Ζοζέ Μουρίνιο: Πώς ο «Special One» έγινε... «last one»
26.12.2018
11:36
Το πάρτυ με τις μετοχές της Μάντσεστερ, η μαύρη Jaguar και η μεγάλη καριέρα του αποτυχημένου ποδοσφαιριστή που δοξάστηκε ως προπονητική μεγαλοφυΐα αλλά αποχώρησε ατσαλάκωτος μέσα στο Armani κοστούμι του με γκρίνιες, θεατρινισμούς, αόρατους εχθρούς, συνομιλίες με τον... Θεό και αμέτρητα εκατομμύρια
Αποχωρώντας το παγωμένο βράδυ της περασμένης Κυριακής από το «Ανφιλντ» του Λίβερπουλ ο Ζοζέ Μουρίνιο ήταν συνοφρυωμένος. Τίποτε το παράξενο για τον συνήθως βλοσυρό και με σουφρωμένα χείλη Πορτογάλο τεχνικό της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ. Μόνο που αυτή τη φορά η ήττα των «Κόκκινων Διαβόλων» με 3-1 στο εκτός έδρας ντέρμπι με την πρωτοπόρο Λίβερπουλ τούς έφερνε στην 6η θέση της βαθμολογίας της Πρέμιερ Λιγκ, 19 ολόκληρους βαθμούς μακριά από την κορυφή. Γεγονός που, για τους κολλημένους με τα στατιστικά Αγγλους, σηματοδοτούσε το χειρότερο ξεκίνημα για την ομάδα εδώ και 28 χρόνια.
Την ίδια ώρα 50 χλμ. δυτικότερα, στο Μάντσεστερ, οι αιχμηρές μύτες των καρφιών του θρυλικού κλαμπ ακονίζονταν για να καρφωθούν στο ποδοσφαιρικό φέρετρο του αυτοαπoκαλούμενου «Special One» προπονητή.
Μιάμιση μέρα αργότερα ο χαρισματικός αλλά αμφιλεγόμενος Μουρίνιο απομακρυνόταν από τον πάγκο της ομάδας μετά από 2,5 απογοητευτικά χρόνια παρουσίας σε αυτόν. Με μια λιτή ανακοίνωση 65 λέξεων το ποδοσφαιρικό κλαμπ του ευχόταν καλή τύχη και καλύτερα αποτελέσματα στη συνέχεια της καριέρας του. Την ίδια στιγμή οι παίκτες της ομάδας που είχαν γίνει μαλλιά κουβάρια με τον προπονητή τους έκαναν πάρτυ, ενώ η διεθνής τράπεζα επενδύσεων Goldman Sachs σύστηνε στους πελάτες της να αγοράσουν μετοχές της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, η τιμή των οποίων είχαν κατρακυλήσει.
Το παιχνίδι στην πόλη των Μανκιούνιαν -όπως ονομάζονται οι κάτοικοι του Μάντσεστερ- είχε λήξει άδοξα και οριστικά για τον συνήθως μουτρωμένο Πορτογάλο. Επιβεβαιώνοντας, έστω καθυστερημένα, το χρονικό ενός προαναγγελθέντος διαζυγίου σύμφωνα με την πρωταρχική πρόβλεψη και τα συνακόλουθα στοιχήματα ότι το DNA της ομάδας και η φιλοσοφία του ποδοσφαιρικού της μάνατζερ δεν ταίριαζαν και δεν συναρθρώνονταν ούτε με ηλεκτροσυγκόλληση.
Ο ψύχραιμος εκτός γηπέδων 55χρονος Πορτογάλος αντιμετώπισε την απόλυση με αυτοκυριαρχία. Πακετάρισε τα υπάρχοντά του, τα σκουρόχρωμα κοστούμια και τα κομψά παλτά Armani από τις ντουλάπες της πολυτελούς σουίτας «Riverside» του πεντάστερου ξενοδοχείου «Lowry» του Μάντσεστερ με θέα στον ποταμό Ιργουελ, στην οποία έμεινε επί 895 ημέρες, και παρέδωσε το κλειδί στη ρεσεψιόν. Εριξε μια τελευταία ματιά στα μπαγκάζια του να δει αν περιλαμβάνονταν τα αγαπημένα του ζευγάρια παπούτσια, ένα Prada και ένα Tod’s -που φορούσε όταν κέρδισε με την Πόρτο και την Ιντερ το Champions League - κάλεσε τον σοφέρ της μαύρης Jaguar του, ένα άνετο τετράτροχο διαμέρισμα, και αναχώρησε με προορισμό για το προπονητικό κέντρο της ομάδας, το γνωστό Κάρινγκτον, για τα διαδικαστικά της αποπομπής του.
Money, money, money...
Στις 10 το πρωί της περασμένης Τρίτης, σύμφωνα με το ελβετικό DeLaCour ρολόι ακριβείας που στολίζει τον καρπό του, έφυγε για το Λονδίνο με κάζουαλ αμφίεση. Στη βάση του, στη φινετσάτη και πλούσια Belgravia της αγγλικής πρωτεύουσας, τον περίμεναν η 54χρονη και επί 30 χρόνια σύζυγός του Ματίλντε ή αλλιώς Τάμι, η επίσης βαφτισμένη Ματίλντε 22χρονη κόρη του, που τη φωνάζουν χαϊδευτικά Τίτα, και ο 18χρονος γιος του Ζοζέ Τζούνιορ γνωστός ως Ζούκα. Στο γκαράζ του τον πρόσμεναν επίσης υπομονετικά για τις νευρικές βόλτες εκτός τερέν η Porsche Carrera S, η Ferrari 599 GTO και η ΒΜW X6 του. Στο χριστουγεννιάτικο οικογενειακό περιβάλλον ο ασπρομάλλης προπονητής, παρά τον υπερβολικό του εγωισμό, δεν ένιωσε στιγμή σαν οσιομάρτυρας που αποκαθηλώθηκε βίαια, ως αμαρτωλός, από το εικονοστάσι της ποδοσφαιρικής λατρείας. Χαλαρός και απελευθερωμένος από τις ασφυκτικές πιέσεις του πρωταγωνιστικού του ρόλου στο Αγγλικό Πρωτάθλημα ετοιμάζεται να γιορτάσει τα γενέθλιά του στις 26 Ιανουαρίου.
Την ίδια ώρα 50 χλμ. δυτικότερα, στο Μάντσεστερ, οι αιχμηρές μύτες των καρφιών του θρυλικού κλαμπ ακονίζονταν για να καρφωθούν στο ποδοσφαιρικό φέρετρο του αυτοαπoκαλούμενου «Special One» προπονητή.
Μιάμιση μέρα αργότερα ο χαρισματικός αλλά αμφιλεγόμενος Μουρίνιο απομακρυνόταν από τον πάγκο της ομάδας μετά από 2,5 απογοητευτικά χρόνια παρουσίας σε αυτόν. Με μια λιτή ανακοίνωση 65 λέξεων το ποδοσφαιρικό κλαμπ του ευχόταν καλή τύχη και καλύτερα αποτελέσματα στη συνέχεια της καριέρας του. Την ίδια στιγμή οι παίκτες της ομάδας που είχαν γίνει μαλλιά κουβάρια με τον προπονητή τους έκαναν πάρτυ, ενώ η διεθνής τράπεζα επενδύσεων Goldman Sachs σύστηνε στους πελάτες της να αγοράσουν μετοχές της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, η τιμή των οποίων είχαν κατρακυλήσει.
Το παιχνίδι στην πόλη των Μανκιούνιαν -όπως ονομάζονται οι κάτοικοι του Μάντσεστερ- είχε λήξει άδοξα και οριστικά για τον συνήθως μουτρωμένο Πορτογάλο. Επιβεβαιώνοντας, έστω καθυστερημένα, το χρονικό ενός προαναγγελθέντος διαζυγίου σύμφωνα με την πρωταρχική πρόβλεψη και τα συνακόλουθα στοιχήματα ότι το DNA της ομάδας και η φιλοσοφία του ποδοσφαιρικού της μάνατζερ δεν ταίριαζαν και δεν συναρθρώνονταν ούτε με ηλεκτροσυγκόλληση.
Ο ψύχραιμος εκτός γηπέδων 55χρονος Πορτογάλος αντιμετώπισε την απόλυση με αυτοκυριαρχία. Πακετάρισε τα υπάρχοντά του, τα σκουρόχρωμα κοστούμια και τα κομψά παλτά Armani από τις ντουλάπες της πολυτελούς σουίτας «Riverside» του πεντάστερου ξενοδοχείου «Lowry» του Μάντσεστερ με θέα στον ποταμό Ιργουελ, στην οποία έμεινε επί 895 ημέρες, και παρέδωσε το κλειδί στη ρεσεψιόν. Εριξε μια τελευταία ματιά στα μπαγκάζια του να δει αν περιλαμβάνονταν τα αγαπημένα του ζευγάρια παπούτσια, ένα Prada και ένα Tod’s -που φορούσε όταν κέρδισε με την Πόρτο και την Ιντερ το Champions League - κάλεσε τον σοφέρ της μαύρης Jaguar του, ένα άνετο τετράτροχο διαμέρισμα, και αναχώρησε με προορισμό για το προπονητικό κέντρο της ομάδας, το γνωστό Κάρινγκτον, για τα διαδικαστικά της αποπομπής του.
Money, money, money...
Στις 10 το πρωί της περασμένης Τρίτης, σύμφωνα με το ελβετικό DeLaCour ρολόι ακριβείας που στολίζει τον καρπό του, έφυγε για το Λονδίνο με κάζουαλ αμφίεση. Στη βάση του, στη φινετσάτη και πλούσια Belgravia της αγγλικής πρωτεύουσας, τον περίμεναν η 54χρονη και επί 30 χρόνια σύζυγός του Ματίλντε ή αλλιώς Τάμι, η επίσης βαφτισμένη Ματίλντε 22χρονη κόρη του, που τη φωνάζουν χαϊδευτικά Τίτα, και ο 18χρονος γιος του Ζοζέ Τζούνιορ γνωστός ως Ζούκα. Στο γκαράζ του τον πρόσμεναν επίσης υπομονετικά για τις νευρικές βόλτες εκτός τερέν η Porsche Carrera S, η Ferrari 599 GTO και η ΒΜW X6 του. Στο χριστουγεννιάτικο οικογενειακό περιβάλλον ο ασπρομάλλης προπονητής, παρά τον υπερβολικό του εγωισμό, δεν ένιωσε στιγμή σαν οσιομάρτυρας που αποκαθηλώθηκε βίαια, ως αμαρτωλός, από το εικονοστάσι της ποδοσφαιρικής λατρείας. Χαλαρός και απελευθερωμένος από τις ασφυκτικές πιέσεις του πρωταγωνιστικού του ρόλου στο Αγγλικό Πρωτάθλημα ετοιμάζεται να γιορτάσει τα γενέθλιά του στις 26 Ιανουαρίου.
Αλλωστε στην ιδιωτική του ζωή ο Μουρίνιο είναι τρυφερός οικογενειάρχης καθώς και κοινωνικά ευαίσθητος και γαλαντόμος φιλάνθρωπος. Και βέβαια με περιουσία που εκτιμάται ότι υπερβαίνει τα 50 εκατ. ευρώ στον τραπεζικό του λογαριασμό, δεν τον ζώνουν δα και τα φίδια της ανεργίας. Εξάλλου, ποιος άλλος γκρεμίζεται από την κορυφή του μισθολογικού ουρανοξύστη των 15 εκατ. ευρώ ετησίως, χώρια τα μπόνους που του πρόσφερε ο σύλλογος, και κατά την προσγείωσή του στο έδαφος τον περιμένει παχύ και μαλακό το στρώμα των 26 εκατ. της αστρονομικής αποζημίωσής του. Μπορεί η μοίρα των προπονητών να είναι η μοναξιά, αλλά η παρηγοριά τους είναι τα χρήματα των συμβολαίων, είτε αυτά διαρκούν είτε λύνονται. Μπορεί, ακόμη, ο Μουρίνιο να εισπνέει ευωδιαστή τη μεθυστική μυρωδιά του χρήματος των επιπλέον 15 εκατ. τον χρόνο που εισπράττει από διαφημιστικές χορηγίες δημοφιλών brands όπως Heineken, Hublot, Jaguar, BT Sport, Adidas, Lipton, EA Sports και τα ξενοδοχεία «Atlantis», αλλά στο Μάντσεστερ ήδη οι οπαδοί της ομάδας ξεφυσούν ανακουφισμένοι επειδή απαλλάχτηκαν από το ανυπόφορο βάρος της προπονητικής του «μεγαλοφυΐας». Τη γενικευμένη αίσθηση αυτού του ξαλαφρώματος τη μοιράζονται παίκτες, διοίκηση, μέτοχοι της ομάδας και δημοσιογράφοι. Ολους όσοι ο ίδιος τους έκανε να αισθάνονται θυμωμένοι, αμήχανοι, προσβεβλημένοι και διανοητικά αποστραγγισμένοι.
Η ανακούφιση του αποχωρισμού
Η αρχική μετριοπαθής δυσαρέσκεια εξελίχθηκε σε έντονη δυσφορία. Δεν τον άντεχαν και δεν τον ανέχονταν πια τον Μουρίνιο στο Μάντσεστερ με τις ακραίες αγωνίες του, την τάση του προς τον μελοδραματισμό, τον ελεγχόμενο μισανθρωπισμό και την προφανή έλλειψη αυτογνωσίας. Τους ενοχλούσαν η παρορμητική εκτροπή του στο γήπεδο, οι σκηνοθετημένες μέχρι σημείου εθισμού επιδεικτικές του παραστάσεις οργής στις συνεντεύξεις Τύπου, οι καυχησιάρικες υπενθυμίσεις της πρότερης δόξας του στα ΜΜΕ, η αφόρητη γκρίνια του για πενιχρές μεταγραφές στη διοίκηση, ενώ αυτή είχε δαπανήσει κατά τη θητεία του πάνω από 466 εκατ. ευρώ για να ενισχύσει με καινούριους παίκτες την ομάδα. Κουράστηκε ακόμη και ο κόσμος με τις συνεχείς φαρμακερές επικρίσεις προς τους παίκτες του, την ανίατη αλαζονεία του να είναι αυτός ο ζωοδότης ήλιος και όλοι οι άλλοι να περιφέρονται περιφρονημένοι γύρω του σαν πλανήτες με ασταθείς τροχιές. Μπούχτισε με τη υπεροπτική συμπεριφορά του με το αλά παπικό αλάθητο και την ξιπασιά του να μην αποδεχτεί τις ευθύνες του για μια ήττα. Ποτέ αυτή δεν ήρθε από δικά του λάθη. Ηταν πάντα σφάλμα, αδυναμία, ανικανότητα κάποιου άλλου - διαιτητών, αξιωματούχων της ομοσπονδίας, Τύπου, ανεπαρκών παικτών της ομάδας του. Πάντα τις φόρτωνε σε κάποιον άλλον. Και καλά όλοι οι «υπονομευτικοί» άλλοι που επιβουλεύονταν το έργο του, το ερώτημα όμως που φούντωνε μέσα και γύρω από την ομάδα συμπυκνωνόταν στο «πώς μπορεί κάποιος να κερδίσει όταν δεν σέβεται το πολύτιμο ταλέντο των παικτών του; Πόσο μάλλον όταν δεν ρισκάρει;».
Κάπως άδικο για έναν προπονητή που δεν υπήρξε προηγουμένως ποδοσφαιριστής. Ο ίδιος δεν έκρυψε ποτέ ότι δεν ήταν παίκτης, ούτε μπήκε στη συλλογιστική των ποδοσφαιριστών. Δεν έμαθε να σκέφτεται όπως αυτοί. Αδιαφορούσε για το κίνητρο της ατομικής τους απόδοσης, στόχος του ήταν πάντα η λειτουργία της ομάδας με σκοπό τη νίκη. Γι’ αυτό και στη μετέπειτα καριέρα του αγνόησε τους κανόνες συμπεριφοράς των παικτών. Είχε συνειδητά αποφασίσει ότι όλα θα εξελίσσονταν με το δικό του σχέδιο, βάζοντας στην άκρη κάθε αυθορμητισμό, κάθε ενστικτώδη παρακίνηση και κάθε συναισθηματική επιρροή. Με αυτό το μεθοδολογικό υλικό της καθοδηγημένης ανακάλυψης της υπεροχής θεμελίωσε την προπονητική καριέρα του και ανέγειρε τον μύθο του.
Η αρχή μιας λαμπρής καριέρας
Παρ’ όλα αυτά δεν ήταν ουρανοκατέβατος στο άθλημα. Είχε γεννηθεί και μεγαλώσει μέσα στα γήπεδα. Ο παππούς του ήταν πρόεδρος της Βιτόρια Σετούμπαλ, μιας μικρομεσαίας πορτογαλικής ομάδας. Ο πατέρας του ήταν τερματοφύλακας και στη συνέχεια προπονητής της ίδιας ομάδας. Ο Ζοζέ ήθελε να γίνει ποδοσφαιριστής, αλλά σε ηλικία 24 χρόνων μετά από συνεχείς απορρίψεις από μικρές ομάδες κρέμασε τα παπούτσια του και αποδέχτηκε ότι η προπονητική ίσως αποδεικνυόταν επαγγελματικά πιο προσοδοφόρα. Σπούδασε Αθλητική Επιστήμη στο Πολυτεχνείο της Λισαβόνας και αφού πήρε το δίπλωμά του δούλεψε ως εκπαιδευτικός έως τα 28 του, όταν με τη μεσολάβηση του πατέρα του προσλήφθηκε ως προπονητής νεανικής ομάδας της Βιτόρια Σετούμπαλ.
Η ευκαιρία να ανοίξει τα φτερά του τού δόθηκε όταν ο Μπόμπι Ρόμπσον ως προπονητής τότε της Σπόρτινγκ Λισαβόνας και μετά της Πόρτο τον προσέλαβε ως διερμηνέα. Ο ανοιχτός, παθιασμένος και γενναιόδωρος Αγγλος κόουτς κουβέντιαζε τακτικά με τον ευφυή Μουρίνιο αναγνωρίζοντας τη σχολαστική μεθοδικότητα του νεαρού στην προετοιμασία των φακέλων για τις εκάστοτε αντίπαλες ομάδες και παράλληλα θαύμαζε την έμφυτη παρατηρητικότητά του στους αγώνες. Στη συνέχεια τον πήρε μαζί του και στην Μπαρτσελόνα, δίνοντάς του όλο και μεγαλύτερες θέσεις ευθύνης εκτιμώντας τη συνεισφορά του στη στελέχωση της 11άδας, καθώς η ψύχραιμη γνώμη του Μουρίνιο αποτελούσε χρήσιμο αντιστάθμισμα στις δικές του εμμονές ή προκαταλήψεις. Με τη σύσταση του ίδιου του Ρόμπσον ο νεαρός έγινε τρίτος βοηθός του Λουίς Φαν Χάαλ όταν αυτός ανέλαβε τους ιστορικούς «Μπλαουγκράνα» της Καταλονίας. Τα υπόλοιπα είναι πια ιστορία.
Με τέτοια ιστορία επιτυχιών στα γήπεδα το κακό ήταν ότι στο Μάντσεστερ η ιδιότροπη συμπεριφορά του δημιουργούσε ρωγμές στα αποδυτήρια των «Κόκκινων Διαβόλων». Επινοούσε συνωμοσίες αόρατων εχθρικών δυνάμεων για να σφυρηλατήσει νοοτροπία πολιορκίας στους παίκτες και φαντασιωνόταν εχθρούς που δεν υπήρχαν. Αυτή η μορφή αντίστροφης ψυχολογικής ενθάρρυνσης είχε συνέπειες στους πολυεκατομμυριούχους παίκτες του με τα φουσκωμένα μυαλά και πορτοφόλια, οι οποίοι δεν αντιλαμβάνονταν γιατί θα έπρεπε να είναι τόσο απελπισμένοι για νίκη πάση θυσία, ενώ ο ίδιος τούς έδινε εντολές να κάνουν το ματς κόλαση για να αποφύγουν την ήττα. Το χειρότερο ήταν ότι ενώ ως πραγματιστής διακήρυσσε μεγαλόστομα τα προτερήματα του ρεαλιστικού ποδοσφαίρου σε στυλ «οι ποιητές δεν κερδίζουν τίτλους», σχεδίαζε την αμυντική τακτική της ομάδας με σχηματισμό παρκαρισμένου πούλμαν μπροστά από την εστία, τέχνασμα των ασθενέστερων ομάδων και όχι μιας μεγάλης ομάδας, όπως η Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, με παράδοση, ιστορία και ρομαντικές αξίες για το αυθεντικά δικό της ελκυστικό ποδόσφαιρο και επιθετικό στυλ, καθώς και τη μοναδικά τολμηρή κουλτούρα νίκης γοήτρου πάντα με περισσότερα γκολ απ’ ό,τι ο αντίπαλος.
Ο σκοτεινός γκουρού
Ωστόσο αυτή η μεγαλειώδης ταυτότητα με το αντίστοιχο τελετουργικό που είχαν εμφυσήσει με αλλεπάλληλους τίτλους στην ομάδα οι δύο παλιοί Σκωτσέζοι προπονητές της, ο σερ Ματ Μπάσμπι και ο σερ Αλεξ Φέργκιουσον, θάμπωνε με τη λατινική παρουσία του άλλοτε ακτινοβολούντα αυτοπεποίθηση και μεθοδικότητα Μουρίνιο στον πάγκο της. Στις κερκίδες του «Θεάτρου των Ονείρων», μέσα σε ριπές καχυποψίας, άρχισε όλο και λιγότερο να πάλλεται από ενθουσιασμό η καρδιά των φιλάθλων. Μαθημένοι αλλιώς, βαρέθηκαν τις διαρκείς ισοπαλίες μετά τις ισοπαλίες που προμήνυαν νέες ισοπαλίες. Εφτασαν να τον κατηγορούν ως σκοτεινό γκουρού του αντιποδοσφαίρου. Η αλήθεια είναι ότι όταν κατέφτασε στο «Ολντ Τράφορντ» άκαμπτος στα πιστεύω και τις βεβαιότητές του, ο αστραφτερός Πορτογάλος έγινε δεκτός περίπου ως Μεσσίας μετά τις κατηφορικά τρεκλίζουσες σεζόν του Σκωτσέζου Ντέιβιντ Μόγιες και του Ολλανδού Φαν Χάαλ στον πάγκο της ομάδας. Είχαν ήδη πειστεί ότι το ωραίο επιθετικό ποδόσφαιρο ήταν υπερτιμημένο. Ηθελαν επιτυχίες, άρα έπρεπε να κερδίζουν. Και για να κερδίζουν χρειάζονταν την αίσθηση ασφάλειας που πρόσφερε ο απαιτητικός Μουρίνιο με το φορτωμένο παλμαρέ από αμέτρητους εγχώριους και διεθνείς τίτλους.
Λίγοι θυμούνταν ότι την περίοδο της δοξασμένης εκτόξευσής του στα γήπεδα οι ομάδες του έπαιζαν βαρετό ποδόσφαιρο. Ενσάρκωνε, όμως, πειστικά το συναρπαστικό αντίδοτο και τη θαρραλέα απάντηση στην κυρίαρχη σχολή του τίκι τάκα που εμπνεύστηκε ο Γιόχαν Κρόιφ και υλοποίησε στην Μπαρτσελόνα ο Πεπ Γκουαρδιόλα. Ειδικότερα από τη στιγμή που ο τελευταίος ανέλαβε τις τύχες της συμπολίτισσας και ευθέως ανταγωνιστικής Μάντσεστερ Σίτι, ο Μουρίνιο συμβόλιζε το αντίπαλο δέος στην πόλη όπου πήρε σάρκα και οστά η πρώτη Βιομηχανική Επανάσταση. Οταν αφίχθηκε εκεί πριν από 2,5 χρόνια, κουβαλούσε ακόμη την αίγλη του ανθρώπου που είχε αναζωογονήσει πριν από 14 χρόνια το αγγλικό ποδόσφαιρο με την εισαγωγή νέων συστημάτων στο παιχνίδι και οδηγώντας την Τσέλσι στο πρώτο της Πρωτάθλημα μετά από μισό αιώνα.
«Δεν είμαι ο Χάρι Πότερ»
Τον Μάρτιο του 2016 η αμερικανική επιχειρηματική οικογένεια Γκλέιζερ -που ελέγχει την πλειοψηφία των μετοχών της ομάδας οι οποίες είναι εισηγμένες στο Χρηματιστήριο του Λονδίνου από το 1991 και στη Wall Street από το 2012- επειγόταν να διασφαλίσει τα μακροπρόθεσμα περιουσιακά στοιχεία του συλλόγου. Εκρινε, λοιπόν, πως ιδανικός για τον ρόλο του μάνατζερ ήταν ο ορθολογιστής Μουρίνιο, μέσα στην καλογυαλισμένη και άτρωτη πανοπλία ενός αδάμαστου ιππότη των γηπέδων. Στη φούρια τους οι ιδιοκτήτες παραμέρισαν το γεγονός ότι ο «εκλεκτός» τα είχε κάνει μαντάρα στις σχέσεις του με τους παίκτες του τόσο στη Ρεάλ Μαδρίτης όσο και στη δεύτερη σταδιοδρομία του στον πάγκο της Τσέλσι, από την οποία είχε απολυθεί τρεις μήνες νωρίτερα. Ηταν τόση η καψούρα της διοίκησης να επανέλθει η ομάδα στις ημέρες δόξας που έγραψε στα τέλη της δεκαετίας του ’90 και του 2000, που αγνόησε ότι ο άνθρωπος που προσέλαβε και ο οποίος διατεινόταν ότι μιλούσε με τον Θεό σαν παλιόφιλος, ενδεχομένως το εννοούσε. Μόνο που το «μιλούσε» αναφερόταν σε παρελθοντικό χρόνο.
Ωστόσο η κομψή φιγούρα του γοητευτικού ψαρομάλλη με ροπή προς το λευκό μεσήλικα με τη νεανική κοψιά και το τόσο τυπικά βρετανικό ανασηκωμένο κολάρο του παλτό του πρόσφερε μια εικόνα σαγήνης στην κερκίδα. Σύντομα, όμως, οι φίλαθλοι ανακάλυψαν ότι το ομορφόπαιδο από τη Σετούμπαλ δεν μπορούσε να κάνει θαύματα. «Δεν είμαι ο Χάρι Πότερ», παραδεχόταν και ο ίδιος για να επισημάνει την αδυναμία αφομοίωσής του στο πρότερο μεγαλείο της ομάδας. Στην πραγματικότητα δεν ήταν καν ο ξεχωριστός. Αντίθετα ήταν μάλλον ο απόλυτα προνομιούχος μετά το ηγεμονικό πενταετές συμβόλαιο, ύψους 80 εκατ. ευρώ, που τού πρόσφερε πέρυσι ο σύλλογος επεκτείνοντας την προηγούμενη τριετή του σύμβαση. Παρά τις κακές επιδόσεις της ομάδας στο Πρωτάθλημα, ο ίδιος είχε φροντίσει να χρυσώσει το χάπι. Εδειχνε, υψώνοντας τρία δάκτυλα, τους τίτλους που είχε κερδίσει: το League Cup, το Community Shield και, το σημαντικότερο, το Europa League, νικώντας με 2-0 στον τελικό τον Aγιαξ.
Πλησιάζοντας, όμως, στο μέσο της τρίτης σεζόν του στην ομάδα, το παραμύθι του ατρόμητου παλικαριού που τα βάζει νικηφόρα με όλους, το οποίο είχε στηθεί γύρω του, άρχισε να εμφανίζει «δράκους». Αλλοι ξένοι προπονητές της Πρέμιερ Λιγκ του αφαιρούσαν συστηματικά την καλοστιλβωμένη επίστρωση. Ο Αργεντινός Μαουρίτσιο Ποτσετίνο, της Τότεναμ, ο Ισπανός Ουνάι Εμερι της Αρσεναλ, ο Ιταλός Μαουρίτσιο Σάρι της Τσέλσι, ο Γερμανός Γιούργκεν Κλοπ της Λίβερπουλ κέρδιζαν τα ματς με τις ομάδες τους παίζοντας συναρπαστικό ποδόσφαιρο, το οποίο ερχόταν σε πλήρη αντίθεση με το κυνικά νυσταλέο αλλά και ενοχικά φοβικό στυλ που πρόσφερε ο αποστασιοποιημένος από επιρροές Μουρίνιο στη δική του ομάδα. Με το μάδημα των φύλλων της ποδοσφαιρικής του μαργαρίτας γινόταν όλο και πιο ανασφαλής. Βάραινε ακόμη την ηγετική ιδιοσυγκρασία του και η αυτοκρατορική κληρονομιά του σερ Αλεξ Φέργκιουσον στην ομάδα. Ως αντίδραση μάλλον συσπειρώθηκε πίσω από την προσωπική του εμμονή και εστίασε στην απόδειξη ότι το δικό του στυλ είναι πιο αποτελεσματικό από εκείνο του Γκουαρδιόλα στη μισητή Σίτι. Το πείσμα του έγινε σχεδόν τοξικό. Βαθμιαία η αύρα του ξεθώριαζε και η μακιαβελική γοητεία του, προσανατολισμένη στο «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα», φθειρόταν ανεπανόρθωτα.
Η απόλυση
Ακόμη χειρότερα, το κοκτέιλ των αρετών ξεθύμανε. Το ένστικτό του να αντιλαμβάνεται τις ευπαθείς αδυναμίες του αντιπάλου, το χάρισμά του να εξηγεί, να κατευθύνει και να σχεδιάζει την αμυντική οργάνωση και τις αντεπιθέσεις της ομάδας, η οξυδέρκειά του να δίνει κίνητρο και η δύναμη της πειθούς στους παίκτες του βάλτωσαν στην αδυναμία του να προσαρμοστεί στις πιεστικές ανάγκες του πρωταθλητισμού, με συνέπεια εκρηκτικούς καβγάδες, ίντριγκες, σύγχυση και χάος στα αποδυτήρια. Ο άλλοτε αδιαμφισβήτητα ικανός ως «κορυφαίος ειδικός» έρρεπε πλέον στον τυραννικό δεσποτισμό, με συνέπεια η εσωτερική σφαίρα της οργής που στροβιλιζόταν μέσα του να ξεσπάσει. Από εκεί και πέρα χάθηκε η μπάλα. Αναπόφευκτα ήρθε και η απόλυση. Για να πιστοποιήσει ένα χιμαιρικό όνειρο που βασίστηκε σε ένα φιλόδοξο αλλά κακό σενάριο. Τόσο ο Ζοζέ όσο και η Γιουνάιτεντ υποδύονταν, αν πράγματι δεν ήταν, ένα ξεπεσμένο ζευγάρι διασημοτήτων των οποίων ο λευκός γάμος τους χάριζε την ελπίδα αμοιβαίας αναζωπύρωσης της παλιάς τους αίγλης. Απέτυχαν. Γατί η τεχνητή συγκόλλησή τους έμοιαζε με καρικατούρα επικού χολιγουντιανού γουέστερν με καυτές σέλες τις οποίες ιππεύει ο Νίκολας Κέιτζ με σκουριασμένα σπιρούνια.
Φεύγοντας το πρωί της περασμένης Τρίτης από το «Θέατρο των Ονείρων» ο «αλάνθαστος» Μουρίνιο έδειχνε ήρεμος σαν να έβγαινε νικητής από μια περιπετειώδη θύελλα που λίγο έλειψε να τον παρασύρει. Το δέρμα του προσώπου του ήταν φρέσκο, ζωντανό και περιποιημένο, αλλά οι σακούλες κάτω από τα μάτια του σκίαζαν βαριά την κατά τα άλλα αρυτίδιαστη όψη του. Εμοιαζε με άνθρωπο που χρειαζόταν επειγόντως ένα διάλειμμα από τις διαχειριστικές και οργανωτικές του δραστηριότητες. Ηδη με τα σκληρά βλέμματα, τις ανέκφραστες σιωπές, τους αυστηρούς μορφασμούς και τις εκρήξεις του φαινόταν να έχει χάσει τη χαρά της συμμετοχής σε ένα κατεξοχήν διασκεδαστικό άθλημα όπως το ποδόσφαιρο. Τη χαλάρωση που του λείπει μπορεί να τη βρει στο πολυτελές εξοχικό του στο Αζεϊτάου κοντά στη Σετούμπαλ, όπου οι καταπράσινοι λόφοι της Σέρα ντα Αραμπίντα αντικρίζουν τον Ατλαντικό ωκεανό. Ενδεχομένως για ηρεμία κατάλληλη να είναι και η ιδιοκτησία του που βλέπει προνομιακά στη λίμνη Κόμο, την οποία αγόρασε όταν ήταν προπονητής στην Ιντερ.
Αν πάντως προτιμήσει την έπαυλη στην αριστοκρατική περιοχή Λα Φίνκα, έξω από τη Μαδρίτη, τότε τα σενάρια για την επάνοδό του στη Ρεάλ είναι ανοικτά, μια και ο πρόεδρος της ομάδας Φλορεντίνο Πέρεθ τρέφει αμέριστο σεβασμό στις ικανότητες και τον χαρακτήρα του. Ετσι κι αλλιώς, στα 55 του δεν τον πήραν τα χρόνια. Από νοοτροπία θέλει να βρίσκεται στο προσκήνιο έστω και υπό τη δοκιμασία του ψυχισμού να υποδυθεί την ξαναζεσταμένη σούπα. Συνεχίζει, άλλωστε χωρίς αυτοαξιολόγηση να συγκαταλέγεται στη χρυσή λίστα των πιο ακριβοπληρωμένων προπονητών. Και πάντα θα υπάρχουν αφεντικά και παράγοντες κορυφαίων ομάδων που πιστεύουν ότι παραμένει σκεπτόμενος και αξιόπιστος παρά υπερεκτιμημένος χορογράφος στο μπαλέτο των μαζών που ονομάζεται ποδόσφαιρο.
Η ανακούφιση του αποχωρισμού
Η αρχική μετριοπαθής δυσαρέσκεια εξελίχθηκε σε έντονη δυσφορία. Δεν τον άντεχαν και δεν τον ανέχονταν πια τον Μουρίνιο στο Μάντσεστερ με τις ακραίες αγωνίες του, την τάση του προς τον μελοδραματισμό, τον ελεγχόμενο μισανθρωπισμό και την προφανή έλλειψη αυτογνωσίας. Τους ενοχλούσαν η παρορμητική εκτροπή του στο γήπεδο, οι σκηνοθετημένες μέχρι σημείου εθισμού επιδεικτικές του παραστάσεις οργής στις συνεντεύξεις Τύπου, οι καυχησιάρικες υπενθυμίσεις της πρότερης δόξας του στα ΜΜΕ, η αφόρητη γκρίνια του για πενιχρές μεταγραφές στη διοίκηση, ενώ αυτή είχε δαπανήσει κατά τη θητεία του πάνω από 466 εκατ. ευρώ για να ενισχύσει με καινούριους παίκτες την ομάδα. Κουράστηκε ακόμη και ο κόσμος με τις συνεχείς φαρμακερές επικρίσεις προς τους παίκτες του, την ανίατη αλαζονεία του να είναι αυτός ο ζωοδότης ήλιος και όλοι οι άλλοι να περιφέρονται περιφρονημένοι γύρω του σαν πλανήτες με ασταθείς τροχιές. Μπούχτισε με τη υπεροπτική συμπεριφορά του με το αλά παπικό αλάθητο και την ξιπασιά του να μην αποδεχτεί τις ευθύνες του για μια ήττα. Ποτέ αυτή δεν ήρθε από δικά του λάθη. Ηταν πάντα σφάλμα, αδυναμία, ανικανότητα κάποιου άλλου - διαιτητών, αξιωματούχων της ομοσπονδίας, Τύπου, ανεπαρκών παικτών της ομάδας του. Πάντα τις φόρτωνε σε κάποιον άλλον. Και καλά όλοι οι «υπονομευτικοί» άλλοι που επιβουλεύονταν το έργο του, το ερώτημα όμως που φούντωνε μέσα και γύρω από την ομάδα συμπυκνωνόταν στο «πώς μπορεί κάποιος να κερδίσει όταν δεν σέβεται το πολύτιμο ταλέντο των παικτών του; Πόσο μάλλον όταν δεν ρισκάρει;».
Κάπως άδικο για έναν προπονητή που δεν υπήρξε προηγουμένως ποδοσφαιριστής. Ο ίδιος δεν έκρυψε ποτέ ότι δεν ήταν παίκτης, ούτε μπήκε στη συλλογιστική των ποδοσφαιριστών. Δεν έμαθε να σκέφτεται όπως αυτοί. Αδιαφορούσε για το κίνητρο της ατομικής τους απόδοσης, στόχος του ήταν πάντα η λειτουργία της ομάδας με σκοπό τη νίκη. Γι’ αυτό και στη μετέπειτα καριέρα του αγνόησε τους κανόνες συμπεριφοράς των παικτών. Είχε συνειδητά αποφασίσει ότι όλα θα εξελίσσονταν με το δικό του σχέδιο, βάζοντας στην άκρη κάθε αυθορμητισμό, κάθε ενστικτώδη παρακίνηση και κάθε συναισθηματική επιρροή. Με αυτό το μεθοδολογικό υλικό της καθοδηγημένης ανακάλυψης της υπεροχής θεμελίωσε την προπονητική καριέρα του και ανέγειρε τον μύθο του.
Η αρχή μιας λαμπρής καριέρας
Παρ’ όλα αυτά δεν ήταν ουρανοκατέβατος στο άθλημα. Είχε γεννηθεί και μεγαλώσει μέσα στα γήπεδα. Ο παππούς του ήταν πρόεδρος της Βιτόρια Σετούμπαλ, μιας μικρομεσαίας πορτογαλικής ομάδας. Ο πατέρας του ήταν τερματοφύλακας και στη συνέχεια προπονητής της ίδιας ομάδας. Ο Ζοζέ ήθελε να γίνει ποδοσφαιριστής, αλλά σε ηλικία 24 χρόνων μετά από συνεχείς απορρίψεις από μικρές ομάδες κρέμασε τα παπούτσια του και αποδέχτηκε ότι η προπονητική ίσως αποδεικνυόταν επαγγελματικά πιο προσοδοφόρα. Σπούδασε Αθλητική Επιστήμη στο Πολυτεχνείο της Λισαβόνας και αφού πήρε το δίπλωμά του δούλεψε ως εκπαιδευτικός έως τα 28 του, όταν με τη μεσολάβηση του πατέρα του προσλήφθηκε ως προπονητής νεανικής ομάδας της Βιτόρια Σετούμπαλ.
Η ευκαιρία να ανοίξει τα φτερά του τού δόθηκε όταν ο Μπόμπι Ρόμπσον ως προπονητής τότε της Σπόρτινγκ Λισαβόνας και μετά της Πόρτο τον προσέλαβε ως διερμηνέα. Ο ανοιχτός, παθιασμένος και γενναιόδωρος Αγγλος κόουτς κουβέντιαζε τακτικά με τον ευφυή Μουρίνιο αναγνωρίζοντας τη σχολαστική μεθοδικότητα του νεαρού στην προετοιμασία των φακέλων για τις εκάστοτε αντίπαλες ομάδες και παράλληλα θαύμαζε την έμφυτη παρατηρητικότητά του στους αγώνες. Στη συνέχεια τον πήρε μαζί του και στην Μπαρτσελόνα, δίνοντάς του όλο και μεγαλύτερες θέσεις ευθύνης εκτιμώντας τη συνεισφορά του στη στελέχωση της 11άδας, καθώς η ψύχραιμη γνώμη του Μουρίνιο αποτελούσε χρήσιμο αντιστάθμισμα στις δικές του εμμονές ή προκαταλήψεις. Με τη σύσταση του ίδιου του Ρόμπσον ο νεαρός έγινε τρίτος βοηθός του Λουίς Φαν Χάαλ όταν αυτός ανέλαβε τους ιστορικούς «Μπλαουγκράνα» της Καταλονίας. Τα υπόλοιπα είναι πια ιστορία.
Με τέτοια ιστορία επιτυχιών στα γήπεδα το κακό ήταν ότι στο Μάντσεστερ η ιδιότροπη συμπεριφορά του δημιουργούσε ρωγμές στα αποδυτήρια των «Κόκκινων Διαβόλων». Επινοούσε συνωμοσίες αόρατων εχθρικών δυνάμεων για να σφυρηλατήσει νοοτροπία πολιορκίας στους παίκτες και φαντασιωνόταν εχθρούς που δεν υπήρχαν. Αυτή η μορφή αντίστροφης ψυχολογικής ενθάρρυνσης είχε συνέπειες στους πολυεκατομμυριούχους παίκτες του με τα φουσκωμένα μυαλά και πορτοφόλια, οι οποίοι δεν αντιλαμβάνονταν γιατί θα έπρεπε να είναι τόσο απελπισμένοι για νίκη πάση θυσία, ενώ ο ίδιος τούς έδινε εντολές να κάνουν το ματς κόλαση για να αποφύγουν την ήττα. Το χειρότερο ήταν ότι ενώ ως πραγματιστής διακήρυσσε μεγαλόστομα τα προτερήματα του ρεαλιστικού ποδοσφαίρου σε στυλ «οι ποιητές δεν κερδίζουν τίτλους», σχεδίαζε την αμυντική τακτική της ομάδας με σχηματισμό παρκαρισμένου πούλμαν μπροστά από την εστία, τέχνασμα των ασθενέστερων ομάδων και όχι μιας μεγάλης ομάδας, όπως η Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, με παράδοση, ιστορία και ρομαντικές αξίες για το αυθεντικά δικό της ελκυστικό ποδόσφαιρο και επιθετικό στυλ, καθώς και τη μοναδικά τολμηρή κουλτούρα νίκης γοήτρου πάντα με περισσότερα γκολ απ’ ό,τι ο αντίπαλος.
Ο σκοτεινός γκουρού
Ωστόσο αυτή η μεγαλειώδης ταυτότητα με το αντίστοιχο τελετουργικό που είχαν εμφυσήσει με αλλεπάλληλους τίτλους στην ομάδα οι δύο παλιοί Σκωτσέζοι προπονητές της, ο σερ Ματ Μπάσμπι και ο σερ Αλεξ Φέργκιουσον, θάμπωνε με τη λατινική παρουσία του άλλοτε ακτινοβολούντα αυτοπεποίθηση και μεθοδικότητα Μουρίνιο στον πάγκο της. Στις κερκίδες του «Θεάτρου των Ονείρων», μέσα σε ριπές καχυποψίας, άρχισε όλο και λιγότερο να πάλλεται από ενθουσιασμό η καρδιά των φιλάθλων. Μαθημένοι αλλιώς, βαρέθηκαν τις διαρκείς ισοπαλίες μετά τις ισοπαλίες που προμήνυαν νέες ισοπαλίες. Εφτασαν να τον κατηγορούν ως σκοτεινό γκουρού του αντιποδοσφαίρου. Η αλήθεια είναι ότι όταν κατέφτασε στο «Ολντ Τράφορντ» άκαμπτος στα πιστεύω και τις βεβαιότητές του, ο αστραφτερός Πορτογάλος έγινε δεκτός περίπου ως Μεσσίας μετά τις κατηφορικά τρεκλίζουσες σεζόν του Σκωτσέζου Ντέιβιντ Μόγιες και του Ολλανδού Φαν Χάαλ στον πάγκο της ομάδας. Είχαν ήδη πειστεί ότι το ωραίο επιθετικό ποδόσφαιρο ήταν υπερτιμημένο. Ηθελαν επιτυχίες, άρα έπρεπε να κερδίζουν. Και για να κερδίζουν χρειάζονταν την αίσθηση ασφάλειας που πρόσφερε ο απαιτητικός Μουρίνιο με το φορτωμένο παλμαρέ από αμέτρητους εγχώριους και διεθνείς τίτλους.
Λίγοι θυμούνταν ότι την περίοδο της δοξασμένης εκτόξευσής του στα γήπεδα οι ομάδες του έπαιζαν βαρετό ποδόσφαιρο. Ενσάρκωνε, όμως, πειστικά το συναρπαστικό αντίδοτο και τη θαρραλέα απάντηση στην κυρίαρχη σχολή του τίκι τάκα που εμπνεύστηκε ο Γιόχαν Κρόιφ και υλοποίησε στην Μπαρτσελόνα ο Πεπ Γκουαρδιόλα. Ειδικότερα από τη στιγμή που ο τελευταίος ανέλαβε τις τύχες της συμπολίτισσας και ευθέως ανταγωνιστικής Μάντσεστερ Σίτι, ο Μουρίνιο συμβόλιζε το αντίπαλο δέος στην πόλη όπου πήρε σάρκα και οστά η πρώτη Βιομηχανική Επανάσταση. Οταν αφίχθηκε εκεί πριν από 2,5 χρόνια, κουβαλούσε ακόμη την αίγλη του ανθρώπου που είχε αναζωογονήσει πριν από 14 χρόνια το αγγλικό ποδόσφαιρο με την εισαγωγή νέων συστημάτων στο παιχνίδι και οδηγώντας την Τσέλσι στο πρώτο της Πρωτάθλημα μετά από μισό αιώνα.
«Δεν είμαι ο Χάρι Πότερ»
Τον Μάρτιο του 2016 η αμερικανική επιχειρηματική οικογένεια Γκλέιζερ -που ελέγχει την πλειοψηφία των μετοχών της ομάδας οι οποίες είναι εισηγμένες στο Χρηματιστήριο του Λονδίνου από το 1991 και στη Wall Street από το 2012- επειγόταν να διασφαλίσει τα μακροπρόθεσμα περιουσιακά στοιχεία του συλλόγου. Εκρινε, λοιπόν, πως ιδανικός για τον ρόλο του μάνατζερ ήταν ο ορθολογιστής Μουρίνιο, μέσα στην καλογυαλισμένη και άτρωτη πανοπλία ενός αδάμαστου ιππότη των γηπέδων. Στη φούρια τους οι ιδιοκτήτες παραμέρισαν το γεγονός ότι ο «εκλεκτός» τα είχε κάνει μαντάρα στις σχέσεις του με τους παίκτες του τόσο στη Ρεάλ Μαδρίτης όσο και στη δεύτερη σταδιοδρομία του στον πάγκο της Τσέλσι, από την οποία είχε απολυθεί τρεις μήνες νωρίτερα. Ηταν τόση η καψούρα της διοίκησης να επανέλθει η ομάδα στις ημέρες δόξας που έγραψε στα τέλη της δεκαετίας του ’90 και του 2000, που αγνόησε ότι ο άνθρωπος που προσέλαβε και ο οποίος διατεινόταν ότι μιλούσε με τον Θεό σαν παλιόφιλος, ενδεχομένως το εννοούσε. Μόνο που το «μιλούσε» αναφερόταν σε παρελθοντικό χρόνο.
Ωστόσο η κομψή φιγούρα του γοητευτικού ψαρομάλλη με ροπή προς το λευκό μεσήλικα με τη νεανική κοψιά και το τόσο τυπικά βρετανικό ανασηκωμένο κολάρο του παλτό του πρόσφερε μια εικόνα σαγήνης στην κερκίδα. Σύντομα, όμως, οι φίλαθλοι ανακάλυψαν ότι το ομορφόπαιδο από τη Σετούμπαλ δεν μπορούσε να κάνει θαύματα. «Δεν είμαι ο Χάρι Πότερ», παραδεχόταν και ο ίδιος για να επισημάνει την αδυναμία αφομοίωσής του στο πρότερο μεγαλείο της ομάδας. Στην πραγματικότητα δεν ήταν καν ο ξεχωριστός. Αντίθετα ήταν μάλλον ο απόλυτα προνομιούχος μετά το ηγεμονικό πενταετές συμβόλαιο, ύψους 80 εκατ. ευρώ, που τού πρόσφερε πέρυσι ο σύλλογος επεκτείνοντας την προηγούμενη τριετή του σύμβαση. Παρά τις κακές επιδόσεις της ομάδας στο Πρωτάθλημα, ο ίδιος είχε φροντίσει να χρυσώσει το χάπι. Εδειχνε, υψώνοντας τρία δάκτυλα, τους τίτλους που είχε κερδίσει: το League Cup, το Community Shield και, το σημαντικότερο, το Europa League, νικώντας με 2-0 στον τελικό τον Aγιαξ.
Πλησιάζοντας, όμως, στο μέσο της τρίτης σεζόν του στην ομάδα, το παραμύθι του ατρόμητου παλικαριού που τα βάζει νικηφόρα με όλους, το οποίο είχε στηθεί γύρω του, άρχισε να εμφανίζει «δράκους». Αλλοι ξένοι προπονητές της Πρέμιερ Λιγκ του αφαιρούσαν συστηματικά την καλοστιλβωμένη επίστρωση. Ο Αργεντινός Μαουρίτσιο Ποτσετίνο, της Τότεναμ, ο Ισπανός Ουνάι Εμερι της Αρσεναλ, ο Ιταλός Μαουρίτσιο Σάρι της Τσέλσι, ο Γερμανός Γιούργκεν Κλοπ της Λίβερπουλ κέρδιζαν τα ματς με τις ομάδες τους παίζοντας συναρπαστικό ποδόσφαιρο, το οποίο ερχόταν σε πλήρη αντίθεση με το κυνικά νυσταλέο αλλά και ενοχικά φοβικό στυλ που πρόσφερε ο αποστασιοποιημένος από επιρροές Μουρίνιο στη δική του ομάδα. Με το μάδημα των φύλλων της ποδοσφαιρικής του μαργαρίτας γινόταν όλο και πιο ανασφαλής. Βάραινε ακόμη την ηγετική ιδιοσυγκρασία του και η αυτοκρατορική κληρονομιά του σερ Αλεξ Φέργκιουσον στην ομάδα. Ως αντίδραση μάλλον συσπειρώθηκε πίσω από την προσωπική του εμμονή και εστίασε στην απόδειξη ότι το δικό του στυλ είναι πιο αποτελεσματικό από εκείνο του Γκουαρδιόλα στη μισητή Σίτι. Το πείσμα του έγινε σχεδόν τοξικό. Βαθμιαία η αύρα του ξεθώριαζε και η μακιαβελική γοητεία του, προσανατολισμένη στο «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα», φθειρόταν ανεπανόρθωτα.
Η απόλυση
Ακόμη χειρότερα, το κοκτέιλ των αρετών ξεθύμανε. Το ένστικτό του να αντιλαμβάνεται τις ευπαθείς αδυναμίες του αντιπάλου, το χάρισμά του να εξηγεί, να κατευθύνει και να σχεδιάζει την αμυντική οργάνωση και τις αντεπιθέσεις της ομάδας, η οξυδέρκειά του να δίνει κίνητρο και η δύναμη της πειθούς στους παίκτες του βάλτωσαν στην αδυναμία του να προσαρμοστεί στις πιεστικές ανάγκες του πρωταθλητισμού, με συνέπεια εκρηκτικούς καβγάδες, ίντριγκες, σύγχυση και χάος στα αποδυτήρια. Ο άλλοτε αδιαμφισβήτητα ικανός ως «κορυφαίος ειδικός» έρρεπε πλέον στον τυραννικό δεσποτισμό, με συνέπεια η εσωτερική σφαίρα της οργής που στροβιλιζόταν μέσα του να ξεσπάσει. Από εκεί και πέρα χάθηκε η μπάλα. Αναπόφευκτα ήρθε και η απόλυση. Για να πιστοποιήσει ένα χιμαιρικό όνειρο που βασίστηκε σε ένα φιλόδοξο αλλά κακό σενάριο. Τόσο ο Ζοζέ όσο και η Γιουνάιτεντ υποδύονταν, αν πράγματι δεν ήταν, ένα ξεπεσμένο ζευγάρι διασημοτήτων των οποίων ο λευκός γάμος τους χάριζε την ελπίδα αμοιβαίας αναζωπύρωσης της παλιάς τους αίγλης. Απέτυχαν. Γατί η τεχνητή συγκόλλησή τους έμοιαζε με καρικατούρα επικού χολιγουντιανού γουέστερν με καυτές σέλες τις οποίες ιππεύει ο Νίκολας Κέιτζ με σκουριασμένα σπιρούνια.
Φεύγοντας το πρωί της περασμένης Τρίτης από το «Θέατρο των Ονείρων» ο «αλάνθαστος» Μουρίνιο έδειχνε ήρεμος σαν να έβγαινε νικητής από μια περιπετειώδη θύελλα που λίγο έλειψε να τον παρασύρει. Το δέρμα του προσώπου του ήταν φρέσκο, ζωντανό και περιποιημένο, αλλά οι σακούλες κάτω από τα μάτια του σκίαζαν βαριά την κατά τα άλλα αρυτίδιαστη όψη του. Εμοιαζε με άνθρωπο που χρειαζόταν επειγόντως ένα διάλειμμα από τις διαχειριστικές και οργανωτικές του δραστηριότητες. Ηδη με τα σκληρά βλέμματα, τις ανέκφραστες σιωπές, τους αυστηρούς μορφασμούς και τις εκρήξεις του φαινόταν να έχει χάσει τη χαρά της συμμετοχής σε ένα κατεξοχήν διασκεδαστικό άθλημα όπως το ποδόσφαιρο. Τη χαλάρωση που του λείπει μπορεί να τη βρει στο πολυτελές εξοχικό του στο Αζεϊτάου κοντά στη Σετούμπαλ, όπου οι καταπράσινοι λόφοι της Σέρα ντα Αραμπίντα αντικρίζουν τον Ατλαντικό ωκεανό. Ενδεχομένως για ηρεμία κατάλληλη να είναι και η ιδιοκτησία του που βλέπει προνομιακά στη λίμνη Κόμο, την οποία αγόρασε όταν ήταν προπονητής στην Ιντερ.
Αν πάντως προτιμήσει την έπαυλη στην αριστοκρατική περιοχή Λα Φίνκα, έξω από τη Μαδρίτη, τότε τα σενάρια για την επάνοδό του στη Ρεάλ είναι ανοικτά, μια και ο πρόεδρος της ομάδας Φλορεντίνο Πέρεθ τρέφει αμέριστο σεβασμό στις ικανότητες και τον χαρακτήρα του. Ετσι κι αλλιώς, στα 55 του δεν τον πήραν τα χρόνια. Από νοοτροπία θέλει να βρίσκεται στο προσκήνιο έστω και υπό τη δοκιμασία του ψυχισμού να υποδυθεί την ξαναζεσταμένη σούπα. Συνεχίζει, άλλωστε χωρίς αυτοαξιολόγηση να συγκαταλέγεται στη χρυσή λίστα των πιο ακριβοπληρωμένων προπονητών. Και πάντα θα υπάρχουν αφεντικά και παράγοντες κορυφαίων ομάδων που πιστεύουν ότι παραμένει σκεπτόμενος και αξιόπιστος παρά υπερεκτιμημένος χορογράφος στο μπαλέτο των μαζών που ονομάζεται ποδόσφαιρο.
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr