Οι πολυάριθμες διακρίσεις καταδεικνύουν την προσήλωσή της εταιρείας στη βιώσιμη ανάπτυξη, την καινοτομία και την παροχή αξίας στους καταναλωτές, τους εργαζομένους και την κοινωνία.
Κάτω από τις ευλογίες του Βάκχου
Κάτω από τις ευλογίες του Βάκχου
Τελειώνει και ο Σεπτέμβριος και ετοιμαζόμαστε για τον Οκτώβριο. Στους δρόμους που οδηγούν στη πρωτεύουσα, κάρα και φορτηγά μεταφέρουν στις ταβέρνες το καρπό των αττικών αμπελώνων, που αφρίζει και ξεχειλίζει από τα στόμια των βαρελιών
Όλο το Σεπτέμβρη, ενώ οι αγρότες τρυγούσαν, στα στενάκια της Πλάκας, του Ψυρρή και των άλλων συνοικιών, οι ταβερνιάρηδες προετοιμαζόντουσαν για την υποδοχή του μούστου. Οι μικροί είχαν αναλάβει το πλύσιμο, οι βαρελάδες το καλαφάτισμα, και το διαρκές ντάγκα-ντούγκα ξεσήκωνε τις νοικοκυρές.
-Μα θα σταματήσετε καμιά φορά;
-Μουστιά είναι κυρά μου!
-Μα θα ξυπνήσει το μωρό!
-Θα του δώσεις μουσταλευριά και θα δεις πως θα του περάσει...
Οι οδηγίες προς τους φορτηγατζήδες που θα φέρουνε τον μούστο από τα Μεσόγεια είναι σαφείς:
-Θα βάλεις τη ¨Νερατζούλα¨ και το ¨Παυσίλυπον¨*. Χωράει και στα δύο. 800 μπότσες χωράνε**
Από κοντά και οι πιστοί βαρελόφρονες θεατές. Οι συζητήσεις δίνουν και παίρνουν.
Θα είναι καλή η χρονιά; Ο μούστος πώς θα είναι; Γίνεται ανασκόπηση της καιρικής κατάστασης ολόκληρου του χρόνου, υπολογίζονται τα θειαφίσματα, τα ραντίσματα και οι βροχές που έπεσαν.
Οι υποδείξεις δεν πάνε πίσω.
-Μα θα σταματήσετε καμιά φορά;
-Μουστιά είναι κυρά μου!
-Μα θα ξυπνήσει το μωρό!
-Θα του δώσεις μουσταλευριά και θα δεις πως θα του περάσει...
Οι οδηγίες προς τους φορτηγατζήδες που θα φέρουνε τον μούστο από τα Μεσόγεια είναι σαφείς:
-Θα βάλεις τη ¨Νερατζούλα¨ και το ¨Παυσίλυπον¨*. Χωράει και στα δύο. 800 μπότσες χωράνε**
Από κοντά και οι πιστοί βαρελόφρονες θεατές. Οι συζητήσεις δίνουν και παίρνουν.
Θα είναι καλή η χρονιά; Ο μούστος πώς θα είναι; Γίνεται ανασκόπηση της καιρικής κατάστασης ολόκληρου του χρόνου, υπολογίζονται τα θειαφίσματα, τα ραντίσματα και οι βροχές που έπεσαν.
Οι υποδείξεις δεν πάνε πίσω.
-Κυρ Αντώνη, ν’ αφήσεις το παλιό ρετσίνι…
Οκτώβριος, ο Βάκχος βράζει! Στις ταβέρνες και στα υπόγεια των οινοπωλείων, στα αραδιασμένα σε μονές και διπλές σειρές βαρέλια έχει ξεκινήσει το σιγοβράσιμο του μούστου...
Και εσύ περαστικέ δεν γίνεται να προσπεράσεις αδιάφορος στο άκουσμα του γουργουρητού που βγαίνει από τα βαρέλια, και του μεθυστικού αρώματος που πλανιέται στην ατμόσφαιρα.
Ποιος ασχολείται με τις διαφωνίες των πολιτικών; Ποιος κάθεται να λογαριάσει την οικονομική κρίση που διασαλπίζουν τα επιμελητήρια και οι εφημερίδες; Κουραφέξαλα. Ένα είναι το καυτό ερώτημα ¨πού θα ανοίξει η καλύτερη ρετσίνα, πού το καλύτερο κοκκινέλι¨!
Παραείμαστε κρασοπατέρες! Έχουμε πληθυσμό γύρω στα έξη εκατομμύρια. Αν αφαιρέσεις γυναίκες και παιδιά μέχρι τα είκοσι, η πλειονότητα των οποίων δεν πίνει κρασί, αν αφαιρέσεις ακόμη τον ¨νηφάλιο¨ ανδρικό πληθυσμό, οι λάτρεις του κρασιού δεν ξεπερνούν τις εξακόσιες χιλιάδες. Ε, λοιπόν αυτοί οι εξακόσιες χιλιάδες φανατικοί καταναλώνουν κάθε χρόνο χιλιάδες οκάδες κρασί!
Όσο θα πλησιάζει η γιορτή του Αι Δημήτρη και θ’ ανοίξουν τα βαρέλια, η αγωνία κορυφώνεται
Μέσα στη ταβέρνα του Μπάρμπα Αντώνη επικρατεί τώρα πανικός. Και όταν θα έρθει η επίσημη αυτή στιγμή, που θα ανοιχτεί το βαρέλι, το υπόγειο θα γεμίσει χαρούμενες φωνές:
-Αμάν κι’ ας φέξη, Μπάρμπα Αντώνη, φέρε μισή οκαδίτσα από το νέο…
-Από το κοκκινέλι, Μπάρμπα Αντώνη.
Οι παρέες διασκεδάζουν.
Βάσανα, πίκρες, καημοί, όλα ξεχνιούνται με το κρασάκι. Αυτό δίνει τη λήθη και τη λησμονιά. Αυτό μεταφέρει για λίγες ώρες σε κόσμους ονείρων, και αυτό κάνει να λησμονιούνται φτώχεια, ανάγκες βασανιστικές και πόνοι ανυπόφοροι. Γι’ αυτό έχει και λάτρεις αφοσιωμένους μέχρι θανάτου.
Κάθε βράδυ, χωρίς διακοπή, μέσα στα ταβερνάκια της Πλάκας ή όπου αλλού, άνθρωποι με το ποτήρι στο χέρι, πίνουν, πίνουν...
Ρετσίνα μου, ρετσίνα μου
μαζί σου θα πεθάνω.
Του κόσμου όλα τα καλά
μπροστά σου δεν θα βάνω
Ποιά, λοιπόν, ερωμένη έχει τόσους φανατικούς εραστές;
*Κάθε βαρέλι είχε και το δικό του όνομα
**Μπότσα: Μονάδα μέτρησης κρασιού που χρησιμοποιείτο πριν την οκά. 1 Μπότσα= 2 οκάδες= 2,564 κιλά.
(Βασισμένο σε ρεπορτάζ της εφημερίδας ¨Ακρόπολις¨,1929)
Για περισσότερα: https://minoas.gr/syggrafeas/sitaras-thomas/
Θωμάς Σιταράς, Συγγραφέας-Αθηναιογράφος, FB: Σιταράς Θωμάς
Οκτώβριος, ο Βάκχος βράζει! Στις ταβέρνες και στα υπόγεια των οινοπωλείων, στα αραδιασμένα σε μονές και διπλές σειρές βαρέλια έχει ξεκινήσει το σιγοβράσιμο του μούστου...
Και εσύ περαστικέ δεν γίνεται να προσπεράσεις αδιάφορος στο άκουσμα του γουργουρητού που βγαίνει από τα βαρέλια, και του μεθυστικού αρώματος που πλανιέται στην ατμόσφαιρα.
Ποιος ασχολείται με τις διαφωνίες των πολιτικών; Ποιος κάθεται να λογαριάσει την οικονομική κρίση που διασαλπίζουν τα επιμελητήρια και οι εφημερίδες; Κουραφέξαλα. Ένα είναι το καυτό ερώτημα ¨πού θα ανοίξει η καλύτερη ρετσίνα, πού το καλύτερο κοκκινέλι¨!
Παραείμαστε κρασοπατέρες! Έχουμε πληθυσμό γύρω στα έξη εκατομμύρια. Αν αφαιρέσεις γυναίκες και παιδιά μέχρι τα είκοσι, η πλειονότητα των οποίων δεν πίνει κρασί, αν αφαιρέσεις ακόμη τον ¨νηφάλιο¨ ανδρικό πληθυσμό, οι λάτρεις του κρασιού δεν ξεπερνούν τις εξακόσιες χιλιάδες. Ε, λοιπόν αυτοί οι εξακόσιες χιλιάδες φανατικοί καταναλώνουν κάθε χρόνο χιλιάδες οκάδες κρασί!
Όσο θα πλησιάζει η γιορτή του Αι Δημήτρη και θ’ ανοίξουν τα βαρέλια, η αγωνία κορυφώνεται
Μέσα στη ταβέρνα του Μπάρμπα Αντώνη επικρατεί τώρα πανικός. Και όταν θα έρθει η επίσημη αυτή στιγμή, που θα ανοιχτεί το βαρέλι, το υπόγειο θα γεμίσει χαρούμενες φωνές:
-Αμάν κι’ ας φέξη, Μπάρμπα Αντώνη, φέρε μισή οκαδίτσα από το νέο…
-Από το κοκκινέλι, Μπάρμπα Αντώνη.
Οι παρέες διασκεδάζουν.
Βάσανα, πίκρες, καημοί, όλα ξεχνιούνται με το κρασάκι. Αυτό δίνει τη λήθη και τη λησμονιά. Αυτό μεταφέρει για λίγες ώρες σε κόσμους ονείρων, και αυτό κάνει να λησμονιούνται φτώχεια, ανάγκες βασανιστικές και πόνοι ανυπόφοροι. Γι’ αυτό έχει και λάτρεις αφοσιωμένους μέχρι θανάτου.
Κάθε βράδυ, χωρίς διακοπή, μέσα στα ταβερνάκια της Πλάκας ή όπου αλλού, άνθρωποι με το ποτήρι στο χέρι, πίνουν, πίνουν...
Ρετσίνα μου, ρετσίνα μου
μαζί σου θα πεθάνω.
Του κόσμου όλα τα καλά
μπροστά σου δεν θα βάνω
Ποιά, λοιπόν, ερωμένη έχει τόσους φανατικούς εραστές;
*Κάθε βαρέλι είχε και το δικό του όνομα
**Μπότσα: Μονάδα μέτρησης κρασιού που χρησιμοποιείτο πριν την οκά. 1 Μπότσα= 2 οκάδες= 2,564 κιλά.
(Βασισμένο σε ρεπορτάζ της εφημερίδας ¨Ακρόπολις¨,1929)
Για περισσότερα: https://minoas.gr/syggrafeas/sitaras-thomas/
Θωμάς Σιταράς, Συγγραφέας-Αθηναιογράφος, FB: Σιταράς Θωμάς
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Ειδήσεις
Δημοφιλή
Σχολιασμένα