Ο Μάρκος Μπότσαρης και το «Ελληνοαλβανικό Λεξικό» που έγραψε
22.10.2023
16:21
Η παιδική και εφηβική ηλικία του Μάρκου Μπότσαρη - Ο Μπότσαρης Αρχιστράτηγος των Σουλιωτών - Η δράση του από την αρχή της Επανάστασης του 1821 ως τη μάχη του Πέτα (1822) – Ο ηρωικός θάνατός του
Ένας από τους σημαντικότερους ήρωες του 1821 ήταν ο Σουλιώτης Μάρκος Μπότσαρης ο οποίος πρόσφερε πολλά στον Αγώνα, αν και σκοτώθηκε πολεμώντας ηρωικά στη μάχη του Κεφαλόβρυσου Ευρυτανίας (9 Αυγούστου 1823). Μεγάλη προσφορά του Μάρκου Μπότσαρη ήταν και το «Ελληνοαλβανικό Λεξικό» που έγραψε σε ηλικία μόλις 19 ετών (1809). Δυστυχώς, πρόσφατα σε γνωστό τηλεπαιχνίδι γνώσεων ακούσαμε από έναν από τους "επαΐοντες" ότι ο Μάρκος Μπότσαρης έγραψε... «Γαλλοαρβανίτικο Λεξικό»!
Πρόκειται φυσικά για σοβαρό και απαράδεκτο λάθος. Με το «Ελληνοαλβανικό Λεξικό» του Μ. Μπότσαρη που επανεκδόθηκε από την Ακαδημία Αθηνών το 1980, θα ασχοληθούμε εκτενώς στο τέλος του άρθρου. Θα ξεκινήσουμε όμως με τη ζωή του Σουλιώτη ήρωα και την έντονη πολεμική δράση του πριν την Επανάσταση του 1821 και κατά τη διάρκειά της.
Μάρκος Μπότσαρης: από το Σούλι στην Κέρκυρα
Ο Μάρκος Μπότσαρης ήταν ένας από τους σημαντικότερους και αγνότερους ήρωες του 1821. Γεννήθηκε στο Σούλι το 1790. Ήταν γιος του Κίτσου Μπότσαρη και της Χρυσούλας Παπαζώτου Γιώτη. Οι ρίζες της οικογένειάς του βρίσκονταν στην Παραμυθιά της Θεσπρωτίας. Για τα παιδικά του χρόνια οι πληροφορίες είναι ασαφείς και συγκεχυμένες.
Κατά μία εκδοχή έμαθε τα πρώτα γράμματα από τον θρυλικό καλόγερο Σαμουήλ, γνωστό από την ανατίναξη της μπαρουταποθήκης στο Κούγκι το 1803 και, σύμφωνα με τον Ματθαίο Παρανίκα, σπούδασε στη Σχολή Μονοδενδρίου στα Ζαγοροχώρια.
Σύμφωνα με άλλες πηγές, το 1799 ακολούθησε τον πατέρα του Κίτσο στο Βουργαρέλι των Τζουμέρκων, όπου έμεινε περίπου για τέσσερα χρόνια. Ενδιάμεσα, πήγαινε στα Γιάννενα στον Αλή πασά. Μετά την παράδοση του Σουλίου το 1803 και τις διώξεις των Σουλιωτών που ακολούθησαν, ο νεαρός Μάρκος πολιορκήθηκε από τα στρατεύματα του Αλή πασά στη Μονή Σέλτσου τον Απρίλιο του 1804. Κατόρθωσε όμως να φύγει μαζί με τον πατέρα του και με λίγους Σουλιώτες για την Πάργα. Όμως οι κάτοικοι της Πάργας, μετά από εντολή του Αλή δεν τους δέχτηκαν και έτσι μαζί με τον πατέρα του πήγαν στη, γαλλοκρατούμενη τότε, Κέρκυρα.
Πρόκειται φυσικά για σοβαρό και απαράδεκτο λάθος. Με το «Ελληνοαλβανικό Λεξικό» του Μ. Μπότσαρη που επανεκδόθηκε από την Ακαδημία Αθηνών το 1980, θα ασχοληθούμε εκτενώς στο τέλος του άρθρου. Θα ξεκινήσουμε όμως με τη ζωή του Σουλιώτη ήρωα και την έντονη πολεμική δράση του πριν την Επανάσταση του 1821 και κατά τη διάρκειά της.
Μάρκος Μπότσαρης: από το Σούλι στην Κέρκυρα
Ο Μάρκος Μπότσαρης ήταν ένας από τους σημαντικότερους και αγνότερους ήρωες του 1821. Γεννήθηκε στο Σούλι το 1790. Ήταν γιος του Κίτσου Μπότσαρη και της Χρυσούλας Παπαζώτου Γιώτη. Οι ρίζες της οικογένειάς του βρίσκονταν στην Παραμυθιά της Θεσπρωτίας. Για τα παιδικά του χρόνια οι πληροφορίες είναι ασαφείς και συγκεχυμένες.
Κατά μία εκδοχή έμαθε τα πρώτα γράμματα από τον θρυλικό καλόγερο Σαμουήλ, γνωστό από την ανατίναξη της μπαρουταποθήκης στο Κούγκι το 1803 και, σύμφωνα με τον Ματθαίο Παρανίκα, σπούδασε στη Σχολή Μονοδενδρίου στα Ζαγοροχώρια.
Σύμφωνα με άλλες πηγές, το 1799 ακολούθησε τον πατέρα του Κίτσο στο Βουργαρέλι των Τζουμέρκων, όπου έμεινε περίπου για τέσσερα χρόνια. Ενδιάμεσα, πήγαινε στα Γιάννενα στον Αλή πασά. Μετά την παράδοση του Σουλίου το 1803 και τις διώξεις των Σουλιωτών που ακολούθησαν, ο νεαρός Μάρκος πολιορκήθηκε από τα στρατεύματα του Αλή πασά στη Μονή Σέλτσου τον Απρίλιο του 1804. Κατόρθωσε όμως να φύγει μαζί με τον πατέρα του και με λίγους Σουλιώτες για την Πάργα. Όμως οι κάτοικοι της Πάργας, μετά από εντολή του Αλή δεν τους δέχτηκαν και έτσι μαζί με τον πατέρα του πήγαν στη, γαλλοκρατούμενη τότε, Κέρκυρα.
Εκεί, υπηρέτησε στο Σύνταγμα «Ηπειρωτών και Πελοποννησίων» που ιδρύθηκε από τη γαλλική διοίκηση, φτάνοντας μέχρι τον βαθμό του Εκατόνταρχου. Είναι πιθανό, στο νησί των Φαιάκων ο Μάρκος Μπότσαρης να βελτίωσε τις γραμματικές του γνώσεις και να έλαβε μαθήματα ιταλικής γλώσσας.
Στο μεταξύ χώρισε από την πρώτη σύζυγό του λόγω απιστίας και το 1810 παντρεύτηκε για δεύτερη φορά, με τη Χρυσούλα, κόρη του αρματολού της Πρέβεζας Χρηστάκη Καλογήρου. Του άρεσε η μουσική και παρά το γεγονός ότι δεν είχε εξειδικευμένες γνώσεις έγραψε ένα λεξικό της «Ρομαϊκής και Αρβανητηκοίς Απλής», πιθανότατα μετά από παραίνεση του Γάλλου διπλωμάτη και συγγραφέα Φ. Πουκεβίλ. Ο Μπότσαρης χάρισε στον Πουκεβίλ το Λεξικό και αυτός με τη σειρά του, το πρόσφερε στη Βιβλιοθήκη του Παρισιού το 1819. Αυτή ήταν και η μόνη "γαλλική συμμετοχή" στο Λεξικό του Μάρκου Μπότσαρη... Το 1813 ο Μάρκος επέστρεψε στην Ήπειρο και μετά τη δολοφονία του πατέρα του, τον Ιανουάριο του 1814 εγκαταστάθηκε στον πύργο του Κουρτ Πασά, στον Κακόλακκο Πωγωνίου. Ο πύργος παραχωρήθηκε στον Μπότσαρη από τον Αλή πασά, ο οποίος το 1815 τον διόρισε αρχηγό σε ολόκληρη την περιφέρεια.
Όταν ο Αλή πολιορκήθηκε από τα σουλτανικά στρατεύματα αναγκάστηκε να ζητήσει τη βοήθεια των Σουλιωτών υποσχόμενος ότι θα τους αφήσει να γυρίσουν στην πατρίδα τους. Τις σχετικές διαπραγματεύσεις ανέλαβε ο Μάρκος Μπότσαρης, που εκλέχθηκε Αρχιστράτηγος από τους συμπατριώτες του. Ο Μπότσαρης κατάφερε να εξασφαλίσει όχι μόνο την παραχώρηση και των 60 χωριών του Σουλίου και του οχυρού της Κιάφας, αλλά και χρηματοδότηση (200.000 γρόσια) από τον Αλή πασά. Οι Σουλιώτες πολέμησαν, όπως πάντα άλλωστε, γενναία και με επιτυχία, όχι μόνο στο Σούλι, αλλά και σε άλλες περιοχές της Ηπείρου.
Η δράση του Μάρκου Μπότσαρη κατά την Επανάσταση του 1821
Ο Μπότσαρης συμμετείχε στην Επανάσταση του 1821 από τις αρχές της. Στις 3/7/1821 νίκησε τους Τούρκους στο Κομπότι και λίγο αργότερα, μαζί με τον Λάμπρο Ζάρμπα και 350 άνδρες εξουδετέρωσε κοντά στα Δερβίζανα σώμα 1.500 Τούρκων, ενώ τον Νοέμβριο του 1821 πήρε μέρος στην πολιορκία της Άρτας. Στο μεταξύ, οι Τούρκοι αιχμαλώτισαν την οικογένειά του που είχε παραμείνει στον Κακόλακκο. Τον Μάρτιο του 1822 πήγε στην Πελοπόννησο μαζί με άλλους Σουλιώτες οπλαρχηγούς, για να ζητήσει βοήθεια από την προσωρινή κυβέρνηση. Τότε πέτυχε να απελευθερωθεί η οικογένειά του ως μια μορφή ανταλλαγής, με τα χαρέμια του Χουρσίτ πασά που είχαν αιχμαλωτιστεί κατά την άλωση της Τριπολιτσάς τον Σεπτέμβριο του 1821. Ο ίδιος παρέμεινε στην Πελοπόννησο, αλλά έστειλε την οικογένειά του στην Ανκόνα της Ιταλίας. Κατά τη διαμονή του στον Μοριά ο Μάρκος Μπότσαρης γνωρίστηκε με τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο, ο οποίος τον επηρέασε. Με τη βοήθεια του Φαναριώτη, πολιτικού κατέλαβε διάφορα αξιώματα, προκαλώντας όμως την αντίδραση άλλων οπλαρχηγών.
Το καλοκαίρι του 1822 πήρε μέρος στην εκστρατεία που οργάνωσε ο Μαυροκορδάτος στην Ακαρνανία και την Ήπειρο με σκοπό να βοηθήσει τους Σουλιώτες. Στα τέλη Ιουνίου 1822 μαζί με τους Γάτσο, Καρατάσο, Ίσκο, Βλαχόπουλο και 1.200 περίπου πολεμιστές κατευθύνθηκαν από το Κομπότι προς το Σούλι. Κοντά στην Πλάκα όμως, στις 29 Ιουνίου βρέθηκαν αντιμέτωποι με υπέρτερη τουρκική δύναμη υπό τον ικανότατο Κιουταχή και διαλύθηκαν. Παρ' όλα αυτά ο Μπότσαρης με 32 συντρόφους του έφτασε στο Πέτα και πήρε μέρος στην καταστροφική μάχη της 4ης Ιουλίου 1822. Μαζί με τον Γεώργιο Βαρνακιώτη και Αλέξιο Βλαχόπουλο ήταν από τους τελευταίους που αποχώρησαν από το πεδίο της μάχης. Μετά την ήττα στο Πέτα το Σούλι καταλήφθηκε από τους Τούρκους και οι υπερασπιστές του κατέφυγαν στη νότια Ελλάδα. Φεύγοντας από το Πέτα, ο Μ. Μπότσαρης πήγε στο Μεσολόγγι. Προσέφερε σημαντικότατες υπηρεσίες κατά την πρώτη πολιορκία της πόλης παρατείνοντας της διαπραγματεύσεις με τον Ομέρ Βρυώνη και τον Άγο Βαστιάρη (Οκτώβριος 1822) μέχρι να φτάσουν οι ενισχύσεις από τον Πελοπόννησο. Στις 12 Οκτωβρίου 1822 η κυβέρνηση τον ονόμασε Στρατηγό.
Η ενέργεια αυτή όμως προκάλεσε αντιδράσεις άλλων οπλαρχηγών και έτσι η κυβέρνηση προχώρησε σε αθρόες προαγωγές Σουλιωτών και Ρουμελιωτών οπλαρχηγών στον ίδιο βαθμό. Ο Μάρκος Μπότσαρης πικράθηκε, για να μη βλάψει όμως την Επανάσταση δεν αντέδρασε. Σε σύσκεψη όμως των Σουλιωτών οπλαρχηγών, αφού έφερε το διάταγμα στα χείλη του ως ένδειξη σεβασμού το έσκισε λέγοντας: «Όποιος είναι άξιος παίρνει το δίπλωμα μεθαύριο μπροστά στον εχθρό».
Η κάθοδος του πασά της Σκόδρας στο Καρπενήσι
Στη διάρκεια του 1823 ο Μπότσαρης ασχολήθηκε αρχικά με επιχειρήσεις παρενόχλησης των εχθρών. Σύντομα όμως η Επανάσταση αντιμετώπισε νέο κίνδυνο με την κάθοδο στην Ελλάδα του Μουσταφά Ρεσίτ Πασά Μπουσάτλι, γνωστότερου ως Μουσταή πασά, της Σκόδρας με 10.000 Τουρκαλβανούς. Στις 14 Ιουλίου ο Μπότσαρης συμφιλιώθηκε με τους Τζαβελλαίους και ξεκίνησε με 1.250 άνδρες για το Καρπενήσι όπου βρισκόταν ο Μουσταή. Λίγο νωρίτερα είχε φτάσει στην Κεφαλονιά ο λόρδος Βύρων, ο οποίος έστειλε στο Μεσολόγγι άνθρωπό του για να συναντήσει τον Μπότσαρη και να του επιδώσει συστατική επιστολή του Μητροπολίτη Ιγνάτιου. Ο Σουλιώτης οπλαρχηγός χάρηκε πολύ γιατί ο Βύρων, η άφιξη του οποίου στην Ελλάδα είχε αναγγελθεί ως πολύ μεγάλο γεγονός, ήθελε να συναντήσει πρώτο αυτόν απ’ όλους τους Έλληνες οπλαρχηγούς. Σε επιστολή του προς τον φίλο του Ανδρέα Μεταξά που βρισκόταν στην Κεφαλονιά, ο Μάρκος Μπότσαρης έγραψε την 1η Αυγούστου 1823, μεταξύ άλλων: «Με ευχαρίστησαν όσα μου λέγατε περί των διαθέσεων του λόρδου Μπάιρον απέναντι της χώρας μας. Η συμβουλή που εδώσατε εις τον μιλόρδον να επιστήσει την προσοχή του επί της Δυτικής Ελλάδος μου επροξένησε την ζωηροτέραν ευχαρίστησιν και είμαι ευγνώμων δια τας συνεχείς σας προσπαθείας δια τον τόπο μας. Δοκιμάζω αληθινήν χαράν δια την προτίμησίν που επέδειξε προς τους γενναίους μου συμπατριώτας, τους Σουλιώτας, δια της τιμής να τους εκλέξει δια να αποτελέσουν την φρουράν του…». Παράλληλα ενημερώνει τον Μεταξά για τις ενέργειές του: «Ο πασάς της Σκόδρας επροχώρησεν από τον Ασπροπόταμον (Αχελώο) και τα Άγραφα προς το Καρπενήσι. Βαδίζομεν προς συνάντησίν του. Είμεθα κύριοι των σημαντικοτέρων σημείων και ελπίζω ότι ο εχθρός θα αποκρουσθεί».
Οι ελληνικές δυνάμεις σκόπευαν να εμποδίσουν την κάθοδο των Τουρκαλβανών προς την Αιτωλοακαρνανία. Ο Μπότσαρης και οι άλλοι οπλαρχηγοί που έφυγαν από το Μεσολόγγι ενώθηκαν με τα σώματα του Σαδήμα και του Γιολδάση και έφτασαν στον Σοβολάκο. Εκεί βρήκαν τον Καραϊσκάκη που ήταν άρρωστος και πήγαινε στον Προυσό για θεραπεία, ο οποίος τους έδωσε, σύμφωνα με τον Κουτσονίκα, απαισιόδοξες πληροφορίες για το πλήθος των εχθρών και τη μαχητική τους αξία, αλλά ο Μπότσαρης και οι άλλοι αποφάσισαν να μείνουν εκεί και να χτυπήσουν τον Μουσταή. Στις 4 Αυγούστου 1823 έφτασε στην περιοχή του Καρπενησίου ισχυρή προφυλακή των εχθρικών δυνάμεων υπό τον Τσελελεντίν μπέη και ακολούθησε ο κύριος όγκος τους. Οι Έλληνες οπλαρχηγοί κατάλαβαν ότι δεν θα μπορούσαν να επιτεθούν εκ του συστάδην. Ο Μάρκος Μπότσαρης όμως δεν εγκατέλειψε την ιδέα της επίθεσης και αποφάσισε να εφαρμόσει ένα παράτολμο σχέδιο. Σύμφωνα με αυτό, θα «χτυπούσαν» τους επικεφαλής των εχθρικών δυνάμεων. Αν αυτοί δολοφονούνταν ή αιχμαλωτίζονταν, οι υπόλοιποι θα έμεναν αδρανείς. Επρόκειτο για ένα φιλόδοξο αλλά ριψοκίνδυνο σχέδιο. Ο Μ. Μπότσαρης κατέλαβε με 800 άνδρες το Μικρό Χωριό. Στο Μεγάλο Χωριό έστειλε τους Τζαβελλαίους, τον Λάμπρο Βέικο και τον Γ. Κίτσο. Η εμπροσθοφυλακή του εχθρού κατείχε τα Πλατάνια, το δε κύριο σώμα τα Λιβαδάκια του Καρπενησίου και το Κεφαλόβρυσο.
Για να μάθει περισσότερα στοιχεία για τους εχθρούς, ο Μ. Μπότσαρης έστειλε στο αντίπαλο στρατόπεδο τους Τούσια Μπότσαρη, Αθανάσιο Κουτσονίκα και Ιωάννη Μπαϊρακτάρη, οι οποίοι τη νύχτα της 7ης Αυγούστου 1823 εκμεταλλευόμενοι το σκοτάδι, την ενδυμασία τους και τη γνώση της αλβανικής γλώσσας κατάφεραν να μάθουν πολύτιμες πληροφορίες που τις μετέφεραν στον Μ. Μπότσαρη. Αυτός αποφάσισε να επιτεθούν την επόμενη μέρα. Έστειλε τον Ζυγούρη Τζαβέλλα με 450 άνδρες για να επιτεθούν στα εχθρικά στρατεύματα στα Πλατάνια και ο ίδιος με τους υπόλοιπους θα χτυπούσαν τον Μουσταή στα Λιβαδάκια. Πριν την επίθεση, έστειλε με τον γραμματέα του Βασίλη Γούδα επιστολή στον Μεταξά με την οποία τον ενημέρωνε για την επιχείρηση που σχεδίαζε και του ζητούσε να στείλει χρήματα στην οικογένειά του στην Ανκόνα. Παράλληλα έγραψε και στον λόρδο Βύρωνα: «…Απόψε σκοπεύω κάτι να επιχειρήσω εναντίον ενός σώματος Αλβανών από έξι μέχρι επτά χιλιάδας, στρατοπεδευμένου σιμά εις αυτό το μέρος. Μεθαύριον θ’ αναχωρήσω μαζί με μερικούς εκλεκτούς άνδρας μου δια να έλθω προς απάντησιν της εξοχότητάς σας…». Τη νύχτα της 8ης Αυγούστου 1823 λίγο πριν οι Έλληνες ξεκινήσουν την επίθεση συνέλαβαν ένα χωρικό που ερχόταν από το εχθρικό στρατόπεδο. Αυτός τους ενημέρωσε ότι άλλοι 8.000 άνδρες είχαν φθάσει στα Πλατάνια. Ο Μ. Μπότσαρης μετά από αυτό έδωσε συνολικά 800 άνδρες στον Τζαβέλλα και αυτός κράτησε 450.
Ο ηρωικός θάνατος του Μάρκου Μπότσαρη
Τη νύχτα της 9ης Αυγούστου πλέον, οι Σουλιώτες επιτέθηκαν στο εχθρικό στρατόπεδο και άρχισαν να εξοντώνουν με τα σπαθιά τους τους αντιπάλους, οι οποίοι δεν μπορούσαν να καταλάβουν τι συμβαίνει, αφού οι επιδρομείς μιλούσαν μεταξύ τους, μετά από εντολή του Μάρκου Μπότσαρη, μόνο αλβανικά. Κάποιοι μάλιστα, βέβαιοι ότι δεν πρόκειται για επίθεση είπαν: «Χατάς (λάθος). Δεν είναι γκιαούρηδες. Γυρίστε πίσω». Τότε ο Μάρκος Μπότσαρης που βρισκόταν κοντά στις σκηνές των πασάδων είπε: «Δεν είναι χατάς. Είναι ο Μάρκος Μπότσαρης και θα σας σφάξει όλους». Παράλληλα έδωσε εντολή στον σαλπιγκτή να σαλπίσει επίθεση. Πανικόβλητοι οι Αλβανοί φώναζαν: «Έρδε Μάρκο Μπότσαρη». Στις τάξεις των Αλβανών επικράτησε πανικός. Κάποιοι σκοτώθηκαν από άλλους Αλβανούς μέσα στη σύγχυση που προκάλεσε η χρήση της αλβανικής γλώσσας απ’ τους Σουλιώτες και άλλοι άφηναν τα όπλα τους ως λάφυρα και το έβαζαν στα πόδια. Πολλοί πιάστηκαν στον ύπνο, κυριολεκτικά, και σφάχτηκαν. Όταν συνήλθαν, κάποιοι Αλβανοί πυροβολούσαν προς τους Σουλιώτες, ο σαλπιγκτής των οποίων σκοτώθηκε. Και ο Μάρκος Μπότσαρης όμως δέχτηκε μια σφαίρα στη βουβωνική χώρα. Συνέχισε όμως να μάχεται, χωρίς να πει σε κανέναν τίποτα. Μάλιστα, μπήκε σε μια σκηνή και συνέλαβε τον παλιό του γνώριμο Άγιο Βασιάρη και έναν ακόμα ανώτερο αξιωματικό. Δεν του έφταναν όμως αυτά, ήθελε να συλλάβει και τον Μουσταή. Ο πασάς όμως ήταν τυχερός. Ενώ οι Σουλιώτες μάχονταν με τους Αλβανούς, ο Τσελελεντίν μπέης με 3.000 άνδρες έφτασε στην σκηνή του και τον απομάκρυνε. Οι Τουρκαλβανοί του Τσελελεντίν οχυρώθηκαν πίσω από μία μάντρα και άρχισαν να πυροβολούν αδιακρίτως εναντίον Σουλιωτών και Αλβανών! Ο Μάρκος Μπότσαρης με τον αδελφό του Κώστα, τον ξάδελφό του Τούσια και 200 Σουλιώτες όρμησαν προς τη μάντρα. Ο Μάρκος θέλοντας να δει πόσοι βρίσκονται πίσω της, αναπήδησε μέχρι την άκρη της και σήκωσε πάνω από αυτή το κεφάλι του: «Ένας αράπης ο σωματοφύλαξ του Αλβανού αρχηγού, τον είδε και τον επυροβόλησεν αμέσως με την πιστόλαν του. Η σφαίρα ευρήκε τον Μπότσαρην εις τον δεξιόν οφθαλμόν και ο ήρως έπεσε καταγής. Εβαρέθηκα (χτυπήθηκα), αδελφοί, είπεν» (Διονύσιος Κόκκινος).
Αμέσως οι συμπολεμιστές του τον σκέπασαν με χλαίνη και τον κάλυψαν για να μην τον δουν οι Σουλιώτες. Για αντίποινα έσφαξαν τον αξιωματικό που είχαν αιχμαλωτίσει και άρχισαν να υποχωρούν. Ο Τσελελεντίν αντιλήφθηκε την κίνηση αυτή και κινήθηκε εναντίον των Ελλήνων. Μετά από μερικές συμπλοκές, ο αξιωματικός του Μ. Μπότσαρη Ιωάννης Τσαούσης, άνοιξε πέρασμα συντρίβοντας μια ομάδα Αλβανών ιππέων. Στη διαδρομή, ο Μάρκος Μπότσαρης πέθανε. Ο πόνος και η οργή που προκλήθηκε στους Σουλιώτες, ήταν τέτοιος που έσφαξαν αμέσως τον Άγο Βασιάρη, που ο Μάρκος Μπότσαρης ήθελε να κρατήσει ζωντανό. Αρχηγός των Σουλιωτών εκλέχθηκε ο αδελφός του Μάρκου, Κώστας Μπότσαρης. Η πομπή ήταν συγκλονιστική. Ο Μάρκος Μπότσαρης τοποθετήθηκε σαν να ίππευε, με δεμένο το κεφάλι το οποίο ήταν στηριγμένο σε φούρκα, πίσω από τη σέλα. Μετά από μια σύντομη στάση στη Μονή Προυσού, η πομπή κατέληξε στο Μεσολόγγι. Εκεί την επόμενη μέρα, 10 Αυγούστου 1823 μέσα σε κλίμα οδύνης τάφηκε ο Μάρκος Μπότσαρης.
Απολογισμός της μάχης του Κεφαλόβρυσου
Δυστυχώς η απώλεια του Μάρκου Μπότσαρη ήταν τεράστια. Ένας από τους γενναιότερους και πιο αγνούς ήρωες του 1821 έχασε τη ζωή του σ’ αυτή. Κατά τα άλλα, οι Αλβανοί είχαν 1.500 νεκρούς και πολλούς τραυματίες. Οι Σουλιώτες είχαν 60 νεκρούς και 42 τραυματίες. Από το πεδίο της μάχης αποκόμισαν πλούσια λάφυρα: 4 σημαίες, 1.600 ντουφέκια, 1.800 πιστόλια, 300 σπαθιά, 1.200 άλογα και πολλά μουλάρια.
Το Ελληνοαλβανικό Λεξικό του Μάρκου Μπότσαρη
Όπως αναφέραμε και στην αρχή του κειμένου, ο Μάρκος Μπότσαρης έγραψε ένα Ελληνοαλβανικό Λεξικό, που κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το 1809, ενώ το 1980 κυκλοφόρησε εξαιρετική έκδοσή του από την Ακαδημία Αθηνών, σε επιμέλεια του Τίτου Γιοχάλα.
Με έκπληξη πριν λίγες μέρες ακούσαμε από έναν από τους κριτές και επαΐοντες, όπως θεωρούνται, γνωστού τηλεπαιχνιδιού να λέει ότι έγραψε «Γαλλοαρβανίτικο Λεξικό» και μάλιστα ότι αυτό το ξέρουν λίγοι. Βέβαια λίγοι το ξέρουν, αφού δεν υπάρχει. Πώς να έγραφε «Γαλλοαρβανίτικο Λεξικό» ο Μ. Μπότσαρης, αφού δεν γνώριζε γαλλικά; Στη σύνταξη του Λεξικού τον βοήθησαν ο πατέρας του Κίτσος Μπότσαρης, ο θείος του Νότης Μπότσαρης και ο πεθερός του Χρηστάκης Καλογήρου.
Θα ασχοληθούμε σήμερα μόνο με ένα τμήμα του Λεξικού, συγκεκριμένα με τα «δάνεια» της αλβανικής γλώσσας από την ελληνική. Ο Τίτος Γιοχάλας, γράφει:
«Εντύπωσιν προξενεί ο μεγάλος αριθμός ελληνικών λέξεων, αι οποίαι εμφανίζονται ως γλωσσικά δάνεια εις το αλβανικόν τμήμα του Λεξικού. Εκ των ελληνικών τοιούτων λέξεων άλλα μεν δύνανται να θεωρηθούν ως αρχαιότερα δάνεια εις την Αλβανικήν προ της καθόδου των Αλβανών προς Νότου και εγκαταστάσεως αυτών εις την Ελλάδα (ήτοι προ του ΙΔ’ μ.Χ. αι.), άλλαι δε είναι νεώτεραι και μάλιστα ορισμέναι εξ αυτών διαλεκτικαί». Θυμίζουμε ότι οι αλβανικές λέξεις που χρησιμοποιούνται σήμερα στην ελληνική γλώσσα, όπως έχουμε γράψει σε σχετικό άρθρο, είναι το πολύ 15… Από τις εκατοντάδες ελληνικές λέξεις της αλβανικής γλώσσας που υπάρχουν στο Λεξικό του Μάρκου Μπότσαρη παραθέτουμε μερικές:
adhiqi<αδικία, aghathò<αγαθό(ς), àlfa<άλφα, amarti<αμαρτία, àmvon<άμβων(ας), àngjëll<άγγελος, aspidhe<ασπίδα, dhàskall<δάσκαλος, dhèmon<δαίμων, dhìpllò<διπλό, dhrak<δράκος, eksusi<εξουσία, eliqi<ηλικία, faji<φαΐ, filjaqì<φυλακή, folè<φωλιά, fos<φως, fotì<φωτιά, idholl<είδωλο, ipakoi<υπακοή, kapnò<καπνός, jatrò<γιατρός, lèfter<ελεύθερος, miros<μύρο, naft<ναύτης, laf<ελάφι, perìstèr<περιστέρι, ritor<ρήτορας, sofò<σοφός , stoli<στολή, therjò<θεριό, θηρίο, zoghràph<ζωγράφος, zoi<ζωή, taks<τάξη κ.ά.
Στο μεταξύ χώρισε από την πρώτη σύζυγό του λόγω απιστίας και το 1810 παντρεύτηκε για δεύτερη φορά, με τη Χρυσούλα, κόρη του αρματολού της Πρέβεζας Χρηστάκη Καλογήρου. Του άρεσε η μουσική και παρά το γεγονός ότι δεν είχε εξειδικευμένες γνώσεις έγραψε ένα λεξικό της «Ρομαϊκής και Αρβανητηκοίς Απλής», πιθανότατα μετά από παραίνεση του Γάλλου διπλωμάτη και συγγραφέα Φ. Πουκεβίλ. Ο Μπότσαρης χάρισε στον Πουκεβίλ το Λεξικό και αυτός με τη σειρά του, το πρόσφερε στη Βιβλιοθήκη του Παρισιού το 1819. Αυτή ήταν και η μόνη "γαλλική συμμετοχή" στο Λεξικό του Μάρκου Μπότσαρη... Το 1813 ο Μάρκος επέστρεψε στην Ήπειρο και μετά τη δολοφονία του πατέρα του, τον Ιανουάριο του 1814 εγκαταστάθηκε στον πύργο του Κουρτ Πασά, στον Κακόλακκο Πωγωνίου. Ο πύργος παραχωρήθηκε στον Μπότσαρη από τον Αλή πασά, ο οποίος το 1815 τον διόρισε αρχηγό σε ολόκληρη την περιφέρεια.
Όταν ο Αλή πολιορκήθηκε από τα σουλτανικά στρατεύματα αναγκάστηκε να ζητήσει τη βοήθεια των Σουλιωτών υποσχόμενος ότι θα τους αφήσει να γυρίσουν στην πατρίδα τους. Τις σχετικές διαπραγματεύσεις ανέλαβε ο Μάρκος Μπότσαρης, που εκλέχθηκε Αρχιστράτηγος από τους συμπατριώτες του. Ο Μπότσαρης κατάφερε να εξασφαλίσει όχι μόνο την παραχώρηση και των 60 χωριών του Σουλίου και του οχυρού της Κιάφας, αλλά και χρηματοδότηση (200.000 γρόσια) από τον Αλή πασά. Οι Σουλιώτες πολέμησαν, όπως πάντα άλλωστε, γενναία και με επιτυχία, όχι μόνο στο Σούλι, αλλά και σε άλλες περιοχές της Ηπείρου.
Η δράση του Μάρκου Μπότσαρη κατά την Επανάσταση του 1821
Ο Μπότσαρης συμμετείχε στην Επανάσταση του 1821 από τις αρχές της. Στις 3/7/1821 νίκησε τους Τούρκους στο Κομπότι και λίγο αργότερα, μαζί με τον Λάμπρο Ζάρμπα και 350 άνδρες εξουδετέρωσε κοντά στα Δερβίζανα σώμα 1.500 Τούρκων, ενώ τον Νοέμβριο του 1821 πήρε μέρος στην πολιορκία της Άρτας. Στο μεταξύ, οι Τούρκοι αιχμαλώτισαν την οικογένειά του που είχε παραμείνει στον Κακόλακκο. Τον Μάρτιο του 1822 πήγε στην Πελοπόννησο μαζί με άλλους Σουλιώτες οπλαρχηγούς, για να ζητήσει βοήθεια από την προσωρινή κυβέρνηση. Τότε πέτυχε να απελευθερωθεί η οικογένειά του ως μια μορφή ανταλλαγής, με τα χαρέμια του Χουρσίτ πασά που είχαν αιχμαλωτιστεί κατά την άλωση της Τριπολιτσάς τον Σεπτέμβριο του 1821. Ο ίδιος παρέμεινε στην Πελοπόννησο, αλλά έστειλε την οικογένειά του στην Ανκόνα της Ιταλίας. Κατά τη διαμονή του στον Μοριά ο Μάρκος Μπότσαρης γνωρίστηκε με τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο, ο οποίος τον επηρέασε. Με τη βοήθεια του Φαναριώτη, πολιτικού κατέλαβε διάφορα αξιώματα, προκαλώντας όμως την αντίδραση άλλων οπλαρχηγών.
Το καλοκαίρι του 1822 πήρε μέρος στην εκστρατεία που οργάνωσε ο Μαυροκορδάτος στην Ακαρνανία και την Ήπειρο με σκοπό να βοηθήσει τους Σουλιώτες. Στα τέλη Ιουνίου 1822 μαζί με τους Γάτσο, Καρατάσο, Ίσκο, Βλαχόπουλο και 1.200 περίπου πολεμιστές κατευθύνθηκαν από το Κομπότι προς το Σούλι. Κοντά στην Πλάκα όμως, στις 29 Ιουνίου βρέθηκαν αντιμέτωποι με υπέρτερη τουρκική δύναμη υπό τον ικανότατο Κιουταχή και διαλύθηκαν. Παρ' όλα αυτά ο Μπότσαρης με 32 συντρόφους του έφτασε στο Πέτα και πήρε μέρος στην καταστροφική μάχη της 4ης Ιουλίου 1822. Μαζί με τον Γεώργιο Βαρνακιώτη και Αλέξιο Βλαχόπουλο ήταν από τους τελευταίους που αποχώρησαν από το πεδίο της μάχης. Μετά την ήττα στο Πέτα το Σούλι καταλήφθηκε από τους Τούρκους και οι υπερασπιστές του κατέφυγαν στη νότια Ελλάδα. Φεύγοντας από το Πέτα, ο Μ. Μπότσαρης πήγε στο Μεσολόγγι. Προσέφερε σημαντικότατες υπηρεσίες κατά την πρώτη πολιορκία της πόλης παρατείνοντας της διαπραγματεύσεις με τον Ομέρ Βρυώνη και τον Άγο Βαστιάρη (Οκτώβριος 1822) μέχρι να φτάσουν οι ενισχύσεις από τον Πελοπόννησο. Στις 12 Οκτωβρίου 1822 η κυβέρνηση τον ονόμασε Στρατηγό.
Η ενέργεια αυτή όμως προκάλεσε αντιδράσεις άλλων οπλαρχηγών και έτσι η κυβέρνηση προχώρησε σε αθρόες προαγωγές Σουλιωτών και Ρουμελιωτών οπλαρχηγών στον ίδιο βαθμό. Ο Μάρκος Μπότσαρης πικράθηκε, για να μη βλάψει όμως την Επανάσταση δεν αντέδρασε. Σε σύσκεψη όμως των Σουλιωτών οπλαρχηγών, αφού έφερε το διάταγμα στα χείλη του ως ένδειξη σεβασμού το έσκισε λέγοντας: «Όποιος είναι άξιος παίρνει το δίπλωμα μεθαύριο μπροστά στον εχθρό».
Η κάθοδος του πασά της Σκόδρας στο Καρπενήσι
Στη διάρκεια του 1823 ο Μπότσαρης ασχολήθηκε αρχικά με επιχειρήσεις παρενόχλησης των εχθρών. Σύντομα όμως η Επανάσταση αντιμετώπισε νέο κίνδυνο με την κάθοδο στην Ελλάδα του Μουσταφά Ρεσίτ Πασά Μπουσάτλι, γνωστότερου ως Μουσταή πασά, της Σκόδρας με 10.000 Τουρκαλβανούς. Στις 14 Ιουλίου ο Μπότσαρης συμφιλιώθηκε με τους Τζαβελλαίους και ξεκίνησε με 1.250 άνδρες για το Καρπενήσι όπου βρισκόταν ο Μουσταή. Λίγο νωρίτερα είχε φτάσει στην Κεφαλονιά ο λόρδος Βύρων, ο οποίος έστειλε στο Μεσολόγγι άνθρωπό του για να συναντήσει τον Μπότσαρη και να του επιδώσει συστατική επιστολή του Μητροπολίτη Ιγνάτιου. Ο Σουλιώτης οπλαρχηγός χάρηκε πολύ γιατί ο Βύρων, η άφιξη του οποίου στην Ελλάδα είχε αναγγελθεί ως πολύ μεγάλο γεγονός, ήθελε να συναντήσει πρώτο αυτόν απ’ όλους τους Έλληνες οπλαρχηγούς. Σε επιστολή του προς τον φίλο του Ανδρέα Μεταξά που βρισκόταν στην Κεφαλονιά, ο Μάρκος Μπότσαρης έγραψε την 1η Αυγούστου 1823, μεταξύ άλλων: «Με ευχαρίστησαν όσα μου λέγατε περί των διαθέσεων του λόρδου Μπάιρον απέναντι της χώρας μας. Η συμβουλή που εδώσατε εις τον μιλόρδον να επιστήσει την προσοχή του επί της Δυτικής Ελλάδος μου επροξένησε την ζωηροτέραν ευχαρίστησιν και είμαι ευγνώμων δια τας συνεχείς σας προσπαθείας δια τον τόπο μας. Δοκιμάζω αληθινήν χαράν δια την προτίμησίν που επέδειξε προς τους γενναίους μου συμπατριώτας, τους Σουλιώτας, δια της τιμής να τους εκλέξει δια να αποτελέσουν την φρουράν του…». Παράλληλα ενημερώνει τον Μεταξά για τις ενέργειές του: «Ο πασάς της Σκόδρας επροχώρησεν από τον Ασπροπόταμον (Αχελώο) και τα Άγραφα προς το Καρπενήσι. Βαδίζομεν προς συνάντησίν του. Είμεθα κύριοι των σημαντικοτέρων σημείων και ελπίζω ότι ο εχθρός θα αποκρουσθεί».
Οι ελληνικές δυνάμεις σκόπευαν να εμποδίσουν την κάθοδο των Τουρκαλβανών προς την Αιτωλοακαρνανία. Ο Μπότσαρης και οι άλλοι οπλαρχηγοί που έφυγαν από το Μεσολόγγι ενώθηκαν με τα σώματα του Σαδήμα και του Γιολδάση και έφτασαν στον Σοβολάκο. Εκεί βρήκαν τον Καραϊσκάκη που ήταν άρρωστος και πήγαινε στον Προυσό για θεραπεία, ο οποίος τους έδωσε, σύμφωνα με τον Κουτσονίκα, απαισιόδοξες πληροφορίες για το πλήθος των εχθρών και τη μαχητική τους αξία, αλλά ο Μπότσαρης και οι άλλοι αποφάσισαν να μείνουν εκεί και να χτυπήσουν τον Μουσταή. Στις 4 Αυγούστου 1823 έφτασε στην περιοχή του Καρπενησίου ισχυρή προφυλακή των εχθρικών δυνάμεων υπό τον Τσελελεντίν μπέη και ακολούθησε ο κύριος όγκος τους. Οι Έλληνες οπλαρχηγοί κατάλαβαν ότι δεν θα μπορούσαν να επιτεθούν εκ του συστάδην. Ο Μάρκος Μπότσαρης όμως δεν εγκατέλειψε την ιδέα της επίθεσης και αποφάσισε να εφαρμόσει ένα παράτολμο σχέδιο. Σύμφωνα με αυτό, θα «χτυπούσαν» τους επικεφαλής των εχθρικών δυνάμεων. Αν αυτοί δολοφονούνταν ή αιχμαλωτίζονταν, οι υπόλοιποι θα έμεναν αδρανείς. Επρόκειτο για ένα φιλόδοξο αλλά ριψοκίνδυνο σχέδιο. Ο Μ. Μπότσαρης κατέλαβε με 800 άνδρες το Μικρό Χωριό. Στο Μεγάλο Χωριό έστειλε τους Τζαβελλαίους, τον Λάμπρο Βέικο και τον Γ. Κίτσο. Η εμπροσθοφυλακή του εχθρού κατείχε τα Πλατάνια, το δε κύριο σώμα τα Λιβαδάκια του Καρπενησίου και το Κεφαλόβρυσο.
Για να μάθει περισσότερα στοιχεία για τους εχθρούς, ο Μ. Μπότσαρης έστειλε στο αντίπαλο στρατόπεδο τους Τούσια Μπότσαρη, Αθανάσιο Κουτσονίκα και Ιωάννη Μπαϊρακτάρη, οι οποίοι τη νύχτα της 7ης Αυγούστου 1823 εκμεταλλευόμενοι το σκοτάδι, την ενδυμασία τους και τη γνώση της αλβανικής γλώσσας κατάφεραν να μάθουν πολύτιμες πληροφορίες που τις μετέφεραν στον Μ. Μπότσαρη. Αυτός αποφάσισε να επιτεθούν την επόμενη μέρα. Έστειλε τον Ζυγούρη Τζαβέλλα με 450 άνδρες για να επιτεθούν στα εχθρικά στρατεύματα στα Πλατάνια και ο ίδιος με τους υπόλοιπους θα χτυπούσαν τον Μουσταή στα Λιβαδάκια. Πριν την επίθεση, έστειλε με τον γραμματέα του Βασίλη Γούδα επιστολή στον Μεταξά με την οποία τον ενημέρωνε για την επιχείρηση που σχεδίαζε και του ζητούσε να στείλει χρήματα στην οικογένειά του στην Ανκόνα. Παράλληλα έγραψε και στον λόρδο Βύρωνα: «…Απόψε σκοπεύω κάτι να επιχειρήσω εναντίον ενός σώματος Αλβανών από έξι μέχρι επτά χιλιάδας, στρατοπεδευμένου σιμά εις αυτό το μέρος. Μεθαύριον θ’ αναχωρήσω μαζί με μερικούς εκλεκτούς άνδρας μου δια να έλθω προς απάντησιν της εξοχότητάς σας…». Τη νύχτα της 8ης Αυγούστου 1823 λίγο πριν οι Έλληνες ξεκινήσουν την επίθεση συνέλαβαν ένα χωρικό που ερχόταν από το εχθρικό στρατόπεδο. Αυτός τους ενημέρωσε ότι άλλοι 8.000 άνδρες είχαν φθάσει στα Πλατάνια. Ο Μ. Μπότσαρης μετά από αυτό έδωσε συνολικά 800 άνδρες στον Τζαβέλλα και αυτός κράτησε 450.
Ο ηρωικός θάνατος του Μάρκου Μπότσαρη
Τη νύχτα της 9ης Αυγούστου πλέον, οι Σουλιώτες επιτέθηκαν στο εχθρικό στρατόπεδο και άρχισαν να εξοντώνουν με τα σπαθιά τους τους αντιπάλους, οι οποίοι δεν μπορούσαν να καταλάβουν τι συμβαίνει, αφού οι επιδρομείς μιλούσαν μεταξύ τους, μετά από εντολή του Μάρκου Μπότσαρη, μόνο αλβανικά. Κάποιοι μάλιστα, βέβαιοι ότι δεν πρόκειται για επίθεση είπαν: «Χατάς (λάθος). Δεν είναι γκιαούρηδες. Γυρίστε πίσω». Τότε ο Μάρκος Μπότσαρης που βρισκόταν κοντά στις σκηνές των πασάδων είπε: «Δεν είναι χατάς. Είναι ο Μάρκος Μπότσαρης και θα σας σφάξει όλους». Παράλληλα έδωσε εντολή στον σαλπιγκτή να σαλπίσει επίθεση. Πανικόβλητοι οι Αλβανοί φώναζαν: «Έρδε Μάρκο Μπότσαρη». Στις τάξεις των Αλβανών επικράτησε πανικός. Κάποιοι σκοτώθηκαν από άλλους Αλβανούς μέσα στη σύγχυση που προκάλεσε η χρήση της αλβανικής γλώσσας απ’ τους Σουλιώτες και άλλοι άφηναν τα όπλα τους ως λάφυρα και το έβαζαν στα πόδια. Πολλοί πιάστηκαν στον ύπνο, κυριολεκτικά, και σφάχτηκαν. Όταν συνήλθαν, κάποιοι Αλβανοί πυροβολούσαν προς τους Σουλιώτες, ο σαλπιγκτής των οποίων σκοτώθηκε. Και ο Μάρκος Μπότσαρης όμως δέχτηκε μια σφαίρα στη βουβωνική χώρα. Συνέχισε όμως να μάχεται, χωρίς να πει σε κανέναν τίποτα. Μάλιστα, μπήκε σε μια σκηνή και συνέλαβε τον παλιό του γνώριμο Άγιο Βασιάρη και έναν ακόμα ανώτερο αξιωματικό. Δεν του έφταναν όμως αυτά, ήθελε να συλλάβει και τον Μουσταή. Ο πασάς όμως ήταν τυχερός. Ενώ οι Σουλιώτες μάχονταν με τους Αλβανούς, ο Τσελελεντίν μπέης με 3.000 άνδρες έφτασε στην σκηνή του και τον απομάκρυνε. Οι Τουρκαλβανοί του Τσελελεντίν οχυρώθηκαν πίσω από μία μάντρα και άρχισαν να πυροβολούν αδιακρίτως εναντίον Σουλιωτών και Αλβανών! Ο Μάρκος Μπότσαρης με τον αδελφό του Κώστα, τον ξάδελφό του Τούσια και 200 Σουλιώτες όρμησαν προς τη μάντρα. Ο Μάρκος θέλοντας να δει πόσοι βρίσκονται πίσω της, αναπήδησε μέχρι την άκρη της και σήκωσε πάνω από αυτή το κεφάλι του: «Ένας αράπης ο σωματοφύλαξ του Αλβανού αρχηγού, τον είδε και τον επυροβόλησεν αμέσως με την πιστόλαν του. Η σφαίρα ευρήκε τον Μπότσαρην εις τον δεξιόν οφθαλμόν και ο ήρως έπεσε καταγής. Εβαρέθηκα (χτυπήθηκα), αδελφοί, είπεν» (Διονύσιος Κόκκινος).
Αμέσως οι συμπολεμιστές του τον σκέπασαν με χλαίνη και τον κάλυψαν για να μην τον δουν οι Σουλιώτες. Για αντίποινα έσφαξαν τον αξιωματικό που είχαν αιχμαλωτίσει και άρχισαν να υποχωρούν. Ο Τσελελεντίν αντιλήφθηκε την κίνηση αυτή και κινήθηκε εναντίον των Ελλήνων. Μετά από μερικές συμπλοκές, ο αξιωματικός του Μ. Μπότσαρη Ιωάννης Τσαούσης, άνοιξε πέρασμα συντρίβοντας μια ομάδα Αλβανών ιππέων. Στη διαδρομή, ο Μάρκος Μπότσαρης πέθανε. Ο πόνος και η οργή που προκλήθηκε στους Σουλιώτες, ήταν τέτοιος που έσφαξαν αμέσως τον Άγο Βασιάρη, που ο Μάρκος Μπότσαρης ήθελε να κρατήσει ζωντανό. Αρχηγός των Σουλιωτών εκλέχθηκε ο αδελφός του Μάρκου, Κώστας Μπότσαρης. Η πομπή ήταν συγκλονιστική. Ο Μάρκος Μπότσαρης τοποθετήθηκε σαν να ίππευε, με δεμένο το κεφάλι το οποίο ήταν στηριγμένο σε φούρκα, πίσω από τη σέλα. Μετά από μια σύντομη στάση στη Μονή Προυσού, η πομπή κατέληξε στο Μεσολόγγι. Εκεί την επόμενη μέρα, 10 Αυγούστου 1823 μέσα σε κλίμα οδύνης τάφηκε ο Μάρκος Μπότσαρης.
Απολογισμός της μάχης του Κεφαλόβρυσου
Δυστυχώς η απώλεια του Μάρκου Μπότσαρη ήταν τεράστια. Ένας από τους γενναιότερους και πιο αγνούς ήρωες του 1821 έχασε τη ζωή του σ’ αυτή. Κατά τα άλλα, οι Αλβανοί είχαν 1.500 νεκρούς και πολλούς τραυματίες. Οι Σουλιώτες είχαν 60 νεκρούς και 42 τραυματίες. Από το πεδίο της μάχης αποκόμισαν πλούσια λάφυρα: 4 σημαίες, 1.600 ντουφέκια, 1.800 πιστόλια, 300 σπαθιά, 1.200 άλογα και πολλά μουλάρια.
Το Ελληνοαλβανικό Λεξικό του Μάρκου Μπότσαρη
Όπως αναφέραμε και στην αρχή του κειμένου, ο Μάρκος Μπότσαρης έγραψε ένα Ελληνοαλβανικό Λεξικό, που κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το 1809, ενώ το 1980 κυκλοφόρησε εξαιρετική έκδοσή του από την Ακαδημία Αθηνών, σε επιμέλεια του Τίτου Γιοχάλα.
Με έκπληξη πριν λίγες μέρες ακούσαμε από έναν από τους κριτές και επαΐοντες, όπως θεωρούνται, γνωστού τηλεπαιχνιδιού να λέει ότι έγραψε «Γαλλοαρβανίτικο Λεξικό» και μάλιστα ότι αυτό το ξέρουν λίγοι. Βέβαια λίγοι το ξέρουν, αφού δεν υπάρχει. Πώς να έγραφε «Γαλλοαρβανίτικο Λεξικό» ο Μ. Μπότσαρης, αφού δεν γνώριζε γαλλικά; Στη σύνταξη του Λεξικού τον βοήθησαν ο πατέρας του Κίτσος Μπότσαρης, ο θείος του Νότης Μπότσαρης και ο πεθερός του Χρηστάκης Καλογήρου.
Θα ασχοληθούμε σήμερα μόνο με ένα τμήμα του Λεξικού, συγκεκριμένα με τα «δάνεια» της αλβανικής γλώσσας από την ελληνική. Ο Τίτος Γιοχάλας, γράφει:
«Εντύπωσιν προξενεί ο μεγάλος αριθμός ελληνικών λέξεων, αι οποίαι εμφανίζονται ως γλωσσικά δάνεια εις το αλβανικόν τμήμα του Λεξικού. Εκ των ελληνικών τοιούτων λέξεων άλλα μεν δύνανται να θεωρηθούν ως αρχαιότερα δάνεια εις την Αλβανικήν προ της καθόδου των Αλβανών προς Νότου και εγκαταστάσεως αυτών εις την Ελλάδα (ήτοι προ του ΙΔ’ μ.Χ. αι.), άλλαι δε είναι νεώτεραι και μάλιστα ορισμέναι εξ αυτών διαλεκτικαί». Θυμίζουμε ότι οι αλβανικές λέξεις που χρησιμοποιούνται σήμερα στην ελληνική γλώσσα, όπως έχουμε γράψει σε σχετικό άρθρο, είναι το πολύ 15… Από τις εκατοντάδες ελληνικές λέξεις της αλβανικής γλώσσας που υπάρχουν στο Λεξικό του Μάρκου Μπότσαρη παραθέτουμε μερικές:
adhiqi<αδικία, aghathò<αγαθό(ς), àlfa<άλφα, amarti<αμαρτία, àmvon<άμβων(ας), àngjëll<άγγελος, aspidhe<ασπίδα, dhàskall<δάσκαλος, dhèmon<δαίμων, dhìpllò<διπλό, dhrak<δράκος, eksusi<εξουσία, eliqi<ηλικία, faji<φαΐ, filjaqì<φυλακή, folè<φωλιά, fos<φως, fotì<φωτιά, idholl<είδωλο, ipakoi<υπακοή, kapnò<καπνός, jatrò<γιατρός, lèfter<ελεύθερος, miros<μύρο, naft<ναύτης, laf<ελάφι, perìstèr<περιστέρι, ritor<ρήτορας, sofò<σοφός , stoli<στολή, therjò<θεριό, θηρίο, zoghràph<ζωγράφος, zoi<ζωή, taks<τάξη κ.ά.
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr