Οι διωγμοί και οι εκτελέσεις των Ρομά και των Σίντι (φυλής των Ρομά) από τους ναζί
10.07.2021
21:13
Η γερμανική πολιτική απέναντι στους Ρομά από το 1870 ως τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο – Τα στρατόπεδα συγκέντρωσης – Τα πειράματα του διαβόητου Μένγκελε στους Ρομά – Πόσα ήταν τα θύματα των Ρομά από τους ναζί μεταξύ 1939 – 1945;
Στους Ρομά(Αθίγγανους ή Τσιγγάνους) έχουμε αφιερώσει αρκετά άρθρα στο protothema.gr. Σε αυτά αναφερθήκαμε στο πώς έφτασαν από τη Βόρεια Ινδία στις ευρωπαϊκές χώρες και στη συνέχεια στην Αμερική. Ασχοληθήκαμε εκτενώς με το πώς έφτασαν στη χώρα μας και με τον τρόπο ζωής τους μέχρι σήμερα. Δυστυχώς στη μεγάλη τους πλειοψηφία οι Ρομά δεν μπορούν να ενταχθούν και να συμβιώνουν αρμονικά με τους άλλους συμπατριώτες μας και συχνά-πυκνά πρωταγωνιστούν σε παράνομες ενέργειες και η συμπεριφορά τους είναι παραβατική, γεγονός που προκαλεί αγανάκτηση στους νομοταγείς πολίτες.
Δεν θα ασχοληθούμε όμως σήμερα με τους Έλληνες Ρομά, αλλά με μία πολύ δύσκολη περίοδο που βίωσαν οι Ρομά στην Ευρώπη κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου στα στρατόπεδα συγκέντρωσης των ναζί.
Καθώς για το ολοκαύτωμα των Εβραίων έχουν γραφτεί πάρα πολλά, να δούμε και τι έγινε με τους Ρομά μεταξύ 1939 – 1945. Για να προλάβουμε κάποια σχόλια, να σημειώσουμε ότι πρόκειται καθαρά για ένα ιστορικό άρθρο. Αν κάποιος ή κάποια έχει διαφορετικά ιστορικά στοιχεία απ’ αυτά που παραθέτουμε, μπορεί φυσικά να μας τα στείλει.
Ποιοι είναι οι Σίντι;
Μαζί με τους Ρομά θα αναφερθούμε και στους Σίντι που ίσως δεν είναι γνωστοί σε πολλούς. Πρόκειται για μια φυλή των Ρομά που ζει στην κεντρική Ευρώπη. Παραδοσιακά ήταν νομάδες αλλά σήμερα οι περισσότεροι είναι μόνιμα εγκατεστημένοι σε διάφορα μέρη. Έφτασαν στη Γερμανία γύρω στα 1540 και την ίδια περίπου εποχή στην Αυστρία. Τελικά διασπάστηκαν σε δύο ομάδες, τους Eftavagarja(«τα επτά καραβάνια») και τους Estraxarja(«από την Αυστρία»). Οι Eftavagarja εξαπλώθηκαν στη Γαλλία, την Πορτογαλία και τη Βραζιλία, όπου ονομάζονται Manouchersκαι οι Estraxarja στην Ιταλία, τη Σλοβενία, τη Σλοβακία, τη Ρουμανία, την Κροατία και την Τσεχία.
Το γερμανικό κράτος και οι Ρομά – Σίντι
Η δημιουργία του γερμανικού εθνικού κράτους επιτεύχθηκε με τρεις πολέμους και ολοκληρώθηκε με τον πόλεμο εναντίον της Γαλλίας την περίοδο 1870 – 71 και την ίδρυση του Τρίτου Ράιχ. Οδήγησε δε σε μια σειρά διαταγμάτων για την καταπολέμηση της αντικοινωνικής συμπεριφοράς των Τσιγγάνων. Η Πρωσία αλλά και το γερμανικό Ράιχ ολοκλήρωσαν στα τέλη του 19ου αιώνα με τρομερή ταχύτητα τη μετάβαση από μια αγροτική οικονομία σ’ ένα σύγχρονο βιομηχανικό κράτος που άρχισε να διεκδικεί μία θέση στην παγκόσμια αγορά. Αυτό όμως σήμαινε μια τεράστια ανάγκη σε εργατικό δυναμικό και μια σημαντική ταξική αναδιάρθρωση του πληθυσμού της. Έπρεπε όμως να καθοριστεί ποια ήταν η επιθυμητή εσωτερική μετανάστευση και ποια είναι ανεπιθύμητη. Αυτή η διάκριση αφορούσε όλους όσοι ήταν υποχρεωμένοι να αλλάξουν για λόγους επιβίωσης τον τόπο διαμονής τους. Πολύ γρήγορα οι Εβραίοι, οι Σίντι και οι Ρομά έγιναν παραδείγματα της ανεπιθύμητης μετανάστευσης.
Όπως έχουμε αναφέρει σε παλαιότερα άρθρα, ο Γάλλος Αρντίρ ντε Γκομπινό θεωρείται πατέρας της άποψης για ανωτερότητα της Αρίας φυλής. Το 1880 ο αντισημίτης Όιγκεν Ντίρινγκ στο έργο του «Το εβραϊκό ζήτημα ως ζήτημα της βλαπτικότητας μιας φυλής όσον αφορά στην ύπαρξη, τα έθιμα και τον πολιτισμό των λαών» αναφέρθηκε σ’ αυτή την ανεπιθύμητη μετανάστευση, που τη διαχώριζε από την Freizugigkeit(άδεια ελεύθερης μετακίνησης των μελών μιας συντεχνίας για αναζήτηση εργασίας σε όλη τη γερμανική επικράτεια).
Δεν θα ασχοληθούμε όμως σήμερα με τους Έλληνες Ρομά, αλλά με μία πολύ δύσκολη περίοδο που βίωσαν οι Ρομά στην Ευρώπη κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου στα στρατόπεδα συγκέντρωσης των ναζί.
Καθώς για το ολοκαύτωμα των Εβραίων έχουν γραφτεί πάρα πολλά, να δούμε και τι έγινε με τους Ρομά μεταξύ 1939 – 1945. Για να προλάβουμε κάποια σχόλια, να σημειώσουμε ότι πρόκειται καθαρά για ένα ιστορικό άρθρο. Αν κάποιος ή κάποια έχει διαφορετικά ιστορικά στοιχεία απ’ αυτά που παραθέτουμε, μπορεί φυσικά να μας τα στείλει.
Ποιοι είναι οι Σίντι;
Μαζί με τους Ρομά θα αναφερθούμε και στους Σίντι που ίσως δεν είναι γνωστοί σε πολλούς. Πρόκειται για μια φυλή των Ρομά που ζει στην κεντρική Ευρώπη. Παραδοσιακά ήταν νομάδες αλλά σήμερα οι περισσότεροι είναι μόνιμα εγκατεστημένοι σε διάφορα μέρη. Έφτασαν στη Γερμανία γύρω στα 1540 και την ίδια περίπου εποχή στην Αυστρία. Τελικά διασπάστηκαν σε δύο ομάδες, τους Eftavagarja(«τα επτά καραβάνια») και τους Estraxarja(«από την Αυστρία»). Οι Eftavagarja εξαπλώθηκαν στη Γαλλία, την Πορτογαλία και τη Βραζιλία, όπου ονομάζονται Manouchersκαι οι Estraxarja στην Ιταλία, τη Σλοβενία, τη Σλοβακία, τη Ρουμανία, την Κροατία και την Τσεχία.
Το γερμανικό κράτος και οι Ρομά – Σίντι
Η δημιουργία του γερμανικού εθνικού κράτους επιτεύχθηκε με τρεις πολέμους και ολοκληρώθηκε με τον πόλεμο εναντίον της Γαλλίας την περίοδο 1870 – 71 και την ίδρυση του Τρίτου Ράιχ. Οδήγησε δε σε μια σειρά διαταγμάτων για την καταπολέμηση της αντικοινωνικής συμπεριφοράς των Τσιγγάνων. Η Πρωσία αλλά και το γερμανικό Ράιχ ολοκλήρωσαν στα τέλη του 19ου αιώνα με τρομερή ταχύτητα τη μετάβαση από μια αγροτική οικονομία σ’ ένα σύγχρονο βιομηχανικό κράτος που άρχισε να διεκδικεί μία θέση στην παγκόσμια αγορά. Αυτό όμως σήμαινε μια τεράστια ανάγκη σε εργατικό δυναμικό και μια σημαντική ταξική αναδιάρθρωση του πληθυσμού της. Έπρεπε όμως να καθοριστεί ποια ήταν η επιθυμητή εσωτερική μετανάστευση και ποια είναι ανεπιθύμητη. Αυτή η διάκριση αφορούσε όλους όσοι ήταν υποχρεωμένοι να αλλάξουν για λόγους επιβίωσης τον τόπο διαμονής τους. Πολύ γρήγορα οι Εβραίοι, οι Σίντι και οι Ρομά έγιναν παραδείγματα της ανεπιθύμητης μετανάστευσης.
Όπως έχουμε αναφέρει σε παλαιότερα άρθρα, ο Γάλλος Αρντίρ ντε Γκομπινό θεωρείται πατέρας της άποψης για ανωτερότητα της Αρίας φυλής. Το 1880 ο αντισημίτης Όιγκεν Ντίρινγκ στο έργο του «Το εβραϊκό ζήτημα ως ζήτημα της βλαπτικότητας μιας φυλής όσον αφορά στην ύπαρξη, τα έθιμα και τον πολιτισμό των λαών» αναφέρθηκε σ’ αυτή την ανεπιθύμητη μετανάστευση, που τη διαχώριζε από την Freizugigkeit(άδεια ελεύθερης μετακίνησης των μελών μιας συντεχνίας για αναζήτηση εργασίας σε όλη τη γερμανική επικράτεια).
Ο αντισημιτισμός εμφανίστηκε ουσιαστικά ταυτόχρονα με την ίδρυση του Ράιχ και από το 1875 χρησιμοποιήθηκε και από τους συντηρητικούς κύκλους κατά του Μπίσμαρκ: οι Εβραίοι ήταν ξένοι που έθεταν σε κίνδυνο την ενότητα του γερμανικού κράτους. Ωστόσο την ίδια εποχή μαζί με τους Εβραίους και οι Σίντι και οι Ρομά, ξένοι και ταυτόχρονα νομάδες στην αντίληψη του γερμανικού κράτους, βρέθηκαν σε πολύ δύσκολη θέση.
Το 1886 ο καγκελάριος Μπίσμαρκ έστειλε για πρώτη φορά στην ιστορία του γερμανικού Ράιχ μια επιστολή σε όλα τα κρατίδια προκειμένου να ενοποιήσει τα διατάγματα κατά των Σίντι και Ρομά, τα οποία ως τότε είχαν ισχύ μόνο στο καθένα μεμονωμένα όσον αφορά την εφαρμογή τους. Ο Μπίσμαρκ συνέχισε την απέλαση όλων των αλλοδαπών, ώστε να απαλλαγεί η επικράτεια της ομοσπονδίας εκ βάθρων και μόνιμα από τη μάστιγα.
Τον Μάρτιο του 1889 ιδρύθηκε η Υπηρεσία Πληροφοριών της Ασφάλειας όσον αφορά στους τσιγγάνους στο πλαίσιο της αστυνομικής διεύθυνσης Μονάχου άρχισε στη Γερμανία ο διωγμός και η πολιτική των διακρίσεων κατά των Σίντι και Ρομά. Ήταν η πρώτη φορά που σχεδιάστηκε και οργανώθηκε η απόλυτη απογραφή και απέλαση μιας πληθυσμιακής ομάδας. Το 1905 ο Άλφρεντ Ντίλμαν εξέδωσε στο Μόναχο το «Βιβλίο για τους Τσιγγάνους», που περιείχε σύντομες πληροφορίες για 3.350 Τσιγγάνους και άτομα που περιπλανώνται κατά τον τρόπο των Τσιγγάνων. Το κέντρο Τσιγγάνων του Μονάχου το 1925 είχε συγκεντρώσει 14.000 ατομικούς και οικογενειακούς φακέλους που αφορούσαν Σίντι και Ρομά.
Ως τον Οκτώβριο του 1938 που το κέντρο Τσιγγάνων του Μονάχου ενσωματώθηκε στο «κέντρο του Ράιχ για την καταπολέμηση της μάστιγας των Τσιγγάνων», διέθετε πάνω από 18.000 φακέλους που περιέχουν τα στοιχεία 33.520 ατόμων (80 – 90% του τότε πληθυσμού των Σίντι και Ρομά).
Στις 16 Ιουλίου 1926 η Βαυαρία θέσπισε με επείγουσα διαδικασία τον νόμο για την καταπολέμηση των Τσιγγάνων, των περιπλανώμενων και τον φυγόπονων. Αναφέρουμε χαρακτηριστικά ένα μικρό απόσπασμα του νόμου:
«Ο όρος Τσιγγάνος είναι σε όλους γνωστός και δεν χρήζει περαιτέρω εξηγήσεων. Η εθνογενετική διασαφηνίζει ποιος πρέπει να θεωρείται Τσιγγάνος».
Συνεπώς, οι έντονες διακρίσεις σε βάρος των Σίντι και των Ρομά χρονολογούνται πολύ πριν ο Χίτλερ γίνει καγκελάριος της Γερμανίας (1933). Τότε άρχισε η διαδικασία του ρατσιστικού διαχωρισμού των ανθρώπων σε άριους και μη άριους, με τελικό στόχο την εξόντωση όλων των Εβραίων και Ρομά της Ευρώπης.
Η «τελική λύση του τσιγγάνικου ζητήματος με βάση φυλετικά κριτήρια»
Στις 24 Μαρτίου 1938 ο Βέρνερ Μπεστ, διευθυντής του γραφείου της Γκεστάπο στο υπουργείο Εσωτερικών του Ράιχ και αναπληρωτής του Ράινχαρντ Χάιντριχ, υπέγραψε ένα γράμμα του αρχηγού των SS και της γερμανικής Αστυνομίας, το οποίο απευθυνόταν στο βαυαρικό υπουργείο Εσωτερικών και όπως αναγράφεται σε αυτό, εμπεριέχεται προπάντων η σκέψη να εισαχθεί η λύση του τσιγγάνικου ζητήματος βάσει φυλετικών κριτηρίων.
Φαίνεται λοιπόν ότι από τότε τέθηκαν τα θεμέλια για την μετέπειτα εκτόπιση των Σίντι και των Ρομά.
Τα στρατόπεδα συγκέντρωσης
Ένα από τα βασικά μέτρα εναντίον των Σίντι και Ρομά, ήταν ο εγκλεισμός τους σε ειδικά στρατόπεδα. Ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του 1920, είχε είχε ξεκινήσει μια προσπάθεια για μόνιμη εγκατάστασή τους σε συγκεκριμένο μέρος. Στα χρόνια της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης (1918-1933), τους επιτρεπόταν, και αυτό πολύ σπάνια, να ταξιδεύουν μόνο με πολύ στενό οικογενειακό τους κύκλο. Σε πολλά κρατίδια, τους επιτρεπόταν η εγκατάσταση μόνο σε χώρους που υποδείκνυε η Αστυνομία και επιτρεπόταν η παραμονή τους εκεί, για περισσότερες από 24 ώρες. Ωστόσο, μερικές πόλεις είχαν δημιουργήσει μόνιμους καταυλισμούς που βρισκόταν συνήθως στις απόκεντρες συνοικίες, έτσι ώστε οι Ρομά να είναι απομονωμένοι. Σύμφωνα με έρευνα της Dentscher Stadtetag(ένωση πολλών πόλεων για την μέριμνα των κοινών συμφερόντων ), γνωστής στα ελληνικά ως Γερμανική Συνέλευση Πόλεων, στα τέλη του 1929 τέτοιοι δημοτικοί χώροι υπήρχαν τουλάχιστον στο Ντάρμσταντ, στη Φρανκφούρτη επί του Όντερ και στο Φράιμπουργκ. Με την ανάληψη της εξουσίας από τους εθνικοσοσιαλιστές και την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία (30 Ιανουαρίου 1933), άρχισε η αυστηρή εφαρμογή νόμων και ειδικών διαταγμάτων που προϋπήρχαν.
Οι πρώτες διαταγές για εγκλεισμό, αφορούσαν διαφορετικές μεταξύ τους κοινωνικές ομάδες. Έγιναν μαζικές συλλήψεις δεκάδων χιλιάδων αλητών και ζητιάνων, που είχαν αυξηθεί κατά πολύ μετά την κρίση του 1930 καθώς και Σίντι και Ρομά, από την Αστυνομία των SA και τις μονάδες των SS, που φυλακίστηκαν για μερικές εβδομάδες σε στρατόπεδα συγκέντρωσης.
Επίσης, φυλακίστηκαν μεμονωμένα σε στρατόπεδα αλλοδαποί Σίντι και Ρομά, με σκοπό την απέλαση τους. Από τον Μάιο του 1934, ξεκίνησαν στην Κολονία τα σχέδια ενός ειδικού στρατοπέδου Τσιγγάνων.
Μετά την λήψη της απόφασης, επιλέχθηκε για στρατόπεδο ένας χώρος εύκολα εποπτεύσιμος και απομονωμένος, που βρισκόταν εκτός πόλης, στο Μπίκεντορφ. Οι εργασίες ξεκίνησαν τον Απρίλιο του 1935 και τον Ιανουάριο του 1936 εγκαταστάθηκαν οι πρώτοι Σίντι και Ρομά. Το στρατόπεδο περιφράχθηκε με συρματόπλεγμα ύψους δυο μέτρων, ενώ ένα άντρας των SS με την οικογένεια του, εγκαταστάθηκαν σε ένα φυλάκιο στην είσοδο του στρατοπέδου. Οι Σίντι και Ρομά έπρεπε να του δίνουν αναφορά όταν έμπαιναν στο στρατόπεδο η έβγαιναν από αυτό. Παράλληλα, διατέθηκαν αστυνομικοί για την εποπτεία του στρατοπέδου, ενώ οι Αρχές έκαναν συνεχώς εφόδους σε αυτό. Η εφημερίδα της Κολονίας «Δυτικογερμανικός Παρατηρητής» έγραφε: ``…δι’ αυστηρών και ριζικών μέτρων εξαλείφθησαν με τον καιρό όλα τα ανεπιθύμητα καρκινώματα,,. Τον Ιούλιο του 1937 ζούσαν στο στρατόπεδο 400-500 άτομα, που έμεναν σε 50-60 τροχόσπιτα. Κατά μέσο όρο, οχτώ άτομα μοιράζονταν ένα δωμάτιο εννιά τετραγωνικών μέτρων …
Η Κολονία έκανε την αρχή. Σύντομα και άλλες πόλεις ( Βερολίνο, Στουτγκάρδη, Αμβούργο και Φρανκφούρτη), έστειλαν πολλές επιστολές στην Κολονία για να μάθουν λεπτομέρειες για το στρατόπεδο.
Την ίδια εποχή , το Υπουργείο Εσωτερικών του Ράιχ, προετοίμαζε έναν ‘’ νόμο του Ράιχ περί Τσιγγάνων ,,. Επιφορτισμένος με την κατάρτιση του νόμου, ήταν ο ανώτερος κυβερνητικός σύμβουλος δρ.Τσίντελ. Τελικά ο νόμος αυτός δεν θεσπίστηκε ποτέ. Αποφασίστηκε απλά, με αρκετά συγκεχυμένο τρόπο όμως η μόνιμη εγκατάσταση των Σίντι και Ρομά σ’ ένα συγκεκριμένο μέρος, για να γίνεται εύκολα η επιτήρηση τους από την Αστυνομία. Για να εμφανιστεί το Βερολίνο ως πόλη χωρίς Ρομά στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1936, περίπου 600 Σίντι και Ρομά μεταφέρθηκαν κάτω από αυστηρή αστυνομική επιτήρηση στην συνοικία Μάρτσαν στις παρυφές του Βερολίνου. Το 1938, πάνω από 850 άτομα ζούσαν στο στρατόπεδο. Επειδή πολλοί, δεν είχαν τροχόσπιτα, φτιάχτηκαν στο στρατόπεδο και παραπήγματα. Οι συνθήκες υγιεινής ( άθλιες τουαλέτες και ανεπαρκείς για τόσους πολλούς ανθρώπους, νερό από πηγάδι που ήταν ακατάλληλο για πόση κλπ.), είχαν σαν αποτέλεσμα οι αρρώστιες να θερίζουν στο Μάρτσαν.
Τον Μάρτιο του 1939, το 40% των έγκλειστων σε αυτό έπασχε από ψώρα. Υπήρχαν επίσης κρούσματα οστρακιάς, διφθερίτιδας και φυματίωσης. Την φρούρηση του στρατοπέδου είχαν αναλάβει 3-4 Αστυνομικοί με σκυλιά. Οι απείθαρχοι Ρομά, δέχονταν τις επιθέσεις των σκυλιών που τους προκαλούσαν βαρύτατα τραύματα. Άλλες πόλεις που δημιούργησαν στρατόπεδα τσιγγάνων ήταν: το Σόλινγκεν(1938),το Μαγδεμβούργο(1936), το Μπίμπριχ του Βισμπάντεν(1937), η Φούλντα(1938), το Χέρνε (1938), το Κλόπενμπουργκ , όπου δημιουργήθηκαν καταλύματα σε παλιά χοιροστάσια, ενώ το Ανόβερο δημιούργησε στρατόπεδο Τσιγγάνων σε μια βαλτώδη περιοχή κ.ά. Στις αναμνήσεις του που έγραψε στην φυλακή ,ο Ρούντολφ Es γράφει: ‘’Το 1937/38 συγκεντρώθηκαν όλοι οι πλανόδιοι τσιγγάνοι σε λεγόμενα στρατόπεδα- κατοικίες κοντά σε μεγάλες πόλεις για να μπορούν να επιτηρηθούν,,
Επιχείρηση ΄΄φυλετικής καθαρότητας,,
Το 1936 ιδρύθηκε το ‘’ Τμήμα Έρευνας της Φυλετικής Καθαρότητας υπό την διεύθυνση του Ρόμπερτ Ρίτερ, ως τμήμα L3 της Υγειονομικής Υπηρεσίας του Ράιχ. Ο Ρίτερ είχε και απευθείας επικοινωνία με το στρατόπεδο του Άουσβιτς. Η απογραφή των Σίντι και Ρομά δεν χρηματοδοτούνταν μόνο από το Ειδικό Τμήμα Ασφαλείας, αλλά και από την Γερμανική Ερευνητική Κοινότητα, ένα ίδρυμα αναγνωρισμένο διεθνώς ως πρότυπο για την προώθηση της επιστημονικής έρευνας . Μέχρι σήμερα δεν είναι γνωστό μέχρι ποιου σημείου η Γερμανική επιστήμη αποτέλεσε θεσμικό τμήμα της διαδικασίας εξόντωσης. Η Γερμανική Ερευνητική Κοινότητα χρηματοδότησε πάντως τα πειράματα-δολοφονίες του Μένγκελε στο Άουσβιτς!. Ο εμπειρογνώμονας που εξέτασε την αίτηση ήταν ο σπουδαίος χειρουργός Ernst Ferdinand Sauerbrugh (1875-1951), ένας από τους επιστήμονες που συνεργάστηκαν με το χιτλερικό καθεστώς, σε αντίθεση με άλλους που προτίμησαν να φύγουν από την Γερμανία και να εγκατασταθούν στο εξωτερικό.
Ο Ρίτερ από πολύ νωρίς είχε ταχθεί υπέρ της στείρωσης των μιγάδων με τσιγγάνικο αίμα. Ένας μιγάς με τσιγγάνικο αίμα οριζόταν με πιο αυστηρά κριτήρια απ´ό,τι ένας μιγάς με εβραϊκό αίμα. Αρκούσε, σε 16 προγόνους του( παππούδες, προπαππούδες ),να υπάρχουν 2 ή και περισσότεροι τσιγγάνοι!
Τον Ιανουάριο του 1940, ο επικεφαλής του Συστήματος Υγείας του Ράιχ Λεονάρντο Κόντι, απαίτησε την εξόντωση των Σίντι και Ρομά μέσω της αφαίρεσης της δυνατότητας αναπαραγωγής. Ως το 1944, το τμήμα έρευνας της φυλετικής καθαρότητας είχε εκδώσει περίπου 30.000 γνωματεύσεις για άτομα που χαρακτηρίστηκαν Τσιγγάνοι ή μιγάδες με τσιγγάνικο αίμα. Σε αυτές τις γνωματεύσεις υπήρχε συχνά η σημείωση evak. (evakuiert), η οποία στην εθνικοσοσιαλιστική χρήση της λέξης, είναι συνώνυμη με τη μετεγκατάσταση ή την ειδική μεταχείριση, δηλαδή την εκτόπιση στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Από τις αρχές του 1940, ξεκίνησε η απομάκρυνση την Σίντι και Ρομά από την Γερμανία, με σκοπό αυτή ν´αποτελεί μια καθαρή ‘’ καθαρή φυλετική χώρα,,. Στις 27/4/1940, 2.500 Σίντι και Ρομά μεταφέρθηκαν στην Πολωνία , ενώ ακολούθησαν και χιλιάδες άλλες εκτοπίσεις. Όχι μόνο η κοινή γνώμη, αλλά ούτε και θεσμοί, όπως η Εκκλησία της Γερμανίας δεν αντέδρασαν σε όλα αυτά.
Με διαταγή του αρχηγού των SS Χίμλερ, στις 16 Δεκεμβρίου 1942, επιτεύχθηκε το τελευταίο στάδιο της λεγόμενης ‘’ τελικής λύσης ,, του τσιγγάνικου ζητήματος. Στις 29 Ιανουαρίου 1943, εκδόθηκε διάταγμα με το οποίο Σίντι και Ρομά, ανεξαρτήτως του ποσοστού του τσιγγάνικου αίματος του καθενός, θα μεταφέρονταν στο Άουσβιτς. Οι αρμόδιες Αρχές των ναζί είχαν καταγράψει περισσότερους από 20.000 Σίντι και Ρομά που ζούσαν σε Γερμανία και Αυστρία. Οι αρμόδιες Αρχές καλούνταν να δημεύσουν ‘’ τις εναπομείνασες περιουσίες των ατόμων – Τσιγγάνων, τα οποία επρόκειτο να κλειστούν σε στρατόπεδο συγκέντρωσης κατόπιν διαταγής του αρχηγού των SS ,,. Από τους Σίντι και Ρομά, πολύ λίγοι επέζησαν. Μόνο στο Άουσβιτς- Μπιρκενάου , δολοφονήθηκαν σχεδόν 20.000. Τη νύχτα της 2ας προς 3ης Αυγούστου του 1944 των στρατόπεδο τσιγγάνων ( τομέας BIIE του Άουσβιτς-Μπιρκενάου ), διαλύθηκε. Πριν γίνει αυτό επιλέχθηκαν οι κατάλληλοι για εργασία Σίντι και Ρομά. Οι υπόλοιποι 3.000, περίπου γέροι για γυναικόπαιδα βρήκαν τραγικό θάνατο στους θαλάμους αερίων.
Οι φρικτές πρακτικές των ναζί
Τα όσα υπέστησαν οι Σίντι και Ρομά από τους ναζί, δεν χωράνε σε ένα άρθρο. Αναφέρουμε ενδεικτικά: εργασίες μέχρι εξοντώσεως στα εργοστάσια των SS, ανελέητοι ξυλοδαρμοί , λιθοβολισμοί, ‘’ λούσιμο ,, με κρύο νερό , σφίξιμο στα όρια του πνιγμού, της γραβάτας, όσων βέβαια φορούσαν, παραμονή στην πλατεία προσκλητηρίου των στρατοπέδων για περισσότερες από 18 ώρες σε θερμοκρασίες κάτω από το μηδέν, στέρηση τροφής για μέρες, μαστίγωμα, κρέμασμα σε δέντρο όπου το θύμα κρεμόταν, δεμένο από τα χέρια, από ένα δέντρο η στύλο σε ύψος 2 μέτρων, αναγκαστικές στειρώσεις με βάση τον νόμο ‘’ περί πρόληψης αναπαραγωγής κληρονομικότητας αρρώστων ,, που είχε θεσπιστεί το 1933.
Στειρώνονταν ταιγγανόπουλα ηλικίας 9-11 ετών , τα περισσότερα από τα οποία πέθαιναν στην συνέχεια. Χρησιμοποιήθηκαν ακόμα και ακτίνες Χ , ενώ το 1945 στειρώσεις γινόταν μόνο σε γυναίκες Σίντι και Ρομά με έγχυση αγνώστου υγρού στην μήτρα τους… Και φυσικά, η σήμανση με το μαύρο τρίγωνο των αντικοινωνικών…
Ο διαβόητος Μένγκελε
Ο διαβόητος Γιόχαν Μένγκελε ,στον οποίο είχαμε αναφερθεί εκτενώς στο άρθρο μας για την δίκη των γιατρών της Νυρεμβέργης,’’ έδρασε ,, και σε βάρος Σίντι και Ρομά . Ο 18χρονος τότε Χέλμουτ Κλέμενς, υποχρεώθηκε για γίνει βοηθός του Μένγκελε, όχι όμως σε επιλήψιμες ενέργειες. Γράφει χαρακτηριστικά:’’ Το βράδυ πρέπει να τραβάω ένα ένα τα πτώματα που ήταν σωριασμένα σε μια μικρή καλύβα, να σημειώνω τα νούμερα που ήταν χαραγμένα στα χέρια τους και να πηγαίνω στον δόκτορα Μένγκελε. Εκεί τα άνοιγε με κάποιον τρόπο. Στα ράφια υπήρχαν παντού γυάλες μέσα στις οποίες ήταν τοποθετημένα ανθρώπινα όργανα: καρδιές , εγκέφαλοι , μάτια και αλλά ανθρώπινα μέλη. Ο Μένγκελε είχε μεγάλο ενδιαφέρον για τα δίδυμα αδέρφια. Δολοφονούσε ο ίδιος τα δίδυμα με ενέσεις στην καρδιά και έστελνε τα μάτια τους στο Βερολίνο, στο ανθρωπολογικό ινστιτούτο Κάιζερ Βίλχελμ για «περαιτέρω επιστημονική αξιοποίηση» ! Και όμως, αυτός ο φοβερός εγκληματίας, που θεωρούμε ότι είναι ένας από τους χειρότερους της ανθρώπινης ιστορίας,δεν δικάστηκε ποτέ! Εκτελέστηκαν και φυλακίστηκαν άλλοι Γερμανοί γιατροί, ενώ ο ίδιος ζούσε στη Λατινική Αμερική, έχοντας υψηλή … προσταCIA.Ίσως γιατί, όπως λέγεται, στα πειράματα του ήταν παρόντες και Αμερικανοί γιατροί …
Επίλογος
Ενώ οι συμμαχικές δυνάμεις θεωρούσαν τους διωγμούς των Σίντι και Ρομά ναζιστικά εγκλήματα , οι Γερμανοί αντέτειναν ότι επρόκειτο για έναν αγώνα εναντίων αντικοινωνικών και εγκληματικών στοιχείων Σχεδόν κανείς από τους ‘’ πρωταγωνιστές ,, των διωγμών των Σίντι και Ρομά, μετά το 1945 δεν τιμωρήθηκε. Για παράδειγμα, ο Ρόμπερτ Ρίτερ , διορίστηκε το 1947 διευθύνων γιατρός, υπεύθυνος για την νεολαία και παρέμεινε σ’αυτό το πόστο ως τον θάνατο του, το 1950. Ωστόσο, ιστορικοί εκτιμούν ότι 220.000-300.000 Σίντι και Ρομά υπήρξαν θύματα των ναζί. Η επίσημη αναγνώριση της ευθύνης για τον διωγμό των Σίντι και Ρομά, έγινε το 1982. Το 1985, ο Πρόεδρος της, τότε, Δυτικής Γερμανίας Ρίχαρντ φον Βάιτσεκερ, κήρυξε τους Σίντι και Ρομά θύματα της ναζιστικής Γερμανίας. Η 2α Αυγούστου , τιμάται κάθε χρόνο ως ημέρα μνήμης του Ολοκαυτώματος (ή Γενοκτονίας ) των Ρομά. Πάντως το 1994 τα 2/3 των Γερμανών, δεν επιθυμούσαν να έχουν γείτονες Σίντι ή Ρομά…
Πηγή: ‘’ Οι Σίντι και οι Ρομά υπό το ναζιστικό καθεστώς , Εκδόσεις Καστανιώτη 1998
Το 1886 ο καγκελάριος Μπίσμαρκ έστειλε για πρώτη φορά στην ιστορία του γερμανικού Ράιχ μια επιστολή σε όλα τα κρατίδια προκειμένου να ενοποιήσει τα διατάγματα κατά των Σίντι και Ρομά, τα οποία ως τότε είχαν ισχύ μόνο στο καθένα μεμονωμένα όσον αφορά την εφαρμογή τους. Ο Μπίσμαρκ συνέχισε την απέλαση όλων των αλλοδαπών, ώστε να απαλλαγεί η επικράτεια της ομοσπονδίας εκ βάθρων και μόνιμα από τη μάστιγα.
Τον Μάρτιο του 1889 ιδρύθηκε η Υπηρεσία Πληροφοριών της Ασφάλειας όσον αφορά στους τσιγγάνους στο πλαίσιο της αστυνομικής διεύθυνσης Μονάχου άρχισε στη Γερμανία ο διωγμός και η πολιτική των διακρίσεων κατά των Σίντι και Ρομά. Ήταν η πρώτη φορά που σχεδιάστηκε και οργανώθηκε η απόλυτη απογραφή και απέλαση μιας πληθυσμιακής ομάδας. Το 1905 ο Άλφρεντ Ντίλμαν εξέδωσε στο Μόναχο το «Βιβλίο για τους Τσιγγάνους», που περιείχε σύντομες πληροφορίες για 3.350 Τσιγγάνους και άτομα που περιπλανώνται κατά τον τρόπο των Τσιγγάνων. Το κέντρο Τσιγγάνων του Μονάχου το 1925 είχε συγκεντρώσει 14.000 ατομικούς και οικογενειακούς φακέλους που αφορούσαν Σίντι και Ρομά.
Ως τον Οκτώβριο του 1938 που το κέντρο Τσιγγάνων του Μονάχου ενσωματώθηκε στο «κέντρο του Ράιχ για την καταπολέμηση της μάστιγας των Τσιγγάνων», διέθετε πάνω από 18.000 φακέλους που περιέχουν τα στοιχεία 33.520 ατόμων (80 – 90% του τότε πληθυσμού των Σίντι και Ρομά).
Στις 16 Ιουλίου 1926 η Βαυαρία θέσπισε με επείγουσα διαδικασία τον νόμο για την καταπολέμηση των Τσιγγάνων, των περιπλανώμενων και τον φυγόπονων. Αναφέρουμε χαρακτηριστικά ένα μικρό απόσπασμα του νόμου:
«Ο όρος Τσιγγάνος είναι σε όλους γνωστός και δεν χρήζει περαιτέρω εξηγήσεων. Η εθνογενετική διασαφηνίζει ποιος πρέπει να θεωρείται Τσιγγάνος».
Συνεπώς, οι έντονες διακρίσεις σε βάρος των Σίντι και των Ρομά χρονολογούνται πολύ πριν ο Χίτλερ γίνει καγκελάριος της Γερμανίας (1933). Τότε άρχισε η διαδικασία του ρατσιστικού διαχωρισμού των ανθρώπων σε άριους και μη άριους, με τελικό στόχο την εξόντωση όλων των Εβραίων και Ρομά της Ευρώπης.
Η «τελική λύση του τσιγγάνικου ζητήματος με βάση φυλετικά κριτήρια»
Στις 24 Μαρτίου 1938 ο Βέρνερ Μπεστ, διευθυντής του γραφείου της Γκεστάπο στο υπουργείο Εσωτερικών του Ράιχ και αναπληρωτής του Ράινχαρντ Χάιντριχ, υπέγραψε ένα γράμμα του αρχηγού των SS και της γερμανικής Αστυνομίας, το οποίο απευθυνόταν στο βαυαρικό υπουργείο Εσωτερικών και όπως αναγράφεται σε αυτό, εμπεριέχεται προπάντων η σκέψη να εισαχθεί η λύση του τσιγγάνικου ζητήματος βάσει φυλετικών κριτηρίων.
Φαίνεται λοιπόν ότι από τότε τέθηκαν τα θεμέλια για την μετέπειτα εκτόπιση των Σίντι και των Ρομά.
Τα στρατόπεδα συγκέντρωσης
Ένα από τα βασικά μέτρα εναντίον των Σίντι και Ρομά, ήταν ο εγκλεισμός τους σε ειδικά στρατόπεδα. Ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του 1920, είχε είχε ξεκινήσει μια προσπάθεια για μόνιμη εγκατάστασή τους σε συγκεκριμένο μέρος. Στα χρόνια της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης (1918-1933), τους επιτρεπόταν, και αυτό πολύ σπάνια, να ταξιδεύουν μόνο με πολύ στενό οικογενειακό τους κύκλο. Σε πολλά κρατίδια, τους επιτρεπόταν η εγκατάσταση μόνο σε χώρους που υποδείκνυε η Αστυνομία και επιτρεπόταν η παραμονή τους εκεί, για περισσότερες από 24 ώρες. Ωστόσο, μερικές πόλεις είχαν δημιουργήσει μόνιμους καταυλισμούς που βρισκόταν συνήθως στις απόκεντρες συνοικίες, έτσι ώστε οι Ρομά να είναι απομονωμένοι. Σύμφωνα με έρευνα της Dentscher Stadtetag(ένωση πολλών πόλεων για την μέριμνα των κοινών συμφερόντων ), γνωστής στα ελληνικά ως Γερμανική Συνέλευση Πόλεων, στα τέλη του 1929 τέτοιοι δημοτικοί χώροι υπήρχαν τουλάχιστον στο Ντάρμσταντ, στη Φρανκφούρτη επί του Όντερ και στο Φράιμπουργκ. Με την ανάληψη της εξουσίας από τους εθνικοσοσιαλιστές και την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία (30 Ιανουαρίου 1933), άρχισε η αυστηρή εφαρμογή νόμων και ειδικών διαταγμάτων που προϋπήρχαν.
Οι πρώτες διαταγές για εγκλεισμό, αφορούσαν διαφορετικές μεταξύ τους κοινωνικές ομάδες. Έγιναν μαζικές συλλήψεις δεκάδων χιλιάδων αλητών και ζητιάνων, που είχαν αυξηθεί κατά πολύ μετά την κρίση του 1930 καθώς και Σίντι και Ρομά, από την Αστυνομία των SA και τις μονάδες των SS, που φυλακίστηκαν για μερικές εβδομάδες σε στρατόπεδα συγκέντρωσης.
Επίσης, φυλακίστηκαν μεμονωμένα σε στρατόπεδα αλλοδαποί Σίντι και Ρομά, με σκοπό την απέλαση τους. Από τον Μάιο του 1934, ξεκίνησαν στην Κολονία τα σχέδια ενός ειδικού στρατοπέδου Τσιγγάνων.
Μετά την λήψη της απόφασης, επιλέχθηκε για στρατόπεδο ένας χώρος εύκολα εποπτεύσιμος και απομονωμένος, που βρισκόταν εκτός πόλης, στο Μπίκεντορφ. Οι εργασίες ξεκίνησαν τον Απρίλιο του 1935 και τον Ιανουάριο του 1936 εγκαταστάθηκαν οι πρώτοι Σίντι και Ρομά. Το στρατόπεδο περιφράχθηκε με συρματόπλεγμα ύψους δυο μέτρων, ενώ ένα άντρας των SS με την οικογένεια του, εγκαταστάθηκαν σε ένα φυλάκιο στην είσοδο του στρατοπέδου. Οι Σίντι και Ρομά έπρεπε να του δίνουν αναφορά όταν έμπαιναν στο στρατόπεδο η έβγαιναν από αυτό. Παράλληλα, διατέθηκαν αστυνομικοί για την εποπτεία του στρατοπέδου, ενώ οι Αρχές έκαναν συνεχώς εφόδους σε αυτό. Η εφημερίδα της Κολονίας «Δυτικογερμανικός Παρατηρητής» έγραφε: ``…δι’ αυστηρών και ριζικών μέτρων εξαλείφθησαν με τον καιρό όλα τα ανεπιθύμητα καρκινώματα,,. Τον Ιούλιο του 1937 ζούσαν στο στρατόπεδο 400-500 άτομα, που έμεναν σε 50-60 τροχόσπιτα. Κατά μέσο όρο, οχτώ άτομα μοιράζονταν ένα δωμάτιο εννιά τετραγωνικών μέτρων …
Η Κολονία έκανε την αρχή. Σύντομα και άλλες πόλεις ( Βερολίνο, Στουτγκάρδη, Αμβούργο και Φρανκφούρτη), έστειλαν πολλές επιστολές στην Κολονία για να μάθουν λεπτομέρειες για το στρατόπεδο.
Την ίδια εποχή , το Υπουργείο Εσωτερικών του Ράιχ, προετοίμαζε έναν ‘’ νόμο του Ράιχ περί Τσιγγάνων ,,. Επιφορτισμένος με την κατάρτιση του νόμου, ήταν ο ανώτερος κυβερνητικός σύμβουλος δρ.Τσίντελ. Τελικά ο νόμος αυτός δεν θεσπίστηκε ποτέ. Αποφασίστηκε απλά, με αρκετά συγκεχυμένο τρόπο όμως η μόνιμη εγκατάσταση των Σίντι και Ρομά σ’ ένα συγκεκριμένο μέρος, για να γίνεται εύκολα η επιτήρηση τους από την Αστυνομία. Για να εμφανιστεί το Βερολίνο ως πόλη χωρίς Ρομά στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1936, περίπου 600 Σίντι και Ρομά μεταφέρθηκαν κάτω από αυστηρή αστυνομική επιτήρηση στην συνοικία Μάρτσαν στις παρυφές του Βερολίνου. Το 1938, πάνω από 850 άτομα ζούσαν στο στρατόπεδο. Επειδή πολλοί, δεν είχαν τροχόσπιτα, φτιάχτηκαν στο στρατόπεδο και παραπήγματα. Οι συνθήκες υγιεινής ( άθλιες τουαλέτες και ανεπαρκείς για τόσους πολλούς ανθρώπους, νερό από πηγάδι που ήταν ακατάλληλο για πόση κλπ.), είχαν σαν αποτέλεσμα οι αρρώστιες να θερίζουν στο Μάρτσαν.
Τον Μάρτιο του 1939, το 40% των έγκλειστων σε αυτό έπασχε από ψώρα. Υπήρχαν επίσης κρούσματα οστρακιάς, διφθερίτιδας και φυματίωσης. Την φρούρηση του στρατοπέδου είχαν αναλάβει 3-4 Αστυνομικοί με σκυλιά. Οι απείθαρχοι Ρομά, δέχονταν τις επιθέσεις των σκυλιών που τους προκαλούσαν βαρύτατα τραύματα. Άλλες πόλεις που δημιούργησαν στρατόπεδα τσιγγάνων ήταν: το Σόλινγκεν(1938),το Μαγδεμβούργο(1936), το Μπίμπριχ του Βισμπάντεν(1937), η Φούλντα(1938), το Χέρνε (1938), το Κλόπενμπουργκ , όπου δημιουργήθηκαν καταλύματα σε παλιά χοιροστάσια, ενώ το Ανόβερο δημιούργησε στρατόπεδο Τσιγγάνων σε μια βαλτώδη περιοχή κ.ά. Στις αναμνήσεις του που έγραψε στην φυλακή ,ο Ρούντολφ Es γράφει: ‘’Το 1937/38 συγκεντρώθηκαν όλοι οι πλανόδιοι τσιγγάνοι σε λεγόμενα στρατόπεδα- κατοικίες κοντά σε μεγάλες πόλεις για να μπορούν να επιτηρηθούν,,
Επιχείρηση ΄΄φυλετικής καθαρότητας,,
Το 1936 ιδρύθηκε το ‘’ Τμήμα Έρευνας της Φυλετικής Καθαρότητας υπό την διεύθυνση του Ρόμπερτ Ρίτερ, ως τμήμα L3 της Υγειονομικής Υπηρεσίας του Ράιχ. Ο Ρίτερ είχε και απευθείας επικοινωνία με το στρατόπεδο του Άουσβιτς. Η απογραφή των Σίντι και Ρομά δεν χρηματοδοτούνταν μόνο από το Ειδικό Τμήμα Ασφαλείας, αλλά και από την Γερμανική Ερευνητική Κοινότητα, ένα ίδρυμα αναγνωρισμένο διεθνώς ως πρότυπο για την προώθηση της επιστημονικής έρευνας . Μέχρι σήμερα δεν είναι γνωστό μέχρι ποιου σημείου η Γερμανική επιστήμη αποτέλεσε θεσμικό τμήμα της διαδικασίας εξόντωσης. Η Γερμανική Ερευνητική Κοινότητα χρηματοδότησε πάντως τα πειράματα-δολοφονίες του Μένγκελε στο Άουσβιτς!. Ο εμπειρογνώμονας που εξέτασε την αίτηση ήταν ο σπουδαίος χειρουργός Ernst Ferdinand Sauerbrugh (1875-1951), ένας από τους επιστήμονες που συνεργάστηκαν με το χιτλερικό καθεστώς, σε αντίθεση με άλλους που προτίμησαν να φύγουν από την Γερμανία και να εγκατασταθούν στο εξωτερικό.
Ο Ρίτερ από πολύ νωρίς είχε ταχθεί υπέρ της στείρωσης των μιγάδων με τσιγγάνικο αίμα. Ένας μιγάς με τσιγγάνικο αίμα οριζόταν με πιο αυστηρά κριτήρια απ´ό,τι ένας μιγάς με εβραϊκό αίμα. Αρκούσε, σε 16 προγόνους του( παππούδες, προπαππούδες ),να υπάρχουν 2 ή και περισσότεροι τσιγγάνοι!
Τον Ιανουάριο του 1940, ο επικεφαλής του Συστήματος Υγείας του Ράιχ Λεονάρντο Κόντι, απαίτησε την εξόντωση των Σίντι και Ρομά μέσω της αφαίρεσης της δυνατότητας αναπαραγωγής. Ως το 1944, το τμήμα έρευνας της φυλετικής καθαρότητας είχε εκδώσει περίπου 30.000 γνωματεύσεις για άτομα που χαρακτηρίστηκαν Τσιγγάνοι ή μιγάδες με τσιγγάνικο αίμα. Σε αυτές τις γνωματεύσεις υπήρχε συχνά η σημείωση evak. (evakuiert), η οποία στην εθνικοσοσιαλιστική χρήση της λέξης, είναι συνώνυμη με τη μετεγκατάσταση ή την ειδική μεταχείριση, δηλαδή την εκτόπιση στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Από τις αρχές του 1940, ξεκίνησε η απομάκρυνση την Σίντι και Ρομά από την Γερμανία, με σκοπό αυτή ν´αποτελεί μια καθαρή ‘’ καθαρή φυλετική χώρα,,. Στις 27/4/1940, 2.500 Σίντι και Ρομά μεταφέρθηκαν στην Πολωνία , ενώ ακολούθησαν και χιλιάδες άλλες εκτοπίσεις. Όχι μόνο η κοινή γνώμη, αλλά ούτε και θεσμοί, όπως η Εκκλησία της Γερμανίας δεν αντέδρασαν σε όλα αυτά.
Με διαταγή του αρχηγού των SS Χίμλερ, στις 16 Δεκεμβρίου 1942, επιτεύχθηκε το τελευταίο στάδιο της λεγόμενης ‘’ τελικής λύσης ,, του τσιγγάνικου ζητήματος. Στις 29 Ιανουαρίου 1943, εκδόθηκε διάταγμα με το οποίο Σίντι και Ρομά, ανεξαρτήτως του ποσοστού του τσιγγάνικου αίματος του καθενός, θα μεταφέρονταν στο Άουσβιτς. Οι αρμόδιες Αρχές των ναζί είχαν καταγράψει περισσότερους από 20.000 Σίντι και Ρομά που ζούσαν σε Γερμανία και Αυστρία. Οι αρμόδιες Αρχές καλούνταν να δημεύσουν ‘’ τις εναπομείνασες περιουσίες των ατόμων – Τσιγγάνων, τα οποία επρόκειτο να κλειστούν σε στρατόπεδο συγκέντρωσης κατόπιν διαταγής του αρχηγού των SS ,,. Από τους Σίντι και Ρομά, πολύ λίγοι επέζησαν. Μόνο στο Άουσβιτς- Μπιρκενάου , δολοφονήθηκαν σχεδόν 20.000. Τη νύχτα της 2ας προς 3ης Αυγούστου του 1944 των στρατόπεδο τσιγγάνων ( τομέας BIIE του Άουσβιτς-Μπιρκενάου ), διαλύθηκε. Πριν γίνει αυτό επιλέχθηκαν οι κατάλληλοι για εργασία Σίντι και Ρομά. Οι υπόλοιποι 3.000, περίπου γέροι για γυναικόπαιδα βρήκαν τραγικό θάνατο στους θαλάμους αερίων.
Οι φρικτές πρακτικές των ναζί
Τα όσα υπέστησαν οι Σίντι και Ρομά από τους ναζί, δεν χωράνε σε ένα άρθρο. Αναφέρουμε ενδεικτικά: εργασίες μέχρι εξοντώσεως στα εργοστάσια των SS, ανελέητοι ξυλοδαρμοί , λιθοβολισμοί, ‘’ λούσιμο ,, με κρύο νερό , σφίξιμο στα όρια του πνιγμού, της γραβάτας, όσων βέβαια φορούσαν, παραμονή στην πλατεία προσκλητηρίου των στρατοπέδων για περισσότερες από 18 ώρες σε θερμοκρασίες κάτω από το μηδέν, στέρηση τροφής για μέρες, μαστίγωμα, κρέμασμα σε δέντρο όπου το θύμα κρεμόταν, δεμένο από τα χέρια, από ένα δέντρο η στύλο σε ύψος 2 μέτρων, αναγκαστικές στειρώσεις με βάση τον νόμο ‘’ περί πρόληψης αναπαραγωγής κληρονομικότητας αρρώστων ,, που είχε θεσπιστεί το 1933.
Στειρώνονταν ταιγγανόπουλα ηλικίας 9-11 ετών , τα περισσότερα από τα οποία πέθαιναν στην συνέχεια. Χρησιμοποιήθηκαν ακόμα και ακτίνες Χ , ενώ το 1945 στειρώσεις γινόταν μόνο σε γυναίκες Σίντι και Ρομά με έγχυση αγνώστου υγρού στην μήτρα τους… Και φυσικά, η σήμανση με το μαύρο τρίγωνο των αντικοινωνικών…
Ο διαβόητος Μένγκελε
Ο διαβόητος Γιόχαν Μένγκελε ,στον οποίο είχαμε αναφερθεί εκτενώς στο άρθρο μας για την δίκη των γιατρών της Νυρεμβέργης,’’ έδρασε ,, και σε βάρος Σίντι και Ρομά . Ο 18χρονος τότε Χέλμουτ Κλέμενς, υποχρεώθηκε για γίνει βοηθός του Μένγκελε, όχι όμως σε επιλήψιμες ενέργειες. Γράφει χαρακτηριστικά:’’ Το βράδυ πρέπει να τραβάω ένα ένα τα πτώματα που ήταν σωριασμένα σε μια μικρή καλύβα, να σημειώνω τα νούμερα που ήταν χαραγμένα στα χέρια τους και να πηγαίνω στον δόκτορα Μένγκελε. Εκεί τα άνοιγε με κάποιον τρόπο. Στα ράφια υπήρχαν παντού γυάλες μέσα στις οποίες ήταν τοποθετημένα ανθρώπινα όργανα: καρδιές , εγκέφαλοι , μάτια και αλλά ανθρώπινα μέλη. Ο Μένγκελε είχε μεγάλο ενδιαφέρον για τα δίδυμα αδέρφια. Δολοφονούσε ο ίδιος τα δίδυμα με ενέσεις στην καρδιά και έστελνε τα μάτια τους στο Βερολίνο, στο ανθρωπολογικό ινστιτούτο Κάιζερ Βίλχελμ για «περαιτέρω επιστημονική αξιοποίηση» ! Και όμως, αυτός ο φοβερός εγκληματίας, που θεωρούμε ότι είναι ένας από τους χειρότερους της ανθρώπινης ιστορίας,δεν δικάστηκε ποτέ! Εκτελέστηκαν και φυλακίστηκαν άλλοι Γερμανοί γιατροί, ενώ ο ίδιος ζούσε στη Λατινική Αμερική, έχοντας υψηλή … προσταCIA.Ίσως γιατί, όπως λέγεται, στα πειράματα του ήταν παρόντες και Αμερικανοί γιατροί …
Επίλογος
Ενώ οι συμμαχικές δυνάμεις θεωρούσαν τους διωγμούς των Σίντι και Ρομά ναζιστικά εγκλήματα , οι Γερμανοί αντέτειναν ότι επρόκειτο για έναν αγώνα εναντίων αντικοινωνικών και εγκληματικών στοιχείων Σχεδόν κανείς από τους ‘’ πρωταγωνιστές ,, των διωγμών των Σίντι και Ρομά, μετά το 1945 δεν τιμωρήθηκε. Για παράδειγμα, ο Ρόμπερτ Ρίτερ , διορίστηκε το 1947 διευθύνων γιατρός, υπεύθυνος για την νεολαία και παρέμεινε σ’αυτό το πόστο ως τον θάνατο του, το 1950. Ωστόσο, ιστορικοί εκτιμούν ότι 220.000-300.000 Σίντι και Ρομά υπήρξαν θύματα των ναζί. Η επίσημη αναγνώριση της ευθύνης για τον διωγμό των Σίντι και Ρομά, έγινε το 1982. Το 1985, ο Πρόεδρος της, τότε, Δυτικής Γερμανίας Ρίχαρντ φον Βάιτσεκερ, κήρυξε τους Σίντι και Ρομά θύματα της ναζιστικής Γερμανίας. Η 2α Αυγούστου , τιμάται κάθε χρόνο ως ημέρα μνήμης του Ολοκαυτώματος (ή Γενοκτονίας ) των Ρομά. Πάντως το 1994 τα 2/3 των Γερμανών, δεν επιθυμούσαν να έχουν γείτονες Σίντι ή Ρομά…
Πηγή: ‘’ Οι Σίντι και οι Ρομά υπό το ναζιστικό καθεστώς , Εκδόσεις Καστανιώτη 1998
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr