Σκηνές από τη Νέα Αγορά του Βαρβακείου (1898)
16.10.2020
11:04
Η Αθήνα τέλη του 19ου Αιώνα μεγάλωνε με ταχύτατους ρυθμούς. Η Παλιά Αγορά της Αιόλου, το ¨Μπαγιατοπάζαρο¨ όπως αποκαλείτο κοροϊδευτικά, δεν εξυπηρετούσε πλέον. Μια πυρκαγιά της έδωσε και το τυπικό τέλος. Είχε έρθει η ώρα της ¨Βαρβακείου¨ στην Αθηνάς
Σκηνές από τη Νέα Αγορά του Βαρβακείου (1898)
«Η πλατεία του Βαρβακείου, παρά την Νέαν Αγοράν επί της οδού Αθηνάς, είνε το κοσμοβριθέστερον αθηναϊκόν κέντρον. Γιορτή, καθημερινή, πανήγυρις είνε εκεί πέρα. Το τραμ, που κάνει τον κύκλο και περνά από το Μοναστηράκι,και διασχίζει την ευρείαν οδόν της Αθηνάς καταλήγον εις την Ομόνοιαν, προ της πλατείας ταύτης δυσκολεύεται να περάση γρήγορα απ΄εκεί.
Όλος ο εργατικός κόσμος, όλος ο αθηναϊκός λαός, εκεί δίδει ραντεβού από το πρωί-πρωί έως τας 8 το βράδυ. Και τι κόσμος, και τι τύποι, και τι φάτσες, και τι μπλούζες, και τι κούκοι, και τι πατατούκες και κοντοβράκια, και τι μαγκούρες, και τι πρόσωπα, και τι γένεια, και τι ματάκια, και τι φωναί, και τι κραυγαί, και τι συζητήσεις, και τι αγοραπωλησίες, και τι ξεκούφωμα, και τι παράς...
Είνε μία συρροή τόσων, οίτινες επί εβδομάδας, επί μήνας δύνανται ν΄απασχολήσουν την προσοχήν του ματαιόσχολου, την γραφίδα του γελοιογράφου. Ιδού τέσσαρα σκίτσα εκ της καθημερινής ζωής:
***
Περίεργοι τύποι εις την πλατείαν Βαρβακείου είνε εν πρώτοις οι υπαίθριοι κουρείς. Όλος ο κόσμος των λαϊκών συνοικιών της Πλάκας, του Ψυρρή, όλος ο κόσμος των αθηναϊκών προαστείων, ο αγροτικός κόσμος της Αττικής, ο διά διαφόρους αγοραπωλησίας ερχόμενος εις την πόλιν, εκεί κουρεύεται και ξυραφίζεται συνήθως.
Υπάρχουν κουρείς υπαίθριοι, κουρείς αυτοσχέδιοι όχι ολίγοι. Σαν τους τροχίζοντας μαχαίρια, που περιφέρουν πότ΄εδώ και πότ΄εκεί τους τροχούς των, ούτω και οι κουρείς ούτοι στήνουν την καρεκλίτσα τους εις μίαν κώχην και προσελκύουν ενίοτε τους πελάτας των και με φωνάς:
-Άλλος εδώ για κούρεμμα!
Οι κουρείς ούτοι είνε νέοι και γέροντες, είνε πρωταρχάριοι και πεπειραμένοι τεχνίται, οι οποίοι, μη κατορθώσαντες ν΄ανοίξουν ένα κουρείο και αυτοί, επενόησαν το υπαίθριον μαγαζί, διά το οποίον ούτε ενοίκιον θέλουν, ούτε δημόσιον φόρον πληρώνουν. Εκεί εις του αττικού ήλιου το χαύνον θάλπος τον χειμώνα, εκεί υπό την σκιάν ενός δενδρυλλίου ή μιάς οικίας το καλοκαίρι, εξασκούν την τέχνην των.
Το πρώτον εδώ σκίτσο παριστά μίαν τοιαύτην σκηνήν. Ο κουρεύς είνε νεαρός, νεαρώτερον δε πελάτην κουρεύει μέσα στο δρόμο, ένα μπακαλόπαιδο, ο οποίος κάνει αφελώς την τουαλέτταν του. Αδιάφοροι μένουν και οι δύο, κουρεύς και πελάτης, εις την ολόγυρα ζωήν και κίνησιν. Δίπλα των δύο εργάται ομιλούν για τις δουλειές των ησύχως.
«Η πλατεία του Βαρβακείου, παρά την Νέαν Αγοράν επί της οδού Αθηνάς, είνε το κοσμοβριθέστερον αθηναϊκόν κέντρον. Γιορτή, καθημερινή, πανήγυρις είνε εκεί πέρα. Το τραμ, που κάνει τον κύκλο και περνά από το Μοναστηράκι,και διασχίζει την ευρείαν οδόν της Αθηνάς καταλήγον εις την Ομόνοιαν, προ της πλατείας ταύτης δυσκολεύεται να περάση γρήγορα απ΄εκεί.
Όλος ο εργατικός κόσμος, όλος ο αθηναϊκός λαός, εκεί δίδει ραντεβού από το πρωί-πρωί έως τας 8 το βράδυ. Και τι κόσμος, και τι τύποι, και τι φάτσες, και τι μπλούζες, και τι κούκοι, και τι πατατούκες και κοντοβράκια, και τι μαγκούρες, και τι πρόσωπα, και τι γένεια, και τι ματάκια, και τι φωναί, και τι κραυγαί, και τι συζητήσεις, και τι αγοραπωλησίες, και τι ξεκούφωμα, και τι παράς...
Είνε μία συρροή τόσων, οίτινες επί εβδομάδας, επί μήνας δύνανται ν΄απασχολήσουν την προσοχήν του ματαιόσχολου, την γραφίδα του γελοιογράφου. Ιδού τέσσαρα σκίτσα εκ της καθημερινής ζωής:
***
Περίεργοι τύποι εις την πλατείαν Βαρβακείου είνε εν πρώτοις οι υπαίθριοι κουρείς. Όλος ο κόσμος των λαϊκών συνοικιών της Πλάκας, του Ψυρρή, όλος ο κόσμος των αθηναϊκών προαστείων, ο αγροτικός κόσμος της Αττικής, ο διά διαφόρους αγοραπωλησίας ερχόμενος εις την πόλιν, εκεί κουρεύεται και ξυραφίζεται συνήθως.
Υπάρχουν κουρείς υπαίθριοι, κουρείς αυτοσχέδιοι όχι ολίγοι. Σαν τους τροχίζοντας μαχαίρια, που περιφέρουν πότ΄εδώ και πότ΄εκεί τους τροχούς των, ούτω και οι κουρείς ούτοι στήνουν την καρεκλίτσα τους εις μίαν κώχην και προσελκύουν ενίοτε τους πελάτας των και με φωνάς:
-Άλλος εδώ για κούρεμμα!
Οι κουρείς ούτοι είνε νέοι και γέροντες, είνε πρωταρχάριοι και πεπειραμένοι τεχνίται, οι οποίοι, μη κατορθώσαντες ν΄ανοίξουν ένα κουρείο και αυτοί, επενόησαν το υπαίθριον μαγαζί, διά το οποίον ούτε ενοίκιον θέλουν, ούτε δημόσιον φόρον πληρώνουν. Εκεί εις του αττικού ήλιου το χαύνον θάλπος τον χειμώνα, εκεί υπό την σκιάν ενός δενδρυλλίου ή μιάς οικίας το καλοκαίρι, εξασκούν την τέχνην των.
Το πρώτον εδώ σκίτσο παριστά μίαν τοιαύτην σκηνήν. Ο κουρεύς είνε νεαρός, νεαρώτερον δε πελάτην κουρεύει μέσα στο δρόμο, ένα μπακαλόπαιδο, ο οποίος κάνει αφελώς την τουαλέτταν του. Αδιάφοροι μένουν και οι δύο, κουρεύς και πελάτης, εις την ολόγυρα ζωήν και κίνησιν. Δίπλα των δύο εργάται ομιλούν για τις δουλειές των ησύχως.
Η αποκάτω σκηνή παριστά και αυτή μόρτην κουρέα κουρεύοντα εργάτην. Η αυτή αφέλεια και αμεριμνησία και χάρις αναδίδεται και εκ του σκίτσου τούτου.
Τα παρά την Βαρβάκειον υπαίθρια ταύτα κουρεία ενθυμίζουν την ανατολίτικην ζωήν, η οποία, όσον και αν μετεβλήθη η Αθήνα μας, υπάρχει βαθύτατα ακόμη μέσα στην καρδιά της πόλεως. Του λαού αι συνήθειαι και οι τρόποι, δεν ξερριζόνονται βλέπετε ευκόλως.
***
Άλλη σκηνή ενδιαφέρουσα από την πλατείαν του Βαρβακείου παρά την Αγοράν, είνε η πώλησις των αυγών. Αγροτικήν έχει την πνοήν, ειδυλλιακήν την χάριν. Τας εορτάς ιδίως, η πώλησις των αυγών παρουσιάζει μεγαλειτέραν κίνησιν.
Αι χωρικαί των χωριών της Αττικής, φέρνουν και πωλούν εκεί τ΄αυγά των. Παραθέτουν ένα, δυό, τρία καλαθάκια γεμάτα αυγά, και κάθηνται όπισθεν αυτών χάμου στο χώμα, απαθώς αναμένουσαι τους αγοραστάς. Τα γαϊδουράκια των, επί των οποίων φέρνουν τα καλαθάκια των, τ΄αφίνουν εις τα πλησίον χάνια της οδού Αθηνάς, ενίοτε δε τα έχουν στο πλάγι των. Μαζί των φέρνουν και τα παιδάκια των, τα οποία νανουρίζουν και βυζαίνουν, ενώ πωλούν συγχρόνως τ΄αυγά των.
Τα φρεσκότερα αυγά, που μπορεί τις ν΄αγοράση από την Αγοράν είνε τ΄αυγά των χωρικών αυτών. Τα ειδύλλια δεν λείπουν από τας πωλητρίας των αυγών. Συνήθως τακτικοί επισκέπται, αν όχι αγορασταί των αυγών των χωρικών, είνε και οι κουτσαβάκηδες, οι οποίοι παρέρχονται προ αυτών βρυχώμενοι και πειράζοντες:
-Τριανταπέντε το ζευγάρι, ρε Κώστα. Ακρίβεια! Ακρίβεια!
-Άμ΄βάλε και το πουλάκι πούχουν μέσα!
-Το πουλάκι, που τα πουλάει, δε λες καλλίτερα!...
***
Άλλη προσωπικότης εις το Βαρβάκειον είνε ο πωλητής γάλλων. Οι περιεργότεροι εξ αυτών είνε οι ντουλαμά φέροντες και σκούφια μαύρη Λιδωρικιώται. Ολημερίς ωρύονται αεικίνητοι, ανήσυχοι με το τεράστιον καλάμι ανά χείρας ανάμεσα στα κοπάδια των πουλιών των. Η φωνή των οξεία, επίμονος αντηχεί:¨Γάλιοι! Γάλιοι!¨
Για δέστε τώρα αυτόν τον Λιδωρικιώτη. Τι μεγαλοπρεπής σιιλουέττα. Νομίζει κανείς πως είνε σταυραετός! Τι αρειμάνιος! Έχει ύφος Πατριάρχοτ, αέρα Καπετάνιου. Αρχιτσέλιγγας! Και όμως έχει εννιά γαλιά μονάχα...
Αν πάτε ν΄αγοράσετε κανένα –πράγμα πολύ απίθανον- θα σας ομιλήση με ακαταδεξίαν Ρότσιλδ τραπεζίτου. Έχει και πρι-φιξ μάλιστα. Του λέτε:
-Έ, πατριώτη, πόσο οι γάλλοι;
-Πέντε κ΄εξήντα τ΄ς του π΄λί!
-Δε κάνει πέντε δραχμές;
-Ουρ΄ τι πανί είνι να του κούψουμι πέντε δραχμές!... Παζάρια εγώ δε ξέρου!».
(Εσπερινή Ακρόπολις, 1898, ¨μ¨)
Θωμάς Σιταράς, Συγγραφέας-Αθηναιογράφος, FB: Σιταράς Θωμάς
Από τις εκδόσεις ΜΙΝΩΑΣ κυκλοφορούν τα βιβλία του ¨Ξεφυλλίζοντας παλιές εφημερίδες –Τα καλύτερα της Παλιάς Αθήνας¨ και ¨Καλό Βόλι –Οι κάλπες και τα τερτίπια μιας άλλης εποχής 1864-1940.
Τα παρά την Βαρβάκειον υπαίθρια ταύτα κουρεία ενθυμίζουν την ανατολίτικην ζωήν, η οποία, όσον και αν μετεβλήθη η Αθήνα μας, υπάρχει βαθύτατα ακόμη μέσα στην καρδιά της πόλεως. Του λαού αι συνήθειαι και οι τρόποι, δεν ξερριζόνονται βλέπετε ευκόλως.
***
Άλλη σκηνή ενδιαφέρουσα από την πλατείαν του Βαρβακείου παρά την Αγοράν, είνε η πώλησις των αυγών. Αγροτικήν έχει την πνοήν, ειδυλλιακήν την χάριν. Τας εορτάς ιδίως, η πώλησις των αυγών παρουσιάζει μεγαλειτέραν κίνησιν.
Αι χωρικαί των χωριών της Αττικής, φέρνουν και πωλούν εκεί τ΄αυγά των. Παραθέτουν ένα, δυό, τρία καλαθάκια γεμάτα αυγά, και κάθηνται όπισθεν αυτών χάμου στο χώμα, απαθώς αναμένουσαι τους αγοραστάς. Τα γαϊδουράκια των, επί των οποίων φέρνουν τα καλαθάκια των, τ΄αφίνουν εις τα πλησίον χάνια της οδού Αθηνάς, ενίοτε δε τα έχουν στο πλάγι των. Μαζί των φέρνουν και τα παιδάκια των, τα οποία νανουρίζουν και βυζαίνουν, ενώ πωλούν συγχρόνως τ΄αυγά των.
Τα φρεσκότερα αυγά, που μπορεί τις ν΄αγοράση από την Αγοράν είνε τ΄αυγά των χωρικών αυτών. Τα ειδύλλια δεν λείπουν από τας πωλητρίας των αυγών. Συνήθως τακτικοί επισκέπται, αν όχι αγορασταί των αυγών των χωρικών, είνε και οι κουτσαβάκηδες, οι οποίοι παρέρχονται προ αυτών βρυχώμενοι και πειράζοντες:
-Τριανταπέντε το ζευγάρι, ρε Κώστα. Ακρίβεια! Ακρίβεια!
-Άμ΄βάλε και το πουλάκι πούχουν μέσα!
-Το πουλάκι, που τα πουλάει, δε λες καλλίτερα!...
***
Άλλη προσωπικότης εις το Βαρβάκειον είνε ο πωλητής γάλλων. Οι περιεργότεροι εξ αυτών είνε οι ντουλαμά φέροντες και σκούφια μαύρη Λιδωρικιώται. Ολημερίς ωρύονται αεικίνητοι, ανήσυχοι με το τεράστιον καλάμι ανά χείρας ανάμεσα στα κοπάδια των πουλιών των. Η φωνή των οξεία, επίμονος αντηχεί:¨Γάλιοι! Γάλιοι!¨
Για δέστε τώρα αυτόν τον Λιδωρικιώτη. Τι μεγαλοπρεπής σιιλουέττα. Νομίζει κανείς πως είνε σταυραετός! Τι αρειμάνιος! Έχει ύφος Πατριάρχοτ, αέρα Καπετάνιου. Αρχιτσέλιγγας! Και όμως έχει εννιά γαλιά μονάχα...
Αν πάτε ν΄αγοράσετε κανένα –πράγμα πολύ απίθανον- θα σας ομιλήση με ακαταδεξίαν Ρότσιλδ τραπεζίτου. Έχει και πρι-φιξ μάλιστα. Του λέτε:
-Έ, πατριώτη, πόσο οι γάλλοι;
-Πέντε κ΄εξήντα τ΄ς του π΄λί!
-Δε κάνει πέντε δραχμές;
-Ουρ΄ τι πανί είνι να του κούψουμι πέντε δραχμές!... Παζάρια εγώ δε ξέρου!».
(Εσπερινή Ακρόπολις, 1898, ¨μ¨)
Θωμάς Σιταράς, Συγγραφέας-Αθηναιογράφος, FB: Σιταράς Θωμάς
Από τις εκδόσεις ΜΙΝΩΑΣ κυκλοφορούν τα βιβλία του ¨Ξεφυλλίζοντας παλιές εφημερίδες –Τα καλύτερα της Παλιάς Αθήνας¨ και ¨Καλό Βόλι –Οι κάλπες και τα τερτίπια μιας άλλης εποχής 1864-1940.
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr