Άγγελος Σικελιανός: Μια ζωή στα άκρα που έφτασε ακόμη και στην πεποίθηση ότι μπορεί να... αναστήσει νεκρό
03.07.2023
16:57
Ο έρωτας και ο γάμος του με την Εύα Πάλμερ – Οι Δελφικές Γιορτές (1927 και 1930) – Το σημαντικό έργο του – Οι σχέσεις του με τον Νίκο Καζαντζάκη και οι υποψηφιότητές του για Νόμπελ
Ένας από τους σημαντικότερους Νεοέλληνες λογοτέχνες είναι ο Άγγελος Σικελιανός, ο οποίος δεν έγινε γνωστός μόνο από τα έργα του αλλά και από την οργάνωση των Δελφικών Γιορτών (1927 και 1930) που εντάσσονται σε μία προσπάθεια αναβίωσης της αρχαίας Ελλάδας και του πολιτισμού της.
Υπάρχουν βέβαια και στοιχεία για τον Σικελιανό τα οποία δεν είναι ιδαίτερα γνωστά, όπως ότι είχε προταθεί για Νόμπελ χωρίς όμως να τιμηθεί με αυτό. Τέλος υπάρχει και μία απίστευτη ιστορία, με την προσπάθειά του Σικελιανού να αναστήσει έναν νεκρό! Θα θεωρήσουν πολλές και πολλοί ότι πρόκειται για υπερβολές και ανακρίβειες. Το γεγονός όμως πως περιγράφει εκτενώς το περιστατικό στην «Αναφορά στον Γκρέκο» ο Νίκος Καζαντζάκης, το επιβεβαιώνει…
Η ζωή του Άγγελου Σικελιανού
Ο Άγγελος Σικελιανός γεννήθηκε στη Λευκάδα στις 15 Μαρτίου 1884. Ο πατέρας του, «ο μπάρμπα Γιαννάκης ο Τσιτσιλιάνος» καταγόταν από την Κεφαλλονιά και ήταν δάσκαλος Γαλλικών. Η μητέρα του Χαρίκλεια καταγόταν από ηπειρώτικη οικογένεια και ήταν πολύ όμορφη. Ο Άγγελος τελείωσε το Γυμνάσιο το 1900 και ήρθε στην Αθήνα. Γράφτηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών την οποία όμως δεν τελείωσε ποτέ.
Από τα 15 του ο Σικελιανός είχε αρχίσει να γράφει ποιήματα δείχνοντας το ταλέντο του:
«Και του δροσόπαγου έχυσε την κρύαν ανατριχίλα σα σε καμέλιας φύλλα, η αγάπη του βοριά.
Κι η μαρμαρένια αχνάδα της σκεπάστη από μιαν άχνη σα διαμαντένια πάχνη μ’ ολόαχνη τη θωριά».
Όπως γράφει ο Γιάνης Κορδάτος: «Παράτησε λοιπόν τις σπουδές του και ζούσε μποέμικη ζωή όπως και άλλοι φιλολογούντες νέοι της εποχής του που ανήκανε στους κύκλους των περιοδικών «Διόνυσος» και «Ακρίτας». Ήταν ξυπνός (ενν. έξυπνος). Είχε ωραία κορμοστασιά και ήταν πολυλογάς. Μιλώντας ρητόρευε. Μέσα του είχε τη φλόγα και τη δίψα της δημιουργίας. Δεν είχε όμως γενικότερη μόρφωση και ούτε ενδιαφερόταν για την κοινωνιολογική και φιλοσοφική κατάρτισή του».
Ο Σικελιανός αναμείχθηκε στην κίνηση του Κωνσταντίνου Χρηστομάνου για αναβίωση του ελληνικού θεάτρου. Στη Νέα Σκηνή του Χρηστομάνου συμμετείχαν και οι δύο αδελφές του, η Ελένη και η Πηνελόπη. Η Ελένη μάλιστα γνώρισε και ερωτεύτηκε τον ποιητή Σπήλιο Πασαγιάννη (1874-1910), φίλο του αδελφού της τον οποίο και παντρεύτηκε. Σύντομα όμως τον εγκατέλειψε και πήρε μέρος σε θεατρική τουρνέ στο εξωτερικό. «Εκεί ζούσε τη ζωή της ελεύθερα» γράφει ο Γ. Κορδάτος. Ο Σικελιανός πικράθηκε όπως δείχνουν και οι παρακάτω στίχοι του από τις «Ραψωδίες του Ιονίου»:
«Κι εσύ,ω ωραία, τρισεύγενη
που η ξενητιά εφαρμάκωσε
Υπάρχουν βέβαια και στοιχεία για τον Σικελιανό τα οποία δεν είναι ιδαίτερα γνωστά, όπως ότι είχε προταθεί για Νόμπελ χωρίς όμως να τιμηθεί με αυτό. Τέλος υπάρχει και μία απίστευτη ιστορία, με την προσπάθειά του Σικελιανού να αναστήσει έναν νεκρό! Θα θεωρήσουν πολλές και πολλοί ότι πρόκειται για υπερβολές και ανακρίβειες. Το γεγονός όμως πως περιγράφει εκτενώς το περιστατικό στην «Αναφορά στον Γκρέκο» ο Νίκος Καζαντζάκης, το επιβεβαιώνει…
Η ζωή του Άγγελου Σικελιανού
Ο Άγγελος Σικελιανός γεννήθηκε στη Λευκάδα στις 15 Μαρτίου 1884. Ο πατέρας του, «ο μπάρμπα Γιαννάκης ο Τσιτσιλιάνος» καταγόταν από την Κεφαλλονιά και ήταν δάσκαλος Γαλλικών. Η μητέρα του Χαρίκλεια καταγόταν από ηπειρώτικη οικογένεια και ήταν πολύ όμορφη. Ο Άγγελος τελείωσε το Γυμνάσιο το 1900 και ήρθε στην Αθήνα. Γράφτηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών την οποία όμως δεν τελείωσε ποτέ.
Από τα 15 του ο Σικελιανός είχε αρχίσει να γράφει ποιήματα δείχνοντας το ταλέντο του:
«Και του δροσόπαγου έχυσε την κρύαν ανατριχίλα σα σε καμέλιας φύλλα, η αγάπη του βοριά.
Κι η μαρμαρένια αχνάδα της σκεπάστη από μιαν άχνη σα διαμαντένια πάχνη μ’ ολόαχνη τη θωριά».
Όπως γράφει ο Γιάνης Κορδάτος: «Παράτησε λοιπόν τις σπουδές του και ζούσε μποέμικη ζωή όπως και άλλοι φιλολογούντες νέοι της εποχής του που ανήκανε στους κύκλους των περιοδικών «Διόνυσος» και «Ακρίτας». Ήταν ξυπνός (ενν. έξυπνος). Είχε ωραία κορμοστασιά και ήταν πολυλογάς. Μιλώντας ρητόρευε. Μέσα του είχε τη φλόγα και τη δίψα της δημιουργίας. Δεν είχε όμως γενικότερη μόρφωση και ούτε ενδιαφερόταν για την κοινωνιολογική και φιλοσοφική κατάρτισή του».
Ο Σικελιανός αναμείχθηκε στην κίνηση του Κωνσταντίνου Χρηστομάνου για αναβίωση του ελληνικού θεάτρου. Στη Νέα Σκηνή του Χρηστομάνου συμμετείχαν και οι δύο αδελφές του, η Ελένη και η Πηνελόπη. Η Ελένη μάλιστα γνώρισε και ερωτεύτηκε τον ποιητή Σπήλιο Πασαγιάννη (1874-1910), φίλο του αδελφού της τον οποίο και παντρεύτηκε. Σύντομα όμως τον εγκατέλειψε και πήρε μέρος σε θεατρική τουρνέ στο εξωτερικό. «Εκεί ζούσε τη ζωή της ελεύθερα» γράφει ο Γ. Κορδάτος. Ο Σικελιανός πικράθηκε όπως δείχνουν και οι παρακάτω στίχοι του από τις «Ραψωδίες του Ιονίου»:
«Κι εσύ,ω ωραία, τρισεύγενη
που η ξενητιά εφαρμάκωσε
το γαίμα σου, ω κατάρα…».
Η Πηνελόπη που είχε κορμοστασιά Καρυάτιδας πήγε κι αυτή στην Ευρώπη και γνώρισε μέσω του Χρηστομάνου τον ιδιόρρυθμο ελληνολάτρη Raymond Dunkan, αδελφό της μεγάλης χορεύτριας, ελληνολάτρισσας επίσης, Isadora Dunkan (Ισιδώρα Ντάνκαν, 1877-1927) στην τραγική ιστορία της οποίας έχουμε αναφερθεί εκτενώς σε άρθρο μας στις 20/02/2017.
Η Πηνελόπη παντρεύτηκε τον Dunkan, όμως πέθανε νέα από φυματίωση στην Ελβετία. Το ζεύγος Raymond-Πηνελόπη γνωρίστηκε στο Παρίσι με την πλούσια Αμερικανίδα Εύα Πάλμερ (1874-1952). Η Πάλμερ είχε αρχαιολογική μόρφωση και λάτρευε την αρχαία Ελλάδα. Σταδιακά άρχισε να ντύνεται όπως οι αρχαίες Ελληνίδες. Η Πηνελόπη της μίλησε για τον αδελφό της παρομοιάζοντάς τον με τον Ερμή του Πραξιτέλη στην εμφάνιση και με τον Αισχύλο στην ποιητική αξία. Η Πάλμερ ήρθε στην Ελλάδα και έμεινε με το ζεύγος Ντάνκαν-Πηνελόπης στο σπίτι τους, στους πρόποδες του Υμηττού. Εκεί γνώρισε τον Άγγελο. Μεταξύ τους υπήρξε αμοιβαία έλξη και κεραυνοβόλος έρωτας.
Συνειδητοποίησαν επίσης μέσα από τις συζητήσεις τους τα κοινά τους οράματα για την αναβίωση του αρχαίου ελληνικού πνεύματος. Σύντομα ταξίδεψαν στη Λευκάδα και αργότερα (1907) στην Αμερική όπου η Εύα γνώρισε τον Άγγελο στη μητέρα της. Ο αμερικανικός Τύπος άρχισε να ασχολείται μαζί της και να γράφει συχνά τερατώδη ψέματα για εκείνη, ορμώμενος αρκετές φορές από την αντισυμβατική αμφίεσή της.
Το ζευγάρι παντρεύτηκε στις 9 Σεπτεμβρίου 1907 στο Μπαρ Χάρμπορ του Μέιν. Στη συνέχεια εγκαταστάθηκε στην Ελλάδα. Το 1909 γεννήθηκε ο γιος τους Γλαύκος. Έχοντας οικονομική άνεση το ζευγάρι έκανε πολλά ταξίδια και σημαντικές γνωριμίες όπως αυτή με τον Γάλλο γλύπτη Ροντέν, για τον οποίο ο Σικελιανός δημοσίευσε στο περιοδικό «Γράμματα» σειρά άρθρων με τίτλο «Ομιλίες μου με τον Ροντέν» και τον Ιταλό ποιητή Γκαμπριέλε ντ’ Ανούντσιο, νιτσεϊστή ο οποίος επηρέασε βαθύτατα τον Σικελιανό στα έργα του.
Το 1912 ξέσπασαν οι Βαλκανικοί Πόλεμοι. Ο Σικελιανός στρατεύτηκε και έγραψε επίκαιρα ποιήματα. Το 1914 γνωρίστηκε με τον Νίκο Καζαντζάκη και επισκέφθηκαν μαζί το Άγιον Όρος. Το «Αγιορείτικο Ημερολόγιο» του Σικελιανού εκδόθηκε μόλις το 1988. Το 1921 ο Σικελιανός ταξίδεψε στους Αγίους Τόπους. Ακολούθησε η μικρασιατική καταστροφή. Τότε ο Σικελιανός και η σύζυγός του αποφάσισαν να πραγματοποιήσουν τις Δελφικές Γιορτές τις οποίες οραματίζονταν από την αρχή της γνωριμίας τους.
Το 1927 ο Σικελιανός συνέθεσε το ποιητικό έργο «Δελφικός Λόγος. Η αφιέρωση». Τον ίδιο χρόνο έγιναν οι πρώτες Δελφικές Γιορτές που είχαν τεράστια απήχηση και στο εξωτερικό. Η οργάνωση, η προετοιμασία, η δημοσιότητα και η πρακτική εργασία αναλήφθηκαν από την Εύα. Οι Δελφικές Γιορτές επανήλφθηκαν το 1930. Παρά την οικονομική ενίσχυση από κάποιους ιδιώτες, το ζεύγος Σικελιανού μετά από αυτές βρέθηκε σε δεινή οικονομική θέση. Η Εύα πήγε στην Αμερική για να βρει πόρους για τη Δελφική Ιδέα.
Ο Σικελιανός συνέχισε την ποιητική του δημιουργία. Το 1938 γνώρισε την Ελένη Καραμάνη την οποία και παντρεύτηκε το καλοκαίρι του 1940 με την έγκριση της Εύας από την Αμερική. Στα χρόνια της Κατοχής είναι σημαντική η λογοτεχνική του παραγωγή, αλλά και η συμπαράστασή του στον αγωνιζόμενο λαό. Όταν ξέσπασαν τα «Δεκεμβριανά» βρέθηκε στο επίκεντρο μιας σειράς συκοφαντιών και επιθέσεων. Μετά τον πόλεμο τα έργα του έγιναν διεθνώς γνωστά και ο ίδιος απέκτησε μεγάλη αναγνώριση και στο εξωτερικό. Ωστόσο η ζωή του ήταν πλέον γεμάτη δυσκολίες. Τον Μάιο του 1950 έπαθε συμφόρηση. Πέθανε στις 19 Ιουνίου 1951. Η μεγάλη, καρμική του αγάπη, Εύα ήρθε στην Ελλάδα την άνοιξη του 1952. Κατά τη διάρκεια παρακολούθησης μιας θεατρικής παράστασης στους Δελφούς, δύο εβδομάδες μετά την άφιξή της, υπέστη μοιραίο εγκεφαλικό επεισόδιο και πέθανε. Μετά από επιθυμία της τάφηκε στους Δελφούς.
Το έργο του Άγγελου Σικελιανού
Το έργο του Σικελιανού ήταν τεράστιο σε ποσότητα αλλά και αξία. Το 1902 δημοσίευσε ποιήματα στα περιοδικά της εποχής «Ο Διόνυσος», «Παναθήναια», «Ζωή», «Ακρίτας» και «Ο Νουμάς». Το 1907 στη διάρκεια ταξιδιού του στην Αίγυπτο έγραψε μέσα σε μια βδομάδα όπως ανέφερε ο ίδιος, τον «Αλαφροΐσκιωτο» ένα από τα αριστουργήματά του, που εκδόθηκε με δερμάτινο κάλυμμα, χρυσές επιγραφές κ.ά. Αργότερα δημοσίευσε μερικά από τα γνωστότερα ποιήματά του: «Γιάννης Κητς», «Μάνα του Ντάντε», «Θαλερό» κ.ά. Και άρχισε να κυκλοφορεί τον «Πρόλογο στη Ζωή» σε πολυτελείς εκδόσεις μικρού σχήματος. Το 1932 έγραψε τον «Τελευταίο Ορφικό Διθύραμβο ή Διθύραμβο του Ρόδου», το 1935 την «Ιερά Οδό» και το ποίημα «Στ’ όσιου Λουκά το μοναστήρι». Το 1935 επίσης κυκλοφόρησε μια επιλογή από ποιήματά του («Τα λυρικά του Σικελιανού»).
Στα χρόνια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου έγραψε πολύ σημαντικά θεατρικά έργα: «Σίβυλλα», «Ο Δαίδαλος στην Κρήτη», «Ο Χριστός στη Ρώμη», «Ο Θάνατος του Διγενή» κ.ά. Στην κηδεία του Κωστή Παλαμά το 1943 εκφώνησε το περίφημο ποίημά του «Ηχήστε οι Σάλπιγγες…». Ένα χρόνο πριν είχαν εκδοθεί κρυφά τα «Ακριτικά», χειρόγραφο έργο με ξυλογραφίες του Σπύρου Βασιλείου. Το 1946-1947 κυκλοφόρησε η τρίτομη έκδοση των ποιημάτων του με τίτλο «Λυρικός Βίος» και αργότερα οι τραγωδίες του με τίτλο «Θυμέλη». Για το έργο του έχουν γραφτεί πολλά. Παραθέτουμε ένα απόσπασμα από όσα αναφέρει ο Λίνος Πολίτης στην «ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ» (σελ. 241)
«Με τον άμεσο τρόπο που ένιωθε ο Σικελιανός το καθετί, φυσικό είναι το ερωτικό στοιχείο να έχει πρωταρχική θέση στο έργο του, ενταγμένο κι αυτό όπως το ήθελε στη συνολική θεώρηση του κόσμου όπως τον αντικρίζει η ποίησή του, στην ανάγκη που ένιωθε, όπως έλεγε, «μιας κοσμικής κι ακέραιης μέθεξης ολοκλήρου μου του Είναι με την πλέρια ερωτική πνοή του ‘’Θεού των ζώντων’’». Στον νεανικό κιόλας «Ύμνο του μεγάλου Νόστου» εκφράζει τη νοσταλγία μιας κοσμικής ερωτικής ακεραιότητας, εκεί όπου «πιο βαθιά κι απ’ το πηχτόν ‘’αστρόφως’’ τον περιμένει ‘’ο πρώτος του εαυτός’’.
Στα ωριμότερα και σημαντικότερα ποιήματά του (1936-39) ξεκαθαρίζει καλύτερα η «πορεία» του, η αναζήτηση της πρωταρχικής ουσίας της θηλύτητας και του ταυτισμού σώματος και ψυχής που οδηγεί τελικά σε μια λύτρωση και σε μια λευτεριά που νικά το χρόνο και το θάνατο («Μελέτη θανάτου»). Όπως όμως και σε όλα γενικά τα ποιήματα του Σικελιανού πουθενά δεν ξεπερνιέται το επικίνδυνο όριο όπου η ποίηση θα μπορούσε να ξεστρατίσει προς τη μεταφυσική. Τα βιώματα και η ζωική ορμή είναι στην ερωτική του ποίηση τόσο γνήσια και βαθιά ώστε δε χάνουν ποτέ τη βιολογική τους ανερμήνευτη υπόσταση και δονούνται από τον πιο γνήσιο ποιητικό παλμό.»
Οι υποψηφιότητες για Νόμπελ
Τον Απρίλιο του 1946, η Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών έστειλε αίτηση στην Επιτροπή των Νόμπελ στη Σουηδία με την υποψηφιότητα του Άγγελου Σικελιανού για το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας. Σύντομα μαθεύτηκε ότι και ο Σουηδός Άντερς Έστερλουντ, ακαδημαϊκός, είχε προτείνει τον Σικελιανό για Νόμπελ.
Μόλις το έμαθε αυτό ο Καζαντζάκης κινητοποιήθηκε και κατάφερε η Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών να στείλει συμπληρωματικό έγγραφο που υποστήριζε τη συνυποψηφιότητά του. Ο Σικελιανός, φίλος του Καζαντζάκη, φαίνεται ότι χολώθηκε. Από την πλευρά του, ο Καζαντζάκης έστειλε έγγραφο στην Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών στο οποίο τόνιζε ότι δεν θα δεχόταν να πάρει μόνος του το βραβείο. Οι αντιδράσεις όμως για τη συνυποψηφιότητα Καζαντζάκη-Σικελιανού ήταν πολλές. Χαρακτηριστικό είναι το πρωτοσέλιδο δημοσίευμα της "Εστίας", με τίτλο "Μια Διεθνής Απάτη" (31 Αυγούστου 1946).
«Οι δύο ποιηταί του ΕΑΜ –αφού εισέπρατταν επί έτη τα γερμανικά επιδόματα των προδοτικών κυβερνήσεων Τσολάκογλου και Ράλλη- εσκέφθησαν ότι καλόν θα ήτο να εκμεταλλευθούν και την εν τω εξωτερικώ δόξαν της εθνικόφρονος Ελλάδος από τα δύο ιστορικά της "Όχι". Υπέβαλαν, λοιπόν υποψηφιότητα εις την Στοκχόλμην δια… το βραβείον Νόμπελ! Και ο μεν κύριος Σικελιανός, τον οποίον ο ελληνικός λαός – εξαιρέσει μικρού κύκλου ιδιωτικών φίλων – αγνοεί ως ποιητήν ή συγγραφέα και γνωρίζει μόνον ως ακατανόητον… μυστηριογράφον, εφρόντισε να περισυλλέξει τας υπογραφάς των Γάλλων λογοτεχνών, τους οποίους είχε φιλοξενήσει, δαπάναις της δόλιας Ελλάδος, όταν παρίστανε τον Απόλλωνα εις τους Δελφούς (εννοεί το άρθρο, τις Δελφικές Γιορτές του 1927 και του 1930).
Ο δε κύριος Νικολάι Καζάν (Καζαντζάκης) επήρε τας υπογραφάς μερικών εαμικών καθηγητών του Πανεπιστημίου και εξεκίνησε και αυτός δια το βραβείον. Αλλ’ είναι επιτετραμμένον να αφήνεται ακατατόπιστος η Σουηδική Ακαδημία έναντι τοιαύτης προσπάθειας, η οποία ολίγον διαφέρει της απάτης; Και δεν θα έπρεπεν οι άνθρωποι να ειδοποιηθούν ότι και οι δύο αυτοί υποψήφιοι των σφαγέων του Δεκεμβρίου είναι τελείως ξένοι προς την Ελλάδα, την οποία θα ήθελεν ίσως να τιμήσει η Επιτροπή του Νόμπελ;»
Πάντως η συνυποψηφιότητα του Καζαντζάκη το 1946, απορρίφθηκε ως εκπρόθεσμη…
Για την ιστορία, το Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1946, απονεμήθηκε στον Γερμανοελβετό λογοτέχνη Έρμαν Έσε.
Το 1947, ο καθηγητής Νίκος Βέης, κατέθεσε στη Σουηδική Ακαδημία την κοινή υποψηφιότητα των Καζαντζάκη – Σικελιανού για το Νόμπελ Λογοτεχνίας. Την ίδια χρονιά, δύο ακόμα Έλληνες λογοτέχνες, ο Γεώργιος Δροσίνης και ο Γρηγόριος Ξενόπουλος ήταν υποψήφιοι για το βραβείο, το οποίο κατέληξε στον Αντρέ Ζιντ…
Η σχέση του Σικελιανού με τον Καζαντζάκη ήταν μακροχρόνια. Ωστόσο μεταξύ 1924-1942 είχαν απομακρυνθεί ο ένας από τον άλλον πάντα όμως υπήρχε μεταξύ τους αμοιβαία εκτίμηση. Τον Μάρτιο του 1945 ο Καζαντζάκης μαζί με τους Σικελιανό, Βάρναλη και Σκίπη ήταν υποψήφιοι για μέλη της Ακαδημίας Αθηνών. Οι υποψηφιότητες Βάρναλη και Σικελιανού απορρίφθηκαν, έμειναν έτσι οι Καζαντζάκης και Σωτήρης Σκίπης ο οποίος τελικά εκλέχθηκε ακαδημαϊκός.
Η προσπάθεια… ανάστασης ενός νεκρού από τον Άγγελο Σικελιανό
Μετά τη γνωριμία του με την Εύα Πάλμερ ο Σικελιανός είχε μεγάλη οικονομική άνεση. Σταδιακά άρχισε να ξεφεύγει… Γράφει χαρακτηριστικά ο Γ. Κορδάτος: «Όταν μάλιστα του προσφέρθηκαν όλα τα μέσα για να ζήσει άνετα, πίστευε πως είναι πλασμένος να παίξει τον ρόλο του Μεσσία. Έφτασε στο σημείο να πιστέψει πως είχε προφητικές ιδιότητες. Απόδιδε στον εαυτό του θεϊκή υπόσταση και προέλευση και εμφανιζόταν καθισμένος σε θρόνους και στα πόδια του ξαπλώνονταν ιέρειες. Με την ανοχή της γυναίκας του χάρηκε τα θυμιάματα λατρείας και θαυμασμού ενός κύκλου αριστοκρατίας. Και γεύτηκε ακόμα πλουσιοπάροχα τα φιλιά και τα χάδια κυριών και δεσποινίδων που άλλες τον παραδέχονταν για ραβί (σοφό ερμηνευτή του μωσαϊκού νόμου) και άλλες τον αποκαλούσαν Ερμή του Πραξιτέλη».
Στο πλαίσιο αυτό «εντάσσεται» και η, μάταια βέβαια, προσπάθεια του Σικελιανού να αναστήσει έναν νεκρό ράφτη, το πτώμα του οποίου του έστειλε η Εύα στη βίλα τους στη Συκιά, κοντά στον Πευκιά του Ξυλόκαστρου όπου βρισκόταν. Το γεγονός περιγράφει ο Καζαντζάκης στο έργο του «Αναφορά στον Γκρέκο», ΙΘ’.
«Αυτός θεατρίνος; Θα’ταν θεατρίνος αν έκανε τον απλό και το μετριόφρονα. Μα ήταν ο πιο ειλικρινής άνθρωπος στον κόσμο· το διαπίστωσα μια μέρα παρακολουθώντας ένα περιστατικό που ξεπερνούσε τα όρια του κωμικού κι έμπαινε στην επικίντυνη πύρινη περιοχή της παραφροσύνης.
Μέναμε οι δυο σ’ ένα εξοχικό σπίτι, μέσα σε πευκώνα, στην άκρα της θάλασσας. Διαβάζαμε Ντάντε και Παλαιά Διαθήκη κι Όμηρο, μου απάγγελνε με τη βροντερή φωνή του στίχους δικούς του, κάναμε μακρινούς περιπάτους· ήταν οι πρώτες μέρες της γνωριμιάς μας, τ΄αρραβωνιάσματα. Χαρά μεγάλη που είχα βρει έναν άνθρωπο να μην μπορεί ν’ αναπνέει παρά στο πιο αψηλό πάτωμα της επιθυμίας. Γκρεμίζαμε και δημιουργούσαμε τον κόσμο, ήμασταν και οι δυό σίγουροι πως η ψυχή είναι παντοδύναμη· μονάχα που αυτός νόμιζε πως η ψυχή η δική του, εγώ πως η ψυχή του ανθρώπου.
Ένα δειλινό που ετοιμαζόμασταν για το βραδινό μας περίπατο και στεκόμασταν ακόμα στο κατώφλι και κοιτάζαμε τη θάλασσα, να σου και καταφτάνει τρεχάτος ο ταχυδρόμος του χωριού· έβγαλε από την τσάντα του κι έδωκε ένα γράμμα στο φίλο μου κι ύστερα έσκυψε στο αφτί του, ταραγμένος:
-Έχετε κι ένα μεγάλο δέμα.... είπε με φοβισμένη φωνή.
Ο φίλος μου δεν τον άκουσε· διάβαζε το γράμμα, και το πρόσωπο του είχε γίνει κατακόκκινο. Άπλωσε το χέρι, μου το’ δωκε:
- Διάβασε... μου’ πε.
Πήρα το γράμμα, διάβασα: «Βουδάκι μου(σημ. έτσι αποκαλούσε τον Σικελιανό), ο καημένος ο γείτονάς μας, ο ράφτης, πέθανε· σου τον στέλνω και σε παρακαλώ να τον αναστήσεις», του ‘γραφε η γυναίκα του. Ο φίλος μου με κοίταξε με αγωνία:
- Νομίζεις, είναι δύσκολο; έκαμε.
Σήκωσα τους ώμους:
-Δεν ξέρω, αποκρίθηκα· πάντως είναι δύσκολο πολύ.
Μα ο ταχυδρόμος βιάζουνταν.
-Τι να το κάμω το δέμα; ρώτησε και σήκωνε το πόδι του να φύγει.
-Φέρ’το! είπε ο φίλος μου απότομα και στράφηκε πάλι και με κοίταξε, λες και περίμενε να του δώσω κουράγιο.
Μα εγώ ένιωθα δυσφορία μεγάλη και σώπαινα.
Σταθήκαμε αμίλητοι και περιμέναμε· ο ήλιος έγερνε να βασιλέψει, η θάλασσα είχε γίνει σκούρα τριανταφυλλιά· ο φίλος μου δάγκανε τα χείλη και περίμενε. Σε λίγο δυό χωριάτες φάνηκαν και σήκωναν ένα φτωχικό φέρετρο· ήταν μέσα ο ράφτης.
-Ανεβάστε τον απάνω! πρόσταξε ο φίλος μου και το λαμπρό πρόσωπο του είχε σκοτεινιάσει. Στράφηκε πάλι και με κοίταξε:
-Τι λες; με ρώτησε πάλι και κάρφωσε στα μάτια μου τη ματιά του, ανήσυχη· τι λες, θα μπορέσω;
-Δοκίμασε, αποκρίθηκα· εγώ θα πάω περίπατο.
Πήρα γιαλό γιαλό κι ανάσαινα βαθιά τη μυρωδιά του πεύκου και της θάλασσας. «Τώρα θα φανεί, συλλογίζουμουν, αν είναι θεατρίνος ή αν είναι επικίντυνα απότολμη ψυχή, έτοιμη να πεθυμήσει και να επιχειρήσει τα αδύνατα. Θα δοκιμάσει ν’αναστήσει το νεκρό, ή, παμπόνηρος, θα φοβηθεί το γελοίο και θα πάει κρυφά κι ήσυχα να κοιμηθεί στο κρεβάτι του; Απόψε θα φανεί». Έτρεμα που ζυγιάζουνταν έτσι μπροστά μου η ψυχή του φίλου μου και περπατούσα γρήγορα γρήγορα, αναστατωμένος.
Ο ήλιος είχε πια βουτήξει· το πρώτο σκούξιμο της κουκουβάγιας ακούστηκε μέσα από τα πεύκα, θλιμμένο και τρυφερό· οι μακρινές βουνοκορφές άρχισαν να λιώνουν μέσα στο σούρουπο. Μάκρυνα επίτηδες τον περίπατο μου, γιατί ένιωθα δυσφορία να γυρίσω σπίτι· πρώτα πρώτα μ’ενοχλούσε η παρουσία του νεκρού· ποτέ δεν μπόρεσα ν’αντικρίσω νεκρό χωρίς ν’ανατριχιάσω από αηδία και φόβο· κι ύστερα, γιατί ήθελα ν’αναβάλω όσο μπορώ να δω πως θα φερθεί στην κρίσιμη αυτή στιγμή ο φίλος μου.
Όταν έφτασα στο σπίτι, το δωμάτιο του φίλου μου, από πάνω από το δικό μου, ήταν κατάφωτο. Δεν είχα κέφι να δειπνήσω, έπεσα στο κρεβάτι να κοιμηθώ· μα πού να κλείσω μάτι! Από πάνω μου όλη τη νύχτα άκουγα σιγανά μουγκρητά και το κρεβάτι να τρίζει· κι ευτύς ύστερα βήματα βαριά απάνω κάτω, πολλή ώρα, και πάλι μουγκρητά και το κρεβάτι να τρίζει. Όλη τη νύχτα. Κάποτε άκουσα το φίλο μου ν’ αναστενάζει βαθιά και ν’ ανοίγει το παράθυρο, σαν να πλαντούσε κι ήθελε να πάρει αέρα.
Είχα πια κουραστεί, και τα ξημερώματα με πήρε ο ύπνος· άργησα να ξυπνήσω και να κατέβω κάτω· ο φίλος μου κάθουνταν μπροστά στο τραπέζι, το γάλα μπροστά του έμενε ανέγγιχτο. Τρόμαξα όταν τον είδα· δυό μεγάλοι γαλάζιοι κύκλοι είχαν απλωθεί γύρα από τα μάτια του κι ήταν χλωμός χλωμός και τα χείλια του κάτασπρα. Δεν του μίλησα· κάθισα δίπλα του στενοχωρημένος και περίμενα.
-Έκαμα ό,τι μπορούσα, είπε τέλος, σαν να’θελε να δικαιολογηθεί· θυμάσαι πώς ανάστησε ο προφήτης Ελισσαίος το νεκρό: ξάπλωσε ολοκορμίς απάνω του, κόλλησε το στόμα του στο στόμα του νεκρού και του φυσούσε την πνοή του και μούγκριζε· το ίδιο έκαμα κι εγώ... Σώπασε, και σε λίγο:
-Όλη νύχτα.... όλη νύχτα.... του κάκου!
Θαμασμός με είχε κυριέψει· κοίταζα το φίλο μου και τον καμάρωνα· είχε μπει στο γελοίο, μα το’χε ξεπεράσει, είχε φτάσει στο τραγικό σύνορο της παραφροσύνης, και τώρα γύριζε και κάθουνταν αντίκρα μου εξαντλημένος. Σηκώθηκε, πρόβαλε ως το κατώφλι, κοίταξε μπροστά του τη θάλασσα, σφούγγιξε το μέτωπο του που μαργαριτώνουνταν με χοντρές στάλες ιδρώτα.
-Και τώρα; στράφηκε και με ρώτησε· τι να κάμω;
-Φώναξε τον παπά να’ ρθει να τον θάψει, αποκρίθηκα· κι εμείς πάμε να κάμουμε τη βόλτα μας στην άκρα της θάλασσας.
Τον πήρα χεραγκαλιά, το μπράτσο του έτρεμε· βγάλαμε τα παπούτσια μας, ξεκαλτσωθήκαμε, τσαλαβουτούσαμε στο ακρογιάλι και δροσερεύαμε. Δεν μιλούσε, μα ένιωθα πως η δροσιά της θάλασσας και το ήσυχο φουρφούρισμα της τον γαλήνευαν.
-Ντρέπουμαι.... μουρμούρισε τέλος. Η ψυχή λοιπόν δεν είναι παντοδύναμη;
-Δεν είναι ακόμα, αποκρίθηκα· θα γίνει. Παλικαριά μεγάλη να θες να ξεπεράσεις τα σύνορα του ανθρώπου· μα παλικαριά μεγάλη και ν’αναγνωρίζεις χωρίς τρόμο τα σύνορα και να μην απελπίζεσαι. Θα χτυπούμε, θα χτυπούμε τα κεφάλια μας απάνω στα κάγκελα, πολλά κεφάλια θα γίνουν θρύμματα, μα μια μέρα τα κάγκελα θα σπάσουν...
-Εγώ θα ‘θελα να ‘ναι το κεφάλι μου που θα τα σπάσει, είπε και πέταξε με πείσμα ένα μεγάλο χοχλάδι στη θάλασσα· εγώ, εγώ, φώναξε, κανένας άλλος!
Χαμογέλασα· «εγώ!εγώ!» αυτή ‘ταν η φοβερή φυλακή, χωρίς πόρτες, χωρίς παράθυρα, του φίλου μου».
Επίλογος
Ο Άγγελος Σικελιανός εμπνεόταν για πολλά χρόνια από τα αρχαιοελληνικά ιδεώδη. Ο Γ. Κορδάτος τον γνώρισε το 1938. Γράφει χαρακτηριστικά:
«Θυμάμαι πολύ καλά τα λόγια του, όταν κάποια μέρα στα 1938 με επισκέφθηκε στο γραφείο μου (στις εκδόσεις Ζαχαροπούλου) για να μου αναπτύξει τις ιδέες του. Ήταν η πρώτη φορά που τον γνώριζα από κοντά. Έβγαλε ένα λόγο που δεν κατάλαβα γρι απ’ όσα μου έλεγε. Μίλησε με χειμαρρώδη ευγλωττία για τον Απόλλωνα και το Διόνυσο και έχοντας υψωμένα τα χέρια, διαρκώς τόνιζε πως η Ελλάδα θα γίνει μεγάλη και θα ξαναγυρίσει στα παλιά της μεγαλεία, αν καταβάλουμε όλοι μας προσπάθειες να ξαναφέρουμε τους θεούς της Ελλάδας στον Όλυμπο, τον Απόλλωνα στους Δελφούς και το Διόνυσο στην Αττική».
Βέβαια η ιταλική επίθεση στην Ελλάδα και η γερμανική Κατοχή έστρεψαν τον Σικελιανό σε άλλες ποιητικές ατραπούς. Ο ίδιος ο Κορδάτος γράφει στη συνέχεια: «Το έργο που έδωσε στα χρόνια της κατοχής και στη μεταπελευθερωτική περίοδο τον τοποθετεί στις κορυφές του νεοελληνικού Παρνασσού». Και προσθέτει: «Κανένας άλλος, ως τα τώρα, Νεοέλληνας ποιητής δεν μπορεί ν’αναμετρηθεί στο στοιχείο του λυρικού λόγου με τον Σικελιανό». Ο δε R. Lidell θεωρεί το σχετικά μακρύ ποίημα «Μήτηρ Θεού»(1917) ως «το πιο μουσικό ποίημα που γράφτηκε σ΄ ελληνική γλώσσα μετά το θάνατο του Σολωμού».
Δυστυχώς, οι αιώνιες έριδες που διακρίνουν την ελληνική φυλή, δεν επέτρεψαν , σε συνδυασμό και με άλλους παράγοντες, στον Σικελιανό, τον Καζαντζάκη ή τον Καβάφη να λάβουν ένα βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας, κάτι που έχει γίνει με πολύ υποδεέστερους από αυτούς ή κακότεχνους μιμητές τους…
Πηγές:
ΛΕΞΙΚΟ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΑΤΑΚΗ, 2008
ΛΙΝΟΣ ΠΟΛΙΤΗΣ, «ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ» 23η ανατύπωση, ΜΟΡΦΩΤΙΚΟ ΙΔΡΥΜΑ ΕΘΝΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΗΣ, 2017
ΓΙΑΝΗ ΚΟΡΔΑΤΟΥ, «ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ», ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ, ΑΘΗΝΑ 1983
ΚΩΣΤΑΣ ΑΡΚΟΥΔΕΑΣ, «ΤΟ ΧΑΜΕΝΟ ΝΟΜΠΕΛ», ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ, 2015
Ειδήσεις σήμερα:
Ο Μαντς Μίκελσεν προτιμάει να παίζει «χαμένους» παρά «χαριτωμένους» ρόλους
Οι γυναίκες που εντυπωσίασαν στην ορκωμοσία της νέας Βουλής
Ορκίστηκαν οι 300 της νέας Βουλής - Δείτε βίντεο και φωτογραφίες
Η Πηνελόπη που είχε κορμοστασιά Καρυάτιδας πήγε κι αυτή στην Ευρώπη και γνώρισε μέσω του Χρηστομάνου τον ιδιόρρυθμο ελληνολάτρη Raymond Dunkan, αδελφό της μεγάλης χορεύτριας, ελληνολάτρισσας επίσης, Isadora Dunkan (Ισιδώρα Ντάνκαν, 1877-1927) στην τραγική ιστορία της οποίας έχουμε αναφερθεί εκτενώς σε άρθρο μας στις 20/02/2017.
Η Πηνελόπη παντρεύτηκε τον Dunkan, όμως πέθανε νέα από φυματίωση στην Ελβετία. Το ζεύγος Raymond-Πηνελόπη γνωρίστηκε στο Παρίσι με την πλούσια Αμερικανίδα Εύα Πάλμερ (1874-1952). Η Πάλμερ είχε αρχαιολογική μόρφωση και λάτρευε την αρχαία Ελλάδα. Σταδιακά άρχισε να ντύνεται όπως οι αρχαίες Ελληνίδες. Η Πηνελόπη της μίλησε για τον αδελφό της παρομοιάζοντάς τον με τον Ερμή του Πραξιτέλη στην εμφάνιση και με τον Αισχύλο στην ποιητική αξία. Η Πάλμερ ήρθε στην Ελλάδα και έμεινε με το ζεύγος Ντάνκαν-Πηνελόπης στο σπίτι τους, στους πρόποδες του Υμηττού. Εκεί γνώρισε τον Άγγελο. Μεταξύ τους υπήρξε αμοιβαία έλξη και κεραυνοβόλος έρωτας.
Συνειδητοποίησαν επίσης μέσα από τις συζητήσεις τους τα κοινά τους οράματα για την αναβίωση του αρχαίου ελληνικού πνεύματος. Σύντομα ταξίδεψαν στη Λευκάδα και αργότερα (1907) στην Αμερική όπου η Εύα γνώρισε τον Άγγελο στη μητέρα της. Ο αμερικανικός Τύπος άρχισε να ασχολείται μαζί της και να γράφει συχνά τερατώδη ψέματα για εκείνη, ορμώμενος αρκετές φορές από την αντισυμβατική αμφίεσή της.
Το ζευγάρι παντρεύτηκε στις 9 Σεπτεμβρίου 1907 στο Μπαρ Χάρμπορ του Μέιν. Στη συνέχεια εγκαταστάθηκε στην Ελλάδα. Το 1909 γεννήθηκε ο γιος τους Γλαύκος. Έχοντας οικονομική άνεση το ζευγάρι έκανε πολλά ταξίδια και σημαντικές γνωριμίες όπως αυτή με τον Γάλλο γλύπτη Ροντέν, για τον οποίο ο Σικελιανός δημοσίευσε στο περιοδικό «Γράμματα» σειρά άρθρων με τίτλο «Ομιλίες μου με τον Ροντέν» και τον Ιταλό ποιητή Γκαμπριέλε ντ’ Ανούντσιο, νιτσεϊστή ο οποίος επηρέασε βαθύτατα τον Σικελιανό στα έργα του.
Το 1912 ξέσπασαν οι Βαλκανικοί Πόλεμοι. Ο Σικελιανός στρατεύτηκε και έγραψε επίκαιρα ποιήματα. Το 1914 γνωρίστηκε με τον Νίκο Καζαντζάκη και επισκέφθηκαν μαζί το Άγιον Όρος. Το «Αγιορείτικο Ημερολόγιο» του Σικελιανού εκδόθηκε μόλις το 1988. Το 1921 ο Σικελιανός ταξίδεψε στους Αγίους Τόπους. Ακολούθησε η μικρασιατική καταστροφή. Τότε ο Σικελιανός και η σύζυγός του αποφάσισαν να πραγματοποιήσουν τις Δελφικές Γιορτές τις οποίες οραματίζονταν από την αρχή της γνωριμίας τους.
Το 1927 ο Σικελιανός συνέθεσε το ποιητικό έργο «Δελφικός Λόγος. Η αφιέρωση». Τον ίδιο χρόνο έγιναν οι πρώτες Δελφικές Γιορτές που είχαν τεράστια απήχηση και στο εξωτερικό. Η οργάνωση, η προετοιμασία, η δημοσιότητα και η πρακτική εργασία αναλήφθηκαν από την Εύα. Οι Δελφικές Γιορτές επανήλφθηκαν το 1930. Παρά την οικονομική ενίσχυση από κάποιους ιδιώτες, το ζεύγος Σικελιανού μετά από αυτές βρέθηκε σε δεινή οικονομική θέση. Η Εύα πήγε στην Αμερική για να βρει πόρους για τη Δελφική Ιδέα.
Ο Σικελιανός συνέχισε την ποιητική του δημιουργία. Το 1938 γνώρισε την Ελένη Καραμάνη την οποία και παντρεύτηκε το καλοκαίρι του 1940 με την έγκριση της Εύας από την Αμερική. Στα χρόνια της Κατοχής είναι σημαντική η λογοτεχνική του παραγωγή, αλλά και η συμπαράστασή του στον αγωνιζόμενο λαό. Όταν ξέσπασαν τα «Δεκεμβριανά» βρέθηκε στο επίκεντρο μιας σειράς συκοφαντιών και επιθέσεων. Μετά τον πόλεμο τα έργα του έγιναν διεθνώς γνωστά και ο ίδιος απέκτησε μεγάλη αναγνώριση και στο εξωτερικό. Ωστόσο η ζωή του ήταν πλέον γεμάτη δυσκολίες. Τον Μάιο του 1950 έπαθε συμφόρηση. Πέθανε στις 19 Ιουνίου 1951. Η μεγάλη, καρμική του αγάπη, Εύα ήρθε στην Ελλάδα την άνοιξη του 1952. Κατά τη διάρκεια παρακολούθησης μιας θεατρικής παράστασης στους Δελφούς, δύο εβδομάδες μετά την άφιξή της, υπέστη μοιραίο εγκεφαλικό επεισόδιο και πέθανε. Μετά από επιθυμία της τάφηκε στους Δελφούς.
Το έργο του Άγγελου Σικελιανού
Το έργο του Σικελιανού ήταν τεράστιο σε ποσότητα αλλά και αξία. Το 1902 δημοσίευσε ποιήματα στα περιοδικά της εποχής «Ο Διόνυσος», «Παναθήναια», «Ζωή», «Ακρίτας» και «Ο Νουμάς». Το 1907 στη διάρκεια ταξιδιού του στην Αίγυπτο έγραψε μέσα σε μια βδομάδα όπως ανέφερε ο ίδιος, τον «Αλαφροΐσκιωτο» ένα από τα αριστουργήματά του, που εκδόθηκε με δερμάτινο κάλυμμα, χρυσές επιγραφές κ.ά. Αργότερα δημοσίευσε μερικά από τα γνωστότερα ποιήματά του: «Γιάννης Κητς», «Μάνα του Ντάντε», «Θαλερό» κ.ά. Και άρχισε να κυκλοφορεί τον «Πρόλογο στη Ζωή» σε πολυτελείς εκδόσεις μικρού σχήματος. Το 1932 έγραψε τον «Τελευταίο Ορφικό Διθύραμβο ή Διθύραμβο του Ρόδου», το 1935 την «Ιερά Οδό» και το ποίημα «Στ’ όσιου Λουκά το μοναστήρι». Το 1935 επίσης κυκλοφόρησε μια επιλογή από ποιήματά του («Τα λυρικά του Σικελιανού»).
Στα χρόνια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου έγραψε πολύ σημαντικά θεατρικά έργα: «Σίβυλλα», «Ο Δαίδαλος στην Κρήτη», «Ο Χριστός στη Ρώμη», «Ο Θάνατος του Διγενή» κ.ά. Στην κηδεία του Κωστή Παλαμά το 1943 εκφώνησε το περίφημο ποίημά του «Ηχήστε οι Σάλπιγγες…». Ένα χρόνο πριν είχαν εκδοθεί κρυφά τα «Ακριτικά», χειρόγραφο έργο με ξυλογραφίες του Σπύρου Βασιλείου. Το 1946-1947 κυκλοφόρησε η τρίτομη έκδοση των ποιημάτων του με τίτλο «Λυρικός Βίος» και αργότερα οι τραγωδίες του με τίτλο «Θυμέλη». Για το έργο του έχουν γραφτεί πολλά. Παραθέτουμε ένα απόσπασμα από όσα αναφέρει ο Λίνος Πολίτης στην «ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ» (σελ. 241)
«Με τον άμεσο τρόπο που ένιωθε ο Σικελιανός το καθετί, φυσικό είναι το ερωτικό στοιχείο να έχει πρωταρχική θέση στο έργο του, ενταγμένο κι αυτό όπως το ήθελε στη συνολική θεώρηση του κόσμου όπως τον αντικρίζει η ποίησή του, στην ανάγκη που ένιωθε, όπως έλεγε, «μιας κοσμικής κι ακέραιης μέθεξης ολοκλήρου μου του Είναι με την πλέρια ερωτική πνοή του ‘’Θεού των ζώντων’’». Στον νεανικό κιόλας «Ύμνο του μεγάλου Νόστου» εκφράζει τη νοσταλγία μιας κοσμικής ερωτικής ακεραιότητας, εκεί όπου «πιο βαθιά κι απ’ το πηχτόν ‘’αστρόφως’’ τον περιμένει ‘’ο πρώτος του εαυτός’’.
Στα ωριμότερα και σημαντικότερα ποιήματά του (1936-39) ξεκαθαρίζει καλύτερα η «πορεία» του, η αναζήτηση της πρωταρχικής ουσίας της θηλύτητας και του ταυτισμού σώματος και ψυχής που οδηγεί τελικά σε μια λύτρωση και σε μια λευτεριά που νικά το χρόνο και το θάνατο («Μελέτη θανάτου»). Όπως όμως και σε όλα γενικά τα ποιήματα του Σικελιανού πουθενά δεν ξεπερνιέται το επικίνδυνο όριο όπου η ποίηση θα μπορούσε να ξεστρατίσει προς τη μεταφυσική. Τα βιώματα και η ζωική ορμή είναι στην ερωτική του ποίηση τόσο γνήσια και βαθιά ώστε δε χάνουν ποτέ τη βιολογική τους ανερμήνευτη υπόσταση και δονούνται από τον πιο γνήσιο ποιητικό παλμό.»
Οι υποψηφιότητες για Νόμπελ
Τον Απρίλιο του 1946, η Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών έστειλε αίτηση στην Επιτροπή των Νόμπελ στη Σουηδία με την υποψηφιότητα του Άγγελου Σικελιανού για το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας. Σύντομα μαθεύτηκε ότι και ο Σουηδός Άντερς Έστερλουντ, ακαδημαϊκός, είχε προτείνει τον Σικελιανό για Νόμπελ.
Μόλις το έμαθε αυτό ο Καζαντζάκης κινητοποιήθηκε και κατάφερε η Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών να στείλει συμπληρωματικό έγγραφο που υποστήριζε τη συνυποψηφιότητά του. Ο Σικελιανός, φίλος του Καζαντζάκη, φαίνεται ότι χολώθηκε. Από την πλευρά του, ο Καζαντζάκης έστειλε έγγραφο στην Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών στο οποίο τόνιζε ότι δεν θα δεχόταν να πάρει μόνος του το βραβείο. Οι αντιδράσεις όμως για τη συνυποψηφιότητα Καζαντζάκη-Σικελιανού ήταν πολλές. Χαρακτηριστικό είναι το πρωτοσέλιδο δημοσίευμα της "Εστίας", με τίτλο "Μια Διεθνής Απάτη" (31 Αυγούστου 1946).
«Οι δύο ποιηταί του ΕΑΜ –αφού εισέπρατταν επί έτη τα γερμανικά επιδόματα των προδοτικών κυβερνήσεων Τσολάκογλου και Ράλλη- εσκέφθησαν ότι καλόν θα ήτο να εκμεταλλευθούν και την εν τω εξωτερικώ δόξαν της εθνικόφρονος Ελλάδος από τα δύο ιστορικά της "Όχι". Υπέβαλαν, λοιπόν υποψηφιότητα εις την Στοκχόλμην δια… το βραβείον Νόμπελ! Και ο μεν κύριος Σικελιανός, τον οποίον ο ελληνικός λαός – εξαιρέσει μικρού κύκλου ιδιωτικών φίλων – αγνοεί ως ποιητήν ή συγγραφέα και γνωρίζει μόνον ως ακατανόητον… μυστηριογράφον, εφρόντισε να περισυλλέξει τας υπογραφάς των Γάλλων λογοτεχνών, τους οποίους είχε φιλοξενήσει, δαπάναις της δόλιας Ελλάδος, όταν παρίστανε τον Απόλλωνα εις τους Δελφούς (εννοεί το άρθρο, τις Δελφικές Γιορτές του 1927 και του 1930).
Ο δε κύριος Νικολάι Καζάν (Καζαντζάκης) επήρε τας υπογραφάς μερικών εαμικών καθηγητών του Πανεπιστημίου και εξεκίνησε και αυτός δια το βραβείον. Αλλ’ είναι επιτετραμμένον να αφήνεται ακατατόπιστος η Σουηδική Ακαδημία έναντι τοιαύτης προσπάθειας, η οποία ολίγον διαφέρει της απάτης; Και δεν θα έπρεπεν οι άνθρωποι να ειδοποιηθούν ότι και οι δύο αυτοί υποψήφιοι των σφαγέων του Δεκεμβρίου είναι τελείως ξένοι προς την Ελλάδα, την οποία θα ήθελεν ίσως να τιμήσει η Επιτροπή του Νόμπελ;»
Πάντως η συνυποψηφιότητα του Καζαντζάκη το 1946, απορρίφθηκε ως εκπρόθεσμη…
Για την ιστορία, το Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1946, απονεμήθηκε στον Γερμανοελβετό λογοτέχνη Έρμαν Έσε.
Το 1947, ο καθηγητής Νίκος Βέης, κατέθεσε στη Σουηδική Ακαδημία την κοινή υποψηφιότητα των Καζαντζάκη – Σικελιανού για το Νόμπελ Λογοτεχνίας. Την ίδια χρονιά, δύο ακόμα Έλληνες λογοτέχνες, ο Γεώργιος Δροσίνης και ο Γρηγόριος Ξενόπουλος ήταν υποψήφιοι για το βραβείο, το οποίο κατέληξε στον Αντρέ Ζιντ…
Η σχέση του Σικελιανού με τον Καζαντζάκη ήταν μακροχρόνια. Ωστόσο μεταξύ 1924-1942 είχαν απομακρυνθεί ο ένας από τον άλλον πάντα όμως υπήρχε μεταξύ τους αμοιβαία εκτίμηση. Τον Μάρτιο του 1945 ο Καζαντζάκης μαζί με τους Σικελιανό, Βάρναλη και Σκίπη ήταν υποψήφιοι για μέλη της Ακαδημίας Αθηνών. Οι υποψηφιότητες Βάρναλη και Σικελιανού απορρίφθηκαν, έμειναν έτσι οι Καζαντζάκης και Σωτήρης Σκίπης ο οποίος τελικά εκλέχθηκε ακαδημαϊκός.
Η προσπάθεια… ανάστασης ενός νεκρού από τον Άγγελο Σικελιανό
Μετά τη γνωριμία του με την Εύα Πάλμερ ο Σικελιανός είχε μεγάλη οικονομική άνεση. Σταδιακά άρχισε να ξεφεύγει… Γράφει χαρακτηριστικά ο Γ. Κορδάτος: «Όταν μάλιστα του προσφέρθηκαν όλα τα μέσα για να ζήσει άνετα, πίστευε πως είναι πλασμένος να παίξει τον ρόλο του Μεσσία. Έφτασε στο σημείο να πιστέψει πως είχε προφητικές ιδιότητες. Απόδιδε στον εαυτό του θεϊκή υπόσταση και προέλευση και εμφανιζόταν καθισμένος σε θρόνους και στα πόδια του ξαπλώνονταν ιέρειες. Με την ανοχή της γυναίκας του χάρηκε τα θυμιάματα λατρείας και θαυμασμού ενός κύκλου αριστοκρατίας. Και γεύτηκε ακόμα πλουσιοπάροχα τα φιλιά και τα χάδια κυριών και δεσποινίδων που άλλες τον παραδέχονταν για ραβί (σοφό ερμηνευτή του μωσαϊκού νόμου) και άλλες τον αποκαλούσαν Ερμή του Πραξιτέλη».
Στο πλαίσιο αυτό «εντάσσεται» και η, μάταια βέβαια, προσπάθεια του Σικελιανού να αναστήσει έναν νεκρό ράφτη, το πτώμα του οποίου του έστειλε η Εύα στη βίλα τους στη Συκιά, κοντά στον Πευκιά του Ξυλόκαστρου όπου βρισκόταν. Το γεγονός περιγράφει ο Καζαντζάκης στο έργο του «Αναφορά στον Γκρέκο», ΙΘ’.
«Αυτός θεατρίνος; Θα’ταν θεατρίνος αν έκανε τον απλό και το μετριόφρονα. Μα ήταν ο πιο ειλικρινής άνθρωπος στον κόσμο· το διαπίστωσα μια μέρα παρακολουθώντας ένα περιστατικό που ξεπερνούσε τα όρια του κωμικού κι έμπαινε στην επικίντυνη πύρινη περιοχή της παραφροσύνης.
Μέναμε οι δυο σ’ ένα εξοχικό σπίτι, μέσα σε πευκώνα, στην άκρα της θάλασσας. Διαβάζαμε Ντάντε και Παλαιά Διαθήκη κι Όμηρο, μου απάγγελνε με τη βροντερή φωνή του στίχους δικούς του, κάναμε μακρινούς περιπάτους· ήταν οι πρώτες μέρες της γνωριμιάς μας, τ΄αρραβωνιάσματα. Χαρά μεγάλη που είχα βρει έναν άνθρωπο να μην μπορεί ν’ αναπνέει παρά στο πιο αψηλό πάτωμα της επιθυμίας. Γκρεμίζαμε και δημιουργούσαμε τον κόσμο, ήμασταν και οι δυό σίγουροι πως η ψυχή είναι παντοδύναμη· μονάχα που αυτός νόμιζε πως η ψυχή η δική του, εγώ πως η ψυχή του ανθρώπου.
Ένα δειλινό που ετοιμαζόμασταν για το βραδινό μας περίπατο και στεκόμασταν ακόμα στο κατώφλι και κοιτάζαμε τη θάλασσα, να σου και καταφτάνει τρεχάτος ο ταχυδρόμος του χωριού· έβγαλε από την τσάντα του κι έδωκε ένα γράμμα στο φίλο μου κι ύστερα έσκυψε στο αφτί του, ταραγμένος:
-Έχετε κι ένα μεγάλο δέμα.... είπε με φοβισμένη φωνή.
Ο φίλος μου δεν τον άκουσε· διάβαζε το γράμμα, και το πρόσωπο του είχε γίνει κατακόκκινο. Άπλωσε το χέρι, μου το’ δωκε:
- Διάβασε... μου’ πε.
Πήρα το γράμμα, διάβασα: «Βουδάκι μου(σημ. έτσι αποκαλούσε τον Σικελιανό), ο καημένος ο γείτονάς μας, ο ράφτης, πέθανε· σου τον στέλνω και σε παρακαλώ να τον αναστήσεις», του ‘γραφε η γυναίκα του. Ο φίλος μου με κοίταξε με αγωνία:
- Νομίζεις, είναι δύσκολο; έκαμε.
Σήκωσα τους ώμους:
-Δεν ξέρω, αποκρίθηκα· πάντως είναι δύσκολο πολύ.
Μα ο ταχυδρόμος βιάζουνταν.
-Τι να το κάμω το δέμα; ρώτησε και σήκωνε το πόδι του να φύγει.
-Φέρ’το! είπε ο φίλος μου απότομα και στράφηκε πάλι και με κοίταξε, λες και περίμενε να του δώσω κουράγιο.
Μα εγώ ένιωθα δυσφορία μεγάλη και σώπαινα.
Σταθήκαμε αμίλητοι και περιμέναμε· ο ήλιος έγερνε να βασιλέψει, η θάλασσα είχε γίνει σκούρα τριανταφυλλιά· ο φίλος μου δάγκανε τα χείλη και περίμενε. Σε λίγο δυό χωριάτες φάνηκαν και σήκωναν ένα φτωχικό φέρετρο· ήταν μέσα ο ράφτης.
-Ανεβάστε τον απάνω! πρόσταξε ο φίλος μου και το λαμπρό πρόσωπο του είχε σκοτεινιάσει. Στράφηκε πάλι και με κοίταξε:
-Τι λες; με ρώτησε πάλι και κάρφωσε στα μάτια μου τη ματιά του, ανήσυχη· τι λες, θα μπορέσω;
-Δοκίμασε, αποκρίθηκα· εγώ θα πάω περίπατο.
Πήρα γιαλό γιαλό κι ανάσαινα βαθιά τη μυρωδιά του πεύκου και της θάλασσας. «Τώρα θα φανεί, συλλογίζουμουν, αν είναι θεατρίνος ή αν είναι επικίντυνα απότολμη ψυχή, έτοιμη να πεθυμήσει και να επιχειρήσει τα αδύνατα. Θα δοκιμάσει ν’αναστήσει το νεκρό, ή, παμπόνηρος, θα φοβηθεί το γελοίο και θα πάει κρυφά κι ήσυχα να κοιμηθεί στο κρεβάτι του; Απόψε θα φανεί». Έτρεμα που ζυγιάζουνταν έτσι μπροστά μου η ψυχή του φίλου μου και περπατούσα γρήγορα γρήγορα, αναστατωμένος.
Ο ήλιος είχε πια βουτήξει· το πρώτο σκούξιμο της κουκουβάγιας ακούστηκε μέσα από τα πεύκα, θλιμμένο και τρυφερό· οι μακρινές βουνοκορφές άρχισαν να λιώνουν μέσα στο σούρουπο. Μάκρυνα επίτηδες τον περίπατο μου, γιατί ένιωθα δυσφορία να γυρίσω σπίτι· πρώτα πρώτα μ’ενοχλούσε η παρουσία του νεκρού· ποτέ δεν μπόρεσα ν’αντικρίσω νεκρό χωρίς ν’ανατριχιάσω από αηδία και φόβο· κι ύστερα, γιατί ήθελα ν’αναβάλω όσο μπορώ να δω πως θα φερθεί στην κρίσιμη αυτή στιγμή ο φίλος μου.
Όταν έφτασα στο σπίτι, το δωμάτιο του φίλου μου, από πάνω από το δικό μου, ήταν κατάφωτο. Δεν είχα κέφι να δειπνήσω, έπεσα στο κρεβάτι να κοιμηθώ· μα πού να κλείσω μάτι! Από πάνω μου όλη τη νύχτα άκουγα σιγανά μουγκρητά και το κρεβάτι να τρίζει· κι ευτύς ύστερα βήματα βαριά απάνω κάτω, πολλή ώρα, και πάλι μουγκρητά και το κρεβάτι να τρίζει. Όλη τη νύχτα. Κάποτε άκουσα το φίλο μου ν’ αναστενάζει βαθιά και ν’ ανοίγει το παράθυρο, σαν να πλαντούσε κι ήθελε να πάρει αέρα.
Είχα πια κουραστεί, και τα ξημερώματα με πήρε ο ύπνος· άργησα να ξυπνήσω και να κατέβω κάτω· ο φίλος μου κάθουνταν μπροστά στο τραπέζι, το γάλα μπροστά του έμενε ανέγγιχτο. Τρόμαξα όταν τον είδα· δυό μεγάλοι γαλάζιοι κύκλοι είχαν απλωθεί γύρα από τα μάτια του κι ήταν χλωμός χλωμός και τα χείλια του κάτασπρα. Δεν του μίλησα· κάθισα δίπλα του στενοχωρημένος και περίμενα.
-Έκαμα ό,τι μπορούσα, είπε τέλος, σαν να’θελε να δικαιολογηθεί· θυμάσαι πώς ανάστησε ο προφήτης Ελισσαίος το νεκρό: ξάπλωσε ολοκορμίς απάνω του, κόλλησε το στόμα του στο στόμα του νεκρού και του φυσούσε την πνοή του και μούγκριζε· το ίδιο έκαμα κι εγώ... Σώπασε, και σε λίγο:
-Όλη νύχτα.... όλη νύχτα.... του κάκου!
Θαμασμός με είχε κυριέψει· κοίταζα το φίλο μου και τον καμάρωνα· είχε μπει στο γελοίο, μα το’χε ξεπεράσει, είχε φτάσει στο τραγικό σύνορο της παραφροσύνης, και τώρα γύριζε και κάθουνταν αντίκρα μου εξαντλημένος. Σηκώθηκε, πρόβαλε ως το κατώφλι, κοίταξε μπροστά του τη θάλασσα, σφούγγιξε το μέτωπο του που μαργαριτώνουνταν με χοντρές στάλες ιδρώτα.
-Και τώρα; στράφηκε και με ρώτησε· τι να κάμω;
-Φώναξε τον παπά να’ ρθει να τον θάψει, αποκρίθηκα· κι εμείς πάμε να κάμουμε τη βόλτα μας στην άκρα της θάλασσας.
Τον πήρα χεραγκαλιά, το μπράτσο του έτρεμε· βγάλαμε τα παπούτσια μας, ξεκαλτσωθήκαμε, τσαλαβουτούσαμε στο ακρογιάλι και δροσερεύαμε. Δεν μιλούσε, μα ένιωθα πως η δροσιά της θάλασσας και το ήσυχο φουρφούρισμα της τον γαλήνευαν.
-Ντρέπουμαι.... μουρμούρισε τέλος. Η ψυχή λοιπόν δεν είναι παντοδύναμη;
-Δεν είναι ακόμα, αποκρίθηκα· θα γίνει. Παλικαριά μεγάλη να θες να ξεπεράσεις τα σύνορα του ανθρώπου· μα παλικαριά μεγάλη και ν’αναγνωρίζεις χωρίς τρόμο τα σύνορα και να μην απελπίζεσαι. Θα χτυπούμε, θα χτυπούμε τα κεφάλια μας απάνω στα κάγκελα, πολλά κεφάλια θα γίνουν θρύμματα, μα μια μέρα τα κάγκελα θα σπάσουν...
-Εγώ θα ‘θελα να ‘ναι το κεφάλι μου που θα τα σπάσει, είπε και πέταξε με πείσμα ένα μεγάλο χοχλάδι στη θάλασσα· εγώ, εγώ, φώναξε, κανένας άλλος!
Χαμογέλασα· «εγώ!εγώ!» αυτή ‘ταν η φοβερή φυλακή, χωρίς πόρτες, χωρίς παράθυρα, του φίλου μου».
Επίλογος
Ο Άγγελος Σικελιανός εμπνεόταν για πολλά χρόνια από τα αρχαιοελληνικά ιδεώδη. Ο Γ. Κορδάτος τον γνώρισε το 1938. Γράφει χαρακτηριστικά:
«Θυμάμαι πολύ καλά τα λόγια του, όταν κάποια μέρα στα 1938 με επισκέφθηκε στο γραφείο μου (στις εκδόσεις Ζαχαροπούλου) για να μου αναπτύξει τις ιδέες του. Ήταν η πρώτη φορά που τον γνώριζα από κοντά. Έβγαλε ένα λόγο που δεν κατάλαβα γρι απ’ όσα μου έλεγε. Μίλησε με χειμαρρώδη ευγλωττία για τον Απόλλωνα και το Διόνυσο και έχοντας υψωμένα τα χέρια, διαρκώς τόνιζε πως η Ελλάδα θα γίνει μεγάλη και θα ξαναγυρίσει στα παλιά της μεγαλεία, αν καταβάλουμε όλοι μας προσπάθειες να ξαναφέρουμε τους θεούς της Ελλάδας στον Όλυμπο, τον Απόλλωνα στους Δελφούς και το Διόνυσο στην Αττική».
Βέβαια η ιταλική επίθεση στην Ελλάδα και η γερμανική Κατοχή έστρεψαν τον Σικελιανό σε άλλες ποιητικές ατραπούς. Ο ίδιος ο Κορδάτος γράφει στη συνέχεια: «Το έργο που έδωσε στα χρόνια της κατοχής και στη μεταπελευθερωτική περίοδο τον τοποθετεί στις κορυφές του νεοελληνικού Παρνασσού». Και προσθέτει: «Κανένας άλλος, ως τα τώρα, Νεοέλληνας ποιητής δεν μπορεί ν’αναμετρηθεί στο στοιχείο του λυρικού λόγου με τον Σικελιανό». Ο δε R. Lidell θεωρεί το σχετικά μακρύ ποίημα «Μήτηρ Θεού»(1917) ως «το πιο μουσικό ποίημα που γράφτηκε σ΄ ελληνική γλώσσα μετά το θάνατο του Σολωμού».
Δυστυχώς, οι αιώνιες έριδες που διακρίνουν την ελληνική φυλή, δεν επέτρεψαν , σε συνδυασμό και με άλλους παράγοντες, στον Σικελιανό, τον Καζαντζάκη ή τον Καβάφη να λάβουν ένα βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας, κάτι που έχει γίνει με πολύ υποδεέστερους από αυτούς ή κακότεχνους μιμητές τους…
Πηγές:
ΛΕΞΙΚΟ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΑΤΑΚΗ, 2008
ΛΙΝΟΣ ΠΟΛΙΤΗΣ, «ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ» 23η ανατύπωση, ΜΟΡΦΩΤΙΚΟ ΙΔΡΥΜΑ ΕΘΝΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΗΣ, 2017
ΓΙΑΝΗ ΚΟΡΔΑΤΟΥ, «ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ», ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ, ΑΘΗΝΑ 1983
ΚΩΣΤΑΣ ΑΡΚΟΥΔΕΑΣ, «ΤΟ ΧΑΜΕΝΟ ΝΟΜΠΕΛ», ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ, 2015
Ειδήσεις σήμερα:
Ο Μαντς Μίκελσεν προτιμάει να παίζει «χαμένους» παρά «χαριτωμένους» ρόλους
Οι γυναίκες που εντυπωσίασαν στην ορκωμοσία της νέας Βουλής
Ορκίστηκαν οι 300 της νέας Βουλής - Δείτε βίντεο και φωτογραφίες
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr