Αλκμήνη Ψιλοπούλου: Το Πολυτεχνείο ήταν ένα κύτταρο ελευθερίας όπου λειτούργησε η ενότητα στην πράξη
Το Πολυτεχνείο, όπως λέει η τότε φοιτήτρια της Φιλοσοφικής και δημοσιογράφος σήμερα, λειτούργησε σαν ένα κέντρο που ενεργοποίησε μαζικά τον λαό στον αγώνα κατά της χούντας
Tις μνήμες της από τον Νοέμβρη του 73 και την αιματοβαμμένη εξέγερση του Πολυτεχνείου καταθέτει μέσα από τη διήγηση της στο protothema.gr, η τότε φοιτήτρια της Φιλοσοφικής και δημοσιογράφος σήμερα Αλκμήνη Ψιλοπούλου. Όπως λέει χαρακτηριστικά, κατά το τριήμερο της εξέγερσης, το Πολυτεχνείο είχε γίνει ένα «κύτταρο ελευθερίας και αυτοοργάνωσης», ενώ λειτούργησε «η ενότητα στην πράξη».
Ακόμη φέρνει στο νου της, τις εκρηκτικές, έντονες και πολύωρες συνελεύσεις και σημειώνει πως οι αποφάσεις λαμβάνονταν είτε δια βοής είτε δια ανάτασης της χειρός. Σύμφωνα με την κυρία Ψιλοπούλου, η χούντα κατέβασε τα τανκς στους δρόμους επειδή η κατάληψη είχε ξεπεράσει το φοιτητικό χώρο και είχε πάρει τη μορφή λαϊκής εξέγερσης. Το Πολυτεχνείο, όπως λέει, λειτούργησε σαν ένα κέντρο που ενεργοποίησε μαζικά τον λαό στον αγώνα κατά της χούντας.
Είναι έντονες στη μνήμη της οι στιγμές μετά την εισβολή του τανκ αλλά και όσα ακολούθησαν κατά τη διάρκεια της παραμονής της στην ασφάλεια. Ήταν, όπως λέει, ένα εφιαλτικό βράδυ. Τα κελιά ήταν ασφυκτικά γεμάτα. Από την ταράτσα ακούγονταν φωνές και βρισιές ενώ έξω από το δρόμο ακούγονταν οι ερπύστριες των τανκς που πηγαινοέρχονταν.
Απαντώντας σε όσους υποστηρίζουν ότι δεν υπήρξαν νεκροί στο Πολυτεχνείο σχολιάζει πως όσοι λένε κάτι τέτοιο το λένε σκόπιμα, αφού ο κόσμος κυκλοφορούσε μέσα κι έξω από το Πολυτεχνείο. Και έξω, Πολυτεχνείο ήταν, τονίζει. Όπως αναφέρει γύρω από το Πολυτενχείο στις ταράτσες υπήρχαν ελεύθεροι σκοπευτές, οι οποίοι έριχναν στο ψαχνό, και φέρνει ως παράδειγμα τον τραυματισμό του φοιτητή Γιώργου Οικονόμου, ο οποίος παραλίγο να χάσει τη ζωή του καθώς πυροβολήθηκε πισώπλατα και η σφαίρα σφηνώθηκε κάτω από την αορτή του.
Τέλος θέλοντας να στείλει το δικό της μήνυμα με αφορμή τη συμπλήρωση πενήντα χρόνων από την εξέγερση, αναφέρει πως «το Πολυτεχνείο διέδωσε και εμπέδωσε ένα ολόκληρο αξιακό σύστημα, δηλαδή ένα πολιτισμικό στοιχείο που το πρώτο και κυρίαρχο ήταν η δίψα για ελευθερία, για δημοκρατία και πανανθρώπινες αξίες όπως η ενότητα, η αλληλεγγύη, η συντροφικότητα που υπήρχε μέσα στο Πολυτεχνείο. Θυσιαζόμασταν ο ένας για τον άλλον. Το Πολυτεχνείο τώρα πια είναι ιστορία, όσο και αν το αμφισβητούν. Είναι καταγεγραμμένο ως μία εξέγερση κατά της χούντας και υπέρ της ελευθερίας».
Από τις ΦΕΑ στη Νομική
Η Αλκμήνη Ψιλοπούλου τονίζει πως το Πολυτεχνείο δεν ήταν κεραυνός εν αιθρία, αλλά το αποτέλεσμα της εξέλιξης και της μαζικοποίησης του φοιτητικού κινήματος. Όπως αναφέρει, «η δραστηριοποίηση μου στο φοιτητικό κίνημα ξεκίνησε όταν ήμουν στο δεύτερο έτος της Φιλοσοφικής. Εκείνη την περίοδο -φθινόπωρο του 1972 - ξεκίνησε η διαδικασία της οργάνωσης της φοιτητικής αντίστασης με τις φοιτητικές επιτροπές αγώνα (ΦΕΑ).
Στις ΦΕΑ γινόταν μία πολύ σημαντική δουλειά γιατί δεν συζητούσαμε μόνο για την πολιτική κατάσταση που επικρατούσε με τη χούντα. Υπήρχαν και συζητήσεις για το θέμα του περιεχομένου των σπουδών μας. Δηλαδή τι παιδεία και τι πανεπιστήμια θέλαμε. Αυτά ήταν πολύ σημαντικά πράγματα. Από εκεί και πέρα το πράγμα διευρύνθηκε, άρχισαν να γίνονται συγκεντρώσεις στα σκαλάκια των σχολών καθώς δεν μπαίναμε μέσα στα μαθήματα επειδή οι περισσότεροι καθηγητές ήταν χουντικοί. Στη συνέχεια ακολούθησαν οι στρατεύσεις των φοιτητών με τον νόμο 1347 και οδηγηθήκαμε στην πρώτη και τη δεύτερη κατάληψη της Νομικής, τον Φλεβάρη και τον Μάρτη του 1973.
Η πρώτη κατάληψη ήταν επιτυχής επειδή υπήρξε μία συνεννόηση με την αστυνομία και αποχωρήσαμε χωρίς προβλήματα. Ωστόσο στη δεύτερη κατάληψη η αστυνομία μας έβγαλε σηκωτούς. Ακολούθησαν οι μαζικές συλλήψεις της 8ης Μαΐου - νύχτα του Αγίου Βαρθολομαίου για το φοιτητικό κίνημα - και στη συνέχεια κορυφώθηκε η διαδικασία με το Πολυτεχνείο.
Βέβαια μέχρι να φτάσουμε εκεί γίνονταν συνεχώς συγκεντρώσεις, εσωτερικές ζυμώσεις, είχαν ενεργοποιηθεί οι τοπικοί σύλλογοι οι οποίοι σε καθεστώς ημινομιμότητας έκαναν σημαντική δουλειά και κινήσεις όπως η ΕΚΙΝ. Αυτό ήταν και το κουμπί για την επιτυχία του κινήματος καθώς συνέβαλε στη μαζικοποίηση του. Αξιοποιούσαμε όλα τα θεσμικά παραθυράκια που ήταν κενά επί χούντας» αναφέρει αρχικά η Αλκμήνη Ψιλοπούλου.
Μέρες Πολυτεχνείου
Στη συνέχεια η τότε φοιτήτρια της Φιλοσοφικής αναφέρεται στο τριήμερο της κατάληψης που μετετράπη σε εξέγερση η οποία κατεστάλη από τη χούντα. «Θυμάμαι πολλά από το τριήμερο της εξέγερσης αλλά είναι παράξενο το ότι, για παράδειγμα, δεν θυμάμαι σε αυτό το τριήμερο, εάν κοιμόμουν. Υπάρχει ένα κενό. Είναι εντυπωσιακό πως μπορεί να λειτουργήσει ένας άνθρωπος σε συνθήκες ακραίας έντασης. Μπορεί να έχουν περάσει 50 χρόνια από τότε αλλά όσα έζησα είναι σαν να τα βίωσα χθες. Αυτό που ήταν πολύ σημαντικό και έντονο ήταν η αυτοοργάνωση του Πολυτεχνείου.
Το Μετσόβειο είχε γίνει ένα κύτταρο ελευθερίας και αυτοοργάνωσης. Δηλαδή η δημιουργία του μαγειρείου, του ιατρείου, του ραδιοφωνικού σταθμού, ο μηχανισμός που τυπώναμε προκηρύξεις, η περιφρούρηση, ήταν πάρα πολύ σημαντικά πράγματα. Βέβαια υπήρχαν και οι οργανώσεις με τις αντιθέσεις τους, αλλά μέσα από αυτή τη διαδικασία υπήρχε ενότητα στην πράξη» σημειώνει.
Συνελεύσεις
Μιλώντας για το κλίμα που επικρατούσε στις συνελεύσεις επισημαίνει πως «μετά τη δεύτερη μέρα της κατάληψης συμμετείχαν σε αυτές πολλοί εργάτες και οικοδόμοι. Να επισημάνω σε αυτό το σημείο ότι τότε υπήρχαν πάρα πολλοί οικοδόμοι συγκριτικά με σήμερα. Γίνονταν εκρηκτικές, έντονες και πολύωρες συζητήσεις για δευτερεύοντα θέματα που ήταν σημαντικά για κάποιους λόγους που είχαν σχέση με την ελευθερία. Ένα θέμα που θυμάμαι ότι συζητιόταν ήταν το πως θα ονοματιζόμασταν. Δηλαδή εάν θα λεγόμασταν μεταξύ μας σύντροφοι, ή φίλοι, ή συναγωνιστές. Επίσης γίνονταν συζητήσεις σχετικά με τη μορφή του αγώνα μας. Δηλαδή εάν ο αγώνας μας ήταν αντιιμπεριαλιστικός, αντιαμερικανικός, ή εάν ήταν απλά αντιχουντικός. Το ενδιαφέρον ήταν πολύ μεγάλο και οι αποφάσεις που παίρναμε ήταν είτε δια βοής, είτε με την ανάταση του χεριού.
Ακόμη συζητούσαμε για τα συνθήματα που θα φωνάζαμε. Θυμάμαι ότι ή την πρώτη μέρα υπήρχε μία διχογνωμία κατά κάποιο τρόπο για το εάν θα έπρεπε να περιοριστεί το κίνημα στο φοιτητικό σκέλος ή εάν θα έπρεπε να επεκταθεί και στο πολιτικό. Εν τέλει κυριάρχησε το δεύτερο. Άλλωστε μέσω του ραδιοφωνικού σταθμού καλούσαμε τους πολιτικούς να πάρουν θέση, ιδιαίτερα την τελευταία μέρα, γιατί είχε αρχίσει να διαφαίνεται ότι δεν θα μας άφηναν επ’ άπειρον μέσα στο Πολυτεχνείο. Τότε ξεκίνησαν και κάποιες διαπραγματεύσεις για να λήξει ομαλά η κατάληψη. Αυτές οι προσπάθειες δεν ευοδώθηκαν και τελικά έγινε η εισβολή του τανκ.
Να πω εδώ ότι οι πολιτικοί δεν αρνήθηκαν να παρέμβουν αλλά η χούντα δεν ήθελε την παρέμβασή τους γιατί έτσι αμφισβητούνταν η ύπαρξη της. Μετά από τόσα χρόνια, πιστεύω ότι εάν δεν είχε μπει το τανκ στο Πολυτεχνείο δεν θα είχαν γίνει αυτά τα γεγονότα. Το φοιτητικό κίνημα είχε πάρει πια τη μορφή της εξέγερσης. Αυτό που προκάλεσε τη χούντα και κατέβασε τα τανκς δεν ήταν μόνο ότι κλειστήκαμε στο Πολυτεχνείο αλλά και ότι άρχισε γύρω γύρω και μαζευόταν πολύς κόσμος. Αυτό τους φόβισε καθώς το πράγμα άρχισε να διευρύνεται και να περιλαμβάνει και τον απλό κόσμο.
Δηλαδή στην Πατησίων βρίσκονταν αγρότες που είχαν έρθει από την επαρχία, εργάτες, εργαζόμενοι αλλά και μαθητές. Στο κίνημα μπήκαν και οι φοιτητές των άλλων σχολών της χώρας, όπως του Πανεπιστημίου της Πάτρας, της Θεσσαλονίκης, της Κρήτης. Το Πολυτεχνείο ήταν ένα κέντρο που ενεργοποιούσε πλέον μαζικά τον λαό. Μέχρι να γίνει το Πολυτεχνείο το φοιτητικό κίνημα ήταν περιορισμένο. Ο απλός κόσμος μέχρι τότε ήταν παθητικός και αμέτοχος, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι ήταν υπέρ της χούντας. Προφανώς λειτουργούσε και ο φόβος. Ωστόσο το Πολυτεχνείο πήγαινε να μετατραπεί σε λαϊκή εξέγερση και γι αυτό η χούντα κατέβασε τα τανκς».
Η εισβολή του τανκ και η σύλληψη
Στη συνέχεια θυμάται τις τελευταίες στιγμές πριν την εισβολή του άρματος μάχης στο Πολυτεχνείο, όσα ακολούθησαν μετά αλλά και την παραμονή της στα κρατητήρια της ασφάλειας.
«Εκείνο το βράδυ, νομίζω και το προηγούμενο μας είχαν κόψει το ρεύμα. Ήταν ένα προανάκρουσμα για το τι θα επακολουθούσε. Η τελευταία σκηνή του δράματος με βρήκε να είμαι μπροστά - μπροστά μαζί με έναν φίλο μου, βλέπαμε το τανκ να στέκεται. Λέγαμε αστεία και δεν πιστεύαμε με τίποτα ότι θα μπει μέσα. Εν τέλει διαψευστήκαμε και το τανκ γκρέμισε την πύλη. Αμέσως μετά αρχίσαμε να τρέχουμε προς πάσα κατεύθυνση και αναζητούσαμε χώρο για να κρυφτούμε. Μιλάμε για κάτι πολύ τρομακτικό. Μπήκαμε - δεν ξέρω πώς - σε μία αίθουσα της Σχολής Καλών Τεχνών.
Δέκα άτομα κρυφτήκαμε πίσω από ένα άγαλμα - Κούρου εάν δεν κάνω λάθος - και βλέπαμε απ’ έξω την μπούκα του τανκ να γυρνάει πέρα δώθε, ενώ ακούγαμε και το κροτάλισμα από τις ερπύστριες. Εκεί είπαμε, τώρα ήρθε το τέλος μας και αρχίσαμε να τραγουδάμε “στη στεριά δεν ζει το ψάρι, ούτ’ ανθός στην αμμουδιά και οι Έλληνες δεν ζουν χωρίς την ελευτεριά”. Ήταν στιγμές ανάλογες με τον χορό του Ζαλόγγου. Κάποια στιγμή μας βρήκαν και μας έβγαλαν και περνούσαμε ανάμεσα στους παραταγμένους φαντάρους εφ’ ενός ζυγού και με τα χέρια ψηλά. Ομολογώ ότι οι φαντάροι μας πρόσεξαν και μας έλεγαν “παιδιά φύγετε και προσέξτε στον δρόμο”. Να πω εδώ ότι ένα από τα συνθήματα που φωνάζαμε ήταν “αδέρφια μας φαντάροι” και προφανώς αυτό τους ευαισθητοποίησε. Μας φέρθηκαν σαν να ήμασταν αδέρφια τους. Το συναίσθημά τους ήταν ότι κατά βάθος “είμαστε μαζί σας”» λέει η κυρία Ψιλοπούλου.
«Βγήκαμε από την διαλυμένη πύλη στην Πατησίων και εγώ κάποια στιγμή έπεσα κάτω. Εκεί με βούτηξαν και με πήγαν στην ασφάλεια της Μεσογείων. Από εκεί και πέρα η κατάσταση ήταν εφιαλτική. Εκείνο το βράδυ στην ασφάλεια επικρατούσε χαμός. Στα κελιά ήμασταν ανά 10 άτομα, με ανοιγμένα κεφάλια, πολλοί ήταν σε κακό χάλι, από την ταράτσα μας έβριζαν με ανήκουστες εκφράσεις, μας έλεγαν θα σας ρίξουμε κάτω, ενώ από τον δρόμο ακούγονταν οι ερπύστριες των τανκς που πηγαινοέρχονταν. Ήταν ένα εφιαλτικό βράδυ.
Την επόμενη το Σάββατο μας άφησαν αλλά την Κυριακή ορισμένους από μας που είμασταν στοχοποιημένοι μας έπιασαν πάλι. Εμένα με άφησαν μετά τις 12 το βράδυ και κατευθύνθηκα με τα πόδια στο σπίτι μου που βρισκόταν στην διασταύρωση Κομνηνών και Αλεξάνδρας. Στον δρόμο ήταν παραταγμένοι στρατιώτες καθώς υπήρχε απαγόρευση κυκλοφορίας. Κάθε λίγο και λιγάκι με σταματούσαν και με ρωτούσαν που πηγαίνω. Τους απαντούσα “ήμουν στην ασφάλεια” και με άφησαν να πάω σπίτι μου”. Την επόμενη μέρα με συνέλαβαν από το σπίτι μου και έμεινα στο κρατητήριο για 4-5 μέρες», συμπλήρωσε.
Πολλοί δηλώνουν ότι εάν η κατάληψη συνεχιζόταν και μετά το Σάββατο 17 Νοεμβρίου τότε δεν αποκλείεται η χούντα να κατέρρεε. Σχολιάζοντας τη συγκεκριμένη άποψη η κυρία Ψιλοπούλου επισημαίνει ότι «αυτό δεν είναι θέμα μιας ημέρας. Δεν πατάς ξαφνικά ένα κουμπί και πέφτει η χούντα. Θα ξεκινούσε μία διαδικασία που το κίνημα θα γινόταν παλλαϊκό. Δεν νομίζω ότι σε μία ημέρα θα ενεργοποιούνταν 500.000 άνθρωποι. Για να πέσει η χούντα έπαιξε πάρα πολύ μεγάλο ρόλο η εξέγερση καθώς διεθνοποιήθηκε.
Τα ξένα μέσα ενημέρωσης το πρόβαλαν και είχε δημιουργηθεί ρήγμα στη χούντα. Υπήρχαν στο εξωτερικό οι αγωνιστές που κινούσαν τα νήματα της αντίστασης. Μην ξεχνάμε ότι μετά τον Παπαδόπουλο ήρθε η χούντα του Ιωαννίδη. Ήταν πιο σκληρή και στο τέλος κατέρρευσε λόγω του Κυπριακού. Δεν το λέω μόνο εγώ αλλά και πολλοί αναλυτές και ιστορικοί».
Το ζήτημα των νεκρών
Από την άλλη πλευρά απαντώντας σε όσους λένε ότι δεν υπήρξαν νεκροί στα γεγονότα του Πολυτεχνείου η κυρία Ψιλοπούλου τονίζει ότι «οι πιο πολλοί νεκροί και τραυματίες ήταν απ’ έξω από το Πολυτεχνείο. Αυτό όμως δεν σημαίνει τίποτα διότι υπήρχαν γύρω ελεύθεροι σκοπευτές. Ο Γιώργος Οικονόμου, χτυπήθηκε από πυρά ελεύθερου σκοπευτή. Πολλά από τα παιδιά που βρίσκονταν πάνω στην πύλη νομίζω τραυματίστηκαν. Είχα δει να μεταφέρουν μέσα στο Πολυτεχνείο πολλούς τραυματίες ενώ από τον ραδιοφωνικό σταθμό γίνονταν εκκλήσεις για αίμα.
Επίσης δεν είναι πιστοποιημένοι όλοι οι θάνατοι. Εκεί υπάρχει ένα κενό. Αυτό όμως που λένε πολλοί - ότι ήταν έξω και όχι μέσα - δεν έχει καμία σημασία. Σημασία έχει ότι υπήρχαν νεκροί. Δεν ήταν σε άλλη πόλη, ήταν μέσα και γύρω από το Πολυτεχνείο. Έτσι κι αλλιώς, όλος ο κόσμος μπαινόβγαινε. Δεν ήταν μία κλειστή πόρτα που διαχώριζε τους μέσα με τους έξω. Είναι παράλογο να λέγονται τέτοια πράγματα. Πώς δεν υπήρχαν νεκροί. Παντού στη γύρω περιοχή ήταν Πολυτεχνείο καθώς μιλάμε για μια εξέγερση που είχε ξεφύγει από το φοιτητικό κομμάτι και είχε πάει στο κομμάτι του λαού. Αυτό που λέγεται σκόπιμα είναι ανόητο. Είναι αστείο να λέγεται ότι δεν υπήρχαν νεκροί στο Πολυτεχνείο».
50 χρόνια Πολυτεχνείο
Τέλος ζητώντας της ένα καταληκτικό σχόλιο για τη συμπλήρωση των 50 χρόνων από τα γεγονότα του Νοέμβρη του ’73 λέει τα εξής: «Με την ευκαιρία συμπλήρωσης 50 χρόνων από την εξέγερση, θέλω να τονίσω ότι το Πολυτεχνείο είναι ακόμα ζωντανό γιατί έχει καταγραφεί στη συλλογική συνείδηση του λαού μας. Πιστεύω επίσης ότι το Πολυτεχνείο έχει ένα ακόμη στοιχείο που το κρατάει ζωντανό.
Διέδωσε και εμπέδωσε ένα ολόκληρο αξιακό σύστημα, δηλαδή ένα πολιτισμικό στοιχείο που το πρώτο και κυρίαρχο ήταν η δίψα για ελευθερία, για δημοκρατία και κάποιες αξίες όπως η ενότητα, η αλληλεγγύη, η συντροφικότητα που λειτουργούσε μέσα στο Πολυτεχνείο. Μπορεί να είχαμε μεταξύ μας αντιθέσεις αλλά θυσιαζόμασταν ο ένας για τον άλλον και στο τέλος επικρατούσε η ενότητα και ο κοινός μας σκοπός που ήταν να φύγει η χούντα. Κάποιες πανανθρώπινες αξίες που λειτουργούσαν στην πράξη μέσα στο Πολυτεχνείο είναι αυτές που το κράτησαν ζωντανό μέχρι σήμερα. Το Πολυτεχνείο τώρα πια είναι ιστορία, όσο και αν το αμφισβητούν. Είναι καταγεγραμμένο ως μία εξέγερση κατά της χούντας και υπέρ της ελευθερίας».
Πηγή φωτογραφιών: Αρχείο ΕΡΤ/Αριστοτέλης Σαρρηκώστας
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr