Ένας Τζαβέλας στον πόλεμο του 1940
Ένας Τζαβέλας στον πόλεμο του 1940
Ο ηρωικός θάνατος του «Τελευταίου Σουλιώτη» ίλαρχου Κωνσταντίνου Τζαβέλα, μέσα από μαρτυρίες, έγγραφα και τα μάτια του γιού του Λάμπρου, που ακολούθησε τα χνάρια του.
Οι Τζαβελαίοι από το ηρωικό Σούλι δεν συνδέονται μονάχα με τους αγώνες του Έθνους για αποτίναξη του οθωμανικού ζυγού, πριν και κατά την Επανάσταση του 1821, αλλά και με μία ακόμη σημαντική στιγμή της νεότερης ελληνικής ιστορίας.
Το «ΟΧΙ» του 1940 κατά της ιταμής ιταλικής επίθεσης στην Ελλάδα, όπου ο ίλαρχος Κωνσταντίνος Τζαβέλας, διοικητή Ίλης του 3ου Συντάγματος Ιππικού, έπεσε ηρωικά μαχόμενος (2/12/1940), πολεμώντας τους εισβολείς στην Πρεμετή.
Ο εγγονός του ήρωα, που φέρει και το όνομά του, γράφει στο protothema.gr για τον «Τελευταίο Σουλιώτη», που έπεσε στην πρώτη γραμμή, αφήνοντας πίσω του δυο ορφανά τα οποία μεγάλωσαν γεμάτα περηφάνεια για τον ήρωα πατέρα τους. Ο ένας από αυτούς, ο Λάμπρος, ακολούθησε τα βήματά του ως αξιωματικός Ιππικού-Τεθωρακισμένων.
Η αφήγηση – μαρτυρία του κ.Τζαβέλα* :
Την ημέρα του μεγάλου «ΟΧΙ», η Ελλάς ενωμένη ίσως όσο καμία άλλη φορά στην ιστορία της, θα έστελνε τα Παιδιά της και πάλι στη Δόξα. Οι Έλληνες, στρατευμένοι σαν μία γροθιά, συνωστίζονταν στα τρένα για να φύγουν στο μέτωπο, με το χαμόγελο στα χείλη και με ένα φρόνημα Πατριωτικό, μοναδικό! Την λαμπρή εκείνη ημέρα της νεότερης Ιστορίας μας, που οι στρατιώτες μας έφευγαν με το χαμόγελο για το Μέτωπο, κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί τι θα ακολουθούσε στην Πατρίδα μας, τα επόμενα 10 χρόνια.
Εκείνη την ημέρα στις Σέρρες, ένας πιτσιρικάς της 1ης δημοτικού, ο Λάμπρος, γεμάτος καμάρι ιππεύει στο άλογο μαζί με τον Ίλαρχο πατέρα του για να πάει στο σχολείο. Ο «Κίτσος», το άλογο του Ιλάρχου καθημερινά ερχόταν με τον ιπποκόμο και με το μπροστινό του πόδι χτυπούσε το πρώτο σκαλί της ξύλινης σκάλας του σπιτιού και περίμενε τον Ιππέα του αφού πιει τον καφέ του, να κατέβει να του δώσει τον κύβο με τη ζάχαρη και να φύγουν για την μονάδα. Ήταν μία όμορφη καθημερινή σκηνή, που γέμιζε με χαρά την ψυχή του μικρού Λάμπρου και που δεν έμοιαζε με τίποτε εκείνη την ημέρα, ανήμερα 28ης Οκτωβρίου του 1940, ότι θα ήταν η τελευταία.
Μέχρι να κατέβει ο Ίλαρχος Τζαβέλλας, ο ιπποκόμος συνήθως έκανε μια βόλτα με το άλογο τον μικρό Λάμπρο, γύρω από το οικοδομικό τετράγωνο. Ήταν εκείνη η εποχή που ο πιτσιρίκος, είχε ήδη αποφασίσει «τι θα γίνει όταν θα μεγαλώσει». Θα πήγαινε στην Σχολή Ευελπίδων για να γίνει αξιωματικός του Ιππικού! Τόση θέρμη είχε για αυτό το όνειρο, που κάθε βράδυ όταν ο Ίλαρχος γυρνούσε στο σπίτι, ο μικρός Λάμπρος έπαιρνε αγκαλιά την μπότα του πατέρα του και μύριζε πάνω της τον ιδρώτα του αλόγου.
Με τα μάτια του κλειστά, ονειρευόταν ότι ήταν ο αξιωματικός που έφευγε για τον πόλεμο να πολεμήσει τον εχθρό, όπως οι πρόγονοί του. Αυτό είχε ακούσει και αυτό είχε μάθει από τον πατέρα του, τον Ίλαρχο Κώστα Τζαβέλλα και τον Παππού του τον Λάμπρο. Ιστορίες πολλές για πολέμους, ηρωισμούς και θυσίες, από το 1770 στο Σούλι, μέχρι και το 1921 στην Μικρά Ασία. Ιστορίες που μοιάζουν με μύθοι, αλλά είναι αληθινές και στιγματίζουν την ψυχή ενός μικρού παιδιού, για πάντα! Ιστορίες που έγιναν βίωμα και για τον ίδιο, όταν επτά χρόνων έχασε τον ήρωα Πατέρα του τόσο απότομα, πριν καλά καλά τον γνωρίσει. Δεν ήξερε άλλον πιο λεβέντη, πιο όμορφο και πιο γλυκομίλητο από τον πατέρα του. Και τον παππού του, τον «Γεροτζαβέλλα» τον αγαπούσε που είχε και το όνομά του, μα και λίγο τον φοβόταν.
Φτάνοντας στο σχολείο ο Ίλαρχος κατέβασε όπως πάντα τον μικρό του γιο, τον φίλησε, του άνοιξε το χεράκι του και του άφησε μέσα ένα δίφραγκο για να πάρει κουλούρι! Ο μικρός Λάμπρος πάντα έστεκε χαμογελαστός στον δρόμο, μέχρι να χαθούν ο Ίλαρχος και ο Κίτσος από τα μάτια του κι έπειτα έμπαινε στο σχολείο. Την ημέρα εκείνη μετά την έπαρση της Σημαίας και την προσευχή, ο Διευθυντής τους είπε να φύγουν διότι κηρύχθηκε πόλεμος! Ο Λάμπρος επιστρέφει στο σπίτι τρέχοντας και βλέπει την μητέρα του δακρυσμένη να ετοιμάζει το κιβώτιο εκστρατείας του Ιλάρχου!
Το «ΟΧΙ» του 1940 κατά της ιταμής ιταλικής επίθεσης στην Ελλάδα, όπου ο ίλαρχος Κωνσταντίνος Τζαβέλας, διοικητή Ίλης του 3ου Συντάγματος Ιππικού, έπεσε ηρωικά μαχόμενος (2/12/1940), πολεμώντας τους εισβολείς στην Πρεμετή.
Ο εγγονός του ήρωα, που φέρει και το όνομά του, γράφει στο protothema.gr για τον «Τελευταίο Σουλιώτη», που έπεσε στην πρώτη γραμμή, αφήνοντας πίσω του δυο ορφανά τα οποία μεγάλωσαν γεμάτα περηφάνεια για τον ήρωα πατέρα τους. Ο ένας από αυτούς, ο Λάμπρος, ακολούθησε τα βήματά του ως αξιωματικός Ιππικού-Τεθωρακισμένων.
Η αφήγηση – μαρτυρία του κ.Τζαβέλα* :
Την ημέρα του μεγάλου «ΟΧΙ», η Ελλάς ενωμένη ίσως όσο καμία άλλη φορά στην ιστορία της, θα έστελνε τα Παιδιά της και πάλι στη Δόξα. Οι Έλληνες, στρατευμένοι σαν μία γροθιά, συνωστίζονταν στα τρένα για να φύγουν στο μέτωπο, με το χαμόγελο στα χείλη και με ένα φρόνημα Πατριωτικό, μοναδικό! Την λαμπρή εκείνη ημέρα της νεότερης Ιστορίας μας, που οι στρατιώτες μας έφευγαν με το χαμόγελο για το Μέτωπο, κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί τι θα ακολουθούσε στην Πατρίδα μας, τα επόμενα 10 χρόνια.
Εκείνη την ημέρα στις Σέρρες, ένας πιτσιρικάς της 1ης δημοτικού, ο Λάμπρος, γεμάτος καμάρι ιππεύει στο άλογο μαζί με τον Ίλαρχο πατέρα του για να πάει στο σχολείο. Ο «Κίτσος», το άλογο του Ιλάρχου καθημερινά ερχόταν με τον ιπποκόμο και με το μπροστινό του πόδι χτυπούσε το πρώτο σκαλί της ξύλινης σκάλας του σπιτιού και περίμενε τον Ιππέα του αφού πιει τον καφέ του, να κατέβει να του δώσει τον κύβο με τη ζάχαρη και να φύγουν για την μονάδα. Ήταν μία όμορφη καθημερινή σκηνή, που γέμιζε με χαρά την ψυχή του μικρού Λάμπρου και που δεν έμοιαζε με τίποτε εκείνη την ημέρα, ανήμερα 28ης Οκτωβρίου του 1940, ότι θα ήταν η τελευταία.
Μέχρι να κατέβει ο Ίλαρχος Τζαβέλλας, ο ιπποκόμος συνήθως έκανε μια βόλτα με το άλογο τον μικρό Λάμπρο, γύρω από το οικοδομικό τετράγωνο. Ήταν εκείνη η εποχή που ο πιτσιρίκος, είχε ήδη αποφασίσει «τι θα γίνει όταν θα μεγαλώσει». Θα πήγαινε στην Σχολή Ευελπίδων για να γίνει αξιωματικός του Ιππικού! Τόση θέρμη είχε για αυτό το όνειρο, που κάθε βράδυ όταν ο Ίλαρχος γυρνούσε στο σπίτι, ο μικρός Λάμπρος έπαιρνε αγκαλιά την μπότα του πατέρα του και μύριζε πάνω της τον ιδρώτα του αλόγου.
Με τα μάτια του κλειστά, ονειρευόταν ότι ήταν ο αξιωματικός που έφευγε για τον πόλεμο να πολεμήσει τον εχθρό, όπως οι πρόγονοί του. Αυτό είχε ακούσει και αυτό είχε μάθει από τον πατέρα του, τον Ίλαρχο Κώστα Τζαβέλλα και τον Παππού του τον Λάμπρο. Ιστορίες πολλές για πολέμους, ηρωισμούς και θυσίες, από το 1770 στο Σούλι, μέχρι και το 1921 στην Μικρά Ασία. Ιστορίες που μοιάζουν με μύθοι, αλλά είναι αληθινές και στιγματίζουν την ψυχή ενός μικρού παιδιού, για πάντα! Ιστορίες που έγιναν βίωμα και για τον ίδιο, όταν επτά χρόνων έχασε τον ήρωα Πατέρα του τόσο απότομα, πριν καλά καλά τον γνωρίσει. Δεν ήξερε άλλον πιο λεβέντη, πιο όμορφο και πιο γλυκομίλητο από τον πατέρα του. Και τον παππού του, τον «Γεροτζαβέλλα» τον αγαπούσε που είχε και το όνομά του, μα και λίγο τον φοβόταν.
Φτάνοντας στο σχολείο ο Ίλαρχος κατέβασε όπως πάντα τον μικρό του γιο, τον φίλησε, του άνοιξε το χεράκι του και του άφησε μέσα ένα δίφραγκο για να πάρει κουλούρι! Ο μικρός Λάμπρος πάντα έστεκε χαμογελαστός στον δρόμο, μέχρι να χαθούν ο Ίλαρχος και ο Κίτσος από τα μάτια του κι έπειτα έμπαινε στο σχολείο. Την ημέρα εκείνη μετά την έπαρση της Σημαίας και την προσευχή, ο Διευθυντής τους είπε να φύγουν διότι κηρύχθηκε πόλεμος! Ο Λάμπρος επιστρέφει στο σπίτι τρέχοντας και βλέπει την μητέρα του δακρυσμένη να ετοιμάζει το κιβώτιο εκστρατείας του Ιλάρχου!
- Μαμά έγινε πόλεμος; την ρωτά.
- Ναι, του λέει παιδί μου και σε λίγο θα έρθουν από το Σύνταγμα, να πάρουν τα πράγματα του πατέρα σου!
- Ο μπαμπάς; Θα έρθει κι ο μπαμπάς; Όχι του λέει γιέ μου. Θα πάμε όμως να τον δούμε στον σταθμό του τρένου. Ίσως τον δούμε κι απ’ το σπίτι. Από εδώ μπροστά θα περάσουν, από την οδό Μεραρχίας.
Ο μικρός Λάμπρος βγήκε στην βεράντα και σφήνωσε τα μαγουλάκια του στα κάγκελα περιμένοντας να τον δει. Σε λίγο τα κάγκελα άρχισαν να πάλλονται κι ένας τρανταγμός δονούσε όλο το μπαλκόνι! Το 3ο Σύνταγμα Ιππικού παρήλαυνε μπροστά στα ορθάνοικτα μάτια του μικρού Λάμπρου, με προορισμό τον σταθμό του τρένου, για να φύγει για το Μέτσοβο κι από εκεί για την Βόρειο Ήπειρο. Για το Μέτωπο! Οι Ιππείς αγέρωχοι με πλήρη οπλισμό, με τα ντουφέκια περασμένα χιαστί στην πλάτη, το ξίφος να κρέμεται από την σέλλα και τα φυσίγγια περασμένα στο λαιμό των αλόγων, έδειχναν άτρωτοι γίγαντες μπροστά στα μάτια του μικρού Λάμπρου. Ήταν μία εικόνα μαγική, η οποία έμεινε ανεξίτηλη στον νου του και την οποία περιέγραφε ολοζώντανη στα παιδιά του και στα εγγόνια του, πολλά χρόνια αργότερα.
Αυτή η εικόνα του περήφανου Ιππέα ξαναζωντάνεψε μπροστά του και τον έκανε να δακρύσει, όταν το 2017 τον αντίκρισε σε μια εκπληκτική αναβιώσή του στο ΚΕΤΘ στον Αυλώνα. Ήταν μια έξοχη επετειακή εκδήλωση για τα 70 χρόνια του όπλου Ιππικού Τεθωρακισμένων. Μάταια προσπαθούσε να εντοπίσει τον Ίλαρχο πατέρα του. Ήταν τόσος ο θόρυβος, τόση η θολούρα και τόση η σύγχυση που προκαλούσε στον νου του η ατελείωτη και θορυβώδης φάλαγγα του Ιππικού, που τον άφησε άναυδο και μαγεμένο, μέχρι που χάθηκε από τα μάτια του και η σκόνη καταλάγιασε. Το σκούντημα της μητέρας του της Ελευθερίας τον έβγαλε από την εκστατική του κατάσταση.
- Σήκω Λάμπρο, πάμε με τον αδελφό σου στον σταθμό.
- Μαμά δεν τον είδα! Της είπε.
- Μη στεναχωριέσαι θα τον δεις στο τρένο αγόρι μου, είπε η μητέρα του.
Ο μικρός Λάμπρος με τον αδελφό του Φώτο και την μητέρα τους πράγματι στον σταθμό επιτέλους είδαν τον Ίλαρχο, ο οποίος τους περίμενε εναγωνίως για να τους σφίξει στην αγκαλιά του. Τι πιο μαγικό και πολύτιμο για ένα αγόρι από το να έχει έναν Άξιο πατέρα! Κάθε άντρας που το ζει είναι τυχερός. Η αναμονή για την αναχώρηση ήταν αρκετή. Ο Ίλαρχος αφού τακτοποίησε την Ίλη του στο τρένο, περίμενε την στιγμή της αναχώρησης καθιστός σε ένα παγκάκι του σταθμού κι ο μικρός Λάμπρος δεν ξεκολλούσε από την αγκαλιά του. Μέχρι που κουρασμένος πια, μέσα στα χέρια του πατέρα του αποκοιμήθηκε. Όταν ξύπνησε ο Λάμπρος, ο Ήρωάς του είχε φύγει. Μέσα στην κούραση του δεν πρόλαβε να του πει αντίο. Το τελευταίο αντίο! Ένα περίπου μήνα αργότερα στις 2 Δεκεμβρίου του 1940, ο Ίλαρχος γίγαντας θα έπεφτε νεκρός στις μάχες της Πρεμετής, από τα Ιταλικά πολυβόλα, περνώντας στην Αθανασία και νικώντας έναν παντοδύναμο εχθρό, αφήνοντας πίσω του μια ανεκτίμητη κληρονομιά.
Το περιστατικό του ένδοξου θανάτου του «Θυελλώδους Ιλάρχου», όπως τον αποκαλούσαν οι Ιππείς του, περιγράφεται στo Φύλλο της 8ης Ιανουαρίου 1941 στην εφημερίδα Ασύρματος, από τον τότε πολεμικό ανταποκριτή Κώστα Τριανταφυλλίδη.
«Μία θυελλώδης εξόρμησις, συνέτριψε σε διάστημα ολίγων ωρών, την αντίστασιν των Ιταλών στα Μπαντελόνια. Ο Τζαβέλλας με τους καβαλλάρηδές του, – που όταν το απαιτούσε η διαμόρφωσις του εδάφους, μεταβάλλοντο σε φοβερούς «πεζικαρέους» – πρώτος πάντοτε, στην πρώτη γραμμή, με το πιστόλι στο χέρι.
Οι Ιταλοί έσπευσαν να συγκεντρώσουν νέες και εξαιρετικώς ισχυρές δυνάμεις και να τις προσθέσουν σε αυτές που ήδη υπήρχαν στη Λισίτσα. Με ιδιαίτερη επιμέλεια ωχύρωσαν, επάνω στην πλαγιά της Νεμέρσκας, μια ράχη, στην κορυφή της οποίας είναι χτισμένη μια μικρή εκκλησιά.
Για να πέσει η Λισίτσα έπρεπε προηγουμένως να εκπορθηθή ο Άη-Θανάσης. Το εγχείρημα ανετέθη στον ίλαρχο Τζαβέλλα και σε έναν από τους ουλαμούς του.
Πριν εξαπολύση την έφοδο, ο Τζαβέλλας συνεκέντρωσε τους άνδρας του. –
- Ακούστε, παιδιά, τους είπε! Η δουλειά που μας ανάθεσαν είναι δύσκολη. Πολλοί από μας θα πέσουν. Αλλ’ ο κόσμος να χαλάση, θα το πάρουμε σήμερα το εκκλησάκι. Μ’ εννοήσατε;
- Μάλιστα κύριε ίλαρχε!
- Εμπρός παιδιά για την πατρίδα!
Οι άνδρες κατέλαβαν τη θέση εξορμήσεως στα ριζά της ραχούλας, με το βλέμμα καρφωμένο στο σημείο όπου είχε κρυφθή ο ίλαρχός τους. Περίμεναν. Ξαφνικά, ο Τζαβέλλας επήδησε μπρος κι άρχισε να σκαρφαλώνη στην πλαγιά, με το πιστόλι στο χέρι. Οι άνδρες του τον ακολούθησαν, όπως τον είχαν ακολουθήσει στην Βίγλα, στο Βασιλικό, στο Μολυβδοσκέπαστο, στα Μπαντελόνια.
Δίπλα στον ίλαρχο έτρεχαν ένας λοχίας και ένας δεκανέας. Ο Τζαβέλλας και οι δύο σύντροφοί του απείχαν πενήντα μόλις βήματα από τον μαντρότοιχο της εκκλησίας όταν αντήχησε το κροτάλισμα των ιταλικών πολυβόλων. Οι ριπές εσάρωναν καταιγιστικά την πλαγιά.
Ο λοχίας πέφτει νεκρός. Την επόμενη στιγμή πέφτει και ο δεκανεύς. Ο Τζαβέλλας εξακολουθεί να τρέχη. – Κύριε ίλαρχε καλυφθήτε! φωνάζουν από πίσω οι άνδρες. Αλλά αυτός ο μαντρότοιχος τραβά σαν μαγνήτης τον Τζαβέλλα. Τίποτε δεν μπορεί να τον σταματήση. Κάνει ένα τελευταίο υπεράνθρωπο άλμα και βρίσκεται ορθός, υπέροχος, πάνω στον τοίχο.
– Εμπρός παιδιά για την πατρίδα! Τον ακούνε να φωνάζη οι άνδρες του. Την ίδια στιγμή μια ριπή του γαζώνει το στήθος. Ταλαντεύεται, τα γόνατά του λιγίζουν και μετά γκρεμίζεται μέσα στον περίβολο της εκκλησούλας. Ένας βρυχηθμός βγαίνει από τα στήθια των παλληκαριών του.
Αλλόφρονες ορμούν προς τα εμπρός. Τα ιταλικά πολυβόλα είναι τώρα ανίκανα να τους αναχαιτίσουν. Το εκκλησάκι κυριεύεται μέσα σε λίγα λεπτά. Οι άνδρες γονατίζουν γύρω από το κορμί του ιλάρχου των. Ένα χαμόγελο θριάμβου φαίνεται να παίζη στα χείλη του. Αλλ’ η καρδιά του παλληκαριού έχει παύσει να χτυπά…
Στα Μπαντελόνια, στον ίσκιο των κυπαρισσιών, αναπαύεται ο 177ος γόνος της μεγάλης φάρας των Τζαβελλαίων, που έπεσε υπέρ πατρίδος.»
Μία μικρή γεύση των δύσκολων και φονικών μαχών εκείνου του πολέμου, όπου η σάρκα πάλευε με το μολύβι και η λογική με την παραφροσύνη, μας δίνει ένα σημείωμα του Ιλάρχου προς την Επιλαρχία του, με ημερομηνία 21 Νοεμβρίου 1940, έντεκα μόλις ημέρες πριν τον θάνατό του. Καθώς η Ίλη του είχε καθηλωθεί στις θέσεις μάχης, ο Ίλαρχος Τζαβέλλας έγραφε:
Βραχώδες ύψωμα ύψ. 696 25, ώρα 11.45, 21-11-40
Η 4η Ίλη
Προς την ΙΙ Επιλαρχίαν εις ύψ. 578
Αναφέρω κατάληψιν Α! αντικειμενικού σκοπού υπό της Ίλης._
Εχθρική τοποθεσία κατήχηται ισχυρώς και βάλλομαι δραστικώς υπό πυρών αυτομάτων όπλων, όλμων και χειροβομβίδων._
5ος λόχος βραδυπορεί και δεν υφίσταται σύνδεσμος εν τη επιθετική μας ενεργεία._
Δεχόμεθα επί των γραμμών μας τα βλήματα των φιλίων όλμων και πολυβόλων άτινα ού μόνον καθιστώσι την ζωήν των ανδρών της Ίλης επισφαλή αλλά και εμποδίζουσι την προχώρησίν μας προς κατάληψιν του δευτέρου και τελικού αντικειμενικού μας σκοπού._
Παρακαλώ διατάξατε επιμήκυνσιν της βολής και προώθησιν του 5ου λόχου προς συντονισμόν της ενεργείας μας._
Υπογραφή
Κωνσταντίνος Τζαβέλλας
Στο αρχείο του Ιλάρχου σώζονται αρκετά έγγραφα, τα οποία εστάλησαν μετά τον θάνατό του στην οικογένεια από τον Μέραρχο Στρατηγό Γεώργιο Στανωτά. Κάποια εξ αυτών είναι ποτισμένα με το αίμα του Ήρωα, καθώς όταν εβλήθη από τα Ιταλικά πολυβόλα τα είχε στις τσέπες του Χιτωνίου του. Όλες οι εφημερίδες της εποχής έγραψαν για τον ηρωικό θάνατό του. Τον θάνατο του «Τελευταίου Σουλιώτη» που δικαιωματικά μπορεί να φέρει τον τίτλο αυτό.
Το άσχημο μαντάτο έφτασε στο σπίτι στο Μεταξουργείο, όπου διέμεινε η οικογένεια επιστρέφοντας από τις Σέρρες, μετά την έναρξη του πολέμου, στα δύσκολα χρόνια της κατοχής και των Δεκεμβριανών. Ο πατέρας του Ιλάρχου και παππούς του μικρού Λάμπρου, ο Στρατηγός Λάμπρος Τζαβέλλας, ήρωας των πολέμων 1912-1913, το ανακοίνωσε στην νύφη του την Ελευθερία με στοργικό, αλλά άμεσο τρόπο.
- Ρίτσα παιδί μου, ο Κωστάκης μας έπεσε για την Πατρίδα! Η άτυχη γυναίκα λιποθύμησε και ο μικρός Λάμπρος και ο αδελφός του Φώτος έβαλαν τα κλάματα. Ο Στρατηγός πήγε στο διπλανό δωμάτιο, έκλεισε την πόρτα κι έχοντας αγκαλιά ένα χιτώνιο του μονάκριβου γιου του, ξέσπασε σε λυγμούς. Ο εγγονός του ο Λάμπρος θυμάται ακόμη αυτή την σκηνή, όταν λόγω της παιδικής του περιέργειας, τον παρακολουθούσε από την κλειδαρότρυπα.
Ο μοιραίος πατέρας του Ιλάρχου, γράφει επιγραμματικά στο ημερολόγιό του:
«Υιός μου και μονάκριβο παιδί μου πεσών υπέρ πατρίδος την 4 κ΄15 ώραν της 2ας Δεκεμβρίου ημέραν Δευτέραν εις την μάχην της Λυσίτσας (μάχαι Πρεμετής) τρωθείς δια πολυβόλου με 10 σφαίρας εις το στήθος και αριθμών τον 177ον των υπέρ Πατρίδος πεσόντων Τζαβελλαίων. Έπεσε καθ’ ην στιγμήν κατέλαβε το ύψωμα Αγ. Θανάση. Ετάφη εις Παντελόνια έξωθεν της εκκλησίας «Γεννέθλεια της Θεοτόκου». Δράσις του εγράφη εις εφημερίδας».
Σε ένα από τα τελευταία του γράμματα με ημερομηνία 18-12-1940, ο Στρατηγός πατέρας ενώ συγχαίρει τον Ίλαρχο γιο του για τα κατορθώματά του, μάταια προσπαθεί να τον πείσει να μην πολεμά τόσο ριψοκίνδυνα, βγαίνοντας πάντα μπροστά από την Ίλη του, κυνηγώντας στην κυριολεξία τους Ιταλούς πολυβολητές με το πιστόλι στο χέρι. Είχε συλλάβει αρκετούς Ιταλούς αιχμαλώτους λόγω της ορμής, με την οποία επετίθετο η Ίλη του. Το γράμμα αυτό φέρει στο επάνω μέρος του την σημείωση του Στρατηγού, «Μου επεστράφη η επιστολή μου αύτη._ Είχεν ήδη πέσει ηρωικώς».
Ο μικρός Λάμπρος στο άκουσμα του θανάτου από τον παππού του, έκλαψε πολύ γιατί τον λάτρευε τον πατέρα του. Ήταν και η τελευταία φορά όμως που έκλαψε εκείνη την ημέρα. Λες και του αφιέρωσε το τελευταίο του δάκρυ. Υποσχέθηκε μέσα του για ακόμη μια φορά ότι θα γίνει και αυτός αξιωματικός του Ιππικού. Αξιώθηκε να εισέλθει στην Σχολή Ευελπίδων, να γίνει λαμπρός αξιωματικός Ιππικού-Τεθωρακισμένων και να υπηρετήσει την «αγαπημένη του Γαλανόλευκη» από τον Έβρο μέχρι την Κύπρο για 35 χρόνια, με προθυμία και με ευθύνη λόγω της κληρονομιάς που κουβαλούσε στις πλάτες του. Μιας κληρονομιάς που βαρύνει όλους τους Έλληνες το ίδιο.
Αξιώθηκε να κάνει οικογένεια και οι απόγονοί του, τα παιδιά και τα εγγόνια του, να αισθάνονται το ίδιο περήφανα για αυτόν, όπως εκείνος αισθανόταν πάντα για τον αθάνατο Ίλαρχο πατέρα του. Όπως αισθανόμαστε όλοι οι Έλληνες για κείνους τους ατσάλινους παππούδες μας, που κράτησαν την αξιοπρέπεια και την τιμή του Έλληνα ψηλά το 1940. Πιο ψηλά από όλους τους λαούς της Ευρώπης. Τα απόνερα ενός Ήρωα είναι κύματα τεράστια στην ψυχή σου, που δεν την αφήνουν ποτέ να γαληνέψει και να αποκοιμηθεί, όσα χρόνια κι αν περάσουν.
Μία φωτογραφία, αρκεί για να φουσκώσει ξανά μέσα σου η τρικυμία που προκαλεί αυτή η ευθύνη του Χρέους. Το βλέμμα του Ιλάρχου μας παρακολουθεί όπου κι αν σταθούμε μέχρι σήμερα, με έναν τρόπο ευγενικό, μα και με ένα διερευνητικό μειδίαμα, σα να περιμένει κάτι από εμάς. Είναι ο αγαπημένος μας παππούς που δεν τον γνωρίσαμε, μα νοιώθουμε πως τόσο καλά τον ξέρουμε, διότι μας μιλά μέσα από τα γράμματά του και την ζωή του, η οποία έπαψε τόσο νωρίς, για να είμαστε εμείς σήμερα εδώ Ελεύθεροι με το κεφάλι ψηλά.
Ένα βιωματικό παραμύθι που δεν θα μπορούσε να είναι καλύτερα δοσμένο στην παιδική μας ηλικία. Είναι ο απόλυτος ήρωάς μας. Αυτός που αψήφησε τον θάνατο, νίκησε τον εχθρό της Πατρίδας μας και άλλαξε ότι ήτανε γραφτό μας. Ήταν αυτός που μας δίδαξε το μεγαλύτερο μάθημα και μας χάρισε το πιο πολύτιμο δώρο, που θα μπορούσε σαν παππούς.
«Τα φουσκωμένα στήθη μας!»
Σήμερα το υπέργειο μνήμα του Ιλάρχου Κωνσταντίνου Τζαβέλλα στην Βόρειο Ήπειρο δεν σώζεται. Το 2008, το σημείο ταφής του εντοπίστηκε με ακρίβεια μερικών τετραγωνικών από τους απογόνους του Λάμπρο και Κωνσταντίνο Τζαβέλλα και βάσει των πληροφοριών των λιγοστών κατοίκων του χωριού, τα οστά βρίσκονται ακόμη εκεί θαμμένα. Η Εκκλησία και τα μνήματα είχαν καταστραφεί περί το 1970 από το καθεστώς Ενβέρ Χότζα. Το 2018, δόθηκε από την οικογένεια δείγμα DNA στο εργαστήριο Μοριακής Βιολογίας του 401 Γ.Σ.Ν.Α., για την ταυτοποίηση των οστών του όταν βρεθούν, από τις εκταφές που διεξάγονται από Ελληνικά κλιμάκια, με βάση την διακρατική συμφωνία Ελλάδος – Αλβανίας.
Η αποκατάσταση, η Δικαίωση και η Τιμή των Ηρώων του Έπους του 1940, που επωνύμως και με τιμές πλέον ενταφιάζονται σε στρατιωτικά νεκροταφεία συνεχίζονται και το έργο αυτό αποτελεί ένα στοίχημα, μέχρι και για τον τελευταίο πεσόντα μαχητή υπέρ Πατρίδος. Το 2008, ο 76χρονος τότε «μικρός Λάμπρος» γιος του Ιλάρχου, που είχε δώσει όρκο να πάει και να βρει το μνήμα του πατέρα του, σκέφτηκε να πάρει μια χούφτα χώμα από το σημείο εκείνο και να την φέρει στην Πατρίδα. Μα κι εδώ μονολόγησε είναι γη Ελληνική! Εδώ αν βρεθεί ο πατέρας μου, θα ταφεί και πάλι με τιμές! Άνοιξε το χέρι του και άφησε το χώμα να πέσει.
Είναι μεγάλη η σημερινή επέτειος. Ειδικά σήμερα που στην Ευρώπη επαναλαμβάνονται καταστάσεις, που θεωρούσαμε ότι είχανε παρέλθει οριστικά. Εμείς είμαστε οι Έλληνες. Είμαστε αυτοί με τα καλύτερα βιωματικά παραμύθια στις ψυχές μας. Είμαστε αυτοί που έχουμε όλο το δικαίωμα να είμαστε περήφανοι, καθώς πάντα είμασταν στην σωστή πλευρά της Ιστορίας και πάντα πολεμούσαμε και πολεμάμε για την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, η οποία δεν νοείται δίχως Ελευθερία και Δικαιοσύνη. Η Κληρονομιά μας είναι τέτοια, που είναι μοιραίο να μην μπορούμε να είμαστε τίποτε διαφορετικό, από υπερασπιστές της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και της Ελευθερίας.
Η Γαλανόλευκη σήμερα ας κυματίζει στα μπαλκόνια μας κι έστω για ένα λεπτό σε στάση προσοχής, ας κοιτάξουμε ψηλά σε αυτούς που τόσα τους χρωστάμε και ας τους υποσχεθούμε ότι θα είμαστε πάντα με το καλό και με την Πατρίδα ολόκληρη.
Η ιστορία μας και η παράδοσή μας είναι τα γιατρικά της ψυχής μας!
Ζήτω η Ελλάδα! Ζήτω η 28η Οκτωβρίου 1940! Ζήτω το ΟΧΙ!
* Ο κ. Κωνσταντίνος Τζαβέλας είναι έφεδρος Λοχαγός Πεζικού. Απόγονος 8ης γενεάς του θρυλικού Σουλιώτη οπλαρχηγού Λάμπρου Τζαβέλα, και εγγονός του ήρωα του 1940 ίλαρχου Κωνσταντίνου Τζαβέλα.
- Ναι, του λέει παιδί μου και σε λίγο θα έρθουν από το Σύνταγμα, να πάρουν τα πράγματα του πατέρα σου!
- Ο μπαμπάς; Θα έρθει κι ο μπαμπάς; Όχι του λέει γιέ μου. Θα πάμε όμως να τον δούμε στον σταθμό του τρένου. Ίσως τον δούμε κι απ’ το σπίτι. Από εδώ μπροστά θα περάσουν, από την οδό Μεραρχίας.
Ο μικρός Λάμπρος βγήκε στην βεράντα και σφήνωσε τα μαγουλάκια του στα κάγκελα περιμένοντας να τον δει. Σε λίγο τα κάγκελα άρχισαν να πάλλονται κι ένας τρανταγμός δονούσε όλο το μπαλκόνι! Το 3ο Σύνταγμα Ιππικού παρήλαυνε μπροστά στα ορθάνοικτα μάτια του μικρού Λάμπρου, με προορισμό τον σταθμό του τρένου, για να φύγει για το Μέτσοβο κι από εκεί για την Βόρειο Ήπειρο. Για το Μέτωπο! Οι Ιππείς αγέρωχοι με πλήρη οπλισμό, με τα ντουφέκια περασμένα χιαστί στην πλάτη, το ξίφος να κρέμεται από την σέλλα και τα φυσίγγια περασμένα στο λαιμό των αλόγων, έδειχναν άτρωτοι γίγαντες μπροστά στα μάτια του μικρού Λάμπρου. Ήταν μία εικόνα μαγική, η οποία έμεινε ανεξίτηλη στον νου του και την οποία περιέγραφε ολοζώντανη στα παιδιά του και στα εγγόνια του, πολλά χρόνια αργότερα.
Αυτή η εικόνα του περήφανου Ιππέα ξαναζωντάνεψε μπροστά του και τον έκανε να δακρύσει, όταν το 2017 τον αντίκρισε σε μια εκπληκτική αναβιώσή του στο ΚΕΤΘ στον Αυλώνα. Ήταν μια έξοχη επετειακή εκδήλωση για τα 70 χρόνια του όπλου Ιππικού Τεθωρακισμένων. Μάταια προσπαθούσε να εντοπίσει τον Ίλαρχο πατέρα του. Ήταν τόσος ο θόρυβος, τόση η θολούρα και τόση η σύγχυση που προκαλούσε στον νου του η ατελείωτη και θορυβώδης φάλαγγα του Ιππικού, που τον άφησε άναυδο και μαγεμένο, μέχρι που χάθηκε από τα μάτια του και η σκόνη καταλάγιασε. Το σκούντημα της μητέρας του της Ελευθερίας τον έβγαλε από την εκστατική του κατάσταση.
- Σήκω Λάμπρο, πάμε με τον αδελφό σου στον σταθμό.
- Μαμά δεν τον είδα! Της είπε.
- Μη στεναχωριέσαι θα τον δεις στο τρένο αγόρι μου, είπε η μητέρα του.
Ο μικρός Λάμπρος με τον αδελφό του Φώτο και την μητέρα τους πράγματι στον σταθμό επιτέλους είδαν τον Ίλαρχο, ο οποίος τους περίμενε εναγωνίως για να τους σφίξει στην αγκαλιά του. Τι πιο μαγικό και πολύτιμο για ένα αγόρι από το να έχει έναν Άξιο πατέρα! Κάθε άντρας που το ζει είναι τυχερός. Η αναμονή για την αναχώρηση ήταν αρκετή. Ο Ίλαρχος αφού τακτοποίησε την Ίλη του στο τρένο, περίμενε την στιγμή της αναχώρησης καθιστός σε ένα παγκάκι του σταθμού κι ο μικρός Λάμπρος δεν ξεκολλούσε από την αγκαλιά του. Μέχρι που κουρασμένος πια, μέσα στα χέρια του πατέρα του αποκοιμήθηκε. Όταν ξύπνησε ο Λάμπρος, ο Ήρωάς του είχε φύγει. Μέσα στην κούραση του δεν πρόλαβε να του πει αντίο. Το τελευταίο αντίο! Ένα περίπου μήνα αργότερα στις 2 Δεκεμβρίου του 1940, ο Ίλαρχος γίγαντας θα έπεφτε νεκρός στις μάχες της Πρεμετής, από τα Ιταλικά πολυβόλα, περνώντας στην Αθανασία και νικώντας έναν παντοδύναμο εχθρό, αφήνοντας πίσω του μια ανεκτίμητη κληρονομιά.
Το περιστατικό του ένδοξου θανάτου του «Θυελλώδους Ιλάρχου», όπως τον αποκαλούσαν οι Ιππείς του, περιγράφεται στo Φύλλο της 8ης Ιανουαρίου 1941 στην εφημερίδα Ασύρματος, από τον τότε πολεμικό ανταποκριτή Κώστα Τριανταφυλλίδη.
«Μία θυελλώδης εξόρμησις, συνέτριψε σε διάστημα ολίγων ωρών, την αντίστασιν των Ιταλών στα Μπαντελόνια. Ο Τζαβέλλας με τους καβαλλάρηδές του, – που όταν το απαιτούσε η διαμόρφωσις του εδάφους, μεταβάλλοντο σε φοβερούς «πεζικαρέους» – πρώτος πάντοτε, στην πρώτη γραμμή, με το πιστόλι στο χέρι.
Οι Ιταλοί έσπευσαν να συγκεντρώσουν νέες και εξαιρετικώς ισχυρές δυνάμεις και να τις προσθέσουν σε αυτές που ήδη υπήρχαν στη Λισίτσα. Με ιδιαίτερη επιμέλεια ωχύρωσαν, επάνω στην πλαγιά της Νεμέρσκας, μια ράχη, στην κορυφή της οποίας είναι χτισμένη μια μικρή εκκλησιά.
Για να πέσει η Λισίτσα έπρεπε προηγουμένως να εκπορθηθή ο Άη-Θανάσης. Το εγχείρημα ανετέθη στον ίλαρχο Τζαβέλλα και σε έναν από τους ουλαμούς του.
Πριν εξαπολύση την έφοδο, ο Τζαβέλλας συνεκέντρωσε τους άνδρας του. –
- Ακούστε, παιδιά, τους είπε! Η δουλειά που μας ανάθεσαν είναι δύσκολη. Πολλοί από μας θα πέσουν. Αλλ’ ο κόσμος να χαλάση, θα το πάρουμε σήμερα το εκκλησάκι. Μ’ εννοήσατε;
- Μάλιστα κύριε ίλαρχε!
- Εμπρός παιδιά για την πατρίδα!
Οι άνδρες κατέλαβαν τη θέση εξορμήσεως στα ριζά της ραχούλας, με το βλέμμα καρφωμένο στο σημείο όπου είχε κρυφθή ο ίλαρχός τους. Περίμεναν. Ξαφνικά, ο Τζαβέλλας επήδησε μπρος κι άρχισε να σκαρφαλώνη στην πλαγιά, με το πιστόλι στο χέρι. Οι άνδρες του τον ακολούθησαν, όπως τον είχαν ακολουθήσει στην Βίγλα, στο Βασιλικό, στο Μολυβδοσκέπαστο, στα Μπαντελόνια.
Δίπλα στον ίλαρχο έτρεχαν ένας λοχίας και ένας δεκανέας. Ο Τζαβέλλας και οι δύο σύντροφοί του απείχαν πενήντα μόλις βήματα από τον μαντρότοιχο της εκκλησίας όταν αντήχησε το κροτάλισμα των ιταλικών πολυβόλων. Οι ριπές εσάρωναν καταιγιστικά την πλαγιά.
Ο λοχίας πέφτει νεκρός. Την επόμενη στιγμή πέφτει και ο δεκανεύς. Ο Τζαβέλλας εξακολουθεί να τρέχη. – Κύριε ίλαρχε καλυφθήτε! φωνάζουν από πίσω οι άνδρες. Αλλά αυτός ο μαντρότοιχος τραβά σαν μαγνήτης τον Τζαβέλλα. Τίποτε δεν μπορεί να τον σταματήση. Κάνει ένα τελευταίο υπεράνθρωπο άλμα και βρίσκεται ορθός, υπέροχος, πάνω στον τοίχο.
– Εμπρός παιδιά για την πατρίδα! Τον ακούνε να φωνάζη οι άνδρες του. Την ίδια στιγμή μια ριπή του γαζώνει το στήθος. Ταλαντεύεται, τα γόνατά του λιγίζουν και μετά γκρεμίζεται μέσα στον περίβολο της εκκλησούλας. Ένας βρυχηθμός βγαίνει από τα στήθια των παλληκαριών του.
Αλλόφρονες ορμούν προς τα εμπρός. Τα ιταλικά πολυβόλα είναι τώρα ανίκανα να τους αναχαιτίσουν. Το εκκλησάκι κυριεύεται μέσα σε λίγα λεπτά. Οι άνδρες γονατίζουν γύρω από το κορμί του ιλάρχου των. Ένα χαμόγελο θριάμβου φαίνεται να παίζη στα χείλη του. Αλλ’ η καρδιά του παλληκαριού έχει παύσει να χτυπά…
Στα Μπαντελόνια, στον ίσκιο των κυπαρισσιών, αναπαύεται ο 177ος γόνος της μεγάλης φάρας των Τζαβελλαίων, που έπεσε υπέρ πατρίδος.»
Μία μικρή γεύση των δύσκολων και φονικών μαχών εκείνου του πολέμου, όπου η σάρκα πάλευε με το μολύβι και η λογική με την παραφροσύνη, μας δίνει ένα σημείωμα του Ιλάρχου προς την Επιλαρχία του, με ημερομηνία 21 Νοεμβρίου 1940, έντεκα μόλις ημέρες πριν τον θάνατό του. Καθώς η Ίλη του είχε καθηλωθεί στις θέσεις μάχης, ο Ίλαρχος Τζαβέλλας έγραφε:
Βραχώδες ύψωμα ύψ. 696 25, ώρα 11.45, 21-11-40
Η 4η Ίλη
Προς την ΙΙ Επιλαρχίαν εις ύψ. 578
Αναφέρω κατάληψιν Α! αντικειμενικού σκοπού υπό της Ίλης._
Εχθρική τοποθεσία κατήχηται ισχυρώς και βάλλομαι δραστικώς υπό πυρών αυτομάτων όπλων, όλμων και χειροβομβίδων._
5ος λόχος βραδυπορεί και δεν υφίσταται σύνδεσμος εν τη επιθετική μας ενεργεία._
Δεχόμεθα επί των γραμμών μας τα βλήματα των φιλίων όλμων και πολυβόλων άτινα ού μόνον καθιστώσι την ζωήν των ανδρών της Ίλης επισφαλή αλλά και εμποδίζουσι την προχώρησίν μας προς κατάληψιν του δευτέρου και τελικού αντικειμενικού μας σκοπού._
Παρακαλώ διατάξατε επιμήκυνσιν της βολής και προώθησιν του 5ου λόχου προς συντονισμόν της ενεργείας μας._
Υπογραφή
Κωνσταντίνος Τζαβέλλας
Στο αρχείο του Ιλάρχου σώζονται αρκετά έγγραφα, τα οποία εστάλησαν μετά τον θάνατό του στην οικογένεια από τον Μέραρχο Στρατηγό Γεώργιο Στανωτά. Κάποια εξ αυτών είναι ποτισμένα με το αίμα του Ήρωα, καθώς όταν εβλήθη από τα Ιταλικά πολυβόλα τα είχε στις τσέπες του Χιτωνίου του. Όλες οι εφημερίδες της εποχής έγραψαν για τον ηρωικό θάνατό του. Τον θάνατο του «Τελευταίου Σουλιώτη» που δικαιωματικά μπορεί να φέρει τον τίτλο αυτό.
Το άσχημο μαντάτο έφτασε στο σπίτι στο Μεταξουργείο, όπου διέμεινε η οικογένεια επιστρέφοντας από τις Σέρρες, μετά την έναρξη του πολέμου, στα δύσκολα χρόνια της κατοχής και των Δεκεμβριανών. Ο πατέρας του Ιλάρχου και παππούς του μικρού Λάμπρου, ο Στρατηγός Λάμπρος Τζαβέλλας, ήρωας των πολέμων 1912-1913, το ανακοίνωσε στην νύφη του την Ελευθερία με στοργικό, αλλά άμεσο τρόπο.
- Ρίτσα παιδί μου, ο Κωστάκης μας έπεσε για την Πατρίδα! Η άτυχη γυναίκα λιποθύμησε και ο μικρός Λάμπρος και ο αδελφός του Φώτος έβαλαν τα κλάματα. Ο Στρατηγός πήγε στο διπλανό δωμάτιο, έκλεισε την πόρτα κι έχοντας αγκαλιά ένα χιτώνιο του μονάκριβου γιου του, ξέσπασε σε λυγμούς. Ο εγγονός του ο Λάμπρος θυμάται ακόμη αυτή την σκηνή, όταν λόγω της παιδικής του περιέργειας, τον παρακολουθούσε από την κλειδαρότρυπα.
Ο μοιραίος πατέρας του Ιλάρχου, γράφει επιγραμματικά στο ημερολόγιό του:
«Υιός μου και μονάκριβο παιδί μου πεσών υπέρ πατρίδος την 4 κ΄15 ώραν της 2ας Δεκεμβρίου ημέραν Δευτέραν εις την μάχην της Λυσίτσας (μάχαι Πρεμετής) τρωθείς δια πολυβόλου με 10 σφαίρας εις το στήθος και αριθμών τον 177ον των υπέρ Πατρίδος πεσόντων Τζαβελλαίων. Έπεσε καθ’ ην στιγμήν κατέλαβε το ύψωμα Αγ. Θανάση. Ετάφη εις Παντελόνια έξωθεν της εκκλησίας «Γεννέθλεια της Θεοτόκου». Δράσις του εγράφη εις εφημερίδας».
Σε ένα από τα τελευταία του γράμματα με ημερομηνία 18-12-1940, ο Στρατηγός πατέρας ενώ συγχαίρει τον Ίλαρχο γιο του για τα κατορθώματά του, μάταια προσπαθεί να τον πείσει να μην πολεμά τόσο ριψοκίνδυνα, βγαίνοντας πάντα μπροστά από την Ίλη του, κυνηγώντας στην κυριολεξία τους Ιταλούς πολυβολητές με το πιστόλι στο χέρι. Είχε συλλάβει αρκετούς Ιταλούς αιχμαλώτους λόγω της ορμής, με την οποία επετίθετο η Ίλη του. Το γράμμα αυτό φέρει στο επάνω μέρος του την σημείωση του Στρατηγού, «Μου επεστράφη η επιστολή μου αύτη._ Είχεν ήδη πέσει ηρωικώς».
Ο μικρός Λάμπρος στο άκουσμα του θανάτου από τον παππού του, έκλαψε πολύ γιατί τον λάτρευε τον πατέρα του. Ήταν και η τελευταία φορά όμως που έκλαψε εκείνη την ημέρα. Λες και του αφιέρωσε το τελευταίο του δάκρυ. Υποσχέθηκε μέσα του για ακόμη μια φορά ότι θα γίνει και αυτός αξιωματικός του Ιππικού. Αξιώθηκε να εισέλθει στην Σχολή Ευελπίδων, να γίνει λαμπρός αξιωματικός Ιππικού-Τεθωρακισμένων και να υπηρετήσει την «αγαπημένη του Γαλανόλευκη» από τον Έβρο μέχρι την Κύπρο για 35 χρόνια, με προθυμία και με ευθύνη λόγω της κληρονομιάς που κουβαλούσε στις πλάτες του. Μιας κληρονομιάς που βαρύνει όλους τους Έλληνες το ίδιο.
Αξιώθηκε να κάνει οικογένεια και οι απόγονοί του, τα παιδιά και τα εγγόνια του, να αισθάνονται το ίδιο περήφανα για αυτόν, όπως εκείνος αισθανόταν πάντα για τον αθάνατο Ίλαρχο πατέρα του. Όπως αισθανόμαστε όλοι οι Έλληνες για κείνους τους ατσάλινους παππούδες μας, που κράτησαν την αξιοπρέπεια και την τιμή του Έλληνα ψηλά το 1940. Πιο ψηλά από όλους τους λαούς της Ευρώπης. Τα απόνερα ενός Ήρωα είναι κύματα τεράστια στην ψυχή σου, που δεν την αφήνουν ποτέ να γαληνέψει και να αποκοιμηθεί, όσα χρόνια κι αν περάσουν.
Μία φωτογραφία, αρκεί για να φουσκώσει ξανά μέσα σου η τρικυμία που προκαλεί αυτή η ευθύνη του Χρέους. Το βλέμμα του Ιλάρχου μας παρακολουθεί όπου κι αν σταθούμε μέχρι σήμερα, με έναν τρόπο ευγενικό, μα και με ένα διερευνητικό μειδίαμα, σα να περιμένει κάτι από εμάς. Είναι ο αγαπημένος μας παππούς που δεν τον γνωρίσαμε, μα νοιώθουμε πως τόσο καλά τον ξέρουμε, διότι μας μιλά μέσα από τα γράμματά του και την ζωή του, η οποία έπαψε τόσο νωρίς, για να είμαστε εμείς σήμερα εδώ Ελεύθεροι με το κεφάλι ψηλά.
Ένα βιωματικό παραμύθι που δεν θα μπορούσε να είναι καλύτερα δοσμένο στην παιδική μας ηλικία. Είναι ο απόλυτος ήρωάς μας. Αυτός που αψήφησε τον θάνατο, νίκησε τον εχθρό της Πατρίδας μας και άλλαξε ότι ήτανε γραφτό μας. Ήταν αυτός που μας δίδαξε το μεγαλύτερο μάθημα και μας χάρισε το πιο πολύτιμο δώρο, που θα μπορούσε σαν παππούς.
«Τα φουσκωμένα στήθη μας!»
Σήμερα το υπέργειο μνήμα του Ιλάρχου Κωνσταντίνου Τζαβέλλα στην Βόρειο Ήπειρο δεν σώζεται. Το 2008, το σημείο ταφής του εντοπίστηκε με ακρίβεια μερικών τετραγωνικών από τους απογόνους του Λάμπρο και Κωνσταντίνο Τζαβέλλα και βάσει των πληροφοριών των λιγοστών κατοίκων του χωριού, τα οστά βρίσκονται ακόμη εκεί θαμμένα. Η Εκκλησία και τα μνήματα είχαν καταστραφεί περί το 1970 από το καθεστώς Ενβέρ Χότζα. Το 2018, δόθηκε από την οικογένεια δείγμα DNA στο εργαστήριο Μοριακής Βιολογίας του 401 Γ.Σ.Ν.Α., για την ταυτοποίηση των οστών του όταν βρεθούν, από τις εκταφές που διεξάγονται από Ελληνικά κλιμάκια, με βάση την διακρατική συμφωνία Ελλάδος – Αλβανίας.
Η αποκατάσταση, η Δικαίωση και η Τιμή των Ηρώων του Έπους του 1940, που επωνύμως και με τιμές πλέον ενταφιάζονται σε στρατιωτικά νεκροταφεία συνεχίζονται και το έργο αυτό αποτελεί ένα στοίχημα, μέχρι και για τον τελευταίο πεσόντα μαχητή υπέρ Πατρίδος. Το 2008, ο 76χρονος τότε «μικρός Λάμπρος» γιος του Ιλάρχου, που είχε δώσει όρκο να πάει και να βρει το μνήμα του πατέρα του, σκέφτηκε να πάρει μια χούφτα χώμα από το σημείο εκείνο και να την φέρει στην Πατρίδα. Μα κι εδώ μονολόγησε είναι γη Ελληνική! Εδώ αν βρεθεί ο πατέρας μου, θα ταφεί και πάλι με τιμές! Άνοιξε το χέρι του και άφησε το χώμα να πέσει.
Είναι μεγάλη η σημερινή επέτειος. Ειδικά σήμερα που στην Ευρώπη επαναλαμβάνονται καταστάσεις, που θεωρούσαμε ότι είχανε παρέλθει οριστικά. Εμείς είμαστε οι Έλληνες. Είμαστε αυτοί με τα καλύτερα βιωματικά παραμύθια στις ψυχές μας. Είμαστε αυτοί που έχουμε όλο το δικαίωμα να είμαστε περήφανοι, καθώς πάντα είμασταν στην σωστή πλευρά της Ιστορίας και πάντα πολεμούσαμε και πολεμάμε για την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, η οποία δεν νοείται δίχως Ελευθερία και Δικαιοσύνη. Η Κληρονομιά μας είναι τέτοια, που είναι μοιραίο να μην μπορούμε να είμαστε τίποτε διαφορετικό, από υπερασπιστές της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και της Ελευθερίας.
Η Γαλανόλευκη σήμερα ας κυματίζει στα μπαλκόνια μας κι έστω για ένα λεπτό σε στάση προσοχής, ας κοιτάξουμε ψηλά σε αυτούς που τόσα τους χρωστάμε και ας τους υποσχεθούμε ότι θα είμαστε πάντα με το καλό και με την Πατρίδα ολόκληρη.
Η ιστορία μας και η παράδοσή μας είναι τα γιατρικά της ψυχής μας!
Ζήτω η Ελλάδα! Ζήτω η 28η Οκτωβρίου 1940! Ζήτω το ΟΧΙ!
* Ο κ. Κωνσταντίνος Τζαβέλας είναι έφεδρος Λοχαγός Πεζικού. Απόγονος 8ης γενεάς του θρυλικού Σουλιώτη οπλαρχηγού Λάμπρου Τζαβέλα, και εγγονός του ήρωα του 1940 ίλαρχου Κωνσταντίνου Τζαβέλα.
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Ειδήσεις
Δημοφιλή
Σχολιασμένα