Σήμερα θα καταλάβετε τι ακριβώς κάνει ο Αντριάνο όταν είναι με τα φιλαράκια του σε ένα πολύ ιδιαίτερο μέρος. Χωρίς μα***ίες ή ψεύτικους τίτλους εφημερίδων. Η πραγματικότητα. Η αλήθεια. Έλα, μαν. Ήρθε ήδη η αυγή. Σύντομα η κίνηση δεν θα υποφέρεται. Δεν το ήξερες, έτσι δεν είναι; Αδερφέ μου, από εδώ στην Πένια μέσω της Κίτρινης Γραμμής είναι πιο γρήγορα. Αλλά μόνο αν μιλάμε γι' αυτή τη συγκεκριμένη ώρα.
Θα έρθεις ή όχι;
Στο είπα. Εκεί είναι, η είσοδος στην κοινότητα. Το γηπεδάκι Όρντεμ ε Προγκρέσο. Γα**το. Έχω παίξει πιο πολλή μπάλα εδώ παρά στο Σαν Σίρο. Στο εγγυόμαι, μπρο. Για να μπεις στη Βίλα Κρουζέιρο πρέπει να περάσεις μπροστά από το γήπεδο. Το ποδόσφαιρο μας επιβάλλεται στη ζωή μας. Εδώ ο πατέρας μου ήταν πραγματικά χαρούμενος. Αλμίρ Λέιτε Ριμπέιρο. Μπορείς να τον λες Μιρίνιο, όπως τον ήξεραν και όλοι οι υπόλοιποι. Ένας τύπος με στάτους. Νομίζεις ότι λέω ψέματα; Τράβα ρώτα τους πάντες.
Κάθε Σάββατο η ρουτίνα του ήταν ίδια. Ξυπνούσε νωρίς, ετοίμαζε το σακίδιο και πήγαινε κατευθείαν στο γήπεδο. "Έλα, φιλαράκι. Σε περιμένω. Πάμε. Το σημερινό παιχνίδι θα είναι σκληρό", είπε. Τότε, το όνομα της ερασιτεχνικής μας ομάδας ήταν Χανγκ. Γιατί αυτό; Δεν ξέρω μαν. Όταν ξεκίνησα το όνομα ήταν ήδη εκεί. Έπαιξα για πολύ καιρό με τα κίτρινα και τα μπλε. Το καλό που σου θέλω να το πιστέψεις. Τα ίδια χρώματα με την Πάρμα. Ακόμη και όταν πήγα στην Ευρώπη, ποτέ δεν παράτησα τα παιχνίδια Várzea, όπως τα λέμε στη Βραζιλία.
Φυσικά. Πίσω στο 2002 ήρθα διακοπές από την Ιταλία και δεν έκανα κάτι διαφορετικό. Έπαιρνα ταξί κατευθείαν από το αεροδρόμιο με προορισμό το Κρουζέιρο. Σκ*τά. Δεν είχα πάει από το σπίτι της μάνας μου πιο πριν. Πήγαινα στους πρόποδες του λόφου, πετούσα τις τσάντες μου και άρχιζα να ουρλιάζω. Θα χτυπούσα την πόρτα του Κασακά, του καλού μου φίλου (αιωνία του η μνήμη), την πόρτα του Ερμή, ενός άλλου παιδικού μου φίλου. Κοπανούσα τα παράθυρα. "Ξύπνα, γαμ***νε. Πάμε". Ο Ζορζίνιο, ο άλλος μου παιδικός φίλος, θα ερχόταν κι αυτός και μετά... Ξέχνα το, μαν. Τα παιδιά ήταν τρελά. Μας έβρισκαν μέρες αργότερα. Πηγαίναμε σε όλη τη γειτονιά παίζοντας μπάλα, αράζαμε όπου βρίσκαμε, από μπαρ σε μπαρ. Ούτε ένα γαϊδούρι δεν θα το άντεχε.
Μια από τις αντιπαλότητες της Χανγκ ήταν με την Σάπα Κουέντε. Παίξαμε ακόμη και σε ερασιτεχνικό τελικό εναντίον τους. Εγώ ήμουν ήδη στην Πάρμα. Ο πατέρας μου μού μιλούσε καθημερινώς. "Σε έχω γράψει ήδη στο πρωταθληματάκι γιε μου. Οι τύποι τρέμουν. Τους λέω εδώ και έναν μήνα, έρχεται ο μεγάλος μαύρος μου, κι αυτοί μου έλεγαν, Μιρίνιο δεν είναι δίκαιο. Αλλά δεν με νοιάζει καθόλου. Θα παίξεις".
Και φυσικά και έπαιζα.
Με ένα μικρό κυπελλάκι της Coca-Cola (το μόνο ποτό που του άρεσε), ο πατέρας μου ανακοίνωσε την ενδεκάδα της Χανγκ. "Χανγκρισμάρ στο τέρμα. Λέμονγκρας, Ρίτσαρντ και Κασακά στην άμυνα". Γαμ*το, ο Λέμονγκρας παραπονιόταν για τα πάντα. Ο Ρίτσαρντ είχε ένα φάουλ όσο δυνατό ήταν το δικό μου. Ίσως και πιο δυνατό. Όσοι κάθονταν στο τείχος χέζ***αν πάνω τους όταν πήγαινε να εκτελέσει. "Στο κέντρο ο Ερμής με τον Άλαν. Ο Κρέσιο στην δεξιά πτέρυγα και ο Ζορζίνιο στην αριστερή, το επτάρι μας. Στην επίθεση, Φρανκ, Ντίνγκο ο ιδιοκτήτης του νούμερου 10, και ο Αντριάνο".
Μ' αυτή την ομάδα έπαιζες χαλαρά στο Champions League. Θα σου κάνω εικόνα το σκηνικό. Ζεστός καιρός στο Ρίο, κλασικό τέλος χρονιάς. Δυνατή μουσική. Σάμπα. Μελαχρινές κουκλάρες να πάνε πάνω-κάτω. Πατέρα μου, ευλόγησέ μας όλους από τον παράδεισο. Δεν υπάρχει τίποτα καλύτερο στον πλανήτη αδερφέ μου. Κερδίσαμε τον τελικό. Πυροτεχνήματα στη φαβέλα. Υπέροχο σκηνικό. Πραγματικά απίστευτο.
Σ' αυτό το γήπεδο έμαθα να πίνω. Ο πατέρας μου ήταν τρελός, μαν. Δεν ήθελε να βλέπει κανέναν να πίνει, ειδικά τα παιδιά. Θυμάμαι ακόμα την πρώτη φορά που με έπιασε με ποτήρι στο χέρι. Ήμουν 14 ετών και όλοι στην κοινότητα γιόρταζαν. Είχαν επιτέλους βάλει προβολείς στο γήπεδο Όρντεμ ε Προγκρέσο, οπότε οργάνωναν ένα παιχνίδι κάνοντας μπάρμπεκιου. Υπήρχε πολύς κόσμος, γεμάτοι χαρά, τυπικό της Βάρζεα, ξέρεις. Σάμπα, κόσμος πάνω-κάτω. Τότε δεν ήμουν πότης. Αλλά όταν είδα όλα τα παιδιά να τα βγάζουν εις πέρας, γελώντας, είπα "αααα". Δεν υπάρχει περίπτωση. Πήρα ένα πλαστικό ποτήρι και το γέμισα με μπύρα. Αυτή η πίκρα, αυτός ο αφρός που έπεφτε στον λαιμό μου για πρώτη φορά, είχε μια ιδιαίτερη γεύση. Ένας νέος κόσμος "διασκέδασης" είχε ανοίξει μπροστά μου. Η μάνα μου ήταν εκεί και το είδε. Το κράτησε για τον εαυτό της. Ο πατέρας μου... Γ**ω τα κέρατα.
Όταν με είδε με το ποτήρι στα χέρια, διέσχισε το γήπεδο με βιαστικό βήμα σαν αυτόν που δεν έχει τον χρόνο να χάσει το λεωφορείο. "Σταμάτα αμέσως", ούρλιαξε. Σύντομος και αποφασιστικός ως συνήθως. Είπα, "πω ρε φίλε". Η μάνα μου και οι θείες μου μπήκαν αμέσως στο παιχνίδι και προσπάθησαν να ηρεμήσουν την κατάσταση πριν γίνουν χειρότερα τα πράγματα. "Έλα Μιρίνιο, είναι με τα φιλαράκια του, δεν θα κάνει τίποτα τρελό. Απλώς γελάει, διασκεδάζει, άσ' τον ήσυχο, μεγαλώνει κι ο Αντριάνο", είπε η μητέρα μου. Αλλά δεν ήταν κουβέντα.
Ο γέρος μου τρελάθηκε. Άρπαξε το ποτήρι από το χέρι μου και το πέταξε. "Δεν σου 'χω μάθει έτσι γιε μου", μου είπε. Ο Μιρίνιο ήταν ηγέτης της Βίλα Κρουζέιρο. Όλόι τον σεβόταν. Έδινε το παράδειγμα. Το ποδόσφαιρο ήταν η ασχολία του. Μία από τις αποστολές που είχε ο Μιρίνιο ήταν να αποτρέψει τα παιδιά από το να αναμειχθούν με πράγματα που δεν θα έπρεπε. Πάντα προσπαθούσε να φέρει τα παιδιά κοντά στη μπάλα. Δεν ήθελε από κανέναν να χαζολογάει. Πόσο δε μάλλον με το σχολείο. Ο πατέρας του έπινε πολύ. Ήταν πραγματικός αλκοολικός. Πέθανε από αυτό. Οπότε κάθε φορά που ο πατέρας μου έβλεπε παιδιά να πίνουν αλκοόλ, δεν είχε καμία αμφιβολία. Πετούσε ό,τι ποτήρι και μπουκάλι βρισκόταν μπροστά του. Αλλά δεν είχε και νόημα, σωστά; Μετά το κτήνος άλλαξε τακτική. Όταν είχαμε αλλού την προσοχή μας, έβγαζε τη μασέλα του και την έβαζε στο ποτήρι μου, ή σε αυτά των παιδιών που ήμασταν μαζί. Ο τύπος ήταν θρύλος. Το πόσο μου λείπει...
Ό,τι μάθημα πήρα από εκείνον ήταν σαν αυτό. Με χειρονομίες. Δεν κάναμε συζητήσεις σε βάθος. Ο γέρος μου δεν ήταν τύπος που θα φιλοσοφούσε ή θα έδινε ηθικά μαθήματα. Όχι. Η καθημερινή του ευθυκρισία και ο σεβασμός που είχαν οι άλλοι για εκείνον ήταν αυτά που με εντυπωσίαζαν περισσότερο. Ο θάνατος του πατέρα μου άλλαξε τη ζωή μου για πάντα. Ακόμα και σήμερα αυτό είναι ένα θέμα που δεν έχω καταφέρει να αντιμετωπίσω. Όλα τα σκ*τά μου άρχισαν εδώ. Στην κοινότητα που έπαιζα μπάλα.
Η Βίλα Κρουζέιρο δεν είναι το πιο ωραίο μέρος στον πλανήτη. Το αντίθετο θα έλεγα. Είναι ένα πραγματικά επικίνδυνο μέρος. Η ζωή είναι δύσκολη. Ο κόσμος υποφέρει. Πολλοί φίλοι μου έπρεπε να ακολουθήσουν άλλα μονοπάτια. Κοίτα γύρω σου και θα καταλάβεις. Εάν σταματήσω να μετράω όλους τους ανθρώπους που ξέρω και που πέθαναν βίαια, θα μιλάμε για πολλές μέρες. Ας έχουν την ευλογία του θεού. Μπορείς να ρωτήσεις τους πάντες. Όσοι είχαν την ευκαιρία, πήγαν αλλού να μείνουν.
Γ**ώ, ο πατέρας μου έφαγε σφαίρα στο κεφάλι σε ένα πάρτι στο Κρουζέιρο. Αδέσποτη σφαίρα. Δεν είχε καμία σχέση με τον καυγά. Η σφαίρα τρύπησε το κρανίο του και σταμάτησε στο πίσω μέρος του κεφαλιού του. Οι γιατροί δεν υπήρχε περίπτωση να την αφαιρέσουν. Μετά από αυτό η ζωή μου δεν ήταν ποτέ ίδια. Ο πατέρας μου είχε συνεχείς σπασμούς. Έχεις δει άνθρωπο να έχει επιληπτικές κρίσεις; Δεν θέλεις να το δεις, αδερφέ μου. Είναι τρομακτικό.
Ήμουν δέκα ετών όταν ο πατέρας μου έφαγε τη σφαίρα. Μεγάλωσα βιώνοντας τις κρίσεις του. Ο Μιρίνιο δεν μπορούσε να δουλέψει ξανά. Η ευθύνη της υποστήριξης του σπιτιού έπεσε ολόκληρη στη μάνα μου. Και τι έκανε αυτή; Την αντιμετώπισε. Είχε και τη βοήθεια των γειτόνων. Η οικογένειά μας ήταν επίσης εκεί για να βοηθήσει. Εδώ όλοι ζουν με λίγα. Κανείς δεν έχει κάτι περισσότερο από άλλους. Και έτσι η μάνα μου δεν ήταν μόνη της. Πάντα υπήρχε κάποιος που θα τη βοηθούσε. Ένας γείτονας ήρθε μια μέρα με ένα μεγάλο κουτί αυγά και είπε: "Ροζίλντα, πούλα αυτό. Το μισό είναι δικό σου, το μισό είναι δικό μου". Και έτσι η μάνα μου θα προσπαθούσε να βγάλει μερικά ψιλά δουλεύοντας κάθε μέρα. Ο πατέρας μου έμενε σπίτι. Η μάνα μου έτρεχε για δύο, όταν η γιαγιά μου με πήγαινε στις προπονήσεις.
Μία από τις θείες μου βρήκε μια δουλειά που της επέτρεπε να παίρνει κουπόνια για φαγητό. Τα έδινε στη μάνα μου. "Ροζίλντα, δεν είναι πάρα πολλά, αλλά είναι αρκετά για να αγοράσει ο Αντριάνο ένα μπισκοτάκι". Χωρίς αυτούς τους ανθρώπους θα ήμουν ένα τίποτα. Ένα τίποτα. Γ*μώ. Αυτή η κουβέντα με έκανε να διψάσω. Ας σταματήσουμε στου Ερμή. Είναι πίσω από το γήπεδο. Εκεί. Εκεί, στο σοκάκι. Έμενε και η γιαγιά μου εδώ. Η Ντόνα Βάντα, τι τύπισσα. Σου είπα ήδη γι' αυτή. Σωστά; "Άντι-ρανο, παιδί μου. Έλα να φας ποπ-κορν". Η γιαγιά δεν μπορεί να πει το όνομά μου σωστά ακόμα και σήμερα. Έμενα στο σπίτι της καθημερινώς όταν ήμουν παιδί. Η μάνα μου, ο πατέρας μου, έμεναν στον δρόμο 9, που είναι στην κορυφή του λόφου. Θες να πας να δεις; Είναι περίπλοκο. Γίνονται πολλά. Καλύτερα να μείνουμε εδώ χαμηλά. Η φαβέλα έχει συγκεκριμένους κανόνες και πρέπει να τους σεβαστούμε.
Όταν ήμουν παιδί, η μάνα μου πήγαινε στη δουλειά και με άφηνε στη γιαγιά. Με πήγαινε στο σχολείο και μετά στη Φλαμένγκο. Η βιασύνη με έπιασε από νωρίς, δεν μπορεί κανείς να το αρνηθεί.
Ερμή, φιλαράκι μου. Βγάλε τα ντόμινο για μας. Να είσαι προσεκτικός. Κλέβει σαν διάολος. Κράτα τα μάτια σου ανοιχτά. Ο Ερμής είναι πονηρός. Κάτσε εδώ, Ζορζίνιο. Ας παίξουμε ντόμινο. Ξεκινάς εσύ. Συνηθίζαμε να κάνουμε ένα μπάνιο στον λάκκο στο τέλος του δρόμου. Έτσι είναι οι πισίνες στις φαβέλες, μαν. Δεν το ήξερες. Το ήξερες; Γ*μώ, βράζει στο νότιο Ρίο, όπου μένουν οι περισσότεροι ευκατάστατοι, φαντάσου τη ζωή στο βόρειο Ρίο. Τα παιδιά βγάζουν τον κουβά και προσπαθούν να δροσιστούν όσο περισσότερο γίνεται. Θα σου πω ότι και σήμερα αυτό προτιμάω να κάνω, το ξέρεις; Μπαίνω στην πισίνα, στη θάλασσα, τέτοια είδους πράγματα, και προσποιούμαι ότι είμαι σαν αυτούς τους ευκατάστατους γείτονες. Αλλά είμαι πολύ χαρούμενος με το να κάνω ένα ντους στην ταράτσα, ή με το να ρίχνω έναν κουβά στο κεφάλι μου, όπως κάνουμε στη φαβέλα.
Θες να δεις την κίνηση των ανθρώπων εδώ; Και τον θόρυβο; Γ*μώ. Η φαβέλα είναι πολύ διαφορετική. Ανοίγεις την πόρτα και πέφτεις πάνω στον γείτονα. Βγάζεις το πόδι σου και εκεί είναι ο ιδιοκτήτης του μαγαζιού στον δρόμο, η θεία πουλάει γλυκά με την τσάντα στο χέρι της, ο ξάδερφος του μπαρμπέρη σε καλεί να παίξετε ποδόσφαιρο. Όλοι γνωρίζονται μεταξύ τους. Φυσικά το ένα σπίτι είναι πάνω στ' άλλο, καταλαβαίνεις.
Αυτό ήταν ένα από τα πράγματα που με εξέπληξαν όταν πήγα στην Ευρώπη. Οι δρόμοι είναι ήσυχοι. Ο κόσμος δεν χαιρετάει κανέναν. Όλοι μένουν σε απόσταση. Μαν, τα πρώτα Χριστούγεννα που πέρασα στο Μιλάνο ήταν πολύ δύσκολα για μένα. Το τέλος μιας χρονιάς είναι πολύ σημαντικό για την οικογένειά μου. Βρισκόμαστε όλοι. Πάντα έτσι ήταν. Ο δρόμος 9 είχε κόσμο γιατί ο Μιρίνιο ήταν ένας και μοναδικός. Η παράδοση ξεκίνησε εκεί. Την Πρωτοχρονιά επίσης. Η φαβέλα έξω από το σπίτι μου. Όταν πήγα στην Ίντερ ένιωσα ένα πολύ μεγάλο πλήγμα τον πρώτο χειμώνα. Η κατάθλιψη που σε βαράει τους κρύους μήνες στη βόρεια Ιταλία. Όλοι στα μαύρα. Οι ερημωμένοι δρόμοι. Η μέρα είναι πολύ μικρή. Ο καιρός είναι υγρός. Μαν, δεν μου ταίριαζε να το κάνω όλο αυτό. Όλα αυτά, μαζί με το πόσο μου έλειπε το σπίτι μου, ήταν σκ**ά.
Ο Ζέεντορφ, ακόμα και τώρα, είναι ένας εξαιρετικός φίλος. Αυτός και η γυναίκα του με κάλεσαν σε ένα δείπνο τα Χριστούγεννα στο οποίο είχαν καλέσει τους πιο κοντινούς τους. Αυτός ο τύπος, ο αδερφός, ήταν σε άλλο λέβελ. Φαντάσου Χριστούγεννα στο σπίτι του. Τόση κομψότητα. Όλα ήταν υπέροχα και πεντανόστιμα, αλλά για να πω την αλήθεια, ήθελα να ήμουν στο Ρίο ντε Τζανέιρο. Δεν πέρασα πολύ χρόνο μαζί τους. Ζήτησα συγγνώμη, είπα αντίο γρήγορα και πήγα στο διαμέρισμά μου. Πήρα τηλέφωνο τους δικούς μου. "Γεια σου μαμά. Καλά Χριστούγεννα", είπα. "Γιε μου. Καλά Χριστούγεννα. Όλοι είναι εδώ, ο μοναδικός που λείπει είσαι εσύ", απάντησε.
Μπορούσες να ακούσεις τα γέλια από πίσω. Ο δυνατός θόρυβος των τυμπάνων που έπαιζαν οι θείες μου για να θυμούνται τις μέρες που ήταν κοριτσάκια. Τι; Εκεί χορεύουν σαν να ήταν ακόμα έτσι. Από το ίδιο υλικό είναι και η μάνα μου. Μπορούσα να δω το σκηνικό μπροστά μου μόνο και μόνο από τον θόρυβο στο τηλέφωνο. Γ**ώ. Με έπιασαν αμέσως τα κλάματα. "Είσαι καλά γιέ μου;", με ρώτησε η μάνα μου. "Ναι, ναι, μόλις γύρισα από το σπίτι ενός φίλου", της είπα. "Α, οπότε έχεις ήδη φάει; Η μαμά ακόμα φτιάχνει το τραπέζι", μου είπε. "Θα έχουμε και γλυκά σήμερα". Γ**ώ. Αυτό ήταν το τελειωτικό χτύπημα. Τα γλυκά της γιαγιάς ήταν τα καλύτερα του κόσμου. Έριξα ένα γαμ****ο κλάμα. Ξεκίνησα να έχω αναφιλητά. "Οκ μαμά. Να περάσετε όμορφα τότε. Να έχετε ένα υπέροχο δείπνο. Μην ανησυχείς, όλα είναι καλά εδώ".
Ήμουν διαλυμένος. Άρπαξα ένα μπουκάλι βότκα. Αδερφέ, δεν υπερβάλω. Ήπια όλη αυτή τη μαλ***α μόνος μου. Γέμισα με βότκα. Έκλαιγα όλο το βράδυ. Λιποθύμησα στον καναπέ από το πολύ ποτό και το πολύ κλάμα. Αλλά ήταν αυτό που ήταν. Σωστά μαν; Τι θα μπορούσα να κάνω; Βρισκόμουν στο Μιλάνο για έναν συγκεκριμένο λόγο. Ήταν αυτό που ονειρευόμουν όλη μου τη ζωή. Ο Θεός μου είχε δώσει την ευκαιρία να γίνω ποδοσφαιριστής στην Ευρώπη. Η ζωή της οικογένειάς μου είχε βελτιωθεί πολύ χάρη σε αυτό που μου είχε δώσει ο Κύριος. Το έκανε για μένα. Και η οικογένειά μου έκανε πολλά επίσης. Ήταν ένα μικρό τίμημα που έπρεπε να πληρώσω, πάντα συγκριτικά με αυτά που συνέβαιναν και αυτά που θα συνέβαιναν μετά. Ήταν ξεκάθαρο στο κεφάλι μου. Αλλά αυτό δεν με σταμάτησε από το να είμαι λυπημένος.
Θες να πάμε στην ταράτσα του φίλου μου του Τότα; Εκεί είναι το κκαταφύγιό μου. Θα πάρω τηλέφωνο για τις μηχανές. Παίρνουμε το ποτό μας και θα σου δείξω όλη τη θέα. Έλα, μαν. Άσε με να ανοίξω το τουτουφί. Τουτουφί, γ**ώ τα κέρατα. Δεν καταλαβαίνεις, έτσι δεν είναι; Το να συνδέεις το κινητό σου με τα ηχεία, σκ**ά. Πώς το λέτε; Bluetooth; Ω, δεν ξέρω αυτές τις λέξεις στα αγγλικά, γ**α το. Πήγα μόνο μέχρι την έβδομη στο σχολείο. Στη φαβέλα πρέπει να το βάλουμε τέρμα. Μόνο έτσι ακούμε μουσική εδώ.
Εκεί είναι η Γκρότα, εδώ η Σατούμπα, εδώ το Κρουζέιρο. Είναι όλα το ίδιο. Το ένα κολλημένο πάνω στο άλλο. Αλλά είναι διαφορετικές κοινότητες από το σύμπλεγμα της Πένια. Εκεί είναι η εκκλησία της Πένια, ψηλά, να μας ευλογεί όλους. Ναι. Κυκλοφορώ με την εκκλησία κρεμασμένη στο λαιμό μου, σε αυτό το μενταγιόν εδώ. Σ' αρέσει; Τότε φόρα το. Σε βαπτίζω στην κοινότητά μας. Μιλάμε για τρομερό ηθικό μπουστ, σωστά;
Όταν άφησα την Ίντερ και την Ιταλία, επέστρεψα εδώ για να κρυφτώ. Πήγα παντού για τρεις μέρες. Κανείς δεν με βρήκε. Δεν υπήρχε τρόπος. Νούμερο 1 κανόνας της φαβέλας. Κράτα το στόμα σου κλειστό. Νομίζεις ότι θα με κάρφωνε κάποιος; Δεν έχουμε γα*****ους ρουφιάνους εδώ. Ο Τύπος στην Ιταλία τρελάθηκε. Ακόμα και η αστυνομία του Ρίο έστησε μια επιχείρηση για "να με σώσει". Είπαν ότι με είχαν απαγάγει. Μου κάνετε πλάκα, έτσι; Ποιος θα μου έκανε κακό εδώ; Είμαι ένα παιδί της φαβέλας.
Με έσκισαν στα δύο. Σ' αρέσει είτε όχι, ήθελα την ελευθερία μου. Δεν το άντεχα άλλο το να πρέπει να κρατάω τα μάτια μου ανοιχτά για τις κάμερες κάθε φορά που έβγαινα στην Ιταλία, αυτούς που έρχονταν κατά πάνω μου, είτε ήταν ρεπόρτερ είτε ένας σκιώδης απατεώνας, απατεώνας ή κάποιος άλλος πο****ας γιος. Στην κοινότητά μου δεν τα έχουμε αυτά. Όταν είμαι εδώ, κανείς απ' έξω δεν ξέρει τι κάνω. Αυτό ήταν το πρόβλημά τους. Δεν καταλάβαιναν ότι πήγα στη φαβέλα. Δεν ήταν για τα ξύδια, τις γυναίκες και σίγουρα δεν ήταν για τα ναρκωτικά. Ήταν για την ελευθερία μου. Ήταν γιατί ήθελα να βρω ειρήνη. Ήθελα να ζήσω. Ήθελα να είμαι ξανά άνθρωπος. Μόνο για λίγο. Αυτή είναι η γα****νη αλήθεια. Οπότε τι;
Προσπάθησα να κάνω όλα όσα ήθελα. Διαπραγματεύτηκα με τον Ρομπέρτο Μαντσίνι. Προσπάθησα σκληρά με τον Ζοσέ Μουρίνιο. Έκλαψα στον ώμο του Μοράτι. Αλλά δεν μπορούσα να κάνω αυτό που μου ζητούσαν. Ήμουν καλά για μερικές εβδομάδες, δεν έπινα, έκανα προπονήσεις λες και ήμουν άλογο, αλλά πάντα υποτροπίαζα. Ξανά και ξανά και ξανά. Μου την πέφτανε όλοι. Δεν το άντεχα πλέον. Ο κόσμος είπε πολλές μα***ίες. "Ουάου, ο Αντριάνο σταμάτησε να βγάζει επτά εκατομμύρια ευρώ. Τα παράτησε όλα γι' αυτά τα σκ**ά;". Αυτό άκουγα περισσότερο. Αλλά δεν ξέρουν γιατί το έκανα. Το έκανα γιατί δεν ήμουν καλά. Χρειαζόμουν τον χρόνο μου για να κάνω αυτό που ήθελα να κάνω. Το βλέπεις και μόνος σου πλέον. Είναι τόσο κακό για σένα που αράζουμε εδώ παρέα; Όχι.
Συγγνώμη που σε απογοητεύω. Αλλά το μόνο που ψάχνω στη Βίλα Κρουζέιρο είναι ειρήνη. Εδώ περπατάω ξυπόλητος και χωρίς μπλούζα, μόνο με το σορτς. Παίζω ντόμινο, αράζω, θυμάμαι τις παιδικές μου ιστορίες, ακούω μουσική, χορεύω με τους φίλους μου και κοιμάμαι στο πάτωμα.
Σε όλα αυτά τα σοκάκια βλέπω τον πατέρα μου. Τι άλλο θέλω περισσότερο; Δεν φέρνω γυναίκες εδώ. Και μάλιστα δεν μαλ****αι με γυναίκες της κοινότητάς μου. Γιατί θέλω ειρήνη και να μείνω στην ουσία. Γι΄ αυτό εξακολουθώ να έρχομαι εδώ. Εδώ με σέβονται πραγματικά.
Εδώ είναι η ιστορία μου.
Εδώ έμαθα τι είναι μια κοινότητα.
Η Βίλα Κρουζέιρο δεν είναι το πιο ωραίο μέρος στον πλανήτη. Η Βίλα Κρουζέιρο είναι το σπίτι μου».
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr