Η εκστρατεία της Καλλίπολης (1915): Ήταν λάθος η μη συμμετοχή της Ελλάδας σ’ αυτή;
13.06.2021
19:36
Οι δραματικές διαβουλεύσεις μεταξύ Βενιζέλου – Κωνσταντίνου για τη συμμετοχή ή όχι της Ελλάδας στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο – Η εκστρατεία των Δυνάμεων της Entente στην Καλλίπολη και η συντριπτική ήττα τους.
Στις 28 Ιουνίου 1914 δολοφονήθηκαν στο Σαράγεβο της Βοσνίας, επαρχία τότε της Αυστροουγγαρίας, ο αρχιδούκας διάδοχος της Αυστρίας Φερδινάρδος και η σύζυγός του Σοφία φον Τσότεκ από τον νεαρό Σερβοβόσνιο σπουδαστή Γκαβρίλο Πρίντσιπ, οπαδό της πανσλαβικής κίνησης, η οποία διευθυνόταν από υψηλά ιστάμενα πρόσωπα της Σερβίας.
Αυτό το γεγονός αποτέλεσε την αφορμή για το ξέσπασμα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Από τη μία πλευρά, οι λεγόμενες Κεντρικές Δυνάμεις (Αυτοκρατορίες), με επικεφαλής τη Γερμανία, την Αυστροουγγαρία και την Οθωμανική Αυτοκρατορία και από την άλλη οι δυνάμεις της Entente (Αντάντ), της «Εγκάρδιας Συνεννόησης», με επικεφαλής τη Μ. Βρετανία, τη Γαλλία και τη Ρωσία. Η σύγκρουση ξεκίνησε στις 28 Ιουλίου 1914, με την κήρυξη πολέμου από την Αυστροουγγαρία στη Σερβία, την οποία μάλιστα αποκαλούσε «χώρα δολοφόνων».
Η κατάσταση στην Ελλάδα το καλοκαίρι του 1914
Τον Ιούλιο του 1914, δεν είχε συμπληρωθεί καλά καλά ένα έτος από την υπογραφή της Συνθήκης του Βουκουρεστίου (δείτε σχετικό μας άρθρο στις 16/5/2021), με την οποία η χώρα μας «μεγάλωσε» σε έκταση και πληθυσμό. Μοιραία, λόγω της γεωγραφικής του θέσης αλλά και της μόνιμης επέμβασης των Μεγάλων Δυνάμεων στα εσωτερικά της, βρέθηκε για πολλοστή φορά μπροστά στη λήψη σημαντικών αποφάσεων για το μέλλον της.
Πριν την κήρυξη του πολέμου από την Αυστροουγγαρία εναντίον της Σερβίας, η Ελλάδα είχε αποφασίσει να παραμείνει ουδέτερη και θα επενέβαινε μόνο σε περίπτωση βουλγαρικής επίθεσης εναντίον της. Ωστόσο η γενίκευση του πολέμου και η επέκτασή του στα Βαλκάνια, όπως αναφέραμε, επηρέασαν την ελληνική θέση.
Ο Ελευθέριος Βενιζέλος υπολόγιζε σε μια προσωρινή ουδετερότητα περιμένοντας νέες εξελίξεις ή αποβλέποντας στη δημιουργία των απαραίτητων προϋποθέσεων για την έξοδο της Ελλάδας στον πόλεμο, στο πλευρό της Entente. Η ανάμειξη της Μ. Βρετανίας στον πόλεμο ενθάρρυνε τον Βενιζέλο στην άποψή του για σύμπραξη με την Entente.
Από την άλλη πλευρά, ο Κωνσταντίνος και το στρατιωτικό επιτελείο, πίστευαν ότι η Γερμανία και οι Κεντρικές Δυνάμεις θα κέρδιζαν τον πόλεμο, γι’ αυτό προέκριναν την τακτική της «διαρκούς ουδετερότητας». Η βασική αυτή διαφορά, έγινε για πρώτη φορά φανερή στο υπουργικό συμβούλιο της 24 Ιουλίου/6 Αυγούστου 1914. Ο Βενιζέλος ενοχλήθηκε ιδιαίτερα από τη στάση του Υπουργού Εξωτερικών Γεώργιου Στρέιτ, ο οποίος υπέβαλε την παραίτησή του, που δεν έγινε όμως αποδεκτή.
Στη συνέχεια, ο Κρητικός πολιτικός έκανε μια σειρά από προτάσεις προς τα μέλη της Entente για να συμμετάσχει η Ελλάδα στον πόλεμο, που όμως δεν βρήκαν ανταπόκριση. Η διαμάχη Βενιζέλου – Στρέιτ, οδήγησε τελικά σε οριστική παραίτηση του δεύτερου, τον Αύγουστο του 1914.
Οι πρώτες συζητήσεις για εκστρατεία στην Καλλίπολη
Οι Σύμμαχοι της Entente, θεωρούσαν τη Βουλγαρία πιο σημαντική απ’ ότι την Ελλάδα και επιδίωκαν να την προσεταιριστούν με αντάλλαγμα εδαφικές παραχωρήσεις σε βάρος της Ελλάδας και της Σερβίας. Ο Βενιζέλος απείλησε δύο φορές ότι θα παραιτηθεί. Το γεγονός αυτό θα σήμαινε τον σχηματισμό φιλογερμανικής κυβέρνησης στην Αθήνα, κάτι που οι δυνάμεις της Entente δεν ήθελαν σε καμία περίπτωση να συμβεί. Έτσι έσπευσαν να διαβεβαιώσουν την ελληνική κυβέρνηση ότι δεν θα ζητηθούν εδαφικές παραχωρήσεις.
Στα πολεμικά μέτωπα, οι Ρώσοι είχαν νικήσει τους Αυστριακούς στη Γαλλία, αλλά είχαν υποστεί μεγάλες απώλειες από τους Γερμανούς. Κι αυτοί με την σειρά τους όμως, ηττήθηκαν από τους Γάλλους στη μάχη του Μάρνη, τον Αύγουστο του 1914. Στις 25 Αυγούστου διατυπώθηκε για πρώτη φορά η πρόταση από βρετανικής πλευράς, να αρχίσουν ελληνοβρετανικές συνομιλίες για μελλοντική δράση εναντίον της οθωμανικής αυτοκρατορίας στα Δαρδανέλια και την Καλλίπολη. Οι συζητήσεις αυτές δεν είχαν κανένα αποτέλεσμα, λόγω των παραχωρήσεων προς τη Βουλγαρία που ζητούσαν οι Σύμμαχοι.
Αυτό το γεγονός αποτέλεσε την αφορμή για το ξέσπασμα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Από τη μία πλευρά, οι λεγόμενες Κεντρικές Δυνάμεις (Αυτοκρατορίες), με επικεφαλής τη Γερμανία, την Αυστροουγγαρία και την Οθωμανική Αυτοκρατορία και από την άλλη οι δυνάμεις της Entente (Αντάντ), της «Εγκάρδιας Συνεννόησης», με επικεφαλής τη Μ. Βρετανία, τη Γαλλία και τη Ρωσία. Η σύγκρουση ξεκίνησε στις 28 Ιουλίου 1914, με την κήρυξη πολέμου από την Αυστροουγγαρία στη Σερβία, την οποία μάλιστα αποκαλούσε «χώρα δολοφόνων».
Η κατάσταση στην Ελλάδα το καλοκαίρι του 1914
Τον Ιούλιο του 1914, δεν είχε συμπληρωθεί καλά καλά ένα έτος από την υπογραφή της Συνθήκης του Βουκουρεστίου (δείτε σχετικό μας άρθρο στις 16/5/2021), με την οποία η χώρα μας «μεγάλωσε» σε έκταση και πληθυσμό. Μοιραία, λόγω της γεωγραφικής του θέσης αλλά και της μόνιμης επέμβασης των Μεγάλων Δυνάμεων στα εσωτερικά της, βρέθηκε για πολλοστή φορά μπροστά στη λήψη σημαντικών αποφάσεων για το μέλλον της.
Πριν την κήρυξη του πολέμου από την Αυστροουγγαρία εναντίον της Σερβίας, η Ελλάδα είχε αποφασίσει να παραμείνει ουδέτερη και θα επενέβαινε μόνο σε περίπτωση βουλγαρικής επίθεσης εναντίον της. Ωστόσο η γενίκευση του πολέμου και η επέκτασή του στα Βαλκάνια, όπως αναφέραμε, επηρέασαν την ελληνική θέση.
Ο Ελευθέριος Βενιζέλος υπολόγιζε σε μια προσωρινή ουδετερότητα περιμένοντας νέες εξελίξεις ή αποβλέποντας στη δημιουργία των απαραίτητων προϋποθέσεων για την έξοδο της Ελλάδας στον πόλεμο, στο πλευρό της Entente. Η ανάμειξη της Μ. Βρετανίας στον πόλεμο ενθάρρυνε τον Βενιζέλο στην άποψή του για σύμπραξη με την Entente.
Από την άλλη πλευρά, ο Κωνσταντίνος και το στρατιωτικό επιτελείο, πίστευαν ότι η Γερμανία και οι Κεντρικές Δυνάμεις θα κέρδιζαν τον πόλεμο, γι’ αυτό προέκριναν την τακτική της «διαρκούς ουδετερότητας». Η βασική αυτή διαφορά, έγινε για πρώτη φορά φανερή στο υπουργικό συμβούλιο της 24 Ιουλίου/6 Αυγούστου 1914. Ο Βενιζέλος ενοχλήθηκε ιδιαίτερα από τη στάση του Υπουργού Εξωτερικών Γεώργιου Στρέιτ, ο οποίος υπέβαλε την παραίτησή του, που δεν έγινε όμως αποδεκτή.
Στη συνέχεια, ο Κρητικός πολιτικός έκανε μια σειρά από προτάσεις προς τα μέλη της Entente για να συμμετάσχει η Ελλάδα στον πόλεμο, που όμως δεν βρήκαν ανταπόκριση. Η διαμάχη Βενιζέλου – Στρέιτ, οδήγησε τελικά σε οριστική παραίτηση του δεύτερου, τον Αύγουστο του 1914.
Οι πρώτες συζητήσεις για εκστρατεία στην Καλλίπολη
Οι Σύμμαχοι της Entente, θεωρούσαν τη Βουλγαρία πιο σημαντική απ’ ότι την Ελλάδα και επιδίωκαν να την προσεταιριστούν με αντάλλαγμα εδαφικές παραχωρήσεις σε βάρος της Ελλάδας και της Σερβίας. Ο Βενιζέλος απείλησε δύο φορές ότι θα παραιτηθεί. Το γεγονός αυτό θα σήμαινε τον σχηματισμό φιλογερμανικής κυβέρνησης στην Αθήνα, κάτι που οι δυνάμεις της Entente δεν ήθελαν σε καμία περίπτωση να συμβεί. Έτσι έσπευσαν να διαβεβαιώσουν την ελληνική κυβέρνηση ότι δεν θα ζητηθούν εδαφικές παραχωρήσεις.
Στα πολεμικά μέτωπα, οι Ρώσοι είχαν νικήσει τους Αυστριακούς στη Γαλλία, αλλά είχαν υποστεί μεγάλες απώλειες από τους Γερμανούς. Κι αυτοί με την σειρά τους όμως, ηττήθηκαν από τους Γάλλους στη μάχη του Μάρνη, τον Αύγουστο του 1914. Στις 25 Αυγούστου διατυπώθηκε για πρώτη φορά η πρόταση από βρετανικής πλευράς, να αρχίσουν ελληνοβρετανικές συνομιλίες για μελλοντική δράση εναντίον της οθωμανικής αυτοκρατορίας στα Δαρδανέλια και την Καλλίπολη. Οι συζητήσεις αυτές δεν είχαν κανένα αποτέλεσμα, λόγω των παραχωρήσεων προς τη Βουλγαρία που ζητούσαν οι Σύμμαχοι.
Λίγες μέρες πριν στο μεταξύ, είχε συμβεί επεισόδιο με τα γερμανικά πλοία «Goeben» και «Breslan», τα οποία καταδιωκόμενα από ισχυρή ναυτική μοίρα των Αγγλογάλλων κατέφυγαν στα Δαρδανέλια. Νωρίτερα όμως είχαν ζητήσει να ανεφοδιαστούν στα νησιά του Αιγαίου. Ο Βενιζέλος τους έδωσε την άδεια και τα πλοία ανεφοδιάστηκαν στη Δονούσα των Κυκλάδων. Αφού έφτασαν στα Δαρδανέλια, κατέληξαν στην Κωνσταντινούπολη όπου μετονομάστηκαν σε «Yavuz Sultan Selim» και «Midilli». Εκεί, ο Γερμανός διοικητής τα διέταξε να επιτεθούν σε ρωσικές θέσεις στην Κριμαία, στις 16/19 Οκτωβρίου 1914 κάτι που έκαναν. Έτσι και η Οθωμανική Αυτοκρατορία μπήκε στον «Μεγάλο Πόλεμο», όπως ονομαζόταν έως και τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, ο Πρώτος.
Ο Βενιζέλος βλέποντας ότι οι προτάσεις του δεν γίνονται αποδεκτές, υπέβαλε την παραίτησή του στις 25 Αυγούστου/7 Σεπτεμβρίου 1914, ρίχνοντας ιδιαίτερο βάρος στην παθητική στάση απέναντι στην Τουρκία, η οποία είχε εκδιώξει 250.000 Έλληνες από τα εδάφη της. Ωστόσο, ο Κωνσταντίνος δεν έκανε αποδεκτή την παραίτησή Βενιζέλου. Το φθινόπωρο του 1914, πέρασε με την Ελλάδα να ασχολείται με το ζήτημα της Βορείου Ηπείρου και τον Βενιζέλο να προσπαθεί να συνάψει συμφωνία με Σερβία και Ρουμανία εναντίον της Βουλγαρίας.
Οι Αγγλογάλλοι ήταν βέβαιοι ότι οι Νεότουρκοι δεν θα έμπαιναν στον πόλεμο στο πλευρό της Αυστροουγγαρίας. Μάλιστα το Παρίσι είχε δώσει στην Οθωμανική Αυτοκρατορία ένα υψηλό δάνειο 500.000.000 χρυσών φράγκων, λίγο καιρό νωρίτερα. Ο βομβαρδισμός όμως των ρωσικών θέσεων, όπως αναφέραμε παραπάνω, εξόργισε τον Τσάρο και λίγο αργότερα Γαλλία και Μεγάλη Βρετανία κήρυξαν τον πόλεμο στους Οθωμανούς.
Οι Ρώσοι πίστευαν ότι έπρεπε με κάθε τρόπο να εξασφαλίσουν τη σύμπραξη της Βουλγαρίας. Η Γαλλία πρόσφερε στη Βουλγαρία διευρυμένα σύνορα και μεγάλη οικονομική ενίσχυση. Όμως η Σόφια δεν δέχτηκε και ζητούσε, τουλάχιστον επαναφορά των συνόρων με τη Σερβία σε εκείνα του 1912. Αρχικά οι Αγγλογάλλοι ζήτησαν από τους Σέρβους να διαπραγματευτούν με τους Βούλγαρους, κάτι το οποίο αποτράπηκε με παρέμβαση του τσάρου Νικόλαου Β’. Έτσι, οι δυνάμεις της Entente στράφηκαν προς την Ελλάδα, παρά τις αντιρρήσεις του Βρετανού πρεσβευτή στην Αθήνα sir Francis Elliot. Τα σχέδια της Entente προκάλεσαν την οργή σύσσωμης της ελληνικής κοινής γνώμης και του Τύπου, ενώ ο διευθυντής πολιτικών υποθέσεων του γαλλικού ΥΠΕΞ Pierre de Margerie δήλωσε στον Έλληνα πρεσβευτή στο Παρίσι ότι η Βουλγαρία αποτελούσε τον άξονα των κρατών της Συνεννοήσεως στη Βαλκανική, δήλωση που προκάλεσε έντονη αντίδραση της Ελληνικής κυβέρνησης.
Στις 3/16 Νοεμβρίου 1914, οι Αυστριακοί εξαπέλυσαν μεγάλη επίθεση εναντίον της Σερβίας με επικεφαλής τον Στρατάρχη Όσκαρ Πότιορεκ. Η υπεροπλία των Αυστριακών ήταν συντριπτική. Οι Σέρβοι αναγκάστηκαν να εκκενώσουν το Βελιγράδι, ενώ ζήτησαν επειγόντως τη βοήθεια των δυνάμεων της Entente. Τότε το Λονδίνο και το Παρίσι στράφηκαν προς την Αθήνα, ζητώντας η Ελλάδα να συνδράμει τους Σέρβους.
Ο Βενιζέλος διέταξε να δοθούν στους Σέρβους 20.000 οβίδες, όχι όμως και την άμεση εμπλοκή της χώρας μας. Το πρόβλημα της Ελλάδας ήταν η συμπεριφορά της Βουλγαρίας. Ο Βενιζέλος απευθύνθηκε στους Ρουμάνους, οι οποίοι του πρότειναν να δώσει η Ελλάδα στη Βουλγαρία εδάφη της Μακεδονίας, για να εξασφαλίσει τη συμμαχία της γειτονικής χώρας! Ο Βενιζέλος αρνήθηκε και επέμεινε στη γραμμή Αίνου – Μηδείας. Ο Ρουμάνος πρωθυπουργός Ion Bratianou από την άλλη πλευρά, αρνήθηκε τη συμμετοχή της χώρας του στον πόλεμο, ενώ οι Αυστριακοί απέτυχαν να καταλάβουν τη Σερβία μετά την ήττα τους στη μάχη του ποταμού Κολουμπάρα (3-9 Δεκεμβρίου 1914).
Ο Βενιζέλος ανέλαβε την πρωτοβουλία των κινήσεων ερχόμενος σε επαφή με τον Βρετανό πρεσβευτή Elliot, στον οποίο έθεσε μετ` επιτάσεως το ζήτημα των Ελλήνων της Μικράς Ασίας οι οποίοι αντιμετώπιζαν τους διωγμούς των Οθωμανών. Σε διαβουλεύσεις που ακολούθησαν (Ιανουάριος 1915), οι Δυνάμεις της Entente, έδιναν μια σειρά από αόριστες υποσχέσεις στη χώρα μας για την παραχώρηση εκτάσεων στη Μ. Ασία μεταπολεμικά. Ο Βενιζέλος τασσόταν υπέρ της συμμετοχής της Ελλάδας στο πόλεμο, έστω και με παραχώρηση της Καβάλας στη Βουλγαρία, η οποία μόλις το 1913 είχε ενσωματωθεί στην Ελλάδα. Οι Βούλγαροι θα έδιναν αποζημίωση στη χώρα μας. Οι κάτοικοι της Καβάλας θα μετανάστευαν στην Ελλάδα και θα γινόταν ανταλλαγή πληθυσμών με τη Βουλγαρία. Η χώρα μας θα αποκτούσε εδάφη στη Ανατολή και θα ήταν εφικτή η δημιουργία μιας βαλκανικής ομοσπονδίας. Το γεγονός αυτό επιβεβαιώνει και ο Αλέξανδρος Μαζαράκης- Αινιάν. Οι επικριτές του Βενιζέλου, τόνιζαν ότι η έμμεση αυτή πρόταση Βενιζέλου προς τις δυνάμεις της Entente, ήταν αντίθετη με το Σύνταγμα του 1911, το οποίο όριζε ότι άφιξη ξένων στρατευμάτων στην ελληνική επικράτεια δεν μπορούσε να γίνει χωρίς την έγκριση του Βασιλιά και του Κοινοβουλίου.
Και όλα αυτά, ενώ το Βουκουρέστι επέμενε στην πολιτική της ουδετερότητας, ενώ η Σόφια ζητούσε άμεση κατάληψη εδαφών της Μακεδονίας από στρατεύματά της, προκαλώντας την οργή του Βενιζέλου.
Στο μεταξύ, μετά τις τουρκικές επιθέσεις εναντίον των Ρώσων στη Κριμαία, Ρωσία, Αγγλία και Γαλλία κήρυξαν τον πόλεμο στην Οθωμανική Αυτοκρατορία (31/10/1914). Οι Βρετανοί, είχαν πρόσφατα δημιουργήσει μεγάλη αγανάκτηση στην Τουρκία, καθώς δύο θωρηκτά κλάσης Dreaghought που ναυπηγούνταν στη Βρετανία για λογαριασμό της Τουρκίας και ήταν σχεδόν έτοιμα, επιτάχθηκαν από τους Βρετανούς και άλλαξαν ονόματα : το «Sultan Osman A’» έγινε «HMS Agincourt» ενώ το «Reshadie», ονομάστηκε «HMS Erin».
Οι Ρώσοι σε δύσκολη θέση - Η ανάγκη για εκστρατεία στα Στενά και την Κωνσταντινούπολη.
Η Ρωσία αντιμετώπιζε προβλήματα από τους Τούρκους στον Καύκασο ενώ είχε υποστεί μεγάλες φθορές στις μάχες του Tanneberg και των Μαντζουριανών λιμνών. Υπήρχαν έντονοι φόβοι ότι η Ρωσία σε περίπτωση γερμανικής επίθεσης θα καταρρεύσει. Μετά από συζητήσεις των Αγγλογάλλων αποφασίστηκε η διεξαγωγή της ναυτικής επιχείρησης στην Κωνσταντινούπολη και τα Στενά, τα οποία είχαν οχυρωθεί από τον Γερμανό διοικητή των Δαρδανελίων Weber πασά, χωρίς την άδεια τη Οθωμανών! Η ιδέα για την επιχείρηση αυτή, προέκυψε μετά από συνομιλίες του Βρετανού Υπουργού Στρατιωτικών λόρδο Kitchener και του πρώτου λόρδου του Βρετανικού Ναυαρχείου, του γνωστού μας, Ουίνστον Τσόρτσιλ. «Πατέρας» της ιδέας θεωρείται ο Τσόρτσιλ. Αρχικά το σχέδιο προέβλεπε ελληνική επίθεση στην Καλλίπολη, ενώ στα Δαρδανέλια θα δρούσε μια μοίρα παλαιών βρετανικών θωρηκτών. Οι Βρετανοί πίστευαν ότι εκτός από την Ελλάδα θα έμπαιναν στον πόλεμο η Ιταλία, η Ρουμανία και η Βουλγαρία. Με την «απελευθέρωση» των Δαρδανελίων και της Θάλασσας του Μαρμαρά, θα ήταν εφικτή η παράδοση πολεμικού υλικού στους Ρώσους και η τροφοδοσία με σιτηρά των συμμάχων από τη Ρωσία, που τόσο πολύ είχαν ανάγκη.
Στην Αθήνα, ο Βενιζέλος συνεπαρμένος από το «όραμα της Ιωνίας» και την απελευθέρωση της Κωνσταντινούπολης, τηλεγράφησε στον Πατριάρχη (13/26 Φεβρουαρίου 1915), ότι αν οι σύμμαχοι μπουν στην Κωνσταντινούπολη, τότε πολύ σύντομα η Βασιλεύουσα θα αποδιδόταν στην Ελλάδα «καθαγιαζομένη εκ νέου και μετά αιώνας εις την Ορθόδοξον πίστην ,την πίστην των κτητόρων και λατρευτών αυτής».
Στην Αθήνα άρχισαν πυρετώδεις διαβουλεύσεις. Ο Βενιζέλος θέλοντας να έχει την άποψη ολόκληρου του πολιτικού κόσμου αν και διέθετε κυβερνητική πλειοψηφία ζήτησε να συγκληθεί το Συμβούλιο του Στέμματος κάτι που έγινε στις 18 Φεβρουαρίου. Σ’ αυτό συμμετείχαν οι πρώην πρωθυπουργοί και αρχηγοί κοινοβουλευτικών κομμάτων: Γεώργιος Θεοτόκης, Στέφανος Δραγούμης, Δημήτριος Ράλλης και Κυριακούλης Μαυρομιχάλης. Από αυτούς, μόνο ο Θεοτόκης έδειχνε να αντιτίθεται στο σχέδιο του Βενιζέλου, που περιλάμβανε την αποστολή 35.000 –40.000 ανδρών στην Καλλίπολη. Σε περίπτωση Βουλγαρικής επίθεσης στην Ελλάδα πριν την εκστρατεία, ο Βενιζέλος είχε σχεδιάσει να στείλει η Ελλάδα στα Στενά μόνο ναυτικές δυνάμεις και ο στρατός να παραμείνει στη χώρα. Από την άλλη πλευρά, για να μην έχει πρόβλημα με τη Βουλγαρία, ήταν διατεθειμένος να της παραχωρηθούν η Καβάλα, η Δράμα και η Χρυσούπολη.
Δύο μέρες αργότερα, έγινε νέο Συμβόλαιο του Στέμματος, για την εξέταση της στρατιωτικής πλευράς της επιχείρησης. Για άλλη μια φορά ο Ιωάννης Μεταξάς αντιτάχθηκε στο σχέδιο του Βενιζέλου και παραιτήθηκε. Επρόκειτο όμως για απειθαρχία, καθώς κανείς στρατιωτικός δεν μπορεί να επιβάλει την πολιτική που θα ακολουθήσει μια Κυβέρνηση.
Τόσο ο Στρέιτ, όσο και ο Μεταξάς, συμβούλευαν τον Κωνσταντίνο να μη δεχθεί την έξοδο της Ελλάδας στον πόλεμο. Μετά το πρώτο Συμβούλιο του Στέμματος, ο Κωνσταντίνος βρέθηκε σε δύσκολη θέση. Η βασίλισσα Σοφία, αδερφή του Κάιζερ, ζήτησε από τον Γερμανό αυτοκράτορα να δώσει διαβεβαιώσεις προς την ελληνική πλευρά που θα ενίσχυαν τη θέση του Κωνσταντίνου. Το ίδιο έκανε κι ο Κωνσταντίνος. Οι γερμανικές απαντήσεις ήρθαν στις 20 Φεβρουαρίου, αλλά ήταν ανεπαρκείς. Ο Κάιζερ υποσχόταν οικονομική βοήθεια μετά τον πόλεμο, εγγυόταν την κατοχή των νησιών του Αιγαίου από την Ελλάδα, εφόσον παρέμενε ουδέτερη, δεν έδινε όμως καμία εγγύηση για τα ελληνικά σύνορα σε περίπτωση επίθεσης από την Βουλγαρία, ούτε για τη Βόρειο Ήπειρο.
Το Συμβούλιο του Στέμματος, συγκλήθηκε, όπως αναφέραμε, στις 20 Φεβρουαρίου, σε τεταμένο κλίμα. Αυτή τη φορά όλοι οι πολιτικοί αρχηγοί τάχθηκαν υπέρ της πρότασης Βενιζέλου. Όμως το σχέδιο του Κρητικού πολιτικού διέρρευσε και η Ρωσία εξέφρασε σφοδρές αντιδράσεις. Ο Ρώσος ΥΠΕΞ Sazonof ενημέρωσε τον πρεσβευτή του στην Αθήνα E.P. Demidov, ότι η Ρωσία δεν θα δεχόταν την είσοδο ελληνικών στρατευμάτων στην Κωνσταντινούπολη μαζί με τις δυνάμεις της Entente. Ο Βενιζέλος που είχε ενημερώσει προφορικά τους πρεσβευτές της Entente για τη συμμετοχή της Ελλάδας στον πόλεμο, προεξοφλώντας τη θετική στάση του Κωνσταντίνου, τους διαβεβαίωσε ότι η Ελλάδα δεν είχε καμία βλέψη επί της Κωνσταντινούπολης και ότι τα ελληνικά στρατεύματα θα αποχωρούσαν, αφού χαιρετούσαν τον ναό της Αγίας Σοφίας. Η ρωσική αντίδραση είχε επηρεάσει το κλίμα στο Συμβούλιο του Στέμματος. Ο Βενιζέλος παίζοντας το τελευταίο του χαρτί, πρότεινε να σταλεί στην Καλλίπολη μόνο μια ελληνική Μεραρχία, κάτι που δεν έγινε δεκτό. Έτσι την επόμενη μέρα, 21 Φεβρουαρίου/6 Μαρτίου 1915, υπέβαλε την παραίτησή του στον Κωνσταντίνο.
Η εκστρατεία της Καλλίπολης
Για την εκστρατεία της Καλλίπολης έχουμε εξαιρετική βιβλιογραφία από ξένους συγγραφείς. Θα αναφερθούμε σ’ αυτή σε εκτενές άρθρο. Σήμερα, θα αναφερθούμε σε όσα σύντομα, αλλά περιεκτικά, γράφει ο Δρ. Ιωάννης Παπαφλωράτος στο δίτομο βιβλίο του «Η Ιστορία του Ελληνικού Στρατού, (1833-1949)».
Η εκστρατεία των Αγγλογάλλων ξεκίνησε στις 19 Φεβρουαρίου 1915 με κανονιοβολισμό των τουρκικών θέσεων. Οι Γερμανοί όμως είχαν φροντίσει για την οργάνωση της άμυνας και την πόντιση ναρκών. Στις 19 Μαρτίου, οι Αγγλογάλλοι επιχείρησαν τέσσερα θωρηκτά τους να περάσουν τα στενά και έτσι να βρεθούν μεταξύ δύο πυρών τα τουρκικά πυροβολεία, ωστόσο υπέστησαν πανωλεθρία. Δύο θωρηκτά βούλιαξαν, ένα εγκαταλείφθηκε και το τέταρτο έπαθε σοβαρές ζημιές. Στις 25 Απριλίου 7 μεραρχίες από Αυστραλούς και Νεοζηλανδούς (με επικεφαλής Βρετανούς αξιωματικούς) αποβιβάστηκαν σε πέντε σημεία της χερσονήσου της Καλλίπολης.
Εκεί τους περίμεναν έξι τουρκικές μεραρχίες υπό τον Εσάτ πασά, τον τελευταίο διοικητή των Ιωαννίνων και τον ικανότατο Γερμανό Στρατηγό Otto Liman von Sanders, που τους αποδεκάτισαν. Δύο συμμαχικά θωρηκτά βυθίστηκαν από το γερμανικό υποβρύχιο U-21 και ένα ακόμα, από τουρκικό αντιτορπιλικό, επανδρωμένο από Γερμανούς.
Οι Αυστραλιανές και Νεοζηλανδικές δυνάμεις, αποτελούσαν τα ANZAC (Australian and New Zealand Army Corps). Έλληνες, δεν μετείχαν στην εκστρατεία, ωστόσο μετείχαν 12 Ελληνοαυστραλοί: ο δεκανέας Τζακ Μαρκ, ο υποδεκανέας Τζον Ζαβιτσάνος και οι οπλίτες: Κώστας Αρώνης, Πέρσι Κουκουσάκης, Γιώργος Κρίτον, Ρόμπερτ Κρόκος, Λεωνίδας Μανούσον, Γιώργος Πάπας, Ρόι Ραλφ, Άθα Χάλκας, Αναστάσιος Ρεμπέα και ο 24χρονος μάγειρας Πίτερ Ράντος, που σκοτώθηκε στη διάρκεια των επιχειρήσεων. Στη Βρετανία ξέσπασε σάλος. Ο λόρδος επιτελάρχης John Arbuthnot Fisher παραιτήθηκε. Αν και ήταν φανερό ότι η εκστρατεία είχε αποτύχει, ο Τσόρτσιλ πίστευε ακόμα ότι η κατάσταση μπορούσε να σωθεί και ζήτησε ενισχύσεις. Πραγματικά, δύο ακόμα μεραρχίες έφτασαν στην περιοχή, αλλά οι Τούρκοι είχαν υπεροπλία και αμύνονταν επιτυχώς. Ο αρχηγός του εκστρατευτικού σώματος Αντιστράτηγος Σερ Ian Standish Monteith Hamilton, ζήτησε κι άλλες μεραρχίες που δεν του δόθηκαν, καθώς δεν μπορούσε να γίνει τίποτα για να αναστραφεί η κατάσταση. Η εκστρατεία της Καλλίπολης, διήρκησε 324 μέρες και ήταν μια από τις μεγαλύτερες αποτυχίες των ανδρών της Entente στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο. Η πανωλεθρία αυτή στοίχειωνε τον Τσόρτσιλ ως το τέλος της ζωής του…
Όσο για το τι θα γινόταν αν έπαιρναν μέρος και ελληνικά στρατεύματα στην εκστρατεία αυτή, οι απόψεις διίστανται. Ο Περικλής Σπυρόπουλος, γράφει ότι τυχόν συμμετοχή της Ελλάδας στην εκστρατεία θα σήμαινε «τον ενταφιασμό του ελληνισμού». Αντίθετα, ο Αντιστράτηγος Λεωνίδας Παρασκευόπουλος, πίστευε ότι η συμμετοχή της Ελλάδας «θα εξασφάλιζε την επιτυχία της επιχειρήσεως, η οποία θα ανέτρεπε τον ρου του πολέμου». Πάντως, η διαφωνία Κωνσταντίνου – Βενιζέλου, σήμαινε ουσιαστικά την αρχή του εθνικού διχασμού, που βέβαια «σιγόκαιγε» για καιρό…
Όσο για το αν ήταν σωστή ή λάθος η μη συμμετοχή της Ελλάδας, οι αναγνώστες μας μπορούν, νομίζουμε, να βγάλουν τα συμπεράσματά τους. Και ας μην ξεχνάμε και την εκστρατεία της Ουκρανίας (1919), με τα ολέθρια αποτελέσματα για τον ελληνισμό.
Πηγές:
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ, τ.ΙΕ, ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΑΘΗΝΩΝ
Δρ. Ιωάννης Σ. Παπαφλωράτος, «Η Ιστορία του Ελληνικού Στρατού (1833–1949)», Τόμος Ι, Εκδόσεις Σάκκουλα 2014 .Ευχαριστούμε θερμά τον Δρα Ιωάννη Παπαφλωράτο για την άδεια που μας παραχώρησε να αντλήσουμε στοιχεία από το έργο του.
Philip J. Haythornthwaite, «Η ΜΑΧΗ ΤΗΣ ΚΑΛΛΙΠΟΛΗΣ», (1915), ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΓΚΟΒΟΣΤΗ ,2012, απ’ όπου προέρχονται και οι φωτογραφίες από την εκστρατεία της Καλλίπολης.
Ο Βενιζέλος βλέποντας ότι οι προτάσεις του δεν γίνονται αποδεκτές, υπέβαλε την παραίτησή του στις 25 Αυγούστου/7 Σεπτεμβρίου 1914, ρίχνοντας ιδιαίτερο βάρος στην παθητική στάση απέναντι στην Τουρκία, η οποία είχε εκδιώξει 250.000 Έλληνες από τα εδάφη της. Ωστόσο, ο Κωνσταντίνος δεν έκανε αποδεκτή την παραίτησή Βενιζέλου. Το φθινόπωρο του 1914, πέρασε με την Ελλάδα να ασχολείται με το ζήτημα της Βορείου Ηπείρου και τον Βενιζέλο να προσπαθεί να συνάψει συμφωνία με Σερβία και Ρουμανία εναντίον της Βουλγαρίας.
Οι Αγγλογάλλοι ήταν βέβαιοι ότι οι Νεότουρκοι δεν θα έμπαιναν στον πόλεμο στο πλευρό της Αυστροουγγαρίας. Μάλιστα το Παρίσι είχε δώσει στην Οθωμανική Αυτοκρατορία ένα υψηλό δάνειο 500.000.000 χρυσών φράγκων, λίγο καιρό νωρίτερα. Ο βομβαρδισμός όμως των ρωσικών θέσεων, όπως αναφέραμε παραπάνω, εξόργισε τον Τσάρο και λίγο αργότερα Γαλλία και Μεγάλη Βρετανία κήρυξαν τον πόλεμο στους Οθωμανούς.
Οι Ρώσοι πίστευαν ότι έπρεπε με κάθε τρόπο να εξασφαλίσουν τη σύμπραξη της Βουλγαρίας. Η Γαλλία πρόσφερε στη Βουλγαρία διευρυμένα σύνορα και μεγάλη οικονομική ενίσχυση. Όμως η Σόφια δεν δέχτηκε και ζητούσε, τουλάχιστον επαναφορά των συνόρων με τη Σερβία σε εκείνα του 1912. Αρχικά οι Αγγλογάλλοι ζήτησαν από τους Σέρβους να διαπραγματευτούν με τους Βούλγαρους, κάτι το οποίο αποτράπηκε με παρέμβαση του τσάρου Νικόλαου Β’. Έτσι, οι δυνάμεις της Entente στράφηκαν προς την Ελλάδα, παρά τις αντιρρήσεις του Βρετανού πρεσβευτή στην Αθήνα sir Francis Elliot. Τα σχέδια της Entente προκάλεσαν την οργή σύσσωμης της ελληνικής κοινής γνώμης και του Τύπου, ενώ ο διευθυντής πολιτικών υποθέσεων του γαλλικού ΥΠΕΞ Pierre de Margerie δήλωσε στον Έλληνα πρεσβευτή στο Παρίσι ότι η Βουλγαρία αποτελούσε τον άξονα των κρατών της Συνεννοήσεως στη Βαλκανική, δήλωση που προκάλεσε έντονη αντίδραση της Ελληνικής κυβέρνησης.
Στις 3/16 Νοεμβρίου 1914, οι Αυστριακοί εξαπέλυσαν μεγάλη επίθεση εναντίον της Σερβίας με επικεφαλής τον Στρατάρχη Όσκαρ Πότιορεκ. Η υπεροπλία των Αυστριακών ήταν συντριπτική. Οι Σέρβοι αναγκάστηκαν να εκκενώσουν το Βελιγράδι, ενώ ζήτησαν επειγόντως τη βοήθεια των δυνάμεων της Entente. Τότε το Λονδίνο και το Παρίσι στράφηκαν προς την Αθήνα, ζητώντας η Ελλάδα να συνδράμει τους Σέρβους.
Ο Βενιζέλος διέταξε να δοθούν στους Σέρβους 20.000 οβίδες, όχι όμως και την άμεση εμπλοκή της χώρας μας. Το πρόβλημα της Ελλάδας ήταν η συμπεριφορά της Βουλγαρίας. Ο Βενιζέλος απευθύνθηκε στους Ρουμάνους, οι οποίοι του πρότειναν να δώσει η Ελλάδα στη Βουλγαρία εδάφη της Μακεδονίας, για να εξασφαλίσει τη συμμαχία της γειτονικής χώρας! Ο Βενιζέλος αρνήθηκε και επέμεινε στη γραμμή Αίνου – Μηδείας. Ο Ρουμάνος πρωθυπουργός Ion Bratianou από την άλλη πλευρά, αρνήθηκε τη συμμετοχή της χώρας του στον πόλεμο, ενώ οι Αυστριακοί απέτυχαν να καταλάβουν τη Σερβία μετά την ήττα τους στη μάχη του ποταμού Κολουμπάρα (3-9 Δεκεμβρίου 1914).
Ο Βενιζέλος ανέλαβε την πρωτοβουλία των κινήσεων ερχόμενος σε επαφή με τον Βρετανό πρεσβευτή Elliot, στον οποίο έθεσε μετ` επιτάσεως το ζήτημα των Ελλήνων της Μικράς Ασίας οι οποίοι αντιμετώπιζαν τους διωγμούς των Οθωμανών. Σε διαβουλεύσεις που ακολούθησαν (Ιανουάριος 1915), οι Δυνάμεις της Entente, έδιναν μια σειρά από αόριστες υποσχέσεις στη χώρα μας για την παραχώρηση εκτάσεων στη Μ. Ασία μεταπολεμικά. Ο Βενιζέλος τασσόταν υπέρ της συμμετοχής της Ελλάδας στο πόλεμο, έστω και με παραχώρηση της Καβάλας στη Βουλγαρία, η οποία μόλις το 1913 είχε ενσωματωθεί στην Ελλάδα. Οι Βούλγαροι θα έδιναν αποζημίωση στη χώρα μας. Οι κάτοικοι της Καβάλας θα μετανάστευαν στην Ελλάδα και θα γινόταν ανταλλαγή πληθυσμών με τη Βουλγαρία. Η χώρα μας θα αποκτούσε εδάφη στη Ανατολή και θα ήταν εφικτή η δημιουργία μιας βαλκανικής ομοσπονδίας. Το γεγονός αυτό επιβεβαιώνει και ο Αλέξανδρος Μαζαράκης- Αινιάν. Οι επικριτές του Βενιζέλου, τόνιζαν ότι η έμμεση αυτή πρόταση Βενιζέλου προς τις δυνάμεις της Entente, ήταν αντίθετη με το Σύνταγμα του 1911, το οποίο όριζε ότι άφιξη ξένων στρατευμάτων στην ελληνική επικράτεια δεν μπορούσε να γίνει χωρίς την έγκριση του Βασιλιά και του Κοινοβουλίου.
Και όλα αυτά, ενώ το Βουκουρέστι επέμενε στην πολιτική της ουδετερότητας, ενώ η Σόφια ζητούσε άμεση κατάληψη εδαφών της Μακεδονίας από στρατεύματά της, προκαλώντας την οργή του Βενιζέλου.
Στο μεταξύ, μετά τις τουρκικές επιθέσεις εναντίον των Ρώσων στη Κριμαία, Ρωσία, Αγγλία και Γαλλία κήρυξαν τον πόλεμο στην Οθωμανική Αυτοκρατορία (31/10/1914). Οι Βρετανοί, είχαν πρόσφατα δημιουργήσει μεγάλη αγανάκτηση στην Τουρκία, καθώς δύο θωρηκτά κλάσης Dreaghought που ναυπηγούνταν στη Βρετανία για λογαριασμό της Τουρκίας και ήταν σχεδόν έτοιμα, επιτάχθηκαν από τους Βρετανούς και άλλαξαν ονόματα : το «Sultan Osman A’» έγινε «HMS Agincourt» ενώ το «Reshadie», ονομάστηκε «HMS Erin».
Οι Ρώσοι σε δύσκολη θέση - Η ανάγκη για εκστρατεία στα Στενά και την Κωνσταντινούπολη.
Η Ρωσία αντιμετώπιζε προβλήματα από τους Τούρκους στον Καύκασο ενώ είχε υποστεί μεγάλες φθορές στις μάχες του Tanneberg και των Μαντζουριανών λιμνών. Υπήρχαν έντονοι φόβοι ότι η Ρωσία σε περίπτωση γερμανικής επίθεσης θα καταρρεύσει. Μετά από συζητήσεις των Αγγλογάλλων αποφασίστηκε η διεξαγωγή της ναυτικής επιχείρησης στην Κωνσταντινούπολη και τα Στενά, τα οποία είχαν οχυρωθεί από τον Γερμανό διοικητή των Δαρδανελίων Weber πασά, χωρίς την άδεια τη Οθωμανών! Η ιδέα για την επιχείρηση αυτή, προέκυψε μετά από συνομιλίες του Βρετανού Υπουργού Στρατιωτικών λόρδο Kitchener και του πρώτου λόρδου του Βρετανικού Ναυαρχείου, του γνωστού μας, Ουίνστον Τσόρτσιλ. «Πατέρας» της ιδέας θεωρείται ο Τσόρτσιλ. Αρχικά το σχέδιο προέβλεπε ελληνική επίθεση στην Καλλίπολη, ενώ στα Δαρδανέλια θα δρούσε μια μοίρα παλαιών βρετανικών θωρηκτών. Οι Βρετανοί πίστευαν ότι εκτός από την Ελλάδα θα έμπαιναν στον πόλεμο η Ιταλία, η Ρουμανία και η Βουλγαρία. Με την «απελευθέρωση» των Δαρδανελίων και της Θάλασσας του Μαρμαρά, θα ήταν εφικτή η παράδοση πολεμικού υλικού στους Ρώσους και η τροφοδοσία με σιτηρά των συμμάχων από τη Ρωσία, που τόσο πολύ είχαν ανάγκη.
Στην Αθήνα, ο Βενιζέλος συνεπαρμένος από το «όραμα της Ιωνίας» και την απελευθέρωση της Κωνσταντινούπολης, τηλεγράφησε στον Πατριάρχη (13/26 Φεβρουαρίου 1915), ότι αν οι σύμμαχοι μπουν στην Κωνσταντινούπολη, τότε πολύ σύντομα η Βασιλεύουσα θα αποδιδόταν στην Ελλάδα «καθαγιαζομένη εκ νέου και μετά αιώνας εις την Ορθόδοξον πίστην ,την πίστην των κτητόρων και λατρευτών αυτής».
Στην Αθήνα άρχισαν πυρετώδεις διαβουλεύσεις. Ο Βενιζέλος θέλοντας να έχει την άποψη ολόκληρου του πολιτικού κόσμου αν και διέθετε κυβερνητική πλειοψηφία ζήτησε να συγκληθεί το Συμβούλιο του Στέμματος κάτι που έγινε στις 18 Φεβρουαρίου. Σ’ αυτό συμμετείχαν οι πρώην πρωθυπουργοί και αρχηγοί κοινοβουλευτικών κομμάτων: Γεώργιος Θεοτόκης, Στέφανος Δραγούμης, Δημήτριος Ράλλης και Κυριακούλης Μαυρομιχάλης. Από αυτούς, μόνο ο Θεοτόκης έδειχνε να αντιτίθεται στο σχέδιο του Βενιζέλου, που περιλάμβανε την αποστολή 35.000 –40.000 ανδρών στην Καλλίπολη. Σε περίπτωση Βουλγαρικής επίθεσης στην Ελλάδα πριν την εκστρατεία, ο Βενιζέλος είχε σχεδιάσει να στείλει η Ελλάδα στα Στενά μόνο ναυτικές δυνάμεις και ο στρατός να παραμείνει στη χώρα. Από την άλλη πλευρά, για να μην έχει πρόβλημα με τη Βουλγαρία, ήταν διατεθειμένος να της παραχωρηθούν η Καβάλα, η Δράμα και η Χρυσούπολη.
Δύο μέρες αργότερα, έγινε νέο Συμβόλαιο του Στέμματος, για την εξέταση της στρατιωτικής πλευράς της επιχείρησης. Για άλλη μια φορά ο Ιωάννης Μεταξάς αντιτάχθηκε στο σχέδιο του Βενιζέλου και παραιτήθηκε. Επρόκειτο όμως για απειθαρχία, καθώς κανείς στρατιωτικός δεν μπορεί να επιβάλει την πολιτική που θα ακολουθήσει μια Κυβέρνηση.
Τόσο ο Στρέιτ, όσο και ο Μεταξάς, συμβούλευαν τον Κωνσταντίνο να μη δεχθεί την έξοδο της Ελλάδας στον πόλεμο. Μετά το πρώτο Συμβούλιο του Στέμματος, ο Κωνσταντίνος βρέθηκε σε δύσκολη θέση. Η βασίλισσα Σοφία, αδερφή του Κάιζερ, ζήτησε από τον Γερμανό αυτοκράτορα να δώσει διαβεβαιώσεις προς την ελληνική πλευρά που θα ενίσχυαν τη θέση του Κωνσταντίνου. Το ίδιο έκανε κι ο Κωνσταντίνος. Οι γερμανικές απαντήσεις ήρθαν στις 20 Φεβρουαρίου, αλλά ήταν ανεπαρκείς. Ο Κάιζερ υποσχόταν οικονομική βοήθεια μετά τον πόλεμο, εγγυόταν την κατοχή των νησιών του Αιγαίου από την Ελλάδα, εφόσον παρέμενε ουδέτερη, δεν έδινε όμως καμία εγγύηση για τα ελληνικά σύνορα σε περίπτωση επίθεσης από την Βουλγαρία, ούτε για τη Βόρειο Ήπειρο.
Το Συμβούλιο του Στέμματος, συγκλήθηκε, όπως αναφέραμε, στις 20 Φεβρουαρίου, σε τεταμένο κλίμα. Αυτή τη φορά όλοι οι πολιτικοί αρχηγοί τάχθηκαν υπέρ της πρότασης Βενιζέλου. Όμως το σχέδιο του Κρητικού πολιτικού διέρρευσε και η Ρωσία εξέφρασε σφοδρές αντιδράσεις. Ο Ρώσος ΥΠΕΞ Sazonof ενημέρωσε τον πρεσβευτή του στην Αθήνα E.P. Demidov, ότι η Ρωσία δεν θα δεχόταν την είσοδο ελληνικών στρατευμάτων στην Κωνσταντινούπολη μαζί με τις δυνάμεις της Entente. Ο Βενιζέλος που είχε ενημερώσει προφορικά τους πρεσβευτές της Entente για τη συμμετοχή της Ελλάδας στον πόλεμο, προεξοφλώντας τη θετική στάση του Κωνσταντίνου, τους διαβεβαίωσε ότι η Ελλάδα δεν είχε καμία βλέψη επί της Κωνσταντινούπολης και ότι τα ελληνικά στρατεύματα θα αποχωρούσαν, αφού χαιρετούσαν τον ναό της Αγίας Σοφίας. Η ρωσική αντίδραση είχε επηρεάσει το κλίμα στο Συμβούλιο του Στέμματος. Ο Βενιζέλος παίζοντας το τελευταίο του χαρτί, πρότεινε να σταλεί στην Καλλίπολη μόνο μια ελληνική Μεραρχία, κάτι που δεν έγινε δεκτό. Έτσι την επόμενη μέρα, 21 Φεβρουαρίου/6 Μαρτίου 1915, υπέβαλε την παραίτησή του στον Κωνσταντίνο.
Η εκστρατεία της Καλλίπολης
Για την εκστρατεία της Καλλίπολης έχουμε εξαιρετική βιβλιογραφία από ξένους συγγραφείς. Θα αναφερθούμε σ’ αυτή σε εκτενές άρθρο. Σήμερα, θα αναφερθούμε σε όσα σύντομα, αλλά περιεκτικά, γράφει ο Δρ. Ιωάννης Παπαφλωράτος στο δίτομο βιβλίο του «Η Ιστορία του Ελληνικού Στρατού, (1833-1949)».
Η εκστρατεία των Αγγλογάλλων ξεκίνησε στις 19 Φεβρουαρίου 1915 με κανονιοβολισμό των τουρκικών θέσεων. Οι Γερμανοί όμως είχαν φροντίσει για την οργάνωση της άμυνας και την πόντιση ναρκών. Στις 19 Μαρτίου, οι Αγγλογάλλοι επιχείρησαν τέσσερα θωρηκτά τους να περάσουν τα στενά και έτσι να βρεθούν μεταξύ δύο πυρών τα τουρκικά πυροβολεία, ωστόσο υπέστησαν πανωλεθρία. Δύο θωρηκτά βούλιαξαν, ένα εγκαταλείφθηκε και το τέταρτο έπαθε σοβαρές ζημιές. Στις 25 Απριλίου 7 μεραρχίες από Αυστραλούς και Νεοζηλανδούς (με επικεφαλής Βρετανούς αξιωματικούς) αποβιβάστηκαν σε πέντε σημεία της χερσονήσου της Καλλίπολης.
Εκεί τους περίμεναν έξι τουρκικές μεραρχίες υπό τον Εσάτ πασά, τον τελευταίο διοικητή των Ιωαννίνων και τον ικανότατο Γερμανό Στρατηγό Otto Liman von Sanders, που τους αποδεκάτισαν. Δύο συμμαχικά θωρηκτά βυθίστηκαν από το γερμανικό υποβρύχιο U-21 και ένα ακόμα, από τουρκικό αντιτορπιλικό, επανδρωμένο από Γερμανούς.
Οι Αυστραλιανές και Νεοζηλανδικές δυνάμεις, αποτελούσαν τα ANZAC (Australian and New Zealand Army Corps). Έλληνες, δεν μετείχαν στην εκστρατεία, ωστόσο μετείχαν 12 Ελληνοαυστραλοί: ο δεκανέας Τζακ Μαρκ, ο υποδεκανέας Τζον Ζαβιτσάνος και οι οπλίτες: Κώστας Αρώνης, Πέρσι Κουκουσάκης, Γιώργος Κρίτον, Ρόμπερτ Κρόκος, Λεωνίδας Μανούσον, Γιώργος Πάπας, Ρόι Ραλφ, Άθα Χάλκας, Αναστάσιος Ρεμπέα και ο 24χρονος μάγειρας Πίτερ Ράντος, που σκοτώθηκε στη διάρκεια των επιχειρήσεων. Στη Βρετανία ξέσπασε σάλος. Ο λόρδος επιτελάρχης John Arbuthnot Fisher παραιτήθηκε. Αν και ήταν φανερό ότι η εκστρατεία είχε αποτύχει, ο Τσόρτσιλ πίστευε ακόμα ότι η κατάσταση μπορούσε να σωθεί και ζήτησε ενισχύσεις. Πραγματικά, δύο ακόμα μεραρχίες έφτασαν στην περιοχή, αλλά οι Τούρκοι είχαν υπεροπλία και αμύνονταν επιτυχώς. Ο αρχηγός του εκστρατευτικού σώματος Αντιστράτηγος Σερ Ian Standish Monteith Hamilton, ζήτησε κι άλλες μεραρχίες που δεν του δόθηκαν, καθώς δεν μπορούσε να γίνει τίποτα για να αναστραφεί η κατάσταση. Η εκστρατεία της Καλλίπολης, διήρκησε 324 μέρες και ήταν μια από τις μεγαλύτερες αποτυχίες των ανδρών της Entente στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο. Η πανωλεθρία αυτή στοίχειωνε τον Τσόρτσιλ ως το τέλος της ζωής του…
Όσο για το τι θα γινόταν αν έπαιρναν μέρος και ελληνικά στρατεύματα στην εκστρατεία αυτή, οι απόψεις διίστανται. Ο Περικλής Σπυρόπουλος, γράφει ότι τυχόν συμμετοχή της Ελλάδας στην εκστρατεία θα σήμαινε «τον ενταφιασμό του ελληνισμού». Αντίθετα, ο Αντιστράτηγος Λεωνίδας Παρασκευόπουλος, πίστευε ότι η συμμετοχή της Ελλάδας «θα εξασφάλιζε την επιτυχία της επιχειρήσεως, η οποία θα ανέτρεπε τον ρου του πολέμου». Πάντως, η διαφωνία Κωνσταντίνου – Βενιζέλου, σήμαινε ουσιαστικά την αρχή του εθνικού διχασμού, που βέβαια «σιγόκαιγε» για καιρό…
Όσο για το αν ήταν σωστή ή λάθος η μη συμμετοχή της Ελλάδας, οι αναγνώστες μας μπορούν, νομίζουμε, να βγάλουν τα συμπεράσματά τους. Και ας μην ξεχνάμε και την εκστρατεία της Ουκρανίας (1919), με τα ολέθρια αποτελέσματα για τον ελληνισμό.
Πηγές:
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ, τ.ΙΕ, ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΑΘΗΝΩΝ
Δρ. Ιωάννης Σ. Παπαφλωράτος, «Η Ιστορία του Ελληνικού Στρατού (1833–1949)», Τόμος Ι, Εκδόσεις Σάκκουλα 2014 .Ευχαριστούμε θερμά τον Δρα Ιωάννη Παπαφλωράτο για την άδεια που μας παραχώρησε να αντλήσουμε στοιχεία από το έργο του.
Philip J. Haythornthwaite, «Η ΜΑΧΗ ΤΗΣ ΚΑΛΛΙΠΟΛΗΣ», (1915), ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΓΚΟΒΟΣΤΗ ,2012, απ’ όπου προέρχονται και οι φωτογραφίες από την εκστρατεία της Καλλίπολης.
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr