Τάκης Λουκανίδης: Respect για τον Έλληνα Μπεκενμπάουερ
15.01.2018
07:34
Στα 81 του χρόνια «έφυγε» ο άνθρωπος που μπορούσε να παίζει σε όλες τις θέσεις, ο «Τάκαρος» της Δόξας Δράμας και του Παναθηναϊκού
Ενα ηλιόλουστο, συγκρατημένα ψυχρό πρωινό ανάμεσα στα Χριστούγεννα και την Πρωτοχρονιά περπατούσε στο κέντρο της Κηφισιάς ένας ηλικιωμένος αλλά ευθυτενής φαλακρός άντρας.
Με σταθερό ισορροπημένο βήμα διέσχιζε τα πεζοδρόμια με τα γιορτινά στολισμένα καφέ, όπου οι θαμώνες καθισμένοι στα πεζοδρόμια απολάμβαναν τις αμυδρά ζωογόνες ακτίνες του δεκεμβριάτικου ήλιου. Ντυμένος στα μαύρα, όπως συνήθιζε αδιαλείπτως επί 20 χρόνια -από τότε που ο γιος του, Γιώργος, γυμναστής του τηλεοπτικού «Πρωινού Καφέ», άφησε στην άσφαλτο την τελευταία του πνοή στα 31 χρόνια του-, ο διαβάτης διεμήνυε με την ενδυματολογικά σκούρα χρωματική του επιλογή ότι εκείνη η τραγική οικογενειακή απώλεια δεν είχε ποτέ αμβλύνει το πένθος του.
Πέρυσι κιόλας είχε θρηνήσει και τον χαμό του αδελφού του Θανάση, παλιού ποδοσφαιριστή της Δόξας Δράμας και του Ολυμπιακού. Κάποια στιγμή ο μαυροντυμένος άνδρας στράφηκε χαμογελώντας πλατιά και αντιχαιρέτησε με πρόσχαρο νεύμα και θετική αύρα έναν 70χρονο συνταξιούχο ο οποίος παρέα με τον πιτσιρικά εγγονό του έπινε αργά τον καφέ του και του φώναξε: «Γεια σου, Τάκαρε». Ο μικρός, ξαφνιασμένος από τον έκδηλο θαυμασμό του ηλικιωμένου συνοδού του, στράφηκε προς αυτόν και με απορία τον ρώτησε: «Ποιος είναι αυτός, παππού;». «Είναι ο πιο πλήρης και πολυσύνθετος ποδοσφαιριστής που πέρασε από τα ελληνικά γήπεδα», πήρε άμεσα την απάντηση. «Και τι θέση έπαιζε;» επέμεινε ο μικρός. «Ολες», είπε ο ποδοσφαιρόφιλος παππούς και απλωσε νοσταλγικά το βλέμμα του εστιάζοντας στην κοτσονάτη φιγούρα που απομακρυνόταν.
«Αν δεν είχε γεννηθεί σε λάθος εποχή, θα ήταν πιο φημισμένος και από ποδοσφαιριστές όπως ο Φραντς Μπεκενμπάουερ, ο Σάντρο Ματσόλα και ο Μπόμπι Μουρ», τόνισε χαμηλόφωνα αφήνοντας τον μικρό μπερδεμένο, αφού από διάσημους ξένους μπαλαδόρους γνωρίζει μόνο τον Μέσι και τον Ρονάλντο. «Και αν φυσικά», συμπλήρωσε, «είχε αγωνιστεί εκτός ελληνικών συνόρων». Λιγότερο από δύο εβδομάδες μετά, ο Τάκης Λουκανίδης ύστερα από αιφνίδιο έμφραγμα πέρασε στα 81 του τα σύνορα αυτής της ζωής για να εγγραφεί πλέον στην ποδοσφαιρική αιωνιότητα.
Εξήντα χρόνια πριν, μια ανάσα από την Κατοχή και τον Εμφύλιο, και έτη φωτός μακριά από τη σημερινή ποδοσφαιρική πραγματικότητα των δισεκατομμυριούχων σταρ, οι νεαροί φίλαθλοι διψούσαν για ήρωες των γηπέδων. Στα χωμάτινα στρωμένα με αμμοχάλικο τερέν ξεχώριζε ένας μεγαλωμένος σε ορφανοτροφείο ταλαντούχος νεαρός από τη Δράμα, κανονικό πολυεργαλείο, με μυαλό, πόδια-φωτιά, ταχύτητα, αντοχή, ανάστημα, αλτικότητα.
Τον φώναζαν με το ασυνήθιστο όνομα «Νεοτάκη» και έπαιζε με επιτυχία παντού, όπου καλούνταν να αγωνιστεί και σε όποια θέση είχε ανάγκη η ομάδα: τερματοφύλακας, αμυντικός, μέσος, επιθετικός - ένα ακούραστο τρεχαντήρι του γηπέδου. Γεννημένος το 1937 στο Μεσοχώρι Παρανεστίου Δράμας από ποντιακής καταγωγής αγροτική οικογένεια, έχει μάθει από νωρίς τι σημαίνει σκληρότητα της ζωής, αγώνας, πείσμα και βιοπάλη. Προτού κλείσει τα 7 του χρόνια ο πατέρας του Γιώργος έπεσε θύμα ρουφιανιάς από έναν κουμπάρο του κοινοτάρχη για τη σθεναρή του αντίδραση στον εκβουλγαρισμό της περιοχής από τις βουλγαρικές δυνάμεις κατοχής και απαγχονίστηκε από αυτές στις 29 Μαΐου 1944. Εμεινε ορφανός προτού λήξει ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος μαζί με τα τέσσερα αδέλφια του, τον Θανάση, τον Χαράλαμπο, που χάθηκε από μηνιγγίτιδα μόλις στα 22 του, την Κωνσταντία και τη Σοφία.
Με σταθερό ισορροπημένο βήμα διέσχιζε τα πεζοδρόμια με τα γιορτινά στολισμένα καφέ, όπου οι θαμώνες καθισμένοι στα πεζοδρόμια απολάμβαναν τις αμυδρά ζωογόνες ακτίνες του δεκεμβριάτικου ήλιου. Ντυμένος στα μαύρα, όπως συνήθιζε αδιαλείπτως επί 20 χρόνια -από τότε που ο γιος του, Γιώργος, γυμναστής του τηλεοπτικού «Πρωινού Καφέ», άφησε στην άσφαλτο την τελευταία του πνοή στα 31 χρόνια του-, ο διαβάτης διεμήνυε με την ενδυματολογικά σκούρα χρωματική του επιλογή ότι εκείνη η τραγική οικογενειακή απώλεια δεν είχε ποτέ αμβλύνει το πένθος του.
Πέρυσι κιόλας είχε θρηνήσει και τον χαμό του αδελφού του Θανάση, παλιού ποδοσφαιριστή της Δόξας Δράμας και του Ολυμπιακού. Κάποια στιγμή ο μαυροντυμένος άνδρας στράφηκε χαμογελώντας πλατιά και αντιχαιρέτησε με πρόσχαρο νεύμα και θετική αύρα έναν 70χρονο συνταξιούχο ο οποίος παρέα με τον πιτσιρικά εγγονό του έπινε αργά τον καφέ του και του φώναξε: «Γεια σου, Τάκαρε». Ο μικρός, ξαφνιασμένος από τον έκδηλο θαυμασμό του ηλικιωμένου συνοδού του, στράφηκε προς αυτόν και με απορία τον ρώτησε: «Ποιος είναι αυτός, παππού;». «Είναι ο πιο πλήρης και πολυσύνθετος ποδοσφαιριστής που πέρασε από τα ελληνικά γήπεδα», πήρε άμεσα την απάντηση. «Και τι θέση έπαιζε;» επέμεινε ο μικρός. «Ολες», είπε ο ποδοσφαιρόφιλος παππούς και απλωσε νοσταλγικά το βλέμμα του εστιάζοντας στην κοτσονάτη φιγούρα που απομακρυνόταν.
«Αν δεν είχε γεννηθεί σε λάθος εποχή, θα ήταν πιο φημισμένος και από ποδοσφαιριστές όπως ο Φραντς Μπεκενμπάουερ, ο Σάντρο Ματσόλα και ο Μπόμπι Μουρ», τόνισε χαμηλόφωνα αφήνοντας τον μικρό μπερδεμένο, αφού από διάσημους ξένους μπαλαδόρους γνωρίζει μόνο τον Μέσι και τον Ρονάλντο. «Και αν φυσικά», συμπλήρωσε, «είχε αγωνιστεί εκτός ελληνικών συνόρων». Λιγότερο από δύο εβδομάδες μετά, ο Τάκης Λουκανίδης ύστερα από αιφνίδιο έμφραγμα πέρασε στα 81 του τα σύνορα αυτής της ζωής για να εγγραφεί πλέον στην ποδοσφαιρική αιωνιότητα.
Εξήντα χρόνια πριν, μια ανάσα από την Κατοχή και τον Εμφύλιο, και έτη φωτός μακριά από τη σημερινή ποδοσφαιρική πραγματικότητα των δισεκατομμυριούχων σταρ, οι νεαροί φίλαθλοι διψούσαν για ήρωες των γηπέδων. Στα χωμάτινα στρωμένα με αμμοχάλικο τερέν ξεχώριζε ένας μεγαλωμένος σε ορφανοτροφείο ταλαντούχος νεαρός από τη Δράμα, κανονικό πολυεργαλείο, με μυαλό, πόδια-φωτιά, ταχύτητα, αντοχή, ανάστημα, αλτικότητα.
Τον φώναζαν με το ασυνήθιστο όνομα «Νεοτάκη» και έπαιζε με επιτυχία παντού, όπου καλούνταν να αγωνιστεί και σε όποια θέση είχε ανάγκη η ομάδα: τερματοφύλακας, αμυντικός, μέσος, επιθετικός - ένα ακούραστο τρεχαντήρι του γηπέδου. Γεννημένος το 1937 στο Μεσοχώρι Παρανεστίου Δράμας από ποντιακής καταγωγής αγροτική οικογένεια, έχει μάθει από νωρίς τι σημαίνει σκληρότητα της ζωής, αγώνας, πείσμα και βιοπάλη. Προτού κλείσει τα 7 του χρόνια ο πατέρας του Γιώργος έπεσε θύμα ρουφιανιάς από έναν κουμπάρο του κοινοτάρχη για τη σθεναρή του αντίδραση στον εκβουλγαρισμό της περιοχής από τις βουλγαρικές δυνάμεις κατοχής και απαγχονίστηκε από αυτές στις 29 Μαΐου 1944. Εμεινε ορφανός προτού λήξει ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος μαζί με τα τέσσερα αδέλφια του, τον Θανάση, τον Χαράλαμπο, που χάθηκε από μηνιγγίτιδα μόλις στα 22 του, την Κωνσταντία και τη Σοφία.
Ο Τάκαρος ήταν γνωστός για τις πολύ δυνατές κεφαλιές του
Η μάνα τους, η Χριστίνα, αναγκάστηκε, χωρίς σύζυγο, να επωμιστεί μόνη της το φορτίο της ανατροφής των παιδιών της δουλεύοντας μέρα νύχτα σε δυο δουλειές. Μετακόμισαν από το έρημο από πατέρα σπιτικό τους στο χωριό και βολεύτηκαν σε ένα ασφυκτικά στενόχωρο φτωχικό στην πόλη της Δράμας. Υπό την επιτακτική, όμως, ανάγκη της οικογένειας να επισιτιστούν λιγότερα στόματα, έστειλαν τον πιτσιρικά Νεοτάκη στο ορφανοτροφείο. Εκεί στο κτίριο ενός παλιού τουρκικού σχολείου πρωτόπαιξε μπάλα, την οποία συνέχισε στις κατοπινές σπουδές του στη Μέση Γεωπονική Σχολή της Κομοτηνής, όπου χάρη στα προσόντα του υπέγραψε στα 16 του χρόνια, το 1953, το πρώτο του δελτίο στην τοπική ομάδα της ΑΕΚ. Στα 18 του τού επέτρεψαν να πάρει μεταγραφή στην ομάδα της γενέτειράς του, τη Δόξα Δράμας. Από αμοιβές έπαιρνε κάτι ψιλοχαρτζιλίκια, αλλά του εξασφάλισαν τα προς το ζην με πρόσληψη στην τοπική ΔΕΗ, την εποχή που η επιβίωση του ελληνικού ποδοσφαίρου ταυτιζόταν με την ανάπτυξη του εξηλεκτρισμού της χώρας.
Η διάκριση του Τάκαρου
Εκείνα τα χρόνια της δεκαετίας του ’50 η θρυλική Δόξα ήταν το μοναδικό επαρχιακό σωματείο που πρωταγωνιστούσε στις εγχώριες ποδοσφαιρικές διοργανώσεις, αν και ποτέ δεν κέρδισε έναν τίτλο. Γεγονός που χάρισε στην ομάδα μάλλον εύστοχα το προσωνύμιο «βασίλισσα χωρίς στέμμα». Ο 19χρονος, όμως, Λουκανίδης διακρίθηκε για το αρχοντικό του παίξιμο και την άνεση να αγωνίζεται σε κάθε θέση της ενδεκάδας. Ηταν ο μόνος ποδοσφαιριστής, εκτός του λεγόμενου ΠΟΚ (Παναθηναϊκού, Ολυμπιακού, ΑΕΚ), που προσκλήθηκε στην Εθνική Ελλάδας από τον τότε Ιταλό προπονητή Ρίνο Μαρτίνι για τον αγώνα με την Εθνική Γαλλίας των Φοντέν, Κοπά για τα προκριματικά του Κυπέλλου Εθνών.
Την 1η Οκτωβρίου 1958 στο παρισινό Παρκ ντε Πρενς η Ελλάδα συνετρίβη με το βαρύ σκορ 7-1, αλλά ο Λουκανίδης έχει κάνει στο ντεμπούτο του το πρώτο μεγάλο βήμα για τη μετέπειτα καριέρα του. Ηδη τον έχει εντοπίσει το πρωτόγονο σκάουτινγκ της εποχής. Οταν κατά τη διάρκεια της θητείας του ως φαντάρος αγωνιζόταν τον Μάρτιο του ’60 με την Εθνική Ενόπλων για το Παγκόσμιο Κύπελλο Ενόπλων Δυνάμεων στην Ιταλία, τον πλησίασε ένας ψηλόλιγνος Ελληνοϊταλός γιατρός με κομψή καμπαρντίνα και χοντρά κοκάλινα γυαλιά μυωπίας και του έκανε προφορική πρόταση για λογαριασμό της μεγάλης Γιουβέντους. Ο νεαρός Μακεδόνας έμεινε άναυδος λίγο προτού μπει στα αποδυτήρια του ολοκαίνουριου σταδίου «Μάριο Ριγκαμόντι» της Μπρέσια. Ισα που πρόλαβε να ψελλίσει στον ενδιαφερόμενο προξενητή: «Στείλτε γράμμα για μένα στη Δόξα Δράμας».
O Eλληνας Μπεκενμπάουερ με τον θρύλο Πελέ
Η αλήθεια είναι ότι ο τορινέζικος σύλλογος έστειλε δύο συστημένες επιστολές στην ελληνική ομάδα, αλλά, όπως αποκαλύφθηκε αργότερα, οι διοικούντες τις απέκρυψαν από τον περιζήτητο ποδοσφαιριστή. Λίγα χρόνια αργότερα εκμυστηρεύτηκε αυτοσαρκαστικά σε εγκάρδιο φίλο του: «Πού να ’τρεχα; Βλαχάκι ήμουν που δεν μίλαγα καλά-καλά τα ελληνικά σωστά. Ιταλικά θα μάθαινα; Και αυτά όχι μόνο για να συνεννοηθώ, αλλά και να ξέρω τι μου γίνεται όταν με βρίζουν»! Απαράμιλλος στην άμυνα, διορατικός και ευφυής στην οργάνωση του παιχνιδιού, αποτελεσματικός εκτελεστής με σπάνιο άλμα και φοβερές σε δύναμη κεφαλιές, δεν άργησε να γίνει το μήλον της Εριδος μεταξύ των αθηναϊκών ομάδων. Πρώτη η ΑΕΚ ψαχνόταν σοβαρά να τον φέρει στη Νέα Φιλαδέλφεια.
Ο Δικέφαλος πόνταρε στα προσφυγικά αισθήματα μεγάλης μερίδας των Δραμινών και ήδη είχε στις γραμμές της τον μεγάλο μάγο της μπάλας Κώστα Νεστορίδη, που καταγόταν από τον ίδιο νομό. Με πρωτοβουλία του ο περίφημος, τότε, παράγοντας της ΑΕΚ Μίμης Σεβαστάκης, της ομώνυμης φίρμας των υποδηματοποιείων, ζήτησε επίσημα από την ομάδα του τη μεταγραφή του. Προχώρησε μάλιστα προς δελεασμό του παίκτη στην ανάρτηση ενός πανό σε κατάστημά του στη συμβολή των οδών Πατησίων και Χέυδεν, που έγραφε: «Προσεχώς υποδήματα Σεβαστάκης-Λουκανίδης».
Η Δόξα αντιστεκόταν με νύχια και δόντια στη μετακίνηση και συγκάλεσε γενική συνέλευση για το θέμα. Εξω από τα γραφεία όπου συνεδρίαζε το διοικητικό συμβούλιο της ομάδας συγκεντρώθηκε 2.000 κόσμος, κανονικό συλλαλητήριο, που απαιτούσε να παραμείνει ο παίκτης στην πόλη απειλώντας ότι θα τα έκανε όλα γυαλιά καρφιά. Η ΑΕΚ απέσυρε το ενδιαφέρον της, αλλά μπήκε στο κόλπο της μεταγραφής ο Ολυμπιακός, καθώς οι Πειραιώτες, εκτός από γνώση των αθλητικών του προσόντων, είχαν και τις καλύτερες συστάσεις για την απλότητα και την ντομπροσύνη του Λουκανίδη από έναν δικό τους παίκτη, τον φίλο του και συμπαίκτη του στην Εθνική Ενόπλων, τερματοφύλακα Σάββα Θεοδωρίδη. Την ίδια ακριβώς στιγμή εκδήλωνε ενδιαφέρον και ο Παναθηναϊκός μέσω του πολυμήχανου γενικού αρχηγού της ομάδας Αντώνη Μαντζεβελάκη.
Ο επίμονος παράγοντας του Παναθηναϊκού τού προσέφερε το ασύλληπτο ποσό των 300.000 δραχμών -όταν εκείνη την εποχή αγόραζε κανείς διαμέρισμα στο κέντρο με 60 χιλιάρικα- προκειμένου να εξασφαλίσει τη συγκατάθεσή του για μεταγραφή στο Τριφύλλι. Αλλα τόσα χρήματα υποσχόταν και στην ομάδα του που είχε αρχίσει να αμφιταλαντεύεται. Και ενώ το ίδιο ανοιξιάτικο βράδυ του 1961 ο Λουκανίδης τα έσπαγε με τον αδελφό του Θανάση στο μαγαζί του Πάνου Γαβαλά στην Αχαρνών, οι διοικούντες τους «μαυραετούς» στη Δράμα δεν τόλμησαν να αποδεχτούν την πρόταση.
Προγραμμάτισαν έκτακτη γενική συνέλευση στον κινηματογράφο «Ολύμπια» της πόλης, ενώ απέξω οι φίλαθλοι έχουν περικυκλώσει τον χώρο κραδαίνοντας κασμάδες, φτυάρια και τσεκούρια και κραυγάζοντας μ’ ένα στόμα την ιαχή «Ο Λουκανίδης μάς ανήκει!”. Υπό την απειλή λιντσαρίσματος, οι διοικούντες απάντησαν αρνητικά στον Παναθηναϊκό. Ηταν η εποχή όπου οι παίκτες δεν έχουν συμβόλαια και ανήκουν ισοβίως στον σύλλογό τους. Ωστόσο ο άνθρωπος που κινούσε τα νήματα του Παναθηναϊκού έχει ήδη σκαρφιστεί πιο πανούργο τρόπο για να ντύσει τον Δραμινό άσο στα πράσινα. Και μάλιστα υπό τον εκβιασμό ότι αν η ομάδα του δεν συναινέσει στη μεταγραφή δεν θα έχει την παραμικρή αμοιβή.
Το ταξίδι μέχρι τον Παναθηναϊκό
Σύμφωνα με τα όσα αναφέρει ο ίδιος ο ποδοσφαιριστής στην αυτοβιογραφία του «Εγώ ο Τάκης Λουκανίδης», οι «πράσινοι» προώθησαν στις ποδοσφαιρικές ομοσπονδίες μια φωτογραφική διάταξη η οποία ανέφερε ότι σε περίπτωση που κάποιος Ελληνας παίκτης αγωνιστεί στο εξωτερικό για έναν χρόνο θα μπορεί να ενταχθεί ως ελεύθερος στην ομάδα της αρεσκείας του! Και αφότου ο παίκτης είχε συμφωνήσει με τον Παναθηναϊκό, ξαφνικά ένα πρωινό του Ιουλίου του 1961 αποχαιρέτησε δακρυσμένος τους συμπαίκτες του φεύγοντας αεροπορικώς για Κωνσταντινούπολη. Εκεί υποτίθεται ότι θα έπαιζε με μεταγραφή στη Φενέρμπαχτσε με συμβόλαιο τριετούς διάρκειας.
Το ότι τον συνόδευαν παράγοντες του Παναθηναϊκού κρίθηκε συμπτωματικό. Στην Πόλη ο τουρκικός σύλλογος είχε δήθεν συμπληρώσει το ρόστερ του και το προσχεδιασμένο τέχνασμα του Μαντζεβελάκη υλοποιήθηκε με τη μετακίνηση του παίκτη στον ΑΠΟΕΛ της Κύπρου, με τον οποίο ο Παναθηναϊκός διατηρούσε άριστες σχέσεις. Στην Κύπρο δεν έπαιξε ούτε ένα ματς με τη νέα του ομάδα. Πήγαινε κάθε πρωί στη Λευκωσία για προπόνηση και μετά οι Κύπριοι διοικούντες εκτελώντας οδηγίες του Παναθηναϊκού τον έκρυβαν σε ξενοδοχεία στην Αμμόχωστο, στις Πλάτρες και αλλού, ώστε να μην τον βρουν οι εκπρόσωποι άλλων ομάδων. Ειδικά οι άνθρωποι του Ολυμπιακού που του προσέφεραν τα διπλάσια χρήματα.
Μετά από αυτό το επιτυχημένο τρικ η περιπετειώδης «απελευθέρωση» του Λουκανίδη έριξε αυλαία και μαζί του το άπειρο από δολοπλοκίες ερασιτεχνικό ποδόσφαιρο, ενώ ο παίκτης κατέφτασε με επτά μήνες καθυστέρηση στον ασυναγώνιστο, την εποχή εκείνη, Παναθηναϊκό και τέθηκε υπό τις οδηγίες του Αγγλου τεχνικού Χάρι Γκέιμ. Σε μία από τις πρώτες του προπονήσεις ο Νίκος Κούρκουλος παίζοντας ως κεντρικός αμυντικός θα παραδεχθεί:«Πήγα να κόψω τον Λουκανίδη, αλλά με έκανε κουτό. Εκεί κατάλαβα ότι δεν ήταν για εμένα το ποδόσφαιρο».
Εκτιμάται ότι η μεταγραφή του στοίχισε το κολοσσιαίο τότε ποσό των 1.300.000 δραχμών, που αντιστοιχούσε όσο περίπου η ανέγερση μιας εξαώροφης πολυκατοικίας στο Κολωνάκι. Από αυτό το αστρονομικό για το ποδόσφαιρο ποσό, εκτός από τον παίκτη, αμείφθηκαν, καλή τη θελήσει, η Δόξα, η οικογένειά του, οι Κύπριοι, οι Τούρκοι, οι νομοτεχνικοί και οι μεσάζοντες της ομοσπονδίας, χώρια τα λοιπά έξοδα. Η πλειονότητα των πρώην συμπαικτών του συμφωνεί σήμερα ότι ο Λουκανίδης τα άξιζε με το παραπάνω αυτά τα χρήματα. Αγωνίστηκε με την πράσινη φανέλα έως το 1969 κατακτώντας τέσσερα πρωταθλήματα και ένα Κύπελλο Ελλάδας, ενώ υπήρξε μέλος της ομάδας του Παναθηναϊκού που τη σεζόν 1963-64 κατέκτησε το μοναδικό αήττητο πρωτάθλημα στην ιστορία του ελληνικού ποδοσφαίρου επί προεδρίας Λουκά Πανουργιά με προπονητή τον Κροάτη Στέφαν Μπόμπεκ.
Στην ξελογιάστρα Αθήνα
Η Αθήνα των αρχών της δεκαετίας του ’60 ήταν μια, τηρουμένων των αναλογιών, ξελογιάστρα μεγαλούπολη που ανακάτευε μεθυστικά τις φιλοδοξίες με τις προκλήσεις. Ο 25χρονος Λουκανίδης μπορεί από Πέμπτη να ανεβοκατέβαινε όλη τη Θύρα 13 μόνος του μετά τις προπονήσεις για να βελτιώσει τη φυσική του κατάσταση, αλλά λόγω έξω καρδιά χαρακτήρα και με παρελθόν έντονων στερήσεων ήθελε να ξεδώσει, μια και του περίσσευαν πια τα λεφτά σε κάθε σχόλη. Ψυχαγωγούνταν σε ατέλειωτες ώρες χαρτοπαιξίας με τον Πανάκη και τον θρυλικό «Λώρη» Θεοφάνη, ακόμη και κατά τη διάρκεια ημιχρόνου αγώνα, ενώ διασκέδαζε με κατά συρροή νυχτοπερπατήματα στα μπουζούκια.
Ο ίδιος ο Λουκανίδης δεν ήταν ανώριμος ή άστατος ούτε καν σταρ -«βεντέτες», τους έλεγαν τότε- με τη σημερινή έννοια, αλλά επειδή διεκδικούσε δυναμικά το δίκιο του και παράλληλα έλκυε με την αρρενωπότητά του το άλλο φύλο έμπλεκε ενίοτε σε δυσάρεστες περιπέτειες. Το 1962, όταν μεσουρανούσε στα γήπεδα και έκανε στενή παρέα με την ανερχόμενη τότε ηθοποιό Αννα Φόνσου, γνώρισε μια νεαρή κοπέλα ονόματι Γιόλα, η οποία του ζήτησε αυτόγραφο. Η αθώα αυτή προσέγγιση πήρε απρόσμενη τροπή όταν η μητέρα της κοπέλας τον κατήγγειλε ότι βίασε τη 15χρονη κόρη της.
Ο εισαγγελέας έδωσε εντολή για περιοριστικά μέτρα σε βάρος του ποδοσφαιριστή που προφυλακίστηκε στις Φυλακές Αβέρωφ, απέναντι από το γήπεδο του Παναθηναϊκού στη Λεωφόρο, εκεί που σήμερα είναι το κτίριο του Αρείου Πάγου. Χώρια που το όνομά του κρεμάστηκε ντροπιασμένο στα περίπτερα μαζί με ευτελισμένο το κύρος της ομάδας του. Παρότι ο ιατροδικαστής Δημήτρης Καψάσκης μετά από εξέταση δεν διαπίστωσε στην έκθεσή του στοιχεία βιασμού και παράλληλα βεβαίωσε ότι η ανήλικη «διατηρούσε την αγνότητά της», το θέμα της αποπλάνησης δεν ήρθη. Η ποινή για μια τέτοια πράξη ισοδυναμούσε με τρία χρόνια φυλάκιση.
Τελικά ο Λουκανίδης κατάπιε την αδικία, αρραβωνιάστηκε την πιτσιρίκα και δήλωσε ότι θα την παντρευτεί. Εβαλαν τυπικά στέφανα, σύντομα χώρισαν και αργότερα η νεαρή Γιόλα έκανε σύντομο πέρασμα ως ηθοποιός σε κινηματογραφικές ταινίες. Δύο χρόνια αργότερα ο ποδοσφαιριστής ήταν πρωταγωνιστής σε άλλο ένα εξωαγωνιστικό επεισόδιο. Μαζί με την παρέα του βρέθηκε περασμένα μεσάνυχτα σε μια ταβέρνα. Αναψαν τα πνεύματα, ο Λουκανίδης αρπάχτηκε με έναν χωροφύλακα, έπεσαν ψιλές, έφτασε η Αστυνομία, πήραν τον ποδοσφαιριστή στο Τμήμα, κατηγορήθηκε για αντίσταση κατά της αρχής και τεντιμποϊσμό και παραπέμφθηκε σε δίκη. Εμεινε πίσω από τα κάγκελα έναν μήνα, αλλά η υπόθεσή του επανεξετάστηκε. Το περιστατικό κρίθηκε ότι δεν εμπίπτει στον περιβόητο τότε Νόμο 4000 και μειώθηκε η ποινή του, το υπόλοιπο της οποίας εξαγόρασε για να επιστρέψει στα γήπεδα.
Ηταν πια η περίοδος που άρχιζε για εκείνον να καταλαγιάζει η όρεξη για dolce vita και ξεφαντώματα αφήνοντας πίσω τα γλέντια και τα μικροπαραπτώματά του. Στην Κηφισιά, μετά από βόλτα χαλάρωσης, έξω από το ξενοδοχείο «Απέργη» όπου αποσυρόταν η ομάδα πριν από τα κρίσιμα ματς, γνώρισε στο ζαχαροπλαστείο «Αλάσκα» στο Κεφαλάρι τη γυναίκα που έμελλε να τον συντροφεύσει σε όλη του τη ζωή. Ερωτεύτηκε την Αννυ και σχεδίαζε μαζί της το μέλλον τους, αλλά η ζωή τού επεφύλασσε νέες περιπέτειες. Οι γονείς της αγαπημένης του τον αντιμετώπιζαν με καχυποψία, αν όχι με σχετική περιφρόνηση, λόγω επαγγέλματος, παρότι συγκαταλεγόταν στους κορυφαίους παίκτες της χώρας με πάνω από 20 συμμετοχές στην Εθνική Ελλάδας. Πήρε την απόφαση να μεταναστεύσει μαζί της το 1965 στη Νότια Αφρική. Στην πατρίδα του έλεγαν ότι «τα παιδιά κλέφτηκαν», αλλά δεν τον ένοιαζε γιατί ήξερε ότι η συνείδησή του κάνει το σωστό. Επαιξε στην αφρικανική χώρα σε μια ομάδα για λίγους μήνες και επέστρεψε στον Παναθηναϊκό. Και εκεί όμως το κλίμα είχε ανεπανόρθωτα χαλάσει, σε μια ατμόσφαιρα βυζαντινών μηχανορραφιών και εμφυλιοπολεμικών συγκρούσεων μεταξύ ποδοσφαιριστών, προπονητή και διοίκησης.
Τελικά τον αποδέσμευσαν το 1968. Περήφανος, δεν πήγε σε άλλη ομάδα και έφυγε για ένα φεγγάρι στην Αυστραλία παίζοντας στον Πανελλήνιο, την ποδοσφαιρική ομάδα των Ελλήνων μεταναστών του Σίδνεϊ. Επιστρέφοντας δέχτηκε την πρόταση του προέδρου του Αρη, Νίκου Καμπάνη, και υπέγραψε στην κιτρινόμαυρη ομάδα της Θεσσαλονίκης, όπου πρόλαβε να κατακτήσει ένα Κύπελλο παρότι δεν συμμετείχε στον τελικό λόγω αποβολής του στον ημιτελικό. «Σταμάτησε» την πλούσια συμμετοχή του στο ελληνικό ποδόσφαιρο το 1970, σε ηλικία 33 ετών, και ασχολήθηκε με το πρακτορείο του ΟΠΑΠ που διατηρούσε στα Κάτω Πατήσια. Εκανε μια αξιοπρόσεκτη προπονητική πορεία περνώντας και από τον πάγκο της Δόξας Δράμας, την ομάδα από την οποία ανδρώθηκε και αναδείχθηκε και την οποία ανέβασε από τη Β’ στην Α’ Εθνική, έφερε μια βόλτα και από τον Πανσερραϊκό, ενώ έκλεισε την προπονητική του θητεία στον ΠΑΣ Γιάννινα του Κώστα Γκλίβανου τη σεζόν 1988-1989.
Εκτοτε εμφανιζόταν περιστασιακά στις κερκίδες του γηπέδου της Λεωφόρου, χωρίς ποτέ κανείς να του ζητήσει την επίσημη συνεισφορά του σε κάποιο πόστο στο Τριφύλλι όπου μεγαλούργησε ποδοσφαιρικά ώστε να αξιοποιήσουν τις γνώσεις, το μεράκι και την εμπειρία του.
Δεν το πήρε ποτέ κατάκαρδα, συνέχισε να ζει μια απλή ζωή σαν καθημερινός άνθρωπος, αν και στη θέα του κάθε φίλαθλος ανέσυρε από τη μνήμη του με σεβασμό και μια σκηνή από την ένδοξη ποδοσφαιρική του δράση. Από τότε που τα γήπεδα δεν είχαν χορτάρι και ηλεκτροφωτισμό.
Η μάνα τους, η Χριστίνα, αναγκάστηκε, χωρίς σύζυγο, να επωμιστεί μόνη της το φορτίο της ανατροφής των παιδιών της δουλεύοντας μέρα νύχτα σε δυο δουλειές. Μετακόμισαν από το έρημο από πατέρα σπιτικό τους στο χωριό και βολεύτηκαν σε ένα ασφυκτικά στενόχωρο φτωχικό στην πόλη της Δράμας. Υπό την επιτακτική, όμως, ανάγκη της οικογένειας να επισιτιστούν λιγότερα στόματα, έστειλαν τον πιτσιρικά Νεοτάκη στο ορφανοτροφείο. Εκεί στο κτίριο ενός παλιού τουρκικού σχολείου πρωτόπαιξε μπάλα, την οποία συνέχισε στις κατοπινές σπουδές του στη Μέση Γεωπονική Σχολή της Κομοτηνής, όπου χάρη στα προσόντα του υπέγραψε στα 16 του χρόνια, το 1953, το πρώτο του δελτίο στην τοπική ομάδα της ΑΕΚ. Στα 18 του τού επέτρεψαν να πάρει μεταγραφή στην ομάδα της γενέτειράς του, τη Δόξα Δράμας. Από αμοιβές έπαιρνε κάτι ψιλοχαρτζιλίκια, αλλά του εξασφάλισαν τα προς το ζην με πρόσληψη στην τοπική ΔΕΗ, την εποχή που η επιβίωση του ελληνικού ποδοσφαίρου ταυτιζόταν με την ανάπτυξη του εξηλεκτρισμού της χώρας.
Η διάκριση του Τάκαρου
Εκείνα τα χρόνια της δεκαετίας του ’50 η θρυλική Δόξα ήταν το μοναδικό επαρχιακό σωματείο που πρωταγωνιστούσε στις εγχώριες ποδοσφαιρικές διοργανώσεις, αν και ποτέ δεν κέρδισε έναν τίτλο. Γεγονός που χάρισε στην ομάδα μάλλον εύστοχα το προσωνύμιο «βασίλισσα χωρίς στέμμα». Ο 19χρονος, όμως, Λουκανίδης διακρίθηκε για το αρχοντικό του παίξιμο και την άνεση να αγωνίζεται σε κάθε θέση της ενδεκάδας. Ηταν ο μόνος ποδοσφαιριστής, εκτός του λεγόμενου ΠΟΚ (Παναθηναϊκού, Ολυμπιακού, ΑΕΚ), που προσκλήθηκε στην Εθνική Ελλάδας από τον τότε Ιταλό προπονητή Ρίνο Μαρτίνι για τον αγώνα με την Εθνική Γαλλίας των Φοντέν, Κοπά για τα προκριματικά του Κυπέλλου Εθνών.
Την 1η Οκτωβρίου 1958 στο παρισινό Παρκ ντε Πρενς η Ελλάδα συνετρίβη με το βαρύ σκορ 7-1, αλλά ο Λουκανίδης έχει κάνει στο ντεμπούτο του το πρώτο μεγάλο βήμα για τη μετέπειτα καριέρα του. Ηδη τον έχει εντοπίσει το πρωτόγονο σκάουτινγκ της εποχής. Οταν κατά τη διάρκεια της θητείας του ως φαντάρος αγωνιζόταν τον Μάρτιο του ’60 με την Εθνική Ενόπλων για το Παγκόσμιο Κύπελλο Ενόπλων Δυνάμεων στην Ιταλία, τον πλησίασε ένας ψηλόλιγνος Ελληνοϊταλός γιατρός με κομψή καμπαρντίνα και χοντρά κοκάλινα γυαλιά μυωπίας και του έκανε προφορική πρόταση για λογαριασμό της μεγάλης Γιουβέντους. Ο νεαρός Μακεδόνας έμεινε άναυδος λίγο προτού μπει στα αποδυτήρια του ολοκαίνουριου σταδίου «Μάριο Ριγκαμόντι» της Μπρέσια. Ισα που πρόλαβε να ψελλίσει στον ενδιαφερόμενο προξενητή: «Στείλτε γράμμα για μένα στη Δόξα Δράμας».
O Eλληνας Μπεκενμπάουερ με τον θρύλο Πελέ
Η αλήθεια είναι ότι ο τορινέζικος σύλλογος έστειλε δύο συστημένες επιστολές στην ελληνική ομάδα, αλλά, όπως αποκαλύφθηκε αργότερα, οι διοικούντες τις απέκρυψαν από τον περιζήτητο ποδοσφαιριστή. Λίγα χρόνια αργότερα εκμυστηρεύτηκε αυτοσαρκαστικά σε εγκάρδιο φίλο του: «Πού να ’τρεχα; Βλαχάκι ήμουν που δεν μίλαγα καλά-καλά τα ελληνικά σωστά. Ιταλικά θα μάθαινα; Και αυτά όχι μόνο για να συνεννοηθώ, αλλά και να ξέρω τι μου γίνεται όταν με βρίζουν»! Απαράμιλλος στην άμυνα, διορατικός και ευφυής στην οργάνωση του παιχνιδιού, αποτελεσματικός εκτελεστής με σπάνιο άλμα και φοβερές σε δύναμη κεφαλιές, δεν άργησε να γίνει το μήλον της Εριδος μεταξύ των αθηναϊκών ομάδων. Πρώτη η ΑΕΚ ψαχνόταν σοβαρά να τον φέρει στη Νέα Φιλαδέλφεια.
Ο Δικέφαλος πόνταρε στα προσφυγικά αισθήματα μεγάλης μερίδας των Δραμινών και ήδη είχε στις γραμμές της τον μεγάλο μάγο της μπάλας Κώστα Νεστορίδη, που καταγόταν από τον ίδιο νομό. Με πρωτοβουλία του ο περίφημος, τότε, παράγοντας της ΑΕΚ Μίμης Σεβαστάκης, της ομώνυμης φίρμας των υποδηματοποιείων, ζήτησε επίσημα από την ομάδα του τη μεταγραφή του. Προχώρησε μάλιστα προς δελεασμό του παίκτη στην ανάρτηση ενός πανό σε κατάστημά του στη συμβολή των οδών Πατησίων και Χέυδεν, που έγραφε: «Προσεχώς υποδήματα Σεβαστάκης-Λουκανίδης».
Η Δόξα αντιστεκόταν με νύχια και δόντια στη μετακίνηση και συγκάλεσε γενική συνέλευση για το θέμα. Εξω από τα γραφεία όπου συνεδρίαζε το διοικητικό συμβούλιο της ομάδας συγκεντρώθηκε 2.000 κόσμος, κανονικό συλλαλητήριο, που απαιτούσε να παραμείνει ο παίκτης στην πόλη απειλώντας ότι θα τα έκανε όλα γυαλιά καρφιά. Η ΑΕΚ απέσυρε το ενδιαφέρον της, αλλά μπήκε στο κόλπο της μεταγραφής ο Ολυμπιακός, καθώς οι Πειραιώτες, εκτός από γνώση των αθλητικών του προσόντων, είχαν και τις καλύτερες συστάσεις για την απλότητα και την ντομπροσύνη του Λουκανίδη από έναν δικό τους παίκτη, τον φίλο του και συμπαίκτη του στην Εθνική Ενόπλων, τερματοφύλακα Σάββα Θεοδωρίδη. Την ίδια ακριβώς στιγμή εκδήλωνε ενδιαφέρον και ο Παναθηναϊκός μέσω του πολυμήχανου γενικού αρχηγού της ομάδας Αντώνη Μαντζεβελάκη.
Ο επίμονος παράγοντας του Παναθηναϊκού τού προσέφερε το ασύλληπτο ποσό των 300.000 δραχμών -όταν εκείνη την εποχή αγόραζε κανείς διαμέρισμα στο κέντρο με 60 χιλιάρικα- προκειμένου να εξασφαλίσει τη συγκατάθεσή του για μεταγραφή στο Τριφύλλι. Αλλα τόσα χρήματα υποσχόταν και στην ομάδα του που είχε αρχίσει να αμφιταλαντεύεται. Και ενώ το ίδιο ανοιξιάτικο βράδυ του 1961 ο Λουκανίδης τα έσπαγε με τον αδελφό του Θανάση στο μαγαζί του Πάνου Γαβαλά στην Αχαρνών, οι διοικούντες τους «μαυραετούς» στη Δράμα δεν τόλμησαν να αποδεχτούν την πρόταση.
Προγραμμάτισαν έκτακτη γενική συνέλευση στον κινηματογράφο «Ολύμπια» της πόλης, ενώ απέξω οι φίλαθλοι έχουν περικυκλώσει τον χώρο κραδαίνοντας κασμάδες, φτυάρια και τσεκούρια και κραυγάζοντας μ’ ένα στόμα την ιαχή «Ο Λουκανίδης μάς ανήκει!”. Υπό την απειλή λιντσαρίσματος, οι διοικούντες απάντησαν αρνητικά στον Παναθηναϊκό. Ηταν η εποχή όπου οι παίκτες δεν έχουν συμβόλαια και ανήκουν ισοβίως στον σύλλογό τους. Ωστόσο ο άνθρωπος που κινούσε τα νήματα του Παναθηναϊκού έχει ήδη σκαρφιστεί πιο πανούργο τρόπο για να ντύσει τον Δραμινό άσο στα πράσινα. Και μάλιστα υπό τον εκβιασμό ότι αν η ομάδα του δεν συναινέσει στη μεταγραφή δεν θα έχει την παραμικρή αμοιβή.
Το ταξίδι μέχρι τον Παναθηναϊκό
Σύμφωνα με τα όσα αναφέρει ο ίδιος ο ποδοσφαιριστής στην αυτοβιογραφία του «Εγώ ο Τάκης Λουκανίδης», οι «πράσινοι» προώθησαν στις ποδοσφαιρικές ομοσπονδίες μια φωτογραφική διάταξη η οποία ανέφερε ότι σε περίπτωση που κάποιος Ελληνας παίκτης αγωνιστεί στο εξωτερικό για έναν χρόνο θα μπορεί να ενταχθεί ως ελεύθερος στην ομάδα της αρεσκείας του! Και αφότου ο παίκτης είχε συμφωνήσει με τον Παναθηναϊκό, ξαφνικά ένα πρωινό του Ιουλίου του 1961 αποχαιρέτησε δακρυσμένος τους συμπαίκτες του φεύγοντας αεροπορικώς για Κωνσταντινούπολη. Εκεί υποτίθεται ότι θα έπαιζε με μεταγραφή στη Φενέρμπαχτσε με συμβόλαιο τριετούς διάρκειας.
Το ότι τον συνόδευαν παράγοντες του Παναθηναϊκού κρίθηκε συμπτωματικό. Στην Πόλη ο τουρκικός σύλλογος είχε δήθεν συμπληρώσει το ρόστερ του και το προσχεδιασμένο τέχνασμα του Μαντζεβελάκη υλοποιήθηκε με τη μετακίνηση του παίκτη στον ΑΠΟΕΛ της Κύπρου, με τον οποίο ο Παναθηναϊκός διατηρούσε άριστες σχέσεις. Στην Κύπρο δεν έπαιξε ούτε ένα ματς με τη νέα του ομάδα. Πήγαινε κάθε πρωί στη Λευκωσία για προπόνηση και μετά οι Κύπριοι διοικούντες εκτελώντας οδηγίες του Παναθηναϊκού τον έκρυβαν σε ξενοδοχεία στην Αμμόχωστο, στις Πλάτρες και αλλού, ώστε να μην τον βρουν οι εκπρόσωποι άλλων ομάδων. Ειδικά οι άνθρωποι του Ολυμπιακού που του προσέφεραν τα διπλάσια χρήματα.
Μετά από αυτό το επιτυχημένο τρικ η περιπετειώδης «απελευθέρωση» του Λουκανίδη έριξε αυλαία και μαζί του το άπειρο από δολοπλοκίες ερασιτεχνικό ποδόσφαιρο, ενώ ο παίκτης κατέφτασε με επτά μήνες καθυστέρηση στον ασυναγώνιστο, την εποχή εκείνη, Παναθηναϊκό και τέθηκε υπό τις οδηγίες του Αγγλου τεχνικού Χάρι Γκέιμ. Σε μία από τις πρώτες του προπονήσεις ο Νίκος Κούρκουλος παίζοντας ως κεντρικός αμυντικός θα παραδεχθεί:«Πήγα να κόψω τον Λουκανίδη, αλλά με έκανε κουτό. Εκεί κατάλαβα ότι δεν ήταν για εμένα το ποδόσφαιρο».
Εκτιμάται ότι η μεταγραφή του στοίχισε το κολοσσιαίο τότε ποσό των 1.300.000 δραχμών, που αντιστοιχούσε όσο περίπου η ανέγερση μιας εξαώροφης πολυκατοικίας στο Κολωνάκι. Από αυτό το αστρονομικό για το ποδόσφαιρο ποσό, εκτός από τον παίκτη, αμείφθηκαν, καλή τη θελήσει, η Δόξα, η οικογένειά του, οι Κύπριοι, οι Τούρκοι, οι νομοτεχνικοί και οι μεσάζοντες της ομοσπονδίας, χώρια τα λοιπά έξοδα. Η πλειονότητα των πρώην συμπαικτών του συμφωνεί σήμερα ότι ο Λουκανίδης τα άξιζε με το παραπάνω αυτά τα χρήματα. Αγωνίστηκε με την πράσινη φανέλα έως το 1969 κατακτώντας τέσσερα πρωταθλήματα και ένα Κύπελλο Ελλάδας, ενώ υπήρξε μέλος της ομάδας του Παναθηναϊκού που τη σεζόν 1963-64 κατέκτησε το μοναδικό αήττητο πρωτάθλημα στην ιστορία του ελληνικού ποδοσφαίρου επί προεδρίας Λουκά Πανουργιά με προπονητή τον Κροάτη Στέφαν Μπόμπεκ.
Στην ξελογιάστρα Αθήνα
Η Αθήνα των αρχών της δεκαετίας του ’60 ήταν μια, τηρουμένων των αναλογιών, ξελογιάστρα μεγαλούπολη που ανακάτευε μεθυστικά τις φιλοδοξίες με τις προκλήσεις. Ο 25χρονος Λουκανίδης μπορεί από Πέμπτη να ανεβοκατέβαινε όλη τη Θύρα 13 μόνος του μετά τις προπονήσεις για να βελτιώσει τη φυσική του κατάσταση, αλλά λόγω έξω καρδιά χαρακτήρα και με παρελθόν έντονων στερήσεων ήθελε να ξεδώσει, μια και του περίσσευαν πια τα λεφτά σε κάθε σχόλη. Ψυχαγωγούνταν σε ατέλειωτες ώρες χαρτοπαιξίας με τον Πανάκη και τον θρυλικό «Λώρη» Θεοφάνη, ακόμη και κατά τη διάρκεια ημιχρόνου αγώνα, ενώ διασκέδαζε με κατά συρροή νυχτοπερπατήματα στα μπουζούκια.
Ο ίδιος ο Λουκανίδης δεν ήταν ανώριμος ή άστατος ούτε καν σταρ -«βεντέτες», τους έλεγαν τότε- με τη σημερινή έννοια, αλλά επειδή διεκδικούσε δυναμικά το δίκιο του και παράλληλα έλκυε με την αρρενωπότητά του το άλλο φύλο έμπλεκε ενίοτε σε δυσάρεστες περιπέτειες. Το 1962, όταν μεσουρανούσε στα γήπεδα και έκανε στενή παρέα με την ανερχόμενη τότε ηθοποιό Αννα Φόνσου, γνώρισε μια νεαρή κοπέλα ονόματι Γιόλα, η οποία του ζήτησε αυτόγραφο. Η αθώα αυτή προσέγγιση πήρε απρόσμενη τροπή όταν η μητέρα της κοπέλας τον κατήγγειλε ότι βίασε τη 15χρονη κόρη της.
Ο εισαγγελέας έδωσε εντολή για περιοριστικά μέτρα σε βάρος του ποδοσφαιριστή που προφυλακίστηκε στις Φυλακές Αβέρωφ, απέναντι από το γήπεδο του Παναθηναϊκού στη Λεωφόρο, εκεί που σήμερα είναι το κτίριο του Αρείου Πάγου. Χώρια που το όνομά του κρεμάστηκε ντροπιασμένο στα περίπτερα μαζί με ευτελισμένο το κύρος της ομάδας του. Παρότι ο ιατροδικαστής Δημήτρης Καψάσκης μετά από εξέταση δεν διαπίστωσε στην έκθεσή του στοιχεία βιασμού και παράλληλα βεβαίωσε ότι η ανήλικη «διατηρούσε την αγνότητά της», το θέμα της αποπλάνησης δεν ήρθη. Η ποινή για μια τέτοια πράξη ισοδυναμούσε με τρία χρόνια φυλάκιση.
Τελικά ο Λουκανίδης κατάπιε την αδικία, αρραβωνιάστηκε την πιτσιρίκα και δήλωσε ότι θα την παντρευτεί. Εβαλαν τυπικά στέφανα, σύντομα χώρισαν και αργότερα η νεαρή Γιόλα έκανε σύντομο πέρασμα ως ηθοποιός σε κινηματογραφικές ταινίες. Δύο χρόνια αργότερα ο ποδοσφαιριστής ήταν πρωταγωνιστής σε άλλο ένα εξωαγωνιστικό επεισόδιο. Μαζί με την παρέα του βρέθηκε περασμένα μεσάνυχτα σε μια ταβέρνα. Αναψαν τα πνεύματα, ο Λουκανίδης αρπάχτηκε με έναν χωροφύλακα, έπεσαν ψιλές, έφτασε η Αστυνομία, πήραν τον ποδοσφαιριστή στο Τμήμα, κατηγορήθηκε για αντίσταση κατά της αρχής και τεντιμποϊσμό και παραπέμφθηκε σε δίκη. Εμεινε πίσω από τα κάγκελα έναν μήνα, αλλά η υπόθεσή του επανεξετάστηκε. Το περιστατικό κρίθηκε ότι δεν εμπίπτει στον περιβόητο τότε Νόμο 4000 και μειώθηκε η ποινή του, το υπόλοιπο της οποίας εξαγόρασε για να επιστρέψει στα γήπεδα.
Ηταν πια η περίοδος που άρχιζε για εκείνον να καταλαγιάζει η όρεξη για dolce vita και ξεφαντώματα αφήνοντας πίσω τα γλέντια και τα μικροπαραπτώματά του. Στην Κηφισιά, μετά από βόλτα χαλάρωσης, έξω από το ξενοδοχείο «Απέργη» όπου αποσυρόταν η ομάδα πριν από τα κρίσιμα ματς, γνώρισε στο ζαχαροπλαστείο «Αλάσκα» στο Κεφαλάρι τη γυναίκα που έμελλε να τον συντροφεύσει σε όλη του τη ζωή. Ερωτεύτηκε την Αννυ και σχεδίαζε μαζί της το μέλλον τους, αλλά η ζωή τού επεφύλασσε νέες περιπέτειες. Οι γονείς της αγαπημένης του τον αντιμετώπιζαν με καχυποψία, αν όχι με σχετική περιφρόνηση, λόγω επαγγέλματος, παρότι συγκαταλεγόταν στους κορυφαίους παίκτες της χώρας με πάνω από 20 συμμετοχές στην Εθνική Ελλάδας. Πήρε την απόφαση να μεταναστεύσει μαζί της το 1965 στη Νότια Αφρική. Στην πατρίδα του έλεγαν ότι «τα παιδιά κλέφτηκαν», αλλά δεν τον ένοιαζε γιατί ήξερε ότι η συνείδησή του κάνει το σωστό. Επαιξε στην αφρικανική χώρα σε μια ομάδα για λίγους μήνες και επέστρεψε στον Παναθηναϊκό. Και εκεί όμως το κλίμα είχε ανεπανόρθωτα χαλάσει, σε μια ατμόσφαιρα βυζαντινών μηχανορραφιών και εμφυλιοπολεμικών συγκρούσεων μεταξύ ποδοσφαιριστών, προπονητή και διοίκησης.
Τελικά τον αποδέσμευσαν το 1968. Περήφανος, δεν πήγε σε άλλη ομάδα και έφυγε για ένα φεγγάρι στην Αυστραλία παίζοντας στον Πανελλήνιο, την ποδοσφαιρική ομάδα των Ελλήνων μεταναστών του Σίδνεϊ. Επιστρέφοντας δέχτηκε την πρόταση του προέδρου του Αρη, Νίκου Καμπάνη, και υπέγραψε στην κιτρινόμαυρη ομάδα της Θεσσαλονίκης, όπου πρόλαβε να κατακτήσει ένα Κύπελλο παρότι δεν συμμετείχε στον τελικό λόγω αποβολής του στον ημιτελικό. «Σταμάτησε» την πλούσια συμμετοχή του στο ελληνικό ποδόσφαιρο το 1970, σε ηλικία 33 ετών, και ασχολήθηκε με το πρακτορείο του ΟΠΑΠ που διατηρούσε στα Κάτω Πατήσια. Εκανε μια αξιοπρόσεκτη προπονητική πορεία περνώντας και από τον πάγκο της Δόξας Δράμας, την ομάδα από την οποία ανδρώθηκε και αναδείχθηκε και την οποία ανέβασε από τη Β’ στην Α’ Εθνική, έφερε μια βόλτα και από τον Πανσερραϊκό, ενώ έκλεισε την προπονητική του θητεία στον ΠΑΣ Γιάννινα του Κώστα Γκλίβανου τη σεζόν 1988-1989.
Εκτοτε εμφανιζόταν περιστασιακά στις κερκίδες του γηπέδου της Λεωφόρου, χωρίς ποτέ κανείς να του ζητήσει την επίσημη συνεισφορά του σε κάποιο πόστο στο Τριφύλλι όπου μεγαλούργησε ποδοσφαιρικά ώστε να αξιοποιήσουν τις γνώσεις, το μεράκι και την εμπειρία του.
Δεν το πήρε ποτέ κατάκαρδα, συνέχισε να ζει μια απλή ζωή σαν καθημερινός άνθρωπος, αν και στη θέα του κάθε φίλαθλος ανέσυρε από τη μνήμη του με σεβασμό και μια σκηνή από την ένδοξη ποδοσφαιρική του δράση. Από τότε που τα γήπεδα δεν είχαν χορτάρι και ηλεκτροφωτισμό.
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr