Το φυσικό μεταλλικό νερό Βίκος συμμετείχε στην 5η Πανελλήνια Εθελοντική Φύτευση της We4all, φυτεύοντας 1.000 ενδημικά και δύσφλεκτα δένδρα.
Από τη Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου στο Συνέδριο του Βερολίνου (1878)
Από τη Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου στο Συνέδριο του Βερολίνου (1878)
Η Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου και η αυτόνομη Βουλγαρική Ηγεμονία – Οι έντονες ελληνικές αντιδράσεις – Το φιλελληνικό κλίμα στην Ευρώπη- Πώς φτάσαμε στο Συνέδριο του Βερολίνου;- Η βρετανική ανθελληνική στάση στο Συνέδριο
Στις 19 Φεβρουαρίου/3 Μαρτίου 1878 υπογράφτηκε στο προάστιο της Κωνσταντινούπολης Άγιος Στέφανος, διμερής Συνθήκη Ειρήνης μεταξύ της Ρωσίας και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Με αυτήν δινόταν τέλος στον ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1877-1878 που έφερε τους Ρώσους μία ανάσα έξω από την Κωνσταντινούπολη, αλλά και οι εξεγέρσεις των βαλκανικών λαών που είχαν ξεκινήσει από το 1875.
Επικεφαλής της ρωσικής αντιπροσωπείας ήταν ο πρίγκιπας Nikolaj Ignatiev, που ένα χρόνο πριν ήταν πρέσβης της χώρας του στην Κωνσταντινούπολη, την οποία είχε εγκαταλείψει μαζί με τους άλλους συναδέλφους του λόγω της άρνησης της Πύλης να δεχθεί τις προτάσεις των Μεγάλων Δυνάμεων και της οθωμανικής πλευράς ο Σαφβέτ πασάς.
Σύμφωνα με τους σημαντικότερους όρους της Συνθήκης, το Μαυροβούνιο αναγνωρίστηκε ως ανεξάρτητο κράτος σε έκταση τριπλάσια από αυτήν που είχε ως τότε, με εδαφικά κέρδη στην Ερζεγοβίνα, το Νόβι Παζάρ και τρεις παραθαλάσσιες πόλεις στην Αδριατική. Η Σερβία αναγνωρίστηκε επίσης ως ανεξάρτητο κράτος με κέρδη εδάφη στο Νόβι Παζάρ και την Παλαιά Σερβία, χωρίς όμως να της δοθεί κοινό σύνορο με το Μαυροβούνιο. Η Ρουμανία αναγνωριζόταν επίσης ως ανεξάρτητη και της δινόταν η περιοχή της Δοβρουτσάς, ωστόσο επέστρεφε στη Ρωσία τη νότια Βεσαραβία. Η Ρωσία, που μέσω του Ignatiev απειλούσε τους Οθωμανούς ότι θα καταλάβει την Κωνσταντινούπολη, εξασφάλισε όσα εδάφη είχε χάσει στον Κριμαϊκό Πόλεμο, εδάφη στην Αρμενία και την Καυκασία και περιφέρειες στις οποίες συμπεριλαμβάνονταν οι πόλεις Βατούμ, Καρς, Βαγιαζίντ και Αρνταχάν.
Για τη χώρα μας, η οποία είχε παραμείνει αδρανής όλο το προηγούμενο χρονικό διάστημα λόγω της αναποφασιστικότητας των ελληνικών κυβερνήσεων και μόλις στις αρχές του 1878 είχε «εμπλακεί» στέλνοντας στρατό στην Θεσσαλία και υποθάλποντας επαναστατικές κινήσεις σε Μακεδονία, Ήπειρο και Κρήτη τα «κέρδη» από τη Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου ήταν πενιχρά. Προβλεπόταν συγκεκριμένα η εφαρμογή του Οργανικού Χάρτη τον 1868 για την Κρήτη και η συγκρότηση παρόμοιου Οργανισμού για την Ήπειρο, τη Θεσσαλία και τις υπόλοιπες περιοχές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας με έντονο ελληνικό στοιχείο. Όμως, κατά τους όρους της Συνθήκης, οριζόταν ότι :«Προ της εφαρμογής αυτών η Τουρκία θέλει συμβουλευθεί την Ρωσίαν».
Εκείνο όμως που έθιγε ευθέως τα ελληνικά συμφέροντα ήταν η σύσταση μεγάλης Βουλγαρικής Ηγεμονίας που θα εκτεινόταν από τον Δούναβη ως το Αιγαίο και θα περιλάμβανε το μεγαλύτερο μέρος της Θράκης και της Μακεδονίας.
Αναλυτικά στη Βουλγαρική Ηγεμονία δινόταν η βόρεια ακτή του Αιγαίου από το Πόρτο Λάγο της Θράκης ως τον Κόλπο του Ορφανού (Ρεντίνα), κοντά στη Χαλκιδική και η ακτή μεταξύ των εκβολών του Αξιού και του Αλιάκμονα. Στα δυτικά η οριογραμμή του νέου κράτους έφτανε πέρα από τις Πρέσπες, τη λίμνη της Καστοριάς και την Αχρίδα, περιλαμβάνοντας περιοχές που ανήκουν σήμερα στην Αλβανία. Τα παραπάνω σήμαιναν ότι περιοχές με αμιγείς ελληνικούς πληθυσμούς στη Μαύρη Θάλασσα και άλλες στη Μακεδονία (Μοναστήρι, Στρώμνιτσα, Καστοριά, Έδεσσα, Νάουσα, Βέροια, Σέρρες, Καβάλα κ.ά.) όπου επικρατούσε το χριστιανικό πατριαρχικό στοιχείο, παραχωρούνταν στη Βουλγαρική Ηγεμονία. Έξω από αυτήν έμεναν μόνο η πόλη της Θεσσαλονίκης, η Χαλκιδική και οι περιοχές νότια της γραμμής Βέροιας Καστοριάς.
Και για το Άγιον Όρος όμως, το άρθρο 22 της Συνθήκης του Αγίου Στεφάνου προέβλεπε ότι:
«Οι μοναχοί ρωσικής καταγωγής του Αγίου Όρους θα διατηρήσουν τις παλαιές περιουσίες και τα προνόμιά τους και θα συνεχίσουν να απολαμβάνουν στα τρία μοναστήρια που τους ανήκουν και στα προσαρτήματα αυτών τα αυτά δικαιώματα και προνόμια που έχουν εξασφαλισθεί (assures) για τα άλλα θρησκευτικά καθιδρύματα και μοναστήρια του Αγίου Όρους».
Επικεφαλής της ρωσικής αντιπροσωπείας ήταν ο πρίγκιπας Nikolaj Ignatiev, που ένα χρόνο πριν ήταν πρέσβης της χώρας του στην Κωνσταντινούπολη, την οποία είχε εγκαταλείψει μαζί με τους άλλους συναδέλφους του λόγω της άρνησης της Πύλης να δεχθεί τις προτάσεις των Μεγάλων Δυνάμεων και της οθωμανικής πλευράς ο Σαφβέτ πασάς.
Σύμφωνα με τους σημαντικότερους όρους της Συνθήκης, το Μαυροβούνιο αναγνωρίστηκε ως ανεξάρτητο κράτος σε έκταση τριπλάσια από αυτήν που είχε ως τότε, με εδαφικά κέρδη στην Ερζεγοβίνα, το Νόβι Παζάρ και τρεις παραθαλάσσιες πόλεις στην Αδριατική. Η Σερβία αναγνωρίστηκε επίσης ως ανεξάρτητο κράτος με κέρδη εδάφη στο Νόβι Παζάρ και την Παλαιά Σερβία, χωρίς όμως να της δοθεί κοινό σύνορο με το Μαυροβούνιο. Η Ρουμανία αναγνωριζόταν επίσης ως ανεξάρτητη και της δινόταν η περιοχή της Δοβρουτσάς, ωστόσο επέστρεφε στη Ρωσία τη νότια Βεσαραβία. Η Ρωσία, που μέσω του Ignatiev απειλούσε τους Οθωμανούς ότι θα καταλάβει την Κωνσταντινούπολη, εξασφάλισε όσα εδάφη είχε χάσει στον Κριμαϊκό Πόλεμο, εδάφη στην Αρμενία και την Καυκασία και περιφέρειες στις οποίες συμπεριλαμβάνονταν οι πόλεις Βατούμ, Καρς, Βαγιαζίντ και Αρνταχάν.
Για τη χώρα μας, η οποία είχε παραμείνει αδρανής όλο το προηγούμενο χρονικό διάστημα λόγω της αναποφασιστικότητας των ελληνικών κυβερνήσεων και μόλις στις αρχές του 1878 είχε «εμπλακεί» στέλνοντας στρατό στην Θεσσαλία και υποθάλποντας επαναστατικές κινήσεις σε Μακεδονία, Ήπειρο και Κρήτη τα «κέρδη» από τη Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου ήταν πενιχρά. Προβλεπόταν συγκεκριμένα η εφαρμογή του Οργανικού Χάρτη τον 1868 για την Κρήτη και η συγκρότηση παρόμοιου Οργανισμού για την Ήπειρο, τη Θεσσαλία και τις υπόλοιπες περιοχές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας με έντονο ελληνικό στοιχείο. Όμως, κατά τους όρους της Συνθήκης, οριζόταν ότι :«Προ της εφαρμογής αυτών η Τουρκία θέλει συμβουλευθεί την Ρωσίαν».
Εκείνο όμως που έθιγε ευθέως τα ελληνικά συμφέροντα ήταν η σύσταση μεγάλης Βουλγαρικής Ηγεμονίας που θα εκτεινόταν από τον Δούναβη ως το Αιγαίο και θα περιλάμβανε το μεγαλύτερο μέρος της Θράκης και της Μακεδονίας.
Αναλυτικά στη Βουλγαρική Ηγεμονία δινόταν η βόρεια ακτή του Αιγαίου από το Πόρτο Λάγο της Θράκης ως τον Κόλπο του Ορφανού (Ρεντίνα), κοντά στη Χαλκιδική και η ακτή μεταξύ των εκβολών του Αξιού και του Αλιάκμονα. Στα δυτικά η οριογραμμή του νέου κράτους έφτανε πέρα από τις Πρέσπες, τη λίμνη της Καστοριάς και την Αχρίδα, περιλαμβάνοντας περιοχές που ανήκουν σήμερα στην Αλβανία. Τα παραπάνω σήμαιναν ότι περιοχές με αμιγείς ελληνικούς πληθυσμούς στη Μαύρη Θάλασσα και άλλες στη Μακεδονία (Μοναστήρι, Στρώμνιτσα, Καστοριά, Έδεσσα, Νάουσα, Βέροια, Σέρρες, Καβάλα κ.ά.) όπου επικρατούσε το χριστιανικό πατριαρχικό στοιχείο, παραχωρούνταν στη Βουλγαρική Ηγεμονία. Έξω από αυτήν έμεναν μόνο η πόλη της Θεσσαλονίκης, η Χαλκιδική και οι περιοχές νότια της γραμμής Βέροιας Καστοριάς.
Και για το Άγιον Όρος όμως, το άρθρο 22 της Συνθήκης του Αγίου Στεφάνου προέβλεπε ότι:
«Οι μοναχοί ρωσικής καταγωγής του Αγίου Όρους θα διατηρήσουν τις παλαιές περιουσίες και τα προνόμιά τους και θα συνεχίσουν να απολαμβάνουν στα τρία μοναστήρια που τους ανήκουν και στα προσαρτήματα αυτών τα αυτά δικαιώματα και προνόμια που έχουν εξασφαλισθεί (assures) για τα άλλα θρησκευτικά καθιδρύματα και μοναστήρια του Αγίου Όρους».
Αρχιτέκτονας του ρωσικού διπλωματικού θριάμβου ήταν ο Nikolaj Ignatiev ο οποίος δήλωνε:
«Τώρα ας υπάγωσιν οι Έλληνες κολυμβώντες εις την Κωνσταντινούπολην».
Βέβαια υπάρχει η άποψη ότι η Ρωσία που «κρυβόταν» πίσω από την ίδρυση της «αχανούς» Βουλγαρικής Ηγεμονίας (163.000 τ.χλμ.) είχε εξαγριωθεί από την αμήχανη στάση της ελληνικής κυβέρνησης, που κήρυξε τον πόλεμο στην Οθωμανική Αυτοκρατορία μόνο όταν οι Ρώσοι βρίσκονταν λίγο έξω από την Κωνσταντινούπολη. Πιθανότερη εκδοχή όμως είναι ότι ο θιασώτης του πανσλαβισμού Ignatiev κινήθηκε ακόμα και εν αγνοία του προϊσταμένου του πρίγκιπα Gorchakov ,για να εξασφαλίσει τα ρωσικά συμφέροντα και τη σταθεροποίηση της χώρας του στην περιοχή των Βαλκανίων.
Οι αντιδράσεις σε Ελλάδα και Ευρώπη για τη Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου
Όπως ήταν αναμενόμενο η Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου προκάλεσε στην Ελλάδα εντονότατες αντιδράσεις. Μάλιστα θεωρήθηκε εθνική καταστροφή ανάλογη με την άλωση της Κωνσταντινούπολης. Υπήρξαν διαβήματα προς τους πρεσβευτές των Μεγάλων Δυνάμεων στην Πόλη, από εκπροσώπους των Ελλήνων της Θράκης, της Μακεδονίας, της Ηπείρου και της Θεσσαλίας. Στη Μακεδονία με πρωτεργάτες τους μητροπολίτες και τους φιλολογικούς συλλόγους συγκεντρώνονταν υπογραφές σε αναφορές για την αντίθεσή των κατοίκων στην ένταξή τους στη Βουλγαρική Ηγεμονία.
Είναι χαρακτηριστικό ότι η Μητρόπολη των Σκοπίων συγκέντρωσε 14.000 υπογραφές σε αναφορά με την οποία όσοι υπάγονταν σ’ αυτή δήλωναν την προσήλωσή τους στον ελληνισμό και διεκδικούσαν καθεστώς αυτονομίας ή ίδρυση ηγεμονίας. Σε πολλές ελληνικές πόλεις διοργανώθηκαν συλλαλητήρια , ενώ ο Επίσκοπος Κίτρους Νικόλαος κήρυξε επανάσταση στο Λιτόχωρο, την οποία κατέπνιξαν οι Οθωμανοί.
Οι ελληνικές αντιδράσεις όμως δεν αρκούσαν, καθώς έπρεπε και οι Μεγάλες Δυνάμεις να αντιταχθούν στη Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου.
Πραγματικά οι όροι της Συνθήκης τις οποίες επέβαλαν οι Ρώσοι στους Οθωμανούς δεν χαροποίησαν καμία από τις άλλες Δυνάμεις. Η Βρετανία θεωρούσε τα σημεία της Συνθήκης που διευκόλυναν την κάθοδο της Ρωσίας στο Αιγαίο, μέσω της Βουλγαρικής Ηγεμονίας, ως απαράδεκτα. Αποτελούσαν απειλή για τη βρετανική παρουσία στην Ινδία, τον Περσικό Κόλπο και το Σουέζ και τροποποιούσαν μονομερώς τα καθεστώς της ναυσιπλοΐας των Στενών. Η Αυστρία θα έχανε τη δυνατότητα να προσαρτήσει μεγάλα τμήματα της Ερζεγοβίνας, θα αποκοπτόταν η οδός προσπέλασής της στη Θεσσαλονίκη καθώς θα υπήρχε παρεμβολή της Βουλγαρικής Ηγεμονίας, αλλά και δύο νέων ανεξάρτητων κρατών, της Σερβίας και του Μαυροβουνίου.
Η Γαλλία και η Ιταλία δεν έκρυβαν ούτε αυτές την αντίθεσή τους στη δημιουργία μεγάλου βουλγαρικού κράτους και στην επακόλουθη δημιουργία ρωσικών ναυτικών βάσεων στο Αιγαίο. Όλες οι χώρες όμως δεν είχαν διάθεση να εμπλακούν σε πολεμικές περιπέτειες.
Το φιλελληνικό ρεύμα στην Ευρώπη
Οι Ευρωπαίοι είχαν αντιληφθεί ότι ο παραδοσιακός ρόλος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ως ανάχωμα του ρωσικού επεκτατισμού είχε τελειώσει. Από τις πρώτες εβδομάδες του Μαρτίου 1878 είχε αρχίσει να επικρατεί όχι μόνο σε πολιτικούς κύκλους αλλά και στον ευρωπαϊκό Τύπο, η ιδέα να υποστηριχθεί ο ελληνισμός ως αντίβαρο της Ρωσίας, αλλά και ως διάδοχος των Οθωμανών, τουλάχιστον στα περισσότερα εδάφη της ευρωπαϊκής Τουρκίας.
Στη Μεγάλη Βρετανία ο φιλελληνισμός άρχισε να αναβιώνει απροσδόκητα. Τεράστια ήταν η συμβολή του Gladstone και των πολιτικών φίλων του, που από τα τέλη ήδη του ρωσοτουρκικού πολέμου με πύρινες ομιλίες τους και άρθρα στον Τύπο, υποστήριζαν τις ελληνικές θέσεις.
Ο Charles Dilke, σημαίνον στέλεχος του φιλελεύθερου Κόμματος και μετέπειτα Υφυπουργός Εξωτερικών στην κυβέρνηση Gladstone,σε ομιλία του στο Λονδίνο στις 15 Ιανουαρίου 1878 διακήρυξε:
«Τι είδους είναι η Ελλάς που δεν περιλαμβάνει τη Λήμνο, τη Λέσβο ή Μυτιλήνη, τη Χίο, τον Όλυμπο, την Όσσα, το Άγιο Όρος; Όχι μόνο το μεγαλύτερο μέρος, αλλά και το πιο ελληνικό μέρος της Ελλάδας παραλείφθηκε από το ελληνικό Βασίλειο. Η Κρήτη και τα νησιά, η ακτή της Θράκης και η ελληνική αποικία της Κωνσταντινούπολης είναι η ελληνική Ελλάς (the Greek Greece)… Πιστεύω στην Ελλάδα, πιστεύω στην τελική αντικατάσταση του τουρκικού κράτους από μια ισχυρή και προοδευτική Ελλάδα… ένα προπύργιο της Δυτικής Ευρώπης στην Ανατολή…!
Αλλά και ο βρετανικός Τύπος τάσσονταν αναφανδόν υπέρ των ελληνικών θέσεων. Ακόμα και κορυφαίες εφημερίδες (“The Times”, “The Manchester Guardian”, “The Scotsman”), ζητούσαν να παραχωρηθούν στην Ελλάδα η Ήπειρος, η Θεσσαλία και τα νησιά του Αιγαίου. Ο G. Duff στο περιοδικό «Nineteenth Century», ζητούσε την αναβίωση της «Ελληνικής Αυτοκρατορίας» με μονάρχη τον Δούκα του Εδιμβούργου. Ο Υπουργός Εξωτερικών λόρδος Derby δήλωνε στις 28 Ιανουαρίου/9 Φεβρουαρίου 1878 στον Έλληνα επιτετραμμένο Γεννάδιο ότι ο διαμελισμός της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ήταν αναπόφευκτος και ίσως επιθυμητός.
Ο Γερμανός πρεσβευτής στο Λονδίνο Munster,επισήμανε ότι άκουγε πολύ συχνά στον περίγυρό του τη φράση «we must play the Greek against the Slav». Ανάλογες φιλελληνικές διαθέσεις παρατηρήθηκαν και στη Γαλλία. Κυριότερος παράγοντας για τη μεταστροφή της γαλλικής κοινής γνώμης ήταν ο πολιτικός Leon Gambetta που με την αρθρογραφία και το κύρος του ασκούσε μεγάλη επιρροή στον πρωθυπουργό Waddington. Ο τελευταίος εγκατέλειψε την πολιτική των ίσων αποστάσεων στα ελληνοτουρκικά ζητήματα. Στις 27 Μαρτίου 1878 πρότεινε ανεπίσημα στη Μεγάλη Βρετανία να περιοριστεί στο μισό η έκταση της Βουλγαρικής Ηγεμονίας της Συνθήκης του Αγίου Στεφάνου, να παραμείνουν υπό οθωμανική διοίκηση τα παράλια του βόρειου Αιγαίου και να δοθούν στην Ελλάδα η Ήπειρος, η Θεσσαλία και «ίσως κάτι ακόμη». Την ίδια περίοδο ο Γάλλος πρεσβευτής στην Κωνσταντινούπολη Fournier συνιστούσε στον σουλτάνο Αβδούλ Χαμίτ να προβεί σε ορισμένες εδαφικές παραχωρήσεις προς τους Έλληνες για να τους δελεάσει και να στραφούν μαζί εναντίον των Σλάβων.
Στην Ιταλία υπήρξε εξ αρχής συμπάθεια στην κοινή γνώμη για τις ελληνικές διεκδικήσεις. Η ιταλική κυβέρνηση έσπευσε να εκμεταλλευτεί το ευνοϊκό αυτό κλίμα για να το μετατρέψει σε στήριξη των ελληνικών διεκδικήσεων. Στα μέσα Μαρτίου έφτασε στη Ρώμη ο πολιτικός Κωνσταντίνος Λομβάρδος που είχε στενές σχέσεις με Ιταλούς πολιτικούς. Συναντήθηκε με τον πρωθυπουργό Depretis και τον διάδοχό του Cairoli που εξέφρασαν την υποστήριξή τους στις ελληνικές θέσεις, χωρίς όμως κάτι το χειροπιαστό. Μόνο η υπόσχεση που δόθηκε εξ ονόματος του βασιλιά Umberto ότι θα υποστηρίξει σε ενδεχόμενο συνέδριο τα ελληνικά αιτήματα, αποτελούσε μια ρητή δέσμευση της ιταλικής πλευράς.
Στη Γερμανία ο Καγκελάριος Bismarck, πίστευε ότι η Ελλάδα θα πρέπει να προσαρτήσει τις ελληνικές επαρχίες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Παρά τη θετική διάθεση όμως, η Γερμανία δεν διακινδύνευε εμπλοκή στις εξελίξεις στην Ανατολή για να υποστηρίξει τις ελληνική διεκδικήσεις.
Τέλος, η Αυστρία επιθυμούσε να αξιοποιήσει τον ελληνικό παράγοντα σε βάρος των Οθωμανών. Ο Υπουργός Εξωτερικών Andrassy μιλώντας στις 12 Μαρτίου στο αυτοκρατορικό συμβούλιο, τόνισε ότι η ευρωπαϊκή Τουρκία δεν μπορούσε πλέον να διασωθεί. Και καθώς δεν μπορούσε να αναχαιτίσει τη ρωσική επέκταση, έπρεπε να εγκαταλειφθεί. Ο Andrassy δεν είχε αντίρρηση για την κάθοδο των Βούλγαρων στο Αιγαίο στις ακτές μεταξύ Πόρτο Λάγο και Στρυμόνα. Δεν δεχόταν όμως την παραχώρηση εδαφών στη Βουλγαρία δυτικά του Στρυμόνα και μέχρι τη Βράνια στα βορειοδυτικά, με το επιχείρημα ότι μεγάλες πληθυσμιακές μάζες Ελλήνων και Αλβανών θα υπάγονταν πλέον σε βουλγαρική διοίκηση. Η Αυστρία στην πραγματικότητα ενδιαφερόταν να προασπίσει τα συμφέροντα της, οικονομικά και πολιτικά, προς τη Θεσσαλονίκη. Έτσι ο Andrassy πρότεινε την ίδρυση χωριστής μακεδονικής επαρχίας με ανατολικό όριο τον Στρυμόνα, βόρεια την οροσειρά Σαρ, δυτικά μια αλβανική ηγεμονία και νότια τον ποταμό Αλιάκμονα και το Αιγαίο.
Το Συνέδριο του Βερολίνου (Ιούνιος – Ιούλιος 1878)
Η κατάσταση είχε αρχίσει να περιπλέκεται. Την άνοιξη του 1878 η Αυστρία πρότεινε τη σύγκληση ενός συνεδρίου για τις εξελίξεις στη Βαλκανική. Η πρόταση αυτή έγινε αποδεκτή από τους Βρετανούς. Και ο τσάρος συναίνεσε στη σύγκληση μιας τέτοιας σύσκεψης, με την προϋπόθεση ότι αυτή δεν θα αφορούσε το σύνολο των όρων της Συνθήκης του Αγίου Στεφάνου. Η Βρετανία αντέδρασε άμεσα και τον Ιανουάριο του 1878 ο Υπουργός Εξωτερικών λόρδος Derby είχε ενημερώσει τον Ρώσο πρέσβη στο Λονδίνο κόμη Shuvalov, ότι η χώρα του δεν θα αποδεχόταν συνθήκη που το περιεχόμενό της θα αλλοίωνε το στάτους κβο στα Βαλκάνια. Μάλιστα μια βρετανική ναυτική μοίρα είχε αγκυροβολήσει στα Πρικιπόννησα κοντά στον Βόσπορο.
Ο Γερμανός καγκελάριος Bismarck δήλωσε ότι η χώρα του θα φιλοξενούσε ευχαρίστως μια διάσκεψη για το «Ανατολικό Ζήτημα» , με ανοιχτή ατζέντα για να μην δυσαρεστήσει τον τσάρο Αλέξανδρο. Ο Αλέξανδρος προτίμησε να διαπραγματευτεί απευθείας με τους Βρετανούς μέσω του πρεσβευτή του στο Λονδίνο. Οι δύο πλευρές κατέληξαν σε συμφωνία στις 30 Μαΐου 1878. Σύμφωνα με αυτή, περιοριζόταν η έκταση της Βουλγαρίας, καθώς χωριζόταν σε βόρειο τμήμα (μεταξύ Αίμου και Δούναβη) και νότιο τμήμα (Ανατολική Ρωμυλία). Το βόρειο τμήμα θα είχε πλήρη πολιτική αυτονομία, αλλά θα ήταν φόρου υποτελές στον σουλτάνο. Το νότιο θα είχε απλή διοικητική αυτονομία υπό Χριστιανό διοικητή. Η Μακεδονία και η δυτική Θράκη περιέρχονταν και πάλι στην Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Τα δυτικά σύνορα του βουλγαρικού κράτους θα καθορίζονταν στο επικείμενο συνέδριο με τέτοιον τρόπο ώστε να μην περιληφθούν στα όριά του νέου αλλοεθνείς πληθυσμοί. Οι Ρώσοι δέχτηκαν να αποχωρήσουν από την κοιλάδα του Αλασκέρτ και το Βαγιαζίντ, διατήρησαν όμως το Βατούμ και το Καρς. Στο μεταξύ, οι Βρετανοί αποκρύπτοντας τη συμφωνία με τη Ρωσία, ενημέρωσαν τον Αβδούλ Χαμίτ ότι πρώτιστο μέλημά τους ήταν η διαφύλαξη της ενότητας της οθωμανικής επικράτειας και η αναθεώρηση της Συνθήκης του Αγίου Στεφάνου. Μάλιστα αξίωσαν από τον σουλτάνο την ενοικίαση της Κύπρου και αυτός συμφώνησε, με τον όρο να εισπράττει τα έσοδα από τη φορολογία των κατοίκων της. Η συμφωνία («Σύμβασις της Κωνσταντινούπολης») , υπογράφτηκε στις 4 Ιουλίου 1878 και σφράγισε το μέλλον της Μεγαλονήσου… Η Βρετανία δεν ενημέρωσε ούτε την Αυστρία για την παραπάνω συνθήκη. Οι δυο χώρες συμφώνησαν να εναρμονίσουν τις κινήσεις τους στο επικείμενο συνέδριο για να περιοριστεί εδαφικά η Βουλγαρία και να αποκτήσουν οι Αυστριακοί το δικαίωμα να καταλάβουν τη Βοσνία και τη Ερζεγοβίνη.
Το Συνέδριο ξεκίνησε στο Βερολίνο την 1/ 12 Ιουνίου 1878. Σ’ αυτό πήραν μέρος η Αυστροουγγαρία, η Γαλλία, η Γερμανία, η Ιταλία, η Μεγάλη Βρετανία, η Οθωμανική Αυτοκρατορία και η Ρωσία. Επίσης, αντιπρόσωποι της Ελλάδας, του Μαυροβουνίου, της Ρουμανίας και της Σερβίας, όταν θα συζητούνταν στο Συνέδριο θέματα σχετικά με αυτές.
Την ελληνική αντιπροσωπεία αποτελούσαν ο Υπουργός Εξωτερικών Δηλιγιάννης, οι διπλωμάτες Βράιλας – Αρμένης, Ιωάννης Γεννάδιος, Α. Γ. Σκουζές και Αλέξανδρος Ραγκαβής. Επίσης αρωγοί του Δηλιγιάννη ήταν ο Ηπειρώτης λόγιος Κωνσταντίνος Αραβαντινός και οι εκπρόσωποι των υπόδουλων Ελλήνων Ψυχάρης, Σαρακιώτης και Κρικότσος.
Οι ελληνικές θέσεις παρουσιάστηκαν στο Συνέδριο για πρώτη φορά στις 29 Ιουνίου. Αφορούσαν τη Θεσσαλία, την Ήπειρο, την Κρήτη και ένα τμήμα της Μακεδονίας. Αν και τα επιχειρήματα φάνηκαν λογικά, δεν λήφθηκε καμία απόφαση εξαιτίας του Βρετανού πρωθυπουργού Disraeli που κατηγόρησε τους αντιπροσώπους της χώρας μας ότι είχαν παρεξηγήσει το έργο των συνέδρων, οι οποίοι δεν είχαν συγκεντρωθεί στο Βερολίνο για να διαμελίσουν την επικράτεια του σουλτάνου! Μάλιστα ο Disraeli τόνισε ότι η Ελλάδα δεν είχε λάβει μέρος στον πόλεμο να έχει εδαφικές αξιώσεις. Ξέχασε όμως να πει ότι αυτό έγινε λόγω συνεχών και έντονων πιέσεων του Λονδίνου…
Οι Αυστριακοί και οι Γερμανοί αντέδρασαν στα λεγόμενα του Disraeli, όμως τελικά αποφασίστηκε μόνο η άμεση εφαρμογή του Οργανικού Χάρτη του 1868 για την Κρήτη, κάτι που προέβλεπε και η Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου. Τελικά, έγινε δεκτή και πρόταση του Γάλλου Υπουργού Εξωτερικών με την οποία η Ελλάδα και η Οθωμανική Αυτοκρατορία καλούνταν να χαράξουν εκ νέου την οροθετική γραμμή μεταξύ τους. Η γραμμή αυτή θα ξεκινούσε από την Πηνειό και θα κατέληγε στον Θύαμη (Καλαμά). Έτσι μεγάλο μέρος της Ηπείρου, και τα Ιωάννινα, θα απελευθερωνόταν. Η Ιταλία όμως δεν δεχόταν την παραχώρηση ούτε ενός τμήματος της Ηπείρου στην Ελλάδα! Ακόμα και η Ρωσία δεχόταν να επεκταθούν τα ελληνικά σύνορα ως το Αξιό, όμως η κάθετη άρνηση των Βρετανών δεν επέτρεψε κάτι τέτοιο! Μάλιστα ο τσάρος, ήταν σύμφωνος με την ανασύσταση της «Ελληνικής Αυτοκρατορίας», χωρίς όμως να περιλαμβάνεται σε αυτή η Κωνσταντινούπολη.
Να σημειώσουμε εδώ ότι οι Ρουμάνοι είχαν στείλει λίγο πριν το Συνέδριο ανθρώπους τους στη Θεσσαλία με σκοπό να πείσουν τους Βλάχους να αντιδράσουν, ακόμα και με ένοπλο αγώνα, σε ενδεχόμενη ενσωμάτωση της Θεσσαλίας στην Ελλάδα! Τους υποσχέθηκαν ακόμα πολλές διευκολύνσεις στο πλαίσιο ενός μελλοντικού αλβανοβλαχικού κράτους. Οι Βλάχοι όμως απέρριψαν τις προτάσεις των Ρουμάνων και τους εκδίωξαν, επιμένοντας στην ελληνικότητάς τους.
Στο Συνέδριο του Βερολίνου τελικά εκτός από όσα είχαν συμφωνηθεί μεταξύ Μεγάλης Βρετανίας και Ρωσίας, αναγνωρίστηκε η ανεξαρτησία της Ρουμανίας, της Σερβίας και του Μαυροβουνίου. Όμως μεταξύ των δύο τελευταίων, δημιουργήθηκε μια επαρχία με μουσουλμανικό πληθυσμό, το βιλαέτι του Νόβι – Παζάρ, υπό την κατοχή της Αυστροουγγαρίας, στην οποία αναγνωρίστηκε επίσης το δικαίωμα να διοικεί «προσωρινά» τη Βοσνία και Ερζεγοβίνη. Στη Γαλλία αναγνωρίστηκε το προτεκτοράτο τους Αγίους Τόπους και η διεθνής συναίνεση για την κατάληψη της Τυνησίας. Μεγάλοι κερδισμένοι από το Συνέδριο του Βερολίνου ήταν η Βρετανία και, δευτερευόντως, η Αυστρία. Αντίθετα μεγάλη χαμένη ήταν η Ρωσία, που απώλεσε μεγάλο, μέρος των εδαφικών κερδών της, αν και είχε κερδίσει έναν πόλεμο που της στοίχισε πολύ σε αίμα και χρήμα (το ρούβλι υποτιμήθηκε κατά 40%).
Όσο για την Ελλάδα, με βάση τη Συνθήκη του Βερολίνου, τη Συνδιάσκεψη του Βερολίνου που ακολούθησε σε κατώτερο επίπεδο (3/16 Ιουνίου 1880) και την Πρεσβευτική Συνδιάσκεψη της Κωνσταντινούπολης (Φεβρουάριος 1881) , ενσωμάτωσε τη Θεσσαλία, εκτός από την Ελασσόνα και το γεωγραφικό διαμέρισμα της Άρτας. Με το πώς εντάχθηκαν αυτές οι περιοχές στο ελληνικό κράτος, θα ασχοληθούμε σε μελλοντικό μας άρθρο.
Πηγές: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ, ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΑΘΗΝΩΝ, τ.ΙΓ’
ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΚΩΦΟΣ, «Η ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ ΤΟ ΑΝΑΤΟΛΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ», ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΑΘΗΝΩΝ, 2001.
Δρ Ιωάννης Σ. Παπαφλωράτος, «Η Ιστορία του Ελληνικού Στρατού (Ι1833 – 1949) , τ. Ι, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΣΑΚΚΟΥΛΑ, 2014.
«Τώρα ας υπάγωσιν οι Έλληνες κολυμβώντες εις την Κωνσταντινούπολην».
Βέβαια υπάρχει η άποψη ότι η Ρωσία που «κρυβόταν» πίσω από την ίδρυση της «αχανούς» Βουλγαρικής Ηγεμονίας (163.000 τ.χλμ.) είχε εξαγριωθεί από την αμήχανη στάση της ελληνικής κυβέρνησης, που κήρυξε τον πόλεμο στην Οθωμανική Αυτοκρατορία μόνο όταν οι Ρώσοι βρίσκονταν λίγο έξω από την Κωνσταντινούπολη. Πιθανότερη εκδοχή όμως είναι ότι ο θιασώτης του πανσλαβισμού Ignatiev κινήθηκε ακόμα και εν αγνοία του προϊσταμένου του πρίγκιπα Gorchakov ,για να εξασφαλίσει τα ρωσικά συμφέροντα και τη σταθεροποίηση της χώρας του στην περιοχή των Βαλκανίων.
Οι αντιδράσεις σε Ελλάδα και Ευρώπη για τη Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου
Όπως ήταν αναμενόμενο η Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου προκάλεσε στην Ελλάδα εντονότατες αντιδράσεις. Μάλιστα θεωρήθηκε εθνική καταστροφή ανάλογη με την άλωση της Κωνσταντινούπολης. Υπήρξαν διαβήματα προς τους πρεσβευτές των Μεγάλων Δυνάμεων στην Πόλη, από εκπροσώπους των Ελλήνων της Θράκης, της Μακεδονίας, της Ηπείρου και της Θεσσαλίας. Στη Μακεδονία με πρωτεργάτες τους μητροπολίτες και τους φιλολογικούς συλλόγους συγκεντρώνονταν υπογραφές σε αναφορές για την αντίθεσή των κατοίκων στην ένταξή τους στη Βουλγαρική Ηγεμονία.
Είναι χαρακτηριστικό ότι η Μητρόπολη των Σκοπίων συγκέντρωσε 14.000 υπογραφές σε αναφορά με την οποία όσοι υπάγονταν σ’ αυτή δήλωναν την προσήλωσή τους στον ελληνισμό και διεκδικούσαν καθεστώς αυτονομίας ή ίδρυση ηγεμονίας. Σε πολλές ελληνικές πόλεις διοργανώθηκαν συλλαλητήρια , ενώ ο Επίσκοπος Κίτρους Νικόλαος κήρυξε επανάσταση στο Λιτόχωρο, την οποία κατέπνιξαν οι Οθωμανοί.
Οι ελληνικές αντιδράσεις όμως δεν αρκούσαν, καθώς έπρεπε και οι Μεγάλες Δυνάμεις να αντιταχθούν στη Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου.
Πραγματικά οι όροι της Συνθήκης τις οποίες επέβαλαν οι Ρώσοι στους Οθωμανούς δεν χαροποίησαν καμία από τις άλλες Δυνάμεις. Η Βρετανία θεωρούσε τα σημεία της Συνθήκης που διευκόλυναν την κάθοδο της Ρωσίας στο Αιγαίο, μέσω της Βουλγαρικής Ηγεμονίας, ως απαράδεκτα. Αποτελούσαν απειλή για τη βρετανική παρουσία στην Ινδία, τον Περσικό Κόλπο και το Σουέζ και τροποποιούσαν μονομερώς τα καθεστώς της ναυσιπλοΐας των Στενών. Η Αυστρία θα έχανε τη δυνατότητα να προσαρτήσει μεγάλα τμήματα της Ερζεγοβίνας, θα αποκοπτόταν η οδός προσπέλασής της στη Θεσσαλονίκη καθώς θα υπήρχε παρεμβολή της Βουλγαρικής Ηγεμονίας, αλλά και δύο νέων ανεξάρτητων κρατών, της Σερβίας και του Μαυροβουνίου.
Η Γαλλία και η Ιταλία δεν έκρυβαν ούτε αυτές την αντίθεσή τους στη δημιουργία μεγάλου βουλγαρικού κράτους και στην επακόλουθη δημιουργία ρωσικών ναυτικών βάσεων στο Αιγαίο. Όλες οι χώρες όμως δεν είχαν διάθεση να εμπλακούν σε πολεμικές περιπέτειες.
Το φιλελληνικό ρεύμα στην Ευρώπη
Οι Ευρωπαίοι είχαν αντιληφθεί ότι ο παραδοσιακός ρόλος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ως ανάχωμα του ρωσικού επεκτατισμού είχε τελειώσει. Από τις πρώτες εβδομάδες του Μαρτίου 1878 είχε αρχίσει να επικρατεί όχι μόνο σε πολιτικούς κύκλους αλλά και στον ευρωπαϊκό Τύπο, η ιδέα να υποστηριχθεί ο ελληνισμός ως αντίβαρο της Ρωσίας, αλλά και ως διάδοχος των Οθωμανών, τουλάχιστον στα περισσότερα εδάφη της ευρωπαϊκής Τουρκίας.
Στη Μεγάλη Βρετανία ο φιλελληνισμός άρχισε να αναβιώνει απροσδόκητα. Τεράστια ήταν η συμβολή του Gladstone και των πολιτικών φίλων του, που από τα τέλη ήδη του ρωσοτουρκικού πολέμου με πύρινες ομιλίες τους και άρθρα στον Τύπο, υποστήριζαν τις ελληνικές θέσεις.
Ο Charles Dilke, σημαίνον στέλεχος του φιλελεύθερου Κόμματος και μετέπειτα Υφυπουργός Εξωτερικών στην κυβέρνηση Gladstone,σε ομιλία του στο Λονδίνο στις 15 Ιανουαρίου 1878 διακήρυξε:
«Τι είδους είναι η Ελλάς που δεν περιλαμβάνει τη Λήμνο, τη Λέσβο ή Μυτιλήνη, τη Χίο, τον Όλυμπο, την Όσσα, το Άγιο Όρος; Όχι μόνο το μεγαλύτερο μέρος, αλλά και το πιο ελληνικό μέρος της Ελλάδας παραλείφθηκε από το ελληνικό Βασίλειο. Η Κρήτη και τα νησιά, η ακτή της Θράκης και η ελληνική αποικία της Κωνσταντινούπολης είναι η ελληνική Ελλάς (the Greek Greece)… Πιστεύω στην Ελλάδα, πιστεύω στην τελική αντικατάσταση του τουρκικού κράτους από μια ισχυρή και προοδευτική Ελλάδα… ένα προπύργιο της Δυτικής Ευρώπης στην Ανατολή…!
Αλλά και ο βρετανικός Τύπος τάσσονταν αναφανδόν υπέρ των ελληνικών θέσεων. Ακόμα και κορυφαίες εφημερίδες (“The Times”, “The Manchester Guardian”, “The Scotsman”), ζητούσαν να παραχωρηθούν στην Ελλάδα η Ήπειρος, η Θεσσαλία και τα νησιά του Αιγαίου. Ο G. Duff στο περιοδικό «Nineteenth Century», ζητούσε την αναβίωση της «Ελληνικής Αυτοκρατορίας» με μονάρχη τον Δούκα του Εδιμβούργου. Ο Υπουργός Εξωτερικών λόρδος Derby δήλωνε στις 28 Ιανουαρίου/9 Φεβρουαρίου 1878 στον Έλληνα επιτετραμμένο Γεννάδιο ότι ο διαμελισμός της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ήταν αναπόφευκτος και ίσως επιθυμητός.
Ο Γερμανός πρεσβευτής στο Λονδίνο Munster,επισήμανε ότι άκουγε πολύ συχνά στον περίγυρό του τη φράση «we must play the Greek against the Slav». Ανάλογες φιλελληνικές διαθέσεις παρατηρήθηκαν και στη Γαλλία. Κυριότερος παράγοντας για τη μεταστροφή της γαλλικής κοινής γνώμης ήταν ο πολιτικός Leon Gambetta που με την αρθρογραφία και το κύρος του ασκούσε μεγάλη επιρροή στον πρωθυπουργό Waddington. Ο τελευταίος εγκατέλειψε την πολιτική των ίσων αποστάσεων στα ελληνοτουρκικά ζητήματα. Στις 27 Μαρτίου 1878 πρότεινε ανεπίσημα στη Μεγάλη Βρετανία να περιοριστεί στο μισό η έκταση της Βουλγαρικής Ηγεμονίας της Συνθήκης του Αγίου Στεφάνου, να παραμείνουν υπό οθωμανική διοίκηση τα παράλια του βόρειου Αιγαίου και να δοθούν στην Ελλάδα η Ήπειρος, η Θεσσαλία και «ίσως κάτι ακόμη». Την ίδια περίοδο ο Γάλλος πρεσβευτής στην Κωνσταντινούπολη Fournier συνιστούσε στον σουλτάνο Αβδούλ Χαμίτ να προβεί σε ορισμένες εδαφικές παραχωρήσεις προς τους Έλληνες για να τους δελεάσει και να στραφούν μαζί εναντίον των Σλάβων.
Στην Ιταλία υπήρξε εξ αρχής συμπάθεια στην κοινή γνώμη για τις ελληνικές διεκδικήσεις. Η ιταλική κυβέρνηση έσπευσε να εκμεταλλευτεί το ευνοϊκό αυτό κλίμα για να το μετατρέψει σε στήριξη των ελληνικών διεκδικήσεων. Στα μέσα Μαρτίου έφτασε στη Ρώμη ο πολιτικός Κωνσταντίνος Λομβάρδος που είχε στενές σχέσεις με Ιταλούς πολιτικούς. Συναντήθηκε με τον πρωθυπουργό Depretis και τον διάδοχό του Cairoli που εξέφρασαν την υποστήριξή τους στις ελληνικές θέσεις, χωρίς όμως κάτι το χειροπιαστό. Μόνο η υπόσχεση που δόθηκε εξ ονόματος του βασιλιά Umberto ότι θα υποστηρίξει σε ενδεχόμενο συνέδριο τα ελληνικά αιτήματα, αποτελούσε μια ρητή δέσμευση της ιταλικής πλευράς.
Στη Γερμανία ο Καγκελάριος Bismarck, πίστευε ότι η Ελλάδα θα πρέπει να προσαρτήσει τις ελληνικές επαρχίες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Παρά τη θετική διάθεση όμως, η Γερμανία δεν διακινδύνευε εμπλοκή στις εξελίξεις στην Ανατολή για να υποστηρίξει τις ελληνική διεκδικήσεις.
Τέλος, η Αυστρία επιθυμούσε να αξιοποιήσει τον ελληνικό παράγοντα σε βάρος των Οθωμανών. Ο Υπουργός Εξωτερικών Andrassy μιλώντας στις 12 Μαρτίου στο αυτοκρατορικό συμβούλιο, τόνισε ότι η ευρωπαϊκή Τουρκία δεν μπορούσε πλέον να διασωθεί. Και καθώς δεν μπορούσε να αναχαιτίσει τη ρωσική επέκταση, έπρεπε να εγκαταλειφθεί. Ο Andrassy δεν είχε αντίρρηση για την κάθοδο των Βούλγαρων στο Αιγαίο στις ακτές μεταξύ Πόρτο Λάγο και Στρυμόνα. Δεν δεχόταν όμως την παραχώρηση εδαφών στη Βουλγαρία δυτικά του Στρυμόνα και μέχρι τη Βράνια στα βορειοδυτικά, με το επιχείρημα ότι μεγάλες πληθυσμιακές μάζες Ελλήνων και Αλβανών θα υπάγονταν πλέον σε βουλγαρική διοίκηση. Η Αυστρία στην πραγματικότητα ενδιαφερόταν να προασπίσει τα συμφέροντα της, οικονομικά και πολιτικά, προς τη Θεσσαλονίκη. Έτσι ο Andrassy πρότεινε την ίδρυση χωριστής μακεδονικής επαρχίας με ανατολικό όριο τον Στρυμόνα, βόρεια την οροσειρά Σαρ, δυτικά μια αλβανική ηγεμονία και νότια τον ποταμό Αλιάκμονα και το Αιγαίο.
Το Συνέδριο του Βερολίνου (Ιούνιος – Ιούλιος 1878)
Η κατάσταση είχε αρχίσει να περιπλέκεται. Την άνοιξη του 1878 η Αυστρία πρότεινε τη σύγκληση ενός συνεδρίου για τις εξελίξεις στη Βαλκανική. Η πρόταση αυτή έγινε αποδεκτή από τους Βρετανούς. Και ο τσάρος συναίνεσε στη σύγκληση μιας τέτοιας σύσκεψης, με την προϋπόθεση ότι αυτή δεν θα αφορούσε το σύνολο των όρων της Συνθήκης του Αγίου Στεφάνου. Η Βρετανία αντέδρασε άμεσα και τον Ιανουάριο του 1878 ο Υπουργός Εξωτερικών λόρδος Derby είχε ενημερώσει τον Ρώσο πρέσβη στο Λονδίνο κόμη Shuvalov, ότι η χώρα του δεν θα αποδεχόταν συνθήκη που το περιεχόμενό της θα αλλοίωνε το στάτους κβο στα Βαλκάνια. Μάλιστα μια βρετανική ναυτική μοίρα είχε αγκυροβολήσει στα Πρικιπόννησα κοντά στον Βόσπορο.
Ο Γερμανός καγκελάριος Bismarck δήλωσε ότι η χώρα του θα φιλοξενούσε ευχαρίστως μια διάσκεψη για το «Ανατολικό Ζήτημα» , με ανοιχτή ατζέντα για να μην δυσαρεστήσει τον τσάρο Αλέξανδρο. Ο Αλέξανδρος προτίμησε να διαπραγματευτεί απευθείας με τους Βρετανούς μέσω του πρεσβευτή του στο Λονδίνο. Οι δύο πλευρές κατέληξαν σε συμφωνία στις 30 Μαΐου 1878. Σύμφωνα με αυτή, περιοριζόταν η έκταση της Βουλγαρίας, καθώς χωριζόταν σε βόρειο τμήμα (μεταξύ Αίμου και Δούναβη) και νότιο τμήμα (Ανατολική Ρωμυλία). Το βόρειο τμήμα θα είχε πλήρη πολιτική αυτονομία, αλλά θα ήταν φόρου υποτελές στον σουλτάνο. Το νότιο θα είχε απλή διοικητική αυτονομία υπό Χριστιανό διοικητή. Η Μακεδονία και η δυτική Θράκη περιέρχονταν και πάλι στην Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Τα δυτικά σύνορα του βουλγαρικού κράτους θα καθορίζονταν στο επικείμενο συνέδριο με τέτοιον τρόπο ώστε να μην περιληφθούν στα όριά του νέου αλλοεθνείς πληθυσμοί. Οι Ρώσοι δέχτηκαν να αποχωρήσουν από την κοιλάδα του Αλασκέρτ και το Βαγιαζίντ, διατήρησαν όμως το Βατούμ και το Καρς. Στο μεταξύ, οι Βρετανοί αποκρύπτοντας τη συμφωνία με τη Ρωσία, ενημέρωσαν τον Αβδούλ Χαμίτ ότι πρώτιστο μέλημά τους ήταν η διαφύλαξη της ενότητας της οθωμανικής επικράτειας και η αναθεώρηση της Συνθήκης του Αγίου Στεφάνου. Μάλιστα αξίωσαν από τον σουλτάνο την ενοικίαση της Κύπρου και αυτός συμφώνησε, με τον όρο να εισπράττει τα έσοδα από τη φορολογία των κατοίκων της. Η συμφωνία («Σύμβασις της Κωνσταντινούπολης») , υπογράφτηκε στις 4 Ιουλίου 1878 και σφράγισε το μέλλον της Μεγαλονήσου… Η Βρετανία δεν ενημέρωσε ούτε την Αυστρία για την παραπάνω συνθήκη. Οι δυο χώρες συμφώνησαν να εναρμονίσουν τις κινήσεις τους στο επικείμενο συνέδριο για να περιοριστεί εδαφικά η Βουλγαρία και να αποκτήσουν οι Αυστριακοί το δικαίωμα να καταλάβουν τη Βοσνία και τη Ερζεγοβίνη.
Το Συνέδριο ξεκίνησε στο Βερολίνο την 1/ 12 Ιουνίου 1878. Σ’ αυτό πήραν μέρος η Αυστροουγγαρία, η Γαλλία, η Γερμανία, η Ιταλία, η Μεγάλη Βρετανία, η Οθωμανική Αυτοκρατορία και η Ρωσία. Επίσης, αντιπρόσωποι της Ελλάδας, του Μαυροβουνίου, της Ρουμανίας και της Σερβίας, όταν θα συζητούνταν στο Συνέδριο θέματα σχετικά με αυτές.
Την ελληνική αντιπροσωπεία αποτελούσαν ο Υπουργός Εξωτερικών Δηλιγιάννης, οι διπλωμάτες Βράιλας – Αρμένης, Ιωάννης Γεννάδιος, Α. Γ. Σκουζές και Αλέξανδρος Ραγκαβής. Επίσης αρωγοί του Δηλιγιάννη ήταν ο Ηπειρώτης λόγιος Κωνσταντίνος Αραβαντινός και οι εκπρόσωποι των υπόδουλων Ελλήνων Ψυχάρης, Σαρακιώτης και Κρικότσος.
Οι ελληνικές θέσεις παρουσιάστηκαν στο Συνέδριο για πρώτη φορά στις 29 Ιουνίου. Αφορούσαν τη Θεσσαλία, την Ήπειρο, την Κρήτη και ένα τμήμα της Μακεδονίας. Αν και τα επιχειρήματα φάνηκαν λογικά, δεν λήφθηκε καμία απόφαση εξαιτίας του Βρετανού πρωθυπουργού Disraeli που κατηγόρησε τους αντιπροσώπους της χώρας μας ότι είχαν παρεξηγήσει το έργο των συνέδρων, οι οποίοι δεν είχαν συγκεντρωθεί στο Βερολίνο για να διαμελίσουν την επικράτεια του σουλτάνου! Μάλιστα ο Disraeli τόνισε ότι η Ελλάδα δεν είχε λάβει μέρος στον πόλεμο να έχει εδαφικές αξιώσεις. Ξέχασε όμως να πει ότι αυτό έγινε λόγω συνεχών και έντονων πιέσεων του Λονδίνου…
Οι Αυστριακοί και οι Γερμανοί αντέδρασαν στα λεγόμενα του Disraeli, όμως τελικά αποφασίστηκε μόνο η άμεση εφαρμογή του Οργανικού Χάρτη του 1868 για την Κρήτη, κάτι που προέβλεπε και η Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου. Τελικά, έγινε δεκτή και πρόταση του Γάλλου Υπουργού Εξωτερικών με την οποία η Ελλάδα και η Οθωμανική Αυτοκρατορία καλούνταν να χαράξουν εκ νέου την οροθετική γραμμή μεταξύ τους. Η γραμμή αυτή θα ξεκινούσε από την Πηνειό και θα κατέληγε στον Θύαμη (Καλαμά). Έτσι μεγάλο μέρος της Ηπείρου, και τα Ιωάννινα, θα απελευθερωνόταν. Η Ιταλία όμως δεν δεχόταν την παραχώρηση ούτε ενός τμήματος της Ηπείρου στην Ελλάδα! Ακόμα και η Ρωσία δεχόταν να επεκταθούν τα ελληνικά σύνορα ως το Αξιό, όμως η κάθετη άρνηση των Βρετανών δεν επέτρεψε κάτι τέτοιο! Μάλιστα ο τσάρος, ήταν σύμφωνος με την ανασύσταση της «Ελληνικής Αυτοκρατορίας», χωρίς όμως να περιλαμβάνεται σε αυτή η Κωνσταντινούπολη.
Να σημειώσουμε εδώ ότι οι Ρουμάνοι είχαν στείλει λίγο πριν το Συνέδριο ανθρώπους τους στη Θεσσαλία με σκοπό να πείσουν τους Βλάχους να αντιδράσουν, ακόμα και με ένοπλο αγώνα, σε ενδεχόμενη ενσωμάτωση της Θεσσαλίας στην Ελλάδα! Τους υποσχέθηκαν ακόμα πολλές διευκολύνσεις στο πλαίσιο ενός μελλοντικού αλβανοβλαχικού κράτους. Οι Βλάχοι όμως απέρριψαν τις προτάσεις των Ρουμάνων και τους εκδίωξαν, επιμένοντας στην ελληνικότητάς τους.
Στο Συνέδριο του Βερολίνου τελικά εκτός από όσα είχαν συμφωνηθεί μεταξύ Μεγάλης Βρετανίας και Ρωσίας, αναγνωρίστηκε η ανεξαρτησία της Ρουμανίας, της Σερβίας και του Μαυροβουνίου. Όμως μεταξύ των δύο τελευταίων, δημιουργήθηκε μια επαρχία με μουσουλμανικό πληθυσμό, το βιλαέτι του Νόβι – Παζάρ, υπό την κατοχή της Αυστροουγγαρίας, στην οποία αναγνωρίστηκε επίσης το δικαίωμα να διοικεί «προσωρινά» τη Βοσνία και Ερζεγοβίνη. Στη Γαλλία αναγνωρίστηκε το προτεκτοράτο τους Αγίους Τόπους και η διεθνής συναίνεση για την κατάληψη της Τυνησίας. Μεγάλοι κερδισμένοι από το Συνέδριο του Βερολίνου ήταν η Βρετανία και, δευτερευόντως, η Αυστρία. Αντίθετα μεγάλη χαμένη ήταν η Ρωσία, που απώλεσε μεγάλο, μέρος των εδαφικών κερδών της, αν και είχε κερδίσει έναν πόλεμο που της στοίχισε πολύ σε αίμα και χρήμα (το ρούβλι υποτιμήθηκε κατά 40%).
Όσο για την Ελλάδα, με βάση τη Συνθήκη του Βερολίνου, τη Συνδιάσκεψη του Βερολίνου που ακολούθησε σε κατώτερο επίπεδο (3/16 Ιουνίου 1880) και την Πρεσβευτική Συνδιάσκεψη της Κωνσταντινούπολης (Φεβρουάριος 1881) , ενσωμάτωσε τη Θεσσαλία, εκτός από την Ελασσόνα και το γεωγραφικό διαμέρισμα της Άρτας. Με το πώς εντάχθηκαν αυτές οι περιοχές στο ελληνικό κράτος, θα ασχοληθούμε σε μελλοντικό μας άρθρο.
Πηγές: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ, ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΑΘΗΝΩΝ, τ.ΙΓ’
ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΚΩΦΟΣ, «Η ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ ΤΟ ΑΝΑΤΟΛΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ», ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΑΘΗΝΩΝ, 2001.
Δρ Ιωάννης Σ. Παπαφλωράτος, «Η Ιστορία του Ελληνικού Στρατού (Ι1833 – 1949) , τ. Ι, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΣΑΚΚΟΥΛΑ, 2014.
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Ειδήσεις
Δημοφιλή
Σχολιασμένα