Ο ασυγκράτητος Παπαφλέσσας και η συνέλευση της Βοστίτσας που πυροδότησε την Επανάσταση του 1821
29.01.2023
07:44
Η άφιξη του Κολοκοτρώνη και του Παπαφλέσσα στον Μοριά - Οι συνεννοήσεις - Ο επιφυλακτικός Παλαιών Πατρών Γερμανός - Πώς ξεγελάστηκαν οι Τούρκοι
Ένας από τους πλέον αμφιλεγόμενους ήρωες του 1821 είναι ο Γεώργιος Δικαίος Φλέσσας, γνωστότερος ως Παπαφλέσσας. Έμεινε στην ιστορία κυρίως για τη μάχη στο Μανιάκι εναντίον του Ιμπραήμ στις 20 Μαΐου 1825 και το ηρωικό τέλος του. Λιγότερο γνωστός είναι ο σημαντικός ρόλος που διαδραμάτισε ο Παπαφλέσσας την περίοδο πριν την Επανάσταση του 1821, όταν ως "Απόστολος" της Φιλικής Εταιρείας με την ορμητικότητα και τον δυναμισμό που τον διέκριναν πέτυχε να πείσει τους αρχιερείς και τους προκρίτους για την ανάγκη της έναρξης του Αγώνα. Καθοριστικής σημασίας για την κήρυξη της Επανάστασης στον Μοριά στις 25 Μαρτίου 1821 ήταν η μυστική σύσκεψη που έγινε στη Βοστίτσα (Αίγιο) μεταξύ 26 και 29 Ιανουαρίου 1821. Λεπτομέρειες για τη συνέλευση της Βοστίτσας θα δούμε στο σημερινό μας άρθρο.
Ο Παπαφλέσσας στην Πελοπόννησο
Τον Νοέμβριο του 1820 έφτασε στο Ναύπλιο και από εκεί πήγε στην Τριπολιτσά έχοντας διοριστεί βαλής της Πελοποννήσου ο ικανότατος Μεχμέτ Χουρσίτ πασάς που λίγο καιρό πριν είχε καταστείλει την επανάσταση των Σέρβων. Η Πύλη είχε ήδη πληροφορηθεί για τη Φιλική Εταιρεία από τον Αλή Πασά ο οποίος ζήτησε από τον Σουλτάνο να του ανατεθεί η πρόληψη ή η καταστολή της Επανάστασης των Ελλήνων αν αυτή κηρυχθεί θέλοντας έτσι να τον εξευμενίσει. Όμως ο Σουλτάνος θεωρούσε ότι ο Αλή Πασάς ραδιουργούσε και έστειλε στον Μοριά τον Χουρσίτ για να μελετήσει την κατάσταση και στη συνέχεια να πάει στην Ήπειρο για να εξοντώσει τον Αλή Πασά που είχε εξεγερθεί.
Οι πρόκριτοι του Μοριά συγκεντρώθηκαν στο Ναύπλιο και στις 8 Νοεμβρίου 1820 συνόδευσαν τον Χουρσίτ στην Τριπολιτσά, κατόρθωσαν μάλιστα να τον πείσουν ότι δεν υπάρχει καμία πρόθεση εξέγερσης από τους Έλληνες. Ο Χουρσίτ ικανοποιήθηκε και πείστηκε για το αγαθό των προθέσεών τους. Τους χάρισε μάλιστα από μία βαρύτιμη γούνα στον καθένα. Ωστόσο κάποια γεγονότα όπως η προδοσία της Φιλικής Εταιρείας από τον Τριπολιτσιώτη πρόκριτο Κουγιά, λίγο έλειψε να δημιουργήσουν πρόβλημα. Ευτυχώς η καταγγελία του θεωρήθηκε αόριστη και ανυπόστατη.
Χαρακτηριστικό είναι και ένα άλλο γεγονός. Οι Τούρκοι πληροφορήθηκαν ότι σε ένα απόμερο σπίτι είχαν συγκεντρωθεί οι Έλληνες πρόκριτοι και συνωμοτούσαν. Αυτό ήταν ακριβές καθώς στο συγκεκριμένο σπίτι είχαν σύσκεψη πρόκριτοι, μέλη της Φιλικής Εταιρείας. Όταν οι Τούρκοι πήγαν εκεί οι επινοητικοί Έλληνες είπαν ότι είχαν συγκεντρωθεί εκεί για να βαφτίσουν το παιδί του οικοδεσπότη και πραγματικά ξαναβάπτισαν μπροστά στους Τούρκους το παιδί το οποίο ήταν ήδη βαπτισμένο! Έτσι και αυτή η καταγγελία θεωρήθηκε αστήρικτη.
Το φθινόπωρο του 1820 είχαν φτάσει επιστολές του Αλέξανδρου Υψηλάντη προς την Εφορεία των Φιλικών της Πελοποννήσου για την κήρυξη της Επανάστασης. Το Δεκέμβριο του ίδιου έτους έφτασε στην Ύδρα προερχόμενος από το Ισμαήλιο (πολύ κοντά στην Οδησσό) ο Παπαφλέσσας. Είχε περάσει πρώτα από το Αϊβαλί όπου οι εκεί Φιλικοί του έδωσαν πολεμοφόδια στα οποία προστέθηκαν και άλλα που έφερε από τη Σμύρνη ο συνεργάτης του Ήβος Ρήγας.
Οι Πελοποννήσιοι πρόκριτοι φοβήθηκαν καθώς γνώριζαν την ορμητική ιδιοσυγκρασία του Παπαφλέσσα και τον ασυγκράτητο χαρακτήρα του. Έστειλαν στην Ύδρα τον Παναγιώτη Αρβάλη για να μάθει τους σκοπούς της άφιξης του Παπαφλέσσα και να τον εμποδίσει να περάσει στον Μοριά. Οι Υδραίοι ήταν ιδιαίτερα επιφυλακτικοί στην προοπτική του ξεσηκωμού εκτός από κάποιους όπως ο Αντώνιος Οικονόμου.
Ο Παπαφλέσσας στην Πελοπόννησο
Τον Νοέμβριο του 1820 έφτασε στο Ναύπλιο και από εκεί πήγε στην Τριπολιτσά έχοντας διοριστεί βαλής της Πελοποννήσου ο ικανότατος Μεχμέτ Χουρσίτ πασάς που λίγο καιρό πριν είχε καταστείλει την επανάσταση των Σέρβων. Η Πύλη είχε ήδη πληροφορηθεί για τη Φιλική Εταιρεία από τον Αλή Πασά ο οποίος ζήτησε από τον Σουλτάνο να του ανατεθεί η πρόληψη ή η καταστολή της Επανάστασης των Ελλήνων αν αυτή κηρυχθεί θέλοντας έτσι να τον εξευμενίσει. Όμως ο Σουλτάνος θεωρούσε ότι ο Αλή Πασάς ραδιουργούσε και έστειλε στον Μοριά τον Χουρσίτ για να μελετήσει την κατάσταση και στη συνέχεια να πάει στην Ήπειρο για να εξοντώσει τον Αλή Πασά που είχε εξεγερθεί.
Οι πρόκριτοι του Μοριά συγκεντρώθηκαν στο Ναύπλιο και στις 8 Νοεμβρίου 1820 συνόδευσαν τον Χουρσίτ στην Τριπολιτσά, κατόρθωσαν μάλιστα να τον πείσουν ότι δεν υπάρχει καμία πρόθεση εξέγερσης από τους Έλληνες. Ο Χουρσίτ ικανοποιήθηκε και πείστηκε για το αγαθό των προθέσεών τους. Τους χάρισε μάλιστα από μία βαρύτιμη γούνα στον καθένα. Ωστόσο κάποια γεγονότα όπως η προδοσία της Φιλικής Εταιρείας από τον Τριπολιτσιώτη πρόκριτο Κουγιά, λίγο έλειψε να δημιουργήσουν πρόβλημα. Ευτυχώς η καταγγελία του θεωρήθηκε αόριστη και ανυπόστατη.
Χαρακτηριστικό είναι και ένα άλλο γεγονός. Οι Τούρκοι πληροφορήθηκαν ότι σε ένα απόμερο σπίτι είχαν συγκεντρωθεί οι Έλληνες πρόκριτοι και συνωμοτούσαν. Αυτό ήταν ακριβές καθώς στο συγκεκριμένο σπίτι είχαν σύσκεψη πρόκριτοι, μέλη της Φιλικής Εταιρείας. Όταν οι Τούρκοι πήγαν εκεί οι επινοητικοί Έλληνες είπαν ότι είχαν συγκεντρωθεί εκεί για να βαφτίσουν το παιδί του οικοδεσπότη και πραγματικά ξαναβάπτισαν μπροστά στους Τούρκους το παιδί το οποίο ήταν ήδη βαπτισμένο! Έτσι και αυτή η καταγγελία θεωρήθηκε αστήρικτη.
Το φθινόπωρο του 1820 είχαν φτάσει επιστολές του Αλέξανδρου Υψηλάντη προς την Εφορεία των Φιλικών της Πελοποννήσου για την κήρυξη της Επανάστασης. Το Δεκέμβριο του ίδιου έτους έφτασε στην Ύδρα προερχόμενος από το Ισμαήλιο (πολύ κοντά στην Οδησσό) ο Παπαφλέσσας. Είχε περάσει πρώτα από το Αϊβαλί όπου οι εκεί Φιλικοί του έδωσαν πολεμοφόδια στα οποία προστέθηκαν και άλλα που έφερε από τη Σμύρνη ο συνεργάτης του Ήβος Ρήγας.
Οι Πελοποννήσιοι πρόκριτοι φοβήθηκαν καθώς γνώριζαν την ορμητική ιδιοσυγκρασία του Παπαφλέσσα και τον ασυγκράτητο χαρακτήρα του. Έστειλαν στην Ύδρα τον Παναγιώτη Αρβάλη για να μάθει τους σκοπούς της άφιξης του Παπαφλέσσα και να τον εμποδίσει να περάσει στον Μοριά. Οι Υδραίοι ήταν ιδιαίτερα επιφυλακτικοί στην προοπτική του ξεσηκωμού εκτός από κάποιους όπως ο Αντώνιος Οικονόμου.
Αντίθετα στις Σπέτσες οι πρόκριτοι είδαν με αρκετό ενθουσιασμό τις προτάσεις του Παπαφλέσσα. Ο Δικαίος μάλιστα κατάφερε να πείσει και τον Παναγιώτη Αρβάλη ότι ήταν άμεση και επιτακτική ανάγκη η έναρξη της Επανάστασης. Όταν οι πρόκριτοι του Μοριά ενημερώθηκαν από τον Αρβάλη κατάλαβαν ότι ο Παπαφλέσσας μπορούσε με τη ρητορική του να αλλάξει τα πάντα. Έτσι έστειλαν στο Άργος τον Ι. Περούκα και στα Καλάβρυτα τον Ανδρέα Ζαΐμη και τον Σωτήρη Θεοχαρόπουλο να σταματήσουν τον Παπαφλέσσα όπου τον βρουν, να τον περιορίσουν σε ασφαλές μέρος και να μάθουν τι ακριβώς ήθελε να τους ανακοινώσει.
Ο Παπαφλέσσας που είχε αντιληφθεί τις διαθέσεις των προκρίτων έγραψε στον αδελφό του Νικήτα να μεταβεί στο Άργος με τρεις έμπιστους άνδρες. Ο ίδιος με συνοδούς τους Χ. Μάλη, Δ. Δραγώνα από τη Σελίτσα, Σκλαβούνο και τον Ιθακήσιο Πατρίκιο αποβιβάστηκε στο Ναύπλιο και από εκεί πήγε στο Άργος ως Έξαρχος των Πατριαρχείων στην Επισκοπή. Στις 24 Δεκεμβρίου έστειλε επιστολή στους προκρίτους η οποία κατέληγε ως εξής: «Φιλοτιμηθείτε λοιπόν αδελφοί δια τον Θεόν.
Προσπαθήσατε να ενεργήσετε το Πράγμα ως Λακεδαιμόνιοι, ως Αρκάδες, Κορίνθιοι, Μεσσήνιοι και Αργείοι δια να δείξωμεν ότι ημείς μολονότι έχωμεν να κάμωμεν με εν Έθνος φίλαρχον, φιλοτάραχον και οπωσούν κατά το παρόν διεφθαρμένον, πάλιν εδυνήθημεν να το οδηγήσωμεν εις τον ορθόν λόγον. Εγώ είπα, έτρεξα όσον εδυνήθην, προς εκτέλεσιν των ιερών χρεών μου προς την Πατρίδα. Μένει όμως το Πράγμα τώρα εις σας. Η αρμονία των πραγμάτων θέλει αποδείξει ενδόξους τους Πελοποννήσιους όσον η αταξία αδόξους αιωνίως δυστυχείς και παρανάλωμα των εχθρών - ο μη γένοιτο -. Παύω πλέον και εύχομαι να ακολουθήσετε την οδηγίαν του ορθού λόγου».
Όταν ο Παπαφλέσσας συναντήθηκε με τον Περούκα στο Άργος κατάλαβε ότι οι πρόκριτοι ήθελαν να τον περιορίσουν. Φόρεσε τότε τουρκικά ενδύματα που του έφερε ο αδελφός του και με συνοδεία 7 ενόπλων ντυμένος σαν Τούρκος αγάς πήγε στον Άγιο Γεώργιο Κορινθίας στο μοναστήρι που βρισκόταν εκεί και πληροφορήθηκε από τον ηγούμενο Δανιήλ Παμπούκη και τον Αναγνώστη Οικονομόπουλο, που ήταν μέλη της Φιλικής Εταιρείας για τις προόδους των μυήσεων στον Μοριά. Έπειτα πήγε στην Κόρινθο όπου συναντήθηκε με τον Φιλικό Σταύρο Νικολάου και από εκεί με τον αδελφό του Νικήτα και τους επτά ένοπλους συνοδούς του πήγε στη Βοστίτσα όπου κατέλυσε στο σπίτι του Αναγνώστη Αλεξανδρόπουλου.
Στις 6 Ιανουαρίου 1821 έγιναν δύο σοβαρά γεγονότα άσχετα μεταξύ τους τα οποίο όμως ήταν ευνοϊκά για την Ελληνική Επανάσταση. Ο Χουρσίτ έφυγε για τα Γιάννενα προκειμένου να αντιμετωπίσει τον Αλή Πασά. Ο κεχαγιάμπεης του Χουρσιτ διορίστηκε διοικητής του διαμερίσματος Θεσσαλονίκης. Στην Τριπολιτσά, πρωτεύουσα του Μοριά τότε, έμεινε μόνο ο καϊμακάμης Μεχμέτ Σαλίχ.
Ο Χουρσίτ φρόντισε μόνο να στείλει στην πόλη 1.000 Αλβανούς για την επιβολή της τάξης, αν υπήρχε ανάγκη. Ένα άλλο πολύ σημαντικό γεγονός ήταν η επάνοδος του Κολοκοτρώνη στον Μοριά μετά από χρόνια. Είχε λάβει επιστολή του Α. Υψηλάντη για να συμμετέχει στην επικείμενη εξέγερση. Με το πρόσχημα της διεξαγωγής εμπορικών επιχειρήσεων στο Αιγαίο έλαβε άδεια να φύγει από τη Ζάκυνθο. Αυτός όμως αποβιβάστηκε στην Τσίμοβα (Αρεόπολη) και πήγε στο σπίτι του παλιού του φίλου Διονυσίου Μούρτζινου ο οποίος του παρείχε καταφύγιο. Η μυστική άφιξη όμως του Κολοκοτρώνη στην Πελοπόννησο σύντομα αποκαλύφθηκε σκορπίζοντας θύελλα ενθουσιασμού στους Έλληνες. Είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμα και οι παλιοί του αντίπαλοι Δεληγιανναίοι, που είχαν ακόμα τότε το επώνυμο Παπαγιαννόπουλος, του έστειλαν επιστολή στη Ζάκυνθο με τον Δημήτριο Πλαπούτα:
«... Μην καταδεχθείς ποτέ, το οποίον και ποτέ δεν ελπίζομεν, ίνα αθετήσεις ταύτην την πατριωτικήν πρόσκλησιν και μείνεις αλλαχού. Αλλ' ως συμπολίτης και αδελφός μας πρόθυμος και πάραυτα να ακολουθήσεις τον ενταύθα ερχομόν σου τον οποίον και περιμένομεν αφεύκτως», έγραφαν μεταξύ άλλων. Λίγο μετά τον Κολοκοτρώνη έφυγε από τη Ζάκυνθο για την Πελοπόννησο και ο Νικηταράς, ενώ στον Μοριά έφτασαν και οι γιοι του Κολοκοτρώνη Πάνος και Ιωάννης, ο μετέπειτα γνωστός ως Γενναίος.
Η σύσκεψη της Βοστίτσας (26-29 Ιανουαρίου 1821)
Στην Ελλάδα στις αρχές του 1821 υπήρχε η συντριπτική υπεροχή συμπαγών ελληνικών πληθυσμών σε σχέση με τους αντίστοιχους τουρκικούς που ήταν εγκατεστημένοι στις ίδιες περιοχές. Η αναλογία στην ηπειρωτική χώρα, ήταν σχεδόν παντού 11:1. Το σύνολο των Ελλήνων κατοίκων της Πελοποννήσου, της Στερεάς Ελλάδας και της Εύβοιας ήταν 705.850 ενώ των Τούρκων 63.600. Στις Βόρειες Σποράδες, τα νησιά του Αργοσαρωνικού, τις Κυκλάδες, τη Σάμο, τη Χίο και τα Δωδεκάνησα εκτός από τη Ρόδο και την Κω, ζούσαν 366.200 Έλληνες και μόλις 1.100 Τούρκοι. Στη Χίο μάλιστα δεν ζούσε κανένας Τούρκος, όπως και σε αρκετές απόμερες περιοχές της Ρούμελης και του Μοριά. Στην Κρήτη οι Έλληνες ήταν 160.000 και οι Τούρκοι 130.000. Η συντριπτική πληθυσμιακή υπεροχή των Ελλήνων ήταν ένας από τους λόγους που έκαναν επιτακτική την ανάγκη για την έναρξη της Επανάστασης.
Πραγματικά, κατά τις αρχές του 1821 υπήρχε αναβρασμός σε πολλά μέρη της Ελλάδας. Στη Βοστίτσα (Αίγιο) ο Παπαφλέσσας είχε δημιουργήσει γύρω του ολόκληρο κύκλο και προκαλούσε έντονες συζητήσεις. Τότε οι πρόκριτοι του Μοριά, ιδιαίτερα των βορείων τμημάτων του, αποφάσισαν να οργανώσουν μία μυστική σύσκεψη για να ακούσουν τι έχει να τους πει ο Παπαφλέσσας. Οι πιο πολλοί από αυτούς θεωρούσαν ότι χωρίς τη βοήθεια της Ρωσίας κάθε επαναστατική κίνηση ήταν καταδικασμένη σε αποτυχία.
Ενδεικτική είναι η επιστολή του Πανούτσου Νοταρά στις 14 Ιανουαρίου 1821 προς τον Παλαιών Πατρών Γερμανό και τους προκρίτους Βοστίτσας και Καλαβρύτων. Αρχικά οι πρόκριτοι σκέφτηκαν να συναντηθούν στα Καλάβρυτα, φοβήθηκαν όμως ότι αυτό θα έβαζε σε υποψίες τους Τούρκους, έτσι αποφάσισαν να συναντηθούν στη Βοστίτσα. Για να δικαιολογήσουν μάλιστα τη συνάθροισή τους έδειξαν στον βοεβόδα της πόλης ένα παλιό φιρμάνι που είχε λάβει ο Μητροπολίτης Χριστιανουπόλεως Τριφυλίας (Μεσσηνίας) το οποίο όριζε την πώληση ενός μετοχίου μετά από συμβούλιο επισκόπων και προκρίτων.
Στις 17 Ιανουαρίου ξεκίνησε από την Κυπαρισσία ο Μητροπολίτης Χριστιανουπόλεως με τον πρωτοσύγκελο Αμβρόσιο Φραντζή. Στις 19/1 έφτασαν στην Πάτρα. Από εκεί έφυγαν στις 23 Ιανουαρίου μαζί με τον Παλαιών Πατρών Γερμανό και τον Νικόλαο Λόντο και πήγαν στη Βοστίτσα όπου τους περίμεναν οι Ανδρέας Ζαΐμης, Σωτήρης Χαραλάμπης, Ασημάκης Ζαΐμης, Ασημάκης Φωτήλας, Σωτήρης Θεοχαρόπουλος, Ιωάννης Παπαδιαμαντόπουλος, ο αρχιμανδρίτης Προκόπιος, τοποτηρητής της επισκοπής Κερνίκης κ.ά.. Ο Τζορτζ Φίνλεϊ θέλοντας να τονίσει τη σημασία της σύσκεψης αυτής την ονομάζει "αναβίωση του Αχαϊκού Δεσμού" (Αχαϊκής Συμπολιτείας).
Η σύσκεψη ξεκίνησε στις 26 Ιανουαρίου 1821 στο σπίτι του Ανδρέα Λόντου με παρόντες τον Παπαφλέσσα και τον αδελφό του Νικήτα. Εκεί ο Παπαφλέσσας ως αντιπρόσωπος του Αλέξανδρου Υψηλάντη κλήθηκε να αναπτύξει τις θέσεις του για τον αγώνα. Μίλησε με πάθος και ενθουσιασμό, είπε ότι η Ρωσία γνωρίζει για την ύπαρξη της Φιλικής Εταιρείας και έχει εφοδιάσει τον Υψηλάντη με όλα τα απαραίτητα. Μάλιστα σύμφωνα με τον αείμνηστο πρωτοπρεσβύτερο Γεώργιο Μεταλληνό, συμπλήρωσε ότι ο τουρκικός στόλος θα επυρπολείτο στο λιμάνι της Κωνσταντινουπόλεως και θα ακολουθούσε εμπρησμός της Πόλης και δολοφονία του Σουλτάνου. Τέλος, αναφερόμενος στον Υψηλάντη με τη βαρύνουσα φράση "Άλλος Εγώ" παρουσίασε επιστολές και οδηγίες του για την επανάσταση στον Μοριά.
Οι υποψίες των Τούρκων - Η διαμάχη Παλαιών Πατρών Γερμανού και Παπαφλέσσα
Ο βοεβόδας της Βοστίτσας, καθώς οι φήμες περί επανάστασης των Ελλήνων φούντωναν, κάλεσε τον ταμία του Σαντούκ Εμίνην, γνωστό του Λόντου να δει τι συμβαίνει. Ο Λόντος επανέλαβε ότι τα μοναστήρια του Μεγάλου Σπηλαίου και των Ταξιαρχών έχουν διαφωνία μεταξύ τους για κάποια κτήματα στη θέση Ροδιά και απευθύνθηκαν στο Πατριαρχείο το οποίο όριζε ότι έπρεπε επίσκοποι και προύχοντες να εξετάσουν επιτόπου το ζήτημα. Μάλιστα η σύσκεψη διακόπηκε και τέσσερις επίσκοποι και πρόκριτοι πήγαν στη θέση Ροδιά προσποιούμενοι ότι εξετάζουν τα κτήματα. Έτσι ο ταμίας και ο βοεβόδας πείστηκαν ότι δεν υπήρχε κάτι ύποπτο στη συνάντηση. Κατά την επόμενη συνεδρίαση έλαβε τον λόγο ο Παλαιών Πατρών Γερμανός που έθεσε 11 ερωτήματα στον Παπαφλέσσα.
Ζητούσε να μάθει μεταξύ άλλων αν είναι σύμφωνοι όλοι για την Επανάσταση, πόσες και ποιες δυνάμεις υπάρχουν, πότε και πώς θα ξεκινήσει, αν είναι βάσιμη η υπόσχεση για βοήθεια από ξένη δύναμη, τι θα γίνει αν αντιδράσουν οι άλλοι Ευρωπαίοι, πώς θα «αποκοιμήσουν» τους Τούρκους και αν αυτό δεν γίνει, τι θα κάνουν; (Αναλυτικά, παραθέτει τα ερωτήματα αυτά ο Διονύσιος Κόκκινος στο έργο του «Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΙΣ»). Ο Παπαφλέσσας αιφνιδιάστηκε, δεν ανέμενε τα ερωτήματα αυτά. Κατέφυγε έτσι σε υπερβολές και ανακρίβειες. Είπε ότι η Ρωσία θα κηρύξει σύντομα τον πόλεμο στην Τουρκία, ότι η θέληση του τσάρου είναι ν’ αρχίσει η Ελληνική Επανάσταση, ότι πολλά τουρκικά στρατεύματα είναι απασχολημένα με τον Αλή πασά και ότι η εισβολή του Α. Υψηλάντη στη Μολδοβλαχία θα αποτελούσε σοβαρό αντιπερισπασμό.
Επίσης είπε ότι ήδη είχαν σταλεί στην Ύδρα 3.000 ντουφέκια, 300 βαρέλια μπαρούτι, 300 ξίφη και 600.000 σε μετρητά, ενώ σε λίγο θα έφταναν και αυτά που προορίζονταν για την Πελοπόννησο. Οι ευφυείς Πελοποννήσιοι κατάλαβαν όμως τις υπερβολές του Παπαφλέσσα. Ο Ανδρέας Ζαΐμης είπε: «Όλα τα παρά του Δικαίου λεχθέντα είναι άστατα, απελπισμένα, στασιαστικά, ιδιοτελή και σχεδόν μπιρμπάντικα και αν λάβωμεν αυτά ως βάσιν έχοντα, παίρνουμεν το έθνος εις τον λαιμόν μας και θέλομεν επισύρει εις τας κεφαλές μας το αιώνιον ανάθεμα, επειδή καμιάς λογής θετικότης δεν υπάρχει υπέρ του ελπιζομένου ισχυρού και υψηλού έργου».
Ο Παπαφλέσσας ήθελε ν’ απαντήσει, δεν τον άφηνε όμως ο Παλαιών Πατρών Γερμανός, έτσι άρχισε να κραυγάζει για να καλύψει τις φωνές των άλλων. Οι δύο άνδρες λογομάχησαν και ο Γερμανός είπε στον Παπαφλέσσα: «- Είσαι άρπαξ, απατεών και εξωλέστατος (διεφθαρμένος)».
Έξαλλος ο Παπαφλέσσας απάντησε ότι αν δεν συμφωνήσουν μαζί του είχε εντολή από την Αρχή της Εταιρείας να στρατολογήσει «χίλιους Πισινοχωρίτας και Σαμπαζιώτας και άλλους τόσους Μανιάτας και να κηρύξει την επανάστασιν. Και όποιον πιάσουν οι Τούρκοι χωρίς όπλα ας τον σκοτώσουν», πρόσθεσε. Όλοι ταράχτηκαν από τα λόγια αυτά. Πρότειναν να γίνει νέα συνεδρίαση για να ληφθούν οι οριστικές αποφάσεις. Και στην νέα συνεδρίαση, επειδή ο Παπαφλέσσας επέμενε, σκέφτηκαν να τον απομονώσουν στο μοναστήρι της Σιδηρόπορτας, για να μην αποκαλυφθούν τα μυστικά της Εταιρείας. Επίσης, αποφάσισαν να στείλουν τον Δημήτριο Τομαρά με επιστολή στον πρώην Μητροπολίτη Άρτας Ιγνάτιο, που βρισκόταν στην Πίζα, για να μάθουν τις σκέψεις της Ρωσίας και τον Ι. Παπαρρηγόπουλο στη Ρωσία με ιδιαίτερη επιστολή προς τον Καποδίστρια.
Παράλληλα, θα επικοινωνούσαν με τους πρόκριτους της Ύδρας, των Σπετσών και των Ψαρών, για να μάθουν τι σκέφτονταν να κάνουν. Στην τελευταία σύσκεψη αποφασίστηκε να απομονωθεί τελείως ο Παπαφλέσσας στην πατρίδα του και να μην προβεί σε καμία απολύτως ενέργεια. Επίσης, να επαναστατήσει η Πελοπόννησος, μόνο όταν κατέβει στην Ελλάδα ο Α. Υψηλάντης και αφού πρώτα ξεσηκωθούν όλα τα άλλα μέρη της χώρας, να συγκεντρωθούν χρήματα για την Επανάσταση και να μην μεταβούν στην Τριπολιτσά με κανέναν τρόπο. Αν δεν υπάρχει τέλος κανένας τρόπος να το αποφύγουν αυτό «να το χτυπήσουν στο λεβέντικο». Δηλαδή να κηρύξουν την Επανάσταση. Φαίνεται ότι οι μόνοι που συντάχθηκαν με τον Παπαφλέσσα ήταν οι πρόκριτοι του Αιγίου Λόντος, Μελετόπουλος και Μεσσηνέζης.
Οι παριστάμενοι έδωσαν διάφορα ποσά για τον επικείμενο Αγώνα: ο Παλαιών Πατρών Γερμανός χίλια δίστηλα, ο Άνδρεάς Ζαΐμης 3.000 γρόσια και υποσχέθηκε άλλες 7.000, ο Μητροπολίτης Χριστιανουπόλεως 2.000 γρόσια και υποσχέθηκε άλλες 6.000, ο Σωτήρης Χαραλάμπης 2.500 γρόσια και υποσχέθηκε άλλες 4.500, ο Κερνίκης Προκόπιος 1.500 γρόσια και υποσχέθηκε άλλες 12.500, ο Αμβρόσιος Φραντζής 2.000 γρόσια και ο Ν. Λόντος υποσχέθηκε να δώσει στην Πάτρα 4.000 γρόσια. Τέλος ο Φιλικός Ιερόθεος Μεγασπηλαιώτης που βρισκόταν στη Βοστίτσα ανέλαβε να κάνει εισπράξεις σε όλο τον Μοριά για τη Φιλική Εταιρεία.
Τέλος οι πρόκριτοι και αρχιερείς, έστειλαν τον Σωτήρη Χαραλάμπη στην Ύδρα και τις Σπέτσες για να μάθουν τις προθέσεις των νησιωτών. Οι Υδραίοι είπαν στον Χαραλάμπη ότι όλα όσα είχε διαδώσει ο Παπαφλέσσας ήταν ψέματα και τον διέταξαν να φύγει αμέσως. Μέσα σε τρικυμία, με ένα μικρό πλοιάριο ο Χαραλάμπης πήγε στις Σπέτσες, όπου τα πράγματα ήταν καλύτερα. Οι Σπετσιώτες ήταν διατεθειμένοι να συμμετέχουν σε επικείμενη εξέγερση και να διαθέσουν δέκα πλοία με επαρκή εξοπλισμό. Ο Χαραλάμπης επέστρεψε στην Αχαΐα και ανακοίνωσε όσα έγιναν σε Ύδρα και Σπέτσες στους πρόκριτους, οι οποίοι ένιωσαν μεγάλη αμηχανία.
Επίλογος
Παρά τις διαφωνίες στη σύσκεψη της Βοστίτσας, το νερό είχε μπει πλέον στο αυλάκι. Οι πρόκριτοι και οι αρχιερείς με τις γενναίες χρηματικές προσφορές τους, έδειξαν ότι οι όποιες αντιθέσεις τους με τον Παπαφλέσσα οφείλονταν στις υπερβολές του και τη «φασαρία» που προκαλούσε, οι δε δισταγμοί τους είχαν να κάνουν με την επάρκεια των μέσων και επομένως τον χρόνο έναρξης της επανάστασης.
ΥΓ. Το παλαιότερο όνομα «Βοστίτσα» του Αιγίου είναι σλαβικής προέλευσης. Βοστίτσα <σλαβ. *Ovostica «τόπος με οπωροκηπευτικά» (Χ. Π. Συμεωνίδης)
Πηγές: Διονύσιος Α. Κόκκινος, «Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΙΣ», 5η Έκδοση, ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ «ΜΕΛΙΣΣΑ»
«ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ», Τ. ΙΒ, ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΑΘΗΝΩΝ
Ειδήσεις σήμερα
Ο Παπαφλέσσας που είχε αντιληφθεί τις διαθέσεις των προκρίτων έγραψε στον αδελφό του Νικήτα να μεταβεί στο Άργος με τρεις έμπιστους άνδρες. Ο ίδιος με συνοδούς τους Χ. Μάλη, Δ. Δραγώνα από τη Σελίτσα, Σκλαβούνο και τον Ιθακήσιο Πατρίκιο αποβιβάστηκε στο Ναύπλιο και από εκεί πήγε στο Άργος ως Έξαρχος των Πατριαρχείων στην Επισκοπή. Στις 24 Δεκεμβρίου έστειλε επιστολή στους προκρίτους η οποία κατέληγε ως εξής: «Φιλοτιμηθείτε λοιπόν αδελφοί δια τον Θεόν.
Προσπαθήσατε να ενεργήσετε το Πράγμα ως Λακεδαιμόνιοι, ως Αρκάδες, Κορίνθιοι, Μεσσήνιοι και Αργείοι δια να δείξωμεν ότι ημείς μολονότι έχωμεν να κάμωμεν με εν Έθνος φίλαρχον, φιλοτάραχον και οπωσούν κατά το παρόν διεφθαρμένον, πάλιν εδυνήθημεν να το οδηγήσωμεν εις τον ορθόν λόγον. Εγώ είπα, έτρεξα όσον εδυνήθην, προς εκτέλεσιν των ιερών χρεών μου προς την Πατρίδα. Μένει όμως το Πράγμα τώρα εις σας. Η αρμονία των πραγμάτων θέλει αποδείξει ενδόξους τους Πελοποννήσιους όσον η αταξία αδόξους αιωνίως δυστυχείς και παρανάλωμα των εχθρών - ο μη γένοιτο -. Παύω πλέον και εύχομαι να ακολουθήσετε την οδηγίαν του ορθού λόγου».
Όταν ο Παπαφλέσσας συναντήθηκε με τον Περούκα στο Άργος κατάλαβε ότι οι πρόκριτοι ήθελαν να τον περιορίσουν. Φόρεσε τότε τουρκικά ενδύματα που του έφερε ο αδελφός του και με συνοδεία 7 ενόπλων ντυμένος σαν Τούρκος αγάς πήγε στον Άγιο Γεώργιο Κορινθίας στο μοναστήρι που βρισκόταν εκεί και πληροφορήθηκε από τον ηγούμενο Δανιήλ Παμπούκη και τον Αναγνώστη Οικονομόπουλο, που ήταν μέλη της Φιλικής Εταιρείας για τις προόδους των μυήσεων στον Μοριά. Έπειτα πήγε στην Κόρινθο όπου συναντήθηκε με τον Φιλικό Σταύρο Νικολάου και από εκεί με τον αδελφό του Νικήτα και τους επτά ένοπλους συνοδούς του πήγε στη Βοστίτσα όπου κατέλυσε στο σπίτι του Αναγνώστη Αλεξανδρόπουλου.
Στις 6 Ιανουαρίου 1821 έγιναν δύο σοβαρά γεγονότα άσχετα μεταξύ τους τα οποίο όμως ήταν ευνοϊκά για την Ελληνική Επανάσταση. Ο Χουρσίτ έφυγε για τα Γιάννενα προκειμένου να αντιμετωπίσει τον Αλή Πασά. Ο κεχαγιάμπεης του Χουρσιτ διορίστηκε διοικητής του διαμερίσματος Θεσσαλονίκης. Στην Τριπολιτσά, πρωτεύουσα του Μοριά τότε, έμεινε μόνο ο καϊμακάμης Μεχμέτ Σαλίχ.
Ο Χουρσίτ φρόντισε μόνο να στείλει στην πόλη 1.000 Αλβανούς για την επιβολή της τάξης, αν υπήρχε ανάγκη. Ένα άλλο πολύ σημαντικό γεγονός ήταν η επάνοδος του Κολοκοτρώνη στον Μοριά μετά από χρόνια. Είχε λάβει επιστολή του Α. Υψηλάντη για να συμμετέχει στην επικείμενη εξέγερση. Με το πρόσχημα της διεξαγωγής εμπορικών επιχειρήσεων στο Αιγαίο έλαβε άδεια να φύγει από τη Ζάκυνθο. Αυτός όμως αποβιβάστηκε στην Τσίμοβα (Αρεόπολη) και πήγε στο σπίτι του παλιού του φίλου Διονυσίου Μούρτζινου ο οποίος του παρείχε καταφύγιο. Η μυστική άφιξη όμως του Κολοκοτρώνη στην Πελοπόννησο σύντομα αποκαλύφθηκε σκορπίζοντας θύελλα ενθουσιασμού στους Έλληνες. Είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμα και οι παλιοί του αντίπαλοι Δεληγιανναίοι, που είχαν ακόμα τότε το επώνυμο Παπαγιαννόπουλος, του έστειλαν επιστολή στη Ζάκυνθο με τον Δημήτριο Πλαπούτα:
«... Μην καταδεχθείς ποτέ, το οποίον και ποτέ δεν ελπίζομεν, ίνα αθετήσεις ταύτην την πατριωτικήν πρόσκλησιν και μείνεις αλλαχού. Αλλ' ως συμπολίτης και αδελφός μας πρόθυμος και πάραυτα να ακολουθήσεις τον ενταύθα ερχομόν σου τον οποίον και περιμένομεν αφεύκτως», έγραφαν μεταξύ άλλων. Λίγο μετά τον Κολοκοτρώνη έφυγε από τη Ζάκυνθο για την Πελοπόννησο και ο Νικηταράς, ενώ στον Μοριά έφτασαν και οι γιοι του Κολοκοτρώνη Πάνος και Ιωάννης, ο μετέπειτα γνωστός ως Γενναίος.
Η σύσκεψη της Βοστίτσας (26-29 Ιανουαρίου 1821)
Στην Ελλάδα στις αρχές του 1821 υπήρχε η συντριπτική υπεροχή συμπαγών ελληνικών πληθυσμών σε σχέση με τους αντίστοιχους τουρκικούς που ήταν εγκατεστημένοι στις ίδιες περιοχές. Η αναλογία στην ηπειρωτική χώρα, ήταν σχεδόν παντού 11:1. Το σύνολο των Ελλήνων κατοίκων της Πελοποννήσου, της Στερεάς Ελλάδας και της Εύβοιας ήταν 705.850 ενώ των Τούρκων 63.600. Στις Βόρειες Σποράδες, τα νησιά του Αργοσαρωνικού, τις Κυκλάδες, τη Σάμο, τη Χίο και τα Δωδεκάνησα εκτός από τη Ρόδο και την Κω, ζούσαν 366.200 Έλληνες και μόλις 1.100 Τούρκοι. Στη Χίο μάλιστα δεν ζούσε κανένας Τούρκος, όπως και σε αρκετές απόμερες περιοχές της Ρούμελης και του Μοριά. Στην Κρήτη οι Έλληνες ήταν 160.000 και οι Τούρκοι 130.000. Η συντριπτική πληθυσμιακή υπεροχή των Ελλήνων ήταν ένας από τους λόγους που έκαναν επιτακτική την ανάγκη για την έναρξη της Επανάστασης.
Πραγματικά, κατά τις αρχές του 1821 υπήρχε αναβρασμός σε πολλά μέρη της Ελλάδας. Στη Βοστίτσα (Αίγιο) ο Παπαφλέσσας είχε δημιουργήσει γύρω του ολόκληρο κύκλο και προκαλούσε έντονες συζητήσεις. Τότε οι πρόκριτοι του Μοριά, ιδιαίτερα των βορείων τμημάτων του, αποφάσισαν να οργανώσουν μία μυστική σύσκεψη για να ακούσουν τι έχει να τους πει ο Παπαφλέσσας. Οι πιο πολλοί από αυτούς θεωρούσαν ότι χωρίς τη βοήθεια της Ρωσίας κάθε επαναστατική κίνηση ήταν καταδικασμένη σε αποτυχία.
Ενδεικτική είναι η επιστολή του Πανούτσου Νοταρά στις 14 Ιανουαρίου 1821 προς τον Παλαιών Πατρών Γερμανό και τους προκρίτους Βοστίτσας και Καλαβρύτων. Αρχικά οι πρόκριτοι σκέφτηκαν να συναντηθούν στα Καλάβρυτα, φοβήθηκαν όμως ότι αυτό θα έβαζε σε υποψίες τους Τούρκους, έτσι αποφάσισαν να συναντηθούν στη Βοστίτσα. Για να δικαιολογήσουν μάλιστα τη συνάθροισή τους έδειξαν στον βοεβόδα της πόλης ένα παλιό φιρμάνι που είχε λάβει ο Μητροπολίτης Χριστιανουπόλεως Τριφυλίας (Μεσσηνίας) το οποίο όριζε την πώληση ενός μετοχίου μετά από συμβούλιο επισκόπων και προκρίτων.
Στις 17 Ιανουαρίου ξεκίνησε από την Κυπαρισσία ο Μητροπολίτης Χριστιανουπόλεως με τον πρωτοσύγκελο Αμβρόσιο Φραντζή. Στις 19/1 έφτασαν στην Πάτρα. Από εκεί έφυγαν στις 23 Ιανουαρίου μαζί με τον Παλαιών Πατρών Γερμανό και τον Νικόλαο Λόντο και πήγαν στη Βοστίτσα όπου τους περίμεναν οι Ανδρέας Ζαΐμης, Σωτήρης Χαραλάμπης, Ασημάκης Ζαΐμης, Ασημάκης Φωτήλας, Σωτήρης Θεοχαρόπουλος, Ιωάννης Παπαδιαμαντόπουλος, ο αρχιμανδρίτης Προκόπιος, τοποτηρητής της επισκοπής Κερνίκης κ.ά.. Ο Τζορτζ Φίνλεϊ θέλοντας να τονίσει τη σημασία της σύσκεψης αυτής την ονομάζει "αναβίωση του Αχαϊκού Δεσμού" (Αχαϊκής Συμπολιτείας).
Η σύσκεψη ξεκίνησε στις 26 Ιανουαρίου 1821 στο σπίτι του Ανδρέα Λόντου με παρόντες τον Παπαφλέσσα και τον αδελφό του Νικήτα. Εκεί ο Παπαφλέσσας ως αντιπρόσωπος του Αλέξανδρου Υψηλάντη κλήθηκε να αναπτύξει τις θέσεις του για τον αγώνα. Μίλησε με πάθος και ενθουσιασμό, είπε ότι η Ρωσία γνωρίζει για την ύπαρξη της Φιλικής Εταιρείας και έχει εφοδιάσει τον Υψηλάντη με όλα τα απαραίτητα. Μάλιστα σύμφωνα με τον αείμνηστο πρωτοπρεσβύτερο Γεώργιο Μεταλληνό, συμπλήρωσε ότι ο τουρκικός στόλος θα επυρπολείτο στο λιμάνι της Κωνσταντινουπόλεως και θα ακολουθούσε εμπρησμός της Πόλης και δολοφονία του Σουλτάνου. Τέλος, αναφερόμενος στον Υψηλάντη με τη βαρύνουσα φράση "Άλλος Εγώ" παρουσίασε επιστολές και οδηγίες του για την επανάσταση στον Μοριά.
Οι υποψίες των Τούρκων - Η διαμάχη Παλαιών Πατρών Γερμανού και Παπαφλέσσα
Ο βοεβόδας της Βοστίτσας, καθώς οι φήμες περί επανάστασης των Ελλήνων φούντωναν, κάλεσε τον ταμία του Σαντούκ Εμίνην, γνωστό του Λόντου να δει τι συμβαίνει. Ο Λόντος επανέλαβε ότι τα μοναστήρια του Μεγάλου Σπηλαίου και των Ταξιαρχών έχουν διαφωνία μεταξύ τους για κάποια κτήματα στη θέση Ροδιά και απευθύνθηκαν στο Πατριαρχείο το οποίο όριζε ότι έπρεπε επίσκοποι και προύχοντες να εξετάσουν επιτόπου το ζήτημα. Μάλιστα η σύσκεψη διακόπηκε και τέσσερις επίσκοποι και πρόκριτοι πήγαν στη θέση Ροδιά προσποιούμενοι ότι εξετάζουν τα κτήματα. Έτσι ο ταμίας και ο βοεβόδας πείστηκαν ότι δεν υπήρχε κάτι ύποπτο στη συνάντηση. Κατά την επόμενη συνεδρίαση έλαβε τον λόγο ο Παλαιών Πατρών Γερμανός που έθεσε 11 ερωτήματα στον Παπαφλέσσα.
Ζητούσε να μάθει μεταξύ άλλων αν είναι σύμφωνοι όλοι για την Επανάσταση, πόσες και ποιες δυνάμεις υπάρχουν, πότε και πώς θα ξεκινήσει, αν είναι βάσιμη η υπόσχεση για βοήθεια από ξένη δύναμη, τι θα γίνει αν αντιδράσουν οι άλλοι Ευρωπαίοι, πώς θα «αποκοιμήσουν» τους Τούρκους και αν αυτό δεν γίνει, τι θα κάνουν; (Αναλυτικά, παραθέτει τα ερωτήματα αυτά ο Διονύσιος Κόκκινος στο έργο του «Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΙΣ»). Ο Παπαφλέσσας αιφνιδιάστηκε, δεν ανέμενε τα ερωτήματα αυτά. Κατέφυγε έτσι σε υπερβολές και ανακρίβειες. Είπε ότι η Ρωσία θα κηρύξει σύντομα τον πόλεμο στην Τουρκία, ότι η θέληση του τσάρου είναι ν’ αρχίσει η Ελληνική Επανάσταση, ότι πολλά τουρκικά στρατεύματα είναι απασχολημένα με τον Αλή πασά και ότι η εισβολή του Α. Υψηλάντη στη Μολδοβλαχία θα αποτελούσε σοβαρό αντιπερισπασμό.
Επίσης είπε ότι ήδη είχαν σταλεί στην Ύδρα 3.000 ντουφέκια, 300 βαρέλια μπαρούτι, 300 ξίφη και 600.000 σε μετρητά, ενώ σε λίγο θα έφταναν και αυτά που προορίζονταν για την Πελοπόννησο. Οι ευφυείς Πελοποννήσιοι κατάλαβαν όμως τις υπερβολές του Παπαφλέσσα. Ο Ανδρέας Ζαΐμης είπε: «Όλα τα παρά του Δικαίου λεχθέντα είναι άστατα, απελπισμένα, στασιαστικά, ιδιοτελή και σχεδόν μπιρμπάντικα και αν λάβωμεν αυτά ως βάσιν έχοντα, παίρνουμεν το έθνος εις τον λαιμόν μας και θέλομεν επισύρει εις τας κεφαλές μας το αιώνιον ανάθεμα, επειδή καμιάς λογής θετικότης δεν υπάρχει υπέρ του ελπιζομένου ισχυρού και υψηλού έργου».
Ο Παπαφλέσσας ήθελε ν’ απαντήσει, δεν τον άφηνε όμως ο Παλαιών Πατρών Γερμανός, έτσι άρχισε να κραυγάζει για να καλύψει τις φωνές των άλλων. Οι δύο άνδρες λογομάχησαν και ο Γερμανός είπε στον Παπαφλέσσα: «- Είσαι άρπαξ, απατεών και εξωλέστατος (διεφθαρμένος)».
Έξαλλος ο Παπαφλέσσας απάντησε ότι αν δεν συμφωνήσουν μαζί του είχε εντολή από την Αρχή της Εταιρείας να στρατολογήσει «χίλιους Πισινοχωρίτας και Σαμπαζιώτας και άλλους τόσους Μανιάτας και να κηρύξει την επανάστασιν. Και όποιον πιάσουν οι Τούρκοι χωρίς όπλα ας τον σκοτώσουν», πρόσθεσε. Όλοι ταράχτηκαν από τα λόγια αυτά. Πρότειναν να γίνει νέα συνεδρίαση για να ληφθούν οι οριστικές αποφάσεις. Και στην νέα συνεδρίαση, επειδή ο Παπαφλέσσας επέμενε, σκέφτηκαν να τον απομονώσουν στο μοναστήρι της Σιδηρόπορτας, για να μην αποκαλυφθούν τα μυστικά της Εταιρείας. Επίσης, αποφάσισαν να στείλουν τον Δημήτριο Τομαρά με επιστολή στον πρώην Μητροπολίτη Άρτας Ιγνάτιο, που βρισκόταν στην Πίζα, για να μάθουν τις σκέψεις της Ρωσίας και τον Ι. Παπαρρηγόπουλο στη Ρωσία με ιδιαίτερη επιστολή προς τον Καποδίστρια.
Παράλληλα, θα επικοινωνούσαν με τους πρόκριτους της Ύδρας, των Σπετσών και των Ψαρών, για να μάθουν τι σκέφτονταν να κάνουν. Στην τελευταία σύσκεψη αποφασίστηκε να απομονωθεί τελείως ο Παπαφλέσσας στην πατρίδα του και να μην προβεί σε καμία απολύτως ενέργεια. Επίσης, να επαναστατήσει η Πελοπόννησος, μόνο όταν κατέβει στην Ελλάδα ο Α. Υψηλάντης και αφού πρώτα ξεσηκωθούν όλα τα άλλα μέρη της χώρας, να συγκεντρωθούν χρήματα για την Επανάσταση και να μην μεταβούν στην Τριπολιτσά με κανέναν τρόπο. Αν δεν υπάρχει τέλος κανένας τρόπος να το αποφύγουν αυτό «να το χτυπήσουν στο λεβέντικο». Δηλαδή να κηρύξουν την Επανάσταση. Φαίνεται ότι οι μόνοι που συντάχθηκαν με τον Παπαφλέσσα ήταν οι πρόκριτοι του Αιγίου Λόντος, Μελετόπουλος και Μεσσηνέζης.
Οι παριστάμενοι έδωσαν διάφορα ποσά για τον επικείμενο Αγώνα: ο Παλαιών Πατρών Γερμανός χίλια δίστηλα, ο Άνδρεάς Ζαΐμης 3.000 γρόσια και υποσχέθηκε άλλες 7.000, ο Μητροπολίτης Χριστιανουπόλεως 2.000 γρόσια και υποσχέθηκε άλλες 6.000, ο Σωτήρης Χαραλάμπης 2.500 γρόσια και υποσχέθηκε άλλες 4.500, ο Κερνίκης Προκόπιος 1.500 γρόσια και υποσχέθηκε άλλες 12.500, ο Αμβρόσιος Φραντζής 2.000 γρόσια και ο Ν. Λόντος υποσχέθηκε να δώσει στην Πάτρα 4.000 γρόσια. Τέλος ο Φιλικός Ιερόθεος Μεγασπηλαιώτης που βρισκόταν στη Βοστίτσα ανέλαβε να κάνει εισπράξεις σε όλο τον Μοριά για τη Φιλική Εταιρεία.
Τέλος οι πρόκριτοι και αρχιερείς, έστειλαν τον Σωτήρη Χαραλάμπη στην Ύδρα και τις Σπέτσες για να μάθουν τις προθέσεις των νησιωτών. Οι Υδραίοι είπαν στον Χαραλάμπη ότι όλα όσα είχε διαδώσει ο Παπαφλέσσας ήταν ψέματα και τον διέταξαν να φύγει αμέσως. Μέσα σε τρικυμία, με ένα μικρό πλοιάριο ο Χαραλάμπης πήγε στις Σπέτσες, όπου τα πράγματα ήταν καλύτερα. Οι Σπετσιώτες ήταν διατεθειμένοι να συμμετέχουν σε επικείμενη εξέγερση και να διαθέσουν δέκα πλοία με επαρκή εξοπλισμό. Ο Χαραλάμπης επέστρεψε στην Αχαΐα και ανακοίνωσε όσα έγιναν σε Ύδρα και Σπέτσες στους πρόκριτους, οι οποίοι ένιωσαν μεγάλη αμηχανία.
Επίλογος
Παρά τις διαφωνίες στη σύσκεψη της Βοστίτσας, το νερό είχε μπει πλέον στο αυλάκι. Οι πρόκριτοι και οι αρχιερείς με τις γενναίες χρηματικές προσφορές τους, έδειξαν ότι οι όποιες αντιθέσεις τους με τον Παπαφλέσσα οφείλονταν στις υπερβολές του και τη «φασαρία» που προκαλούσε, οι δε δισταγμοί τους είχαν να κάνουν με την επάρκεια των μέσων και επομένως τον χρόνο έναρξης της επανάστασης.
ΥΓ. Το παλαιότερο όνομα «Βοστίτσα» του Αιγίου είναι σλαβικής προέλευσης. Βοστίτσα <σλαβ. *Ovostica «τόπος με οπωροκηπευτικά» (Χ. Π. Συμεωνίδης)
Πηγές: Διονύσιος Α. Κόκκινος, «Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΙΣ», 5η Έκδοση, ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ «ΜΕΛΙΣΣΑ»
«ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ», Τ. ΙΒ, ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΑΘΗΝΩΝ
Ειδήσεις σήμερα
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr