Οι πολυάριθμες διακρίσεις καταδεικνύουν την προσήλωσή της εταιρείας στη βιώσιμη ανάπτυξη, την καινοτομία και την παροχή αξίας στους καταναλωτές, τους εργαζομένους και την κοινωνία.
Οι όροι «Βυζαντινός», «Ρωμαίος», «Γραικός» και «Έλλην» στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία
Οι όροι «Βυζαντινός», «Ρωμαίος», «Γραικός» και «Έλλην» στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία
Ποια ήταν η σημασία των όρων «Βυζαντινός», «Ρωμαίος» «Γραικός» και «Έλλην» στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία; - Οι εθνότητες που αποτελούσαν τον πληθυσμό της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και ο ελληνοχριστιανικός χαρακτήρας της
Σε πολλά από τα άρθρα μας με θέματα που αφορούν τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, υπάρχουν σχόλια αναγνωστών σχετικά με το πόσο «ελληνική» ήταν αυτή, καθώς και για τις έννοιες «Ρωμαίος», «Γραικός», «Έλλην» και «Βυζαντινός». Βέβαια πρόκειται για τεράστια θέματα που έχουν απασχολήσει κορυφαίους ιστορικούς στο πέρασμα χρόνων.
Θα προσπαθήσουμε στο σημερινό μας άρθρο να ρίξουμε λίγο φως στο συγκεκριμένο θέμα και ίσως επανέλθουμε στο μέλλον με νέα στοιχεία.
«Βυζάντιο» - «Βυζαντινός»
Οι όρος Βυζάντιο και Βυζαντινός δεν χρησιμοποιήθηκαν ποτέ από τους κατοίκους της Αυτοκρατορίας για να αυτοπροσδιοριστούν. Ο όρος «Βυζαντινός» χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από τον Hieronymus Wolf το 1562 όταν ίδρυσε το «Corpus Historiae Byzantinae». Καθιερώθηκε από τον Philippe Labbe, εκδότη της «Βυζαντίδος του Λούβρου», που προλόγισε το έργο του με τη φράση: «De Byzantinae historiae scriptoribus» (1648). Το 1680 ο Γάλλος φιλόλογος και ιστορικός Du Cange (εξελληνισμένο όνομα Δουκάγγιος) , τιτλοφόρησε το έργο του που αναφερόταν στην ιστορία της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, «Historia Byzantina». Στην ελληνική γλώσσα, πρώτος ο Αδαμάντιος Κοραής το 1807 χρησιμοποίησε τον όρο «Βυζαντινός».
Οι κάτοικοι της, γνωστής σήμερα ως Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, δεν ονόμαζαν το κράτος τους «Βυζάντιο», ούτε τους εαυτούς τους «Βυζαντινούς». «Βυζαντινοί» ονομάζονταν μόνο οι κάτοικοι του αρχαίου Βυζαντίου, δηλαδή της Κωνσταντινούπολης. Αναφέρουμε επίσης για τα παράγωγα της λέξης «βυζαντινός», ότι η λέξη «βυζαντινισμός», εκτός από την έννοια της συμπεριφοράς κατά τους τρόπους και τα ήθη των Βυζαντινών, σημαίνει και την προσήλωση σε απαρχαιωμένους τύπους, παραγνώριση της πραγματικότητας και «ματαιόσχολη» συζήτηση, έχει δηλαδή και αρνητική σημασία.
«Ρωμαίος» - «Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία»
Το Ανατολικό Ρωμαϊκό κράτος αποτελούσε για τους κατοίκους του αδιάσπαστη συνέχεια της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Ακόμα και σε πολλά βυζαντινά κείμενα, η Κωνσταντινούπολη ονομαζόταν «Νέα Ρώμη», ενώ οι Βυζαντινοί αυτοκράτορες αποκαλούνταν «πιστοί αυτοκράτορες βασιλείς των Ρωμαίων.
Ο όρος «Ρωμαίος» δεν σήμαινε την εθνική προέλευση ή την καταγωγή των Βυζαντινών, οι οποίοι δεν θεωρούσαν βέβαια ότι ήταν απόγονοι των Λατίνων. Όπως γράφουν οι Αλέξιος Γ.Κ. Σαββίδης και Benjamin Hendrickx: «Και οι Βυζαντινοί δεν ήταν μόνο απόγονοι των αρχαίων Ελλήνων, τόσο γεωγραφικά όσο και πολιτιστικά, αλλά επίσης ήταν και απόγονοι των λαών που αφομοίωσαν».
Ως σήμερα βέβαια, υπάρχουν κάποιοι επιστήμονες που θεωρούν ότι οι Βυζαντινοί ήταν μάλλον «ελληνόφωνοι Ρωμαίοι» και ότι οι αυτοκράτορες ως την εποχή του Ιουστινιανού (527 – 565) ή ακόμα και ως τις αρχές του 7ου αιώνα, είχαν πιο πολλά κοινά χαρακτηριστικά με τους Ρωμαίους αυτοκράτορες του παρελθόντος, απ’ ό,τι με τους μεταγενέστερους Βυζαντινούς αυτοκράτορες. Για τη χρήση του ονόματος «Ρωμαίοι» στο Βυζάντιο γράφει ο ιστοριογράφος Θεοφύλακτος Σιμοκάττης (580 – 630): «Το τιμημένο και μυθικό όνομα των Ρωμαίων κείται στο στόμα πολλών ανθρώπων που το προφέρουν με μεγάλο σεβασμό εξαιτίας της φήμης και της δόξας που το περιβάλλουν».
Θα προσπαθήσουμε στο σημερινό μας άρθρο να ρίξουμε λίγο φως στο συγκεκριμένο θέμα και ίσως επανέλθουμε στο μέλλον με νέα στοιχεία.
«Βυζάντιο» - «Βυζαντινός»
Οι όρος Βυζάντιο και Βυζαντινός δεν χρησιμοποιήθηκαν ποτέ από τους κατοίκους της Αυτοκρατορίας για να αυτοπροσδιοριστούν. Ο όρος «Βυζαντινός» χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από τον Hieronymus Wolf το 1562 όταν ίδρυσε το «Corpus Historiae Byzantinae». Καθιερώθηκε από τον Philippe Labbe, εκδότη της «Βυζαντίδος του Λούβρου», που προλόγισε το έργο του με τη φράση: «De Byzantinae historiae scriptoribus» (1648). Το 1680 ο Γάλλος φιλόλογος και ιστορικός Du Cange (εξελληνισμένο όνομα Δουκάγγιος) , τιτλοφόρησε το έργο του που αναφερόταν στην ιστορία της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, «Historia Byzantina». Στην ελληνική γλώσσα, πρώτος ο Αδαμάντιος Κοραής το 1807 χρησιμοποίησε τον όρο «Βυζαντινός».
Οι κάτοικοι της, γνωστής σήμερα ως Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, δεν ονόμαζαν το κράτος τους «Βυζάντιο», ούτε τους εαυτούς τους «Βυζαντινούς». «Βυζαντινοί» ονομάζονταν μόνο οι κάτοικοι του αρχαίου Βυζαντίου, δηλαδή της Κωνσταντινούπολης. Αναφέρουμε επίσης για τα παράγωγα της λέξης «βυζαντινός», ότι η λέξη «βυζαντινισμός», εκτός από την έννοια της συμπεριφοράς κατά τους τρόπους και τα ήθη των Βυζαντινών, σημαίνει και την προσήλωση σε απαρχαιωμένους τύπους, παραγνώριση της πραγματικότητας και «ματαιόσχολη» συζήτηση, έχει δηλαδή και αρνητική σημασία.
«Ρωμαίος» - «Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία»
Το Ανατολικό Ρωμαϊκό κράτος αποτελούσε για τους κατοίκους του αδιάσπαστη συνέχεια της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Ακόμα και σε πολλά βυζαντινά κείμενα, η Κωνσταντινούπολη ονομαζόταν «Νέα Ρώμη», ενώ οι Βυζαντινοί αυτοκράτορες αποκαλούνταν «πιστοί αυτοκράτορες βασιλείς των Ρωμαίων.
Ο όρος «Ρωμαίος» δεν σήμαινε την εθνική προέλευση ή την καταγωγή των Βυζαντινών, οι οποίοι δεν θεωρούσαν βέβαια ότι ήταν απόγονοι των Λατίνων. Όπως γράφουν οι Αλέξιος Γ.Κ. Σαββίδης και Benjamin Hendrickx: «Και οι Βυζαντινοί δεν ήταν μόνο απόγονοι των αρχαίων Ελλήνων, τόσο γεωγραφικά όσο και πολιτιστικά, αλλά επίσης ήταν και απόγονοι των λαών που αφομοίωσαν».
Ως σήμερα βέβαια, υπάρχουν κάποιοι επιστήμονες που θεωρούν ότι οι Βυζαντινοί ήταν μάλλον «ελληνόφωνοι Ρωμαίοι» και ότι οι αυτοκράτορες ως την εποχή του Ιουστινιανού (527 – 565) ή ακόμα και ως τις αρχές του 7ου αιώνα, είχαν πιο πολλά κοινά χαρακτηριστικά με τους Ρωμαίους αυτοκράτορες του παρελθόντος, απ’ ό,τι με τους μεταγενέστερους Βυζαντινούς αυτοκράτορες. Για τη χρήση του ονόματος «Ρωμαίοι» στο Βυζάντιο γράφει ο ιστοριογράφος Θεοφύλακτος Σιμοκάττης (580 – 630): «Το τιμημένο και μυθικό όνομα των Ρωμαίων κείται στο στόμα πολλών ανθρώπων που το προφέρουν με μεγάλο σεβασμό εξαιτίας της φήμης και της δόξας που το περιβάλλουν».
Ο όρος «Γραικοί» στο Βυζάντιο
Η λέξη «Γραικοί», σε αντίθεση με ό,τι πιστεύουν πολλοί, είναι αρχαία ελληνική. Τη χρησιμοποίησε ο μεγάλος Σταγειρίτης φιλόσοφος Αριστοτέλης στα «Μετεωρολογικά», για τους Σελλούς που κατοικούσαν γύρω από τη Δωδώνη και τον Αχελώο: «…ώκουν γαρ οι Σελλοί ενταύθα και οι καλούμενοι τότε μεν Γραικοί νυν δ΄ Έλληνες…»
Το όνομα «Γραικοί» δεν μνημονεύεται, τουλάχιστον με βάση όσα γνωρίζουμε σήμερα, πριν τον Αριστοτέλη. Σύμφωνα με τον Ησίοδο όμως, υπήρχε ο μυθικός ήρωας Γραικός, γιος του Δία και της Πανδώρας, που ήταν κόρη του Δευκαλίωνα. Σε άλλο απόσπασμα από τα «Μετεωρολογικά» (352a), ο Αριστοτέλης αναφέρει ότι οι Γραικοί κατοικούσαν εκεί που έγινε επί Δευκαλίωνα ο κατακλυσμός. Ο Στέφανος Βυζάντιος όμως, ταυτίζοντας το όνομα «Γραικός» με το «Έλλην» («Γραικός ο Έλλην»), θεωρεί τον Γραικό γιο του Θεσσαλού.
Ο όρος «Γραικός» ( Graecus στα λατινικά) στη Δυτική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία χαρακτήριζε τους κατοίκους της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Μάλιστα οι λέξεις «Γραικός» και «Γραικύλος» απέκτησαν στη Δύση από τα χρόνια του Ώριμου (ή Μέσου) Μεσαίωνα, αρνητική σημασία. Όπως γράφουν δε οι Αλέξιος Γ.Κ Σαββίδης και Benjamin Hendrickx: «Κατά τους επόμενους (και τους ύστερους μεσαιωνικούς αιώνες) ο όρος «Γραικύλος» απέδιδε την έννοια «υπηρέτης των Λατίνων», αλλά επίσης και «αποστάτης» σχετικά με την ελληνική του καταγωγή!»
Αυτό ουσιαστικά ξεκίνησε από την εποχή του Καρλομάγνου, ο οποίος υπήρξε ο πρώτος αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας (800 – 814), που έλαβε τον τίτλο του «Αυτοκράτορα των Ρωμαίων», (imperator Romanorum) και από τότε αναφερόταν στον αυτοκράτορα του Βυζαντίου αποκαλώντας τον «βασιλέα των Γραικών» (rex Graecorum) , υποβιβάζοντας έτσι ηθελημένα τους ανατολικούς «Ρωμαίους» σε «σχισματικούς Γραικούς/ Έλληνες» (Graeci schismatici).
Η χρήση των όρων Greek κ.λπ. στις δυτικές γλώσσες σήμερα, πολλές φορές με υποτιμητική διάθεση, είναι κατάλοιπο της μεσαιωνικής αυτής δυτικοευρωπαϊκής συνήθειας. Αντιδράσεις όμως υπήρξαν και για τον όρο «Βυζαντινός» και τα παράγωγά του και μάλιστα στην Ελλάδα. Ο Κωνσταντίνος Παπαρηγόπουλος ήταν αντίθετος σε αυτό τον όρο που είχε «κατασκευαστεί» από τους Δυτικούς και θεωρούσε ότι: «… ο μεσαιωνικός ελληνισμός δικαιούντο να χρησιμοποιεί αυτό το όνομα (Έλληνες) τουλάχιστον με τον ίδιο τρόπο, όπως κάνουν οι σύγχρονοι Έλληνες».
Ο όρος «Έλληνες» στο Βυζάντιο
Σύμφωνα με την επικρατέστερη εκδοχή, η λέξη «Έλληνες» προέρχεται από τους Σελλούς, ιερείς του μαντείου της Δωδώνης, μέρος των οποίων εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλική Φθία. Άλλαξαν το όνομα τους σε Σελλάνες και στη συνέχεια σε Ελλάνες και Έλληνες, από το οποίο προέκυψε το «Έλληνες». Ο Όμηρος αναφερόμενος στους Έλληνες, κάνει μνεία για μια μικρή φυλή που κατοικούσε στη Θεσσαλική Φθία και είχε ως αρχηγό τον Αχιλλέα. Κάνει όμως αναφορά στους Πανέλληνες ( Ιλιάδα Β –530) , με την έννοια του συνόλου των Ελλήνων ανάμεσα στους οποίους υπάρχουν ισχυροί συνεκτικοί δεσμοί.
Στη Βυζαντινή αυτοκρατορία ο όρος «Ρωμαίος» ήταν προτιμότερος από το «Έλλην» , το οποίο σε μεγάλο μέρος της ιστορίας του Βυζαντίου ήταν συνώνυμο της έννοιας «εθνικός» , δηλαδή «παγανιστής, ειδωλολάτρης».
Μάλιστα πολλά βυζαντινά κείμενα με εκκλησιαστικό περιεχόμενο ή γραμμένα από τους Πατέρες της Εκκλησίας μας, αναφέρονται σε όσους ακολουθούσαν τον πολυθεϊσμό, την αρχαία θρησκεία, ως «Έλληνες» και «ελληνίζοντες» (αυτοί που σκέφτονταν κατά τον αρχαίο ελληνικό τρόπο). Οι Χριστιανοί του Βυζαντίου μάλιστα, έκαναν μνεία για «ανόσιους και μιαρούς Έλληνες».
Όμως οι όροι «Ελλάς» και «ελλαδικοί» χρησιμοποιούνταν «εμφατικά» κατά τους Σαββίδη – Hendrickx, για να δηλώσουν τη γεωγραφική διαίρεση της μεγάλης επαρχίας που περιλάμβανε τη Θεσσαλία, τη Στερεά Ελλάδα (εκτός από την Αιτωλία και Ακαρνανία που ανήκαν στην Ήπειρο) και την Εύβοια με τα γειτονικά νησιά του Αιγαίου. Το 622 ο Ηράκλειος Α’ καθιέρωσε το «θεματικό σύστημα», τον χωρισμό δηλαδή της Αυτοκρατορίας σε ενιαίες στρατιωτικές – διοικητικές μονάδες. Έτσι η περιοχή της χώρας μας που αναφέραμε, έγινε ενιαία και ονομάστηκε «Θέμα Ελλάδος» με πρωτεύουσα τη Θήβα και σε κάποιες περιόδους τη Λάρισα.
Μετά το 1204 και την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Λατίνους, στην Αυτοκρατορία της Νίκαιας, στο Δεσποτάτο της Ηπείρου και στην Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας στον Εύξεινο Πόντο άρχισε να δημιουργείται μια εντονότερη ιδέα του ελληνικού χαρακτήρα τους, δηλαδή της «ελληνικότητάς» τους. Υπήρχε μάλιστα και ένας λανθάνων «εθνικισμός» και «πατριωτισμός», καθώς όλοι οι παραπάνω επιδίωκαν την ανάκτηση της Κωνσταντινούπολης. Για «βυζαντινό εθνικισμό» κάνει λόγο η Ελένη Γλυκατζή – Αρβελέρ, ενώ ο Απόστολος Βακαλόπουλος θεωρεί ότι η νεότερη ελληνική ιστορία, ξεκινά το 1204.
Ο ελληνοχριστιανικός χαρακτήρας του Βυζαντίου
Το ελληνικό και το χριστιανικό στοιχείο, ήταν δύο από τους πυλώνες στους οποίους στηρίχθηκε η Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Γράφει σχετικά ο A. Vasiliev:
«Ο Χριστιανισμός και ο παγανιστικός ελληνισμός αναμείχθηκαν βαθμιαία και διαμόρφωσαν έναν ανατολικό, ελληνοχριστιανικό πολιτισμό, αργότερα γνωστό ως βυζαντινό. Το κέντρο του ήταν η νέα πρωτεύουσα της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, η Κωνσταντινούπολη». («History of the Byzantine Empire»)
Και ο G. Ostrogorsky:
«Οι ρωμαϊκές πολιτικές ιδέες, ο ελληνικός πολιτισμός και η χριστιανική πίστη ήταν τα κύρια στοιχεία που καθόρισαν την εξέλιξη του Βυζαντίου. Χωρίς και τα τρία μαζί, ο βυζαντινός τρόπος ζωής δεν θα ήταν κατανοητός. Ήταν η ολοκλήρωση του ελληνιστικού πολιτισμού και η χριστιανική θρησκεία μέσα στο ρωμαϊκό αυτοκρατορικό πλαίσιο που έδωσαν τη γέννηση στο ιστορικό φαινόμενο, το οποίο γνωρίζουμε ως «βυζαντινή αυτοκρατορία». («History of the Byzantine State»).
Να σημειώσουμε εδώ ότι ο όρος «ελληνιστικός», χρησιμοποιείται για τη διευρυμένη Ελληνική Ανατολή, μετά τις κατακτήσεις του Μεγάλου Αλεξάνδρου.
Οι εθνότητες που αποτελούσαν τον πληθυσμό της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας
Ο χαρακτήρας του Βυζαντίου ήταν πολυεθνικός. Υπήρχε μια συνεχής ροή εθνοτήτων. Όμως ανάμεσα στους πολλούς πληθυσμούς της Αυτοκρατορίας δεν υπήρχαν γερμανόφωνοι λαοί, αν και ως τις αρχές του 5ου αιώνα, πριν τη λεγόμενη «απογερμανοποιήση», Γότθοι, Γερμανοί και άλλοι, έφταναν και σε υψηλές διοικητικές θέσεις στο Βυζάντιο.
Ο πληθυσμός του Βυζαντίου, εκτός από τους Έλληνες, περιλάμβανε και άλλες εθνότητες. Κάποιες από αυτές (Αρμένιοι, Αιγύπτιοι, Σύροι, Σλάβοι) , ήταν εν μέρει ελληνόφωνες. Άλλες ήταν κατάλοιπα αρχαίων ανατολικών λαών (Καππαδόκες, Λυκάονες, Ίσαυροι, Φρύγες) και άλλες ήταν αρχαίοι βαλκανικοί λαοί ( Ιλλυριοί, Θράκες, Σκύθες, Μοισοί). Όλοι αυτοί αφομοιώθηκαν μέσα στο βυζαντινό κράτος, στις καινούργιες οντότητες των περιοχών τους.
Επίλογος
Όσο για το τι ήταν το Βυζάντιο, παραθέτουμε ένα απόσπασμα από το βιβλίο των Αλεξίου Γ.Κ. Σαββίδη – Benjamin Hendrickx, «ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ (284 – 1461)».
«Τεσσερισήμισι αιώνες έρευνας στη βυζαντινή ιστορία και τον πολιτισμό έχουν πραγματικά αποδείξει ότι το Βυζάντιο, εκτός από το ότι ήταν απλά το όχημα για τη μετάβαση από τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό, τις αρχαίες ελληνικές παραδόσεις και τα ιδανικά, επιπλέον δημιούργησε και διέδωσε τις δικές του ανεξάρτητες και πιο ευγενείς πνευματικές, επιστημονικές και καλλιτεχνικές δημιουργίες».
Βασική πηγή του σημερινού μας άρθρου ήταν το βιβλίο των Αλεξίου Γ.Κ. Σαββίδη – Benjamin Hendrickx «ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ», Τρίτη ‘Έκδοση, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΗΡΙΔΑΝΟΣ, 2019.
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Ειδήσεις
Δημοφιλή
Σχολιασμένα