Η ηρωική άμυνα των Ελλήνων και η πτώση της Σφακτηρίας (Απρίλιος 1825)
01.05.2022
09:44
Τα πολεμικά γεγονότα στην Πελοπόννησο την άνοιξη του 1825 - Οι οχυρωμένοι Έλληνες στη Σφακτηρία και η γενναία αντίστασή τους στον Ιμπραήμ - Ο ηρωικός θάνατος των Τσαμαδού, Αναγνωσταρά και του Ιταλού φιλέλληνα Σανταρόζα - Η επική έξοδος από το μπρίκι «Άρης» κατά την πολιορκία της Σφακτηρίας - Οι συνέπειες της ελληνικής ήττας
Την άνοιξη του 1825 έγιναν στη νοτιοδυτική Πελοπόννησο, ιδιαίτερα στην περιοχή της Μεσσηνίας, μια σειρά από πολεμικές συγκρούσεις ανάμεσα στους Έλληνες και τους Τουρκοαιγύπτιους του Ιμπραήμ. Οι Έλληνες προσπαθούσαν να καθηλώσουν τις δυνάμεις του Ιμπραήμ στη Μεσσηνία, να τις συμπιέσουν προς τη θάλασσα και τελικά να τις αναγκάσουν να εγκαταλείψουν τον Μοριά. Από την άλλη μεριά, ο Αιγύπτιος ήθελε να εδραιωθεί στη μεσσηνιακή χερσόνησο, να εξασφαλίσει την επικοινωνία Κορώνης-Μεθώνης και να οχυρώσει το στενό Μεθώνης-Νεοκάστρου (Πύλου).
Έτσι έστρεψε την προσοχή του στο Νεόκαστρο, το ανοχύρωτο και ακατοίκητο Παλαιόκαστρο καθώς και προς το νησί της Σφακτηρίας, καθώς αν τα καταλάμβανε θα αποκτούσε εξαιρετικό λιμάνι και θα έλεγχε την είσοδο πλοίων σε αυτό. Για να εμποδίσουν κάτι τέτοιο, ελληνικές δυνάμεις υπό τον Υπουργό Πολέμου Αναγνωσταρά και τον Υδραίο ναυμάχο Τσαμαδό οχυρώθηκαν στη Σφακτηρία.
Τα πολεμικά γεγονότα στη Μεσσηνία την άνοιξη του 1825
Ο Ιμπραήμ άρχισε να βομβαρδίζει το Νεόκαστρο ενώ έδειξε και τις προθέσεις του να καταλάβει και το Παλαιόκαστρο, για να εμποδίσει τη μεταφορά νερού προς τους πολιορκημένους στο Νεόκαστρο. Με πρωτοβουλία του γιου του Πέτρου Μαυρομιχάλη Ιωάννη (ή Κατσή) ο Μακρυγιάννης που βρισκόταν στους Γαργαλιάνους φρόντισε να οχυρωθεί το Παλαιόκαστρο και να τροφοδοτηθεί με νερό η «παλιοστέρνα» του. Παράλληλα ο ίδιος ταμπουρώθηκε στον βράχο έξω από το Παλαιόκαστρο. Η επίθεση του Ιμπραήμ εναντίον των Ελλήνων εκεί, απέτυχε παταγωδώς. Αφού αποκρούστηκαν οι Τουρκοαιγύπτιοι, οι Έλληνες με τα μαχαίρια τους έσπρωξαν προς το Νεόκαστρο. Ο Ιμπραήμ είχε 70 νεκρούς και πολλούς τραυματίες.
Στις 15 Μαρτίου 1822 δύο φάλαγγες των Αιγυπτίων επιτέθηκαν εναντίον των Ελλήνων. Μια κινήθηκε εναντίον των δυνάμεων που βρίσκονταν υπό τον Χατζηχρήστο κοντά στο Νεόκαστρο και η άλλη εναντίον όσων με αρχηγούς τους Μακεδόνες Αναστάσιο Καρατάσο, Αγγελή Γάτσο και Βλαχομιχάλη είχαν οχυρωθεί στα σπίτια της Σχοινόλακκας.
Ο υπέρμετρος ενθουσιασμός των Ελλήνων στο Νεόκαστρο είχε οδυνηρά αποτελέσματα καθώς εκατόν πενήντα άνδρες έχασαν τη ζωή τους. Ανάμεσά τους και ο ηρωικός Κατσής Μαυρομιχάλης που πέθανε δύο μέρες αργότερα στην Κυπαρισσία από γάγγραινα. Σημαντικές ωστόσο ήταν και οι απώλειες του Ιμπραήμ. Αντίθετα στη Σχοινόλακκα οι ελληνικές δυνάμεις άφησαν τους Τουρκοαιγύπτιους να φτάσουν ανενόχλητοι ως το χωριό.
Τις δυνάμεις του Ιμπραήμ αποτελούσαν 3.000 Αιγύπτιοι με ντουφέκια που έφεραν λόγχη (λογχοφόροι), 1.000 Αλβανοί και 700 Μαμελούκοι ιππείς. Οι Έλληνες που ήταν μόνο 200, όταν οι εχθροί μπήκαν στη Σχοινόλακκα άρχισαν να τους πυροβολούν από παντού. Για περισσότερες από τέσσερις ώρες οι δυνάμεις του Ιμπραήμ επιχειρούσαν λυσσαλέα να εκτοπίσουν τους Έλληνες από τα σπίτια. Το απόγευμα της 16ης Μαρτίου σφοδρή επίθεση υπό τις διαταγές του αρχηγού των Μαμελούκων Ρισβάν μπέη αποκρούστηκε. Τελικά οι Αιγύπτιοι υποχώρησαν αφήνοντας πίσω τους πολλούς νεκρούς και λογχοφόρα όπλα τα οποία ο Καρατάσος τα έστειλε στην Τριπολιτσά.
Ωστόσο λίγες μέρες αργότερα, συγκεκριμένα στις 7 Απριλίου 1822 ο Ιμπραήμ με 3.000 πεζούς, 400 ιππείς και 4 κανόνια εκστράτευσε εναντίον των 3.250 Ελλήνων που βρίσκονταν στο Κρεμμύδι, μεταξύ Μεθώνης και Πύλου. Επικεφαλής των Ελλήνων ήταν ο αρχιστράτηγος των χερσαίων δυνάμεων Κυριάκος Σκούρτης. Επρόκειτο για Υδραίο πλοίαρχο τον οποίο η κυβέρνηση Κουντουριώτη τυφλωμένη από φανατισμό διόρισε σε εντελώς ακατάλληλη θέση.
Έτσι έστρεψε την προσοχή του στο Νεόκαστρο, το ανοχύρωτο και ακατοίκητο Παλαιόκαστρο καθώς και προς το νησί της Σφακτηρίας, καθώς αν τα καταλάμβανε θα αποκτούσε εξαιρετικό λιμάνι και θα έλεγχε την είσοδο πλοίων σε αυτό. Για να εμποδίσουν κάτι τέτοιο, ελληνικές δυνάμεις υπό τον Υπουργό Πολέμου Αναγνωσταρά και τον Υδραίο ναυμάχο Τσαμαδό οχυρώθηκαν στη Σφακτηρία.
Τα πολεμικά γεγονότα στη Μεσσηνία την άνοιξη του 1825
Ο Ιμπραήμ άρχισε να βομβαρδίζει το Νεόκαστρο ενώ έδειξε και τις προθέσεις του να καταλάβει και το Παλαιόκαστρο, για να εμποδίσει τη μεταφορά νερού προς τους πολιορκημένους στο Νεόκαστρο. Με πρωτοβουλία του γιου του Πέτρου Μαυρομιχάλη Ιωάννη (ή Κατσή) ο Μακρυγιάννης που βρισκόταν στους Γαργαλιάνους φρόντισε να οχυρωθεί το Παλαιόκαστρο και να τροφοδοτηθεί με νερό η «παλιοστέρνα» του. Παράλληλα ο ίδιος ταμπουρώθηκε στον βράχο έξω από το Παλαιόκαστρο. Η επίθεση του Ιμπραήμ εναντίον των Ελλήνων εκεί, απέτυχε παταγωδώς. Αφού αποκρούστηκαν οι Τουρκοαιγύπτιοι, οι Έλληνες με τα μαχαίρια τους έσπρωξαν προς το Νεόκαστρο. Ο Ιμπραήμ είχε 70 νεκρούς και πολλούς τραυματίες.
Στις 15 Μαρτίου 1822 δύο φάλαγγες των Αιγυπτίων επιτέθηκαν εναντίον των Ελλήνων. Μια κινήθηκε εναντίον των δυνάμεων που βρίσκονταν υπό τον Χατζηχρήστο κοντά στο Νεόκαστρο και η άλλη εναντίον όσων με αρχηγούς τους Μακεδόνες Αναστάσιο Καρατάσο, Αγγελή Γάτσο και Βλαχομιχάλη είχαν οχυρωθεί στα σπίτια της Σχοινόλακκας.
Ο υπέρμετρος ενθουσιασμός των Ελλήνων στο Νεόκαστρο είχε οδυνηρά αποτελέσματα καθώς εκατόν πενήντα άνδρες έχασαν τη ζωή τους. Ανάμεσά τους και ο ηρωικός Κατσής Μαυρομιχάλης που πέθανε δύο μέρες αργότερα στην Κυπαρισσία από γάγγραινα. Σημαντικές ωστόσο ήταν και οι απώλειες του Ιμπραήμ. Αντίθετα στη Σχοινόλακκα οι ελληνικές δυνάμεις άφησαν τους Τουρκοαιγύπτιους να φτάσουν ανενόχλητοι ως το χωριό.
Τις δυνάμεις του Ιμπραήμ αποτελούσαν 3.000 Αιγύπτιοι με ντουφέκια που έφεραν λόγχη (λογχοφόροι), 1.000 Αλβανοί και 700 Μαμελούκοι ιππείς. Οι Έλληνες που ήταν μόνο 200, όταν οι εχθροί μπήκαν στη Σχοινόλακκα άρχισαν να τους πυροβολούν από παντού. Για περισσότερες από τέσσερις ώρες οι δυνάμεις του Ιμπραήμ επιχειρούσαν λυσσαλέα να εκτοπίσουν τους Έλληνες από τα σπίτια. Το απόγευμα της 16ης Μαρτίου σφοδρή επίθεση υπό τις διαταγές του αρχηγού των Μαμελούκων Ρισβάν μπέη αποκρούστηκε. Τελικά οι Αιγύπτιοι υποχώρησαν αφήνοντας πίσω τους πολλούς νεκρούς και λογχοφόρα όπλα τα οποία ο Καρατάσος τα έστειλε στην Τριπολιτσά.
Ωστόσο λίγες μέρες αργότερα, συγκεκριμένα στις 7 Απριλίου 1822 ο Ιμπραήμ με 3.000 πεζούς, 400 ιππείς και 4 κανόνια εκστράτευσε εναντίον των 3.250 Ελλήνων που βρίσκονταν στο Κρεμμύδι, μεταξύ Μεθώνης και Πύλου. Επικεφαλής των Ελλήνων ήταν ο αρχιστράτηγος των χερσαίων δυνάμεων Κυριάκος Σκούρτης. Επρόκειτο για Υδραίο πλοίαρχο τον οποίο η κυβέρνηση Κουντουριώτη τυφλωμένη από φανατισμό διόρισε σε εντελώς ακατάλληλη θέση.
Στο Κρεμμύδι βρίσκονταν ικανότατοι οπλαρχηγοί (Καραϊσκάκης, Καρατάσος, Μπότσαρης, Τζαβέλας και Χατζηχρήστος) όμως το αδύνατο σημείο της ελληνικής παράταξης ήταν το κέντρο της όπου βρίσκονταν οι άνδρες του Σκούρτη. Ο Υδραίος πλοίαρχος δεν τους άφησε να στήσουν ταμπούρια λέγοντάς τους ότι «ταμπούρια τους είναι τα σπαθιά τους»… Ο Ιμπραήμ δεν έχασε την ευκαιρία και χτύπησε τους Έλληνες στο κέντρο της παράταξής τους διατάσσοντας έφοδο με εφ’ όπλου λόγχη. Η προσπάθεια του Μπότσαρη να βοηθήσει τον Σκούρτη ήταν μάταια. Τελικά οι Έλληνες, ηττημένοι, κατόρθωσαν να διασπάσουν τον εχθρικό κλοιό και να ξεφύγουν αφήνοντας στο πεδίο της μάχης 600 νεκρούς. Επρόκειτο για τη μεγαλύτερη ελληνική ήττα μετά από εκείνη στο Πέτα τον Ιούλιο του 1822.
Την επόμενη μέρα ο Ιταλός φιλέλληνας Ρομέι που υπηρετούσε στον στρατό του Ιμπραήμ ως Συνταγματάρχης του Μηχανικού έστειλε επιστολή στον συμπατριώτη του Rosaroll που βρισκόταν στο Ναύπλιο, στην οποία τόνιζε πόσο σημαντικό ήταν να αποκτήσουν οι Έλληνες όπλα και ξιφολόγχες για να μπορούν να αντιστέκονται στις εφόδους του ιππικού, αλλά και στις συγκρούσεις τους με το πεζικό.Ο Ρομέι αν και υπηρετούσε στον στρατό του Ιμπραήμ ενημέρωνε με κίνδυνο της ζωής του επιτροπή Ζακυνθινών τεκτόνων για τα σχέδια των Αιγυπτίων.
Η πανωλεθρία στο Κρεμμύδι είχε σοβαρές συνέπειες για την Ελληνική Επανάσταση. Τα στρατεύματα σκόρπισαν στα διάφορα χωριά και οι έριδες μεταξύ Ρουμελιωτών και Πελοποννήσιων επέστρεψαν δριμύτερες…
Η πτώση της Σφακτηρίας
Το επόμενο χρονικό διάστημα ο Ιμπραήμ επιχείρησε ανεπιτυχώς να καταλάβει το Παλαιόκαστρο και το Νεόκαστρο. Μάλιστα σε μία επιδρομή του στις 11 Απριλίου αντιμετωπίστηκε με επιτυχία από τους Έλληνες που είχαν επικεφαλής τον Μακρυγιάννη. Σύμφωνα με όσα γράφει ο Μακρυγιάννης, οι Αιγύπτιοι «πέταγαν τις μπαγιονέτες (ξιφολόγχες) καταγή και τους πελέκαγαν οι Έλληνες σαν βόιδια». Τουλάχιστον 370 άνδρες του Ιμπραήμ έπεσαν νεκροί.
Ο Ιμπραήμ αντιλήφθηκε ότι έπρεπε να καταλάβει τη Σφακτηρία καθώς αν πετύχαινε κάτι τέτοιο θα είχε μεγάλο κέρδος. Θα μπορούσε να πλήξει από εκεί ευκολότερα το Παλαιόκαστρο και να το καταλάβει και να φέρει σε πιο δύσκολη θέση τους πολιορκημένους στο Νεόκαστρο. Η πτώση των δύο κάστρων θα του εξασφάλιζε αδιαφιλονίκητη βάση και προγεφύρωμα για εξόρμησή του προς το κέντρο της Πελοποννήσου.
Αλλά βέβαια και οι Έλληνες είχαν καταλάβει τη μεγάλη αξία που είχε πλέον η Σφακτηρία. Μετά από πολεμικό συμβούλιο στο πλοίο «Άρης» του Υδραίου Τσαμαδού αποβιβάστηκαν στο νησί 500 στρατιώτες και ναύτες (800-1.000 σύμφωνα με άλλες πηγές) για να εμποδίζουν τυχόν κατάληψή του από τους Τουρκοαιγυπτίους.
Ας δούμε όμως περισσότερα στοιχεία για τη Σφακτηρία
Η Σφακτηρία είναι νησίδα της Μεσσηνίας στο νότιο Ιόνιο Πέλαγος κοντά στην Πύλο. Έχει μακρόστενο σχήμα και έκταση 3,2 τ.χλμ. Για το όνομά της υπάρχουν διάφορες εκδοχές. Σύμφωνα με την πρώτη, αυτό προέρχεται από το ρήμα σφάζω που σήμαινε και θυσιάζω, επειδή εκεί οι κάτοικοι της Πελοποννήσου τελούσαν θυσίες στον θεό Ποσειδώνα. Κατά τη δεύτερη εκδοχή (Χ. Συμεωνίδης) το όνομά της σημαίνει «μυτερά βράχια» λόγω των απόκρημνων ακτών της. Τέλος κατά την τρίτη εκδοχή (Pape-Benseler) το όνομα Σφακτηρία σημαίνει «νησί της μάχης». Στην αρχαιότητα αλλά και κατά τον 19ο αιώνα ονομαζόταν Σφαγία, ενώ στα χρόνια της Επανάστασης λεγόταν Χελωνάκι. Η Σφακτηρία είναι γνωστή από τα ομηρικά χρόνια. Το 425 π.Χ. στη διάρκεια του Πελοποννησιακού πολέμου υπήρξε θέατρο αιματηρών συγκρούσεων μεταξύ Αθηναίων και Σπαρτιατών.
Στα τέλη Απριλίου 1822 ο Ιμπραήμ αποφάσισε να επιτεθεί στη Σφακτηρία. Σύμφωνα με το σχέδιό του τρεις φρεγάτες, τέσσερις κορβέτες και τριάντα εννιά ακόμα μικρότερα πλοία διατάχθηκαν να βομβαρδίσουν το νησί και να καλύψουν τις αποβάσεις δύο αιγυπτιακών ταγμάτων που θα μεταφέρονταν από την ακτή με μεγάλες βάρκες. Τρεις φρεγάτες θα έκλειναν το λιμάνι του Νεόκαστρου για να εμποδίσουν την έφοδο των ελληνικών πλοίων που βρίσκονταν σε αυτό. Μια δεύτερη μοίρα του αιγυπτιακού στόλου που την αποτελούσαν μεγαλύτερα πλοία θα εξορμούσε εναντίον του ελληνικού στόλου που λοξοδρομούσε κάτω από το νησί Πρώτη. Ταυτόχρονα τα αιγυπτιακά στρατεύματα που βρίσκονταν στην ξηρά, θα έκαναν επίθεση εναντίον του Παλαιόκαστρου.
Δύο κανονιές, το μεσημέρι της Κυριακής 26ης Απριλίου έδωσαν το σύνθημα για τη συντονισμένη επίθεση των Αιγυπτίων εναντίον της Σφακτηρίας και του Νεόκαστρου. Κάτω από τους ήχους των τυμπάνων οι Αιγύπτιοι επιβιβάστηκαν στις βάρκες και κινήθηκαν προς τη Σφακτηρία. Σφοδρά πυρά άρχισαν κι από τις δύο πλευρές. Αρχικά οι Αιγύπτιοι αποκρούστηκαν, σε μισή ώρα όμως, μετά από σφοδρούς κανονιοβολισμούς, μέσα σε πυκνό σύννεφο καπνών, αποβιβάστηκαν στο νησί. Οι περισσότεροι υπερασπιστές του νησιού έχασαν το θάρρος τους και τράπηκαν σε φυγή. Πολλοί σκοτώθηκαν, ενώ όσοι βρίσκονταν στο βόρειο μέρος του νησιού έπεσαν στη θάλασσα και μερικοί κατάφεραν κολυμπώντας να φτάσουν στα οκτώ ελληνικά καράβια που βρίσκονταν στην περιοχή ή στο Παλαιόκαστρο. Ένας από αυτούς ήταν και ο λοστρόμος του «Άρη» Χριστόφορος Καρανικόλας. Αλλά και τα ελληνικά πλοία έστειλαν βάρκες με τις οποίες κατόρθωσαν να διασωθούν αρκετοί υπερασπιστές της Σφακτηρίας.
Όσοι Έλληνες έμειναν στο νησί πολέμησαν γενναία και προξένησαν σημαντική φθορά στους αντιπάλους, επικεφαλής των οποίων ήταν ο Γάλλος Συνταγματάρχης ντε Σεβ που ονομαζόταν πλέον Σουλεϊμάν μπέης και ο γνωστός από την καταστροφή της Κάσου Χουσεΐν μπέης, αλβανικής καταγωγής.
Οι ελληνικές απώλειες ήταν σημαντικές. 350 νεκροί, οι περισσότεροι από τους οποίους ήταν Κρητικοί και Υδραίοι και 200 αιχμάλωτοι. Ανάμεσα στους νεκρούς ήταν ο Υπουργός Στρατιωτικών Αναγνωσταράς (Αναγνώστης Παπαγεωργίου ήταν το πραγματικό του ονοματεπώνυμο), ο Αναστάσιος Τσαμαδός και ο Ιταλός φιλέλληνας Σανταρόζα (Santore di Santarosa) που είχε έρθει στην Ελλάδα στα τέλη του 1824. Τον Νοέμβριο του 1824, λίγο πριν φτάσει στην πατρίδα μας, έγραφε στον φίλο του Γάλλο φιλόσοφο Victor Cousin (1792-1867) τα εξής: «Φίλε μου, την Ελλάδα, την πατρίδα του Σωκράτους, την αγαπώ με έρωτα που έχει μέσα του κάτι το ιερό. Ο ελληνικός λαός, γενναίος, αγαθός που έχει επιζήσει ύστερ’ από ολόκληρους αιώνες δουλείας, είναι αδελφός του δικού μου λαού. Κοινές είναι οι τύχες της Ιταλίας και της Ελλάδας και επειδή δεν μπορώ να κάνω τίποτε για την πατρίδα μου οφείλω ν’ αφιερώσω τα λίγα χρόνια της ακμής που μου μένουν…».
Την τελευταία στιγμή σώθηκε ο Μαυροκορδάτος που με τη βοήθεια δύο στρατιωτών ανέβηκε στο πλοίο «Άρης». Ο Millingen στο έργο του «Memoires of the Affairs of Greece» μάλιστα, γράφει ότι εκείνοι που τον έσωσαν «τον βρήκαν να κείτεται κατάχαμα έχοντας ολότελα χαμένες τις αισθήσεις του». Σύμφωνα με όσα γράφει ο Τζορτζ Φίνλεϊ στην «Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως» στη Σφακτηρία σκοτώθηκε ο υπηρέτης του Μαυροκορδάτου. Πάνω του βρέθηκαν τριακόσιες λίρες εγγλέζικες και επιπλέον, μπόλικα βενετσιάνικα φλουριά.
Τραγικό θάνατο βρήκε ο Αναγνωσταράς. Είχε ταμπουρωθεί σε μια σπηλιά και πυροβολούσε τους Αιγύπτιους που επιχειρούσαν ν’ ανέβουν στη Σφακτηρία. «Μα μια μπάλα κανονιού του τσακίζει το πόδι» (Δ. Φωτιάδης). Προσπάθησαν κάποιοι να τον σώσουν αλλά καθώς ήταν ηλικιωμένος και σωματώδης δεν μπορούσε να μετακινηθεί. «Πήρανε τότε τις δυο μπιστόλες του και το σπαθί του και τον παράτησαν. Φτάνουν οι εχθροί και τον αποτελειώνουν με τις λόγχες τους. Και καθώς κατάλαβαν πως θα ‘ταν κάποιος σημαντικός, του κόβουν το κεφάλι ενώ οι Έλληνες έβλεπον μακρόθεν τους Τούρκους οι οποίοι τον ελιάνιζαν» (Φωτάκος, «Απομνημονεύματα περί της Ελληνικής Επαναστάσεως»).
Υπήρξαν στη Σφακτηρία και απαράμιλλες ενέργειες ηρωισμού. Σύμφωνα με τον Φωτάκο, ένας Κρητικός που ονομαζόταν Γεώργιος Καρζόνας, είχε σημαντική συμβολή στη διάσωση των Ελλήνων που κολύμπησαν από τη Σφακτηρία στο Παλαιόκαστρο.
Σύμφωνα με τον Δημήτρη Φωτιάδη, «τον μεγαλύτερο ηρωισμό πάνω στη Σφακτηρία τον φανέρωσε Στερεοελλαδίτης αγωνιστής, ο Κίρτσαλης. Κλείστηκε σ’ ένα εκκλησάκι στη βορειοανατολική πλευρά του νησιού όπου ο Αναγνωσταράς είχε αποθηκέψει τα πυρομαχικά. Κράτησε, αν κι ολομόναχος για ώρα τους εχθρούς κι όταν είδε πως τον παράταγαν οι δυνάμεις του, τους άφησε να μπουν και βάζοντας φωτιά στο μπαρούτι τινάχθηκε μαζί τους στον αέρα».
Η ηρωική έξοδος του πλοίου «Άρης»
Ο Αναστάσιος Τσαμαδός άφησε πλοίαρχο στο καράβι του (πάρωνα υδραϊκού τύπου) «Άρη» τον Νικόλαο Βότση και αποβιβάστηκε στη Σφακτηρία όπου βρήκε ηρωικό θάνατο. Ο «Άρης» περίμενε τον πλοιοκτήτη του στο κόλπο του Ναβαρίνου. Μόνο όταν έφτασε εκεί η βάρκα που μετέφερε τον Μαυροκορδάτο και την είδηση της καταστροφής, ο Βότσης έδωσε το παράγγελμα της αναχώρησης. Το πλοίο κυκλώθηκε από τον αιγυπτιακό στόλο. Μετά από μεγάλες δυσκολίες τελικά κατάφερε να ξεφύγει ,με πολλές ζημιές βέβαια ,και να φτάσει στην Ύδρα. Ο Μακρυγιάννης γράφει σχετικά: «Σώθηκαν με μεγάλο κίντυνο και μ’ απερίγραπτη γενναιότητα οπουδίεξαν αυτήνοι οι άνθρωποι του καραβιού. Άλλο ήταν να το γλέπει ο άνθρωπος κι άλλο να το λέγει». Μετά την Επανάσταση ο «Άρης» αγοράστηκε από την ελληνική κυβέρνηση, επισκευάστηκε και χρησιμοποιήθηκε ως εκπαιδευτικό σκάφος των ναυτικών σχολών. Το 1921 βυθίστηκε στον Σαρωνικό για ν’ αναπαυτεί για πάντα στον βυθό της θάλασσας...87 χρόνια αργότερα, ένας άλλος Νικόλαος Βότσης, Υδραίος κι αυτός, βύθισε στο οχυρωμένο λιμάνι της Θεσσαλονίκης το τουρκικό θωρηκτό «Φετχί Μπουλέντ» (18 Οκτωβρίου 1912).
Οι συνέπειες της πτώσης της Σφακτηρίας
Η πτώση της Σφακτηρίας είχε οδυνηρές συνέπειες για την Επανάσταση. Στις 29 Απριλίου 1825 ο Ιμπραήμ κατέλαβε το Παλαιόκαστρο, ενώ στη συνέχεια παραδόθηκε και το Νεόκαστρο. Έχοντας πλέον στην κατοχή του την Κορώνη, τη Μεθώνη και το Ναβαρίνο μπορούσε να εξορμήσει ανενόχλητος στο εσωτερικό του Μοριά και να έχει ασφαλείς βάσεις για επικοινωνία με την Κρήτη και την Αλεξάνδρεια.
Πηγές: «ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ», τ. ΙΒ’, ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΑΘΗΝΩΝ
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΦΩΤΙΑΔΗΣ, «Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ 1821», Τόμος Τρίτος, ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ Σ.Ι. ΖΑΧΑΡΟΠΟΥΛΟΣ, 2018
ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΚΟΚΚΙΝΟΣ, «Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ», Τόμος 4, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΜΕΛΙΣΣΑ
ΣΑΡΑΝΤΟΣ Ι. ΚΑΡΓΑΚΟΣ, «Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ 1821», Γ’ ΜΕΡΟΣ
«Ιστορικό Λεξικό ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ 1821», ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΜΑΛΛΙΑΡΗΣ παιδεία, 2021
Την επόμενη μέρα ο Ιταλός φιλέλληνας Ρομέι που υπηρετούσε στον στρατό του Ιμπραήμ ως Συνταγματάρχης του Μηχανικού έστειλε επιστολή στον συμπατριώτη του Rosaroll που βρισκόταν στο Ναύπλιο, στην οποία τόνιζε πόσο σημαντικό ήταν να αποκτήσουν οι Έλληνες όπλα και ξιφολόγχες για να μπορούν να αντιστέκονται στις εφόδους του ιππικού, αλλά και στις συγκρούσεις τους με το πεζικό.Ο Ρομέι αν και υπηρετούσε στον στρατό του Ιμπραήμ ενημέρωνε με κίνδυνο της ζωής του επιτροπή Ζακυνθινών τεκτόνων για τα σχέδια των Αιγυπτίων.
Η πανωλεθρία στο Κρεμμύδι είχε σοβαρές συνέπειες για την Ελληνική Επανάσταση. Τα στρατεύματα σκόρπισαν στα διάφορα χωριά και οι έριδες μεταξύ Ρουμελιωτών και Πελοποννήσιων επέστρεψαν δριμύτερες…
Η πτώση της Σφακτηρίας
Το επόμενο χρονικό διάστημα ο Ιμπραήμ επιχείρησε ανεπιτυχώς να καταλάβει το Παλαιόκαστρο και το Νεόκαστρο. Μάλιστα σε μία επιδρομή του στις 11 Απριλίου αντιμετωπίστηκε με επιτυχία από τους Έλληνες που είχαν επικεφαλής τον Μακρυγιάννη. Σύμφωνα με όσα γράφει ο Μακρυγιάννης, οι Αιγύπτιοι «πέταγαν τις μπαγιονέτες (ξιφολόγχες) καταγή και τους πελέκαγαν οι Έλληνες σαν βόιδια». Τουλάχιστον 370 άνδρες του Ιμπραήμ έπεσαν νεκροί.
Ο Ιμπραήμ αντιλήφθηκε ότι έπρεπε να καταλάβει τη Σφακτηρία καθώς αν πετύχαινε κάτι τέτοιο θα είχε μεγάλο κέρδος. Θα μπορούσε να πλήξει από εκεί ευκολότερα το Παλαιόκαστρο και να το καταλάβει και να φέρει σε πιο δύσκολη θέση τους πολιορκημένους στο Νεόκαστρο. Η πτώση των δύο κάστρων θα του εξασφάλιζε αδιαφιλονίκητη βάση και προγεφύρωμα για εξόρμησή του προς το κέντρο της Πελοποννήσου.
Αλλά βέβαια και οι Έλληνες είχαν καταλάβει τη μεγάλη αξία που είχε πλέον η Σφακτηρία. Μετά από πολεμικό συμβούλιο στο πλοίο «Άρης» του Υδραίου Τσαμαδού αποβιβάστηκαν στο νησί 500 στρατιώτες και ναύτες (800-1.000 σύμφωνα με άλλες πηγές) για να εμποδίζουν τυχόν κατάληψή του από τους Τουρκοαιγυπτίους.
Ας δούμε όμως περισσότερα στοιχεία για τη Σφακτηρία
Η Σφακτηρία είναι νησίδα της Μεσσηνίας στο νότιο Ιόνιο Πέλαγος κοντά στην Πύλο. Έχει μακρόστενο σχήμα και έκταση 3,2 τ.χλμ. Για το όνομά της υπάρχουν διάφορες εκδοχές. Σύμφωνα με την πρώτη, αυτό προέρχεται από το ρήμα σφάζω που σήμαινε και θυσιάζω, επειδή εκεί οι κάτοικοι της Πελοποννήσου τελούσαν θυσίες στον θεό Ποσειδώνα. Κατά τη δεύτερη εκδοχή (Χ. Συμεωνίδης) το όνομά της σημαίνει «μυτερά βράχια» λόγω των απόκρημνων ακτών της. Τέλος κατά την τρίτη εκδοχή (Pape-Benseler) το όνομα Σφακτηρία σημαίνει «νησί της μάχης». Στην αρχαιότητα αλλά και κατά τον 19ο αιώνα ονομαζόταν Σφαγία, ενώ στα χρόνια της Επανάστασης λεγόταν Χελωνάκι. Η Σφακτηρία είναι γνωστή από τα ομηρικά χρόνια. Το 425 π.Χ. στη διάρκεια του Πελοποννησιακού πολέμου υπήρξε θέατρο αιματηρών συγκρούσεων μεταξύ Αθηναίων και Σπαρτιατών.
Στα τέλη Απριλίου 1822 ο Ιμπραήμ αποφάσισε να επιτεθεί στη Σφακτηρία. Σύμφωνα με το σχέδιό του τρεις φρεγάτες, τέσσερις κορβέτες και τριάντα εννιά ακόμα μικρότερα πλοία διατάχθηκαν να βομβαρδίσουν το νησί και να καλύψουν τις αποβάσεις δύο αιγυπτιακών ταγμάτων που θα μεταφέρονταν από την ακτή με μεγάλες βάρκες. Τρεις φρεγάτες θα έκλειναν το λιμάνι του Νεόκαστρου για να εμποδίσουν την έφοδο των ελληνικών πλοίων που βρίσκονταν σε αυτό. Μια δεύτερη μοίρα του αιγυπτιακού στόλου που την αποτελούσαν μεγαλύτερα πλοία θα εξορμούσε εναντίον του ελληνικού στόλου που λοξοδρομούσε κάτω από το νησί Πρώτη. Ταυτόχρονα τα αιγυπτιακά στρατεύματα που βρίσκονταν στην ξηρά, θα έκαναν επίθεση εναντίον του Παλαιόκαστρου.
Δύο κανονιές, το μεσημέρι της Κυριακής 26ης Απριλίου έδωσαν το σύνθημα για τη συντονισμένη επίθεση των Αιγυπτίων εναντίον της Σφακτηρίας και του Νεόκαστρου. Κάτω από τους ήχους των τυμπάνων οι Αιγύπτιοι επιβιβάστηκαν στις βάρκες και κινήθηκαν προς τη Σφακτηρία. Σφοδρά πυρά άρχισαν κι από τις δύο πλευρές. Αρχικά οι Αιγύπτιοι αποκρούστηκαν, σε μισή ώρα όμως, μετά από σφοδρούς κανονιοβολισμούς, μέσα σε πυκνό σύννεφο καπνών, αποβιβάστηκαν στο νησί. Οι περισσότεροι υπερασπιστές του νησιού έχασαν το θάρρος τους και τράπηκαν σε φυγή. Πολλοί σκοτώθηκαν, ενώ όσοι βρίσκονταν στο βόρειο μέρος του νησιού έπεσαν στη θάλασσα και μερικοί κατάφεραν κολυμπώντας να φτάσουν στα οκτώ ελληνικά καράβια που βρίσκονταν στην περιοχή ή στο Παλαιόκαστρο. Ένας από αυτούς ήταν και ο λοστρόμος του «Άρη» Χριστόφορος Καρανικόλας. Αλλά και τα ελληνικά πλοία έστειλαν βάρκες με τις οποίες κατόρθωσαν να διασωθούν αρκετοί υπερασπιστές της Σφακτηρίας.
Όσοι Έλληνες έμειναν στο νησί πολέμησαν γενναία και προξένησαν σημαντική φθορά στους αντιπάλους, επικεφαλής των οποίων ήταν ο Γάλλος Συνταγματάρχης ντε Σεβ που ονομαζόταν πλέον Σουλεϊμάν μπέης και ο γνωστός από την καταστροφή της Κάσου Χουσεΐν μπέης, αλβανικής καταγωγής.
Οι ελληνικές απώλειες ήταν σημαντικές. 350 νεκροί, οι περισσότεροι από τους οποίους ήταν Κρητικοί και Υδραίοι και 200 αιχμάλωτοι. Ανάμεσα στους νεκρούς ήταν ο Υπουργός Στρατιωτικών Αναγνωσταράς (Αναγνώστης Παπαγεωργίου ήταν το πραγματικό του ονοματεπώνυμο), ο Αναστάσιος Τσαμαδός και ο Ιταλός φιλέλληνας Σανταρόζα (Santore di Santarosa) που είχε έρθει στην Ελλάδα στα τέλη του 1824. Τον Νοέμβριο του 1824, λίγο πριν φτάσει στην πατρίδα μας, έγραφε στον φίλο του Γάλλο φιλόσοφο Victor Cousin (1792-1867) τα εξής: «Φίλε μου, την Ελλάδα, την πατρίδα του Σωκράτους, την αγαπώ με έρωτα που έχει μέσα του κάτι το ιερό. Ο ελληνικός λαός, γενναίος, αγαθός που έχει επιζήσει ύστερ’ από ολόκληρους αιώνες δουλείας, είναι αδελφός του δικού μου λαού. Κοινές είναι οι τύχες της Ιταλίας και της Ελλάδας και επειδή δεν μπορώ να κάνω τίποτε για την πατρίδα μου οφείλω ν’ αφιερώσω τα λίγα χρόνια της ακμής που μου μένουν…».
Την τελευταία στιγμή σώθηκε ο Μαυροκορδάτος που με τη βοήθεια δύο στρατιωτών ανέβηκε στο πλοίο «Άρης». Ο Millingen στο έργο του «Memoires of the Affairs of Greece» μάλιστα, γράφει ότι εκείνοι που τον έσωσαν «τον βρήκαν να κείτεται κατάχαμα έχοντας ολότελα χαμένες τις αισθήσεις του». Σύμφωνα με όσα γράφει ο Τζορτζ Φίνλεϊ στην «Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως» στη Σφακτηρία σκοτώθηκε ο υπηρέτης του Μαυροκορδάτου. Πάνω του βρέθηκαν τριακόσιες λίρες εγγλέζικες και επιπλέον, μπόλικα βενετσιάνικα φλουριά.
Τραγικό θάνατο βρήκε ο Αναγνωσταράς. Είχε ταμπουρωθεί σε μια σπηλιά και πυροβολούσε τους Αιγύπτιους που επιχειρούσαν ν’ ανέβουν στη Σφακτηρία. «Μα μια μπάλα κανονιού του τσακίζει το πόδι» (Δ. Φωτιάδης). Προσπάθησαν κάποιοι να τον σώσουν αλλά καθώς ήταν ηλικιωμένος και σωματώδης δεν μπορούσε να μετακινηθεί. «Πήρανε τότε τις δυο μπιστόλες του και το σπαθί του και τον παράτησαν. Φτάνουν οι εχθροί και τον αποτελειώνουν με τις λόγχες τους. Και καθώς κατάλαβαν πως θα ‘ταν κάποιος σημαντικός, του κόβουν το κεφάλι ενώ οι Έλληνες έβλεπον μακρόθεν τους Τούρκους οι οποίοι τον ελιάνιζαν» (Φωτάκος, «Απομνημονεύματα περί της Ελληνικής Επαναστάσεως»).
Υπήρξαν στη Σφακτηρία και απαράμιλλες ενέργειες ηρωισμού. Σύμφωνα με τον Φωτάκο, ένας Κρητικός που ονομαζόταν Γεώργιος Καρζόνας, είχε σημαντική συμβολή στη διάσωση των Ελλήνων που κολύμπησαν από τη Σφακτηρία στο Παλαιόκαστρο.
Σύμφωνα με τον Δημήτρη Φωτιάδη, «τον μεγαλύτερο ηρωισμό πάνω στη Σφακτηρία τον φανέρωσε Στερεοελλαδίτης αγωνιστής, ο Κίρτσαλης. Κλείστηκε σ’ ένα εκκλησάκι στη βορειοανατολική πλευρά του νησιού όπου ο Αναγνωσταράς είχε αποθηκέψει τα πυρομαχικά. Κράτησε, αν κι ολομόναχος για ώρα τους εχθρούς κι όταν είδε πως τον παράταγαν οι δυνάμεις του, τους άφησε να μπουν και βάζοντας φωτιά στο μπαρούτι τινάχθηκε μαζί τους στον αέρα».
Η ηρωική έξοδος του πλοίου «Άρης»
Ο Αναστάσιος Τσαμαδός άφησε πλοίαρχο στο καράβι του (πάρωνα υδραϊκού τύπου) «Άρη» τον Νικόλαο Βότση και αποβιβάστηκε στη Σφακτηρία όπου βρήκε ηρωικό θάνατο. Ο «Άρης» περίμενε τον πλοιοκτήτη του στο κόλπο του Ναβαρίνου. Μόνο όταν έφτασε εκεί η βάρκα που μετέφερε τον Μαυροκορδάτο και την είδηση της καταστροφής, ο Βότσης έδωσε το παράγγελμα της αναχώρησης. Το πλοίο κυκλώθηκε από τον αιγυπτιακό στόλο. Μετά από μεγάλες δυσκολίες τελικά κατάφερε να ξεφύγει ,με πολλές ζημιές βέβαια ,και να φτάσει στην Ύδρα. Ο Μακρυγιάννης γράφει σχετικά: «Σώθηκαν με μεγάλο κίντυνο και μ’ απερίγραπτη γενναιότητα οπουδίεξαν αυτήνοι οι άνθρωποι του καραβιού. Άλλο ήταν να το γλέπει ο άνθρωπος κι άλλο να το λέγει». Μετά την Επανάσταση ο «Άρης» αγοράστηκε από την ελληνική κυβέρνηση, επισκευάστηκε και χρησιμοποιήθηκε ως εκπαιδευτικό σκάφος των ναυτικών σχολών. Το 1921 βυθίστηκε στον Σαρωνικό για ν’ αναπαυτεί για πάντα στον βυθό της θάλασσας...87 χρόνια αργότερα, ένας άλλος Νικόλαος Βότσης, Υδραίος κι αυτός, βύθισε στο οχυρωμένο λιμάνι της Θεσσαλονίκης το τουρκικό θωρηκτό «Φετχί Μπουλέντ» (18 Οκτωβρίου 1912).
Οι συνέπειες της πτώσης της Σφακτηρίας
Η πτώση της Σφακτηρίας είχε οδυνηρές συνέπειες για την Επανάσταση. Στις 29 Απριλίου 1825 ο Ιμπραήμ κατέλαβε το Παλαιόκαστρο, ενώ στη συνέχεια παραδόθηκε και το Νεόκαστρο. Έχοντας πλέον στην κατοχή του την Κορώνη, τη Μεθώνη και το Ναβαρίνο μπορούσε να εξορμήσει ανενόχλητος στο εσωτερικό του Μοριά και να έχει ασφαλείς βάσεις για επικοινωνία με την Κρήτη και την Αλεξάνδρεια.
Πηγές: «ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ», τ. ΙΒ’, ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΑΘΗΝΩΝ
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΦΩΤΙΑΔΗΣ, «Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ 1821», Τόμος Τρίτος, ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ Σ.Ι. ΖΑΧΑΡΟΠΟΥΛΟΣ, 2018
ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΚΟΚΚΙΝΟΣ, «Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ», Τόμος 4, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΜΕΛΙΣΣΑ
ΣΑΡΑΝΤΟΣ Ι. ΚΑΡΓΑΚΟΣ, «Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ 1821», Γ’ ΜΕΡΟΣ
«Ιστορικό Λεξικό ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ 1821», ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΜΑΛΛΙΑΡΗΣ παιδεία, 2021
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr