Η ελληνική και η σχέση της με τις άλλες ινδοευρωπαϊκές γλώσσες
26.02.2023
19:23
Ποια είναι η προέλευση της ελληνικής γλώσσας;
- Πώς διαμορφώθηκε στο πέρασμα των αιώνων;
- Οι διάλεκτοί της και η σχέση της με τις άλλες ινδοευρωπαϊκές γλώσσες
- Τι λένε οι αρνητές της «ινδοευρωπαϊκής θεωρίας»;
Μετά το άρθρο μας για το ελληνικό αλφάβητο την προηγούμενη εβδομάδα που γνώρισε μεγάλη επιτυχία και είχε πολλά, ενδιαφέροντα σχόλια σκεφθήκαμε να γράψουμε ένα σχετικό με το ελληνικό αλφάβητο άρθρο, συγκεκριμένα για την προέλευση της ελληνικής γλώσσας και τη σχέση της με τις άλλες ινδοευρωπαϊκές γλώσσες.
Η προέλευση της ελληνικής γλώσσας
Η ελληνική γλώσσα ανήκει στην ινδοευρωπαϊκή γλωσσική οικογένεια. Πότε όμως διαμορφώθηκε ως ξεχωριστή ινδοευρωπαϊκή γλώσσα και ποια είναι τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της; Τα αρχαιότερα γραπτά τεκμήρια της ελληνικής γλώσσας είναι οι πινακίδες της Γραμμικής Β’ γραμμένες σε συλλαβική γραφή. Τα κείμενα αυτά πιστοποιούν ότι ήδη τον 13ο π. Χ. αιώνα η ελληνική υφίσταται ως ιδιαίτερη γλωσσική οντότητα. Συνεπώς η γέννησή της θα πρέπει να είναι ένα πολύ αρχαιότερο γεγονός. Η παραδοσιακή άποψη σχετίζει τη δημιουργία της ελληνικής με διαδοχικά μεταναστευτικά κύματα (ή εισβολείς), Αχαιοί, Ίωνες, Δωριείς που εισάγουν στον ελλαδικό χώρο τις βασικές διαλέκτους. Η Αρχαία Ελληνική είναι σύνολο διαλέκτων ενώ η έννοια της κοινής γλώσσας είναι μεταγενέστερη εξέλιξη. Η υπόθεση των διαδοχικών κυμάτων που χρησιμοποιεί τις παραδόσεις των αρχαίων αλλά και τις αρχαιολογικές μαρτυρίες, υποστηρίζει ότι τα κύματα αυτά μπορούν να συνδεθούν με αλλαγές στον υλικό πολιτισμό που έγιναν γύρω στο 2.200 π.Χ., 1.600 π.Χ. και 1.200 π.Χ. (καταστροφή του μυκηναϊκού πολιτισμού).
Η θεωρία των (διαδοχικών) κυμάτων τοποθετεί τη γένεση και διαμόρφωση της ελληνικής γλώσσας έξω από τον ελλαδικό χώρο. Ο αντίλογος στη θεωρία αυτή υποστηρίζει ότι τα αρχαιολογικά δεδομένα δεν τεκμηριώνουν τις ριζικές τομές που απαιτεί η υπόθεση μαζικών μεταναστεύσεων. Αντίθετα η αρχαιολογική έρευνα στηρίζει την άποψη της πολιτισμικής συνέχειας με κάποιες αλλαγές στο τέλος της Νεολιθικής εποχής και της εποχής του Χαλκού που όμως δεν είναι τέτοιες ώστε να δικαιολογούν τη θεωρία των κυμάτων.
Η απώτατη αρχή της ελληνικής γλώσσας θα πρέπει να τοποθετηθεί στη Νεολιθική εποχή (περ. 6.500-3.000 π.Χ.) και να συσχετιστεί με την ανάπτυξη της γεωργικής οικονομίας στον ελλαδικό χώρο. Οι βαθμιαίες μετακινήσεις που συνδέονται με την εξάπλωση του γεωργικού τρόπου παραγωγής από την Ανατολή προς τη Δύση είναι εκείνες που εγκαθιστούν και στον ελλαδικό χώρο τον ινδοευρωπαϊκό πρόγονο της ελληνικής γλώσσας. Συνεπώς η ελληνική γλώσσα διαμορφώθηκε στον ελλαδικό χώρο και δεν συγκροτήθηκε λόγω προϊστορικών ή πρωτοϊστορικών μεταναστεύσεων τις οποίες βέβαια δεν μπορούμε να αποκλείσουμε αλλά ήταν μικρής κλίμακας.
Οι ιδιαιτερότητες της ελληνικής γλώσσας
Ας δούμε τις ιδιαιτερότητες της ελληνικής μέσα στο πλαίσιο της ινδοευρωπαϊκής γλωσσικής οικογένειας. Τα ηχηρά δασέα σύμφωνα *bh, *dh, *gh (ο αστερίσκος υποδηλώνει ότι πρόκειται για σύμφωνα που υποθέτουμε ότι διέθετε η κοινή ινδοευρωπαϊκή) στην ελληνική εμφανίζονται ως άηχα δασέα: ph(φ), th (θ), kh (x). Η σύγκριση με τα αρχαία ινδικά (που διατηρούν τα ηχηρά δασέα της κοινής ινδοευρωπαϊκής) δείχνει τη διαφοροποίηση: ινδικό bharami ,στα ελληνικά «φέρω». Το *j της κοινής ινδοευρωπαϊκής γίνεται h (δασύτητα) στην ελληνική, το ινδικό yah, ελληνικά os. Στο μορφολογικό επίπεδο εμφανίζονται σχηματισμοί που χαρακτηρίζουν την ελληνική: ο υπερθετικός –τατος, η μετοχή –μενος. Στο λεξιλόγιο λέξεις με ινδοευρωπαϊκή ετυμολογία εμφανίζονται με ιδιομορφίες που ταιριάζουν στην ελληνική: ίππος, άργυρος, άνθρωπος. Τέλος ιδιομορφία της ελληνικής είναι και η μεγάλη κατηγορία ουσιαστικών σε –εύς.
Η προέλευση της ελληνικής γλώσσας
Η ελληνική γλώσσα ανήκει στην ινδοευρωπαϊκή γλωσσική οικογένεια. Πότε όμως διαμορφώθηκε ως ξεχωριστή ινδοευρωπαϊκή γλώσσα και ποια είναι τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της; Τα αρχαιότερα γραπτά τεκμήρια της ελληνικής γλώσσας είναι οι πινακίδες της Γραμμικής Β’ γραμμένες σε συλλαβική γραφή. Τα κείμενα αυτά πιστοποιούν ότι ήδη τον 13ο π. Χ. αιώνα η ελληνική υφίσταται ως ιδιαίτερη γλωσσική οντότητα. Συνεπώς η γέννησή της θα πρέπει να είναι ένα πολύ αρχαιότερο γεγονός. Η παραδοσιακή άποψη σχετίζει τη δημιουργία της ελληνικής με διαδοχικά μεταναστευτικά κύματα (ή εισβολείς), Αχαιοί, Ίωνες, Δωριείς που εισάγουν στον ελλαδικό χώρο τις βασικές διαλέκτους. Η Αρχαία Ελληνική είναι σύνολο διαλέκτων ενώ η έννοια της κοινής γλώσσας είναι μεταγενέστερη εξέλιξη. Η υπόθεση των διαδοχικών κυμάτων που χρησιμοποιεί τις παραδόσεις των αρχαίων αλλά και τις αρχαιολογικές μαρτυρίες, υποστηρίζει ότι τα κύματα αυτά μπορούν να συνδεθούν με αλλαγές στον υλικό πολιτισμό που έγιναν γύρω στο 2.200 π.Χ., 1.600 π.Χ. και 1.200 π.Χ. (καταστροφή του μυκηναϊκού πολιτισμού).
Η θεωρία των (διαδοχικών) κυμάτων τοποθετεί τη γένεση και διαμόρφωση της ελληνικής γλώσσας έξω από τον ελλαδικό χώρο. Ο αντίλογος στη θεωρία αυτή υποστηρίζει ότι τα αρχαιολογικά δεδομένα δεν τεκμηριώνουν τις ριζικές τομές που απαιτεί η υπόθεση μαζικών μεταναστεύσεων. Αντίθετα η αρχαιολογική έρευνα στηρίζει την άποψη της πολιτισμικής συνέχειας με κάποιες αλλαγές στο τέλος της Νεολιθικής εποχής και της εποχής του Χαλκού που όμως δεν είναι τέτοιες ώστε να δικαιολογούν τη θεωρία των κυμάτων.
Η απώτατη αρχή της ελληνικής γλώσσας θα πρέπει να τοποθετηθεί στη Νεολιθική εποχή (περ. 6.500-3.000 π.Χ.) και να συσχετιστεί με την ανάπτυξη της γεωργικής οικονομίας στον ελλαδικό χώρο. Οι βαθμιαίες μετακινήσεις που συνδέονται με την εξάπλωση του γεωργικού τρόπου παραγωγής από την Ανατολή προς τη Δύση είναι εκείνες που εγκαθιστούν και στον ελλαδικό χώρο τον ινδοευρωπαϊκό πρόγονο της ελληνικής γλώσσας. Συνεπώς η ελληνική γλώσσα διαμορφώθηκε στον ελλαδικό χώρο και δεν συγκροτήθηκε λόγω προϊστορικών ή πρωτοϊστορικών μεταναστεύσεων τις οποίες βέβαια δεν μπορούμε να αποκλείσουμε αλλά ήταν μικρής κλίμακας.
Οι ιδιαιτερότητες της ελληνικής γλώσσας
Ας δούμε τις ιδιαιτερότητες της ελληνικής μέσα στο πλαίσιο της ινδοευρωπαϊκής γλωσσικής οικογένειας. Τα ηχηρά δασέα σύμφωνα *bh, *dh, *gh (ο αστερίσκος υποδηλώνει ότι πρόκειται για σύμφωνα που υποθέτουμε ότι διέθετε η κοινή ινδοευρωπαϊκή) στην ελληνική εμφανίζονται ως άηχα δασέα: ph(φ), th (θ), kh (x). Η σύγκριση με τα αρχαία ινδικά (που διατηρούν τα ηχηρά δασέα της κοινής ινδοευρωπαϊκής) δείχνει τη διαφοροποίηση: ινδικό bharami ,στα ελληνικά «φέρω». Το *j της κοινής ινδοευρωπαϊκής γίνεται h (δασύτητα) στην ελληνική, το ινδικό yah, ελληνικά os. Στο μορφολογικό επίπεδο εμφανίζονται σχηματισμοί που χαρακτηρίζουν την ελληνική: ο υπερθετικός –τατος, η μετοχή –μενος. Στο λεξιλόγιο λέξεις με ινδοευρωπαϊκή ετυμολογία εμφανίζονται με ιδιομορφίες που ταιριάζουν στην ελληνική: ίππος, άργυρος, άνθρωπος. Τέλος ιδιομορφία της ελληνικής είναι και η μεγάλη κατηγορία ουσιαστικών σε –εύς.
Η διαμόρφωση της ελληνικής γλώσσας
Κάθε γλώσσα διαμορφώνεται σε μεγάλο βαθμό από τη «συνάντησή» της με άλλες γλώσσες. Οι αρχαίοι Έλληνες γνώριζαν ότι ο ελλαδικός χώρος φιλοξένησε παλαιότερους λαούς που μιλούσαν τις δικές τους γλώσσες: Πελασγοί, Κάρες και Λέλεγες, Τυρσηνοί, Φοίνικες, Δρύοπες, Καύκωνες, Αίμονες, Άονες, Τέμμικες. Τι οφείλει η ελληνική γλώσσα σε αυτό το πλούσιο γλωσσικό υπόβαθρο; Ολόκληρο το σώμα μιας γλώσσας επηρεάζεται από τις επιμειξίες, η περιοχή όμως όπου αυτές γίνονται άμεσα ορατές είναι το λεξιλόγιο. Από πολύ νωρίς παρατηρήθηκε ότι το λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής περιέχει σημαντικό αριθμό στοιχείων ξένης προέλευσης. Τα δάνεια αυτά ανήκουν σε δύο κατηγορίες: δάνεια ινδοευρωπαϊκής προέλευσης (από μία έως τέσσερις γλώσσες κατά τους μελετητές) π.χ.: πύργος (πβ. Γερμανικό burg=πύργος), τύμβος και λέξεις που δεν έχουν ινδοευρωπαϊκό χαρακτήρα και ανήκουν ενδεχομένως σε γνωστές ή άγνωστες μεσογειακές και ανατολικές γλώσσες: λέξεις (τις περισσότερες φορές τοπωνύμια) με το πρόσθημα –νθ- (Κόρινθος, Ζάκυνθος, ασάμινθος=μπανιέρα, όλυνθος=αγριοσυκιά, ερέβινθος=ρεβίθι, Ερύμανθος κλπ), λέξεις με το πρόσθημα –σσ- το οποίο στα νέα ελληνικά έχει απλοποιηθεί σε –σ- στα τοπωνύμια όπως Ιλισ(σ)ός, Κηφισ(σ(ός, κυπάρισσος, νάρκισσος κλπ. και λέξεις με το πρόσθημα –μν- (Λάρυμνα, Μήθυμνα κλπ). Θα πρέπει να προστεθούν επίσης λέξεις όπως: ρόδον, θάλασσα, μόλυβδος, οίνος, χρυσός.
Ο J.P. Mallory γράφει σχετικά στο βιβλίο «Οι Ινδοευρωπαίοι»: «Πολλοί θα συμφωνούσαν ότι ουσιαστικό μέρος του ελληνικού λεξιλογίου που αφορά στον ειδικό περιβαλλοντικό χαρακτήρα της Μεσογείου δεν μπορεί να εξηγηθεί ως η ελληνική κατάληξη κληρονομημένων ινδοευρωπαϊκών λέξεων. Αυτές περιλαμβάνουν φυτά όπως όλυνθος=σύκο, ελαία, υάκινθος, άρκευθος, δάφνη, ορίγανος, ερέβινθος, κάστανον, κέρασος και δαύκος=καρότο.
Μεταξύ των ζώων είναι ο όνος, ο βόνασος (βόλινθος) και ο κάνθαρος (=το σκαθάρι αλλά και είδος αρχαίου αγγείου). Στοιχεία που αφορούν στο υλικό πολιτισμό είναι παρομοίως μη ελληνικά: μέταλλον, κασσίτερος, χαλκός, μόλυβδος, λήκυθος, κάδος, κρωσσός=υδροφόρο αγγείο, ξίφος, υσσός=ακόντιο, πύργος, αίθουσα, ασάμινθος και πλίνθος. Ορισμένες πολιτικές ή κοινωνικές έννοιες βασικές για την ελληνική κοινωνία εκφράζονται με λέξεις που θεωρούνται συνήθως προελληνικές. Αυτές περιλαμβάνουν τις λέξεις: βασιλεύς (μυκηναϊκά da-si-re-u), δούλος (μυκηναϊκά do-e-ro) και παλλακή. Επίσης, οι εξέχοντες ήρωες των ελληνικών επών –Οδυσσεύς, Αχιλλεύς, Θησεύς, καθώς και πολλές από τις ελληνικές θεότητες –Αθηνά, Ήρα, Αφροδίτη, Ερμής- δεν φέρουν εμφανώς ινδοευρωπαϊκά ελληνικά ονόματα».
Ενώ ο J Chadwick παρατηρεί: «… η μελέτη των τοπωνυμίων και των δανείων είναι ένα πολύ πιο περίπλοκο εγχείρημα απ’ ότι νομίζουν ορισμένοι. Άλλωστε τα σίγουρα δεδομένα είναι λίγα. Τα μόνα ασφαλή συμπεράσματα που μπορεί να συναγάγει κανείς… από γλωσσικές μαρτυρίες αυτού του τύπου είναι τα εξής: μία τουλάχιστον γλώσσα μιλιόταν στην Ελλάδα πριν τους Έλληνες. Η ελληνική γλώσσα γεννιέται από το μπόλιασμα ενός ινδοευρωπαϊκού ιδιώματος σε ένα μη ελληνικό κλωνάρι».
Οι διάλεκτοι της ελληνικής γλώσσας
Από τον 8ο αι. π.Χ. και έπειτα η ελληνική γλώσσα παρουσιάζει μεγάλη διαλεκτική ποικιλία. Από τους διαλεκτολόγους έχουν προταθεί διάφορες ταξινομήσεις των ελληνικών διαλέκτων. Ως τα μέσα του 20ου αιώνα ήταν γενικά αποδεκτή μια τριμερής διαίρεση σε: α) Αττικοϊωνική, β) Αχαϊκή (Βόρεια Αχαϊκή: Αιολική, Νότια Αχαϊκή: Αρκαδοκυπριακή), γ) Δωρική. Οι ίδιες ομάδες με γεωγραφικά κριτήρια ονομάζονται: α) ανατολική, β) κεντρική και γ) δυτική. Η διαίρεση αυτή είχε βασιστεί στην υπόθεση ότι τα ελληνικά φύλα εισήλθαν στην Ελλάδα σε τρία διαδοχικά κύματα: α) Ίωνες (γύρω στο 2.000 π.Χ.), β) Αιολείς ή «Αχαιοί» (γύρω στο 1.700 π.Χ.), γ) Δωριείς (γύρω στο 1.200 π.Χ.). Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την αποκάλυψη της αρχαϊκής Μυκηναϊκής διαλέκτου του 14ου-13ου αι. π. Χ. αμφισβητήθηκε η γενετική συγγένεια Αιολικής και Αρκαδοκυπριακής και επισημάνθηκαν οι ομοιότητες της τελευταίας με την Αττικοϊωνική. Επίσης ενισχύθηκε η άποψη ότι η διαλεκτική διάσπαση συντελέσθηκε σε ελληνικό έδαφος μετά την κάθοδο (ίσως γύρω στο 2.200 π.Χ.) των ελληνικών φύλων στην Ελλάδα. Έτσι η ονομασία Αχαϊκή περιορίστηκε για να δηλώσει μόνο την Αρκαδοκυπριακή.
Σήμερα είναι γενικά αποδεκτή η διαίρεση σε τέσσερις ομάδες: α) Αττικοϊωνική, β) Αρκαδοκυπριακή, γ) Αιολική (Θεσσαλική, Λεσβιακή, Βοιωτική), δ) Δυτική (Δωρική, Βορειοδυτική). Δύο άλλες διάλεκτοι, η Παμφυλιακή που ομιλούνταν στα νότια παράλια της Μικράς Ασίας και η Μακεδονική είναι δύσκολο να καταταγούν.
Όσο το ελληνικό έθνος ήταν κομματιασμένο σε πόλεις-κράτη υπήρχε διαλεκτική διάσπαση. Με τη δημιουργία όμως συμμαχικών και κοινών ιερών άρχισαν να χρησιμοποιούνται κοινοί γλωσσικοί τύποι στους οποίους παραμερίζονταν οι τοπικές μικροδιαφορές. Τέτοιες «κοινές» γλώσσες ήταν: η Δωρική που χρησιμοποιήθηκε στις δωρικές περιοχές τους τρεις τελευταίους αιώνες π.Χ., η Βορειοδυτική, γλώσσα της Αιτωλικής Συμπολιτείας και κυρίως η Αττική Κοινή που δημιουργήθηκε με βάση την Αττική διάλεκτο του 4ου αι. π.Χ. και υιοθέτησε και στοιχεία και από άλλες διαλέκτους ,κυρίως ιωνικά. Από τον 4ο αι. π.Χ. άρχισε να επιδρά σε άλλες διαλέκτους και τελικά τις υποκατέστησε πλήρως.
Η ινδοευρωπαϊκή γλώσσα
Στις 2 Φεβρουαρίου 1786 ο Άγγλος δικαστής και μελετητής των ανατολικών γλωσσών sir William Jones έδωσε διάλεξη στην Ασιατική Εταιρεία Βεγγάλης όπου ανάμεσα στα άλλα διατύπωσε και την εξής άποψη: «Η σανσκριτική γλώσσα (η γλώσσα στην οποία είναι γραμμένα τα αρχαία ινδικά λογοτεχνικά και θρησκευτικά κείμενα)… παρουσιάζει θαυμαστή δομή. Είναι τελειότερη από την αρχαία ελληνική, πλουσιότερη από τη λατινική… αλλά ταυτόχρονα συγγενεύει στενά και με τις δύο τόσο στις ρίζες των ρημάτων όσο και στους γραμματικούς τύπους. Η συγγένεια αυτή δεν μπορεί να είναι ένα τυχαίο συμπτωματικό γεγονός είναι τόσο εντυπωσιακή ώστε οδηγεί τον μελετητή στο συμπέρασμα ότι και οι τρεις αυτές γλώσσες προέρχονται από μια κοινή αφετηρία».
Η παρατήρηση αυτή αποτέλεσε ουσιαστικά την ανακάλυψη μιας ολόκληρης γλωσσικής οικογένειας που ονομάστηκε το 1816 από τον Άγγλο γλωσσολόγο Thomas Young ινδοευρωπαϊκή. Ο όρος υπονοεί τη γεωγραφική διασπορά των γλωσσών που συγκροτούν την ενότητα αυτή: από την Ινδία ως την Ευρώπη. Η ινδοευρωπαϊκή δεν είναι η μόνη γλωσσική οικογένεια. Με την ίδια λογική, εντοπίστηκαν και άλλες (ουραλική, αλταϊκή, καυκασιανή κλπ.). Το 1903 ο Δανός γλωσσολόγος H. Pedersen διατύπωσε τη θεωρία ότι υπάρχει μια μακρο- ή υπερ-οικογένεια από την οποία κατάγονται η ινδοευρωπαϊκή, η ουραλική κλπ. Τις ιδέες του ανέπτυξαν οι Σοβιετικοί V. Illic-Svityc και Α. Dogopolsky. Τη νοστρατική (από το λατινικό nostra που σημαίνει «δική μας») όπως λέγεται αυτή η θεωρία, την αντιμετωπίζουν επιφυλακτικά οι ιστορικοί γλωσσολόγοι.
Πάντως, ο C. Renfrew θεωρεί ότι το βάθος αυτής της πρωτοοικογένειας (αν υπάρχει αυτή) φτάνει το 15.000-10.000 π.Χ. Ποιες είναι όμως οι γλώσσες της ινδοευρωπαϊκής οικογένειας; Είναι οι Κελτικές (Γαλατική, Ιρλανδική, Βρετονική, Ουαλική), η Λατινική (απ’ όπου προέρχονται οι νεολατινικές γλώσσες, γαλλικά, ισπανικά κλπ.), οι ιταλικές (Βενετική, Οσκική, Ουμβρική κλπ.), οι γερμανικές (Γοτθική, Γερμανική, σκανδιναβικές γλώσσες), η Ελληνική, η Αλβανική, οι βαλτικές (αρχαία πρωσικά, λιθουανικά, λετονικά), οι σλαβικές, οι ανατολικές γλώσσες (η Χεττιτική που έγινε γνωστή το 1915 με την αποκρυπτογράφηση των σφηνοειδών κειμένων της χεττιτικής πρωτεύουσας στο Boghazkoy, η Λουβική, η Παλαϊκή, η Λυδική και η Λυκιακή), οι ινδοϊρανικές γλώσσες και η Τοχαρική που ανακαλύφθηκε στις αρχές του 20ου αιώνα. Στις ινδοευρωπαϊκές γλώσσες δεν ανήκουν τα τουρκικά, τα βασκικά και οι φινοουγγρικές γλώσσες.
Τι ισχυρίζονται οι αρνητές της ινδοευρωπαϊκής θεωρίας;
Όπως και με τη φοινικική προέλευση του ελληνικού αλφαβήτου, έτσι και με την ινδοευρωπαϊκή θεωρία υπάρχουν, ιδιαίτερα στο διαδίκτυο, σε ελληνοκεντρικούς ιστότοπους, κάποιοι που ισχυρίζονται ότι «η ινδοευρωπαϊκή θεωρία έχει καταρρεύσει» ή ότι «είναι απάτη». Ο Πολιτικός Μηχανικός, Ομότιμος Καθηγητής του ΕΜΠ και Ακαδημαϊκός κύριος Αντώνης Κουνάδης, σε ομιλία του στην Ακαδημία τον Ιανουάριο του 2019 είπε μεταξύ άλλων ότι η ινδοευρωπαϊκή θεωρία αποτελεί αμφιλεγόμενο ζήτημα, αντικείμενο «συνεχιζόμενων μέχρι σήμερα εντόνων συζητήσεων και αμφισβητήσεων».
Παρά τα συντριπτικά στοιχεία που επιβεβαιώνουν την ινδοευρωπαϊκή θεωρία, οι αρνητές θεωρούν ότι η ελληνική είναι η μητέρα-γλώσσα, επικαλούμενοι δήθεν πανάρχαιες ελληνικές επιγραφές ενώ άλλοι αγνοούν την ύπαρξης κοινής ινδοευρωπαϊκής ρίζας, θεωρώντας ότι κάθε ομοιότητα νεότερης ευρωπαϊκής λέξης με ελληνικά οφείλεται σε δανεισμό από τα ελληνικά κάτι που ισχύει μεν, αλλά σε μερικές μόνο περιπτώσεις.
Πηγές:
Α.Φ. Χριστίδης, «Ινδοευρωπαϊκή γλωσσική ενότητα: το ιστορικό πρόβλημα» και «Η διαμόρφωση της Ελληνικής γλώσσας» στο συλλογικό έργο «ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ», ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΑΙ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΑΡΧΕΙΟ, ΑΘΗΝΑ 1999
ΝΙΚΟΣ ΣΑΡΑΝΤΑΚΟΣ, «ΜΥΘΟΙ ΚΑΙ ΠΛΑΝΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ», ΕΚΔΟΣΕΙΣ εαπ, 2019
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr