Η τουρκοκρατία στην Κρήτη και οι Τουρκοκρητικοί
18.07.2022
15:18
Πώς βρέθηκαν οι Μουσουλμάνοι στην Κρήτη; - Εξισλαμισμένοι Χριστιανοί, Άραβες και Αιθίοπες στη Μεγαλόνησο – Τα γεγονότα στην Κρήτη από το 1669 ως το 1913 – Η εξέλιξη του μουσουλμανικού πληθυσμού και η οριστική αναχώρηση των Τουρκοκρητικών – Ήταν πράγματι οι Μουσουλμάνοι πλειοψηφία στην Κρήτη;
Με την οθωμανική κατοχή στην Κρήτη και τους Τουρκοκρητικούς ή Τουρκοκρήτες θα ασχοληθούμε στο σημερινό μας άρθρο. Ως Τουρκοκρητικοί έμειναν γνωστοί οι Μουσουλμάνοι της Κρήτης που έζησαν στη Μεγαλόνησο από το 1669 ως το 1923.
Ο βενετοτουρκικός πόλεμος για την Κρήτη (1645-1669)
Από το 1204 ξεκίνησε στην Κρήτη η Ενετοκρατία. Ήδη από τον Μάιο του 1203 η μεγαλόνησος βρέθηκε στη δίνη των δραματικών εξελίξεων και των ολέθριων συνεπειών της Δ’ Σταυροφορίας. Ο βυζαντινός πρίγκιπας Αλέξιος, γιος του έκπτωτου αυτοκράτορα Ισαάκιου Β’ Άγγελου διαπραγματεύτηκε με τους επικεφαλής της Δ’ Σταυροφορίας για να εξασφαλίσει την αποκατάσταση του πατέρα του στον θρόνο. Ανάμεσα στις πολλές υποσχέσεις του ήταν και η παραχώρηση της Κρήτης στον Βονιφάτιο τον Μομφερατικό. Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης (1204) οι σταυροφόροι αναγνώρισαν στον Βονιφάτιο το δικαίωμα να καταλάβει την Κρήτη. Αυτός όμως μην έχοντας κανένα μέσο για να καταλάβει το νησί και εντελώς άπειρος από ναυτικά θέματα θεώρησε το δώρο αυτό βαρύ και ασύμφορο. Έτσι ο παμπόνηρος Βενετός δόγης Dandolo έπεισε τον Βονιφάτιο να παραχωρήσει το νησί στη Γαληνότατη Δημοκρατία της Βενετίας.
Η συμφωνία υπογράφτηκε στην Αδριανούπολη στις 12 Αυγούστου 1204. Η Κρήτη έγινε βενετική κτήση με αντάλλαγμα το ευτελέστατο ποσό των 1.000 μαρκών αργύρου (περίπου 5.000 χρυσά δουκάτα). Έτσι η Βενετία συμπλήρωνε τις νησιωτικές κτήσεις της και δημιουργούσε μια μεγάλη γέφυρα για το εμπόριό της στην Αίγυπτο και την Ανατολή. Μετά από μια σύντομη κατοχή μέρους της Κρήτης από Γενουάτες (1206-1217) η Βενετία έγινε αδιαφιλονίκητος κυρίαρχός της. Όλα τα χρόνια της ενετοκρατίας η συντριπτική πλειοψηφία των κατοίκων της (97%) ήταν γηγενείς Ελληνορθόδοξοι. Ποτέ στο νησί δεν υπήρχαν περισσότεροι από 10.000 Βενετοί.
Στα μέσα του 17ου αιώνα η Κρήτη ήταν ο τελευταίος προμαχώνας της χριστιανικής Ανατολής. Με αφορμή (πρόφαση καλύτερα…) την κατάληψη από Ιωαννίτες ιππότες ενός τουρκικού πλοίου κοντά στην Κρήτη (1644) ξέσπασε ο μεγάλος ενετοτουρκικός πόλεμος (Ιούνιος 1645). Οι Τούρκοι κατέλαβαν τα Χανιά, το Ρέθυμνο και όλη τη δυτική Κρήτη. Από το 1648 ξεκίνησε η πολιορκία του Χάνδακα (Ηρακλείου). 21 χρόνια αργότερα (!) η πόλη παραδόθηκε στους Τούρκους. Στις 16 Σεπτεμβρίου 1669 υπογράφτηκε η συνθήκη παράδοσης του Χάνδακα και στις 27 του ίδιου μήνα η πόλη είχε εκκενωθεί. Ο τελευταίος Χριστιανός που την εγκατέλειψε ήταν ο Γερμανός αξιωματικός Degenfeld. Λέγεται ότι μόνο δύο γέροντες ιερείς και μία γυναίκα δεν θέλησαν να φύγουν.
Έμειναν ακόμα λίγες οικογένειες Εβραίων. Ο Βενετός αρχιστράτηγος Μοροζίνι φρόντισε με ειδικό όρο της συνθήκης παράδοσης να δοθεί στη Βενετία ολόκληρο το αρχείο του Βασιλείου της Κρήτης. Από τα πέντε πλοία που φορτώθηκαν με το αρχειακό υλικό (έγγραφα και βιβλία), μόνο τρία έφτασαν στη Βενετία. Τα άλλα δύο βούλιαξαν λόγω κακοκαιρίας και έτσι πολύτιμα ιστορικά στοιχεία της ενετοκρατίας στην Κρήτη έμειναν για πάντα στον βυθό της θάλασσας. Η οθωμανική αυτοκρατορία πλήρωσε βαρύτατο τίμημα για την κατάληψη της Κρήτης. Σύμφωνα με τουρκική πηγή από την αρχή της πολιορκίας ως την άλωση του Χάνδακα σκοτώθηκαν 137.116 Τούρκοι (ανάμεσά τους 15 πασάδες, 80 τζορμπατζήδες, 120 τσαούσηδες, ανώτεροι αξιωματικοί δηλαδή και 25.000 γενίτσαροι).
Η Βενετία κατάφερε να διατηρήσει μόνο τρία θαλάσσια φρούρια: της Γραμβούσας, της Σπιναλόγκας και της Σούδας.
Στις 6 Δεκεμβρίου 1691 ο Ναπολιτάνος Καπετάν ντέλα Τζόκα πρόδωσε τους Βενετούς και παρέδωσε το φρούριο της Γραμβούσας στους Τούρκους εισπράττοντας γενναία αμοιβή. Έζησε την υπόλοιπη ζωή του στην Κωνσταντινούπολη έχοντας το παρωνύμιο «Καπετάν Γραμβούσας». Στους Βενετούς έμειναν για λίγα ακόμη χρόνια τα φρούρια της Σπιναλόγκας και της Σούδας. Σ’ αυτά είχαν καταφύγει οικογένειες Κρητικών και μεμονωμένα άτομα για να αποφύγουν την τουρκική δουλεία. Στη Σπιναλόγκα ζούσαν το 1713 σε άθλιες συνθήκες, 582 άτομα και ανάλογος αριθμός Κρητικών είχε καταφύγει στη Σούδα. Κατά τον τουρκοβενετικό πόλεμο του 1714-1715, οι Τούρκοι κατέλαβαν μετά από σύντομη πολιορκία τη Σούδα (τέλη Σεπτεμβρίου 1715) και στις 4 Οκτωβρίου 1715 τη Σπιναλόγκα. Έτσι οι Βενετοί έχασαν κάθε ελπίδα για ανακατάληψη της Κρήτης.
Η τουρκική κατάκτηση διέκοψε οριστικά την κρητική αναγέννηση. Όπως γράφει ο Θεοχάρης Δετοράκης: «Το νησί, που μέσα στο βαθύ σκοτάδι του τουρκοκρατούμενου ελληνισμού ήταν η μοναδική εστία φωτός και ελπίδας, δέχτηκε με τη σειρά του την κοινή μοίρα του έθνους».
Η πρώτη περίοδος της τουρκοκρατίας (1669-1821)
Ο βενετοτουρκικός πόλεμος για την Κρήτη (1645-1669)
Από το 1204 ξεκίνησε στην Κρήτη η Ενετοκρατία. Ήδη από τον Μάιο του 1203 η μεγαλόνησος βρέθηκε στη δίνη των δραματικών εξελίξεων και των ολέθριων συνεπειών της Δ’ Σταυροφορίας. Ο βυζαντινός πρίγκιπας Αλέξιος, γιος του έκπτωτου αυτοκράτορα Ισαάκιου Β’ Άγγελου διαπραγματεύτηκε με τους επικεφαλής της Δ’ Σταυροφορίας για να εξασφαλίσει την αποκατάσταση του πατέρα του στον θρόνο. Ανάμεσα στις πολλές υποσχέσεις του ήταν και η παραχώρηση της Κρήτης στον Βονιφάτιο τον Μομφερατικό. Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης (1204) οι σταυροφόροι αναγνώρισαν στον Βονιφάτιο το δικαίωμα να καταλάβει την Κρήτη. Αυτός όμως μην έχοντας κανένα μέσο για να καταλάβει το νησί και εντελώς άπειρος από ναυτικά θέματα θεώρησε το δώρο αυτό βαρύ και ασύμφορο. Έτσι ο παμπόνηρος Βενετός δόγης Dandolo έπεισε τον Βονιφάτιο να παραχωρήσει το νησί στη Γαληνότατη Δημοκρατία της Βενετίας.
Η συμφωνία υπογράφτηκε στην Αδριανούπολη στις 12 Αυγούστου 1204. Η Κρήτη έγινε βενετική κτήση με αντάλλαγμα το ευτελέστατο ποσό των 1.000 μαρκών αργύρου (περίπου 5.000 χρυσά δουκάτα). Έτσι η Βενετία συμπλήρωνε τις νησιωτικές κτήσεις της και δημιουργούσε μια μεγάλη γέφυρα για το εμπόριό της στην Αίγυπτο και την Ανατολή. Μετά από μια σύντομη κατοχή μέρους της Κρήτης από Γενουάτες (1206-1217) η Βενετία έγινε αδιαφιλονίκητος κυρίαρχός της. Όλα τα χρόνια της ενετοκρατίας η συντριπτική πλειοψηφία των κατοίκων της (97%) ήταν γηγενείς Ελληνορθόδοξοι. Ποτέ στο νησί δεν υπήρχαν περισσότεροι από 10.000 Βενετοί.
Στα μέσα του 17ου αιώνα η Κρήτη ήταν ο τελευταίος προμαχώνας της χριστιανικής Ανατολής. Με αφορμή (πρόφαση καλύτερα…) την κατάληψη από Ιωαννίτες ιππότες ενός τουρκικού πλοίου κοντά στην Κρήτη (1644) ξέσπασε ο μεγάλος ενετοτουρκικός πόλεμος (Ιούνιος 1645). Οι Τούρκοι κατέλαβαν τα Χανιά, το Ρέθυμνο και όλη τη δυτική Κρήτη. Από το 1648 ξεκίνησε η πολιορκία του Χάνδακα (Ηρακλείου). 21 χρόνια αργότερα (!) η πόλη παραδόθηκε στους Τούρκους. Στις 16 Σεπτεμβρίου 1669 υπογράφτηκε η συνθήκη παράδοσης του Χάνδακα και στις 27 του ίδιου μήνα η πόλη είχε εκκενωθεί. Ο τελευταίος Χριστιανός που την εγκατέλειψε ήταν ο Γερμανός αξιωματικός Degenfeld. Λέγεται ότι μόνο δύο γέροντες ιερείς και μία γυναίκα δεν θέλησαν να φύγουν.
Έμειναν ακόμα λίγες οικογένειες Εβραίων. Ο Βενετός αρχιστράτηγος Μοροζίνι φρόντισε με ειδικό όρο της συνθήκης παράδοσης να δοθεί στη Βενετία ολόκληρο το αρχείο του Βασιλείου της Κρήτης. Από τα πέντε πλοία που φορτώθηκαν με το αρχειακό υλικό (έγγραφα και βιβλία), μόνο τρία έφτασαν στη Βενετία. Τα άλλα δύο βούλιαξαν λόγω κακοκαιρίας και έτσι πολύτιμα ιστορικά στοιχεία της ενετοκρατίας στην Κρήτη έμειναν για πάντα στον βυθό της θάλασσας. Η οθωμανική αυτοκρατορία πλήρωσε βαρύτατο τίμημα για την κατάληψη της Κρήτης. Σύμφωνα με τουρκική πηγή από την αρχή της πολιορκίας ως την άλωση του Χάνδακα σκοτώθηκαν 137.116 Τούρκοι (ανάμεσά τους 15 πασάδες, 80 τζορμπατζήδες, 120 τσαούσηδες, ανώτεροι αξιωματικοί δηλαδή και 25.000 γενίτσαροι).
Η Βενετία κατάφερε να διατηρήσει μόνο τρία θαλάσσια φρούρια: της Γραμβούσας, της Σπιναλόγκας και της Σούδας.
Στις 6 Δεκεμβρίου 1691 ο Ναπολιτάνος Καπετάν ντέλα Τζόκα πρόδωσε τους Βενετούς και παρέδωσε το φρούριο της Γραμβούσας στους Τούρκους εισπράττοντας γενναία αμοιβή. Έζησε την υπόλοιπη ζωή του στην Κωνσταντινούπολη έχοντας το παρωνύμιο «Καπετάν Γραμβούσας». Στους Βενετούς έμειναν για λίγα ακόμη χρόνια τα φρούρια της Σπιναλόγκας και της Σούδας. Σ’ αυτά είχαν καταφύγει οικογένειες Κρητικών και μεμονωμένα άτομα για να αποφύγουν την τουρκική δουλεία. Στη Σπιναλόγκα ζούσαν το 1713 σε άθλιες συνθήκες, 582 άτομα και ανάλογος αριθμός Κρητικών είχε καταφύγει στη Σούδα. Κατά τον τουρκοβενετικό πόλεμο του 1714-1715, οι Τούρκοι κατέλαβαν μετά από σύντομη πολιορκία τη Σούδα (τέλη Σεπτεμβρίου 1715) και στις 4 Οκτωβρίου 1715 τη Σπιναλόγκα. Έτσι οι Βενετοί έχασαν κάθε ελπίδα για ανακατάληψη της Κρήτης.
Η τουρκική κατάκτηση διέκοψε οριστικά την κρητική αναγέννηση. Όπως γράφει ο Θεοχάρης Δετοράκης: «Το νησί, που μέσα στο βαθύ σκοτάδι του τουρκοκρατούμενου ελληνισμού ήταν η μοναδική εστία φωτός και ελπίδας, δέχτηκε με τη σειρά του την κοινή μοίρα του έθνους».
Η πρώτη περίοδος της τουρκοκρατίας (1669-1821)
Ως τον βενετοτουρκικό πόλεμο δεν υπήρχαν Μουσουλμάνοι στην Κρήτη. Ήδη κατά τη διάρκεια του πολέμου υπήρξαν αθρόοι εξισλαμισμοί. Μετά την παγίωση της τουρκικής κατοχής όμως, το φαινόμενο πήρε ανεξέλεγκτες διαστάσεις. Υπήρχαν δύο ειδών εξισλαμισμοί: οι ατομικοί και οι ομαδικοί. Στην πρώτη περίπτωση μεμονωμένα άτομα με μειωμένη εθνική και θρησκευτική συνείδηση για να διατηρήσουν την περιουσία και τα προνόμιά τους γίνονταν Μουσουλμάνοι με τη θέληση τους. Στους ατομικούς εξισλαμισμούς εντάσσονταν και οι μεικτοί γάμοι. Οι Μουσουλμάνοι έπαιρναν για συζύγους τους Χριστιανές, ντόπιες, αν και οι μεικτοί γάμοι επίσημα, απαγορεύονταν. Κανονικά με τον γάμο η γυναίκα έπρεπε να ασπαστεί τον ισλαμισμό. Σε αντίθετη περίπτωση ο γάμος διαλυόταν αυτόματα. Όμως έχει εξακριβωθεί ότι πολλοί Τούρκοι επέτρεπαν στις γυναίκες τους να παραμείνουν Χριστιανές. Σοβαρότερο κοινωνικό και εθνικό πρόβλημα δημιουργήθηκε με τους μαζικούς εξισλαμισμούς.
Ολόκληρα χωριά ,συχνά μαζί με τον ιερέα τους άλλαζαν πίστη. Αυτό έγινε κυρίως στις περιοχές Σελίνου και Μονοφατσίου. Υπάρχουν βέβαια και ενδείξεις για ομαδική αναγκαστική εξωμοσία. Ο περιηγητής Tournefort δίνει την πληροφορία ότι πάνω από 60.000 Κρητικοί είχαν εξισλαμισθεί ως το 1699, τριάντα χρόνια μόλις μετά την άλωση του Χάνδακα. Έτσι από τους εξισλαμισμούς, τους μεικτούς γάμους, τις ομαδικές εξωμοσίες και την αλλαγή θρησκείας για διατήρηση αξιωμάτων (από Ενετοκρήτες) ή περιουσιών, δημιουργήθηκε ένας νέος πληθυσμός, κρητικός στην καταγωγή, τα ήθη και τη γλώσσα, αλλά μουσουλμανικός στο θρήσκευμα. Αυτοί ήταν οι Τουρκοκρητικοί ή Τουρκοκρήτες.
Είχαν κρητική συνείδηση, αγαπούσαν με πάθος την πατρίδα τους και τηρούσαν τις παραδόσεις τους. Είναι χαρακτηριστικό ότι αν και Μουσουλμάνοι έτρωγαν χοιρινό κρέας και έπιναν κρασί! Βασική γλώσσα τους ήταν η ελληνική και δεύτερη η τουρκική, την οποία μάλιστα πολλοί γνώριζαν ελάχιστα ή καθόλου. Και όμως αυτοί οι Τουρκοκρητικοί πολλές φορές αποδείχθηκαν αγριότεροι και σκληρότεροι από τους γνήσιους Μουσουλμάνους. Ο όρος «Τουρκοκρητικός» ίσως δεν είναι απόλυτα σωστός. Κατά τον Κωνσταντίνο Γ. Φουρναράκη, ο «στρατός της κατοχής κατά την υπό των Τούρκων άλωσιν της Κρήτης απετελείτο εκ διαφόρων Μουσουλμανικών λαών της οθωμανικής αυτοκρατορίας, ήτοι Τούρκων, Αράβων, Αιγυπτίων, Τυνησίων, Αλγερίων, Αλβανών και άλλων λαών της Βαλκανικής και της Μικράς Ασίας». Όλοι αυτοί παρέμειναν στο νησί μετά την κατάληψη του εκτός από τους Αλγερινούς που έφυγαν. Κατά τον Νίκο Ανδριώτη, τον 18ο αιώνα στο νησί εγκαταστάθηκαν στην Κρήτη Αιθίοπες και μετά το 1830 Άραβες και Αιγύπτιοι. Αυτό έγινε πιθανότατα στο πλαίσιο σχεδίου αλλοίωσης της πληθυσμιακής αναλογίας του νησιού, μεταξύ Χριστιανών και Μουσουλμάνων.
Οι τελευταίοι Μουσουλμάνοι που εγκαταστάθηκαν στην Κρήτη προέρχονταν από τη Βεγγάζη (της σημερινής Λιβύης) και έφτασαν εκεί στα τέλη του 19ου αιώνα μετά από ένα φοβερό λιμό που ξέσπασε στην περιοχή τους. Όπως θα δούμε όλοι αυτοί οι Μουσουλμάνοι της Κρήτης έφυγαν από τη μεγαλόνησο, με τους τελευταίους να αποχωρούν το 1923.
Και στην Κρήτη υπήρξαν οι λεγόμενοι κρυπτοχριστιανοί οι οποίοι δέχθηκαν φανερά τον ισλαμισμό αλλά διατήρησαν κρυφά τη χριστιανική τους πίστη και έμειναν γνωστοί ως λινοβάμβακοι ή κρυφοί. Γνωστότεροι απ’ αυτούς ήταν οι Κουρμούληδες που αλλαξοπίστησαν ,φανερά τουλάχιστον, το 1680. Μόλις όμως κηρύχτηκε η Επανάσταση του 1821 αποκάλυψαν την πραγματική τους πίστη και προσέφεραν μεγάλες υπηρεσίες στον Αγώνα.
Οι αθρόοι εξισλαμισμοί των πρώτων χρόνων μετά την τουρκική κατάκτηση της Κρήτης μείωσαν κατά πολύ τον χριστιανικό πληθυσμό στην ύπαιθρο. Δεν υπάρχουν ακριβή στατιστικά στοιχεία, ωστόσο μπορούν να γίνουν κάποιες εκτιμήσεις από τις κατά καιρούς απογραφές των Οθωμανών, καθώς οι αναφορές των ξένων περιηγητών είναι αναξιόπιστες.
Το 1671 οι Χριστιανοί στους σημερινούς νομούς Ηρακλείου και Λασιθίου και την περιοχή του Μυλοποτάμου ήταν περίπου 65.000. Το 1687 ο Άγγλος περιηγητής Randoff αναφέρει κάτι μάλλον απίθανο, ότι ολόκληρη η Κρήτη είχε 80.000 κατοίκους, 50.000 Χριστιανούς και 30.000 Μουσουλμάνους. Ο Γάλλος περιηγητής L. Pitton de Tournefort μας δίνει πιο αξιόπιστα στοιχεία (τέλη 17ου αιώνα).
Στα Χανιά ζούσαν 2.000 Έλληνες, 1.500 Τούρκοι, 12 Γάλλοι έμποροι και 2 Καπουτσίνοι μοναχοί. Στον Χάνδακα (Ηράκλειο) κατοικούσαν 2.000 Τούρκοι, 800 Έλληνες και 1.000 Εβραίοι. Στις αρχές του 18ου αιώνα σύμφωνα με τουρκικές πηγές οι Χριστιανοί της Κρήτης ήταν περίπου 200.000. Το 1730 σύμφωνα με τους περιηγητές η Κρήτη ήταν ακόμα αραιοκατοικημένη. Στο τέλος του 18ου αιώνα, πάντα σύμφωνα με ξένους περιηγητές, η Κρήτη είχε 350.000 κατοίκους, 200.000 Χριστιανούς και 150.000 Μουσουλμάνους. Γράφει σχετικά ο Θ. Δετοράκης: «Το φαινόμενο αυτό (δηλ. της παρουσίας σχεδόν ίδιου αριθμού Χριστιανών και Μουσουλμάνων) που δεν παρατηρείται σε καμία άλλη περιοχή του ελληνικού χώρου, προσδιορίζει αποφασιστικά τη μορφή της ζωής και τις αφόρητες συνθήκες κάτω από τις οποίες προσπαθεί να επιβιώσεις ο χριστιανικός πληθυσμός». Τέλος σύμφωνα με ελληνικές πηγές πριν την Επανάσταση του 1821 ζούσαν στην Κρήτη 113.320 Χριστιανοί και 99.764 Μουσουλμάνοι.
Γενίτσαροι και Χαΐνηδες
Ιδιαίτερη αναφορά θα κάνουμε στους γενίτσαρους της Κρήτης καθώς καμία άλλη περιοχή του ελληνικού χώρου εκτός ίσως από τη Μακεδονία, δεν αντιμετώπισε τόσα προβλήματα από τη δράση τους. Τόσο οι «σουλτανικοί» γενίτσαροι όσο και οι ντόπιοι, οι «γερλήδες» δεν υπάκουαν σε κανέναν νόμο και δεν ανέχονταν κανένα περιορισμό. Περιφρονούσαν και καταπατούσαν ακόμα και τα σουλτανικά διατάγματα ενώ συχνά απειλούσαν και τη ζωή των πασάδων. Το 1690 έσφαξαν τον πασά Χανίων Σουλφικάρ και έριξαν το πτώμα του στα σκυλιά επειδή προσπάθησε να περιορίσει τη δράση τους. Μετά το 1750 και ιδιαίτερα έπειτα από την αποτυχία της επανάστασης του Δασκαλογιάννη (1770) η κατάσταση έγινε ακόμα χειρότερη για τους Χριστιανούς. Ορισμένοι γενίτσαροι στα τέλη του 18ου και τις αρχές του 19ου αιώνα υπήρξαν διαβόητοι για τα κακουργήματά τους: Ο Αληδάκης στα Χανιά, ο Αρίφ Αγάς στο Ρέθυμνο, ο Μπεντρή Εφέντης και ο Χάνιαλης στο Ηράκλειο και ο Μεμέτ Αγάς (Μεμέτακας) ήταν μερικοί από αυτούς.
Η Υψηλή Πύλη προσπάθησε πολλές φορές ανεπιτυχώς να καταστείλει τη δράση τους. Όμως το 1812 ο απεσταλμένος της στην Κρήτη Χατζή Οσμάν πασάς πέτυχε να εξολοθρεύσει πολλούς γενίτσαρους με απαγχονισμό. Έλαβε μάλιστα το προσωνύμιο «Πνιγάρης». Για τον Χατζή Οσμάν πασά δημιουργήθηκε ένας θρύλος: ότι ήταν κρυπτοχριστιανός αρχιμανδρίτης του Πατριαρχείου που ονομαζόταν Βασίλειος, ο οποίος μάλιστα πριν τη σφαγή 500 αγάδων και μπέηδων στα φρούρια της Κρήτης το 1813, παρακολούθησε τη Θεία Λειτουργία στα υπόγεια του σαραγιού του στα Χανιά και κοινώνησε από τα χέρια ενός έντρομου Κρητικού ιερέα. Μάλιστα οι Τούρκοι του Ρεθύμνου αποκαλούσαν τον Χατζή Οσμάν «Παπαγιάννη»! Ανάλογη στάση απέναντι στους γενίτσαρους είχε και ο διάδοχος του Χατζή Οσμάν, ο γνωστός μας από την ελληνική Επανάσταση Κιουταχής , που εξόντωσε πολλούς από αυτούς το 1815-16.
Από τα πρώτα κιόλας χρόνια της τουρκικής εισβολής, πολλοί νέοι Κρητικοί κατέφυγαν στα βουνά, απ’ όπου με νυχτερινές επιδρομές προξενούσαν προβλήματα στους Οθωμανούς. Αυτοί είναι γνωστοί ως «χαΐνηδες» (όνομα που έχει το γνωστό μουσικό συγκρότημα σήμερα), από τη λέξη hain που σημαίνει προδότης, αχάριστος κλπ. Ο αριθμός των χαΐνηδων αυξήθηκε μετά την οριστική υποταγή της Κρήτης.
Πρόκειται για ανάλογο φαινόμενο με τους κλέφτες της ηπειρωτικής Ελλάδας. Μετά το 1669 οι χαΐνηδες κατέφυγαν στα απόρθητα φρούρια της Γραμβούσας, της Σούδας και της Σπιναλόγκας. Μετά το 1715 και την άλωση των φρουρίων, βρήκαν καταφύγιο στα βουνά και τα μοναστήρια. Οι τουρκικές Αρχές προσπάθησαν με κάθε τρόπο να καταστείλουν τη δράση αυτών των επικίνδυνων «κακούργων», όπως τους έλεγαν. Επιχείρησαν μάλιστα να εφαρμόσουν και στην Κρήτη τον θεσμό των αρματολών, κάτι που έγινε για λίγα χρόνια όπως προκύπτει από τουρκικό έγγραφο του 1689 (;) με τα ονόματα των αρματολών της Σητείας. Ωστόσο οι Οθωμανοί μην έχοντας εμπιστοσύνη στους Κρητικούς, προτίμησαν να οργανώσουν καταδιωκτικά αποσπάσματα από Μουσουλμάνους (cete). Παράλληλα έθεσαν σε εφαρμογή σχέδιο γενικού εκφοβισμού και καθιστούσαν τους Χριστιανούς κατοίκους των επαρχιών συνυπεύθυνους για τη δράση των χαΐνηδων. Στο μεταξύ, όταν συλλαμβάνονταν οι χαΐνηδες βασανίζονταν και θανατώνονταν με φρικιαστικό τρόπο στο τσιγκέλι, το οποίο είδε και σχεδίασε ο Tournefort το 1699. Η δράση των χαΐνηδων μετά την κατάληψη της Σούδας και της Σπιναλόγκας το 1715 τερματίστηκε.
Η πληθυσμιακή εξέλιξη της Κρήτης τον 19ο αιώνα
Η Κρήτη εξεγέρθηκε το 1821, αλλά παρά τις σποραδικές ελληνικές επιτυχίες η μεγαλόνησος δεν μπόρεσε να ελευθερωθεί. Με το Πρωτόκολλο του Λονδίνου η Κρήτη παραχωρήθηκε στον αντιβασιλέα της Αιγύπτου Μοχάμεντ Άλι (Μεχμέτ Αλή πασά), ως αντάλλαγμα των υπηρεσιών που πρόσφερε στον σουλτάνο κατά τη διάρκεια της Επανάστασης του 1821. Η αιγυπτιακή διοίκηση αντιμετώπισε φαινομενικά ισότιμα Χριστιανούς και Μουσουλμάνους. Πολλοί Μουσουλμάνοι που δεν μπορούσαν να δεχτούν το νέο καθεστώς καθώς ήταν συνηθισμένοι σε βιαιοπραγίες έφυγαν από την Κρήτη. Πούλησαν τα υπάρχοντά τους και μετανάστευσαν στη Μικρά Ασία. Αλλά και πολλοί Κρητικοί εγκαταστάθηκαν στην ελεύθερη Ελλάδα.
Το 1840 η Κρήτη πέρασε ξανά σε οθωμανική κυριαρχία. Από το 1841 ως το 1866 υπήρχε σχετική ηρεμία στο νησί. Στη συνέχεια ως το 1898 ακολούθησαν μια σειρά από επαναστάσεις (1866-1869, 1878, 1889) με τις οποίες ο κρητικός λαός εξέφραζε τον πόθο για ελευθερία και ένωση με την Ελλάδα. Έπειτα από τη μεγάλη σφαγή του Ηρακλείου (25 Αυγούστου 1898) και τη δολοφονία από Μουσουλμάνους εκατοντάδων άμαχων Χριστιανών, 17 Άγγλων στρατιωτών και του πρόξενου της Αγγλίας στο νησί Λ. Καλοκαιρινού, ισχυρή μοίρα του βρετανικού στόλου υπό το ναύαρχο Νόελ κατέπλευσε στο νησί και υποχρέωσε τους Τούρκους να εγκαταλείψουν την Κρήτη.
Στις 2 Νοεμβρίου 1898 και οι τελευταίοι Τούρκοι στρατιώτες εγκατέλειψαν οριστικά την Κρήτη. Στις 2 Δεκεμβρίου 1898 ο Ύπατος Αρμοστής Γεώργιος αποβιβάστηκε στη Σούδα. Η μακραίωνη περίοδος της δουλείας έλαβε τέλος. Ο επίσκοπος Πέτρας Τίτος έγραφε σε επιστολή του τον Ιανουάριο του 1899: «… δυνάμεθα και ημείς οι Κρήτες να ονομάσωμεν εαυτούς με το γλυκύτατον όνομα ελευθέρους».
Α; δούμε πως διαμορφώθηκε ο πληθυσμός της Κρήτης τον 19ο αιώνα και ποια ήταν η «αναλογία» Χριστιανών – Μουσουλμάνων. Πριν το 1821 ο πληθυσμός της Κρήτης υπολογίζεται σε 213. 000. Το 1832-33 σε απογραφή των Αιγυπτίων, «έπεσε» στις 129. 000. Τα στοιχεία διέσωσε ο Άγγλος περιηγητής R. Pashley. Στην ύπαιθρο καταγράφηκαν περίπου 108. 000 άτομα: 81. 000 Χριστιανοί και 27. 000 Μουσουλμάνοι. Αν σ’ αυτούς προστεθούν και οι κάτοικοι του Ηρακλείου (12.000), των Χανίων (5.800) και του Ρεθύμνου (3.200), φτάνουμε στις 129. 000. Στην απογραφή που διενήργησε το 1858 ο Βελή πασάς, ο πληθυσμός της Κρήτης είχε διπλασιασθεί φτάνοντας τις 278. 908. Από αυτούς 215. 863 ήταν Χριστιανοί, 62. 138 Μουσουλμάνοι και 907 Εβραίοι.
Στη διάρκεια της επανάστασης του 1866-1869 ο πληθυσμός της Κρήτης μειώθηκε, καθώς 30. 000 έχασαν τη ζωή τους ή έφυγαν απ’ το νησί. Όμως στην απογραφή του 1881 ο πληθυσμός της Κρήτης ήταν στα επίπεδα του 1858. Συγκεκριμένα έφτανε τις 276. 208, από τους οποίους 202. 934 ήταν Χριστιανοί, 72. 353 Μουσουλμάνοι, 253 Καθολικοί, 13 Διαμαρτυρόμενοι, 647 Εβραίοι και 8 Αρμένιοι. Αν και η Κρήτη βρισκόταν υπό οθωμανική κυριαρχία υπήρξε ανατροπή της αναλογίας του χριστιανικού προς το μουσουλμανικό στοιχείο. Έτσι ενώ πριν το 1821 η αναλογία ήταν σχεδόν 1:1, το 1881 έφτασε το 3:1 υπέρ των Χριστιανών.
Η ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα (1913)
Και τα χρόνια της αρμοστείας όμως ήταν ταραγμένα στην Κρήτη με κορυφαία γεγονότα την επανάσταση του Θερίσου (1905) και την ανάδειξη του Ελευθέριου Βενιζέλου ως ηγετικής φυσιογνωμίας. Η ευτυχής έκβαση των Βαλκανικών Πολέμων έφερε και την πολυπόθητη λύση στο «Κρητικό Ζήτημα». Με το άρθρο 4 της Συνθήκης του Λονδίνου (30 Μαΐου 1913) ο σουλτάνος παραιτήθηκε από όλα τα δικαιώματά του στην Κρήτη την οποία παραχωρούσε στις Μεγάλες Δυνάμεις.
Με τη Συνθήκη της 1ης Νοεμβρίου 1913 μεταξύ Ελλάδας και οθωμανικής αυτοκρατορίας, ο σουλτάνος παραιτήθηκε από κάθε δικαίωμα επικυριαρχίας στην Κρήτη. Την 1η Δεκεμβρίου 1913 έγινε η επίσημη ανακήρυξη της ένωσης της ένωσης της Κρήτης με την Ελλάδα. 267 χρόνια, 7 μήνες και 7 μέρες αγωνίας αποτελούσαν πλέον θλιβερή ανάμνηση…
Στη Συνθήκη της Λωζάνης προβλεπόταν και η ανταλλαγή πληθυσμών. Το 1911 ζούσαν στην Κρήτη 27. 852 Μουσουλμάνοι (8, 3% του πληθυσμού της) και το 1920 22. 999 (6, 6% του πληθυσμού). Οι τελευταίου Τουρκοκρητικοί εγκατέλειψαν τη μεγαλόνησο το 1923. Στην Κρήτη εγκαταστάθηκαν, σε σπίτια Μουσουλμάνων, 8. 270 οικογένειες προσφύγων, 33. 900 άτομα. Οι απόγονοι των Τουρκοκρητικών σήμερα ζουν στα δυτικά παράλια της Τουρκίας, στην Αίγυπτο, στη Λιβύη και τη Μέση Ανατολή. Ξεχωριστή περίπτωση είναι η πόλη Χαμιντιέ της Συρίας, κοντά στα σύνορα με τον Λίβανο. Από τους 8. 000 κατοίκους της, οι 5. 000 περίπου μιλάνε ακόμα την κρητική διάλεκτο και διατηρούν τα κρητικά ήθη και έθιμα.
Επίλογος
Κλείνουμε το άρθρο αυτό με όσα γράφει ο Νίκος Καζαντζάκης στον «Καπετάν Μιχάλη» για Χριστιανούς και Μουσουλμάνους της Κρήτης: «… σταυρός και μισοφέγγαρο κολλημένοι, και πότε ομονοούσαν και καλοπορεύονταν, πότε τους έπιανε το κρητικό μπουρίνι, που λένε, ένα είδος λύσσα, και χιμούσαν, και κάρφωναν τα δόντια τους ο ένας στο σβέρκο του άλλου και του κόβαν μια μπουκιά κρέας και το τρώγαν…»
Πηγές: ΘΕΟΧΑΡΗΣ ΔΕΤΟΡΑΚΗΣ, «ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ», ΜΥΣΤΙΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ, ΗΡΑΚΛΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ 1990.
ΝΙΚΟΣ ΑΝΔΡΙΩΤΗΣ, «ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΙ ΚΑΙ ΜΟΥΣΟΥΛΜΑΝΟΙ ΣΤΗΝ ΚΡΗΤΗ, 1821-1924. ΕΝΑΣ ΑΙΩΝΑΣ ΣΥΝΕΧΟΥΣ ΑΝΑΜΕΤΡΗΣΗΣ ΕΝΤΟΣ ΚΑΙ ΕΚΤΟΣ ΤΟΥ ΠΕΔΙΟΥ ΤΗΣ ΜΑΧΗΣ», στο περιοδικό ΜΝΗΜΩΝ, ΤΟΜΟΣ ΕΙΚΟΣΤΟΣ ΕΚΤΟΣ, ΑΘΗΝΑ 2004.
ΚΩΝΣΤ. Γ. ΦΟΥΡΝΑΡΑΚΗ, «ΤΟΥΡΚΟΚΡΗΤΕΣ», ΕΝ ΧΑΝΙΟΙΣ, ΕΚΔΟΣΙΣΙ. ΓΙΑΝΝΑΚΟΥΔΑΚΙ, 1929
Ολόκληρα χωριά ,συχνά μαζί με τον ιερέα τους άλλαζαν πίστη. Αυτό έγινε κυρίως στις περιοχές Σελίνου και Μονοφατσίου. Υπάρχουν βέβαια και ενδείξεις για ομαδική αναγκαστική εξωμοσία. Ο περιηγητής Tournefort δίνει την πληροφορία ότι πάνω από 60.000 Κρητικοί είχαν εξισλαμισθεί ως το 1699, τριάντα χρόνια μόλις μετά την άλωση του Χάνδακα. Έτσι από τους εξισλαμισμούς, τους μεικτούς γάμους, τις ομαδικές εξωμοσίες και την αλλαγή θρησκείας για διατήρηση αξιωμάτων (από Ενετοκρήτες) ή περιουσιών, δημιουργήθηκε ένας νέος πληθυσμός, κρητικός στην καταγωγή, τα ήθη και τη γλώσσα, αλλά μουσουλμανικός στο θρήσκευμα. Αυτοί ήταν οι Τουρκοκρητικοί ή Τουρκοκρήτες.
Είχαν κρητική συνείδηση, αγαπούσαν με πάθος την πατρίδα τους και τηρούσαν τις παραδόσεις τους. Είναι χαρακτηριστικό ότι αν και Μουσουλμάνοι έτρωγαν χοιρινό κρέας και έπιναν κρασί! Βασική γλώσσα τους ήταν η ελληνική και δεύτερη η τουρκική, την οποία μάλιστα πολλοί γνώριζαν ελάχιστα ή καθόλου. Και όμως αυτοί οι Τουρκοκρητικοί πολλές φορές αποδείχθηκαν αγριότεροι και σκληρότεροι από τους γνήσιους Μουσουλμάνους. Ο όρος «Τουρκοκρητικός» ίσως δεν είναι απόλυτα σωστός. Κατά τον Κωνσταντίνο Γ. Φουρναράκη, ο «στρατός της κατοχής κατά την υπό των Τούρκων άλωσιν της Κρήτης απετελείτο εκ διαφόρων Μουσουλμανικών λαών της οθωμανικής αυτοκρατορίας, ήτοι Τούρκων, Αράβων, Αιγυπτίων, Τυνησίων, Αλγερίων, Αλβανών και άλλων λαών της Βαλκανικής και της Μικράς Ασίας». Όλοι αυτοί παρέμειναν στο νησί μετά την κατάληψη του εκτός από τους Αλγερινούς που έφυγαν. Κατά τον Νίκο Ανδριώτη, τον 18ο αιώνα στο νησί εγκαταστάθηκαν στην Κρήτη Αιθίοπες και μετά το 1830 Άραβες και Αιγύπτιοι. Αυτό έγινε πιθανότατα στο πλαίσιο σχεδίου αλλοίωσης της πληθυσμιακής αναλογίας του νησιού, μεταξύ Χριστιανών και Μουσουλμάνων.
Οι τελευταίοι Μουσουλμάνοι που εγκαταστάθηκαν στην Κρήτη προέρχονταν από τη Βεγγάζη (της σημερινής Λιβύης) και έφτασαν εκεί στα τέλη του 19ου αιώνα μετά από ένα φοβερό λιμό που ξέσπασε στην περιοχή τους. Όπως θα δούμε όλοι αυτοί οι Μουσουλμάνοι της Κρήτης έφυγαν από τη μεγαλόνησο, με τους τελευταίους να αποχωρούν το 1923.
Και στην Κρήτη υπήρξαν οι λεγόμενοι κρυπτοχριστιανοί οι οποίοι δέχθηκαν φανερά τον ισλαμισμό αλλά διατήρησαν κρυφά τη χριστιανική τους πίστη και έμειναν γνωστοί ως λινοβάμβακοι ή κρυφοί. Γνωστότεροι απ’ αυτούς ήταν οι Κουρμούληδες που αλλαξοπίστησαν ,φανερά τουλάχιστον, το 1680. Μόλις όμως κηρύχτηκε η Επανάσταση του 1821 αποκάλυψαν την πραγματική τους πίστη και προσέφεραν μεγάλες υπηρεσίες στον Αγώνα.
Οι αθρόοι εξισλαμισμοί των πρώτων χρόνων μετά την τουρκική κατάκτηση της Κρήτης μείωσαν κατά πολύ τον χριστιανικό πληθυσμό στην ύπαιθρο. Δεν υπάρχουν ακριβή στατιστικά στοιχεία, ωστόσο μπορούν να γίνουν κάποιες εκτιμήσεις από τις κατά καιρούς απογραφές των Οθωμανών, καθώς οι αναφορές των ξένων περιηγητών είναι αναξιόπιστες.
Το 1671 οι Χριστιανοί στους σημερινούς νομούς Ηρακλείου και Λασιθίου και την περιοχή του Μυλοποτάμου ήταν περίπου 65.000. Το 1687 ο Άγγλος περιηγητής Randoff αναφέρει κάτι μάλλον απίθανο, ότι ολόκληρη η Κρήτη είχε 80.000 κατοίκους, 50.000 Χριστιανούς και 30.000 Μουσουλμάνους. Ο Γάλλος περιηγητής L. Pitton de Tournefort μας δίνει πιο αξιόπιστα στοιχεία (τέλη 17ου αιώνα).
Στα Χανιά ζούσαν 2.000 Έλληνες, 1.500 Τούρκοι, 12 Γάλλοι έμποροι και 2 Καπουτσίνοι μοναχοί. Στον Χάνδακα (Ηράκλειο) κατοικούσαν 2.000 Τούρκοι, 800 Έλληνες και 1.000 Εβραίοι. Στις αρχές του 18ου αιώνα σύμφωνα με τουρκικές πηγές οι Χριστιανοί της Κρήτης ήταν περίπου 200.000. Το 1730 σύμφωνα με τους περιηγητές η Κρήτη ήταν ακόμα αραιοκατοικημένη. Στο τέλος του 18ου αιώνα, πάντα σύμφωνα με ξένους περιηγητές, η Κρήτη είχε 350.000 κατοίκους, 200.000 Χριστιανούς και 150.000 Μουσουλμάνους. Γράφει σχετικά ο Θ. Δετοράκης: «Το φαινόμενο αυτό (δηλ. της παρουσίας σχεδόν ίδιου αριθμού Χριστιανών και Μουσουλμάνων) που δεν παρατηρείται σε καμία άλλη περιοχή του ελληνικού χώρου, προσδιορίζει αποφασιστικά τη μορφή της ζωής και τις αφόρητες συνθήκες κάτω από τις οποίες προσπαθεί να επιβιώσεις ο χριστιανικός πληθυσμός». Τέλος σύμφωνα με ελληνικές πηγές πριν την Επανάσταση του 1821 ζούσαν στην Κρήτη 113.320 Χριστιανοί και 99.764 Μουσουλμάνοι.
Γενίτσαροι και Χαΐνηδες
Ιδιαίτερη αναφορά θα κάνουμε στους γενίτσαρους της Κρήτης καθώς καμία άλλη περιοχή του ελληνικού χώρου εκτός ίσως από τη Μακεδονία, δεν αντιμετώπισε τόσα προβλήματα από τη δράση τους. Τόσο οι «σουλτανικοί» γενίτσαροι όσο και οι ντόπιοι, οι «γερλήδες» δεν υπάκουαν σε κανέναν νόμο και δεν ανέχονταν κανένα περιορισμό. Περιφρονούσαν και καταπατούσαν ακόμα και τα σουλτανικά διατάγματα ενώ συχνά απειλούσαν και τη ζωή των πασάδων. Το 1690 έσφαξαν τον πασά Χανίων Σουλφικάρ και έριξαν το πτώμα του στα σκυλιά επειδή προσπάθησε να περιορίσει τη δράση τους. Μετά το 1750 και ιδιαίτερα έπειτα από την αποτυχία της επανάστασης του Δασκαλογιάννη (1770) η κατάσταση έγινε ακόμα χειρότερη για τους Χριστιανούς. Ορισμένοι γενίτσαροι στα τέλη του 18ου και τις αρχές του 19ου αιώνα υπήρξαν διαβόητοι για τα κακουργήματά τους: Ο Αληδάκης στα Χανιά, ο Αρίφ Αγάς στο Ρέθυμνο, ο Μπεντρή Εφέντης και ο Χάνιαλης στο Ηράκλειο και ο Μεμέτ Αγάς (Μεμέτακας) ήταν μερικοί από αυτούς.
Η Υψηλή Πύλη προσπάθησε πολλές φορές ανεπιτυχώς να καταστείλει τη δράση τους. Όμως το 1812 ο απεσταλμένος της στην Κρήτη Χατζή Οσμάν πασάς πέτυχε να εξολοθρεύσει πολλούς γενίτσαρους με απαγχονισμό. Έλαβε μάλιστα το προσωνύμιο «Πνιγάρης». Για τον Χατζή Οσμάν πασά δημιουργήθηκε ένας θρύλος: ότι ήταν κρυπτοχριστιανός αρχιμανδρίτης του Πατριαρχείου που ονομαζόταν Βασίλειος, ο οποίος μάλιστα πριν τη σφαγή 500 αγάδων και μπέηδων στα φρούρια της Κρήτης το 1813, παρακολούθησε τη Θεία Λειτουργία στα υπόγεια του σαραγιού του στα Χανιά και κοινώνησε από τα χέρια ενός έντρομου Κρητικού ιερέα. Μάλιστα οι Τούρκοι του Ρεθύμνου αποκαλούσαν τον Χατζή Οσμάν «Παπαγιάννη»! Ανάλογη στάση απέναντι στους γενίτσαρους είχε και ο διάδοχος του Χατζή Οσμάν, ο γνωστός μας από την ελληνική Επανάσταση Κιουταχής , που εξόντωσε πολλούς από αυτούς το 1815-16.
Από τα πρώτα κιόλας χρόνια της τουρκικής εισβολής, πολλοί νέοι Κρητικοί κατέφυγαν στα βουνά, απ’ όπου με νυχτερινές επιδρομές προξενούσαν προβλήματα στους Οθωμανούς. Αυτοί είναι γνωστοί ως «χαΐνηδες» (όνομα που έχει το γνωστό μουσικό συγκρότημα σήμερα), από τη λέξη hain που σημαίνει προδότης, αχάριστος κλπ. Ο αριθμός των χαΐνηδων αυξήθηκε μετά την οριστική υποταγή της Κρήτης.
Πρόκειται για ανάλογο φαινόμενο με τους κλέφτες της ηπειρωτικής Ελλάδας. Μετά το 1669 οι χαΐνηδες κατέφυγαν στα απόρθητα φρούρια της Γραμβούσας, της Σούδας και της Σπιναλόγκας. Μετά το 1715 και την άλωση των φρουρίων, βρήκαν καταφύγιο στα βουνά και τα μοναστήρια. Οι τουρκικές Αρχές προσπάθησαν με κάθε τρόπο να καταστείλουν τη δράση αυτών των επικίνδυνων «κακούργων», όπως τους έλεγαν. Επιχείρησαν μάλιστα να εφαρμόσουν και στην Κρήτη τον θεσμό των αρματολών, κάτι που έγινε για λίγα χρόνια όπως προκύπτει από τουρκικό έγγραφο του 1689 (;) με τα ονόματα των αρματολών της Σητείας. Ωστόσο οι Οθωμανοί μην έχοντας εμπιστοσύνη στους Κρητικούς, προτίμησαν να οργανώσουν καταδιωκτικά αποσπάσματα από Μουσουλμάνους (cete). Παράλληλα έθεσαν σε εφαρμογή σχέδιο γενικού εκφοβισμού και καθιστούσαν τους Χριστιανούς κατοίκους των επαρχιών συνυπεύθυνους για τη δράση των χαΐνηδων. Στο μεταξύ, όταν συλλαμβάνονταν οι χαΐνηδες βασανίζονταν και θανατώνονταν με φρικιαστικό τρόπο στο τσιγκέλι, το οποίο είδε και σχεδίασε ο Tournefort το 1699. Η δράση των χαΐνηδων μετά την κατάληψη της Σούδας και της Σπιναλόγκας το 1715 τερματίστηκε.
Η πληθυσμιακή εξέλιξη της Κρήτης τον 19ο αιώνα
Η Κρήτη εξεγέρθηκε το 1821, αλλά παρά τις σποραδικές ελληνικές επιτυχίες η μεγαλόνησος δεν μπόρεσε να ελευθερωθεί. Με το Πρωτόκολλο του Λονδίνου η Κρήτη παραχωρήθηκε στον αντιβασιλέα της Αιγύπτου Μοχάμεντ Άλι (Μεχμέτ Αλή πασά), ως αντάλλαγμα των υπηρεσιών που πρόσφερε στον σουλτάνο κατά τη διάρκεια της Επανάστασης του 1821. Η αιγυπτιακή διοίκηση αντιμετώπισε φαινομενικά ισότιμα Χριστιανούς και Μουσουλμάνους. Πολλοί Μουσουλμάνοι που δεν μπορούσαν να δεχτούν το νέο καθεστώς καθώς ήταν συνηθισμένοι σε βιαιοπραγίες έφυγαν από την Κρήτη. Πούλησαν τα υπάρχοντά τους και μετανάστευσαν στη Μικρά Ασία. Αλλά και πολλοί Κρητικοί εγκαταστάθηκαν στην ελεύθερη Ελλάδα.
Το 1840 η Κρήτη πέρασε ξανά σε οθωμανική κυριαρχία. Από το 1841 ως το 1866 υπήρχε σχετική ηρεμία στο νησί. Στη συνέχεια ως το 1898 ακολούθησαν μια σειρά από επαναστάσεις (1866-1869, 1878, 1889) με τις οποίες ο κρητικός λαός εξέφραζε τον πόθο για ελευθερία και ένωση με την Ελλάδα. Έπειτα από τη μεγάλη σφαγή του Ηρακλείου (25 Αυγούστου 1898) και τη δολοφονία από Μουσουλμάνους εκατοντάδων άμαχων Χριστιανών, 17 Άγγλων στρατιωτών και του πρόξενου της Αγγλίας στο νησί Λ. Καλοκαιρινού, ισχυρή μοίρα του βρετανικού στόλου υπό το ναύαρχο Νόελ κατέπλευσε στο νησί και υποχρέωσε τους Τούρκους να εγκαταλείψουν την Κρήτη.
Στις 2 Νοεμβρίου 1898 και οι τελευταίοι Τούρκοι στρατιώτες εγκατέλειψαν οριστικά την Κρήτη. Στις 2 Δεκεμβρίου 1898 ο Ύπατος Αρμοστής Γεώργιος αποβιβάστηκε στη Σούδα. Η μακραίωνη περίοδος της δουλείας έλαβε τέλος. Ο επίσκοπος Πέτρας Τίτος έγραφε σε επιστολή του τον Ιανουάριο του 1899: «… δυνάμεθα και ημείς οι Κρήτες να ονομάσωμεν εαυτούς με το γλυκύτατον όνομα ελευθέρους».
Α; δούμε πως διαμορφώθηκε ο πληθυσμός της Κρήτης τον 19ο αιώνα και ποια ήταν η «αναλογία» Χριστιανών – Μουσουλμάνων. Πριν το 1821 ο πληθυσμός της Κρήτης υπολογίζεται σε 213. 000. Το 1832-33 σε απογραφή των Αιγυπτίων, «έπεσε» στις 129. 000. Τα στοιχεία διέσωσε ο Άγγλος περιηγητής R. Pashley. Στην ύπαιθρο καταγράφηκαν περίπου 108. 000 άτομα: 81. 000 Χριστιανοί και 27. 000 Μουσουλμάνοι. Αν σ’ αυτούς προστεθούν και οι κάτοικοι του Ηρακλείου (12.000), των Χανίων (5.800) και του Ρεθύμνου (3.200), φτάνουμε στις 129. 000. Στην απογραφή που διενήργησε το 1858 ο Βελή πασάς, ο πληθυσμός της Κρήτης είχε διπλασιασθεί φτάνοντας τις 278. 908. Από αυτούς 215. 863 ήταν Χριστιανοί, 62. 138 Μουσουλμάνοι και 907 Εβραίοι.
Στη διάρκεια της επανάστασης του 1866-1869 ο πληθυσμός της Κρήτης μειώθηκε, καθώς 30. 000 έχασαν τη ζωή τους ή έφυγαν απ’ το νησί. Όμως στην απογραφή του 1881 ο πληθυσμός της Κρήτης ήταν στα επίπεδα του 1858. Συγκεκριμένα έφτανε τις 276. 208, από τους οποίους 202. 934 ήταν Χριστιανοί, 72. 353 Μουσουλμάνοι, 253 Καθολικοί, 13 Διαμαρτυρόμενοι, 647 Εβραίοι και 8 Αρμένιοι. Αν και η Κρήτη βρισκόταν υπό οθωμανική κυριαρχία υπήρξε ανατροπή της αναλογίας του χριστιανικού προς το μουσουλμανικό στοιχείο. Έτσι ενώ πριν το 1821 η αναλογία ήταν σχεδόν 1:1, το 1881 έφτασε το 3:1 υπέρ των Χριστιανών.
Η ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα (1913)
Και τα χρόνια της αρμοστείας όμως ήταν ταραγμένα στην Κρήτη με κορυφαία γεγονότα την επανάσταση του Θερίσου (1905) και την ανάδειξη του Ελευθέριου Βενιζέλου ως ηγετικής φυσιογνωμίας. Η ευτυχής έκβαση των Βαλκανικών Πολέμων έφερε και την πολυπόθητη λύση στο «Κρητικό Ζήτημα». Με το άρθρο 4 της Συνθήκης του Λονδίνου (30 Μαΐου 1913) ο σουλτάνος παραιτήθηκε από όλα τα δικαιώματά του στην Κρήτη την οποία παραχωρούσε στις Μεγάλες Δυνάμεις.
Με τη Συνθήκη της 1ης Νοεμβρίου 1913 μεταξύ Ελλάδας και οθωμανικής αυτοκρατορίας, ο σουλτάνος παραιτήθηκε από κάθε δικαίωμα επικυριαρχίας στην Κρήτη. Την 1η Δεκεμβρίου 1913 έγινε η επίσημη ανακήρυξη της ένωσης της ένωσης της Κρήτης με την Ελλάδα. 267 χρόνια, 7 μήνες και 7 μέρες αγωνίας αποτελούσαν πλέον θλιβερή ανάμνηση…
Στη Συνθήκη της Λωζάνης προβλεπόταν και η ανταλλαγή πληθυσμών. Το 1911 ζούσαν στην Κρήτη 27. 852 Μουσουλμάνοι (8, 3% του πληθυσμού της) και το 1920 22. 999 (6, 6% του πληθυσμού). Οι τελευταίου Τουρκοκρητικοί εγκατέλειψαν τη μεγαλόνησο το 1923. Στην Κρήτη εγκαταστάθηκαν, σε σπίτια Μουσουλμάνων, 8. 270 οικογένειες προσφύγων, 33. 900 άτομα. Οι απόγονοι των Τουρκοκρητικών σήμερα ζουν στα δυτικά παράλια της Τουρκίας, στην Αίγυπτο, στη Λιβύη και τη Μέση Ανατολή. Ξεχωριστή περίπτωση είναι η πόλη Χαμιντιέ της Συρίας, κοντά στα σύνορα με τον Λίβανο. Από τους 8. 000 κατοίκους της, οι 5. 000 περίπου μιλάνε ακόμα την κρητική διάλεκτο και διατηρούν τα κρητικά ήθη και έθιμα.
Επίλογος
Κλείνουμε το άρθρο αυτό με όσα γράφει ο Νίκος Καζαντζάκης στον «Καπετάν Μιχάλη» για Χριστιανούς και Μουσουλμάνους της Κρήτης: «… σταυρός και μισοφέγγαρο κολλημένοι, και πότε ομονοούσαν και καλοπορεύονταν, πότε τους έπιανε το κρητικό μπουρίνι, που λένε, ένα είδος λύσσα, και χιμούσαν, και κάρφωναν τα δόντια τους ο ένας στο σβέρκο του άλλου και του κόβαν μια μπουκιά κρέας και το τρώγαν…»
Πηγές: ΘΕΟΧΑΡΗΣ ΔΕΤΟΡΑΚΗΣ, «ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ», ΜΥΣΤΙΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ, ΗΡΑΚΛΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ 1990.
ΝΙΚΟΣ ΑΝΔΡΙΩΤΗΣ, «ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΙ ΚΑΙ ΜΟΥΣΟΥΛΜΑΝΟΙ ΣΤΗΝ ΚΡΗΤΗ, 1821-1924. ΕΝΑΣ ΑΙΩΝΑΣ ΣΥΝΕΧΟΥΣ ΑΝΑΜΕΤΡΗΣΗΣ ΕΝΤΟΣ ΚΑΙ ΕΚΤΟΣ ΤΟΥ ΠΕΔΙΟΥ ΤΗΣ ΜΑΧΗΣ», στο περιοδικό ΜΝΗΜΩΝ, ΤΟΜΟΣ ΕΙΚΟΣΤΟΣ ΕΚΤΟΣ, ΑΘΗΝΑ 2004.
ΚΩΝΣΤ. Γ. ΦΟΥΡΝΑΡΑΚΗ, «ΤΟΥΡΚΟΚΡΗΤΕΣ», ΕΝ ΧΑΝΙΟΙΣ, ΕΚΔΟΣΙΣΙ. ΓΙΑΝΝΑΚΟΥΔΑΚΙ, 1929
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr