Πώς να ενυδατωθούμε και παράλληλα να ζήσουμε μια συναρπαστική γευστική εμπειρία στα πρότυπα του υγιεινού τρόπου ζωής – Τα καλύτερα blends με φρούτα, βότανα και εσπεριδοειδή.
Πώς έβλεπαν οι Οθωμανοί την Επανάσταση του ’21 και τι γράφουν για τους Αλβανούς που πολεμούσαν εναντίον των Ελλήνων
Πώς έβλεπαν οι Οθωμανοί την Επανάσταση του ’21 και τι γράφουν για τους Αλβανούς που πολεμούσαν εναντίον των Ελλήνων
Τι γράφει ο Οθωμανός αξιωματούχος Γιουσούφ Μπέης – Ο εθνικός καθορισμός των επαναστατημένων Ελλήνων – Ο σύγχρονος Τούρκος ιστορικός Yusuf Hakan Erdem για τους Αλβανούς μισθοφόρους των Τούρκων
Τον τελευταίο μήνα αφιερώσαμε μια σειρά από άρθρα για το 1821, τα οποία είχαν μεγάλη απήχηση στους αναγνώστες του protothema.gr και, νομίζουμε, ότι φέραμε στην επιφάνεια αρκετά άγνωστα στοιχεία.
Ως επί το πλείστον, χρησιμοποιήσαμε ελληνικές πηγές και κάποιους ξένους ιστορικούς όπως ο Γκίσταβ Χέρτσμπεργκ.
Υπάρχει όμως και η άλλη πλευρά, η τουρκική. Πώς έβλεπαν οι Τούρκοι την Επανάσταση του 1821; Μέχρι πρόσφατα, μοναδική πηγή στα ελληνικά ήταν το μνημειώδες έργο του Νικηφόρου Μοσχόπουλου «ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ» (Αθήνα 1960), ο οποίος στηρίζεται κυρίως στις αναφορές του ιστορικού Τζεβντέτ Πασά, το έργο του οποίου κυκλοφόρησε στο β’ μισό του 19ου αιώνα.
Έχουμε αναφερθεί αρκετές φορές σε όσα γράφει ο Τζεβντέτ Πασάς, τα οποία παρουσιάζουν μεγάλο ενδιαφέρον. Τα τελευταία χρόνια, ήρθαν στο φως και άλλες μαρτυρίες Τούρκων, οι οποίοι μάλιστα έζησαν στα χρόνια της Επανάστασης.
Ορισμένες από αυτές, υπάρχουν στο βιβλίο των Σοφίας Λαΐου και Μαρίνου Σαρηγιάννη «ΟΘΩΜΑΝΙΚΕΣ ΑΦΗΓΗΣΕΙΣ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΓΙΟΥΣΟΥΦ ΜΠΕΗ ΣΤΟΝ ΑΧΜΕΤ ΤΖΕΒΝΤΕΤ ΠΑΣΑ», που εκδόθηκε το 2019 από το ΕΘΝΙΚΟ ΙΔΡΥΜΑ ΕΡΕΥΝΩΝ. Πρόκειται για ένα άκρως ενδιαφέρον βιβλίο, από το οποίο θα παρουσιάσουμε σήμερα, σε περίληψη βέβαια, τι γράφει ο Οθωμανός αξιωματούχος Γιουσούφ μπέης που το 1821 ζούσε στο Ναύπλιο. Φυσικά, θα επανέλθουμε και με αφηγήσεις άλλων Τούρκων από το ίδιο βιβλίο στο μέλλον.
Ποιος ήταν ο Γιουσούφ μπέης;
Ο Μοραβή (Μοραΐτης) Μιρ Γιουσούφ μπέης, ήταν γιος του Ναυπλιώτη στην καταγωγή Αχμέτ πασά Σαλαμπάς, ο οποίος αφού έλαβε στρατιωτική εκπαίδευση στο παλάτι, υπηρέτησε ως βαλής σε διάφορες ελληνικές πόλεις. Σύμφωνα με τον Φωτάκο (Φώτιο Χρυσανθόπουλο), αγωνιστή και απομνημνευματογράφο του 1821 που γνώριζε τον Γιουσούφ, μητέρα του ήταν μια Χριστιανή. Ο πατέρας του Γιουσούφ μπέη, ο οποίος(ο Γιουσούφ) ανήκε στο σώμα των ιππέων της Υψηλής Πύλης, είχε μεγάλη συμβολή στην πάταξη της «αλβανοκρατίας» που επικράτησε στον Μοριά μετά τα Ορλοφικά. Ο Φωτάκος χαρακτηρίζει τον Γιουσούφ «ήμερο και αγαθό άνθρωπο» καθώς και «γραμματισμένο».
Τι γράφει ο Γιουσούφ μπέης για την Επανάσταση του ‘21
Ο Γιουσούφ μπέης, προσπαθεί να ερμηνεύσει την εξέγερση ανθρώπων οι οποίοι παλαιότερα ζούσαν αρμονικά με τους Μουσουλμάνους. Δεν δείχνει καμία διάθεση, όπως άλλοι, να αποδώσει την Επανάσταση σε εγγενείς αδυναμίες του οθωμανικού κράτους. Αποδίδει τις ήττες των Οθωμανών στην κακοδιαχείριση και την έλλειψη εφοδίων, καθώς και στις διχόνοιες και την απληστία κάποιων αξιωματούχων, συχνά και στη θεία τιμωρία. Παραθέτει μάλιστα στο έργο του τις απόψεις δύο επιφανών Ελλήνων, του πρόκριτου της Πάτρας Αθανάσιου Κανακάρη και τον Σπετσιώτη πολιτικού και αγωνιστή Ιωάννη Ορλάνδου.
«Εμείς δεν έχουμε διαμάχη και έριδα με τους μουσουλμάνους, ούτε άλλο παράπονο. Προβήκαμε σε αυτή την ενέργεια, επειδή οι φτωχοί ραγιάδες δεν μπορούσαν να αντέξουν την τυραννία και την καταπίεση των βεζίρηδων. Αναγκαστικά φτάσαμε σε αυτό το δρόμο σωτήριας και τον επιδοκιμάζουμε σύσσωμο το μιλλέτι (=έθνος) προκειμένου να απαλλαγούν οι φτωχοί ζιμμήδες (=μη μουσουλμάνοι υπήκοοι ισλαμικών πολιτικών εξουσιών) από το βάρος των καταπιέσεων. Γι’ αυτό διαλέξαμε να ακολουθήσουμε το δρόμο της αποστασίας. Έπρεπε να κατασβέσουμε με τα κατάλληλα μέτρα τις σπίθες της φωτιάς της τυραννίας και της αδικίας που εδώ και καιρό έκαιγε στα στήθη των ζιμμήδων», έλεγε ο Α. Κανακάρης.
Ως επί το πλείστον, χρησιμοποιήσαμε ελληνικές πηγές και κάποιους ξένους ιστορικούς όπως ο Γκίσταβ Χέρτσμπεργκ.
Υπάρχει όμως και η άλλη πλευρά, η τουρκική. Πώς έβλεπαν οι Τούρκοι την Επανάσταση του 1821; Μέχρι πρόσφατα, μοναδική πηγή στα ελληνικά ήταν το μνημειώδες έργο του Νικηφόρου Μοσχόπουλου «ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ» (Αθήνα 1960), ο οποίος στηρίζεται κυρίως στις αναφορές του ιστορικού Τζεβντέτ Πασά, το έργο του οποίου κυκλοφόρησε στο β’ μισό του 19ου αιώνα.
Έχουμε αναφερθεί αρκετές φορές σε όσα γράφει ο Τζεβντέτ Πασάς, τα οποία παρουσιάζουν μεγάλο ενδιαφέρον. Τα τελευταία χρόνια, ήρθαν στο φως και άλλες μαρτυρίες Τούρκων, οι οποίοι μάλιστα έζησαν στα χρόνια της Επανάστασης.
Ορισμένες από αυτές, υπάρχουν στο βιβλίο των Σοφίας Λαΐου και Μαρίνου Σαρηγιάννη «ΟΘΩΜΑΝΙΚΕΣ ΑΦΗΓΗΣΕΙΣ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΓΙΟΥΣΟΥΦ ΜΠΕΗ ΣΤΟΝ ΑΧΜΕΤ ΤΖΕΒΝΤΕΤ ΠΑΣΑ», που εκδόθηκε το 2019 από το ΕΘΝΙΚΟ ΙΔΡΥΜΑ ΕΡΕΥΝΩΝ. Πρόκειται για ένα άκρως ενδιαφέρον βιβλίο, από το οποίο θα παρουσιάσουμε σήμερα, σε περίληψη βέβαια, τι γράφει ο Οθωμανός αξιωματούχος Γιουσούφ μπέης που το 1821 ζούσε στο Ναύπλιο. Φυσικά, θα επανέλθουμε και με αφηγήσεις άλλων Τούρκων από το ίδιο βιβλίο στο μέλλον.
Ποιος ήταν ο Γιουσούφ μπέης;
Ο Μοραβή (Μοραΐτης) Μιρ Γιουσούφ μπέης, ήταν γιος του Ναυπλιώτη στην καταγωγή Αχμέτ πασά Σαλαμπάς, ο οποίος αφού έλαβε στρατιωτική εκπαίδευση στο παλάτι, υπηρέτησε ως βαλής σε διάφορες ελληνικές πόλεις. Σύμφωνα με τον Φωτάκο (Φώτιο Χρυσανθόπουλο), αγωνιστή και απομνημνευματογράφο του 1821 που γνώριζε τον Γιουσούφ, μητέρα του ήταν μια Χριστιανή. Ο πατέρας του Γιουσούφ μπέη, ο οποίος(ο Γιουσούφ) ανήκε στο σώμα των ιππέων της Υψηλής Πύλης, είχε μεγάλη συμβολή στην πάταξη της «αλβανοκρατίας» που επικράτησε στον Μοριά μετά τα Ορλοφικά. Ο Φωτάκος χαρακτηρίζει τον Γιουσούφ «ήμερο και αγαθό άνθρωπο» καθώς και «γραμματισμένο».
Τι γράφει ο Γιουσούφ μπέης για την Επανάσταση του ‘21
Ο Γιουσούφ μπέης, προσπαθεί να ερμηνεύσει την εξέγερση ανθρώπων οι οποίοι παλαιότερα ζούσαν αρμονικά με τους Μουσουλμάνους. Δεν δείχνει καμία διάθεση, όπως άλλοι, να αποδώσει την Επανάσταση σε εγγενείς αδυναμίες του οθωμανικού κράτους. Αποδίδει τις ήττες των Οθωμανών στην κακοδιαχείριση και την έλλειψη εφοδίων, καθώς και στις διχόνοιες και την απληστία κάποιων αξιωματούχων, συχνά και στη θεία τιμωρία. Παραθέτει μάλιστα στο έργο του τις απόψεις δύο επιφανών Ελλήνων, του πρόκριτου της Πάτρας Αθανάσιου Κανακάρη και τον Σπετσιώτη πολιτικού και αγωνιστή Ιωάννη Ορλάνδου.
«Εμείς δεν έχουμε διαμάχη και έριδα με τους μουσουλμάνους, ούτε άλλο παράπονο. Προβήκαμε σε αυτή την ενέργεια, επειδή οι φτωχοί ραγιάδες δεν μπορούσαν να αντέξουν την τυραννία και την καταπίεση των βεζίρηδων. Αναγκαστικά φτάσαμε σε αυτό το δρόμο σωτήριας και τον επιδοκιμάζουμε σύσσωμο το μιλλέτι (=έθνος) προκειμένου να απαλλαγούν οι φτωχοί ζιμμήδες (=μη μουσουλμάνοι υπήκοοι ισλαμικών πολιτικών εξουσιών) από το βάρος των καταπιέσεων. Γι’ αυτό διαλέξαμε να ακολουθήσουμε το δρόμο της αποστασίας. Έπρεπε να κατασβέσουμε με τα κατάλληλα μέτρα τις σπίθες της φωτιάς της τυραννίας και της αδικίας που εδώ και καιρό έκαιγε στα στήθη των ζιμμήδων», έλεγε ο Α. Κανακάρης.
Και ο Ιωάννης Ορλάνδος όμως ήταν σαφής:
«Πράγματι από παλιά ήταν μέσα στο μυαλό του μιλλετιού μας και οριστικά αποφασισμένο να βγούμε από το ζυγό του ραγιαδισμού και της υποταγής…».
Ο ίδιος ο Γιουσούφ, περιγράφει την Επανάσταση ως φυσική συνέπια μιας εθνικής αφύπνισης. Στην αρχή του έργου του, γράφει:
«Διότι η ανθρώπινη φύση και όλα τα διαφορετικά έθνη (millet) υπόκεινται στη δίψα για ανεξαρτησία (ser-azadelik) και μόνο εξ ανάγκης προσποιούνται ότι συναινούν και δέχονται τη δουλεία και την υποταγή (raiyyet η ubudiyyeti)».
Στο απόσπασμα αυτό, αλλά και σε όλο το υπόλοιπο έργο του, ο Γιουσούφ δέχεται ότι οι «Ρωμιοί», αποτελούν ένα ξεχωριστό έθνος (μιλλέτ), το οποίο από τη φύση του, όπως και όλα τα έθνη, δεν μπορεί να αντέξει τη δουλεία παρά μόνο από ανάγκη. Πολύ σημαντική είναι εδώ η χρήση της λέξης «μιλλέτ» με τη σημασία του έθνους. O Michael Ursinus, στην «Encyclopedia of Islam», έδειξε ότι το 1807, οι οθωμανικές αρχές αρνούνταν να τη χρησιμοποιήσουν για τους εξεγερμένους Σέρβους, καθώς θεωρούσαν ότι αφορά μόνο ανεξάρτητα κράτη. Ο όρος «έθνος των Ρωμιών» (millet-I Rum) εκτός από τον Γιουσούφ, υπάρχει πολύ συχνά και στα κείμενα του χρονικογράφου Σανί-ζαντέ. Μάλιστα, η διαδικασία αυτή ξεκίνησε ήδη από τον 18ο αιώνα. Τον 16ο και τον 17ο αιώνα, ο Οικουμενικός Πατριάρχης, αναφερόταν ως «Πατριάρχης απίστων» ή «Χριστιανών», ενώ από τον 18ο αιώνα και μετά ως «Πατριάρχης Ρωμιών». Σχετική αναφορά (και απόδειξη…) έχει κάνει ήδη από 1999 ο ParasKevas Konortas, στο έργο «Ottoman Greeks in the Age of Nationalism Politics, Economy and Society in the Nineteenth Century» (επιμ. Dimitri Gondicas – Charles Issawi), Πρίνστον 1999.
Αλήθεια, πόσοι Έλληνες πανεπιστημιακοί ιστορικοί έχουν διαβάσει (ή έστω γνωρίζουν…) το συγκεκριμένο βιβλίο;
Για την ιστορία, ο Γιουσούφ μπέης, αιχμαλωτίστηκε κατά την κατάληψη του Ναυπλίου και αφέθηκε ελεύθερος το 1822, οπότε και έφυγε για την Κωνσταντινούπολη.
Η ορολογία για τους Έλληνες στις οθωμανικές αναφορές
Η πολυσημία του δίπολου Ρουμ/Γιουνάν στο οθωμανικό λεξιλόγιο, είναι γνωστή πριν τον 19ο αιώνα. Στις αραβικές πηγές, μετά τον 10ο αιώνα, οι «Ρωμαίοι» ταυτίζονταν με τους Βυζαντινούς, βασικούς αντιπάλους των Μουσουλμάνων. Σταδιακά, άρχισαν να αντιδιαστέλλονται με τους «Γιουνάν», κατόχους της αρχαίας σοφίας, αν και η γλώσσα των «Ρουμ» συχνά ταυτίζονταν με τη γλώσσα των αρχαίων «Γιουνάν». Οι Οθωμανοί, ταύτιζαν τη γεωγραφική κοιτίδα αρχαίων και νέων Ελλήνων καθώς η γεωγραφική σημασία του «Ρουμ» ήταν περιορισμένη στα Βαλκάνια και τη Μικρά Ασία. Ήδη από τα τέλη του 16ου αιώνα, ο Κωνσταντίνος( δεν διευκρινίζεται για ποιον Κωνσταντίνο πρόκειται) και άλλοι αυτοκράτορες αποκαλούνται «Γιουνανί». Συγγραφείς του 18ου αιώνα, αναφέρονται στους σύγχρονούς τους Έλληνες ως «Γιουνάν» και στους αρχαίους ως «Ρουμ». Στα διοικητικά έγγραφα, χρησιμοποιείται πάντα η ονομασία «Ρουμ», εκτός από μία φορά, στα μέσα του 16ου αιώνα, όταν σε διοικητικό κανονισμό της Νικόπολης (του Δούναβη;), όπου χρησιμοποιείται ο όρος «Γιουνανί». Πάντως, χρονογράφοι όπως ο Σανί Ζαντέ (αρχές 19ου αιώνα), κάνουν λόγο για «εμφάνιση του κράτους των Ελλήνων (Γιουνάν)», ιστορίες «του κράτους των Ελλήνων και της κατάστασης των παμπάλαιων Ρωμιών».
Άλλοι ιστοριογράφοι, όπως ο Βαχίτ πασάς και ο Εσάτ Εφέντης, κάνουν διαχωρισμό ανάμεσα σε αρχαίους και νέους Έλληνες: ο μεν Βαχίτ μιλάει για τις περιοχές «των Ρωμιών και των Ελλήνων» που θα περνούσαν στα χέρια «των Χριστιανών», ο δε Εσάτ γράφει ότι η Ρωσία υποκίνησε την (επαν)εμφάνιση της «πολιτείας των Ελλήνων» που είχαν ξεχάσει «τα επιτεύγματά τους».
Τέλος, ο Γιουσούφ μπέης μιλά για «Ρωμιούς», όπως μιλά και για (μουσουλμάνους) Αλβανούς (αλλά και για «Ρωμιούς Αρβανίτες» - Rum Arnabudlari). Ποτέ δεν κάνει λόγο για Οθωμανούς ή Τούρκους, παρά μόνο για «Μουσουλμάνους» ή «πιστούς». Αντίθετα, στο κείμενο του Καμπουτλή Βασφή, απαντά το προσωνύμιο «Τούρκε», ya Turko, κυρίως ως κλητική προσφώνηση από τους Έλληνες.
Ένας Τούρκος ιστορικός γράφει για τους Αλβανούς στον οθωμανικό στρατό
Ο οθωμανικός στρατός στρατολογούσε Αλβανούς στρατιώτες κυρίως από τους Γκέγκηδες στα βόρεια και τους Τόσκηδες στα νότια. Στην πραγματικότητα, υπήρχε μία σοβαρή έχθρα μεταξύ των δύο φυλών. Μερικές φορές αυτή η έχθρα επηρέαζε τον στρατό. Οι οθωμανοί αρχηγοί προσπάθησαν να εξισορροπήσουν την κατάσταση ενώ προσπαθούσαν να επιλέξουν στρατηγούς που ήταν οικείοι με την ψυχολογία των Αλβανών στρατιωτών. Οθωμανικά αρχεία περιγράφουν τους Αλβανούς στρατιώτες ως "γενναίους, ηρωικούς και πολεμοχαρείς".
Οι Αλβανοί μισθοφόροι στην Ελληνική Επανάσταση 1821
Η οθωμανική αυτοκρατορία δεν διαχειρίστηκε την κρίση της ελληνικής επανάστασης με επιτυχία. Αυτή η αποτυχία είχε προεκτάσεις τόσο στρατιωτικές όσο και διπλωματικές. Για αυτόν το λόγο, χρησιμοποίησε Αλβανούς μισθοφόρους που όμως δεν αποδείχτηκαν επιθυμητή λύση.
Όταν οι οθωμανοί αξιωματούχοι πληροφορήθηκαν την ελληνική εξέγερση, στράφηκαν στους Αλβανούς μισθοφόρους εξαιτίας προβλημάτων που είχαν δημιουργήσει οι γενίτσαροι. Ο συνολικός αριθμός του στρατού των μισθοφόρων άγγιξε τους 7.000 άντρες. Ο εκπαιδευμένος στρατός στάλθηκε στη Λιβαδειά και τη Θήβα όπου η κατάσταση ήταν κρίσιμη. Ωστόσο, η πρώτη κρίση με τους Αλβανούς στρατιώτες δεν άργησε να εμφανιστεί. Ενόσω ο στρατός παρέλαυνε στο Ναύπλιο, ο αρχηγός τους, Zekeriya Debre, απαίτησε την πληρωμή μισθού 16.000 πιάστρων για τους στρατιώτες του, κάτι που ήταν ανέφικτο. Η πραγματική αιτία της κρίσης ήταν όμως η ολοένα εντονότερη έχθρα που αναπτυσσόταν εντός του στρατού, μεταξύ των δύο αλβανικών δυναστειών. Εκατοντάδες στρατιώτες, έπειτα από κρυφή συνεννόηση του Zekeriya με τους Αλβανούς ηγέτες που τροφοδοτούσαν με μισθοφόρους τους Οθωμανούς, εγκατέλειψαν τον στρατό.
Παρά τα προβλήματα που δημιουργούσαν, οι Αλβανοί στρατιώτες ήταν απαραίτητοι στους Οθωμανούς καθώς η ελληνική επανάσταση εξαπλωνόταν καθημερινά. Έτσι, το 1822, είχε πια αυξηθεί ο αριθμός των Αλβανών μισθοφόρων στον στρατό.
Στη μάχη κοντά στην Υπάτη, ο Πασάς Μαχμούτ, Αλβανός μουσουλμάνος, πέτυχε νίκη εναντίον του Κολοκοτρώνη, οδηγώντας σε θάνατο 3.000 επαναστάτες. Κάθε Αλβανός μισθοφόρος ανταμείφθηκε με ένα επιπλέον πιάστρο για τη νίκη.
Η οθωμανική αυτοκρατορία αποφάσισε να επικεντρωθεί στην Εύβοια και το Μεσολόγγι, όπου στάλθηκαν οι Αλβανοί μισθοφόροι. Ωστόσο, άρχισαν σύντομα να εγκαταλείπουν τα χωριά όπου εγκαταστάθηκαν, μόλις έμαθαν πως πραγματοποιούνταν πληρωμές σε άλλα μέρη. Αν και ο Αλή Πασάς τους προειδοποίησε να επιστρέψουν, δεν τον υπάκουσαν. Οι περισσότεροι απέδρασαν στη Λαμία.
Στο Μεσολόγγι, η κατάσταση επιδεινώθηκε καθώς η απειθαρχία των Γκέγκηδων αποτελούσε μεγάλο πρόβλημα. Οι συγκεκριμένοι, που είχαν στρατολογηθεί το καλοκαίρι, αρνήθηκαν να πολεμήσουν τον Νοέμβριο και επέστρεψαν στα σπίτια τους. Έτσι, οι Έλληνες αύξησαν τη συχνότητα των επιθέσεων τους στα γύρω χωριά.
Αν και ο οθωμανικός στρατός είχε πετύχει νίκη στα Ψαρά, του ήταν αδύνατο να καταφέρει το ίδιο στον Μοριά κατά το 1823-1824. Μια από τις αιτίες, κατά τους Οθωμανούς αξιωματούχους, ήταν ο ζήλος των Αλβανών στρατιωτών για τον μισθό τους.
Ο πασάς Μεχμέτ Ρασίντ(σημ. ο γνωστός μας Κιουταχής) αποφάσισε να μεταβεί στο Μεσολόγγι τον Μάρτιο του 1825 καθώς οι αποδράσεις είχαν αυξηθεί στον στρατό, αφού η πολιορκία του Μεσολογγίου συνεχιζόταν. Χριστιανοί Αλβανοί υποστήριζαν τους επαναστάτες.
Ένα νέο πρόβλημα προέκυψε καθώς ο στρατός προσέγγιζε τις πύλες του Μεσολογγίου. Ο αρχηγός των Αλβανών Τόσκηδων ήταν ανεπαρκής. Επίσης οι πληρωμές των Αλβανών δημιούργησαν ξανά πρόβλημα πριν την τελευταία επίθεση στο Μεσολόγγι. Οι μισθοφόροι υποστήριξαν πως δεν θα μάχονταν εκτός και αν πληρώνονταν και απειλούσαν να γυρίσουν σπίτι τους γιατί τα συμβόλαια τους είχαν λήξει. Απαίτησαν τις προηγούμενες πληρωμές τους και επιπλέον πληρωμές σε μετρητά για τους επόμενους τρεις ή τέσσερις μήνες.
Ακόμα και μετά την κατάκτηση του Μεσολογγίου, οι μισθοφόροι δεν είχαν πληρωθεί και το πρόβλημα οξυνόταν. Αυτό καθυστερούσε την κατάκτηση της Αθήνας. Ο Ρασίντ Πασάς όμως δεν είχε άλλη εναλλακτική λύση πέρα από τους Αλβανούς στρατιώτες και αυτό τον γέμιζε απελπισία.
Η ικανοποίηση των Οθωμανών αξιωματούχων για την κατάκτηση της Αθήνας και της Ακρόπολης στις 6 Ιουνίου 1827, δεν κράτησε για πολύ. Έπρεπε να πληρώσουν άμεσα τους Αλβανούς μισθοφόρους καθώς η καθυστέρηση είχε δημιουργήσει σοβαρό πρόβλημα. Εάν οι πληρωμές πραγματοποιούνταν, η οθωμανική αυτοκρατορία θα μπορούσε να διατηρήσει στις τάξεις της, 10.000 Αλβανούς στρατιώτες.
Το 1828, οι Έλληνες επαναστάτες κατέλαβαν εκ νέου το Μεσολόγγι εξαιτίας προβλημάτων που είχαν δημιουργηθεί στον οθωμανικό στρατό λόγω αποτυχίας πληρωμών των Αλβανών μισθοφόρων.
Βλέπουμε λοιπόν από τις αναφορές του Τούρκου ιστορικού, πόσο φιλοχρήματοι ήταν οι Αλβανοί και τον ρόλο που έπαιξαν στην επανάσταση. Αυτές οι αναφορές, μάλλον αποστομώνουν όσους ισχυρίζονταν ότι οι Αλβανοί πρόσφεραν πολλά στην απελευθέρωση της Ελλάδας. Κι αν κάποιοι πολέμησαν στο πλευρό των Ελλήνων, ήταν πολύ λιγότεροι απ’ όσους πολέμησαν εναντίον τους…
Πηγές: Σοφία Λαΐου- Μαρίνος Σαρηγιάννης «ΟΘΩΜΑΝΙΚΕΣ ΑΦΗΓΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΓΙΟΥΣΟΥΦ ΜΠΕΗ ΣΤΟΝ ΑΧΜΕΤ ΤΖΕΒΝΤΕΤ ΠΑΣΑ», ΕΘΝΙΚΟ ΙΔΡΥΜΑ ΕΡΕΥΝΩΝ,2019
Yusuf Hakan Erdem «Ottomans, Albanians and Turks in the Greek War of Independence»
«Πράγματι από παλιά ήταν μέσα στο μυαλό του μιλλετιού μας και οριστικά αποφασισμένο να βγούμε από το ζυγό του ραγιαδισμού και της υποταγής…».
Ο ίδιος ο Γιουσούφ, περιγράφει την Επανάσταση ως φυσική συνέπια μιας εθνικής αφύπνισης. Στην αρχή του έργου του, γράφει:
«Διότι η ανθρώπινη φύση και όλα τα διαφορετικά έθνη (millet) υπόκεινται στη δίψα για ανεξαρτησία (ser-azadelik) και μόνο εξ ανάγκης προσποιούνται ότι συναινούν και δέχονται τη δουλεία και την υποταγή (raiyyet η ubudiyyeti)».
Στο απόσπασμα αυτό, αλλά και σε όλο το υπόλοιπο έργο του, ο Γιουσούφ δέχεται ότι οι «Ρωμιοί», αποτελούν ένα ξεχωριστό έθνος (μιλλέτ), το οποίο από τη φύση του, όπως και όλα τα έθνη, δεν μπορεί να αντέξει τη δουλεία παρά μόνο από ανάγκη. Πολύ σημαντική είναι εδώ η χρήση της λέξης «μιλλέτ» με τη σημασία του έθνους. O Michael Ursinus, στην «Encyclopedia of Islam», έδειξε ότι το 1807, οι οθωμανικές αρχές αρνούνταν να τη χρησιμοποιήσουν για τους εξεγερμένους Σέρβους, καθώς θεωρούσαν ότι αφορά μόνο ανεξάρτητα κράτη. Ο όρος «έθνος των Ρωμιών» (millet-I Rum) εκτός από τον Γιουσούφ, υπάρχει πολύ συχνά και στα κείμενα του χρονικογράφου Σανί-ζαντέ. Μάλιστα, η διαδικασία αυτή ξεκίνησε ήδη από τον 18ο αιώνα. Τον 16ο και τον 17ο αιώνα, ο Οικουμενικός Πατριάρχης, αναφερόταν ως «Πατριάρχης απίστων» ή «Χριστιανών», ενώ από τον 18ο αιώνα και μετά ως «Πατριάρχης Ρωμιών». Σχετική αναφορά (και απόδειξη…) έχει κάνει ήδη από 1999 ο ParasKevas Konortas, στο έργο «Ottoman Greeks in the Age of Nationalism Politics, Economy and Society in the Nineteenth Century» (επιμ. Dimitri Gondicas – Charles Issawi), Πρίνστον 1999.
Αλήθεια, πόσοι Έλληνες πανεπιστημιακοί ιστορικοί έχουν διαβάσει (ή έστω γνωρίζουν…) το συγκεκριμένο βιβλίο;
Για την ιστορία, ο Γιουσούφ μπέης, αιχμαλωτίστηκε κατά την κατάληψη του Ναυπλίου και αφέθηκε ελεύθερος το 1822, οπότε και έφυγε για την Κωνσταντινούπολη.
Η ορολογία για τους Έλληνες στις οθωμανικές αναφορές
Η πολυσημία του δίπολου Ρουμ/Γιουνάν στο οθωμανικό λεξιλόγιο, είναι γνωστή πριν τον 19ο αιώνα. Στις αραβικές πηγές, μετά τον 10ο αιώνα, οι «Ρωμαίοι» ταυτίζονταν με τους Βυζαντινούς, βασικούς αντιπάλους των Μουσουλμάνων. Σταδιακά, άρχισαν να αντιδιαστέλλονται με τους «Γιουνάν», κατόχους της αρχαίας σοφίας, αν και η γλώσσα των «Ρουμ» συχνά ταυτίζονταν με τη γλώσσα των αρχαίων «Γιουνάν». Οι Οθωμανοί, ταύτιζαν τη γεωγραφική κοιτίδα αρχαίων και νέων Ελλήνων καθώς η γεωγραφική σημασία του «Ρουμ» ήταν περιορισμένη στα Βαλκάνια και τη Μικρά Ασία. Ήδη από τα τέλη του 16ου αιώνα, ο Κωνσταντίνος( δεν διευκρινίζεται για ποιον Κωνσταντίνο πρόκειται) και άλλοι αυτοκράτορες αποκαλούνται «Γιουνανί». Συγγραφείς του 18ου αιώνα, αναφέρονται στους σύγχρονούς τους Έλληνες ως «Γιουνάν» και στους αρχαίους ως «Ρουμ». Στα διοικητικά έγγραφα, χρησιμοποιείται πάντα η ονομασία «Ρουμ», εκτός από μία φορά, στα μέσα του 16ου αιώνα, όταν σε διοικητικό κανονισμό της Νικόπολης (του Δούναβη;), όπου χρησιμοποιείται ο όρος «Γιουνανί». Πάντως, χρονογράφοι όπως ο Σανί Ζαντέ (αρχές 19ου αιώνα), κάνουν λόγο για «εμφάνιση του κράτους των Ελλήνων (Γιουνάν)», ιστορίες «του κράτους των Ελλήνων και της κατάστασης των παμπάλαιων Ρωμιών».
Άλλοι ιστοριογράφοι, όπως ο Βαχίτ πασάς και ο Εσάτ Εφέντης, κάνουν διαχωρισμό ανάμεσα σε αρχαίους και νέους Έλληνες: ο μεν Βαχίτ μιλάει για τις περιοχές «των Ρωμιών και των Ελλήνων» που θα περνούσαν στα χέρια «των Χριστιανών», ο δε Εσάτ γράφει ότι η Ρωσία υποκίνησε την (επαν)εμφάνιση της «πολιτείας των Ελλήνων» που είχαν ξεχάσει «τα επιτεύγματά τους».
Τέλος, ο Γιουσούφ μπέης μιλά για «Ρωμιούς», όπως μιλά και για (μουσουλμάνους) Αλβανούς (αλλά και για «Ρωμιούς Αρβανίτες» - Rum Arnabudlari). Ποτέ δεν κάνει λόγο για Οθωμανούς ή Τούρκους, παρά μόνο για «Μουσουλμάνους» ή «πιστούς». Αντίθετα, στο κείμενο του Καμπουτλή Βασφή, απαντά το προσωνύμιο «Τούρκε», ya Turko, κυρίως ως κλητική προσφώνηση από τους Έλληνες.
Ένας Τούρκος ιστορικός γράφει για τους Αλβανούς στον οθωμανικό στρατό
Ο οθωμανικός στρατός στρατολογούσε Αλβανούς στρατιώτες κυρίως από τους Γκέγκηδες στα βόρεια και τους Τόσκηδες στα νότια. Στην πραγματικότητα, υπήρχε μία σοβαρή έχθρα μεταξύ των δύο φυλών. Μερικές φορές αυτή η έχθρα επηρέαζε τον στρατό. Οι οθωμανοί αρχηγοί προσπάθησαν να εξισορροπήσουν την κατάσταση ενώ προσπαθούσαν να επιλέξουν στρατηγούς που ήταν οικείοι με την ψυχολογία των Αλβανών στρατιωτών. Οθωμανικά αρχεία περιγράφουν τους Αλβανούς στρατιώτες ως "γενναίους, ηρωικούς και πολεμοχαρείς".
Οι Αλβανοί μισθοφόροι στην Ελληνική Επανάσταση 1821
Η οθωμανική αυτοκρατορία δεν διαχειρίστηκε την κρίση της ελληνικής επανάστασης με επιτυχία. Αυτή η αποτυχία είχε προεκτάσεις τόσο στρατιωτικές όσο και διπλωματικές. Για αυτόν το λόγο, χρησιμοποίησε Αλβανούς μισθοφόρους που όμως δεν αποδείχτηκαν επιθυμητή λύση.
Όταν οι οθωμανοί αξιωματούχοι πληροφορήθηκαν την ελληνική εξέγερση, στράφηκαν στους Αλβανούς μισθοφόρους εξαιτίας προβλημάτων που είχαν δημιουργήσει οι γενίτσαροι. Ο συνολικός αριθμός του στρατού των μισθοφόρων άγγιξε τους 7.000 άντρες. Ο εκπαιδευμένος στρατός στάλθηκε στη Λιβαδειά και τη Θήβα όπου η κατάσταση ήταν κρίσιμη. Ωστόσο, η πρώτη κρίση με τους Αλβανούς στρατιώτες δεν άργησε να εμφανιστεί. Ενόσω ο στρατός παρέλαυνε στο Ναύπλιο, ο αρχηγός τους, Zekeriya Debre, απαίτησε την πληρωμή μισθού 16.000 πιάστρων για τους στρατιώτες του, κάτι που ήταν ανέφικτο. Η πραγματική αιτία της κρίσης ήταν όμως η ολοένα εντονότερη έχθρα που αναπτυσσόταν εντός του στρατού, μεταξύ των δύο αλβανικών δυναστειών. Εκατοντάδες στρατιώτες, έπειτα από κρυφή συνεννόηση του Zekeriya με τους Αλβανούς ηγέτες που τροφοδοτούσαν με μισθοφόρους τους Οθωμανούς, εγκατέλειψαν τον στρατό.
Παρά τα προβλήματα που δημιουργούσαν, οι Αλβανοί στρατιώτες ήταν απαραίτητοι στους Οθωμανούς καθώς η ελληνική επανάσταση εξαπλωνόταν καθημερινά. Έτσι, το 1822, είχε πια αυξηθεί ο αριθμός των Αλβανών μισθοφόρων στον στρατό.
Στη μάχη κοντά στην Υπάτη, ο Πασάς Μαχμούτ, Αλβανός μουσουλμάνος, πέτυχε νίκη εναντίον του Κολοκοτρώνη, οδηγώντας σε θάνατο 3.000 επαναστάτες. Κάθε Αλβανός μισθοφόρος ανταμείφθηκε με ένα επιπλέον πιάστρο για τη νίκη.
Η οθωμανική αυτοκρατορία αποφάσισε να επικεντρωθεί στην Εύβοια και το Μεσολόγγι, όπου στάλθηκαν οι Αλβανοί μισθοφόροι. Ωστόσο, άρχισαν σύντομα να εγκαταλείπουν τα χωριά όπου εγκαταστάθηκαν, μόλις έμαθαν πως πραγματοποιούνταν πληρωμές σε άλλα μέρη. Αν και ο Αλή Πασάς τους προειδοποίησε να επιστρέψουν, δεν τον υπάκουσαν. Οι περισσότεροι απέδρασαν στη Λαμία.
Στο Μεσολόγγι, η κατάσταση επιδεινώθηκε καθώς η απειθαρχία των Γκέγκηδων αποτελούσε μεγάλο πρόβλημα. Οι συγκεκριμένοι, που είχαν στρατολογηθεί το καλοκαίρι, αρνήθηκαν να πολεμήσουν τον Νοέμβριο και επέστρεψαν στα σπίτια τους. Έτσι, οι Έλληνες αύξησαν τη συχνότητα των επιθέσεων τους στα γύρω χωριά.
Αν και ο οθωμανικός στρατός είχε πετύχει νίκη στα Ψαρά, του ήταν αδύνατο να καταφέρει το ίδιο στον Μοριά κατά το 1823-1824. Μια από τις αιτίες, κατά τους Οθωμανούς αξιωματούχους, ήταν ο ζήλος των Αλβανών στρατιωτών για τον μισθό τους.
Ο πασάς Μεχμέτ Ρασίντ(σημ. ο γνωστός μας Κιουταχής) αποφάσισε να μεταβεί στο Μεσολόγγι τον Μάρτιο του 1825 καθώς οι αποδράσεις είχαν αυξηθεί στον στρατό, αφού η πολιορκία του Μεσολογγίου συνεχιζόταν. Χριστιανοί Αλβανοί υποστήριζαν τους επαναστάτες.
Ένα νέο πρόβλημα προέκυψε καθώς ο στρατός προσέγγιζε τις πύλες του Μεσολογγίου. Ο αρχηγός των Αλβανών Τόσκηδων ήταν ανεπαρκής. Επίσης οι πληρωμές των Αλβανών δημιούργησαν ξανά πρόβλημα πριν την τελευταία επίθεση στο Μεσολόγγι. Οι μισθοφόροι υποστήριξαν πως δεν θα μάχονταν εκτός και αν πληρώνονταν και απειλούσαν να γυρίσουν σπίτι τους γιατί τα συμβόλαια τους είχαν λήξει. Απαίτησαν τις προηγούμενες πληρωμές τους και επιπλέον πληρωμές σε μετρητά για τους επόμενους τρεις ή τέσσερις μήνες.
Ακόμα και μετά την κατάκτηση του Μεσολογγίου, οι μισθοφόροι δεν είχαν πληρωθεί και το πρόβλημα οξυνόταν. Αυτό καθυστερούσε την κατάκτηση της Αθήνας. Ο Ρασίντ Πασάς όμως δεν είχε άλλη εναλλακτική λύση πέρα από τους Αλβανούς στρατιώτες και αυτό τον γέμιζε απελπισία.
Η ικανοποίηση των Οθωμανών αξιωματούχων για την κατάκτηση της Αθήνας και της Ακρόπολης στις 6 Ιουνίου 1827, δεν κράτησε για πολύ. Έπρεπε να πληρώσουν άμεσα τους Αλβανούς μισθοφόρους καθώς η καθυστέρηση είχε δημιουργήσει σοβαρό πρόβλημα. Εάν οι πληρωμές πραγματοποιούνταν, η οθωμανική αυτοκρατορία θα μπορούσε να διατηρήσει στις τάξεις της, 10.000 Αλβανούς στρατιώτες.
Το 1828, οι Έλληνες επαναστάτες κατέλαβαν εκ νέου το Μεσολόγγι εξαιτίας προβλημάτων που είχαν δημιουργηθεί στον οθωμανικό στρατό λόγω αποτυχίας πληρωμών των Αλβανών μισθοφόρων.
Βλέπουμε λοιπόν από τις αναφορές του Τούρκου ιστορικού, πόσο φιλοχρήματοι ήταν οι Αλβανοί και τον ρόλο που έπαιξαν στην επανάσταση. Αυτές οι αναφορές, μάλλον αποστομώνουν όσους ισχυρίζονταν ότι οι Αλβανοί πρόσφεραν πολλά στην απελευθέρωση της Ελλάδας. Κι αν κάποιοι πολέμησαν στο πλευρό των Ελλήνων, ήταν πολύ λιγότεροι απ’ όσους πολέμησαν εναντίον τους…
Πηγές: Σοφία Λαΐου- Μαρίνος Σαρηγιάννης «ΟΘΩΜΑΝΙΚΕΣ ΑΦΗΓΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΓΙΟΥΣΟΥΦ ΜΠΕΗ ΣΤΟΝ ΑΧΜΕΤ ΤΖΕΒΝΤΕΤ ΠΑΣΑ», ΕΘΝΙΚΟ ΙΔΡΥΜΑ ΕΡΕΥΝΩΝ,2019
Yusuf Hakan Erdem «Ottomans, Albanians and Turks in the Greek War of Independence»
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Ειδήσεις
Δημοφιλή
Σχολιασμένα