Ένα φθινοπωρινό γεύμα διαφορετικό από τα άλλα, μιας και η συνάντηση των εθελοντών της bwin με τους διαμένοντες της Στέγης Υποστηριζόμενης Διαβίωσης «Φωτεινή» έδιωξε κάθε… μελαγχολικό συναίσθημα.
Μικρασιατική εκστρατεία: Η πορεία προς την Άγκυρα – Η μάχη του Σαγγάριου ποταμού (Καλοκαίρι 1921)
Μικρασιατική εκστρατεία: Η πορεία προς την Άγκυρα – Η μάχη του Σαγγάριου ποταμού (Καλοκαίρι 1921)
Από τις μάχες της Κιουτάχειας και του Εσκί Σεχίρ, στη μάχη του Σαγγάριου – Η κρίσιμη σύσκεψη της Κιουτάχειας – Η απαράμιλλη γενναιότητα και οι μεγάλες νίκες του Ελληνικού Στρατού
Συμπληρώνονται φέτος 100 χρόνια από τις επιχειρήσεις του Ελληνικού Στρατού στη Μικρά Ασία που έφεραν τις ελληνικές δυνάμεις πολύ κοντά στην Άγκυρα. Παρά τις αντίξοες συνθήκες, τα λάθη της στρατιωτικής ηγεσίας και τη λυσσαλέα αντίσταση των Τούρκων, οι πρόγονοί μας έφτασαν σε απόσταση αναπνοής από την Άγκυρα.
Με τα γεγονότα από τις εκλογές του 1920, τις μάχες της Κιουτάχειας και του Εσκί Σεχίρ ως τη μάχη του Σαγγάριου, θα ασχοληθούμε στο σημερινό μας άρθρο.
Η επιστροφή του Κωνσταντίνου
Μετά τις εκλογές της 1/14 Νοεμβρίου 1920 και την αναπάντεχη ήττα του Ελευθέριου Βενιζέλου ακολούθησαν το δημοψήφισμα της 22ης Νοεμβρίου/4 Δεκεμβρίου 1920 και η θριαμβευτική επάνοδος του Κωνσταντίνου (6/19 Δεκεμβρίου 1920).
Αυτό αποτέλεσε αφορμή για τις δυνάμεις της Αντάντ να μετατρέψουν την υστερόβουλη στάση τους απέναντι στη χώρα μας σε απροκάλυπτα εχθρική.
Όπως γράφει ο Κώστας Μ. Σταματόπουλος στο βιβλίο του «1922: ΠΩΣ ΦΤΑΣΑΜΕ ΣΤΗΝ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ», θα μπορούσε τότε ο Κωνσταντίνος να παραιτηθεί υπέρ του γιου του Γεώργιου, στερώντας έτσι από τους Αγγλογάλλους την προσχηματική δικαιολογία της απροκάλυπτης εχθρότητας απέναντι στην Ελλάδα". Όμως ο Κ. Σταματόπουλος τον δικαιολογεί λόγω των δεινών που είχε υποστεί τα τελευταία 5,5 χρόνια και το παλλαϊκό κάλεσμα των Ελλήνων να επιστρέψει: «Αλλά επί τέλους αυτό δεν το έκαμε. Και αυτό είναι το μέχρι στιγμής μερίδιο της δικής του ευθύνης στην τραγωδία που εξελισσόταν με όλο ταχύτερους ρυθμούς».
Οι κυβερνήσεις που ακολούθησαν τη νίκη των αντιβενιζελικών (Δημητρίου Ράλλη, Νικόλαου Καλογερόπουλου και Δημητρίου Γούναρη) είχαν κληρονομήσει μια πολύ δύσκολη κατάσταση την οποία από την αρχή είχαν θεωρήσει καταδικασμένη να αποτύχει. Υπήρχαν έντονες διαφωνίες μεταξύ των Στρατηγών Παπούλα και Δούσμανη που είχαν σαν αποτέλεσμα το Γενικό Επιτελείο να έχει διακόψει κάθε επικοινωνία με το Επιτελείο της Στρατιάς. Παράλληλα παραγκωνίσθηκε ο Ιωάννης Μεταξάς για τις απόψεις του οποίου έχουν γραφτεί πολλά.
Πάντως απ’ ότι φαίνεται δεν είχαμε γενικές εκκαθαρίσεις στο στράτευμα. 340 βενιζελικοί αξιωματικοί (4 από τους οποίους ήταν Στρατηγοί) εγκατέλειψαν τις θέσεις τους στη Μικρά Ασία και κατέφυγαν στην Κωνσταντινούπολη όπου σχημάτισαν την «Εθνική Άμυνα». Άλλοι όπως γράφει ο Δρ. Ιωάννης Παπαφλωράτος, όπως οι Νίδερ, Οθωναίος και Χατζημιχάλης, παραιτήθηκαν αυτοβούλως.
Η Συνδιάσκεψη του Λονδίνου (8/21 Φεβρουαρίου 1921)
Στις 8/21 Φεβρουαρίου 1921, συγκλήθηκε στο Λονδίνο διάσκεψη για το μικρασιατικό μετά από επιμονή των Γάλλων και παρά τις αντιρρήσεις του (Βρετανού) Lloyd George. Σ’ αυτήν προσκλήθηκαν και κεμαλικοί. Στην Άθηνα, μόλις είχε αλλάξει η κυβέρνηση και την πρωθυπουργία ανέλαβε ο Νικόλαος Καλογερόπουλος ο οποίος είχε τη φήμη του γαλλόφιλου. Αυτός ηγήθηκε της ελληνικής αντιπροσωπείας στο Λονδίνο, μέλη της οποίας ήταν οι Συνταγματάρχες Εξαδάκτυλος, Λάκων, Σαρηγιάννης και Χρονόπουλος. Παρά τα υπομνήματα που παρουσίασε στους συμμάχους, Γάλλοι και Ιταλοί είχαν αρχίσει ήδη διαπραγματεύσεις με τους κεμαλικούς! Μάλιστα οι αντιπρόσωποι των δύο χωρών πρότειναν τη σύσταση μιας επιτροπής που θα εξέταζε επί τόπου την εθνολογική σύσταση των πληθυσμών της Ανατολικής Θράκης και της Σμύρνης. Οι κεμαλικοί δέχτηκαν την πρόταση όχι όμως και οι Έλληνες καθώς αποτελούσε κατάφωρη παραβίαση της Συνθήκης των Σεβρών.
Με τα γεγονότα από τις εκλογές του 1920, τις μάχες της Κιουτάχειας και του Εσκί Σεχίρ ως τη μάχη του Σαγγάριου, θα ασχοληθούμε στο σημερινό μας άρθρο.
Η επιστροφή του Κωνσταντίνου
Μετά τις εκλογές της 1/14 Νοεμβρίου 1920 και την αναπάντεχη ήττα του Ελευθέριου Βενιζέλου ακολούθησαν το δημοψήφισμα της 22ης Νοεμβρίου/4 Δεκεμβρίου 1920 και η θριαμβευτική επάνοδος του Κωνσταντίνου (6/19 Δεκεμβρίου 1920).
Αυτό αποτέλεσε αφορμή για τις δυνάμεις της Αντάντ να μετατρέψουν την υστερόβουλη στάση τους απέναντι στη χώρα μας σε απροκάλυπτα εχθρική.
Όπως γράφει ο Κώστας Μ. Σταματόπουλος στο βιβλίο του «1922: ΠΩΣ ΦΤΑΣΑΜΕ ΣΤΗΝ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ», θα μπορούσε τότε ο Κωνσταντίνος να παραιτηθεί υπέρ του γιου του Γεώργιου, στερώντας έτσι από τους Αγγλογάλλους την προσχηματική δικαιολογία της απροκάλυπτης εχθρότητας απέναντι στην Ελλάδα". Όμως ο Κ. Σταματόπουλος τον δικαιολογεί λόγω των δεινών που είχε υποστεί τα τελευταία 5,5 χρόνια και το παλλαϊκό κάλεσμα των Ελλήνων να επιστρέψει: «Αλλά επί τέλους αυτό δεν το έκαμε. Και αυτό είναι το μέχρι στιγμής μερίδιο της δικής του ευθύνης στην τραγωδία που εξελισσόταν με όλο ταχύτερους ρυθμούς».
Οι κυβερνήσεις που ακολούθησαν τη νίκη των αντιβενιζελικών (Δημητρίου Ράλλη, Νικόλαου Καλογερόπουλου και Δημητρίου Γούναρη) είχαν κληρονομήσει μια πολύ δύσκολη κατάσταση την οποία από την αρχή είχαν θεωρήσει καταδικασμένη να αποτύχει. Υπήρχαν έντονες διαφωνίες μεταξύ των Στρατηγών Παπούλα και Δούσμανη που είχαν σαν αποτέλεσμα το Γενικό Επιτελείο να έχει διακόψει κάθε επικοινωνία με το Επιτελείο της Στρατιάς. Παράλληλα παραγκωνίσθηκε ο Ιωάννης Μεταξάς για τις απόψεις του οποίου έχουν γραφτεί πολλά.
Πάντως απ’ ότι φαίνεται δεν είχαμε γενικές εκκαθαρίσεις στο στράτευμα. 340 βενιζελικοί αξιωματικοί (4 από τους οποίους ήταν Στρατηγοί) εγκατέλειψαν τις θέσεις τους στη Μικρά Ασία και κατέφυγαν στην Κωνσταντινούπολη όπου σχημάτισαν την «Εθνική Άμυνα». Άλλοι όπως γράφει ο Δρ. Ιωάννης Παπαφλωράτος, όπως οι Νίδερ, Οθωναίος και Χατζημιχάλης, παραιτήθηκαν αυτοβούλως.
Η Συνδιάσκεψη του Λονδίνου (8/21 Φεβρουαρίου 1921)
Στις 8/21 Φεβρουαρίου 1921, συγκλήθηκε στο Λονδίνο διάσκεψη για το μικρασιατικό μετά από επιμονή των Γάλλων και παρά τις αντιρρήσεις του (Βρετανού) Lloyd George. Σ’ αυτήν προσκλήθηκαν και κεμαλικοί. Στην Άθηνα, μόλις είχε αλλάξει η κυβέρνηση και την πρωθυπουργία ανέλαβε ο Νικόλαος Καλογερόπουλος ο οποίος είχε τη φήμη του γαλλόφιλου. Αυτός ηγήθηκε της ελληνικής αντιπροσωπείας στο Λονδίνο, μέλη της οποίας ήταν οι Συνταγματάρχες Εξαδάκτυλος, Λάκων, Σαρηγιάννης και Χρονόπουλος. Παρά τα υπομνήματα που παρουσίασε στους συμμάχους, Γάλλοι και Ιταλοί είχαν αρχίσει ήδη διαπραγματεύσεις με τους κεμαλικούς! Μάλιστα οι αντιπρόσωποι των δύο χωρών πρότειναν τη σύσταση μιας επιτροπής που θα εξέταζε επί τόπου την εθνολογική σύσταση των πληθυσμών της Ανατολικής Θράκης και της Σμύρνης. Οι κεμαλικοί δέχτηκαν την πρόταση όχι όμως και οι Έλληνες καθώς αποτελούσε κατάφωρη παραβίαση της Συνθήκης των Σεβρών.
Τελικά με παρέμβαση και των Βρετανών η πρόταση αυτή δεν πέρασε. Ο Δ. Γούναρης ο οποίος είχε μεταβεί εσπευσμένα στο Λονδίνο, ενημέρωσε τον Lloyd George ότι σύντομα η Ελλάδα θα ξεκινήσει στρατιωτική επιχείρηση στη Μικρά Ασία και ο Βρετανός πρωθυπουργός επικρότησε την ενέργεια αυτή λέγοντας: «μία θερμή γωνία της αγγλικής καρδίας είναι αφιερωμένη στην Ελλάδα, ην (=την οποία) η Αγγλία προτίθεται να βοηθήσει ίνα επανέλθει εις την παλαιάν της εύκλειαν (=δόξα)».
Ωστόσο, οι κεμαλικοί είχαν αρχίσει τη διπλωματική αντεπίθεση. Στις 25 Φεβρουαρίου/10 Μαρτίου 1921, υπέγραψαν συμφωνία ανακωχής των εχθροπραξιών με τους Γάλλους στην Κιλικία. Από την πλευρά των κεμαλιστών τη συμφωνία υπέγραψε ο Υπουργός Εξωτερικών Bekir Sami Bry και προέβλεπε την εκκένωση της περιοχής από τα γαλλικά στρατεύματα και την ανταλλαγή αιχμαλώτων ενώ οι Γάλλοι κεφαλαιούχοι είχαν προτεραιότητα στην εκμετάλλευση των Αργάνων και του Ακ Νταγ, ενώ προβλεπόταν η συμμετοχή Γάλλων βιομηχάνων στις σιδηροδρομικές επιχειρήσεις της Τουρκίας. Οι Γάλλοι «αμέλησαν» να ενημερώσουν επίσημα Βρετανούς και Έλληνες.
Έξι μέρες αργότερα, οι κεμαλικοί υπέγραψαν συμφωνία με τους Μπολσεβίκους (Συνθήκη της Μόσχας) στην οποία είχαμε αναφερθεί εκτενώς στο άρθρο «Η Ολέθρια για την Ελλάδα συνεργασία Λένιν-Κεμάλ» (09/04/2017) που εκτός από μεγάλη επιτυχία, προκάλεσε… ομηρικές διαμάχες στα σχόλια των αναγνωστών. Και τέλος, την άνοιξη του 1921 υπογράφτηκε και ιταλοτουρκική συμφωνία (Σύμφωνο Sforza-Bekir Sami), που προέβλεπε παραχωρήσεις σε ιταλικές εταιρείας στην Τουρκία σε αντάλλαγμα για την άδεια προμήθειας οπλισμού από τους κεμαλικούς στην ιταλική Ζώνη της Αττάλειας. Θεωρούμε ότι αυτές οι τρεις συμφωνίες έπαιξαν πολύ σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη της μικρασιατικής εκστρατείας.
Η εαρινή ελληνική επίθεση
Η Ελλάδα αποφάσισε να επιλύσει δυναμικά το ζήτημα πριν προλάβει ο Κεμάλ να μεταφέρει δυνάμεις από τον νότο. Αποφασίστηκε η επιστράτευση πέντε κλάσεων και η αποστολή τους στο μέτωπο. Η ελληνική επίθεση ξεκίνησε στις 10/23 Μαρτίου 1921. Η συντριπτική αριθμητική υπεροχή του εχθρού δεν επέτρεψε την κατάληψη του Εσκί Σεχίρ. Αντίθετα ο Στρατός μας κατέλαβε το Αφιόν Καραχισάρ το οποίο όμως αναγκάστηκε να εγκαταλείψει μετά τις εξελίξεις στο βόρειο μέτωπο. Δυστυχώς ο Στρατός μας πλήρωσε το τίμημα για το αρχικό σφάλμα της Στρατιάς (επί διοίκησης Παρασκευόπουλου) να μάχεται σε δύο ασύνδετα μεταξύ τους τμήματα χωρίς τη δυνατότητα αμοιβαίας υποστήριξης. Αξίζει όμως να σημειωθεί ότι στον τομέα του Αβγκίν οι ελληνικές δυνάμεις απέκρουσαν 22 εχθρικές επιθέσεις για κατάληψη του λόφου Καλινσίρτ!
Ένας από τους βασικούς υπεύθυνους για την ατυχή εξέλιξη των επιχειρήσεων ήταν ο Συνταγματάρχης Πτολεμαίος Σαρηγιάννης που διαβεβαίωνε ότι υπήρχε η δυνατότητα εφοδιασμού των ελληνικών δυνάμεων και παραδόξως παρέμεινε στη θέση του μετά την αποτυχημένη εκτίμησή του…
Αναδιοργάνωση του Στρατού μας – Επιχειρήσεις του καλοκαιριού του 1921
Η Ελλάδα δεν είχε πει την τελευταία λέξη της. Αυτή τη φορά κατά την προετοιμασία των καλοκαιρινών επιχειρήσεων αποφεύχθηκαν τα σοβαρά λάθη της άνοιξης. Επτά κλάσεις εφέδρων (συμπεριλαμβανομένων αυτών του 1904 και του 1905) κλήθηκαν υπό τα όπλα. Αγοράστηκαν 1.750 οχήματα. Δημιουργήθηκε μία τεράστια βάση ανεφοδιασμού στα Μουδανιά. Επισκευάστηκαν πολλοί δρόμοι ενώ κατασκευάστηκε σιδηροδρομική γραμμή 22 χλμ. πέρα από την Προύσα. Άνδρες του Στρατού μας άνοιξαν τις αφύλακτες αποθήκες των Συμμάχων στη Θράκη και πήραν πλήθος πυροβόλων Σκόντα δίχως κλείστρο τα οποία επισκεύασε το Μηχανικό. Η νεοσύστατη Αεροπορία ενισχύθηκε με νέα αεροσκάφη ενώ στάλθηκαν στο μέτωπο μεγάλες ποσότητες υγειονομικού υλικού. Τον Ιούνιο, η δύναμη της Στρατιάς Μ. Ασίας έφτανε τους 6.159 αξιωματικούς, 193.994 οπλίτες, 63.639 υποζύγια, 318 πυροβόλα και 3 σμήνη αεροπλάνων.
Οι προετοιμασίες και το αποτέλεσμά τους, προκάλεσαν τεράστια εντύπωση στους στρατιωτικούς παρατηρητές. Ο Βρετανός στρατιωτικός ακόλουθος E.S. Hoare Nairn έγραψε ότι η Στρατιά Μικράς Ασίας «ήταν η πλέον εντυπωσιακή μηχανή που είχε ρίξει το έθνος στο πεδίο της μάχης. Το ηθικόν της ήταν υψηλό. Αν έκρινες με τα βαλκανικά μέτρα, το Επιτελείο της ήταν ικανό, η πειθαρχία και η οργάνωσή της καλή».
Ακόμα και επικριτές των κυβερνήσεων που διαδέχτηκαν τον Ελευθέριο Βενιζέλο, τόνιζαν ότι αν αυτός ο Στρατός είχε οργανωθεί και σταλεί στη Μ. Ασία στα τέλη του 1919 ή το 1920, «δεν θα υπήρχε ούτε Κεμάλ αλλά ούτε καν τουρκικός στρατός». Στο μεταξύ στις 29 Μαΐου/11 Ιουνίου 1921, ο βασιλιάς Κωνσταντίνος μαζί με τους πρίγκιπες Παύλο, Νικόλαο και Ανδρέα, τον πρωθυπουργό Δ. Γούναρη και τον Υπουργό Στρατιωτικών Ν. Θεοτόκη, ξεκίνησαν για τη Σμύρνη, προκειμένου να αναλάβει την αρχηγία του Ελληνικού Στρατού. Ο ενθουσιασμός στην Ελλάδα ήταν έντονος. «Και στην Πόλη» ακουγόταν παντού. Όμως ο Κωνσταντίνος που από την 1η Ιουνίου 1921, εγκατέστησε το στρατηγείο του στη Σμύρνη, δεν ήταν πλέον ο στρατηλάτης των Βαλκανικών Πολέμων. Η πλευρίτιδα που τον ταλαιπωρούσε είχε γίνει αιτία να υποστεί μία τουλάχιστον πλευρεκτομή.
Δυστυχώς η Στρατιά παρέμεινε χωρισμένη σε δύο τμήματα, το νότιο, που ήταν το ισχυρότερο και το βόρειο. Μεγάλο πρόβλημα ήταν η μορφολογία του εδάφους, που είναι ορεινό με βουνά ψηλότερα από 1.500 μέτρα. Η περιοχή διασχίζεται από όρη που ξεκινούν από τη Μυσία και καταλήγουν στην κορυφή του Λυκιανού Ταύρου, Μποζ Μπουρούν. Υπάρχουν επίσης αρκετοί ποταμοί (Αδριανός, Ερμής, Μαίανδρος Πουρσάκ και Σαγγάριος). Τα δύο ελληνικά τμήματα απείχαν μεταξύ τους περίπου 200 χιλιόμετρα σε ευθεία γραμμή . Οι Τούρκοι είχαν ετοιμάσει την άμυνα τους σε τρεις γραμμές: α ) την περιοχή Αβγκίν Καβαλίτσας, για κάλυψη του Εσκί Σεχίρ από την περιοχή της Προύσας β) το Τουμλού Μπουνάρ και το Μπαλ Μαχμούτ για κάλυψη του Αφιόν Καραχισάρ από την κατεύθυνση του Ουσάκ και γ) τα υψώματα που βρίσκονται στα περίχωρα της Κιουτάχειας για την προστασία της πόλης από όλες τις κατευθύνσεις. Συνολικά, διέθεταν 12 μεραρχίες πεζικού και 4 μεραρχίες ιππικού και (συνολική δύναμη 130.000 άνδρες) ενισχυμένες με 72 πυροβόλα.
Το Επιτελείο της Ελληνικής Στρατιάς είχε καταστρώσει σχέδιο σύμφωνα με το οποίο σκοπός των επιχειρήσεων ήταν η συντριβή των δυνάμεων του Κεμάλ στην Κιουτάχεια ( το αρχαίο Κοτύαιον) και την κατάληψη της σιδηροδρομικής γραμμής Κωνσταντινούπολης – Βαγδάτης από τον κόμβο του Εσκί Σεχίρ (Δορύλαιου), απ’ όπου ξεκινούσε η μοναδική σιδηροδρομική γραμμή προς την Άγκυρα, μέχρι τον κόμβο του Αφιόν Καραχισάρ (Ακροϊνού), όπου κατέληγε η σιδηροδρομική γραμμή από τη Σμύρνη. Γενικότερα, το ελληνικό σχέδιο προέβλεπε κατά μέτωπον επίθεση στην Κιουτάχεια με ταυτόχρονη υπερκέρασή της από βορρά και νότο, ώστε να εγκλωβιστεί ο εχθρός.
Οι σκληρές μάχες στη Μικρά Ασία (καλοκαίρι 1921)
Οι επιχειρήσεις άρχισαν στις 25 Ιουνίου 1921.
Στις 30 Ιουνίου 1921, ο Στρατός μας, συγκεκριμένα το Νότιο Συγκρότημα Μεραρχιών, καταλαμβάνει την περιοχή του Αφιόν Καραχισάρ και κινείται προς τον βορρά. Στις 2 Ιουλίου 1921, διασπώνται οι τουρκικές αμυντικές γραμμές στην Κιουτάχεια από το Α’ Σώμα Στρατού. Στις 4 Ιουλίου 1921, καταλαμβάνεται η Κιουτάχεια από το Γ΄ Σώμα Στρατού και τη ΙΧ Μεραρχία.
Οι Τούρκοι αντεπιτίθενται, ωστόσο αντιμετωπίζονται επιτυχύς από το Β΄ Σώμα Στρατού. Στις 6 Ιουλίου 1921, καταλαμβάνεται και το Εσκί Σεχίρ από το Γ ΄ Σώμα Στρατού. Έτσι, έχουμε επιτυχή ολοκλήρωση της ελληνικής θερινής επίθεσης με κατάληψη αντικειμενικών στόχων και μερική καταστροφή του τουρκικού στρατού. Ωστόσο, ο στρατηγικός στόχος της οριστικής εκμηδένισης των κεμαλικών δυνάμεων δεν επιτυγχάνεται κάτι που αποτελεί σοβαρό σφάλμα της Στρατιάς Μικράς Ασίας. Η διακοπή προώθησης των δυνάμεών της, δίνει τον απαραίτητο χρόνο στους κεμαλικούς να ανασυνταχθούν, να ενισχυθούν και να οργανώσουν νέα αμυντική γραμμή δυτικά και νότια του Εσκί Σεχίρ, 300 χιλιόμετρα, ως τον ποταμό Σαγγάριο. Το Β’ Σώμα Στρατού επιχειρεί κυκλωτικό ελιγμό αλλά δεν τα καταφέρνει, καθώς εκτελεί την επιχείρηση με καθυστέρηση. Στις 8 Ιουλίου 1921, οι Τούρκοι επιχειρούν γενική αντεπίθεση με στόχο την ανακοπή της ελληνικής προέλασης και την καταστροφή των ελληνικών δυνάμεων. Παρά την έλλειψη συντονισμού από τη διοίκηση Μικράς Ασίας, οι ελληνικές δυνάμεις μάχονται ηρωικά και σθεναρά. Όχι μόνο αποκρούουν την τουρκική αντεπίθεση, αλλά προκαλούν στους εχθρούς βαρύτατες απώλειες. Στις 9 Ιουλίου 1921, φτάνει καθυστερημένα επείγουσα (!) διαταγή της διοίκησης της Στρατιάς για καταδίωξη των υποχωρούντων Τούρκων . Οι μισοκατεστραμμένοι και ηθικά καταπτοημένοι Τούρκοι απαγκιστρώνονται και αναδιατάσσονται προς την Άγκυρα.
Παρά τις επιτυχίες του ελληνικού Στρατού, η μη οριστική συντριβή των κεμαλικών δυνάμεων , είχε σαν αποτέλεσμα να μην εξελιχθούν ευνοϊκά για τη χώρα μας τα πράγματα στο μικρασιατικό μέτωπο (Τα στοιχεία προέρχονται από το βιβλίο του Γιάννη Κ Χρονοπούλου, ΄΄ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΗΣ ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΗΣ ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑΣ).
Τα κατορθώματα των Ελλήνων, προκάλεσαν παγκόσμια θαυμασμό. Ο Βρετανός πρωθυπουργός Lloyd George δήλωσε στη Βουλή των Κοινοτήτων (25 Ιουλίου 1921), μεταξύ άλλων: ΄΄Τοιούτος λαός, οίος ο Ελληνικός, είναι άξιος εκτιμήσεως εκ μέρους πάσης χώρας. Ήγειρε δε κατά τις διεξαγομένας ήδη επιχειρήσεις το μεγαλύτερον μνημείον δόξης της ελληνικής φυλής΄΄.
Το πολεμικό συμβούλιο στην Κιουτάχεια. Έπρεπε να γίνει η εκστρατεία στην Άγκυρα;
Οι ήττες των Τούρκων, προκάλεσαν έντονες αντιδράσεις στην Εθνοσυνέλευση της Άγκυρας. Τελικά ο Κεμάλ κατάφερε να πείσει τους πληρεξούσιους ότι οι υποχρεωτικοί ελιγμοί των Τούρκων, θα ανάγκαζαν τους Έλληνες να επιμηκύνουν τις γραμμές επικοινωνίας τους, πράγμα που θα οδηγούσε τελικά στην τουρκική επικράτηση.
Στις 13 Ιουλίου 1921, ο Αρχιστράτηγος Παπούλας συγκάλεσε πολεμικό συμβούλιο στην Κιουτάχεια, με συμμετοχή του επιτελάρχη, Συνταγματάρχη Πάλλη, του Υπαρχηγού και διευθυντή του 3ου γραφείου Συνταγματάρχη Σαρηγιάννη και του διευθυντή του 4ου γραφείου ανεφοδιασμού και μεταφορών Αντισυνταγματάρχη Σπυρίδωνος.
Βασικό θέμα συζήτησης, αν ο Στρατός μας πρέπει να κινηθεί προς τα ανατολικά ή όχι. Ο Σαρηγιάννης θεωρεί ότι κάτι τέτοιο αποτελεί επιτακτική ανάγκη. Αντίθετα, ο Σπυρίδωνος πιστεύει ότι θα υπάρχουν προβλήματα ανεφοδιασμού και η πορεία μέσα από την αφιλόξενη Αλμυρά Έρημο, θα είναι πολύ δύσκολη. Ο Πάλλης συμφωνεί με τον Σαρηγιάννη, ενώ ο Σπυρίδωνος παραθέτει στοιχεία που αποδεικνύουν το ανέφικτο του ανεφοδιασμού της Στρατιάς και υποβάλλει την παραίτησή του, που δεν γίνεται αποδεκτή.
Σε επικοινωνία που είχαμε με τον Δρα Ιωάννη Παπαφλήρατο, μας ανέφερε ότι ο Σαρηγιάννης έχει τεράστιες ευθύνες, κάτι το οποίο γράφει και στα βιβλία του, καθώς ήταν αδύνατος ο ανεφοδιασμός των ελληνικών στρατευμάτων.
Στις 15 Ιουλίου 1921, έγινε στην Κιουτάχεια νέο πολεμικό συμβούλιο, υπό την προεδρία του Κωνσταντίνου και συμμετέχοντες: τον πρωθυπουργό Γούναρη που έφτασε στη Μ. Ασία, τον Υπουργό Στρατιωτικών Νικόλαο Θεοτόκη, τον Διοικητή της Στρατιάς Παπούλα, τον επιτελάρχη Πάλλη, τον αρχηγό Επιτελικής Υπηρεσίας Στρατού, Αντιστράτηγο Βίκτωρα Δούσμανη, τον απόστρατο Υποστράτηγο Ξενοφώντα Στρατηγό και τον πρίγκιπα Νικόλαο.
Καθώς διαπιστώθηκε ότι οι κεμαλικές δυνάμεις δεν είχαν εκμηδενιστεί, αποφασίστηκε ομόφωνα η συνέχιση της επιθετικής πορείας μέχρι τον Σαγγάριο. Ενστάσεις , αναιμικές φημολογείται ότι είχε μόνο ο Κωνσταντίνος. Το πολεμικό συμβούλιο, ήταν επεισοδιακό. Χαρακτηριστική είναι η διαφωνία μεταξύ του Δούσμανη και του Θεοτόκη. Ο πρώτος υποστήριζε ότι ο Ελληνικός Στρατός δεν έπρεπε να σταματήσει στην ΄Άγκυρα, αλλά να φτάσει στον ποταμό Άλη.
Εκνευρισμένος ο Θεοτόκης του απάντησε: ΄΄Εσύ θες σιγά σιγά να φτάσουμε στην Περσία΄΄. Κρίνεται απαραίτητη η μεταφορά των βάσεων εφοδιασμού από τη Σμύρνη στα Μουδανιά , που όμως δεν είχε ακόμα ξεκινήσει. Πρόκειται, σύμφωνα με τον Βίκτωρα Δούσμανη, για ασυγχώρητη αμέλεια της διοίκηση της Στρατιάς, που προκαλεί επιβράδωση της επιθετικής πορείας της Στρατιάς, για 21 μέρες μετά τις 8 Ιουλίου.
Στην πορεία προς την Άγκυρα, οι ελληνικές δυνάμεις παρατάσσουν τρία Σώματα Στρατού (9 Μεραρχίες Πεζικού και μια Ταξιαρχία Ιππικού), συνολικής δύναμης 124.000 ανδρών, από τους οποίους 77.000 ήταν μάχιμοι. Ενισχύονται επίσης από 684 πολυβόλα, 296 πυροβόλα, 840 οχήματα και 18 αεροπλάνα. Οι τουρκικές δυνάμεις παρατάσσουν 60 χιλιόμετρα έξω από την Άγκυρα, 96.000 άνδρες , από τους οποίους 6.000 ιππείς, 516 πολυβόλα και 167 πυροβόλα.
Ο πανικός των Τούρκων
Οι Τούρκοι είχαν καταλάβει ότι έπαιζαν το τελευταίο τους χαρτί. Ο Κεμάλ ήξερε ότι αν έχανε, του περίμενε οικτρό τέλος. Πολύ εύστοχα έγραψε σε σχόλιο του στο παρελθόν ένας αναγνώστης, ότι θα τον κρεμούσαν από κάποιον φανοστάτη της Άγκυρας… Έδωσε εντολή όποιος αξιωματικός ή οπλίτης επιχειρούσε να λιποτακτήσει , να εκτελείται επί τόπου. Οι Τούρκοι εθνικιστές είχαν περιέλθει σε δεινή θέση, γιατί εκτός από τις ελληνικές επιτυχίες, είχαν ν’ αντιμετωπίσουν και την αντίδραση του λαού. Πολλοί ανέμεναν λαϊκή εξέγερση και πίστευαν ότι θα τους λιντσάρει ο λαός . Κάποιοι μάλιστα είχαν προμηθευτεί δηλητήριο για να αυτοκτονήσουν. Η Χαλιντέ Εντίπ Αντιβάρ (η εβραϊκής καταγωγής ΄΄πασιονάρια΄΄ του κεμαλισμού), γράφει: ΄΄Ποτέ μου δεν είχα δει τόσο κουρασμένο και απελπισμένο τον Μουσταφά Κεμάλ όσο τότε… Όλοι ανεξαιρέτως πιστεύαμε πως πλησιάζουν οι τελευταίες μέρες της ζωής μας΄΄. Με κινήσεις απελπισίας ο Κεμάλ, έδωσε διαταγή να μεταφερθεί η πρωτεύουσα από την Άγκυρα στη Σεβάστεια ενώ σε επιστολές του στους Κούρδους φυλάρχους που είχαν πρωτοστατήσει σε σφαγές χριστιανικών πληθυσμών, τους ενημερώνει ότι αν νικήσουν οι Έλληνες, θα δικαστούν για εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας. Τους καλεί λοιπόν να συνεχίσουν να μάχονται στο πλευρό των Τούρκων εθνικιστών και τους υπόσχεται ότι αν επικρατήσουν οι Τούρκοι, θα ιδρύσουν τουρκό – κουρδικό κράτος…
Να σημειώσουμε εδώ, ότι πολύ σημαντικό ρόλο έπαιξε ο οπλισμός που είχαν προσφέρει οι Μπολσεβίκοι στον Κεμάλ. Τα περισσότερα τυφέκια των κεμαλικών ήταν σοβιετικής κατασκευής (και ήταν τριπλάσια από τα γαλλικά), ενώ οι μπολσεβίκοι έδωσαν στον Κεμάλ το 1/3 των πυροβόλων και το 1/4 των μυδραλιοβόλων, όπως γράφει ο αείμνηστος Νεοκλής Σαρρής.
Η μάχη του Σαγγαρίου ( Αύγουστος 1921)
Από την 10 Αυγούστου 1921, η ελληνική στρατιά πέρασε τη γραμμή εξορμήσεως της και κινήθηκε ανατολικά. Ως τις 1η Αυγούστου, δεχόταν μόνο σποραδικές επιθέσεις από τουρκικές δυνάμεις και άτακτους Τούρκους αντάρτες (Τσέτες). Ωστόσο, κατά την πορεία προς τον Σαγγάριο, ως τις 10 Αυγούστου, άρχισαν να παρουσιάζονται σοβαρά προβλήματα ανεφοδιασμού, δικαιώνοντας του Σπυρίδωνος. Αρρώστιες και πυρετοί από διάφορες αιτίες , προκαλούσαν σημαντικές απώλειες στις ελληνικές δυνάμεις.
Το πρωί της 10ης Αυγούστου, άρχισε η γενική επίθεση με σκοπό την επίτευξη ρήγματος στο τουρκικό μέτωπο και την υπερκέραση του από τα ανατολικά. Οι πρώτες επιθέσεις υπήρξαν νικηφόρες παρά τη λυσσαλέα αντίσταση των Τούρκων. Οι μάχες ήταν σκληρές. Οι απώλειες εκατέρωθεν πολύ σημαντικές. Η τουρκική άμυνα είχε ενισχυθεί. Στις 28 Αυγούστου εκδηλώθηκε σφοδρή τουρκική αντεπίθεση, η οποία αποκρούστηκε. Το βράδυ τις 29ης Αυγούστου ο Κεμάλ ανέστειλε τις επιχειρήσεις. Όμως στις 3ο και 31 Αυγούστου οι ελληνικές δυνάμεις μετακινήθηκαν δυτικά του Σαγγαρίου, στις παλιές τους θέσεις στο Εσκί Σεχίρ. Η μάχη για την κατάληψη της Άγκυρας είχε χαθεί…
Οι απώλειες ήταν μεγάλες κι από τις δύο πλευρές. Ο Στρατός μας είχε 208 νεκρούς αξιωματικούς, 3.469 νεκρούς στρατιώτες, 713 τραυματίες αξιωματικούς, 18.156 στρατιώτες τραυματίες και 354 αγνοούμενους. Σύνολο: 22.900 άνδρες εκτός μάχης.
Η τουρκική πλευρά είχε: 135 νεκρούς αξιωματικούς, 2.074 νεκρούς στρατιώτες, 571 τραυματίες αξιωματικούς, 9.582 στρατιώτες τραυματίες και 5.070 αγνοούμενους (τακτικός στρατός). Σημαντικές ήταν οι απώλειες των ατάκτων: περίπου 160 νεκροί αξιωματικοί, 900 νεκροί στρατιώτες, 230 τραυματίες αξιωματικοί και 3.650 τραυματίες στρατιώτες…
Παρά τη δυσμενή για τους Έλληνες τελική έκβαση της επιχείρησης, η ανδρεία και η αντοχή του Στρατού μας, προκάλεσαν τον παγκόσμιο θαυμασμό. Ο Γάλος ιστορικός Ντριό έγραψε: «Οι Έλληνες επιτέθηκαν με μεγαλειώδη ορμή και πραγματοποίησαν πραγματικό άθλο. Παρά τις δυσχέρειες, την ανεπάρκεια του εφοδιασμού και την δίψα, κατόρθωσαν να εισδύσουν τις εχθρικές θέσεις, να περάσουν τον Σαγγάριο και να ανοίξουν τον δρόμο για την Άγκυρα.
Πηγές: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ, τ. ΙΕ, ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΑΘΗΝΩΝ
Δρ. Ιωάννης Παπαφλωράτος, «Η Ιστορία του Ελληνικού Στρατού (1833-1949), Τόμος Ι, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΣΑΚΚΟΥΛΑ, 2014
Ευχαριστούμε θερμά τον Δρα Ι. Παπαφλωράτο για την πολύτιμη βοήθειά του.
ΓΙΑΝΝΗΣ Κ. ΧΡΟΝΟΠΟΥΛΟΣ, «ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΗΣ ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΗΣ ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑΣ»,ΕΚΔΟΣΕΙΣ HISTORICAL QUEST, 2019
ΚΩΣΤΑΣ Μ. ΣΤΑΜΑΤΟΠΟΥΛΟΣ, «1992: Πώς φτάσαμε στην καταστροφή», ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΠΟΝ, 2020
ΚΩΝ/ΝΟΣ ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ, «ΟΙ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΣΤΡΑΤΟΥ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΑΓΚΥΡΑ», Περιοδικό ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ, τ. 288
Ωστόσο, οι κεμαλικοί είχαν αρχίσει τη διπλωματική αντεπίθεση. Στις 25 Φεβρουαρίου/10 Μαρτίου 1921, υπέγραψαν συμφωνία ανακωχής των εχθροπραξιών με τους Γάλλους στην Κιλικία. Από την πλευρά των κεμαλιστών τη συμφωνία υπέγραψε ο Υπουργός Εξωτερικών Bekir Sami Bry και προέβλεπε την εκκένωση της περιοχής από τα γαλλικά στρατεύματα και την ανταλλαγή αιχμαλώτων ενώ οι Γάλλοι κεφαλαιούχοι είχαν προτεραιότητα στην εκμετάλλευση των Αργάνων και του Ακ Νταγ, ενώ προβλεπόταν η συμμετοχή Γάλλων βιομηχάνων στις σιδηροδρομικές επιχειρήσεις της Τουρκίας. Οι Γάλλοι «αμέλησαν» να ενημερώσουν επίσημα Βρετανούς και Έλληνες.
Έξι μέρες αργότερα, οι κεμαλικοί υπέγραψαν συμφωνία με τους Μπολσεβίκους (Συνθήκη της Μόσχας) στην οποία είχαμε αναφερθεί εκτενώς στο άρθρο «Η Ολέθρια για την Ελλάδα συνεργασία Λένιν-Κεμάλ» (09/04/2017) που εκτός από μεγάλη επιτυχία, προκάλεσε… ομηρικές διαμάχες στα σχόλια των αναγνωστών. Και τέλος, την άνοιξη του 1921 υπογράφτηκε και ιταλοτουρκική συμφωνία (Σύμφωνο Sforza-Bekir Sami), που προέβλεπε παραχωρήσεις σε ιταλικές εταιρείας στην Τουρκία σε αντάλλαγμα για την άδεια προμήθειας οπλισμού από τους κεμαλικούς στην ιταλική Ζώνη της Αττάλειας. Θεωρούμε ότι αυτές οι τρεις συμφωνίες έπαιξαν πολύ σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη της μικρασιατικής εκστρατείας.
Η εαρινή ελληνική επίθεση
Η Ελλάδα αποφάσισε να επιλύσει δυναμικά το ζήτημα πριν προλάβει ο Κεμάλ να μεταφέρει δυνάμεις από τον νότο. Αποφασίστηκε η επιστράτευση πέντε κλάσεων και η αποστολή τους στο μέτωπο. Η ελληνική επίθεση ξεκίνησε στις 10/23 Μαρτίου 1921. Η συντριπτική αριθμητική υπεροχή του εχθρού δεν επέτρεψε την κατάληψη του Εσκί Σεχίρ. Αντίθετα ο Στρατός μας κατέλαβε το Αφιόν Καραχισάρ το οποίο όμως αναγκάστηκε να εγκαταλείψει μετά τις εξελίξεις στο βόρειο μέτωπο. Δυστυχώς ο Στρατός μας πλήρωσε το τίμημα για το αρχικό σφάλμα της Στρατιάς (επί διοίκησης Παρασκευόπουλου) να μάχεται σε δύο ασύνδετα μεταξύ τους τμήματα χωρίς τη δυνατότητα αμοιβαίας υποστήριξης. Αξίζει όμως να σημειωθεί ότι στον τομέα του Αβγκίν οι ελληνικές δυνάμεις απέκρουσαν 22 εχθρικές επιθέσεις για κατάληψη του λόφου Καλινσίρτ!
Ένας από τους βασικούς υπεύθυνους για την ατυχή εξέλιξη των επιχειρήσεων ήταν ο Συνταγματάρχης Πτολεμαίος Σαρηγιάννης που διαβεβαίωνε ότι υπήρχε η δυνατότητα εφοδιασμού των ελληνικών δυνάμεων και παραδόξως παρέμεινε στη θέση του μετά την αποτυχημένη εκτίμησή του…
Αναδιοργάνωση του Στρατού μας – Επιχειρήσεις του καλοκαιριού του 1921
Η Ελλάδα δεν είχε πει την τελευταία λέξη της. Αυτή τη φορά κατά την προετοιμασία των καλοκαιρινών επιχειρήσεων αποφεύχθηκαν τα σοβαρά λάθη της άνοιξης. Επτά κλάσεις εφέδρων (συμπεριλαμβανομένων αυτών του 1904 και του 1905) κλήθηκαν υπό τα όπλα. Αγοράστηκαν 1.750 οχήματα. Δημιουργήθηκε μία τεράστια βάση ανεφοδιασμού στα Μουδανιά. Επισκευάστηκαν πολλοί δρόμοι ενώ κατασκευάστηκε σιδηροδρομική γραμμή 22 χλμ. πέρα από την Προύσα. Άνδρες του Στρατού μας άνοιξαν τις αφύλακτες αποθήκες των Συμμάχων στη Θράκη και πήραν πλήθος πυροβόλων Σκόντα δίχως κλείστρο τα οποία επισκεύασε το Μηχανικό. Η νεοσύστατη Αεροπορία ενισχύθηκε με νέα αεροσκάφη ενώ στάλθηκαν στο μέτωπο μεγάλες ποσότητες υγειονομικού υλικού. Τον Ιούνιο, η δύναμη της Στρατιάς Μ. Ασίας έφτανε τους 6.159 αξιωματικούς, 193.994 οπλίτες, 63.639 υποζύγια, 318 πυροβόλα και 3 σμήνη αεροπλάνων.
Οι προετοιμασίες και το αποτέλεσμά τους, προκάλεσαν τεράστια εντύπωση στους στρατιωτικούς παρατηρητές. Ο Βρετανός στρατιωτικός ακόλουθος E.S. Hoare Nairn έγραψε ότι η Στρατιά Μικράς Ασίας «ήταν η πλέον εντυπωσιακή μηχανή που είχε ρίξει το έθνος στο πεδίο της μάχης. Το ηθικόν της ήταν υψηλό. Αν έκρινες με τα βαλκανικά μέτρα, το Επιτελείο της ήταν ικανό, η πειθαρχία και η οργάνωσή της καλή».
Ακόμα και επικριτές των κυβερνήσεων που διαδέχτηκαν τον Ελευθέριο Βενιζέλο, τόνιζαν ότι αν αυτός ο Στρατός είχε οργανωθεί και σταλεί στη Μ. Ασία στα τέλη του 1919 ή το 1920, «δεν θα υπήρχε ούτε Κεμάλ αλλά ούτε καν τουρκικός στρατός». Στο μεταξύ στις 29 Μαΐου/11 Ιουνίου 1921, ο βασιλιάς Κωνσταντίνος μαζί με τους πρίγκιπες Παύλο, Νικόλαο και Ανδρέα, τον πρωθυπουργό Δ. Γούναρη και τον Υπουργό Στρατιωτικών Ν. Θεοτόκη, ξεκίνησαν για τη Σμύρνη, προκειμένου να αναλάβει την αρχηγία του Ελληνικού Στρατού. Ο ενθουσιασμός στην Ελλάδα ήταν έντονος. «Και στην Πόλη» ακουγόταν παντού. Όμως ο Κωνσταντίνος που από την 1η Ιουνίου 1921, εγκατέστησε το στρατηγείο του στη Σμύρνη, δεν ήταν πλέον ο στρατηλάτης των Βαλκανικών Πολέμων. Η πλευρίτιδα που τον ταλαιπωρούσε είχε γίνει αιτία να υποστεί μία τουλάχιστον πλευρεκτομή.
Δυστυχώς η Στρατιά παρέμεινε χωρισμένη σε δύο τμήματα, το νότιο, που ήταν το ισχυρότερο και το βόρειο. Μεγάλο πρόβλημα ήταν η μορφολογία του εδάφους, που είναι ορεινό με βουνά ψηλότερα από 1.500 μέτρα. Η περιοχή διασχίζεται από όρη που ξεκινούν από τη Μυσία και καταλήγουν στην κορυφή του Λυκιανού Ταύρου, Μποζ Μπουρούν. Υπάρχουν επίσης αρκετοί ποταμοί (Αδριανός, Ερμής, Μαίανδρος Πουρσάκ και Σαγγάριος). Τα δύο ελληνικά τμήματα απείχαν μεταξύ τους περίπου 200 χιλιόμετρα σε ευθεία γραμμή . Οι Τούρκοι είχαν ετοιμάσει την άμυνα τους σε τρεις γραμμές: α ) την περιοχή Αβγκίν Καβαλίτσας, για κάλυψη του Εσκί Σεχίρ από την περιοχή της Προύσας β) το Τουμλού Μπουνάρ και το Μπαλ Μαχμούτ για κάλυψη του Αφιόν Καραχισάρ από την κατεύθυνση του Ουσάκ και γ) τα υψώματα που βρίσκονται στα περίχωρα της Κιουτάχειας για την προστασία της πόλης από όλες τις κατευθύνσεις. Συνολικά, διέθεταν 12 μεραρχίες πεζικού και 4 μεραρχίες ιππικού και (συνολική δύναμη 130.000 άνδρες) ενισχυμένες με 72 πυροβόλα.
Το Επιτελείο της Ελληνικής Στρατιάς είχε καταστρώσει σχέδιο σύμφωνα με το οποίο σκοπός των επιχειρήσεων ήταν η συντριβή των δυνάμεων του Κεμάλ στην Κιουτάχεια ( το αρχαίο Κοτύαιον) και την κατάληψη της σιδηροδρομικής γραμμής Κωνσταντινούπολης – Βαγδάτης από τον κόμβο του Εσκί Σεχίρ (Δορύλαιου), απ’ όπου ξεκινούσε η μοναδική σιδηροδρομική γραμμή προς την Άγκυρα, μέχρι τον κόμβο του Αφιόν Καραχισάρ (Ακροϊνού), όπου κατέληγε η σιδηροδρομική γραμμή από τη Σμύρνη. Γενικότερα, το ελληνικό σχέδιο προέβλεπε κατά μέτωπον επίθεση στην Κιουτάχεια με ταυτόχρονη υπερκέρασή της από βορρά και νότο, ώστε να εγκλωβιστεί ο εχθρός.
Οι σκληρές μάχες στη Μικρά Ασία (καλοκαίρι 1921)
Οι επιχειρήσεις άρχισαν στις 25 Ιουνίου 1921.
Στις 30 Ιουνίου 1921, ο Στρατός μας, συγκεκριμένα το Νότιο Συγκρότημα Μεραρχιών, καταλαμβάνει την περιοχή του Αφιόν Καραχισάρ και κινείται προς τον βορρά. Στις 2 Ιουλίου 1921, διασπώνται οι τουρκικές αμυντικές γραμμές στην Κιουτάχεια από το Α’ Σώμα Στρατού. Στις 4 Ιουλίου 1921, καταλαμβάνεται η Κιουτάχεια από το Γ΄ Σώμα Στρατού και τη ΙΧ Μεραρχία.
Οι Τούρκοι αντεπιτίθενται, ωστόσο αντιμετωπίζονται επιτυχύς από το Β΄ Σώμα Στρατού. Στις 6 Ιουλίου 1921, καταλαμβάνεται και το Εσκί Σεχίρ από το Γ ΄ Σώμα Στρατού. Έτσι, έχουμε επιτυχή ολοκλήρωση της ελληνικής θερινής επίθεσης με κατάληψη αντικειμενικών στόχων και μερική καταστροφή του τουρκικού στρατού. Ωστόσο, ο στρατηγικός στόχος της οριστικής εκμηδένισης των κεμαλικών δυνάμεων δεν επιτυγχάνεται κάτι που αποτελεί σοβαρό σφάλμα της Στρατιάς Μικράς Ασίας. Η διακοπή προώθησης των δυνάμεών της, δίνει τον απαραίτητο χρόνο στους κεμαλικούς να ανασυνταχθούν, να ενισχυθούν και να οργανώσουν νέα αμυντική γραμμή δυτικά και νότια του Εσκί Σεχίρ, 300 χιλιόμετρα, ως τον ποταμό Σαγγάριο. Το Β’ Σώμα Στρατού επιχειρεί κυκλωτικό ελιγμό αλλά δεν τα καταφέρνει, καθώς εκτελεί την επιχείρηση με καθυστέρηση. Στις 8 Ιουλίου 1921, οι Τούρκοι επιχειρούν γενική αντεπίθεση με στόχο την ανακοπή της ελληνικής προέλασης και την καταστροφή των ελληνικών δυνάμεων. Παρά την έλλειψη συντονισμού από τη διοίκηση Μικράς Ασίας, οι ελληνικές δυνάμεις μάχονται ηρωικά και σθεναρά. Όχι μόνο αποκρούουν την τουρκική αντεπίθεση, αλλά προκαλούν στους εχθρούς βαρύτατες απώλειες. Στις 9 Ιουλίου 1921, φτάνει καθυστερημένα επείγουσα (!) διαταγή της διοίκησης της Στρατιάς για καταδίωξη των υποχωρούντων Τούρκων . Οι μισοκατεστραμμένοι και ηθικά καταπτοημένοι Τούρκοι απαγκιστρώνονται και αναδιατάσσονται προς την Άγκυρα.
Παρά τις επιτυχίες του ελληνικού Στρατού, η μη οριστική συντριβή των κεμαλικών δυνάμεων , είχε σαν αποτέλεσμα να μην εξελιχθούν ευνοϊκά για τη χώρα μας τα πράγματα στο μικρασιατικό μέτωπο (Τα στοιχεία προέρχονται από το βιβλίο του Γιάννη Κ Χρονοπούλου, ΄΄ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΗΣ ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΗΣ ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑΣ).
Τα κατορθώματα των Ελλήνων, προκάλεσαν παγκόσμια θαυμασμό. Ο Βρετανός πρωθυπουργός Lloyd George δήλωσε στη Βουλή των Κοινοτήτων (25 Ιουλίου 1921), μεταξύ άλλων: ΄΄Τοιούτος λαός, οίος ο Ελληνικός, είναι άξιος εκτιμήσεως εκ μέρους πάσης χώρας. Ήγειρε δε κατά τις διεξαγομένας ήδη επιχειρήσεις το μεγαλύτερον μνημείον δόξης της ελληνικής φυλής΄΄.
Το πολεμικό συμβούλιο στην Κιουτάχεια. Έπρεπε να γίνει η εκστρατεία στην Άγκυρα;
Οι ήττες των Τούρκων, προκάλεσαν έντονες αντιδράσεις στην Εθνοσυνέλευση της Άγκυρας. Τελικά ο Κεμάλ κατάφερε να πείσει τους πληρεξούσιους ότι οι υποχρεωτικοί ελιγμοί των Τούρκων, θα ανάγκαζαν τους Έλληνες να επιμηκύνουν τις γραμμές επικοινωνίας τους, πράγμα που θα οδηγούσε τελικά στην τουρκική επικράτηση.
Στις 13 Ιουλίου 1921, ο Αρχιστράτηγος Παπούλας συγκάλεσε πολεμικό συμβούλιο στην Κιουτάχεια, με συμμετοχή του επιτελάρχη, Συνταγματάρχη Πάλλη, του Υπαρχηγού και διευθυντή του 3ου γραφείου Συνταγματάρχη Σαρηγιάννη και του διευθυντή του 4ου γραφείου ανεφοδιασμού και μεταφορών Αντισυνταγματάρχη Σπυρίδωνος.
Βασικό θέμα συζήτησης, αν ο Στρατός μας πρέπει να κινηθεί προς τα ανατολικά ή όχι. Ο Σαρηγιάννης θεωρεί ότι κάτι τέτοιο αποτελεί επιτακτική ανάγκη. Αντίθετα, ο Σπυρίδωνος πιστεύει ότι θα υπάρχουν προβλήματα ανεφοδιασμού και η πορεία μέσα από την αφιλόξενη Αλμυρά Έρημο, θα είναι πολύ δύσκολη. Ο Πάλλης συμφωνεί με τον Σαρηγιάννη, ενώ ο Σπυρίδωνος παραθέτει στοιχεία που αποδεικνύουν το ανέφικτο του ανεφοδιασμού της Στρατιάς και υποβάλλει την παραίτησή του, που δεν γίνεται αποδεκτή.
Σε επικοινωνία που είχαμε με τον Δρα Ιωάννη Παπαφλήρατο, μας ανέφερε ότι ο Σαρηγιάννης έχει τεράστιες ευθύνες, κάτι το οποίο γράφει και στα βιβλία του, καθώς ήταν αδύνατος ο ανεφοδιασμός των ελληνικών στρατευμάτων.
Στις 15 Ιουλίου 1921, έγινε στην Κιουτάχεια νέο πολεμικό συμβούλιο, υπό την προεδρία του Κωνσταντίνου και συμμετέχοντες: τον πρωθυπουργό Γούναρη που έφτασε στη Μ. Ασία, τον Υπουργό Στρατιωτικών Νικόλαο Θεοτόκη, τον Διοικητή της Στρατιάς Παπούλα, τον επιτελάρχη Πάλλη, τον αρχηγό Επιτελικής Υπηρεσίας Στρατού, Αντιστράτηγο Βίκτωρα Δούσμανη, τον απόστρατο Υποστράτηγο Ξενοφώντα Στρατηγό και τον πρίγκιπα Νικόλαο.
Καθώς διαπιστώθηκε ότι οι κεμαλικές δυνάμεις δεν είχαν εκμηδενιστεί, αποφασίστηκε ομόφωνα η συνέχιση της επιθετικής πορείας μέχρι τον Σαγγάριο. Ενστάσεις , αναιμικές φημολογείται ότι είχε μόνο ο Κωνσταντίνος. Το πολεμικό συμβούλιο, ήταν επεισοδιακό. Χαρακτηριστική είναι η διαφωνία μεταξύ του Δούσμανη και του Θεοτόκη. Ο πρώτος υποστήριζε ότι ο Ελληνικός Στρατός δεν έπρεπε να σταματήσει στην ΄Άγκυρα, αλλά να φτάσει στον ποταμό Άλη.
Εκνευρισμένος ο Θεοτόκης του απάντησε: ΄΄Εσύ θες σιγά σιγά να φτάσουμε στην Περσία΄΄. Κρίνεται απαραίτητη η μεταφορά των βάσεων εφοδιασμού από τη Σμύρνη στα Μουδανιά , που όμως δεν είχε ακόμα ξεκινήσει. Πρόκειται, σύμφωνα με τον Βίκτωρα Δούσμανη, για ασυγχώρητη αμέλεια της διοίκηση της Στρατιάς, που προκαλεί επιβράδωση της επιθετικής πορείας της Στρατιάς, για 21 μέρες μετά τις 8 Ιουλίου.
Στην πορεία προς την Άγκυρα, οι ελληνικές δυνάμεις παρατάσσουν τρία Σώματα Στρατού (9 Μεραρχίες Πεζικού και μια Ταξιαρχία Ιππικού), συνολικής δύναμης 124.000 ανδρών, από τους οποίους 77.000 ήταν μάχιμοι. Ενισχύονται επίσης από 684 πολυβόλα, 296 πυροβόλα, 840 οχήματα και 18 αεροπλάνα. Οι τουρκικές δυνάμεις παρατάσσουν 60 χιλιόμετρα έξω από την Άγκυρα, 96.000 άνδρες , από τους οποίους 6.000 ιππείς, 516 πολυβόλα και 167 πυροβόλα.
Ο πανικός των Τούρκων
Οι Τούρκοι είχαν καταλάβει ότι έπαιζαν το τελευταίο τους χαρτί. Ο Κεμάλ ήξερε ότι αν έχανε, του περίμενε οικτρό τέλος. Πολύ εύστοχα έγραψε σε σχόλιο του στο παρελθόν ένας αναγνώστης, ότι θα τον κρεμούσαν από κάποιον φανοστάτη της Άγκυρας… Έδωσε εντολή όποιος αξιωματικός ή οπλίτης επιχειρούσε να λιποτακτήσει , να εκτελείται επί τόπου. Οι Τούρκοι εθνικιστές είχαν περιέλθει σε δεινή θέση, γιατί εκτός από τις ελληνικές επιτυχίες, είχαν ν’ αντιμετωπίσουν και την αντίδραση του λαού. Πολλοί ανέμεναν λαϊκή εξέγερση και πίστευαν ότι θα τους λιντσάρει ο λαός . Κάποιοι μάλιστα είχαν προμηθευτεί δηλητήριο για να αυτοκτονήσουν. Η Χαλιντέ Εντίπ Αντιβάρ (η εβραϊκής καταγωγής ΄΄πασιονάρια΄΄ του κεμαλισμού), γράφει: ΄΄Ποτέ μου δεν είχα δει τόσο κουρασμένο και απελπισμένο τον Μουσταφά Κεμάλ όσο τότε… Όλοι ανεξαιρέτως πιστεύαμε πως πλησιάζουν οι τελευταίες μέρες της ζωής μας΄΄. Με κινήσεις απελπισίας ο Κεμάλ, έδωσε διαταγή να μεταφερθεί η πρωτεύουσα από την Άγκυρα στη Σεβάστεια ενώ σε επιστολές του στους Κούρδους φυλάρχους που είχαν πρωτοστατήσει σε σφαγές χριστιανικών πληθυσμών, τους ενημερώνει ότι αν νικήσουν οι Έλληνες, θα δικαστούν για εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας. Τους καλεί λοιπόν να συνεχίσουν να μάχονται στο πλευρό των Τούρκων εθνικιστών και τους υπόσχεται ότι αν επικρατήσουν οι Τούρκοι, θα ιδρύσουν τουρκό – κουρδικό κράτος…
Να σημειώσουμε εδώ, ότι πολύ σημαντικό ρόλο έπαιξε ο οπλισμός που είχαν προσφέρει οι Μπολσεβίκοι στον Κεμάλ. Τα περισσότερα τυφέκια των κεμαλικών ήταν σοβιετικής κατασκευής (και ήταν τριπλάσια από τα γαλλικά), ενώ οι μπολσεβίκοι έδωσαν στον Κεμάλ το 1/3 των πυροβόλων και το 1/4 των μυδραλιοβόλων, όπως γράφει ο αείμνηστος Νεοκλής Σαρρής.
Η μάχη του Σαγγαρίου ( Αύγουστος 1921)
Από την 10 Αυγούστου 1921, η ελληνική στρατιά πέρασε τη γραμμή εξορμήσεως της και κινήθηκε ανατολικά. Ως τις 1η Αυγούστου, δεχόταν μόνο σποραδικές επιθέσεις από τουρκικές δυνάμεις και άτακτους Τούρκους αντάρτες (Τσέτες). Ωστόσο, κατά την πορεία προς τον Σαγγάριο, ως τις 10 Αυγούστου, άρχισαν να παρουσιάζονται σοβαρά προβλήματα ανεφοδιασμού, δικαιώνοντας του Σπυρίδωνος. Αρρώστιες και πυρετοί από διάφορες αιτίες , προκαλούσαν σημαντικές απώλειες στις ελληνικές δυνάμεις.
Το πρωί της 10ης Αυγούστου, άρχισε η γενική επίθεση με σκοπό την επίτευξη ρήγματος στο τουρκικό μέτωπο και την υπερκέραση του από τα ανατολικά. Οι πρώτες επιθέσεις υπήρξαν νικηφόρες παρά τη λυσσαλέα αντίσταση των Τούρκων. Οι μάχες ήταν σκληρές. Οι απώλειες εκατέρωθεν πολύ σημαντικές. Η τουρκική άμυνα είχε ενισχυθεί. Στις 28 Αυγούστου εκδηλώθηκε σφοδρή τουρκική αντεπίθεση, η οποία αποκρούστηκε. Το βράδυ τις 29ης Αυγούστου ο Κεμάλ ανέστειλε τις επιχειρήσεις. Όμως στις 3ο και 31 Αυγούστου οι ελληνικές δυνάμεις μετακινήθηκαν δυτικά του Σαγγαρίου, στις παλιές τους θέσεις στο Εσκί Σεχίρ. Η μάχη για την κατάληψη της Άγκυρας είχε χαθεί…
Οι απώλειες ήταν μεγάλες κι από τις δύο πλευρές. Ο Στρατός μας είχε 208 νεκρούς αξιωματικούς, 3.469 νεκρούς στρατιώτες, 713 τραυματίες αξιωματικούς, 18.156 στρατιώτες τραυματίες και 354 αγνοούμενους. Σύνολο: 22.900 άνδρες εκτός μάχης.
Η τουρκική πλευρά είχε: 135 νεκρούς αξιωματικούς, 2.074 νεκρούς στρατιώτες, 571 τραυματίες αξιωματικούς, 9.582 στρατιώτες τραυματίες και 5.070 αγνοούμενους (τακτικός στρατός). Σημαντικές ήταν οι απώλειες των ατάκτων: περίπου 160 νεκροί αξιωματικοί, 900 νεκροί στρατιώτες, 230 τραυματίες αξιωματικοί και 3.650 τραυματίες στρατιώτες…
Παρά τη δυσμενή για τους Έλληνες τελική έκβαση της επιχείρησης, η ανδρεία και η αντοχή του Στρατού μας, προκάλεσαν τον παγκόσμιο θαυμασμό. Ο Γάλος ιστορικός Ντριό έγραψε: «Οι Έλληνες επιτέθηκαν με μεγαλειώδη ορμή και πραγματοποίησαν πραγματικό άθλο. Παρά τις δυσχέρειες, την ανεπάρκεια του εφοδιασμού και την δίψα, κατόρθωσαν να εισδύσουν τις εχθρικές θέσεις, να περάσουν τον Σαγγάριο και να ανοίξουν τον δρόμο για την Άγκυρα.
Πηγές: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ, τ. ΙΕ, ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΑΘΗΝΩΝ
Δρ. Ιωάννης Παπαφλωράτος, «Η Ιστορία του Ελληνικού Στρατού (1833-1949), Τόμος Ι, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΣΑΚΚΟΥΛΑ, 2014
Ευχαριστούμε θερμά τον Δρα Ι. Παπαφλωράτο για την πολύτιμη βοήθειά του.
ΓΙΑΝΝΗΣ Κ. ΧΡΟΝΟΠΟΥΛΟΣ, «ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΗΣ ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΗΣ ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑΣ»,ΕΚΔΟΣΕΙΣ HISTORICAL QUEST, 2019
ΚΩΣΤΑΣ Μ. ΣΤΑΜΑΤΟΠΟΥΛΟΣ, «1992: Πώς φτάσαμε στην καταστροφή», ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΠΟΝ, 2020
ΚΩΝ/ΝΟΣ ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ, «ΟΙ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΣΤΡΑΤΟΥ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΑΓΚΥΡΑ», Περιοδικό ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ, τ. 288
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Ειδήσεις
Δημοφιλή
Σχολιασμένα