Οι Έλληνες στρατιωτικοί στο Γκέρλιτς (1916 - 1919) (Β’ Μέρος)
Οι Έλληνες στρατιωτικοί στο Γκέρλιτς (1916 - 1919) (Β’ Μέρος)
Η εγκάρδια υποδοχή των Ελλήνων από τους Γερμανούς - Η διαμονή των Ελλήνων και η ανάπτυξη στενών δεσμών με τους ντόπιους - Η αλλαγή του κλίματος για τους Έλληνες - Η δύσκολη επιστροφή τους στην Ελλάδα - Οι απόγονοι των Ελλήνων του Γκέρλιτς σήμερα
Η τραγωδία των Τεμπών συνεχίζει να ρίχνει βαριά τη σκιά της στη χώρα. Το protothema.gr έχει καλύψει εκτενέστατα από την πρώτη στιγμή το θλιβερότατο αυτό γεγονός, ενώ και εμείς γράψαμε σχετικό άρθρο στο blog του σάιτ. Εκφράζουμε τα θερμά μας συλλυπητήρια στις οικογένειές όσων έφυγαν από τη ζωή, τις θερμές ευχές μας για «περαστικά» στους τραυματίες και την ελπίδα ότι οι ευθύνες, τούτη τη φορά, θα αποδοθούν σε όλους, όποιοι κι αν είναι αυτοί...
Θα συνεχίσουμε το αφιέρωμά μας στους Έλληνες στρατιωτικούς που έζησαν για τρία περίπου χρόνια (1916 – 1919) στη γερμανική πόλη Γκέρλιτς, ξεκινώντας από την αναχώρησή τους από την Ελλάδα.
Με την αποχώρηση της φρουράς η Καβάλα παραδόθηκε στο έλεος των εισβολέων, καθώς την επόμενη μέρα οι Βούλγαροι μπήκαν στην πόλη και την έθεσαν, χωρίς μάχη, υπό την κατοχή τους. Ο Έλληνας Δήμαρχος και οι πολιτικές Αρχές της πόλης καθαιρέθηκαν και εκδιώχθηκαν. Τα δεινά για τους Έλληνες της Ανατολικής Μακεδονίας μόλις είχαν αρχίσει.
Περίπου 3.000 άνδρες της VI Μεραρχίας Χριστοδούλου και κάποιων άλλων σχηματισμών, όπως και μερικές χιλιάδες αμάχων, κατάφεραν να περάσουν στη Θάσο. Ανάμεσά τους βρίσκονταν και 150 αξιωματικοί. Οι περισσότεροι μεταφέρθηκαν στη Θεσσαλονίκη και προσχώρησαν στην Εθνική Άμυνα, αποτελώντας τον πυρήνα της πρώτης αξιόμαχης μονάδας της, της Μεραρχίας Σερρών.
Κάποιοι φιλοβασιλικοί αξιωματικοί στη Θάσο, ήρθαν σε σύγκρουση με τους εκεί Αμυνίτες, ζητώντας επίμονα να μεταφερθούν στην Παλαιά Ελλάδα. Τελικά μετά από παρέμβαση του ίδιου του Χριστοδούλου, επιτράπηκε η μετάβασή τους στον Βόλο.
Ο αντίκτυπος της παράδοσης του Δ’ Σώματος Στρατού
Όσα έγιναν στην Ανατολική Μακεδονία και ιδιαίτερα η παράδοση του Δ’ Σώματος Στρατού και η μεταφορά του στη Γερμανία, «μια άνευ προηγουμένου πράξη στη νεότερη ελληνική ιστορία και αντίθετη με την έως τότε μαχητική παράδοση του στρατεύματος» (Στράτος Δορδανάς από ανέκδοτη εισήγησή του στο Θ’ Συνέδριο της Ελληνικής Εταιρείας Πολιτικής Επιστήμης) , προκάλεσε λαϊκή κατακραυγή και όλο και περισσότεροι άρχισαν να βλέπουν ότι η μόνη λύση ήταν να ενταχθεί η Ελλάδα στο συμμαχικό στρατόπεδο. Η απρόκλητη αιχμαλωσία από Γερμανούς και Βούλγαρους της ελληνικής φρουράς της Φλώρινας στις 4/17 Αυγούστου 1916 (ανακαταλήφθηκε από συμμαχικά στρατεύματα του Σαράιγ στις 3/16 Σεπτεμβρίου), είχε προκαλέσει αγανάκτηση και οργή ακόμα και σε φιλοβασιλικούς και τα γεγονότα με το Δ’ Σώμα Στρατού έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην τελική “επικράτηση” των βενιζελικών.
Όμως και οι συμμαχικές ξένες εφημερίδες ασχολήθηκαν εκτενώς με όσα έγιναν στην Ελλάδα: «Εξωφρενικό και ασύλληπτο» έγραφαν κάποιες, «απίστευτο πραξικόπημα» χαρακτήριζε την ενέργεια του Χατζόπουλου η «Daily News», η «Manchester News» θεωρούσε ότι η Ελλάδα θα προσχωρούσε σύντομα στο στρατόπεδο των Κεντρικών Δυνάμεων, ενώ η «Daily Telegraph» έκρινε καταδικαστέα «την άρνηση του Χατζόπουλου να υπερασπιστεί τα πάτρια εδάφη» χαρακτηρίζοντας ταυτόχρονα «ανήκουστη βιαιότητα» την πράξη των Γερμανών που «υπερέβαινε τα εσκαμμένα και τις έως τώρα επιδόσεις τους». Ιδιαίτερα καυστικά ήταν και όσα γράφονταν στις εφημερίδες των, ουδέτερων, ως τότε, Η.Π.Α.
Οι «New York Times» δημοσίευαν τακτικά ειδήσεις και ανταποκρίσεις για τη μεταφορά του ελληνικού στρατεύματος, ενώ υπήρχαν και άρθρα που χαρακτήριζαν τους Έλληνες «τουρίστες» και μετά τη θερμή υποδοχή που τους επιφυλάχθηκε στο Γκέρλιτς γράφτηκε ότι εκεί θα περνούσαν (οι Έλληνες στρατιωτικοί) τις «διακοπές τους». Αντίθετα οι γερμανικές εφημερίδες έπλεκαν το εγκώμιο των Ελλήνων: «Πώς ήταν δυνατόν η Αντάντ να χάσει τη χώρα μέσα από τα χέρια της», έγραφε η «Vossiche Zeitung»
.
Θα συνεχίσουμε το αφιέρωμά μας στους Έλληνες στρατιωτικούς που έζησαν για τρία περίπου χρόνια (1916 – 1919) στη γερμανική πόλη Γκέρλιτς, ξεκινώντας από την αναχώρησή τους από την Ελλάδα.
Με την αποχώρηση της φρουράς η Καβάλα παραδόθηκε στο έλεος των εισβολέων, καθώς την επόμενη μέρα οι Βούλγαροι μπήκαν στην πόλη και την έθεσαν, χωρίς μάχη, υπό την κατοχή τους. Ο Έλληνας Δήμαρχος και οι πολιτικές Αρχές της πόλης καθαιρέθηκαν και εκδιώχθηκαν. Τα δεινά για τους Έλληνες της Ανατολικής Μακεδονίας μόλις είχαν αρχίσει.
Περίπου 3.000 άνδρες της VI Μεραρχίας Χριστοδούλου και κάποιων άλλων σχηματισμών, όπως και μερικές χιλιάδες αμάχων, κατάφεραν να περάσουν στη Θάσο. Ανάμεσά τους βρίσκονταν και 150 αξιωματικοί. Οι περισσότεροι μεταφέρθηκαν στη Θεσσαλονίκη και προσχώρησαν στην Εθνική Άμυνα, αποτελώντας τον πυρήνα της πρώτης αξιόμαχης μονάδας της, της Μεραρχίας Σερρών.
Κάποιοι φιλοβασιλικοί αξιωματικοί στη Θάσο, ήρθαν σε σύγκρουση με τους εκεί Αμυνίτες, ζητώντας επίμονα να μεταφερθούν στην Παλαιά Ελλάδα. Τελικά μετά από παρέμβαση του ίδιου του Χριστοδούλου, επιτράπηκε η μετάβασή τους στον Βόλο.
Ο αντίκτυπος της παράδοσης του Δ’ Σώματος Στρατού
Όσα έγιναν στην Ανατολική Μακεδονία και ιδιαίτερα η παράδοση του Δ’ Σώματος Στρατού και η μεταφορά του στη Γερμανία, «μια άνευ προηγουμένου πράξη στη νεότερη ελληνική ιστορία και αντίθετη με την έως τότε μαχητική παράδοση του στρατεύματος» (Στράτος Δορδανάς από ανέκδοτη εισήγησή του στο Θ’ Συνέδριο της Ελληνικής Εταιρείας Πολιτικής Επιστήμης) , προκάλεσε λαϊκή κατακραυγή και όλο και περισσότεροι άρχισαν να βλέπουν ότι η μόνη λύση ήταν να ενταχθεί η Ελλάδα στο συμμαχικό στρατόπεδο. Η απρόκλητη αιχμαλωσία από Γερμανούς και Βούλγαρους της ελληνικής φρουράς της Φλώρινας στις 4/17 Αυγούστου 1916 (ανακαταλήφθηκε από συμμαχικά στρατεύματα του Σαράιγ στις 3/16 Σεπτεμβρίου), είχε προκαλέσει αγανάκτηση και οργή ακόμα και σε φιλοβασιλικούς και τα γεγονότα με το Δ’ Σώμα Στρατού έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην τελική “επικράτηση” των βενιζελικών.
Όμως και οι συμμαχικές ξένες εφημερίδες ασχολήθηκαν εκτενώς με όσα έγιναν στην Ελλάδα: «Εξωφρενικό και ασύλληπτο» έγραφαν κάποιες, «απίστευτο πραξικόπημα» χαρακτήριζε την ενέργεια του Χατζόπουλου η «Daily News», η «Manchester News» θεωρούσε ότι η Ελλάδα θα προσχωρούσε σύντομα στο στρατόπεδο των Κεντρικών Δυνάμεων, ενώ η «Daily Telegraph» έκρινε καταδικαστέα «την άρνηση του Χατζόπουλου να υπερασπιστεί τα πάτρια εδάφη» χαρακτηρίζοντας ταυτόχρονα «ανήκουστη βιαιότητα» την πράξη των Γερμανών που «υπερέβαινε τα εσκαμμένα και τις έως τώρα επιδόσεις τους». Ιδιαίτερα καυστικά ήταν και όσα γράφονταν στις εφημερίδες των, ουδέτερων, ως τότε, Η.Π.Α.
Οι «New York Times» δημοσίευαν τακτικά ειδήσεις και ανταποκρίσεις για τη μεταφορά του ελληνικού στρατεύματος, ενώ υπήρχαν και άρθρα που χαρακτήριζαν τους Έλληνες «τουρίστες» και μετά τη θερμή υποδοχή που τους επιφυλάχθηκε στο Γκέρλιτς γράφτηκε ότι εκεί θα περνούσαν (οι Έλληνες στρατιωτικοί) τις «διακοπές τους». Αντίθετα οι γερμανικές εφημερίδες έπλεκαν το εγκώμιο των Ελλήνων: «Πώς ήταν δυνατόν η Αντάντ να χάσει τη χώρα μέσα από τα χέρια της», έγραφε η «Vossiche Zeitung»
.
Το Γκέρλιτς
Από τη στιγμή που πάρθηκε η απόφαση για τη μετακίνηση των Ελλήνων στον βορρά άρχισε να αναζητείται χώρος για τη “φιλοξενία” τους στα πολυάριθμα στρατόπεδα της Γερμανίας. Καθώς επρόκειτο για ιδιότυπες συνθήκες «κράτησης» επιλέχθηκε μια μικρή πόλη στην πρωσική επαρχία της Σιλεσίας, το Γκέρλιτς (Gorlitz). Στις ανατολικές παρυφές του, λίγες εκατοντάδες μέτρα από τα τελευταία σπίτια του οικισμού Rabenberg υπήρχε από το 1915 ένα στρατόπεδο Ρώσων αιχμαλώτων, το οποίο είχε εκκενωθεί και ήταν άδειο εκείνο τον καιρό. Αφού πείστηκαν οι τοπικές αρχές, ξεκίνησαν οι εργασίες καθαρισμού, απολύμανσης, καλλωπισμού και ανακαίνισης. Όλα τα περαιτέρω τα ανέλαβαν Γερμανοί επιτελικοί αξιωματικοί που έσπευσαν άμεσα επί τόπου.
Η πόλη Γκέρλιτς βρίσκεται στην πρωσική επαρχία της Σιλεσίας και αναπτύσσεται στις δύο όχθες του ποταμού Νάισε. Η πρώτη γραπτή αναφορά σε αυτή γίνεται σε έγγραφο του 1071. Στα μεσαιωνικά χρόνια παρουσίασε μεγάλη οικονομική άνθηση, καθώς αναδείχτηκε σε μεγάλο κλωστοϋφαντουργικό κέντρο. Μετά το 1945 όταν ο ποταμός Νάισε ορίστηκε ως το σύνορο μεταξύ Γερμανίας και Πολωνίας, το ανατολικό τμήμα της πόλης, όπου βρισκόταν και το στρατόπεδο όπου διέμεινε το Δ’ Σώμα Στρατού, μετονομάστηκε σε Ζγκορζέλετς.
Σήμερα το Γκέρλιτζ ανήκει στο κρατίδιο της Σαξονίας, έχει περίπου 55.000 κατοίκους και αποτελεί την ανατολικότερη πόλη της Γερμανίας.
Το μακρύ ταξίδι των Ελλήνων προς το Γκέρλιτζ
Επανερχόμαστε στο ταξίδι των Ελλήνων στρατιωτικών προς το Γκέρλιτζ. Ο πρώτος συρμός, με επικεφαλής τον Συνταγματάρχη Καράκαλο και συνοδό τον Υπολοχαγό Σμιτ, ξεκίνησε στις 2/15 Σεπτεμβρίου για το Γκέρλιτς, μεταφέροντας 400 και πλέον στρατιώτες, 22 αξιωματικούς, μερικά γυναικόπαιδα, καθώς και βαρύ πολεμικό υλικό το οποίο ήταν φορτωμένο στο τελευταίο βαγόνι. Καθημερινά αναχωρούσαν ένα με δύο τρένα, συνολικά αναχώρησαν δέκα, με αφετηρία τη Δράμα και πρώτο σταθμό την Αδριανούπολη.
Από εκεί διέσχιζαν τη Βουλγαρία και την κατεχόμενη Σερβία μέχρι το Βελιγράδι, όπου οι άνδρες αποβιβάζονταν και περνώντας τη γέφυρα του Δούναβη, έφταναν στο Σεμλίνο (τότε συνοριακή πόλη της Αυστροουγγαρίας, σήμερα Ζέμουν, βορειοδυτική συνοικία του Βελιγραδίου). Μετά από ανάπαυλα λίγων ημερών συνέχιζαν το ταξίδι στα εδάφη της Αυστροουγγαρίας και κατέληγαν στο Γκέρλιτς μέσω της πόλης Oppeln της Σιλεσίας (το σημερινό Opole της Πολωνίας), όπου απολυμαίνονταν ομαδικά. Το ταξίδι διαρκούσε συνολικά 12 ημέρες,. Στον τελευταίο συρμό επιβιβάστηκαν ο Διοικητής του Δ’ Σώματος Στρατού Ιωάννης Χατζόπουλος και το επιτελείο του.
Συνολικά μετακινήθηκαν 6.100 στρατιώτες, 430 αξιωματικοί, αποσπάσματα της Χωροφυλακής, στρατιωτικοί υπάλληλοι, 93 γυναίκες και 5 παιδιά. Σημειώνουμε ότι οι 430 αξιωματικοί που μεταφέρθηκαν στο Γκέρλιτζ αποτελούσαν περίπου το 1/5 των εν ενεργεία αξιωματικών της χώρας. Οι Βούλγαροι δεν επέτρεψαν τη μεταφορά των αλόγων του Συντάγματος Ιππικού του Σώματος, αξίας περίπου 1,4 εκ. μάρκων. Τελικά δόθηκαν με γερμανική μεσολάβηση ως αποζημίωση 600.000 μάρκα, τα οποία όμως κρατήθηκαν από τους Γερμανούς για τα μεταφορικά έξοδα των Ελλήνων!
Οι Έλληνες στο Γκέρλιτζ - Η επιγραφή "Χαίρετε", ο φιλελληνισμός, το μπουζούκι και οι… Έλληνες εραστές
Η υποδοχή των Ελλήνων στο Γκέρλιτζ ήταν εντυπωσιακή. Στην είσοδο του ανακαινισμένου στρατόπεδο είχε τοποθετηθεί η ελληνική επιγραφή "Χαίρετε"! Το ελληνικό στρατιωτικό σώμα, το υποδέχτηκε μετά από εντολή του Κάιζερ Γουλιέλμου Β' ο πρώτος υπασπιστής του Ludwig von Estorff.
Παρά την αντίθετη άποψη που εξέφρασε ο Ι. Χατζόπουλος, πραγματοποιήθηκε παρέλαση ελληνικών μονάδων σε κεντρικούς δρόμους του Γκέρλιτζ οι οποίοι είχαν σημαιοστολιστεί.
Ο γερμανικός Τύπος υποδέχτηκε με ενθουσιασμό τους Έλληνες στρατιώτες. Ο Στρατηγός Λούντεντορφ σε μήνυμά του στις 22 Σεπτεμβρίου προς το γερμανικό Υπουργείο Στρατιωτικών έγραφε: «Η παραμονή των ελληνικών στρατευμάτων παρέχει τη μοναδική ευκαιρία να διαδώσουμε στην Ελλάδα την κατανόηση και τη συμπάθεια για τη γερμανική υπόθεση, τη γερμανική εργατικότητα και το γερμανικό μεγαλείο. Οι Έλληνες δεν πρέπει να αισθάνονται ότι είναι αιχμάλωτοι. Οι συναλλαγές τους με την τοπική κοινωνία, καθώς και η επαφή τους με την πατρίδα τους, επιβάλλεται να τελούν υπό παρακολούθηση, χωρίς όμως ακρότητες».
Το νομικό καθεστώς του ελληνικού Σώματος Στρατού, καθορίστηκε τον Δεκέμβριο του 1916 και έφερε τρεις υπογραφές: του Γερμανού Υπουργού Στρατιωτικών, του Έλληνα πρέσβη στο Βερολίνο Θεοτόκη και του Διοικητή του Σώματος Χατζόπουλου.
Σύμφωνα με το σχετικό κείμενο (11 σελίδων):
α) Το ελληνικό Σώμα υπαγόταν απευθείας στο γερμανικό Υπουργείο Στρατιωτικών, ενώ η σύνδεση θα εξασφαλιζόταν με την απόσπαση Γερμανού επιτελικού αξιωματικού στην ελληνική διοίκηση.
β) Όλα τα ζητήματα που προέκυπταν, θα αντιμετωπίζονταν από τον Γερμανό φρούραρχο του Γκέρλιτς από κοινού με τον Έλληνα Σωματάρχη, ο οποίος στο εσωτερικό του στρατοπέδου θα διατηρούσε τις ίδιες εξουσίες που είχε και στην Ελλάδα.
γ) Η αλληλογραφία θα "περνούσε" από τη συνηθισμένη λογοκρισία, ενώ για υπεραστικά τηλεφωνήματα απαιτούνταν η χρήση της γερμανικής γλώσσας. Ταξίδια εντός της Γερμανίας θα επιτρέπονταν μόνο μετά από άδεια του γερμανικού Υπουργείου Στρατιωτικών.
δ) Οι αξιωματικοί θα εξακολουθούσαν να εισπράττουν τον προηγούμενο μισθό τους σε μάρκα (σε αναλογία 1:1), ενώ οι απλοί στρατιώτες θα έπαιρναν 15 πφένιχ (λεπτά) και οι υπαξιωματικοί 20 πφένιχ την ημέρα.
ε) Το Επιτελείο θα στεγαζόταν στους χώρους ενός σχολικού κτιρίου. Οι αξιωματικοί θα είχαν επιπλέον τη διάθεσή τους δύο λέσχες στο κέντρο της πόλης, με προσφορά γεύματος επί πληρωμή.
στ) Οι Έλληνες θα "εντάσσονταν" στους ίδιους επισιτιστικούς περιορισμούς με τον άμαχο πληθυσμό της χώρας.
ζ) Οι ασθενείς θα νοσηλεύονταν στο στρατιωτικό νοσοκομείο ("Griechenlazarett"), το οποίο θα παρέμενε υπό γερμανική διοίκηση.
η) Τέλος, σε περίπτωση εκδήλωσης ενδιαφέροντος, θα δινόταν η δυνατότητα επαγγελματικής εκπαίδευσης σε κατάλληλα διαμορφωμένους και εξοπλισμένους χώρους του στρατοπέδου.
Το στρατόπεδο ήταν περιφραγμένο, είχε έκταση 700Χ400 μέτρα και μπορούσε να φιλοξενήσει ως 12.000 άτομα. Οι Έλληνες σταδιακά άρχισαν να δίνουν το δικό τους "χρώμα" όχι μόνο στο στρατόπεδο, αλλά και στην πόλη του Γκέρλιτζ.
Στις 3 Νοεμβρίου 1916 κυκλοφόρησε το πρώτο φύλλο της καθημερινής (δεν κυκλοφορούσε Κυριακή) εφημερίδας "Νέα του Γκαίρλιτς". Μικρού σχήματος, με τέσσερις δίστηλες σελίδες, αποτελούσε την ελληνική εκδοχή της ομότιτλης τοπικής εφημερίδας "Gorlitzer Nachrichten". Εκδότης της ήταν ο Emil Glauber, συνιδιοκτήτης του μεγαλύτερου εκδοτικού οίκου της πόλης. Αρχισυντάκτης/μεταφραστής της ήταν ο Έλληνας αξιωματικός Διονύσης Αγαπητός, ενώ καθοριστική συμβολή σε αυτή είχε ο υπαξιωματικός και μετέπειτα ποιητής και θεατράνθρωπος Λέων Κουκούλας. Στην εφημερίδα δημοσιεύονταν ειδήσεις από τις εξελίξεις στα πολεμικά μέτωπα και την Ελλάδα, αναλύσεις, χρονογραφήματα και αγγελίες. Λόγω της μεγάλης απήχησης της, το 1918 μετατράπηκε σε εφημερίδα παγγερμανικής κυκλοφορίας, υπό τον τίτλο «Ελληνικά Φύλλα» με έδρα το Βερολίνο.
Η παρουσία χιλιάδων Ελλήνων στο Γκέρλιτς προκάλεσε ένα πρόσκαιρο κύμα φιλελληνισμό μεταξύ των Γερμανών και το ζωηρό ενδιαφέρον επιστημόνων και ελληνομαθών διπλωματών, όπως των βυζαντινολόγων Heinsenberg και Soyter, των αρχαιολόγων Jacobsthal και Koch, του θεολόγου Weigel, του ζωγράφου Schneiderfranken κ.ά. που συγκεντρώθηκαν στην πόλη για να συλλέξουν πρωτογενές υλικό για την εκπόνηση μελετών και διατριβών στο πλαίσιο των αναπτυσσόμενων τότε νεοελληνικών σπουδών. Οι Γερμανοί επιστήμονες κατέγραψαν τοπικές διαλέκτους (όχι μόνο του τότε ελληνικού χώρου, αλλά και πέρα απ' αυτόν: Θράκη, Πόντο, Μ. Ασία, Κύπρο), αλλά και τα "κορακίστικα", των βοσκών της Εύβοιας.
Πολλές δεκαετίες αργότερα, γύρω στο 1998, ανακαλύφθηκε ότι στο Γκέρλιτς έγινε το 1917 η πρώτη παγκοσμίως ηχογράφηση μπουζουκιού που είναι γνωστή μέχρι σήμερα. Πρόκειται για το σμυρναίικο τραγούδι «Χήρα ν’ αλλάξεις όνομα» που τραγουδούσε ο Σκιαθίτης στρατιώτης Απόστολος Παπαδιαμάντης, συγγενής του Απόστολου Παπαδιαμάντη, υπό τους ήχους του μπουζουκιού που έπαιζε ο επίσης στρατιωτικός Κώστας Καλαμαράς από τη Σύρο. Ως το 1998 οι Έλληνες ειδικοί τοποθετούσαν την πρώτη ηχογράφηση μπουζουκιού στην Αμερική το 1928.
Όπως μας πληροφόρησε ο καλός φίλος Κώστας Β. ηχογραφήσεις ρεμπέτικων υπάρχουν και πριν το 1917, ωστόσο τα τραγούδια αυτά "συνοδεύονταν" από κιθάρες, βιολιά, σαντούρια κ.ά. και όχι από μπουζούκια. Ηχογραφήθηκαν συνολικά 72 δίσκοι γραμμοφώνου, από τους οποίους οι 65 περιέχουν κατά κανόνα ομιλίες, απαγγελίες κειμένων και διαλόγους, και εν μέρει μουσικές καταγραφές, ενώ οι υπόλοιποι 7, τραγούδια, χορωδίες και μουσικά όργανα.
Ο Heinsenberg που είχε πρωτοστατήσει στις ηχογραφήσεις, είχε εκφράσει ρητά την επιθυμία μετά το τέλος του πολέμου, μια πλήρης σειρά αντιγράφων των δίσκων να παραχωρηθεί στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, κάτι που δεν έγινε...
Γερμανοί καθηγητές παρέδιδαν μαθήματα εκμάθησης της γερμανικής γλώσσας, στα οποία συμμετείχαν συνολικά περίπου 700 Έλληνες. Ανάμεσα στους Έλληνες στρατιωτικούς υπήρχαν και πολλοί μετέπειτα σημαντικοί άνθρωποι. Εκτός από τον Λέοντα Κουκούλα, ο συγγραφέας και θεατρικός σκηνοθέτης Βασίλης Ρώτας, ο ηθοποιός Βασίλης Αργυρόπουλος, ο ζωγράφος Παύλος Ροδοκανάκης, ο Ζακυνθινός μαέστρος και συνθέτης καντάδων Πιέρρος Πανταζής (1894-1970), ο Λευκαδίτης φλαουτίστας Ευάγγελος Αλβανίτης (1891-1953) κ.ά. Παράλληλα αναδείχθηκε και το επιχειρηματικό δαιμόνιο των Ελλήνων. Στις 2 Δεκεμβρίου 1916 ξεκίνησε τη λειτουργία του το πρώτο (πιθανότατα) ελληνικό "ζυθεστιατόριο" επί γερμανικού εδάφους, στις αίθουσες του παλιού κέντρου "Drei Raben" ("Τρία Κοράκια"), υπό τη διεύθυνση του Γ. Σταυρόπουλου.
Οι συνθήκες διαμονής δεν ήταν εύκολες. Ο βαρύς γερμανικός χειμώνας είχε σαν αποτέλεσμα πολλοί Έλληνες να αρρωστήσουν και να νοσηλευθούν. Ένα από τα εντυπωσιακότερα στοιχεία της διαμονής των Ελλήνων στο Γκέρλιτς ήταν η μεγάλη επιτυχία τους στο γυναικείο φύλο. Η λειψανδρία λόγω του πολέμου και η παρουσία των "ωραίων Ελλήνων", όπως γράφτηκε, οδήγησε σε απίστευτες καταστάσεις. Οι αγγελίες των Γερμανίδων ξεπερνούσαν κάθε φαντασία.
«Ενοικιάζεται δωμάτιο παρά μόνη νεαρά κυρία», «Ευχάριστο επιπλωμένον δωμάτιον ενοικιάζεται από μόνη κυρίαν εις αξιοπρεπή, μορφωμένον κύριον», κ.ά. Το θέμα έλαβε σύντομα ανεξέλεγκτες διαστάσεις, καθώς κάποιοι έκαναν λόγο ακόμα και για πτώση του ηθικού των Γερμανών στρατιωτών στο μέτωπο! Γερμανίδες εγκατέλειπαν τους στρατιώτες-συζύγους τους για να κάνουν δεσμό με Έλληνες, οι οποίοι αργότερα τις εγκατέλειπαν! Γερμανοί στρατιώτες επέστρεφαν από το μέτωπο και αντιμετώπιζαν πολύ δυσάρεστες εκπλήξεις βρίσκοντας τις συζύγους τους αγκαλιά με Έλληνες στρατιώτες!
Πολλά παιδιά, κυρίως εξώγαμα, γεννήθηκαν εκείνη την εποχή. Εκτός από τους ερωτικούς δεσμούς, υπήρξαν τελικά και πολλοί μεικτοί αρραβώνες και γάμοι. Αρκετές Γερμανίδες ήρθαν στην Ελλάδα με τους συζύγους τους, ενώ και πολλοί Έλληνες παρέμειναν στη Γερμανία συνεχίζοντας εκεί τη ζωή τους. Στο νεκροταφείο της πόλης είναι σήμερα θαμμένοι 270 Έλληνες που υπηρετούσαν στο Δ' Σώμα Στρατού και παρέμειναν στο Γκέρλιτς.
Η αλλαγή του κλίματος
Τον Ιούνιο του 1917 οι ραγδαίες πολιτικές εξελίξεις στην Ελλάδα με την έξωση του Κωνσταντίνου, την άνοδο στον θρόνο του δευτερότοκου γιου του Αλέξανδρου, την εκ νέου ανάληψη της πρωθυπουργίας στην Ελλάδα από τον Ελευθέριο Βενιζέλο και την είσοδο της χώρας μας στον πόλεμο στο πλευρό της Αντάντ, άλλαξαν άρδην το κλίμα για τους Έλληνες στο Γκέρλιτς. Η ύπαρξη πολλών βενιζελικών αξιωματικών και οπλιτών ανάμεσα στους άνδρες του Δ' Σώματος Στρατού οδήγησε σε επεισόδια με τους αντιβενιζελικούς και σε κρούσματα απειθαρχίας.
Πολύ σύντομα Γερμανοί αξιωματικοί απαίτησαν από τους Έλληνες να εργαστούν στον αγροτικό τομέα, στην πολεμική βιομηχανία, σε ορυχεία και εργοστάσια για να ενισχύσουν την πολεμική προσπάθεια της Γερμανίας. Πάντως πρόγραμμα εθελοντικής εργασίας με αμοιβή είχε ξεκινήσει από την άνοιξη του 1917. Έτσι, στο πλαίσιο 100 διαφορετικών αποστολών, περίπου 5.000 Έλληνες στρατιώτες μετακινήθηκαν σε μια εκτεταμένη περιοχή από την Κολονία ως το Μπρεσλάου, όπου παρέμειναν ως τα τέλη του 1918.
Τον Γενάρη του 1918, 36 Έλληνες αξιωματικοί και υπαξιωματικοί του Στρατού και της Χωροφυλακής κατηγορήθηκαν ως προπαγανδιστές του Βενιζέλου και μεταφέρθηκαν σε στρατόπεδο συγκέντρωσης στο Βερλ της Βεστφαλίας. Στο Γκέρλιτς, επικρατούσαν οι οπαδοί του Κωνσταντίνου οι οποίοι με διάφορες δράσεις προσπαθούσαν να υπονομεύσουν την κυβέρνηση Βενιζέλου. Χαρακτηριστικά, τον Φεβρουάριο του 1918 στάλθηκαν μυστικά με γερμανικό υποβρύχιο στη δυτική Πελοπόννησο δύο έμπιστοι βασιλόφρονες αξιωματικοί από το Γκέρλιτς (Υπολοχαγός Καλαμαράς και Ανθυπολοχαγός Χατζόπουλος), έχοντας ως αποστολή τη μεταφορά οδηγιών του εξόριστου Κωνσταντίνου σε ανθρώπους του στο εσωτερικό της χώρας και παράλληλα τη συλλογή πληροφοριών για τις κινήσεις του Ελληνικού Στρατού. Η επιχείρηση απέτυχε, οι αξιωματικοί συνελήφθησαν και εκτελέστηκαν για κατασκοπία.
Την άνοιξη του 1918 στάλθηκαν δύο ακόμα φιλοβασιλικοί αξιωματικοί(Παπακώστας και Ποτηρόπουλος) στην Ελλάδα, που μετά την αποτυχία της επιχείρησής τους κρύβονταν διαρκώς σε χωριά της Μεσσηνίας ως τον Νοέμβριο του 1920 για να αποφύγουν τη σύλληψη. Σε όλη τη διάρκεια του 1918, οι δύο "παρατάξεις" στο Γκέρλιτς, βρίσκονταν σε έντονη διαμάχη. Είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμα και ο αιφνίδιος θάνατος του Ι. Χατζόπουλου στις 15 Απριλίου 1918 από εγκεφαλική αιμορραγία, ο οποίος κηδεύτηκε με στρατιωτικές τιμές στο κοιμητήριο της πόλης, συνοδεύτηκε από φήμες για δολοφονική ενέργεια.
Η φιλοβασιλική εφημερίδα "Εμπρός" έγραφε στις 22 Απριλίου 1918: «Ο θάνατος του εν Γκέρλιτς συνταγματάρχου Χατζόπουλου δεν ήτο φυσικός, αλλ'... εφονεύθη υπό Έλληνος λοχίου. Ο φόνος έγινε δια μάχαιρας, αιτίαν δε είχε την κρατούσαν εναντίον του εξέγερσιν εις τας τάξεις του εκεί Ελληνικού στρατού δια την προδοσίαν με την οποίαν παρεδόθησαν εις τους Γερμανούς. Η πράξις αυτή απεκάλυψε την ύπαρξιν ευρείας συνωμοσίας κατά του Χατζοπούλου».
Το τέλος του πολέμου και οι εξελίξεις στο στρατόπεδο του Γκέρλιτς
Στις 4/11/1918 ναύτες του γερμανικού στόλου που βρισκόταν στο λιμάνι του Κιέλου στασίασαν και με τη σύμπραξη εργατών και Σπαρτακιστών υπό την ηγεσία της Ρόζας Λούξεμπουργκ και του Καρλ Λίμπκνεχτ κατέλαβαν την πόλη και ζητούσαν τον τερματισμό του πολέμου, στο πλαίσιο του αντιπολεμικού και αντιιμπεριαλιστικού κλίματος που είχε διαπεράσει τη γερμανική κοινωνία, καθώς ήταν ορατή η επικείμενη ήττα της Γερμανίας.
Το επαναστατικό πνεύμα επεκτάθηκε και στην υπόλοιπη χώρα και στις 9 Νοεμβρίου έγινε η διακήρυξη της δημοκρατίας (εξελίχθηκε έπειτα στη "Δημοκρατία της Βαϊμάρης"). Στις 11 Νοεμβρίου η Γερμανία συνθηκολόγησε και λίγο αργότερα παραιτήθηκε ο Κάιζερ Γουλιέλμος Β'.
Σύντομα ο επαναστατικός αναβρασμός έφτασε και στο Γκέρλιτς, όπου οι Έλληνες στρατιωτικοί ενώθηκαν με τους Γερμανούς συναδέλφους τους. Με βασικό αίτημα τον επανπατρισμό τους εξέλεξαν στρατιωτικά συμβούλια στο πρότυπο του "σοβιέτ" (αργότερα ονομάστηκαν "ελληνικά σοβιέτ του Γκέρλιτς) , καθαίρεσαν τον ευνοούμενο των Γερμανών, Στρατηγό Πολυχρόνη Καράκαλο που είχε αντικαταστήσει τον Χατζόπουλο και τοποθέτησαν στη θέση του τον δημοφιλή στους στρατιώτες Συνταγματάρχη Σινανιώτη.
Η γερμανική φρουρά της πόλης περικύκλωσε το στρατόπεδο με πυροβόλα, ενώ εκδόθηκε και ένταλμα σύλληψης σε βάρος του Σινανιώτη ο οποίος διέφυγε στο Βερολίνο. Η επάνοδος του Καράκαλου στη θέση του εξόργισε ακόμα περισσότερο τους Έλληνες στρατιώτες που συγκρούστηκαν με τους Γερμανούς. Ένας Έλληνας στρατιώτης(άλλες πηγές αναφέρουν πέντε) σκοτώθηκε και αρκετοί τραυματίστηκαν.
Η επιστροφή των Ελλήνων και οι νέες περιπέτειες
Οι Γερμανοί αποφάσισαν να απαλλαγούν από τους "ενοχλητικούς" Έλληνες επιτρέποντας την αναχώρησή τους. Οι περισσότεροι εγκατέλειψαν "άτακτα" το Γκέρλιτς, κατευθυνόμενοι προς τη Βοημία (της σημερινής Τσεχίας). Στα τέλη Φεβρουαρίου 1919, οι τελευταίοι 1.000 αξιωματικοί και στρατιώτες ταξίδεψαν σιδηροδρομικώς στο Φιούμε (σημ. Ριέκα της Κροατίας) και από εκεί ακτοπλοϊκώς στην Ελλάδα .150 βαριά ασθενείς Έλληνες, κυρίως με φυματίωση που νοσηλεύονταν σε σανατόρια, μεταφέρθηκαν στο Φιούμε με ειδικά εξοπλισμένο τρένο και από εκεί στην Ελλάδα με νοσοκομειακό πλοίο.
Η «υποδοχή» όμως των 5.000 περίπου στρατιωτικών του Γκέρλιτς, δεν ήταν πολύ εγκάρδια. Μόνο οι 36 αξιωματικοί που είχαν φυλακιστεί στο Βερλ επανήλθαν στο στράτευμα, ενώ για τους υπόλοιπους θα διεξαγόταν προανάκριση. Αρχικά, όλοι τέθηκαν σε περιορισμό στη Σούδα Χανίων. Αργότερα, 320 αξιωματικοί που κρίθηκαν πειθαρχικά και ποινικά διωκόμενοι εκτοπίστηκαν στο ερημονήσι Άγιος Γεώργιος της Σαλαμίνας και αργότερα στη Μήλο και τις φυλακές Αβέρωφ.
Οι στρατιώτες απολύθηκαν οριστικά και επέστρεψαν στα σπίτια τους αλλά τέθηκαν υπό αστυνομική επιτήρηση.
Από τις 22/5/1920 ως τις 13/7/1920 (νέο ημερολόγιο), έγινε στο Διαρκές Στρατοδικείο Αθηνών η δίκη 10 αξιωματικών του Γκέρλιτς (πέντε παρόντων και πέντε που φυγοδικούσαν). Δύο από αυτούς αθωώθηκαν και οι υπόλοιποι οκτώ καταδικάστηκαν σε θάνατο. Η ποινή τους όμως δεν εκτελέστηκε μετά την ήττα Βενιζέλου στις εκλογές του Νοεμβρίου 1920. Μάλιστα επανήλθαν στο στράτευμα και κάποιοι πήραν μέρος στη μικρασιατική εκστρατεία.
Η απίστευτη ιστορία του Ελληνογερμανού πιλότου που δεν βομβάρδισε ελληνικά εδάφη.
Πίσω από τη μεγάλη ιστορία των Ελλήνων του Γκέρλιτς, κρύβονταν εκατοντάδες μικρές. Ανάμεσά τους και αυτή του Ηπειρώτη (από την Καμπή Άρτας) Θωμά Καραμούτσου, για την οποία μας ενημέρωσε ένας αναγνώστης, τον οποίο και ευχαριστούμε θερμά.
Ο Θ. Καραμούτσος παντρεύτηκε μια Γερμανίδα και απέκτησε μαζί της ένα γιο τον Ιωάννη. Μετά τη γέννα πέθανε η γυναίκα του και ο Καραμούτσος γύρισε στην Ελλάδα. Ο Ιωάννης έγινε πιλότος της γερμανικής Luftwaffe. Στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο αρνήθηκε να πάρει μέρος σε βομβαρδισμούς ελληνικών περιοχών! Ο Θωμάς Καραμούτσος στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο ζούσε στην Καμπή. Οι Γερμανοί τον αξιοποίησαν ως διερμηνέα, ο ίδιος όμως ανέπτυξε έντονη πατριωτική δράση βοηθώντας τους αντάρτες.
Κλείνοντας, αναφέρουμε ότι μετά το τέλος του Εμφυλίου το 1949, σχεδόν 14.000 Έλληνες πολιτικοί πρόσφυγες εγκαταστάθηκαν στο ανατολικό τμήμα του Γκέρλιτς (Ζγκόρζελετς). Σήμερα στην περιοχή υπολογίζεται ότι ζουν 40 απόγονοι τρίτης και τέταρτης γενιάς των Ελλήνων στρατιωτικών που έζησαν στο Γκέρλιτς μεταξύ 1916 και 1919.
Πηγές: Γεράσιμος Αλεξάτος, «ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΤΟΥ ΓΚΑΙΡΛΙΤΣ 1916-1919», Γ' ΈΚΔΟΣΗ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΥΡΙΑΚΙΔΗ, 2022 ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΑΓΚΟΣ: «ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΟΙ ΤΟΥ ΓΚΕΡΛΙΤΣ 1916-1919: "ΦΙΛΟΞΕΝΟΥΜΕΝΟΙ", ΑΙΧΜΑΛΩΤΟΙ Ή ΠΡΟΔΟΤΕΣ», στο περιοδικό "ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗΜΕΝΗ", ΤΕΥΧΟΣ 643, ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ 2022.
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Ειδήσεις
Δημοφιλή
Σχολιασμένα