Η Ήπειρος στην Επανάσταση του 1821- Α’ Μέρος
27.03.2022
21:50
Ηπειρώτες Φιλικοί – Ο «αποστάτης» Αλή Πασάς – Οι Σουλιώτες –Η Επανάσταση στο Ζαγόρι, τα Τζουμέρκα και το Ραδοβίζι (τέλη 1820- αρχές 1821)-Τα γεγονότα ως την 25 Μαρτίου 1821
Στο σημερινό επετειακό μας άρθρο για την 25η Μαρτίου, θα ασχοληθούμε με την Επανάσταση του 1821 στην Ήπειρο. Θεωρούμε ότι για το ’21 και την Ήπειρο δεν είναι γνωστές πολλές λεπτομέρειες.
Οι περισσότερες αναφορές γίνονται για τον «αποστάτη» Αλή πασά και τους Σουλιώτες. Ωστόσο υπάρχουν πολύ περισσότερα γεγονότα που έλαβαν χώρα στην Ήπειρο από τα τέλη του 1820 ως το 1824.
Η Φιλική Εταιρεία και οι Ηπειρώτες
Η συμβολή των Ηπειρωτών στην ίδρυση, στελέχωση και εξάπλωση της Φιλικής Εταιρείας ήταν πολύ μεγάλη. Οι δύο από τους τρεις ιδρυτές της ήταν Ηπειρώτες. Ο Νικόλαος Σκουφάς καταγόταν από το Κομπότι της Άρτας και ο Αθανάσιος Τσακάλωφ από τα Γιάννενα. Αλλά και ο τρίτος, ο Εμμανουήλ Ξάνθος ,από την Πάτμο, είχε συνδεθεί με την Ήπειρο μέσω των εμπορικών του επιχειρήσεων αλλά και των φιλικών του σχέσεων με τους συνιδρυτές της Εταιρείας.
Το 1816 – 1817 μυήθηκαν στην Φιλική Εταιρεία οι Γιαννιώτες Νικόλαος Πατσιμάδης και Κωνσταντίνος Πεντεδέκας. Τότε μυήθηκε πιθανότατα και ο Μάνθος Ριζάρης, γεννημένος στο Μονοδένδρι, ένα από τα Ζαγοροχώρια. Και οι τρεις υπήρξαν βασικά στελέχη της Εταιρείας, ως κατηχητές, απόστολοι και χρηματοδότες της. Ο Μάνθος Ριζάρης, με το «συνθηματικό» όνομα «Πρόθυμος», πρόσφερε από το 1814 ως το 1824 για τους σκοπούς της Εταιρείας 90.000 ρούβλια, ποσό τεράστιο για την εποχή .Σημαντική ήταν και η προσφορά του αδελφού του, Γεώργιου Ριζάρη.
Στη Φιλική Εταιρεία όμως είχαν μυηθεί πιθανότατα και άλλοι επιφανείς Ηπειρώτες. Υπάρχει όμως έλλειψη στοιχείων καθώς οι ίδιοι προσπαθούσαν να μην γίνουν γνωστοί και διωχτούν από τις Αρχές των χωρών που ήταν εγκατεστημένοι.
Ανάμεσά τους η οικογένεια Σίνα από τη Μοσχόπολη της Βορείου Ηπείρου, οι Χιμαριώτες Λέκκας (Στρατηγός) και Ι. Σπυρομήλιος (Συνταγματάρχης) που ζούσαν στη Νεάπολη της Ιταλίας και υπηρετούσαν το εκεί βασίλειο. Επίσης δεν είναι βέβαιο ότι οι αδελφοί Ζωσιμάδες ήταν μέλη της Φιλικής Εταιρείας. Σίγουρα όμως πρόσφεραν σημαντικά χρηματικά ποσά για την ενίσχυσή της.
Από τους καταλόγους των Φιλικών προκύπτει ότι στη Ρωσία ήταν εγκατεστημένοι 36 Ηπειρώτες μέλη της Εταιρείας, οι περισσότεροι από τους οποίους ήταν έμποροι. 82 ακόμα Ηπειρώτες Φιλικοί ήταν εγκατεστημένοι στην οθωμανική αυτοκρατορία και άλλες χώρες (Ιταλία, Ρουμανία, Πολωνία, Αίγυπτο, στα αγγλοκρατούμενα Επτάνησα και αλλού).
Ανάμεσα στους επιφανείς Φιλικούς ήταν ο έμπορος Κωνσταντίνος Ράδος από το Τσεπέλεβο του Ζαγορίου. Το 1818 – 1819, ο Αρτινός Ασημάκης Κροκιδάς, μεγαλέμπορος και επίτροπος του Αλή πασά στην Κωνσταντινούπολη μύησε στη Φιλική Εταιρεία πρόσωπα με μεγάλη επιρροή: Μάνθος Οικονόμου, Αλέξιος Νούτσος (γραμματείς και σύμβουλοι του Αλή Πασά), Οδυσσέας Ανδρούτσος, Αθανάσιος Ψαλίδας, Ιωάννης Βηλαράς, Ιωάννης Κωλέττης αλλά και η Βασιλική Κονταξή, η θρυλική «κυρά – Βασιλική» κ.ά.
Οι περισσότερες αναφορές γίνονται για τον «αποστάτη» Αλή πασά και τους Σουλιώτες. Ωστόσο υπάρχουν πολύ περισσότερα γεγονότα που έλαβαν χώρα στην Ήπειρο από τα τέλη του 1820 ως το 1824.
Η Φιλική Εταιρεία και οι Ηπειρώτες
Η συμβολή των Ηπειρωτών στην ίδρυση, στελέχωση και εξάπλωση της Φιλικής Εταιρείας ήταν πολύ μεγάλη. Οι δύο από τους τρεις ιδρυτές της ήταν Ηπειρώτες. Ο Νικόλαος Σκουφάς καταγόταν από το Κομπότι της Άρτας και ο Αθανάσιος Τσακάλωφ από τα Γιάννενα. Αλλά και ο τρίτος, ο Εμμανουήλ Ξάνθος ,από την Πάτμο, είχε συνδεθεί με την Ήπειρο μέσω των εμπορικών του επιχειρήσεων αλλά και των φιλικών του σχέσεων με τους συνιδρυτές της Εταιρείας.
Το 1816 – 1817 μυήθηκαν στην Φιλική Εταιρεία οι Γιαννιώτες Νικόλαος Πατσιμάδης και Κωνσταντίνος Πεντεδέκας. Τότε μυήθηκε πιθανότατα και ο Μάνθος Ριζάρης, γεννημένος στο Μονοδένδρι, ένα από τα Ζαγοροχώρια. Και οι τρεις υπήρξαν βασικά στελέχη της Εταιρείας, ως κατηχητές, απόστολοι και χρηματοδότες της. Ο Μάνθος Ριζάρης, με το «συνθηματικό» όνομα «Πρόθυμος», πρόσφερε από το 1814 ως το 1824 για τους σκοπούς της Εταιρείας 90.000 ρούβλια, ποσό τεράστιο για την εποχή .Σημαντική ήταν και η προσφορά του αδελφού του, Γεώργιου Ριζάρη.
Στη Φιλική Εταιρεία όμως είχαν μυηθεί πιθανότατα και άλλοι επιφανείς Ηπειρώτες. Υπάρχει όμως έλλειψη στοιχείων καθώς οι ίδιοι προσπαθούσαν να μην γίνουν γνωστοί και διωχτούν από τις Αρχές των χωρών που ήταν εγκατεστημένοι.
Ανάμεσά τους η οικογένεια Σίνα από τη Μοσχόπολη της Βορείου Ηπείρου, οι Χιμαριώτες Λέκκας (Στρατηγός) και Ι. Σπυρομήλιος (Συνταγματάρχης) που ζούσαν στη Νεάπολη της Ιταλίας και υπηρετούσαν το εκεί βασίλειο. Επίσης δεν είναι βέβαιο ότι οι αδελφοί Ζωσιμάδες ήταν μέλη της Φιλικής Εταιρείας. Σίγουρα όμως πρόσφεραν σημαντικά χρηματικά ποσά για την ενίσχυσή της.
Από τους καταλόγους των Φιλικών προκύπτει ότι στη Ρωσία ήταν εγκατεστημένοι 36 Ηπειρώτες μέλη της Εταιρείας, οι περισσότεροι από τους οποίους ήταν έμποροι. 82 ακόμα Ηπειρώτες Φιλικοί ήταν εγκατεστημένοι στην οθωμανική αυτοκρατορία και άλλες χώρες (Ιταλία, Ρουμανία, Πολωνία, Αίγυπτο, στα αγγλοκρατούμενα Επτάνησα και αλλού).
Ανάμεσα στους επιφανείς Φιλικούς ήταν ο έμπορος Κωνσταντίνος Ράδος από το Τσεπέλεβο του Ζαγορίου. Το 1818 – 1819, ο Αρτινός Ασημάκης Κροκιδάς, μεγαλέμπορος και επίτροπος του Αλή πασά στην Κωνσταντινούπολη μύησε στη Φιλική Εταιρεία πρόσωπα με μεγάλη επιρροή: Μάνθος Οικονόμου, Αλέξιος Νούτσος (γραμματείς και σύμβουλοι του Αλή Πασά), Οδυσσέας Ανδρούτσος, Αθανάσιος Ψαλίδας, Ιωάννης Βηλαράς, Ιωάννης Κωλέττης αλλά και η Βασιλική Κονταξή, η θρυλική «κυρά – Βασιλική» κ.ά.
Παράλληλα οι Φιλικοί στράφηκαν και προς τους αγωνιστές που βρίσκονταν στα Επτάνησα (Σουλιώτες, κλεφταρματολοί της Ηπείρου και της Στερεάς Ελλάδας και Παργινοί). Τη μύησή τους ανέλαβε ο «απόστολος» Αριστείδης Παππάς που έφτασε στην Κέρκυρα στις αρχές του 1819. Από τους πρώτους που μύησε μάλιστα ήταν ο Βιάρος Καποδίστριας, αδελφός του Κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια. Μυήθηκαν ακόμα σημαντικά πρόσωπα, όπως ο έμπορος Κωνσταντίνος Γεροστάθης από το Κομπότι. Άλλοι επιφανείς Ηπειρώτες, μέλη της Φιλικής Εταιρείας, ήταν οι: Γεώργιος Σταύρος, πρώτος διοικητής της Εθνικής Τράπεζας, Γ. Γαζής, Γ. Χατζηκώστας, Χατζημιχάλης Νταλιάνης, Θεοδόσιος Χριστοδούλου, Αναστάσιος και Χριστόδουλος Κόνιαρης, Ιωάννης και Κωνσταντίνος Πολυχρονιάδης, Ιωάννης και Κωνσταντίνος Δούμας, Νεόφυτος Δούκας , Κωνσταντίνος Μαρίνογλου(1769-1848), μεγαλέμπορος και τραπεζίτης σε Γιάννενα και Κωνσταντινούπολη κ.ά.
Μετά την αποστασία του Αλή πασά συγκεντρώθηκαν στην Ήπειρο εκτός από τους Σουλιώτες και πολλοί αρματολοί, άλλοι από τους οποίους ήταν με το μέρος του σουλτάνου και άλλοι με τον Τεπελενλή. Η ηγεσία της Φιλικής Εταιρείας θεώρησε σκόπιμο να σταλεί στην Ήπειρο ο Χριστόφορος Περραιβός που θα συνεργαζόταν με τον οπλαρχηγό Ιωάννη Φαρμάκη για την οργάνωση και την εξάπλωση της εξέγερσης. Όμως ο μεν Περραιβός έφτασε στην Ήπειρο μετά την έναρξη της Επανάστασης στην Πελοπόννησο, ο δε Φαρμάκης δεν πήγε ποτέ. Έτσι οι Φιλικοί αποφάσισαν να στείλουν στην Ήπειρο τον Δημήτριο Ύπατρο από το Μέτσοβο (Δεκέμβριος 1821), που γνώριζε πολύ καλά τον Αλή πασά καθώς είχε υπηρετήσει στην αυλή του. Όμως η δολοφονία του Ύπατρου καθώς μετέβαινε από τη Νάουσα στα Γιάννενα, προκάλεσε μεγάλη αναστάτωση στην Φιλική Εταιρεία καθώς θεωρήθηκε ότι αποκαλύφθηκαν μυστικά της, αφού κατασχέθηκαν από τον Ύπατρο επιστολές της. Έτσι πολλά στελέχη της έφυγαν από την Κωνσταντινούπολη για τη Ρωσία.
Ο «αποστάτης» Αλή πασάς και οι Σουλιώτες
Στην ηγεσία της Φιλικής Εταιρείας, από το 1818, υπήρχαν σκέψεις για μύηση σ΄ αυτήν του Αλή πασά. Όμως αντέδρασαν όσοι είχαν υπηρετήσει κοντά του. Πάντως είναι σχεδόν βέβαιο ότι το 1819, ίσως και νωρίτερα, ο Αλή πασάς γνώριζε αρκετά για την Εταιρεία. Τον Ιούλιο του 1820 ο σουλτάνος κήρυξε τον Αλή πασά αντάρτη, «ένοχο καθοσιώσεως» και αποφάσισε την εξόντωσή του. Την αποστολή αυτή την ανέθεσε στον Ισμαήλ Πασόμπεη, άσπονδο εχθρό του Αλή. Ο Τεπελενλής βρέθηκε σε πολύ δύσκολη θέσης, καθώς πολλοί Τουρκαλβανοί πιστοί σ’ αυτόν τον εγκατέλειψαν.
Αυτό οφειλόταν στην έκδοση σουλτανικού διατάγματος με το οποίο όσοι πολεμούσαν με τα στρατεύματα του σουλτάνου θα έπαιρναν πίσω τις περιουσίες και τα χωριά του που είχε σφετερισθεί ο Αλή. Ο τελευταίος, σε μια προσπάθεια να εξευμενίσει τον σουλτάνο, του έστειλε έκθεση με τις συνωμοτικές κινήσεις των Ελλήνων που είχε πληροφορηθεί από κάποιον Ζακυνθινό, που ονομαζόταν Διόγος. Οι εχθροί του όμως και ιδιαίτερα ο Πασόμπεης, έπεισαν τον σουλτάνο πως όλα όσα ανέφερε ο Αλή πασάς δεν ήταν αληθινά.
Από το σουλτανικό διάταγμα επωφελήθηκαν οι Σουλιώτες. Ήρθαν σε επαφή στα Σύβοτα με τον υποναύαρχο του τουρκικού στόλου Αλή Βεγή και δήλωσαν ότι θα υπηρετήσουν στον οθωμανικό στρατό, εφόσον επέστρεφαν στην πατρίδα τους. Ο Αλή Βεγής τους διαβεβαίωσε για την τήρηση της σουλτανικής απόφασης και με 214 (άλλες πηγές αναφέρουν 300) Σουλιώτες εξανάγκασε τον Αλβανό διοικητή της Πρέβεζας Βελή πασά να παραδώσει την πόλη. Από εκεί οι Σουλιώτες κατευθύνθηκαν προς το σουλτανικό στρατόπεδο των Ιωαννίνων και ζήτησαν την υλοποίηση της υπόσχεσης που τους δόθηκε. Ο αρχηγός των σουλτανικών στρατευμάτων Ισμαήλ Πασόμπεης αν και αρχικά δέχτηκε το αίτημα τους, στη συνέχεια άλλαξε γνώμη μετά από πιέσεις Τουρκαλβανών συμβούλων του. Έτσι ο αλβανικής καταγωγής Πασόμπεης όχι μόνο δεν τους επέτρεψε να επιστρέψουν στο Σούλι, αλλά σχεδίαζε να τους εξοντώσει. Μέσω του Αλέξανδρου Νούτσου οι Σουλιώτες ήρθαν σε συνεννόηση με τον Αλή πασά για να συμμαχήσουν μαζί του και έθεσαν τους εξής όρους: να τους επιστραφεί το Σούλι με όλη τη γύρω περιοχή και τα 60 χωριά που βρίσκονταν σ’ αυτή, το οχυρό της Κιάφας, 200.000 γρόσια ως οικονομική ενίσχυση και να του δοθεί ως όμηρος ένας από τους εγγονούς του. Οι ίδιοι θα έδιναν ως όμηρους έξι Σουλιώτες. Ο Αλή πασάς που βρισκόταν σε δεινή θέση δέχτηκε τους όρους αυτούς και επιπλέον έδωσε 100 γρόσια σε κάθε Σουλιώτη που θα πολεμούσε για εκείνον.
Οι Σουλιώτες με τον εγγονό του Αλή πασά Χουσεΐν, γιο του Μουχτάρ πασά, αφού κατόρθωσαν να ξεφύγουν από το σουλτανικό στρατόπεδο, ξεκίνησαν στις 6 Δεκεμβρίου 1820 έχοντας μαζί τους διαταγή του Αλή προς τον φρούραρχο του Σουλίου Μούρτο Τζιάλη να τους παραδώσει τη γη τους. Στις 7 Δεκεμβρίου, κατέλαβαν με έφοδο το φρούριο του χωριού Βαριάδες που το θεωρούσαν σημαντικό έρεισμα για τις μελλοντικές τους επιχειρήσεις. Την ίδια μέρα έφτασαν στο Σούλι. Εκεί οι Λιάπηδες κάτοικοι (Ζουλακιώτες Τουρκαλβανοί) αρνήθηκαν να τους επιστρέψουν τις ιδιοκτησίες τους. Έτσι κάποιοι Σουλιώτες παρέμειναν εκεί για να τους πολιορκήσουν, ενώ οι υπόλοιποι ανέλαβαν να εκκαθαρίσουν την περιοχή από τους Αλβανούς Τσάμηδες που ήταν σύμμαχοι του Πασόμπεη. Πολύ σύντομα οι Σουλιώτες ανάγκασαν Αλβανούς και Τουρκαλβανούς να παραδώσουν τις ιδιοκτησίες που κατείχαν. Έτσι στις 12 Δεκεμβρίου 1820 το Σούλι ήταν ελεύθερο.
Η διοίκηση του Σουλίου ανατέθηκε σε οκταμελές συμβούλιο με πρόεδρο του Νότη Μπότσαρη και γενικό αρχηγό του στρατού τον Μάρκο Μπότσαρη. Σύντομα ανακατέλαβαν όλες τις περιοχές που τους ανήκαν παλιά από το Θεριακίσι ως το Κοτσανόπουλο. Ο Πασόμπεης, υπεύθυνος για τη συμμαχία Σουλιωτών – Αλή πασά διατάχθηκε από τον σουλτάνο να τους εξοντώσει άμεσα. Όχι μόνο όμως δεν κατάφερε κάτι τέτοιο αλλά με την εκδίωξη από τους Σουλιώτες των Τούρκων στα Πέντε Πηγάδια, έχασε τον έλεγχο επικοινωνίας με την Άρτα και την Πρέβεζα. Οι Σουλιώτες συνέχισαν τις επιθετικές τους επιχειρήσεις και τον Ιανουάριο του 1821 και επανέκτησαν τα χωριά και τα αμυντικά ερείσματα των Τούρκων ως τα Λέλοβα. Ο Αλή πασάς που αναγκάσθηκε να κλειστεί στο κάστρο των Ιωαννίνων, έλαβε αναπάντεχη βοήθεια από τους αποστάτες Αλβανούς ηγέτες Σιλιχτάρ Πόττα, Άγο Μουχουρδάρη και Ταχίρ Αμπάζη, που επικεφαλής 1.500 ανδρών κατέφυγαν σ’ αυτόν. Ο Αλή τους υπέδειξε να υπογράψουν συμφωνία συνεργασίας με τους Σουλιώτες, κάτι που έγινε στις 15 Ιανουαρίου 1821. Η συμφωνία τηρήθηκε σχεδόν ως το τέλος του 1821.
Στο μεταξύ ο σουλτάνος αντικατέστησε τον Πασόμπεη με τον ικανότατο Μεχμέτ Χουρσίτ, που απέρριψε την πρόταση του Αλή πασά για χορήγηση αμνηστίας και ζήτησε παράδοσή του.
Η κατάσταση για τον Αλή έγινε ακόμα πιο άσχημη όταν τον Απρίλιο του 1821 Αλβανοί υπό τον Σιλιχτάρ Πόττα προσχώρησαν στις τάξεις του Χουρσίτ. Αυτός προσπάθησε να προσεταιριστεί, χωρίς επιτυχία, τους Σουλιώτες οι οποίοι συνέδεαν πλέον τον αγώνα τους με τη γενικότερη επιτυχία της Ελληνικής Επανάστασης.
Η επανάσταση στο Ζαγόρι – Η «κάσσα των Γιαννίνων»
Ήδη από το 1820 επιφανείς Γιαννιώτες όπως ο Ιωάννης Βηλαράς, ο Αθανάσιος Ψαλίδας και ο Δημήτριος Αθανασίου πήγαν με πολύτιμα περιουσιακά στοιχεία στο Ζαγόρι κι εγκαταστάθηκαν στο Τσεπέλοβο. Από εκεί άρχισαν μυστικά τη διάδοση των ιδεών της Φιλικής Εταιρείας, τη συγκρότηση επαναστατικής οργάνωσης και τη συγκέντρωση χρημάτων για τον Αγώνα. Το ταμείο που χρηματοδοτούσε την Ελληνική Επανάσταση ήταν γνωστό ως «κάσσα των Γιαννίνων». Μάλιστα ο αγωνιστής Αναστάσιος Καραμίχος σε έκθεσή του προς την «Προσωρινή Διοίκηση της Επαναστατημένης Ελλάδος» στις 24 Ιουνίου 1822, ζητά να ενισχυθεί με κάθε τρόπο η προσπάθεια οργάνωσης του Ζαγορίου.
Σύμφωνα με μαρτυρίες του Αθανάσιου Ψαλίδα, στις 20 Δεκεμβρίου 1820 δυνάμεις του Αλή πασά με επικεφαλής τους Σιλιχτάρ Πόττα (πριν εγκαταλείψει τον Αλή πασά για τον Χουρσίτ), Άγο Βασιάρη και Αλέξιο Νούτσο, εγκαταστάθηκαν στα χωριά Ντοβρά, Τζοντήλα και Καλωτά για να παρενοχλούν από εκεί τις δυνάμεις του σουλτάνου, αναμένοντας παράλληλα ενισχύσεις από την Αλβανία για να επιτεθούν ταυτόχρονα με τον Αλή στους σουλτανικούς. Οι ενισχύσεις όμως δεν ήρθαν ποτέ και οι κάτοικοι του Ζαγορίου φοβούμενοι ότι οι «αποστάτες» θα καταλάμβαναν και άλλα χωριά, ζήτησαν από τους σουλτανικούς όπλα και πολεμοφόδια. Αυτά τους δόθηκαν πρόθυμα για να χτυπήσουν τους οπαδούς του Αλή πασά, οι οποίοι ευρισκόμενοι πλέον σε δύσκολη θέση, στις 10 Ιανουαρίου 1821 εγκατέλειψαν τα Ζαγοροχώρια. Οι κάτοικοι των χωριών, ζήτησαν και πήραν από τον Πασόμπεη φρουρά 100 ανδρών. Ο Χουρσίτ που αντικατέστησε τον Πασόμπεη κατέλαβε τα Ζαγοροχώρια στο όνομα του σουλτάνου. Οι πρόκριτοι των χωριών κατόρθωσαν να τον πείσουν ότι ήταν πιστοί στον σουλτάνο και εξασφάλισαν την τοποθέτηση στο Ζαγόρι κατάλληλου τοποτηρητή.
Μετά τη φυγή των Αλβανών από το Ζαγόρι, αλλά και του Αλέξιου Νούτσου που κατέφυγε στο Σούλι σταμάτησε κάθε επαναστατική κίνηση στην περιοχή. Ωστόσο ο Χουρσίτ για να είναι εξασφαλισμένος από τους Ζαγορίσιους, ζήτησε και πήρε στις αρχές Ιουνίου ομήρους.
Η επανάσταση στα Τζουμέρκα και το Ραδοβίζι
Τα Τζουμέρκα (Αθαμανικά Όρη) και το Ραδοβίζι, ορεινό χωριού του νομού Ιωαννίνων, 44 χλμ. δυτικά-νοτιοδυτικά από την πρωτεύουσα της Ηπείρου, ήταν περιοχές με πλούσια επαναστατική παράδοση στα χρόνια της τουρκοκρατίας. Το 1821, το αρματολίκι του Ραδοβιζίου το κατείχε ο Γώγος Μπακόλας από τη Σκουληκαριά, ενώ το αρματολίκι Τζουμέρκων οι αδελφοί Μήτρος και Γιαννάκης Κουτελίδας από το χωριό Χώσεψη. Ο Γεώργιος Καραϊσκάκης που βρισκόταν στην υπηρεσία του Αλή πασά, μόλις ξέσπασε η αποστασία του τελευταίου, διέφυγε από τα Γιάννενα και πήγε στη Λευκάδα όπου έλαβε μέρος στη μεγάλη σύσκεψη των Ελλήνων οπλαρχηγών (πιθανότατα στις 30 Ιανουαρίου 1821), όπου αποφασίστηκε η εξέγερση και καθορίστηκε ο χώρος δράσης του καθενός. Στον Καραϊσκάκη ανατέθηκε η επαρχία Βόνιτσας. Εκεί όμως συνάντησε απροθυμία. Έτσι ανέβηκε στη Σκουληκαριά, συνάντησε τον Γώγο Μπακόλα και αποφάσισαν τη δημιουργία επαναστατικών πυρήνων. Στη Χώσεψη συμφώνησαν με τους αδελφούς Κουτελίδα να συγκροτηθεί ισχυρό σώμα Τζουμερκιωτών. Τον Απρίλιο του 1821 ο Γιαννάκης Κουτελίδας συναντήθηκε με τους οπλαρχηγούς του Ασπροπόταμου (Αχελώου) και αποφάσισαν να εξεγερθούν. Τον Μάιο συγκεντρώθηκε στο ορεινό χωριό Βουργαρέλι της Άρτας μεγάλος αριθμός προκρίτων και οπλαρχηγών από τα Τζουμέρκα και το Ραδοβίζι καθώς και οπλαρχηγοί από τον Βάλτο και το Ξηρόμερο (Ανδρέας Ίσκος, Ιωάννης Ράγκος κ.ά.). Συνολικά περίπου 200 πολεμιστές κήρυξαν στο μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου την επανάσταση στην περιοχή τους (15 Μαΐου 1821).
Πηγές:
«ΗΠΕΙΡΟΣ 4000 ΧΡΟΝΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ», ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΑΘΗΝΩΝ, 1997
«ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ», Τόμος ΙΒ, ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΑΘΗΝΩΝ
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ Α. ΒΑΚΑΛΟΠΟΥΛΟΥ, «ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΒΟΡΕΙΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ-ΗΠΕΙΡΟΣ», ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ ΑΔΕΛΦΩΝ ΚΥΡΙΑΚΙΔΗ, ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ, 1992
ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ Γ. ΠΡΩΤΟΨΑΛΤΗΣ, «ΤΟ ΕΙΚΟΣΙΕΝΑ ΚΑΙ Η ΗΠΕΙΡΟΣ» ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΑΘΗΝΩΝ, ΑΘΗΝΑ, 1975
Μετά την αποστασία του Αλή πασά συγκεντρώθηκαν στην Ήπειρο εκτός από τους Σουλιώτες και πολλοί αρματολοί, άλλοι από τους οποίους ήταν με το μέρος του σουλτάνου και άλλοι με τον Τεπελενλή. Η ηγεσία της Φιλικής Εταιρείας θεώρησε σκόπιμο να σταλεί στην Ήπειρο ο Χριστόφορος Περραιβός που θα συνεργαζόταν με τον οπλαρχηγό Ιωάννη Φαρμάκη για την οργάνωση και την εξάπλωση της εξέγερσης. Όμως ο μεν Περραιβός έφτασε στην Ήπειρο μετά την έναρξη της Επανάστασης στην Πελοπόννησο, ο δε Φαρμάκης δεν πήγε ποτέ. Έτσι οι Φιλικοί αποφάσισαν να στείλουν στην Ήπειρο τον Δημήτριο Ύπατρο από το Μέτσοβο (Δεκέμβριος 1821), που γνώριζε πολύ καλά τον Αλή πασά καθώς είχε υπηρετήσει στην αυλή του. Όμως η δολοφονία του Ύπατρου καθώς μετέβαινε από τη Νάουσα στα Γιάννενα, προκάλεσε μεγάλη αναστάτωση στην Φιλική Εταιρεία καθώς θεωρήθηκε ότι αποκαλύφθηκαν μυστικά της, αφού κατασχέθηκαν από τον Ύπατρο επιστολές της. Έτσι πολλά στελέχη της έφυγαν από την Κωνσταντινούπολη για τη Ρωσία.
Ο «αποστάτης» Αλή πασάς και οι Σουλιώτες
Στην ηγεσία της Φιλικής Εταιρείας, από το 1818, υπήρχαν σκέψεις για μύηση σ΄ αυτήν του Αλή πασά. Όμως αντέδρασαν όσοι είχαν υπηρετήσει κοντά του. Πάντως είναι σχεδόν βέβαιο ότι το 1819, ίσως και νωρίτερα, ο Αλή πασάς γνώριζε αρκετά για την Εταιρεία. Τον Ιούλιο του 1820 ο σουλτάνος κήρυξε τον Αλή πασά αντάρτη, «ένοχο καθοσιώσεως» και αποφάσισε την εξόντωσή του. Την αποστολή αυτή την ανέθεσε στον Ισμαήλ Πασόμπεη, άσπονδο εχθρό του Αλή. Ο Τεπελενλής βρέθηκε σε πολύ δύσκολη θέσης, καθώς πολλοί Τουρκαλβανοί πιστοί σ’ αυτόν τον εγκατέλειψαν.
Αυτό οφειλόταν στην έκδοση σουλτανικού διατάγματος με το οποίο όσοι πολεμούσαν με τα στρατεύματα του σουλτάνου θα έπαιρναν πίσω τις περιουσίες και τα χωριά του που είχε σφετερισθεί ο Αλή. Ο τελευταίος, σε μια προσπάθεια να εξευμενίσει τον σουλτάνο, του έστειλε έκθεση με τις συνωμοτικές κινήσεις των Ελλήνων που είχε πληροφορηθεί από κάποιον Ζακυνθινό, που ονομαζόταν Διόγος. Οι εχθροί του όμως και ιδιαίτερα ο Πασόμπεης, έπεισαν τον σουλτάνο πως όλα όσα ανέφερε ο Αλή πασάς δεν ήταν αληθινά.
Από το σουλτανικό διάταγμα επωφελήθηκαν οι Σουλιώτες. Ήρθαν σε επαφή στα Σύβοτα με τον υποναύαρχο του τουρκικού στόλου Αλή Βεγή και δήλωσαν ότι θα υπηρετήσουν στον οθωμανικό στρατό, εφόσον επέστρεφαν στην πατρίδα τους. Ο Αλή Βεγής τους διαβεβαίωσε για την τήρηση της σουλτανικής απόφασης και με 214 (άλλες πηγές αναφέρουν 300) Σουλιώτες εξανάγκασε τον Αλβανό διοικητή της Πρέβεζας Βελή πασά να παραδώσει την πόλη. Από εκεί οι Σουλιώτες κατευθύνθηκαν προς το σουλτανικό στρατόπεδο των Ιωαννίνων και ζήτησαν την υλοποίηση της υπόσχεσης που τους δόθηκε. Ο αρχηγός των σουλτανικών στρατευμάτων Ισμαήλ Πασόμπεης αν και αρχικά δέχτηκε το αίτημα τους, στη συνέχεια άλλαξε γνώμη μετά από πιέσεις Τουρκαλβανών συμβούλων του. Έτσι ο αλβανικής καταγωγής Πασόμπεης όχι μόνο δεν τους επέτρεψε να επιστρέψουν στο Σούλι, αλλά σχεδίαζε να τους εξοντώσει. Μέσω του Αλέξανδρου Νούτσου οι Σουλιώτες ήρθαν σε συνεννόηση με τον Αλή πασά για να συμμαχήσουν μαζί του και έθεσαν τους εξής όρους: να τους επιστραφεί το Σούλι με όλη τη γύρω περιοχή και τα 60 χωριά που βρίσκονταν σ’ αυτή, το οχυρό της Κιάφας, 200.000 γρόσια ως οικονομική ενίσχυση και να του δοθεί ως όμηρος ένας από τους εγγονούς του. Οι ίδιοι θα έδιναν ως όμηρους έξι Σουλιώτες. Ο Αλή πασάς που βρισκόταν σε δεινή θέση δέχτηκε τους όρους αυτούς και επιπλέον έδωσε 100 γρόσια σε κάθε Σουλιώτη που θα πολεμούσε για εκείνον.
Οι Σουλιώτες με τον εγγονό του Αλή πασά Χουσεΐν, γιο του Μουχτάρ πασά, αφού κατόρθωσαν να ξεφύγουν από το σουλτανικό στρατόπεδο, ξεκίνησαν στις 6 Δεκεμβρίου 1820 έχοντας μαζί τους διαταγή του Αλή προς τον φρούραρχο του Σουλίου Μούρτο Τζιάλη να τους παραδώσει τη γη τους. Στις 7 Δεκεμβρίου, κατέλαβαν με έφοδο το φρούριο του χωριού Βαριάδες που το θεωρούσαν σημαντικό έρεισμα για τις μελλοντικές τους επιχειρήσεις. Την ίδια μέρα έφτασαν στο Σούλι. Εκεί οι Λιάπηδες κάτοικοι (Ζουλακιώτες Τουρκαλβανοί) αρνήθηκαν να τους επιστρέψουν τις ιδιοκτησίες τους. Έτσι κάποιοι Σουλιώτες παρέμειναν εκεί για να τους πολιορκήσουν, ενώ οι υπόλοιποι ανέλαβαν να εκκαθαρίσουν την περιοχή από τους Αλβανούς Τσάμηδες που ήταν σύμμαχοι του Πασόμπεη. Πολύ σύντομα οι Σουλιώτες ανάγκασαν Αλβανούς και Τουρκαλβανούς να παραδώσουν τις ιδιοκτησίες που κατείχαν. Έτσι στις 12 Δεκεμβρίου 1820 το Σούλι ήταν ελεύθερο.
Η διοίκηση του Σουλίου ανατέθηκε σε οκταμελές συμβούλιο με πρόεδρο του Νότη Μπότσαρη και γενικό αρχηγό του στρατού τον Μάρκο Μπότσαρη. Σύντομα ανακατέλαβαν όλες τις περιοχές που τους ανήκαν παλιά από το Θεριακίσι ως το Κοτσανόπουλο. Ο Πασόμπεης, υπεύθυνος για τη συμμαχία Σουλιωτών – Αλή πασά διατάχθηκε από τον σουλτάνο να τους εξοντώσει άμεσα. Όχι μόνο όμως δεν κατάφερε κάτι τέτοιο αλλά με την εκδίωξη από τους Σουλιώτες των Τούρκων στα Πέντε Πηγάδια, έχασε τον έλεγχο επικοινωνίας με την Άρτα και την Πρέβεζα. Οι Σουλιώτες συνέχισαν τις επιθετικές τους επιχειρήσεις και τον Ιανουάριο του 1821 και επανέκτησαν τα χωριά και τα αμυντικά ερείσματα των Τούρκων ως τα Λέλοβα. Ο Αλή πασάς που αναγκάσθηκε να κλειστεί στο κάστρο των Ιωαννίνων, έλαβε αναπάντεχη βοήθεια από τους αποστάτες Αλβανούς ηγέτες Σιλιχτάρ Πόττα, Άγο Μουχουρδάρη και Ταχίρ Αμπάζη, που επικεφαλής 1.500 ανδρών κατέφυγαν σ’ αυτόν. Ο Αλή τους υπέδειξε να υπογράψουν συμφωνία συνεργασίας με τους Σουλιώτες, κάτι που έγινε στις 15 Ιανουαρίου 1821. Η συμφωνία τηρήθηκε σχεδόν ως το τέλος του 1821.
Στο μεταξύ ο σουλτάνος αντικατέστησε τον Πασόμπεη με τον ικανότατο Μεχμέτ Χουρσίτ, που απέρριψε την πρόταση του Αλή πασά για χορήγηση αμνηστίας και ζήτησε παράδοσή του.
Η κατάσταση για τον Αλή έγινε ακόμα πιο άσχημη όταν τον Απρίλιο του 1821 Αλβανοί υπό τον Σιλιχτάρ Πόττα προσχώρησαν στις τάξεις του Χουρσίτ. Αυτός προσπάθησε να προσεταιριστεί, χωρίς επιτυχία, τους Σουλιώτες οι οποίοι συνέδεαν πλέον τον αγώνα τους με τη γενικότερη επιτυχία της Ελληνικής Επανάστασης.
Η επανάσταση στο Ζαγόρι – Η «κάσσα των Γιαννίνων»
Ήδη από το 1820 επιφανείς Γιαννιώτες όπως ο Ιωάννης Βηλαράς, ο Αθανάσιος Ψαλίδας και ο Δημήτριος Αθανασίου πήγαν με πολύτιμα περιουσιακά στοιχεία στο Ζαγόρι κι εγκαταστάθηκαν στο Τσεπέλοβο. Από εκεί άρχισαν μυστικά τη διάδοση των ιδεών της Φιλικής Εταιρείας, τη συγκρότηση επαναστατικής οργάνωσης και τη συγκέντρωση χρημάτων για τον Αγώνα. Το ταμείο που χρηματοδοτούσε την Ελληνική Επανάσταση ήταν γνωστό ως «κάσσα των Γιαννίνων». Μάλιστα ο αγωνιστής Αναστάσιος Καραμίχος σε έκθεσή του προς την «Προσωρινή Διοίκηση της Επαναστατημένης Ελλάδος» στις 24 Ιουνίου 1822, ζητά να ενισχυθεί με κάθε τρόπο η προσπάθεια οργάνωσης του Ζαγορίου.
Σύμφωνα με μαρτυρίες του Αθανάσιου Ψαλίδα, στις 20 Δεκεμβρίου 1820 δυνάμεις του Αλή πασά με επικεφαλής τους Σιλιχτάρ Πόττα (πριν εγκαταλείψει τον Αλή πασά για τον Χουρσίτ), Άγο Βασιάρη και Αλέξιο Νούτσο, εγκαταστάθηκαν στα χωριά Ντοβρά, Τζοντήλα και Καλωτά για να παρενοχλούν από εκεί τις δυνάμεις του σουλτάνου, αναμένοντας παράλληλα ενισχύσεις από την Αλβανία για να επιτεθούν ταυτόχρονα με τον Αλή στους σουλτανικούς. Οι ενισχύσεις όμως δεν ήρθαν ποτέ και οι κάτοικοι του Ζαγορίου φοβούμενοι ότι οι «αποστάτες» θα καταλάμβαναν και άλλα χωριά, ζήτησαν από τους σουλτανικούς όπλα και πολεμοφόδια. Αυτά τους δόθηκαν πρόθυμα για να χτυπήσουν τους οπαδούς του Αλή πασά, οι οποίοι ευρισκόμενοι πλέον σε δύσκολη θέση, στις 10 Ιανουαρίου 1821 εγκατέλειψαν τα Ζαγοροχώρια. Οι κάτοικοι των χωριών, ζήτησαν και πήραν από τον Πασόμπεη φρουρά 100 ανδρών. Ο Χουρσίτ που αντικατέστησε τον Πασόμπεη κατέλαβε τα Ζαγοροχώρια στο όνομα του σουλτάνου. Οι πρόκριτοι των χωριών κατόρθωσαν να τον πείσουν ότι ήταν πιστοί στον σουλτάνο και εξασφάλισαν την τοποθέτηση στο Ζαγόρι κατάλληλου τοποτηρητή.
Μετά τη φυγή των Αλβανών από το Ζαγόρι, αλλά και του Αλέξιου Νούτσου που κατέφυγε στο Σούλι σταμάτησε κάθε επαναστατική κίνηση στην περιοχή. Ωστόσο ο Χουρσίτ για να είναι εξασφαλισμένος από τους Ζαγορίσιους, ζήτησε και πήρε στις αρχές Ιουνίου ομήρους.
Η επανάσταση στα Τζουμέρκα και το Ραδοβίζι
Τα Τζουμέρκα (Αθαμανικά Όρη) και το Ραδοβίζι, ορεινό χωριού του νομού Ιωαννίνων, 44 χλμ. δυτικά-νοτιοδυτικά από την πρωτεύουσα της Ηπείρου, ήταν περιοχές με πλούσια επαναστατική παράδοση στα χρόνια της τουρκοκρατίας. Το 1821, το αρματολίκι του Ραδοβιζίου το κατείχε ο Γώγος Μπακόλας από τη Σκουληκαριά, ενώ το αρματολίκι Τζουμέρκων οι αδελφοί Μήτρος και Γιαννάκης Κουτελίδας από το χωριό Χώσεψη. Ο Γεώργιος Καραϊσκάκης που βρισκόταν στην υπηρεσία του Αλή πασά, μόλις ξέσπασε η αποστασία του τελευταίου, διέφυγε από τα Γιάννενα και πήγε στη Λευκάδα όπου έλαβε μέρος στη μεγάλη σύσκεψη των Ελλήνων οπλαρχηγών (πιθανότατα στις 30 Ιανουαρίου 1821), όπου αποφασίστηκε η εξέγερση και καθορίστηκε ο χώρος δράσης του καθενός. Στον Καραϊσκάκη ανατέθηκε η επαρχία Βόνιτσας. Εκεί όμως συνάντησε απροθυμία. Έτσι ανέβηκε στη Σκουληκαριά, συνάντησε τον Γώγο Μπακόλα και αποφάσισαν τη δημιουργία επαναστατικών πυρήνων. Στη Χώσεψη συμφώνησαν με τους αδελφούς Κουτελίδα να συγκροτηθεί ισχυρό σώμα Τζουμερκιωτών. Τον Απρίλιο του 1821 ο Γιαννάκης Κουτελίδας συναντήθηκε με τους οπλαρχηγούς του Ασπροπόταμου (Αχελώου) και αποφάσισαν να εξεγερθούν. Τον Μάιο συγκεντρώθηκε στο ορεινό χωριό Βουργαρέλι της Άρτας μεγάλος αριθμός προκρίτων και οπλαρχηγών από τα Τζουμέρκα και το Ραδοβίζι καθώς και οπλαρχηγοί από τον Βάλτο και το Ξηρόμερο (Ανδρέας Ίσκος, Ιωάννης Ράγκος κ.ά.). Συνολικά περίπου 200 πολεμιστές κήρυξαν στο μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου την επανάσταση στην περιοχή τους (15 Μαΐου 1821).
Πηγές:
«ΗΠΕΙΡΟΣ 4000 ΧΡΟΝΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ», ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΑΘΗΝΩΝ, 1997
«ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ», Τόμος ΙΒ, ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΑΘΗΝΩΝ
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ Α. ΒΑΚΑΛΟΠΟΥΛΟΥ, «ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΒΟΡΕΙΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ-ΗΠΕΙΡΟΣ», ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ ΑΔΕΛΦΩΝ ΚΥΡΙΑΚΙΔΗ, ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ, 1992
ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ Γ. ΠΡΩΤΟΨΑΛΤΗΣ, «ΤΟ ΕΙΚΟΣΙΕΝΑ ΚΑΙ Η ΗΠΕΙΡΟΣ» ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΑΘΗΝΩΝ, ΑΘΗΝΑ, 1975
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr