Άρης Καφαντάρης: «Η Riviera Galleria θα ολοκληρωθεί το 2025»
26.06.2023
08:21
Το μεγαλεπήβολο έργο του Ελληνικού το έχει αναλάβει και επισκεφθεί για να επιβλέψει ήδη τρεις φορές ο star architect Κένγκο Κούμα - Στο πλευρό του βρίσκεται ανελλιπώς ο Ελληνας διευθυντής σχεδιασμού του γραφείου του στο Τόκιο
Στα τέσσερα αρχιτεκτονικά γραφεία του Κένγκο Κούμα στο Τόκιο, το Παρίσι, τη Σανγκάη και στο Πεκίνο εργάζονται περίπου 400 άνθρωποι προερχόμενοι από δεκάδες διαφορετικές εθνικότητες που δραστηριοποιούνται σε έργα σε όλο τον κόσμο. Ανάμεσά τους και ο Ελληνας Αρης Καφαντάρης, ο οποίος τα τελευταία χρόνια δραστηριοποιείται στην πρωτεύουσα της Ιαπωνίας ως Chief Project Manager του Kengo Kuma & Associates (KKAA). «Θυμάμαι χαρακτηριστικά, πριν από αρκετά χρόνια, ότι ανάλογα με την εποχή και με το γραφείο όπου βρισκόμουν άλλαζαν διαρκώς τα πολιτισμικά backgrounds, οι ικανότητες και οι γλώσσες που ήταν χρήσιμες στη δουλειά μας.
Υπήρξε μια περίοδος που τριγύρω μου άκουγα μόνο γαλλικά επειδή δουλεύαμε πολλά projects στη Γαλλία, το Βέλγιο και στην Καραϊβική. Σε μια άλλη άκουγες παντού μανδαρίνικα αφού είχαμε αναλάβει πολλά κινεζικά έργα, ενώ πλέον επικρατούν τα ρωσικά. Κάπως έτσι, σκεφτόμουν πόσο κρίμα είναι που δεν θα είχα ποτέ την ευκαιρία να χρησιμοποιήσω τη μητρική μου γλώσσα σε αυτό τον απίστευτο χώρο», λέει ο ίδιος.
Ο καημός αυτός τον εγκατέλειψε το καλοκαίρι του 2020, όταν προς έκπληξή του έλαβε την προκήρυξη για τον διαγωνισμό της Riviera Galleria στο Ελληνικό και έσπευσε να ενημερώσει τον Κούμα Σαν, όπως τον αποκαλεί. «Μας είπε κατευθείαν “ναι, πάμε!” γιατί η Ελλάδα τον ενδιαφέρει ιδιαίτερα. Και σκέφτηκα “κοίτα που, τελικά, ίσως και να μπορέσω να χρησιμοποιήσω ό,τι έμαθα μεγαλώνοντας και σπουδάζοντας στην Ελλάδα”», θυμάται.
Μόλις αποφασίστηκε η συμμετοχή στον διαγωνισμό, ο Αρης οργάνωσε την ιδανική ομάδα. Ο Κούμα τον εμπιστεύτηκε 100%. Μετά από μια διαδικασία αξιολόγησης πολλών συμμετοχών τόσο από την Ελλάδα όσο και από το εξωτερικό που διήρκεσε μήνες, έμαθαν ότι ανέλαβαν το έργο. Κι έτσι η Ελλάδα έγινε ακόμα μια κουκκίδα στον χάρτη όπου θα δημιουργούσε ο αρχιτέκτονας-σταρ, ο οποίος μπορεί μέχρι εκείνη τη στιγμή να είχε αναλάβει έργα από την Ελβετία μέχρι το Μεξικό και την Ταϊλάνδη, αλλά ποτέ ξανά στη χώρα μας.
Το έργο του Ελληνικού έχτισε πολλές νέες «γέφυρες» για το διάσημο γραφείο, το οποίο προσέγγισαν κι άλλοι ενδιαφερόμενοι για έργα υψηλής αρχιτεκτονικής. Σήμερα τρέχουν τέσσερα projects στην Ελλάδα.
Gala: Σε ποια φάση της κατασκευής του βρίσκεται το Riviera Galleria;
Αρης Καφαντάρης: Εχει ολοκληρωθεί η φάση σχεδιασμού σε επίπεδο κατασκευαστικής λεπτομέρειας και πλέον προχωρούμε με τη διαδικασία tendering, δηλαδή την ανεύρεση κατασκευαστών για το έργο. Υπολογίζουμε ότι το κτίριο και το περιβάλλον τοπίο θα έχουν ολοκληρωθεί στο τέλος του 2025.
G.: Ποιος είναι ο ρυθμός υλοποίησής του σε σχέση με τις προβλέψεις σας;
Α.Κ.: Πολύ γρήγορος. Συμβαίνει συχνά να σχεδιάζουμε ένα πολύ ενδιαφέρον έργο και σταδιακά ο πελάτης να χάνει το ενδιαφέρον του ή να αλλάζει το οικονομικό τοπίο και το έργο να μπαίνει στον πάγο. Με τη Riviera Galleria ο ρυθμός σχεδιασμού είναι φρενήρης από την πρώτη μέρα, είναι ένα από τα πιο ταχύρρυθμα projects που έχουμε αναλάβει.
G.: Ο Κένγκο Κούμα έχει έρθει τρεις φορές στην Αθήνα για να επιβλέψει το έργο. Είναι κάτι που το συνηθίζει;
Α.Κ.: Αυτή τη στιγμή έχουμε πάνω από 100 έργα που τρέχουν παράλληλα σε περισσότερες από 20 χώρες, επομένως θα ήταν αδύνατον να τα επισκέπτεται όλα τόσο συχνά, ακόμα κι αν το επιθυμούσε. Το κάνει με έργα εξέχουσας σημασίας και κυρίως σε μέρη του κόσμου που τον ενδιαφέρουν ιδιαίτερα, και η Ελλάδα είναι ένα από αυτά. Ο Κούμα έχει αδυναμία στη χώρα και τα τοπία της και τρέφει βαθιά εκτίμηση για την ελληνική ιστορία και τον πολιτισμό που γέννησε. Σε κάθε ταξίδι μάς ρωτάει αναλυτικά για τα ονόματα των φυτών που συναντάμε, τα διαφορετικά είδη πέτρας και λιθοτεχνίας καθώς και για μικρές καθημερινές λεπτομέρειες, από την προετοιμασία του καφέ, τις καταβολές διάφορων φαγητών, μέχρι την ετυμολογία λέξεων που είναι κοινές μεταξύ των δύο γλωσσών.
G.: Σε τι projects αναμειγνύεται προσωπικά;
Α.Κ.: Σε όλα, είτε σε μικρότερο είτε σε μεγαλύτερο βαθμό. Ωστόσο, δίνει ιδιαίτερο βάρος σε έργα που μας προσφέρουν την ευκαιρία να σχεδιάσουμε σε νέα τοπία και να εξερευνήσουμε τοπικά υλικά και γηγενείς τυπολογίες σε λειτουργικό και κατασκευαστικό επίπεδο. Τον ενδιαφέρει π.χ. πάρα πολύ ο ελληνικός τρόπος ζωής μεταξύ εσωτερικού και εξωτερικού χώρου, τα αίθρια και οι αυλές, οι χώροι όπου το τοπίο μπλέκει με την αρχιτεκτονική, αλλά και το πώς συνδιαλεγόμαστε με τον δημόσιο χώρο - πώς τον καταλαμβάνουμε και τον ζούμε. Και, φυσικά, τον ενδιαφέρουν πολύ τα έργα που έχουν χαρακτήρα δημόσιας χρήσης, που θα τα απολαύσουν όσο περισσότεροι άνθρωποι γίνεται.
G.: Ποια είναι η συμβουλή που σας έχει δώσει για το συγκεκριμένο έργο, στην οποία ανατρέχετε καθημερινά;
Υπήρξε μια περίοδος που τριγύρω μου άκουγα μόνο γαλλικά επειδή δουλεύαμε πολλά projects στη Γαλλία, το Βέλγιο και στην Καραϊβική. Σε μια άλλη άκουγες παντού μανδαρίνικα αφού είχαμε αναλάβει πολλά κινεζικά έργα, ενώ πλέον επικρατούν τα ρωσικά. Κάπως έτσι, σκεφτόμουν πόσο κρίμα είναι που δεν θα είχα ποτέ την ευκαιρία να χρησιμοποιήσω τη μητρική μου γλώσσα σε αυτό τον απίστευτο χώρο», λέει ο ίδιος.
Ο καημός αυτός τον εγκατέλειψε το καλοκαίρι του 2020, όταν προς έκπληξή του έλαβε την προκήρυξη για τον διαγωνισμό της Riviera Galleria στο Ελληνικό και έσπευσε να ενημερώσει τον Κούμα Σαν, όπως τον αποκαλεί. «Μας είπε κατευθείαν “ναι, πάμε!” γιατί η Ελλάδα τον ενδιαφέρει ιδιαίτερα. Και σκέφτηκα “κοίτα που, τελικά, ίσως και να μπορέσω να χρησιμοποιήσω ό,τι έμαθα μεγαλώνοντας και σπουδάζοντας στην Ελλάδα”», θυμάται.
Μόλις αποφασίστηκε η συμμετοχή στον διαγωνισμό, ο Αρης οργάνωσε την ιδανική ομάδα. Ο Κούμα τον εμπιστεύτηκε 100%. Μετά από μια διαδικασία αξιολόγησης πολλών συμμετοχών τόσο από την Ελλάδα όσο και από το εξωτερικό που διήρκεσε μήνες, έμαθαν ότι ανέλαβαν το έργο. Κι έτσι η Ελλάδα έγινε ακόμα μια κουκκίδα στον χάρτη όπου θα δημιουργούσε ο αρχιτέκτονας-σταρ, ο οποίος μπορεί μέχρι εκείνη τη στιγμή να είχε αναλάβει έργα από την Ελβετία μέχρι το Μεξικό και την Ταϊλάνδη, αλλά ποτέ ξανά στη χώρα μας.
Το έργο του Ελληνικού έχτισε πολλές νέες «γέφυρες» για το διάσημο γραφείο, το οποίο προσέγγισαν κι άλλοι ενδιαφερόμενοι για έργα υψηλής αρχιτεκτονικής. Σήμερα τρέχουν τέσσερα projects στην Ελλάδα.
Gala: Σε ποια φάση της κατασκευής του βρίσκεται το Riviera Galleria;
Αρης Καφαντάρης: Εχει ολοκληρωθεί η φάση σχεδιασμού σε επίπεδο κατασκευαστικής λεπτομέρειας και πλέον προχωρούμε με τη διαδικασία tendering, δηλαδή την ανεύρεση κατασκευαστών για το έργο. Υπολογίζουμε ότι το κτίριο και το περιβάλλον τοπίο θα έχουν ολοκληρωθεί στο τέλος του 2025.
G.: Ποιος είναι ο ρυθμός υλοποίησής του σε σχέση με τις προβλέψεις σας;
Α.Κ.: Πολύ γρήγορος. Συμβαίνει συχνά να σχεδιάζουμε ένα πολύ ενδιαφέρον έργο και σταδιακά ο πελάτης να χάνει το ενδιαφέρον του ή να αλλάζει το οικονομικό τοπίο και το έργο να μπαίνει στον πάγο. Με τη Riviera Galleria ο ρυθμός σχεδιασμού είναι φρενήρης από την πρώτη μέρα, είναι ένα από τα πιο ταχύρρυθμα projects που έχουμε αναλάβει.
G.: Ο Κένγκο Κούμα έχει έρθει τρεις φορές στην Αθήνα για να επιβλέψει το έργο. Είναι κάτι που το συνηθίζει;
Α.Κ.: Αυτή τη στιγμή έχουμε πάνω από 100 έργα που τρέχουν παράλληλα σε περισσότερες από 20 χώρες, επομένως θα ήταν αδύνατον να τα επισκέπτεται όλα τόσο συχνά, ακόμα κι αν το επιθυμούσε. Το κάνει με έργα εξέχουσας σημασίας και κυρίως σε μέρη του κόσμου που τον ενδιαφέρουν ιδιαίτερα, και η Ελλάδα είναι ένα από αυτά. Ο Κούμα έχει αδυναμία στη χώρα και τα τοπία της και τρέφει βαθιά εκτίμηση για την ελληνική ιστορία και τον πολιτισμό που γέννησε. Σε κάθε ταξίδι μάς ρωτάει αναλυτικά για τα ονόματα των φυτών που συναντάμε, τα διαφορετικά είδη πέτρας και λιθοτεχνίας καθώς και για μικρές καθημερινές λεπτομέρειες, από την προετοιμασία του καφέ, τις καταβολές διάφορων φαγητών, μέχρι την ετυμολογία λέξεων που είναι κοινές μεταξύ των δύο γλωσσών.
G.: Σε τι projects αναμειγνύεται προσωπικά;
Α.Κ.: Σε όλα, είτε σε μικρότερο είτε σε μεγαλύτερο βαθμό. Ωστόσο, δίνει ιδιαίτερο βάρος σε έργα που μας προσφέρουν την ευκαιρία να σχεδιάσουμε σε νέα τοπία και να εξερευνήσουμε τοπικά υλικά και γηγενείς τυπολογίες σε λειτουργικό και κατασκευαστικό επίπεδο. Τον ενδιαφέρει π.χ. πάρα πολύ ο ελληνικός τρόπος ζωής μεταξύ εσωτερικού και εξωτερικού χώρου, τα αίθρια και οι αυλές, οι χώροι όπου το τοπίο μπλέκει με την αρχιτεκτονική, αλλά και το πώς συνδιαλεγόμαστε με τον δημόσιο χώρο - πώς τον καταλαμβάνουμε και τον ζούμε. Και, φυσικά, τον ενδιαφέρουν πολύ τα έργα που έχουν χαρακτήρα δημόσιας χρήσης, που θα τα απολαύσουν όσο περισσότεροι άνθρωποι γίνεται.
G.: Ποια είναι η συμβουλή που σας έχει δώσει για το συγκεκριμένο έργο, στην οποία ανατρέχετε καθημερινά;
Α.Κ.: Δεν υπάρχει μία και μόνο συμβουλή. Ωστόσο, μία ιδέα στην οποία επιστρέφουμε ξανά και ξανά είναι η απλότητα και η ελαφρότητα του αρχιτεκτονικού σχεδιασμού, δηλαδή το να καταφέρουμε ένα κτίσμα τέτοιου μεγέθους να μοιάζει σαν να επιπλέει δίπλα στο νερό και να κινείται μαζί με τη θαλασσινή αύρα, αλλά και να είναι διαπερατό. Να επιτρέπει δηλαδή την κίνηση του κόσμου προς και από το Μητροπολιτικό Πάρκο και το παράκτιο μέτωπο και να μην αποτελεί «φράγμα».
G.: Είναι από τα πλέον «πράσινα» και βιώσιμα projects. Πώς θα φαίνεται αυτό;
Α.Κ.: Πέρα από τη βελτιστοποίηση μετρήσιμων παραμέτρων, δηλαδή τη χρήση τελευταίας γενιάς μηχανολογικού εξοπλισμού, πιστοποιημένων φινιρισμάτων κ.ο.κ., ο ρόλος μας είναι να εντοπίσουμε τη βιωσιμότητα στην ουσία του σχεδιασμού του κτιρίου, στο «DNA» του.
Επομένως έχουμε ένα κτίριο που περιβάλλεται με ένα κυματιστό στέγαστρο που φιλτράρει και διαχέει το ηλιακό φως, διαμπερείς χώρους, ανοιχτές θεάσεις και στεγασμένες υπαίθριες αυλές περιστοιχισμένες από μεσογειακή βλάστηση. Χρησιμοποιούμε κατά το δυνατόν φυσικά και ανακυκλώσιμα υλικά, διαπερατές στη βροχή επιφάνειες και εκτενείς χώρους πρασίνου, ενώ το κυρίαρχο στοιχείο, το στέγαστρο, είναι εν μέρει ξύλινο: όταν ολοκληρωθεί, θα είναι ένα από τα μεγαλύτερα στέγαστρα του είδους του παγκοσμίως και θα αποτελεί μία ελληνική και ευρωπαϊκή πρωτιά.
G.: Πώς ξεκινήσατε να εργάζεστε στο κορυφαίο αρχιτεκτονικό γραφείο της Ιαπωνίας;
Α.Κ.: Πιστεύω πως για τους αρχιτέκτονες τα ταξίδια και η διαμονή στο εξωτερικό είναι εμπειρίες θεμελιώδους σημασίας. Γι’ αυτό και ξεκίνησα το 2012 ως ερευνητής στο πανεπιστήμιο του Τόκιο και ως εξωτερικός συνεργάτης του γραφείου, ενώ από το 2014 μετακινήθηκα στα κεντρικά. Η αφορμή ήταν μία υποτροφία της ιαπωνικής κυβέρνησης που μου επέτρεψε να ζήσω στο Τόκιο και να δοκιμάσω να ανατρέψω ή και να επιβεβαιώσω όσα νόμιζα πως γνώριζα για την αρχιτεκτονική.
G.: Πόσο δύσκολο ήταν να προσαρμοστείτε στην ιαπωνική νοοτροπία; Μπορείτε να τη συγκρίνετε με την ελληνική;
Α.Κ.: Δεν μου ήταν δύσκολο, γιατί πήγα με σκοπό να αλλάξω τον τρόπο σκέψης μου. Το να ζήσει κάποιος σε ένα μέρος όπως η Ιαπωνία χωρίς να αλλάξει κάτι, είναι εξαιρετικά δύσκολο. Η σημαντικότερη διαφορά μεταξύ της νοοτροπίας μας θα έλεγα ότι έχει ίσως να κάνει με έναν ιδιαίτερο κολεκτιβισμό: πρώτη έγνοια των περισσότερων Ιαπώνων είναι να μην ενοχλήσουν και να μην προκαλέσουν σύγκρουση. Υπάρχει μια κουλτούρα «συμφωνίας» σε κάποιες βασικές αρχές και θα κάνουν ό,τι μπορούν για να μη διαταραχθεί αυτή η ισορροπία, η κοινωνική αρμονία. Στην Ελλάδα, αντίθετα, δεν διστάζουμε ούτε στιγμή να έρθουμε σε αντιπαράθεση υπερασπιζόμενοι την ατομικότητά μας, να αμφισβητήσουμε, να διαπληκτιστούμε.
Προφανώς δεν υπάρχει σωστή ή λάθος νοοτροπία, αλλά η ελληνική και η ιαπωνική διαφέρουν πολύ σε αυτό το θέμα. Υπάρχουν βέβαια και κοινά στοιχεία: η αγάπη για τη φύση, η έμφαση στην οικογένεια, η αντιμετώπιση του φαγητού και του ποτού ως ιεροτελεστία και κοινωνικό δρώμενο, όπως και η συχνά αντιφατική συνύπαρξη αρχαίων παραδόσεων με καινοτόμες ιδέες. Μην ξεχνάμε επίσης ότι και οι δύο χώρες είναι ταυτόχρονα νησιωτικές, ορεινές και σεισμογενείς, με ισχυρή παράδοση και ιστορία. Αυτές οι συνθήκες διαμορφώνουν κοινά χαρακτηριστικά.
G.: Θα γίνει η Ασία η επόμενη «Δύση»;
Α.Κ.: Για εμένα, θα ήταν προτιμότερο η Δύση να γίνει η νέα Ασία. Η Ασία βέβαια είναι τεράστια και ετερογενής, αλλά θα μπορούσα να μιλήσω συγκεκριμένα για την περίπτωση της Ιαπωνίας, όπου πλέον ζω πάνω από 11 χρόνια. Χωρίς υπερβολή, είναι μία χώρα όπου τα πάντα είναι στην ώρα τους, η εγκληματικότητα είναι σχεδόν ανύπαρκτη και η συντριπτική πλειονότητα των ανθρώπων σε αντιμετωπίζουν με σεβασμό και ευγένεια. Το προσδόκιμο ζωής είναι από τα μεγαλύτερα παγκοσμίως και οι Ιάπωνες παραμένουν δραστήριοι μέχρι τα 90 τους.
Το Τόκιο είναι μία από τις καθαρότερες πόλεις του κόσμου, με υπέροχα πάρκα, γεμάτη πεζούς και ποδηλάτες και πάνω από 20 γραμμές μετρό, παρόλο που έχει έναν πληθυσμό που, αν μετρήσουμε όλη τη μητροπολιτική περιοχή, ξεπερνάει τα 30 εκατομμύρια. Φυσικά, καμία κοινωνία δεν είναι ιδανική και υπάρχουν συχνά περιστάσεις όπου χαρακτηριστικά όπως η ελληνική εξωστρέφεια, η επιμονή και η προσαρμοστικότητα σε αναπάντεχες καταστάσεις αποτελούν προσόν. Γι’ αυτό πιστεύω πως άνθρωποι όπως εγώ, που μετακομίζουν από μία κουλτούρα σε μία άλλη, έχουν πολλά να μάθουν αλλά ταυτόχρονα και πολλά να προσφέρουν .
G.: Είναι από τα πλέον «πράσινα» και βιώσιμα projects. Πώς θα φαίνεται αυτό;
Α.Κ.: Πέρα από τη βελτιστοποίηση μετρήσιμων παραμέτρων, δηλαδή τη χρήση τελευταίας γενιάς μηχανολογικού εξοπλισμού, πιστοποιημένων φινιρισμάτων κ.ο.κ., ο ρόλος μας είναι να εντοπίσουμε τη βιωσιμότητα στην ουσία του σχεδιασμού του κτιρίου, στο «DNA» του.
Επομένως έχουμε ένα κτίριο που περιβάλλεται με ένα κυματιστό στέγαστρο που φιλτράρει και διαχέει το ηλιακό φως, διαμπερείς χώρους, ανοιχτές θεάσεις και στεγασμένες υπαίθριες αυλές περιστοιχισμένες από μεσογειακή βλάστηση. Χρησιμοποιούμε κατά το δυνατόν φυσικά και ανακυκλώσιμα υλικά, διαπερατές στη βροχή επιφάνειες και εκτενείς χώρους πρασίνου, ενώ το κυρίαρχο στοιχείο, το στέγαστρο, είναι εν μέρει ξύλινο: όταν ολοκληρωθεί, θα είναι ένα από τα μεγαλύτερα στέγαστρα του είδους του παγκοσμίως και θα αποτελεί μία ελληνική και ευρωπαϊκή πρωτιά.
G.: Πώς ξεκινήσατε να εργάζεστε στο κορυφαίο αρχιτεκτονικό γραφείο της Ιαπωνίας;
Α.Κ.: Πιστεύω πως για τους αρχιτέκτονες τα ταξίδια και η διαμονή στο εξωτερικό είναι εμπειρίες θεμελιώδους σημασίας. Γι’ αυτό και ξεκίνησα το 2012 ως ερευνητής στο πανεπιστήμιο του Τόκιο και ως εξωτερικός συνεργάτης του γραφείου, ενώ από το 2014 μετακινήθηκα στα κεντρικά. Η αφορμή ήταν μία υποτροφία της ιαπωνικής κυβέρνησης που μου επέτρεψε να ζήσω στο Τόκιο και να δοκιμάσω να ανατρέψω ή και να επιβεβαιώσω όσα νόμιζα πως γνώριζα για την αρχιτεκτονική.
G.: Πόσο δύσκολο ήταν να προσαρμοστείτε στην ιαπωνική νοοτροπία; Μπορείτε να τη συγκρίνετε με την ελληνική;
Α.Κ.: Δεν μου ήταν δύσκολο, γιατί πήγα με σκοπό να αλλάξω τον τρόπο σκέψης μου. Το να ζήσει κάποιος σε ένα μέρος όπως η Ιαπωνία χωρίς να αλλάξει κάτι, είναι εξαιρετικά δύσκολο. Η σημαντικότερη διαφορά μεταξύ της νοοτροπίας μας θα έλεγα ότι έχει ίσως να κάνει με έναν ιδιαίτερο κολεκτιβισμό: πρώτη έγνοια των περισσότερων Ιαπώνων είναι να μην ενοχλήσουν και να μην προκαλέσουν σύγκρουση. Υπάρχει μια κουλτούρα «συμφωνίας» σε κάποιες βασικές αρχές και θα κάνουν ό,τι μπορούν για να μη διαταραχθεί αυτή η ισορροπία, η κοινωνική αρμονία. Στην Ελλάδα, αντίθετα, δεν διστάζουμε ούτε στιγμή να έρθουμε σε αντιπαράθεση υπερασπιζόμενοι την ατομικότητά μας, να αμφισβητήσουμε, να διαπληκτιστούμε.
Προφανώς δεν υπάρχει σωστή ή λάθος νοοτροπία, αλλά η ελληνική και η ιαπωνική διαφέρουν πολύ σε αυτό το θέμα. Υπάρχουν βέβαια και κοινά στοιχεία: η αγάπη για τη φύση, η έμφαση στην οικογένεια, η αντιμετώπιση του φαγητού και του ποτού ως ιεροτελεστία και κοινωνικό δρώμενο, όπως και η συχνά αντιφατική συνύπαρξη αρχαίων παραδόσεων με καινοτόμες ιδέες. Μην ξεχνάμε επίσης ότι και οι δύο χώρες είναι ταυτόχρονα νησιωτικές, ορεινές και σεισμογενείς, με ισχυρή παράδοση και ιστορία. Αυτές οι συνθήκες διαμορφώνουν κοινά χαρακτηριστικά.
G.: Θα γίνει η Ασία η επόμενη «Δύση»;
Α.Κ.: Για εμένα, θα ήταν προτιμότερο η Δύση να γίνει η νέα Ασία. Η Ασία βέβαια είναι τεράστια και ετερογενής, αλλά θα μπορούσα να μιλήσω συγκεκριμένα για την περίπτωση της Ιαπωνίας, όπου πλέον ζω πάνω από 11 χρόνια. Χωρίς υπερβολή, είναι μία χώρα όπου τα πάντα είναι στην ώρα τους, η εγκληματικότητα είναι σχεδόν ανύπαρκτη και η συντριπτική πλειονότητα των ανθρώπων σε αντιμετωπίζουν με σεβασμό και ευγένεια. Το προσδόκιμο ζωής είναι από τα μεγαλύτερα παγκοσμίως και οι Ιάπωνες παραμένουν δραστήριοι μέχρι τα 90 τους.
Το Τόκιο είναι μία από τις καθαρότερες πόλεις του κόσμου, με υπέροχα πάρκα, γεμάτη πεζούς και ποδηλάτες και πάνω από 20 γραμμές μετρό, παρόλο που έχει έναν πληθυσμό που, αν μετρήσουμε όλη τη μητροπολιτική περιοχή, ξεπερνάει τα 30 εκατομμύρια. Φυσικά, καμία κοινωνία δεν είναι ιδανική και υπάρχουν συχνά περιστάσεις όπου χαρακτηριστικά όπως η ελληνική εξωστρέφεια, η επιμονή και η προσαρμοστικότητα σε αναπάντεχες καταστάσεις αποτελούν προσόν. Γι’ αυτό πιστεύω πως άνθρωποι όπως εγώ, που μετακομίζουν από μία κουλτούρα σε μία άλλη, έχουν πολλά να μάθουν αλλά ταυτόχρονα και πολλά να προσφέρουν .
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr