Η τόλμη του Σάντος
Δεν ξέρω ποιος είναι καλύτερος προπονητής, ο Ρεχάγκελ ή ο Σάντος. Άσε που θα ήταν εκτός τόπου και χρόνου μια τέτοια σύγκριση. Ο προκάτοχος καθόταν εννιά χρόνια στον πάγκο, έχοντας κατορθώσει ακόμα και το ακατόρθωτο (παραπάνω κι από όνειρο· ποιος θα τολμούσε να ονειρευτεί καν την κατάκτηση κοτζάμ Γιούρο;), ο διάδοχος ίσα που έχει κλείσει μήνα επίσημων αγώνων.
Αυτό που ξέρω, αυτό που είναι ξεκάθαρο και δεν χρειάζεται κόσκινο και ανάλυση, είναι ότι, σε αντίθεση με τον Γερμανό, ο Πορτογάλος δεν έχει κολλήματα, θέσφατα και φετίχ. Δεν λέει όχι σε προκλήσεις και νεωτερισμούς. Δεν μένει προσκολλημένος σε δοκιμασμένες συνταγές, απορρίπτοντας ασυζητητί οποιοδήποτε ρίσκο.
Δεν είναι μικρό πράγμα να καθιερώσεις με το καλημέρα τον Νίνη στην εθνική. Εντάξει, δεν λέω, θα μπορούσε να το είχε κάνει κι ο Ρεχάγκελ αυτό. Αλλά μόνο εφόσον έβγαινε νοκ άουτ κάποιος απ’ τις παλιοσειρές. Η διαφορά λοιπόν είναι ότι ο Σάντος το ’κανε από επιλογή και φιλοσοφία, όχι από ανάγκη.
Κι ακριβώς αυτή η διαφορά στη φιλοσοφία φάνηκε στο ματς με το Ισραήλ. Με το που τραυματίστηκε από τα πρώτα κιόλας λεπτά ο μικρός, αντί να βάλει κάποιον μπαρουτοκαπνισμένο στη θέση του όπως θα ’κανε το δίχως άλλο ο προκάτοχός του, έριξε μέσα έναν ακόμα πιο μικρό. Που μέχρι πρόσφατα έπαιζε στις αλάνες και στα τσιμέντα…
Παρένθεση. Αυτός ο Φετφατζίδης είναι μεγάλη πάστα ποδοσφαιριστή. Πολύ μεγάλη πάστα. Κι όταν (δεν λέω αν) μπορέσει κάποιος να του μάθει να δίνει πιο συχνά την μπάλα σε συμπαίκτη του απ’ ό,τι απ’ το δεξί στο αριστερό του, θα γίνει πραγματικά παίκτης τεράστιας κλάσης. Κλείνει η παρένθεση.
Αυτή, λοιπόν, είναι η μόνη διαφορά που μπορεί άνετα να επισημανθεί από τώρα ανάμεσα σε Σάντος και Ρεχάγκελ: ο Πορτογάλος ΤΟΛΜΑ. Αρκεί βέβαια (καθότι δεν πρέπει να ξεχνάμε σε ποια χώρα ζούμε) να επιβεβαιωθεί κι η παροιμία. Ότι ο τολμών -όντως- νικά…
Δεν ξέρω ποιος είναι καλύτερος προπονητής, ο Ρεχάγκελ ή ο Σάντος. Άσε που θα ήταν εκτός τόπου και χρόνου μια τέτοια σύγκριση. Ο προκάτοχος καθόταν εννιά χρόνια στον πάγκο, έχοντας κατορθώσει ακόμα και το ακατόρθωτο (παραπάνω κι από όνειρο· ποιος θα τολμούσε να ονειρευτεί καν την κατάκτηση κοτζάμ Γιούρο;), ο διάδοχος ίσα που έχει κλείσει μήνα επίσημων αγώνων.
Αυτό που ξέρω, αυτό που είναι ξεκάθαρο και δεν χρειάζεται κόσκινο και ανάλυση, είναι ότι, σε αντίθεση με τον Γερμανό, ο Πορτογάλος δεν έχει κολλήματα, θέσφατα και φετίχ. Δεν λέει όχι σε προκλήσεις και νεωτερισμούς. Δεν μένει προσκολλημένος σε δοκιμασμένες συνταγές, απορρίπτοντας ασυζητητί οποιοδήποτε ρίσκο.
Δεν είναι μικρό πράγμα να καθιερώσεις με το καλημέρα τον Νίνη στην εθνική. Εντάξει, δεν λέω, θα μπορούσε να το είχε κάνει κι ο Ρεχάγκελ αυτό. Αλλά μόνο εφόσον έβγαινε νοκ άουτ κάποιος απ’ τις παλιοσειρές. Η διαφορά λοιπόν είναι ότι ο Σάντος το ’κανε από επιλογή και φιλοσοφία, όχι από ανάγκη.
Κι ακριβώς αυτή η διαφορά στη φιλοσοφία φάνηκε στο ματς με το Ισραήλ. Με το που τραυματίστηκε από τα πρώτα κιόλας λεπτά ο μικρός, αντί να βάλει κάποιον μπαρουτοκαπνισμένο στη θέση του όπως θα ’κανε το δίχως άλλο ο προκάτοχός του, έριξε μέσα έναν ακόμα πιο μικρό. Που μέχρι πρόσφατα έπαιζε στις αλάνες και στα τσιμέντα…
Παρένθεση. Αυτός ο Φετφατζίδης είναι μεγάλη πάστα ποδοσφαιριστή. Πολύ μεγάλη πάστα. Κι όταν (δεν λέω αν) μπορέσει κάποιος να του μάθει να δίνει πιο συχνά την μπάλα σε συμπαίκτη του απ’ ό,τι απ’ το δεξί στο αριστερό του, θα γίνει πραγματικά παίκτης τεράστιας κλάσης. Κλείνει η παρένθεση.
Αυτή, λοιπόν, είναι η μόνη διαφορά που μπορεί άνετα να επισημανθεί από τώρα ανάμεσα σε Σάντος και Ρεχάγκελ: ο Πορτογάλος ΤΟΛΜΑ. Αρκεί βέβαια (καθότι δεν πρέπει να ξεχνάμε σε ποια χώρα ζούμε) να επιβεβαιωθεί κι η παροιμία. Ότι ο τολμών -όντως- νικά…
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr