Οι Ιλλυρικοί Πόλεμοι: Η κατάκτηση και η καταστροφή των Ιλλυριών από τους Ρωμαίους (229-168 π.Χ.)
11.02.2023
12:18
Ο πρώτος Ιλλυρικός Πόλεμος (229-228 π.Χ.): Οι Ρωμαίοι εναντίον της Τεύτας - Ο δεύτερος Ιλλυρικός Πόλεμος (219 π.Χ.): Οι Ρωμαίοι εναντίον του Δημητρίου του Φάρου - Ο τρίτος Ιλλυρικός Πόλεμος (168 π.Χ.): η ολοκληρωτική καταστροφή της Ιλλυρίας
Με τον όρο Ιλλυρικοί Πόλεμοι έμειναν στην ιστορία τρεις πολεμικές συγκρούσεις που έγιναν μεταξύ των Ρωμαίων και των Ιλλυριών (229-228 π.Χ., 219 π.Χ. και 168 π.Χ.) και είχαν ως τελικό αποτέλεσμα την καταστροφή των Ιλλυριών και την υποταγή τους στους Ρωμαίους.
Μια σύντομη αναφορά στους Ιλλυρικούς Πολέμους είχαμε κάνει σε άρθρο μας, που συνοδεύτηκε από έντονες αντιπαραθέσεις στα σχόλια των αναγνωστών μας, στις 5/9/2021. Σήμερα θα αναφερθούμε εκτενέστερα σε αυτούς.
Οι Ιλλυριοί το 230 π.Χ.
Στα τέλη της δεκαετίας του 230 π.Χ. οι Έλληνες γείτονες των Ιλλυριών προς νότο, η Συμπολιτεία των ηπειρώτικων φύλων και κοινοτήτων ,περιέπεσε σε χάος μετά την ανατροπή της δημοκρατίας από μια μισητή μοναρχία. Εκείνη την εποχή οι Αρδιείς (ή Αρδιαίοι) ήταν η κυρίαρχη φυλή των Ιλλυριών και ο βασιλιάς τους Άγρων είχε διαμορφώσει ένα είδος ένωσης, κορμός της οποίας ήταν οι συμμαχίες με άλλους τοπικούς ηγεμόνες, από την Κεντρική Ιλλυρία όπως ο Έλληνας άρχοντας Δημήτριος, από το πλούσιο νησί Φάρος (σήμερα Χβαρ της Κροατίας) στην Αδριατική και ο Σκερδιλαΐδας, ηγέτης των Λαβεατών, ενός πολεμικού λαού που κατοικούσε κοντά στη λίμνη Σκόδρα. Εκμεταλλευόμενος τη χαώδη κατάσταση στην Ήπειρο, ο Άγρων πέτυχε το 231 π.Χ. μία σημαντική νίκη επί των Αιτωλών και στη συνέχεια με τους Αρδιείς επέδραμε νότια ως την ακτογραμμή της Πελοποννήσου.
Σημαντικότερη όμως απ' όλα αυτά ήταν η κατάληψη της Φοινίκης, μιας σπουδαίας πόλης της Ηπείρου, που βρισκόταν στην κύρια οδό, από βορρά προς νότο, που ένωνε την Ιλλυρία με την Ήπειρο και ήταν στρατηγικής σημασίας. Είχε πρόσβαση στη θάλασσα, στον Ογχησμό, ένα από τα τρία σημαντικά λιμάνια της περιοχής, μαζί με το Βουθρωτό και το Ωρικό. Ο Άγρων πέθανε λίγο αργότερα από πλευρίτιδα. Τον διαδέχτηκε ο γιος του Πίννης, ουσιαστικά όμως η δεύτερη σύζυγός του Τεύτα, που έγινε αντιβασίλισσα. Μετά την απώλεια της Φοινίκης, οι Ηπειρώτες εντάχθηκαν στη συμμαχία των Αιτωλών και των Ακαρνάνων.
Σύντομα οι νέοι σύμμαχοι κινήθηκαν βόρεια, εναντίον των Ιλλυριών. Οι δύο στρατοί συναντήθηκαν κοντά στην Πασσαρώνα (λίγο έξω από τα σημερινά Ιωάννινα). Επικεφαλής των 10.000 Ιλλυριών ήταν ο Σκερδιλαΐδας. Λίγο πριν την έναρξη της μάχης όμως ,η Τεύτα ανακάλεσε τις δυνάμεις της για να αντιμετωπίσουν την εξέγερση μιας φυλής της συνομοσπονδίας της, άγνωστο ποιας, που είχε καλέσει σε βοήθεια τους Δάρδανους, που κατείχαν την περιοχή βόρεια της Μακεδονίας και βορειοανατολικά της Ιλλυρίας (κυρίως στο σημερινό Κόσοβο) και έκαναν επιδρομές πολύ συχνά πέρα από τα σύνορά τους.
Ο Σκερδιλαΐδας αποσύρθηκε από την Πασσαρώνα και κινήθηκε προς τον βορρά, προβαίνοντας σε λεηλασίες. Τελικά έκλεισε μια συμφωνία με τους Ηπειρώτες και τους επέστρεψε τη Φοινίκη αφού κράτησε όλη τη λεία από την πόλη και πήρε πλούσια λάφυρα. Αφού αποσοβήθηκε ο κίνδυνος από τους Δάρδανους, η Τεύτα στράφηκε στο νησί Ίσσα (σήμερα Βις της Κροατίας).
Είχε στην κατοχή της ήδη τη Φάρο και τη Μέλαινα Κόρκυρα (σήμερα Κόρτσουλα της Κροατίας). Η εκστρατεία ξεκίνησε το 229 π.Χ. Αρχικά οι Ιλλυριοί πολιόρκησαν την Επίδαμνο (το σημερινό Δυρράχιο), οι κάτοικοι του οποίου όμως απέκρουσαν την επίθεση. Οι Ιλλυριοί ενώθηκαν με τον υπόλοιπο στόλο τους και πολιόρκησαν την Κέρκυρα, την οποία και κατέλαβαν μετά από νίκη τους σε ναυμαχία εναντίον των Ελλήνων που έγινε κοντά στους Παξούς.
Να σημειώσουμε ότι στη ναυμαχία αυτή οι Ιλλυριοί είχαν μαζί τους και τους Ακαρνάνες. Στην Κέρκυρα εγκατέστησαν φρουρά με τον Δημήτριο της Φάρου, ενώ οι υπόλοιπες δυνάμεις τους πολιόρκησαν εκ νέου την Επίδαμνο. Οι Ηπειρώτες απογοητευμένοι από την ήττα στους Παξούς εγκατέλειψαν τη συμμαχία με τους άλλους Έλληνες και συμμάχησαν με τους Ιλλυριούς, παραχωρώντας τους ως αντάλλαγμα την Ατιντανία, το κύριο πέρασμα προς την Αντιγόνεια, στα σύνορα Ιλλυρίας και Ηπείρου.
Μια σύντομη αναφορά στους Ιλλυρικούς Πολέμους είχαμε κάνει σε άρθρο μας, που συνοδεύτηκε από έντονες αντιπαραθέσεις στα σχόλια των αναγνωστών μας, στις 5/9/2021. Σήμερα θα αναφερθούμε εκτενέστερα σε αυτούς.
Οι Ιλλυριοί το 230 π.Χ.
Στα τέλη της δεκαετίας του 230 π.Χ. οι Έλληνες γείτονες των Ιλλυριών προς νότο, η Συμπολιτεία των ηπειρώτικων φύλων και κοινοτήτων ,περιέπεσε σε χάος μετά την ανατροπή της δημοκρατίας από μια μισητή μοναρχία. Εκείνη την εποχή οι Αρδιείς (ή Αρδιαίοι) ήταν η κυρίαρχη φυλή των Ιλλυριών και ο βασιλιάς τους Άγρων είχε διαμορφώσει ένα είδος ένωσης, κορμός της οποίας ήταν οι συμμαχίες με άλλους τοπικούς ηγεμόνες, από την Κεντρική Ιλλυρία όπως ο Έλληνας άρχοντας Δημήτριος, από το πλούσιο νησί Φάρος (σήμερα Χβαρ της Κροατίας) στην Αδριατική και ο Σκερδιλαΐδας, ηγέτης των Λαβεατών, ενός πολεμικού λαού που κατοικούσε κοντά στη λίμνη Σκόδρα. Εκμεταλλευόμενος τη χαώδη κατάσταση στην Ήπειρο, ο Άγρων πέτυχε το 231 π.Χ. μία σημαντική νίκη επί των Αιτωλών και στη συνέχεια με τους Αρδιείς επέδραμε νότια ως την ακτογραμμή της Πελοποννήσου.
Σημαντικότερη όμως απ' όλα αυτά ήταν η κατάληψη της Φοινίκης, μιας σπουδαίας πόλης της Ηπείρου, που βρισκόταν στην κύρια οδό, από βορρά προς νότο, που ένωνε την Ιλλυρία με την Ήπειρο και ήταν στρατηγικής σημασίας. Είχε πρόσβαση στη θάλασσα, στον Ογχησμό, ένα από τα τρία σημαντικά λιμάνια της περιοχής, μαζί με το Βουθρωτό και το Ωρικό. Ο Άγρων πέθανε λίγο αργότερα από πλευρίτιδα. Τον διαδέχτηκε ο γιος του Πίννης, ουσιαστικά όμως η δεύτερη σύζυγός του Τεύτα, που έγινε αντιβασίλισσα. Μετά την απώλεια της Φοινίκης, οι Ηπειρώτες εντάχθηκαν στη συμμαχία των Αιτωλών και των Ακαρνάνων.
Σύντομα οι νέοι σύμμαχοι κινήθηκαν βόρεια, εναντίον των Ιλλυριών. Οι δύο στρατοί συναντήθηκαν κοντά στην Πασσαρώνα (λίγο έξω από τα σημερινά Ιωάννινα). Επικεφαλής των 10.000 Ιλλυριών ήταν ο Σκερδιλαΐδας. Λίγο πριν την έναρξη της μάχης όμως ,η Τεύτα ανακάλεσε τις δυνάμεις της για να αντιμετωπίσουν την εξέγερση μιας φυλής της συνομοσπονδίας της, άγνωστο ποιας, που είχε καλέσει σε βοήθεια τους Δάρδανους, που κατείχαν την περιοχή βόρεια της Μακεδονίας και βορειοανατολικά της Ιλλυρίας (κυρίως στο σημερινό Κόσοβο) και έκαναν επιδρομές πολύ συχνά πέρα από τα σύνορά τους.
Ο Σκερδιλαΐδας αποσύρθηκε από την Πασσαρώνα και κινήθηκε προς τον βορρά, προβαίνοντας σε λεηλασίες. Τελικά έκλεισε μια συμφωνία με τους Ηπειρώτες και τους επέστρεψε τη Φοινίκη αφού κράτησε όλη τη λεία από την πόλη και πήρε πλούσια λάφυρα. Αφού αποσοβήθηκε ο κίνδυνος από τους Δάρδανους, η Τεύτα στράφηκε στο νησί Ίσσα (σήμερα Βις της Κροατίας).
Είχε στην κατοχή της ήδη τη Φάρο και τη Μέλαινα Κόρκυρα (σήμερα Κόρτσουλα της Κροατίας). Η εκστρατεία ξεκίνησε το 229 π.Χ. Αρχικά οι Ιλλυριοί πολιόρκησαν την Επίδαμνο (το σημερινό Δυρράχιο), οι κάτοικοι του οποίου όμως απέκρουσαν την επίθεση. Οι Ιλλυριοί ενώθηκαν με τον υπόλοιπο στόλο τους και πολιόρκησαν την Κέρκυρα, την οποία και κατέλαβαν μετά από νίκη τους σε ναυμαχία εναντίον των Ελλήνων που έγινε κοντά στους Παξούς.
Να σημειώσουμε ότι στη ναυμαχία αυτή οι Ιλλυριοί είχαν μαζί τους και τους Ακαρνάνες. Στην Κέρκυρα εγκατέστησαν φρουρά με τον Δημήτριο της Φάρου, ενώ οι υπόλοιπες δυνάμεις τους πολιόρκησαν εκ νέου την Επίδαμνο. Οι Ηπειρώτες απογοητευμένοι από την ήττα στους Παξούς εγκατέλειψαν τη συμμαχία με τους άλλους Έλληνες και συμμάχησαν με τους Ιλλυριούς, παραχωρώντας τους ως αντάλλαγμα την Ατιντανία, το κύριο πέρασμα προς την Αντιγόνεια, στα σύνορα Ιλλυρίας και Ηπείρου.
Ο Α' Ιλλυρικός Πόλεμος (229-228 π.Χ.)
Οι Ιλλυριοί τα προηγούμενα χρόνια «διακρίνονταν» κυρίως ως πειρατές στην Αδριατική. Πλέον, έχοντας στην κατοχή τους τη Φάρο, την Κέρκυρα και τη Μέλαινα Κόρκυρα είχαν γίνει μια ιδιαίτερα υπολογίσιμη δύναμη. Αν κατάφερναν να καταλάβουν την Ίσσα και την Επίδαμνο, που ήδη πολιορκούσαν, και την Απολλωνία θα είχαν γίνει κύριοι μιας μεγάλης έκτασης στις ακτές της Αδριατικής, καθιστώντας σχεδόν αδύνατη οποιαδήποτε απόβαση των Ρωμαίων εκεί.
Οι κάτοικοι της Ίσσας ζήτησαν βοήθεια από τους Ρωμαίους. Παράλληλα Ιλλυριοί πειρατές σκότωσαν μερικούς Ιταλούς εμπόρους, κάτι που μαθεύτηκε στη Ρώμη. Θορυβημένοι οι Ρωμαίοι έστειλαν δύο πρεσβευτές στην Τεύτα, του αδελφούς Γναίο και Λεύκιο Κορουνκάνιο. Η Τεύτα τους αντιμετώπισε με περιφρόνηση, συζητώντας μάλιστα με τους συμβούλους της κυρίως τα σχετικά με την πολιορκία της Ίσσας ζητήματα. Όταν στράφηκε ξανά προς τους Ρωμαίους, με μια υποκριτική ευγένεια, τους είπε ότι το γεγονός της δολοφονίας των εμπόρων δεν αφορά τη Ρώμη, ως κράτος και ότι «οι ηγεμόνες της Ιλλυρίας δεν συνηθίζουν να εμποδίζουν τους υπηκόους τους να βγάζουν κέρδη από τη θάλασσα».
Η απάντησή της αυτή σαφώς και δεν ήταν καθόλου διπλωματική. Ο νεαρότερος Κορυνκάνιος εκνευρίστηκε και είπε στην Τεύτα ότι αν η άρνησή της να περιορίσει τους υπηκόους της αποτελούσε συνηθισμένη ιλλυρική πρακτική, μπορεί οι Ρωμαίοι να έρχονταν και να άλλαζαν τα πράγματα. Οι αδελφοί Κορυνκάνιοι είχαν αποφασίσει πως η Τεύτα ήταν εχθρός της Ρώμης. Η συνάντηση διακόπηκε με έντονη αντιπαράθεση, με αιωρούμενη την απειλή αντιποίνων. Ενώ οι απεσταλμένοι της Ρώμης ετοιμάζονταν να αποχωρήσουν, ο μικρότερος Κορυνκάνιος ή και οι δύο και ο αξιωματούχος της Ίσσας που τους συνόδευε δολοφονήθηκαν.
Οι επιζώντες της διπλωματικής αποστολής που πήγαν στη Ρώμη, μετέφεραν όσα έγιναν και βέβαια οι Ρωμαίοι εξέλαβαν όσα έγιναν ως πράξη πολέμου. Έτσι, για πρώτη φορά ενεπλάκησαν σε στρατιωτική επιχείρηση πέρα από τη θάλασσα στα ανατολικά «σε περιοχές όπου η γλώσσα και η παιδεία ήταν ελληνικές», όπως γράφει ο Robin Waterfield.
Το επεισόδιο με τη δολοφονία των Ιταλών εμπόρων ήταν απλά η αφορμή. Οι Ρωμαίοι θεωρούσαν τους Ιλλυριούς, μελλοντικά ιδιαίτερα, σοβαρή απειλή. Οι Ρωμαίοι δεν ήθελαν έναν ισχυρό γείτονα και επιθυμούσαν να ελέγχουν την Αδριατική για λογαριασμό τους.
Το 229 π.Χ. ξεκίνησαν τον πόλεμο. 22.000 άνδρες συγκεντρώθηκαν στο Βρεντέσιο (Μπρίντεζι) και με 200 πλοία διέσχισαν την Αδριατική. Ύπατοι των Ρωμαίων το 229 π.Χ. ήταν ο Γναίος Φούλβιος Κεντούμαλος και ο Λεύκιος Ποστούμιος Αλβίνος. Ενώ ο Φούλβιος οδήγησε τους άνδρες του κατά της Κέρκυρας, ο Ποστούμιος έκανε την Απολλωνία ρωμαϊκή βάση και στρατόπεδο.
Ο Δημήτριος ο Φάριος, σύμμαχος ως τότε της Τεύτας που βρισκόταν στην Κέρκυρα, παραδόθηκε στον Φούλβιο καθώς εκείνος πλησίαζε το νησί και ανέλαβε καθήκοντα συμβούλου των Ρωμαίων για το υπόλοιπο του πολέμου. Ίσως και το νησί της Φάρου πέρασε στο πλευρό των Ρωμαίων, όπως και η Μέλαινα Κόρκυρα.
Με την κατοχή της Μέλαινας Κόρκυρας οι Ρωμαίοι απέκοψαν τους Ιλλυριούς από τους συμμάχους τους Ακαρνάνες, που είχαν δείξει τις ικανότητές τους στη ναυμαχία των Παξών. Οι Ρωμαίοι επίσης εξόντωσαν τους Ιλλυριούς που πολιορκούσαν την Επίδαμνο και την Ίσσα. Έτσι επικράτησαν πλήρως επί των αντιπάλων τους.
Η Τεύτα, ο Πίννης η βασιλική αυλή και το θησαυροφυλάκιο αποσύρθηκαν στον Ρίζονα, στον κόλπου του Κότορ (στο σημερινό Μαυροβούνιο), ένα φιόρδ που διαθέτει εσωτερικό και εξωτερικό όρμο σε στενή είσοδο και ήταν απίθανο να προσβληθεί τόσο από την ξηρά όσο και από τη θάλασσα, αλλά οι Ρωμαίοι μπορούσαν να επιτηρούν την Τεύτα όσο βρισκόταν εκεί.
Ο Φούλβιος επέστρεψε στη Ρώμη με τα περισσότερα στρατεύματα, ενώ ο Ποστούμιος ξεχειμώνιασε στην Επίδαυρο για να ολοκληρώσει τις διαπραγματεύσεις με την Τεύτα. Αυτό τελικά έγινε. Ο Πίννης θα πλήρωνε όποια αποζημίωση έκριναν οι Ρωμαίοι ότι έπρεπε να καταβάλλει, θα αποκήρυττε τις αξιώσεις του σε μέρη που είχαν εμπιστευθεί τις τύχες τους στους Ρωμαίους και θα παρέμενε στο περιορισμένο, πλέον, βασίλειό του, χωρίς να πλέει νότια της Λισσού (πρόκειται για το σημερινό Αλέσιον της Αλβανίας, που ήταν τότε ελληνική αποικία) με περισσότερα από δύο πλοία, τα οποία μάλιστα δεν θα ήταν οπλισμένα.
Ο Ποστούμιος επέστρεψε στην Ιταλία, αφήνοντας τον Δημήτριο τον Φάριο, "φίλο της Ρώμης" πλέον, να ελέγχει την κατάσταση στην Ιλλυρία. Οι δύο ύπατοι έτυχαν θριαμβευτικής υποδοχής στη Ρώμη.
Ο Β' Ιλλυρικός Πόλεμος (219 π.Χ.)
Σταδιακά όμως η ιλλυρική δύναμη άρχισε να αναγεννάται υπό την ηγεσία του Δημήτριου του Φάριου, που διαδέχτηκε στον θρόνο την Τεύτα, νυμφευόμενος την Τριτεύτα, μητέρα του Πίννη, ο οποίος ήταν ακόμα ανήλικος. Οι Αντιγονίδες της Μακεδονίας δεν είχαν δείξει μεγάλο ενδιαφέρον για την Αδριατική αν και οι Ιλλυριοί ήταν σύμμαχοί τους. Άλλωστε, το 229 π.Χ. οι Μακεδόνες προσπαθούσαν να συνέλθουν από τις συνέπειες μιας επιδρομής των Δαρδάνων.
Στα χρόνια του Δημητρίου του Φάριου ανανεώθηκε η συμμαχία των Ιλλυριών με τη Μακεδονία, η οποία παρουσίασε ανάκαμψη κατά την περίοδο της αντιβασιλείας του Αντίγονου Δώσωνα. Το 222 π.Χ ένα ιλλυρικό σώμα στρατού από 1.600 άνδρες με επικεφαλής τον Δημήτριο τον Φάριο διακρίθηκε στη μάχη της Σελλασίας όπου οι Μακεδόνες πέτυχαν ένα αποφασιστικό πλήγμα σε βάρος των Σπαρτιατών.
Προηγουμένως και ενώ οι Ρωμαίοι ήταν απασχολημένοι με τους Κέλτες της κοιλάδας του Πάδου στη βόρεια Ιταλία, ο Δημήτριος κατάφερε να αποσπάσει τους Ατιντάνες από τη ρωμαϊκή συμμαχία και παραβιάζοντας τους όρους της σχετικής συνθήκης του 228 π.Χ. έπλευσε νότια της Λισσού αναπτύσσοντας πειρατική δράση. Οι Ρωμαίοι παράλληλα υποψιάζονταν ότι ο Δημήτριος συνεργάζονταν κρυφά με τους Ίστριους που ζούσαν στο πάνω μέρος της Αδριατικής και παρενοχλούσαν τα ρωμαϊκά πλοία. Στις αρχές του καλοκαιριού του 221 π.Χ., στην Ελλάδα αυξανόταν η ένταση μετά τη σύναψη συμμαχίας ανάμεσα στη Μακεδονία και την Αχαϊκή Συμπολιτεία εναντίον της Αιτωλικής Συμπολιτείας.
Έτσι οι Ιλλυριοί βρήκαν την ευκαιρία να επιτεθούν με επικεφαλής τον Δημήτριο τον Φάριο και τον Σκερδιλαΐδα. Έπλευσαν νότια της Λισσού με 50 ιλλυρικά πολεμικά πλοία. Μετά από μια αποτυχημένη επίθεση νότια της Πύλου, οι δύο άνδρες χώρισαν τις δυνάμεις τους.
Ο Δημήτριος επιχείρησε πειρατική επιδρομή στις Κυκλάδες, ενώ ο Σκερδιλαΐδας κινήθηκε προς τον βορρά. Φτάνοντας στη Ναύπακτο με 40 πλοία παρακινήθηκε από τον γαμπρό του Αμυνά, βασιλιά των Αθαμάνων, να λάβει μέρος στην επιδρομή που σχεδίαζαν ο Αιτωλοί στην Αχαΐα.
Ο Δημήτριος ο οποίος στο μεταξύ είχε επιστρέψει στην Ιλλυρία, έκανε επιθέσεις και κυρίευσε διάφορες πόλεις της Ιλλυρίδας που είχαν συμμαχήσει με τους Ρωμαίους, οι οποίοι αντιλήφθηκαν πλέον ότι έπρεπε να φροντίσουν την ασφάλεια των λιμανιών της ιλλυρικής ακτής, ενόψει ενός νέου επαπειλούμενου πολέμου με την Καρχηδόνα.
Η προσπάθεια της Μακεδονίας για πλήρη αποκατάσταση της ηγεμονίας της στην Ελλάδα, έχοντας ως επικεφαλής πλέον τον Φίλιππο Ε', είχε επίσης ανησυχήσει τους Ρωμαίους. Ο Δημήτριος είχε πλέον αντιληφθεί ότι θα δεχόταν επίθεση. Τοποθέτησε φρουρά στη Διμάλη (ρωμαΐκά Dimallun), ένα οχυρό που βρισκόταν στην ενδοχώρα της Απολλωνίας, εξουδετέρωσε τους αντιπάλους του σε άλλες πόλεις και εγκατέστησε 6.000 άνδρες στην πόλη της Φάρου (το σημερινό Στάρι Γκραντ).
Επικεφαλής των Ρωμαίων ήταν οι δύο ύπατοι εκείνης της χρονιάς (219 π.Χ.), αλλά αυτός που ουσιαστικά είχε την αρχηγία ήταν ο Αιμίλιος Παύλος. Η Διμάλη έπεσε στα χέρια των Ρωμαίων μετά από πολιορκία επτά μόλις ημερών, καθώς πιθανότατα οι υπερασπιστές της φοβήθηκαν από τον μεγάλο αριθμό των πολιορκητών. Παράλληλα, πόλεις και κοινότητες στη νότια Ιλλυρία που είχαν ταχθεί με τον Δημήτριο συνθηκολόγησαν αμέσως.
Οι Ρωμαίοι κινήθηκαν προς τη Φάρο που είχε πολύ καλή οχύρωση και ισχυρή φρουρά, όπως αναφέραμε. Έστειλαν μια μοίρα είκοσι πλοίων μπροστά στο λιμάνι της, δίνοντας την εντύπωση ότι θα κάνουν απόβαση. Ο Δημήτριος έκανε έξοδο από τις οχυρώσεις του για να τους αντιμετωπίσει. Όμως οι Ρωμαίοι είχαν καταφέρει από το προηγούμενο βράδυ να αποβιβάσουν τους κύριο όγκο των στρατευμάτων τους στο νησί και τα τον κρύψουν σε δάση πίσω από την πόλη. Έτσι καθώς οι δυνάμεις του Δημήτριου είχαν βγει από τις οχυρώσεις τους παγιδεύτηκαν από τους Ρωμαίους.
Ο Δημήτριος είχε μερικές λέμβους κρυμμένες σε μια σπηλιά και διέφυγε, εγκαταλείποντας την οικογένειά του που φυλακίστηκε στην Ιταλία και τους άνδρες του που θανατώθηκαν από τους Ρωμαίους. Ο Δημήτριος έφτασε στο Άκτιο όπου βρισκόταν ο στόλος του Φίλιππου Ε'. Ο Μακεδόνας όχι μόνο τον δέχτηκε εγκάρδια, αλλά και τον πήρε στην Αυλή του ως έναν από τους στενότερους συμβούλους του. Ο Δημήτριος πέθανε το 214 π.Χ.
Είναι άγνωστο αν και μετά από αυτό τον πόλεμο υπήρξαν κάποιες αποζημιώσεις από την πλευρά των Ιλλυριών. Το βέβαιο είναι ότι οι Ρωμαίοι πρόσθεσαν τη Διμάλη στη ζώνη επιρροής τους στη νότια Ιλλυρία και ότι οι Σκερδιλαΐδας, με ρωμαϊκή υποστήριξη, ήταν πλέον ο de facto ηγεμόνας της βόρειας Ιλλυρίας. Η εξουσία του σηματοδοτούσε μια αλλαγή δυναστείας των Ιλλυριών, από τους Αρδιείς, στους Λαβεάτες.
Στους Ρωμαίους ύπατους δόθηκε το δικαίωμα να τελέσουν θρίαμβο κατά την επιστροφή τους. Τα ρωμαϊκά στρατεύματα εγκατέλειψαν την Ιλλυρία και για κάποια χρόνια, δεν υπήρξε κανέναν ενδιαφέρον από τη ρωμαϊκή πλευρά για τις ελληνικές υποθέσεις.
Ο Γ' Ιλλυρικός Πόλεμος (168 π.Χ.)
Ως Γ' Ιλλυρικός Πόλεμος (168 π.Χ.), είναι γνωστή μια αποτυχημένη προσπάθεια αντιπερισπασμού εναντίον των Ρωμαίων που οργανώθηκε από τον Μακεδόνα βασιλιά Περσέα στο πλαίσιο του Γ' Μακεδονικού Πολέμου (171-167 π.Χ.). Ο Περσέας προσπάθησε να συμμαχήσει με τον Γένθιο, αρχηγό ενός ιλλυρικού φύλου, πιθανότατα των Αρδιαίων.
Ο Γένθιος είχε διαδεχτεί τον πατέρα του Πλευράτο που ακολουθούσε φιλορωμαϊκή πολιτική και ευνοούσε τις πειρατικές ενέργειες στην Αδριατική. Ο Περσέας προσπάθησε να τον εμπλέξει στον πόλεμο με τους Ρωμαίους. Έστειλε μια πρώτη αντιπροσωπεία στον Γένθιο που έφυγε άπραγη καθώς ο Ιλλυριός ηγεμόνας ζητούσε χρηματικά ανταλλάγματα. Όταν όμως οι Ρωμαίοι εισέβαλαν στη Μακεδονία το 168 π.Χ., ο Περσέας υποχρεώθηκε να υποσχεθεί χρηματικά ανταλλάγματα στον Γένθιο για να χρησιμοποιήσει τον στόλο του κατά των Ρωμαίων.
Ο Γένθιος ζήτησε 300 τάλαντα και ο Περσέας έστειλε τον έμπιστό του Πάνταυχο για τον τελικό διακανονισμό. Για την είσπραξη του ποσού στάλθηκε στον Περσέα μια αποστολή με επικεφαλής τον Ολυμπίωνα και η συμφωνία επικυρώθηκε με επίσημη τελετή που έγινε στο Δίον.
Τα 300 τάλαντα εκταμιεύθηκαν από το βασιλικό θησαυροφυλάκιο της Πέλλας και δόθηκε άδεια στους Ιλλυριούς να τα σφραγίσουν με δική τους σφραγίδα. Τέλος στάλθηκε στους Ιλλυριούς μια προκαταβολή δέκα ταλάντων. Ο Περσέας άρχισε να ασκεί πιέσεις στον Γένθιο για να αρχίσει τις εχθροπραξίες κατά των Ρωμαίων. Όταν όμως ο Γένθιος συνέλαβε δύο Ρωμαίους απεσταλμένους του Άππιου Κλαύδιου, πραίτωρα στη Λυχνίδα, ο Περσέας ακύρωσε την καταβολή της υπόλοιπης αμοιβής θεωρώντας ότι είχε πλέον εξασφαλίσει τη συμμαχία του Ιλλυριού βασιλιά.
Τον Άππιο Κλαύδιο διαδέχτηκε ο πραίτωρας Λεύκιος Ανίκιος Γάλλος που ανέλαβε την ευθύνη των επιχειρήσεων κατά του Γένθιου. Φαίνεται ότι οι Ιλλυριοί σχεδίαζαν μία από τις γνωστές τους επιθέσεις από ξηρά και θάλασσα εναντίον της Επιδάμνου. Για τον σκοπό αυτό είχαν συγκεντρώσει στη Λισσό 15.000 άνδρες.
Ο Γένθιος προέλασε προς τον νότο, αφού άφησε 1.000 πεζικάριους και 50 ιππείς στον ετεροθαλή αδελφό του Καραβάντιο για να διαπραγματευθεί με τους Καβούς (λατινικά Cavi, λαός για τον οποίο δεν γνωρίζουμε κάτι άλλο). Αφού διήνυσε μια απόσταση 8 χιλιομέτρων, ο Γένθιος επιτέθηκε στη Βασσανία (λατινικά Bassania), πόλη υπό ρωμαϊκό έλεγχο. Ο Γάλλος είχε τη βάση του στην Απολλωνία, όπου εκτός από τις ρωμαϊκές δυνάμεις υπήρχαν ακόμα 2.000 πεζικάριοι και 200 ιππείς των Παρθίνων υπό την ηγεσία των Επίκαδου και Αλγάλσου. Λεπτομέρειες για το τι ακριβώς έγινε, δεν γνωρίζουμε.
Φαίνεται όμως ότι οι Ρωμαίοι νίκησαν τον ιλλυρικό στόλο που είχε αναλάβει να εμποδίσει τον ανεφοδιασμό τους από τη θάλασσα. Τελικά, ο Γένθιος παγιδεύτηκε στη Λαβεάτιδα (Σκόδρα), περιμένοντας βοήθεια από τον Καραβάντιο, μάταια όμως και παραδόθηκε στον Γάλλο. Ο ρωμαϊκός στρατός προέλασε ως το βόρειο άκρο της λίμνης, όπου βρισκόταν η πόλη Μετέωνα και αιχμαλώτισε τη βασίλισσα Ετλέβα, τον Καραβάντιο και τους γιους του Γένθιου Σκερδιλαΐδα και Πλευράτο, ενώ απελευθέρωσε και Ρωμαίους αιχμαλώτους που είχαν συλληφθεί.
Ο Γένθιος στάλθηκε φρουρούμενος στη Ρώμη. Ο Γάλλος αφού ανέθεσε στον Γαβίνιο τη διοίκηση της Λαβεάτιδας και στον Γάιο Λικίνιο τη διοίκηση του Ρίζωνα και του Ολκίνιου μετέφερε τον στρατό του στον νότο για να επιτεθεί στις μακεδονίκες κτήσεις της Ηπείρου. Η εκστρατεία αυτή διήρκησε μόλις 30 ημέρες. Μετά την ηττημένη Μακεδονία, ήρθε και η σειρά της Ιλλυρίας να διαιρεθεί. Τα όρια της πρώτης περιφέρειας δεν ήταν σαφή, αλλά μάλλον βρίσκονταν στον νότο, στην περιφέρεια της Λισσού.
Η δεύτερη περιφέρεια περιελάμβανε τη Λαβεάτιδα, γύρω από την ομώνυμη λίμνη (Σκόδρα) και η τρίτη τα παράλια γύρω από τον Ρίζωνα, το Ακρούιο (Acruvium) και το Ολκίνιο. Τον Φεβρουάριο του 167 π.Χ. εορτάστηκε με θρίαμβο στη Ρώμη η νίκη του Γάλλου «κατά του βασιλιά Γενθίου και των Ιλλυριών». Στην πομπή του θριάμβου υπήρχαν ο βασιλικός εξοπλισμός και τα στρατιωτικά εμβλήματα των Ιλλυριών, 27 λίβρες χρυσού, 19 λίβρες αργύρου, 13.000 δηνάρια και 120.000 ιλλυρικά νομίσματα. Στο κρατικό θησαυροφυλάκιο της Ρώμης προστέθηκαν λάφυρα αξίας 20 εκατομμυρίων σηστερτίων. Ο Γένθιος και οι δικοί του τέθηκαν υπό περιορισμό στο Σπολέτο της Ομβρίας και τελικά στο Ιγούιο (Iguvium). Οι 220 ιλλυρικές λέμβοι που αιχμαλωτίστηκαν, δωρήθηκαν στους κατοίκους της Κέρκυρας, της Απολλωνίας και της Επιδάμνου, του σημερινού Δυρραχίου…
Πηγές: ROBIN WATERFIELD, «Η ΚΑΤΑΚΤΗΣΗ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΡΩΜΑΙΟΥΣ», Εκδόσεις ΨΥΧΟΓΙΟΣ, Πρώτη Ανατύπωση Μάρτιος 2019.
John Wilkes, «ΟΙ ΙΛΛΥΡΙΟΙ», ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΟΔΥΣΣΕΑΣ, 1999.
Ειδήσεις σήμερα
Σεισμός στην Τουρκία: Άγριες αποδοκιμασίες σε υπουργούς και βουλευτές του Ερντογάν - Δείτε βίντεο
Κορυδαλλός: «Φώναζαν "βοήθεια, σώστε μας"» - «Κάθε μέρα ερχόταν η νεκροφόρα και φόρτωνε»
Ρόδος: Όταν το νησί ισοπεδώθηκε από τον σεισμό των 8 Ρίχτερ - Γιατί χαρακτηρίστηκε «παγκόσμιος»
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr