Νίκος Σιδέρης: Η εξέγερση του Πολυτεχνείου ήταν η τελευταία συλλογική εποποιία της ελληνικής ιστορίας

Νίκος Σιδέρης: Η εξέγερση του Πολυτεχνείου ήταν η τελευταία συλλογική εποποιία της ελληνικής ιστορίας

Σύμφωνα με το μέλος της Συντονιστικής Επιτροπής, όσα διαδραματίζονταν στις συνελεύσεις ήταν ένα μάθημα άμεσης δημοκρατίας καθώς «όλοι είχαν το δικαίωμα της ισηγορίας, υπήρχαν πολύ ισχυρά επιχειρήματα και αντεπιχειρήματα αλλά πάντα με σεβασμό στον άλλον και στη θέση του»

Νίκος Σιδέρης: Η εξέγερση του Πολυτεχνείου ήταν η τελευταία συλλογική εποποιία της ελληνικής ιστορίας

Πενήντα χρόνια συμπληρώνονται σήμερα από την αιματοβαμμένη εξέγερση του Πολυτεχνείου και το protothema.gr συνομίλησε με ένα από τα πρόσωπα που πρωταγωνίστησαν ενεργά στα γεγονότα του Νοέμβρη, τον τότε φοιτητή Ιατρικής και σήμερα ψυχίατρο, ψυχαναλυτή και συγγραφέα Νίκο Σιδέρη.

Ο Ν. Σιδέρης, που εκπροσωπούσε μαζί με την Ελένη Αναστασίου την σχολή της Ιατρικής στη Συντονιστική Επιτροπή του Πολυτεχνείου, ξεκινάει τη διήγηση του ενθυμούμενος πως ξεκίνησε η ενεργή συμμετοχή του στο φοιτητικό κίνημα. Όπως λέει μέσα από συνεννοήσεις αποτελούσε την πρώτη εφεδρεία σε περίπτωση που η χούντα θα πραγματοποιούσε το χτύπημα της στο φοιτητικό κίνημα. Όπερ και εγένετο στις 8 Μαΐου του 1973 με την επονομαζόμενη «νύχτα του Αγίου Βαρθολομαίου» του φοιτητικού κινήματος. Τότε ανέλαβε πρόεδρος των φοιτητικών συνελεύσεων ενώ όπως σημειώνει η θέση του δεν ήταν διαδικαστική αλλά πολιτική.

Ακόμη θυμάται πως στις 14 Νοέμβρη, ενώ βρισκόταν μαζί με άλλους συμφοιτητές του στη Νομική Σχολή, από κάπου ακούστηκε η φράση «σκοτώνουν τα αδέρφια μας στο Πολυτεχνείο». Αυτό το γεγονός ήταν η σπίθα που άναψε το φυτίλι για να ξεκινήσει η κατάληψη που εξελίχθηκε σε εξέγερση.

Έτσι λοιπόν περίπου 350 φοιτητές ξεκίνησαν πορεία από τη Σόλωνος - οι 350 προβοκάτορες που αναφέρεται το περίφημο, κατά άλλους περιβόητο φύλλο της «Πανσπουδαστικής Νο 8» -και έφτασαν στο Πολυτεχνείο, με τον ίδιο να βρίσκεται στην πρώτη γραμμή μαζί με την Δανάη Ζουμή και τον Δημήτρη Κουμάνταρο, ο οποίος έφυγε από τη ζωή πριν λίγα χρόνια.

Σχολιάζοντας μάλιστα το περιεχόμενο της «Πανσπουδαστικής» λέει πως «ήταν κάτι το αδίστακτο στην πολιτική καθώς η παράταξη που το κυκλοφόρησε (σ.σ Αντι-ΕΦΕΕ) είχε μία συγκεκριμένη πολιτική σκοπιμότητα επειδή είχε ηττηθεί πολιτικά στο Πολυτεχνείο, δηλαδή πέρασε η απόφαση των άλλων και όχι το δικό της. Έτσι λοιπόν αυτομάτως οι άλλοι ονομάστηκαν προβοκάτορες για να συγκρατήσει τις γραμμές της. Υποθέτω ότι αυτό ήταν μία απόπειρα πολιτικής αυτοσυντήρησης με πολιτικά αθέμιτο τρόπο».

Ο κ. Σιδέρης προσθέτει ότι τη στιγμή που έφτασαν μαζί με τους συμφοιτητές του στο Πολυτεχνείο υπήρχαν κάποιες συνελεύσεις οι οποίες ωστόσο έληγαν. Όμως όταν έφτασαν οι 350 δόθηκε μία νέα πνοή και έτσι ξεκίνησε η κατάληψη που οδήγησε στη βίαιη καταστολή της από τη χούντα. Σύμφωνα με τον ίδιο το κλίμα που επικρατούσε στις Συνελεύσεις στη διάρκεια της κατάληψης ήταν ένα «μάθημα άμεσης δημοκρατίας».

Αιτιολογώντας τη συγκεκριμένη φράση μου εξηγεί ότι «ήταν όπως η αρχαία αγορά. Όλοι είχαν το δικαίωμα της ισηγορίας και όλοι άκουγαν με πάρα πολύ προσοχή. Υπήρχαν πολύ ισχυρά επιχειρήματα και αντεπιχειρήματα αλλά πάντα με σεβασμό στον άλλον και στη θέση του».

Γυρίζοντας τον χρόνο πίσω στην Παρασκευή 16 Νοεμβρίου του ’73 θυμάται πως την ώρα που μαθεύτηκαν τα νέα για την κάθοδο των τανκς μέσα στο αίθριο της Αρχιτεκτονικής ένας φίλος του έπαιζε στο πιάνο το τραγούδι του Μίκη Θεοδωράκη «λεβέντης εροβόλαγε». «Εκείνη η στιγμή ήταν εκστατική καθώς επρόκειτο για κάτι αλλόκοτο. Έξω έπεφταν σφαίρες, γινόταν ο μαύρος χαμός και μέσα στο αίθριο ήμασταν όλοι σιωπηλοί μπροστά στη μαγεία της μουσικής» αναφέρει χαρακτηριστικά.

Ακόμη προσθέτει πως μετά την είσοδο του τανκ στο Πολυτεχνείο οι στρατιώτες φέρθηκαν με σεβασμό στους φοιτητές, σε αντίθεση με τους αστυνομικούς οι οποίοι τους ξυλοκοπούσαν ανηλεώς. Ο Ν. Σιδέρης συνελήφθη και οδηγήθηκε στην Ασφάλεια. Όπως μου λέει κανένας από τους φοιτητές δεν φοβήθηκε καθώς είχαν νικήσει ηθικά «σε τέτοιο βαθμό που δεν μας άγγιζε τίποτε απολύτως από τα μέσα που είχαν οι ασφαλίτες για να μας σπάσουν το ηθικό, να μας κάνουν να μιλήσουμε».

Μάλιστα δεν διστάζει να χαρακτηρίσει τη χούντα «γκροτέσκο πράγμα» ενώ προσθέτει πως «ήταν γελοιοδέστατη, γι αυτό υπήρχαν καλαμπούρια και ανέκδοτα. Πριν την σκοτώσει η πολιτική την σκότωσε η γελοιότητα. Οπότε αυτή η περιφρόνηση που είχαμε γι’ αυτούς ήταν ολοφάνερη».

Απαντώντας σε όσους λένε ότι δεν υπήρχαν νεκροί στο Πολυτεχνείο επισημαίνει ότι «όσοι υποστηρίζουν αυτή τη θέση είναι άξιοι της μοίρας τους», ενώ αναφερόμενος σε όσους διατυμπανίζουν ότι η γενιά του Πολυτεχνείου προκάλεσε πολλά δεινά στην Ελλάδα ξεκαθαρίζει πως «από αυτή τη γενιά βγήκαν πολλοί καλοί και ελάχιστοι κακοί. Είναι λίγο αφελής η προσέγγιση της ιστορίας».

Παράλληλα σχολιάζει πως «η γενιά του Πολυτεχνείου με την έννοια της πολιτικής παρέμβασης δεν χρωμάτισε όσα έγιναν στη Μεταπολίτευση. Άλλα πράγματα χρωμάτισαν την Μεταπολίτευση. Δύο πολύ απλά ονόματα: Κωνσταντίνος Καραμανλής και Ανδρέας Παπανδρέου».

Τέλος καταλήγει λέγοντας ότι «ένα από τα λίγα σημάδια υγείας που έχει αφήσει η ιστορία του τόπου μας στους ανθρώπους σήμερα είναι η συνεχής και επαναλαμβανόμενη αναφορά στο Πολυτεχνείο έστω με τον επετειακό του χαρακτήρα και με την ονοματοθεσία των δρόμων (οδός 17 Νοέμβρη, οδός Ηρώων Πολυτεχνείου)».

Από τις ΦΕΑ στο Πολυτεχνείο

«Στα χρόνια της δικτατορίας ήμουν φοιτητής στην Ιατρική. Προτού ξεκινήσει οποιαδήποτε κινητοποίηση, μέσα από τις παρέες και τις πολιτικές αναφορές της Αριστεράς αρχίσαμε να συζητάμε διάφορα πράγματα, όπως το πώς θα μπορούσε να γίνει κάτι και πώς να αντισταθούμε στη χούντα. Σιγά σιγά μέσα από τις διαδικασίες των εκλογών και των διαμαρτυριών άρχισε να συγκροτείται ένα φοιτητικό κίνημα που στην Ιατρική μπορώ να πω ότι ήταν αρκετά δυνατό όπως και φάνηκε στη συνέχεια. Βρέθηκα και στην Φοιτητική Επιτροπή Αγώνα (ΦΕΑ) που ήταν και η πιο οργανωμένη μορφή της αντίστασης ενάντια στη χούντα στις σχολές, στα πρώτα βήματα του φοιτητικού κινήματος.

Μέσα από μία σειρά συνεννοήσεων, ήμουν κάτι σαν  πρώτη εφεδρεία στην περίπτωση που η χούντα θα πραγματοποιούσε κάποιο χτύπημα, όπως και έγινε στις αρχές του 1973. Τότε με τον νόμο 1347 η χούντα στράτευσε εκατοντάδες φοιτητές που είχαν βρεθεί στην πρώτη γραμμή. Τότε εγώ ανέλαβα πρόεδρος των συνελεύσεων. Δεν ήταν μία διαδικαστική θέση. Ήταν πολιτική γιατί στην ουσία συγκροτούσε όσα λέγαμε και κατά κάποιο τρόπο συνόψιζε τις γνώμες, τις τάσεις, της συζήτησης και τη διάθεση για αγώνα.

Συμμετείχα ενεργά σε όλες τις εκδηλώσεις του φοιτητικού κινήματος, πάντα σε συνεργασία με τους συμφοιτητές μου και με άλλα πολιτικά υποκείμενα εκτός του χώρου της Ιατρικής. Η μεγάλη στιγμή για τη δική μου συμμετοχή στο φοιτητικό κίνημα ήταν στις παραμονές της κατάληψης του Πολυτεχνείου αλλά και το τριήμερο 14-17 Νοέμβρη. Δηλαδή ήμουν πάρα πολύ συντονισμένος με το γενικό πολεμόχαρο πνεύμα της στιγμής και συγκεκριμένα από τις αρχές του Νοέμβρη του 73, με τη διαδήλωση που έγινε για το μνημόσυνο του Γεωργίου Παπανδρέου και τις μετέπειτα διαδηλώσεις», αναφέρει ο Νίκος Σιδέρης.

Οι 350 προβοκάτορες

Στη συνέχεια ο τότε φοιτητής της Ιατρικής θυμάται τα γεγονότα που οδήγησαν στην κατάληψη που έμελλε να μετατραπεί σε αιματοβαμμένη εξέγερση. «Στις 14 Νοέμβρη, την ημέρα που ξεκίνησε η κατάληψη, βρισκόμουν από το πρωί στη Νομική Σχολή όπου γινόταν μία συνέλευση. Τα πολλά λόγια  είχαν αρχίσει να μας προκαλούν πλήξη και θέλαμε δράση. Αυτό το μαρτυρούν όλοι οι συνάδελφοι εκείνης της εποχής.

Κάποια στιγμή ακούστηκε - κανείς δεν ξέρει από ποιον - ότι “σκοτώνουν τα αδέρφια μας στο Πολυτεχνείο”. Ήταν η αφορμή που θέλαμε. Ξεκινήσαμε μια διαδήλωση για να συμπαρασταθούμε και να πολεμήσουμε στο χώρο του Πολυτεχνείου. Έτσι λοιπόν κατηφορήσαμε την οδό Σόλωνος με προορισμό την Πατησίων και το Πολυτεχνείο. Στις φωτογραφίες της εποχής φαίνομαι να βρίσκομαι στην πρώτη γραμμή της διαδήλωσης μαζί με την Δανάη Ζουμή και τον Δημήτρη Κουμάνταρο», τονίζει ο Ν. Σιδέρης.

Νίκος Σιδέρης: Η εξέγερση του Πολυτεχνείου ήταν η τελευταία συλλογική εποποιία της ελληνικής ιστορίας
Οι φοιτητές που ξεκίνησαν από τη Νομική με προορισμό το Πολυτεχνείο - 14/11/73

Σε αυτό το σημείο να σημειώσουμε ότι τον Ιανουάριο -  Φεβρουάριο του 1974 κυκλοφόρησε το περίφημο φύλλο της «Πανσπουδαστικής νο8» που χαρακτήριζε τους φοιτητές που κατέβηκαν την Σόλωνος και έφτασαν στο Πολυτεχνείο ως τους «350 προβοκάτορες του Ρουφογάλη».

Ζητώντας του ένα σχόλιο επ’ αυτού, ο Ν. Σιδέρης μου λέει ότι «ήταν κάτι το αδίστακτο στην πολιτική. Η παράταξη που έβγαλε την περίφημη Πανσπουδαστική νο 8 και μας χαρακτήριζε προβοκάτορες του Ρουφογάλη είχε μία συγκεκριμένη πολιτική σκοπιμότητα επειδή είχε ηττηθεί πολιτικά στο Πολυτεχνείο, δηλαδή πέρασε η απόφαση των άλλων και όχι το δικό της. Έτσι λοιπόν αυτομάτως οι άλλοι ονομάστηκαν προβοκάτορες για να συγκρατήσει τις γραμμές της. Υποθέτω ότι αυτό ήταν μία απόπειρα πολιτικής αυτοσυντήρησης με πολιτικά αθέμιτο τρόπο». 

Πώς ξεκίνησε η κατάληψη του Πολυτεχνείου

Μετά από αυτή τη σύντομη αλλά αναγκαία παρένθεση επανέρχεται σε όσα διαδραματίστηκαν στις 14 Νοέμβρη. «Όταν φτάσαμε στο Πολυτεχνείο - ήταν μεσημεράκι - υπήρχαν κάποιες συνελεύσεις των σχολών του Μετσοβείου που σιγά σιγά έληγαν με τη λογική ότι “αύριο θα ξανακάνουμε”. Όμως όταν εμφανιστήκαμε στο προαύλιο δώσαμε μια νέα πνοή. Και αυτό διότι κατεβήκαμε έτοιμοι για μάχη και όχι για συζήτηση. Υπήρχαν πολλές συζητήσεις αναφορικά με το “να μείνουμε, να φύγουμε”.

Νίκος Σιδέρης: Η εξέγερση του Πολυτεχνείου ήταν η τελευταία συλλογική εποποιία της ελληνικής ιστορίας
Φοιτητές συγκεντρωμένοι στην είσοδο του Πολυτεχνείου, 14 Νοεμβρίου 1973 (Αρχείο ΕΡΤ)

Εγώ ήμουν μεταξύ αυτών που έλεγαν να μείνουμε και βρισκόμουν κοντά στην κεντρική πύλη της Πατησίων. Η θερμοκρασία ανέβαινε και κάποια στιγμή εμφανίστηκε ένας κοκκινοτρίχης που κουνούσε μια αρμαθιά κλειδιά και έλεγε “φύγετε αμέσως πρέπει να κλείσω την πόρτα”. Εκ των υστέρων έμαθα ότι ο εν λόγω άνδρας ήταν ένας γραμματέας και είχε αρμοδιότητα να ανοίγει και να κλείνει τις πόρτες επειδή οι καιροί ήταν δύσκολοι από την άποψη ότι μας απαγόρευαν τις συγκεντρώσεις και μας έδιωχναν καθώς υπήρχε και το προηγούμενο με την Νομική» λέει ο Ν. Σιδέρης.

Νίκος Σιδέρης: Η εξέγερση του Πολυτεχνείου ήταν η τελευταία συλλογική εποποιία της ελληνικής ιστορίας
Φοιτητές φωνάζουν συνθήματα. Ο Εισαγγελέας Υπηρεσίας Γιώργος Σάνιτας έξω από το Πολυτεχνείο τους καλεί να απομακρυνθούν από τον χώρο, 14 Νοεμβρίου 1973. (Αρχείο ΕΡΤ)

«Έτσι λοιπόν στις 14 Νοέμβρη έγινε πράξη η διάθεση ενός ολόκληρου πλήθους φοιτητών. Δεν θυμάμαι αν του είπα κάτι, πάντως τον έσπρωξα και του άρπαξα τα κλειδιά. Μαζί με τον Στέλιο Λογοθέτη αρχίσαμε να κλειδώνουμε τις πόρτες. Έτσι ξεκίνησε η κατάληψη. Στη συνέχεια συγκροτήθηκαν η πρώτη και η δεύτερη Συντονιστική Επιτροπή. Στην πρώτη εντάχθηκα ενώ στη δεύτερη εξελέγην σχεδόν ομόφωνα - μόνο τρεις δεν με ψήφισαν - μαζί με την Ελένη Αναστασίου.

Οι δυο μας εκπροσωπούσαμε την Ιατρική στην Συντονιστική Επιτροπή. Σε πρώτη φάση ήμουν υπεύθυνος για τον ραδιοφωνικό σταθμό και τον πολύγραφο. Την Παρασκευή 16 Νοέμβρη όταν ξεκίνησαν να πέφτουν σφαίρες και δακρυγόνα ήμουν υπεύθυνος της πύλης - δηλαδή τι έπρεπε να λέγεται από τα μικρόφωνα κλπ. - και εκεί παρέμεινα μέχρι αργά το βράδυ όταν ήρθε ο στρατός με τα τανκς και μας έβγαλαν έξω με την εισβολή του άρματος», προσθέτει στη συνέχεια.

Η άμεση δημοκρατία των συνελεύσεων και το μένουμε ή φεύγουμε

Τον ρωτώ για το κλίμα που επικρατούσε στις συνελεύσεις των φοιτητών εντός Πολυτεχνείου.  «Όσα διαδραματίζονταν  στις συνελεύσεις του πολυτεχνείου αποτελούν ένα τεράστιο πολιτικό μάθημα για όλους μας και υπάρχει λόγος που το υποβαθμίζουν αυτοί που κυβερνούν μετά την Μεταπολίτευση. Επρόκειτο για ένα μάθημα άμεσης δημοκρατίας. Ήταν ακριβώς όπως η αρχαία αγορά. Όλοι είχαν το δικαίωμα της ισηγορίας και όλοι άκουγαν με πάρα πολύ προσοχή. Υπήρχαν πολύ ισχυρά επιχειρήματα και αντεπιχειρήματα αλλά πάντα με σεβασμό στον άλλον και στη θέση του», μου απαντά.

Ακολούθως στέκεται και στην ψηφοφορία που είχε σχέση με το εάν θα έμεναν ή θα έφευγαν οι φοιτητές από το Πολυτεχνείο και σχολιάζει τη στάση που κράτησαν ο Χρύσανθος Λαζαρίδης και ο Χρήστος Λάζος.

«Γινόταν ανοιχτή ψηφοφορία για τα πάντα και ήταν τόση η πολιτική και ηθική δύναμη αυτής της διαδικασίας, που υπήρχαν συνάδελφοι οι οποίοι εκπροσωπούσαν μία σχολή στη Σ.Ε, εν προκειμένω τη Νομική όπου θα ψήφιζαν για τη θέση που θα υιοθετούσαμε. Εν ολίγοις εάν θα πολεμούσαμε ή εάν θα φεύγαμε. Ήταν ο Χρύσανθος Λαζαρίδης και ο Χρήστος Λάζος. Αυτοί ανήκαν στο ΚΚΕ Εσωτερικού και η γραμμή τους ήταν “κερδίσαμε ότι κερδίσαμε, να φύγουμε τώρα συντεταγμένα και θα πολεμήσουμε ξανά κάποια άλλη στιγμή”. Η γραμμή ήταν λογική, δεν ήταν παράλογη, απλώς η άποψη αυτή μειοψήφισε στις συνελεύσεις.

Νίκος Σιδέρης: Η εξέγερση του Πολυτεχνείου ήταν η τελευταία συλλογική εποποιία της ελληνικής ιστορίας
Φοιτητές συγκεντρωμένοι μέσα και έξω από το Πολυτεχνείο. Στα κάγκελα είναι αναρτημένα πανό και πλακάτ με συνθήματα, 15 Νοεμβρίου 1973. (Αρχείο ΕΡΤ)

Η εντολή που πήραν ήταν να υποστηρίξουν το αντίθετο από τη γραμμή του κόμματος τους. Προς τιμήν του Χρύσανθου, του Χρήστου, αλλά και προς γνώσιν όλων μας για την τεράστια πολιτική και ηθική αξία που έχει η άμεση δημοκρατία, αυτοί οι συνάδελφοι πήγαν στη Συντονιστική και ψήφισαν αυτό που τους είχε δώσει η συνέλευση σαν οδηγία και όχι αυτό που ήταν η γραμμή του κόμματος τους.

Η ψηφοφορία ήταν εξαιρετικά αμφίρροπη, καθώς εάν ψήφιζαν διαφορετικά θα είχαμε φύγει. Αυτό το λέω γιατί συνέβη στην πιο άγρια στιγμή του πολέμου. Δηλαδή μπορούσαμε να λειτουργούμε με τον τρόπο της άμεσης δημοκρατίας, ο οποίος χωρίς άλλο καταναγκασμό δέσμευε ηθικά όλους όσους μετείχαν σε αυτή τη διαδικασία, ακόμη και αν αυτό που έπρεπε να υποστηρίξουμε ως εκπρόσωποι απέκλινε από τις προσωπικές μας απόψεις.

Αυτό το θεωρώ ένα τεράστιο μάθημα πολιτικού γίγνεσθαι, (σ.σ την άμεση δημοκρατία) και η στάση των συναδέλφων ήταν πολιτικός πολιτισμός. Βέβαια θα ήταν στάση όλων μας. Εάν δηλαδή σε μένα έλεγαν να ψηφίσω “φεύγουμε” παρά το ότι το επιχείρημά μου ήταν να μείνουμε, θα ψήφιζα υπέρ της αποχώρησης και ας είχα άλλη προσωπική άποψη. Αυτό είναι κάτι που επίσης, αν και εγώ και άλλοι συνάδελφοι το έχουμε αναδείξει, δεν αναδεικνύεται όσο χρειάζεται γιατί οι εκάστοτε ισχυροί και διαμορφωτές της κοινής γνώμης προτιμούν να λένε ότι στις δύσκολες και έκτακτες στιγμές η πολλή δημοκρατία βλάπτει. Εμείς δείξαμε ότι η πολλή άμεση δημοκρατία δεν βλάπτει καθόλου», τονίζει.

Κλείσιμο
Νίκος Σιδέρης: Η εξέγερση του Πολυτεχνείου ήταν η τελευταία συλλογική εποποιία της ελληνικής ιστορίας
Διαδήλωση φοιτητών στο κέντρο της Αθήνας. Η κεφαλή της πορείας πλησιάζει στο ύψος της Ιπποκράτους, 15 Νοεμβρίου 1973 (Αρχείο ΕΡΤ)

Το «Κουκί»

Ενθυμούμενος το «Κουκί» - επρόκειτο για μία μυστική συνάντηση εκπροσώπων των κομμάτων και πραγματοποιήθηκε την Πέμπτη 15 Νοέμβρη - δηλώνει πως «δεν επρόκειτο για μαζική διαδικασία αλλά για ένα γνώρισμα της οργανωτικής πολιτικής της αριστεράς. Δηλαδή πέρα από την εμφανή διαδικασία λήψης αποφάσεων και τις έκδηλες διαδικασίες πρέπει να υπάρχει για τη συνοχή της μάχης και μία κρυφή καθοδήγηση η οποία έχει αυτό το περίφημο όνομα (σ.σ. το Κουκί).

Μάλιστα όταν μας ανέκριναν στην Ασφάλεια μας είχαν τρελάνει καθώς ρωτούσαν ποιοι ήταν στη συνάντηση. Θέλω να σας πω ότι το "Κουκί" δεν είχε καμία απολύτως επιρροή στο τι έγινε μετά. Αυτό που έκρινε τα πάντα ήταν η δύναμη του μαζικού κινήματος και του λόγου, όπου το “Κουκί» αποδείχτηκε παντελώς αδύναμο να κάνει το οτιδήποτε. Εάν είχε τη δύναμη, επειδή ανήκε σε πολιτικούς οργανισμούς που θα έλεγαν να φύγουμε, τότε θα είχαμε φύγει. Εν τέλει έγινε το ακριβώς αντίθετο».

Το πιάνο στο αίθριο της Αρχιτεκτονικής

Ρωτώντας τον εάν θυμάται κάποια χαρακτηριστική εικόνα από εκείνες τις ημέρες μου περιγράφει ένα σκηνικό που διαδραματίστηκε το βράδυ της Παρασκευής 16 Νοεμβρίου. Ήταν λίγες ώρες πριν την εισβολή. «Όταν άρχισαν να έρχονται τα νέα για την κάθοδο των τανκς μέσα στο αίθριο της Αρχιτεκτονικής υπήρχε ένα πιάνο και ένας φίλος μου άρχισε να παίζει. Εκείνη η στιγμή ήταν εκστατική καθώς επρόκειτο για κάτι αλλόκοτο. Έξω έπεφταν σφαίρες, γινόταν ο μαύρος χαμός και μέσα στο αίθριο να είμαστε όλοι σιωπηλοί μπροστά στη μαγεία της μουσικής. Το τραγούδι που έπαιζε στο πιάνο ήταν το “λεβέντης εροβόλαγε” του Μίκη Θεοδωράκη», αναφέρει χαρακτηριστικά.

Ο Λεβέντης (λεβέντης εροβόλαγε) - Μαρία Δημητριάδη
Νίκος Σιδέρης: Η εξέγερση του Πολυτεχνείου ήταν η τελευταία συλλογική εποποιία της ελληνικής ιστορίας
Φωτιές στην Πατησίων κοντά στη Χαλκοκονδύλη κατά τη διάρκεια των βραδινών συμπλοκών, 16 Νοεμβρίου 1973 (Αρχείο ΕΡΤ)

 Η είσοδος του τανκ στο Πολυτεχνείο

Μιλώντας μου για τις τελευταίες στιγμές πριν την εισβολή αλλά και όσα επακολούθησαν μετά την είσοδο του τανκ στο Πολυτεχνείο σημειώνει τα εξής: «Όταν το τανκ μπήκε στο Πολυτεχνείο ήμουν εκεί μπροστά μαζί με τον Κώστα Λαλιώτη. Το μόνο που είπαμε είναι “κοίτα τί γίνεται”. Θέλω να τονίσω ότι μετά την πτώση της πύλης ήρεμα αρχίσαμε να υποχωρούμε προς τα πίσω.

Νίκος Σιδέρης: Η εξέγερση του Πολυτεχνείου ήταν η τελευταία συλλογική εποποιία της ελληνικής ιστορίας
Το τανκ μπροστά στη πύλη του Πολυτεχνείου, 17 Νοεμβρίου 1973 (Αρχείο ΕΡΤ/Αριστοτέλης Σαρρηκώστας)

Μαζί με άλλους συναδέλφους μας ρίξαμε τα κάγκελα που υπήρχαν στην Στουρνάρη. Αυτό που κάναμε είναι περίεργο. Και αυτό διότι η σιδεριά ήταν γερή αλλά σπρώχνοντας καταφέραμε να την ρίξουμε. Κανείς δεν μπορεί να ξέρει πως το καταφέραμε, γιατί τεχνικά δεν μπορούσε να συμβεί κάτι τέτοιο. Στην πράξη όμως έγινε. Από εκεί βγήκαμε πολλοί καταληψίες και κρυφτήκαμε στις πολυκατοικίες που υπήρχαν στα γύρω στενά».

Νίκος Σιδέρης: Η εξέγερση του Πολυτεχνείου ήταν η τελευταία συλλογική εποποιία της ελληνικής ιστορίας
Φοιτητές πίσω από τα κάγκελα και αυτοκίνητο παρκαρισμένο πίσω από την πύλη του Πολυτεχνείου επί της Στουρνάρη, 15 Νοεμβρίου 1973 (Αρχείο ΕΡΤ)

Σύμφωνα με τον κ. Σιδέρη «μία ιδιαίτερη διεργασία που έζησα και εκ των υστέρων στοχάστηκα πάρα πολύ, έχοντας γράψει πάρα πολλά, είναι η εξής: Όταν ολοκληρώθηκε η αναμέτρηση με την είσοδο του τανκ, ήταν φανερό ότι στο υλικό πεδίο νικούσε η χούντα. Αλλά ήταν ακόμη πιο ξεκάθαρο ότι στο ηθικό και συμβολικό πεδίο είχαμε κερδίσει εμείς (σ.σ οι εξεγερμένοι). Αυτό εκδηλώθηκε με δύο τρόπους. Ο πρώτος είναι το ότι εκείνη την ώρα υπήρχε μια υπέρκοσμη σιγή.

Ούτε εμείς φωνάζαμε αλλά ούτε και ο στρατός. Οι στρατιώτες με πάρα πολύ σεβασμό, σχεδόν με ντροπή  θα έλεγα, μας καθοδηγούσαν να φύγουμε για να μην γίνουν ιστορίες σαν αυτές που έπαθαν άλλοι συνάδελφοι, οι οποίοι βιάστηκαν να φύγουν και έπεφταν θύματα ξυλοδαρμού από την αστυνομία.

Νίκος Σιδέρης: Η εξέγερση του Πολυτεχνείου ήταν η τελευταία συλλογική εποποιία της ελληνικής ιστορίας
Το τανκ μέσα στο Πολυτεχνείο, 17 Νοεμβρίου 1973 (Αρχείο ΕΡΤ/Αριστοτέλης Σαρρηκώστας)

Κατά την άποψη μου αυτή η στιγμή είναι εκστατική για όσους συμμετείχαν, έχει δε και τη διάσταση του ιερού, η οποία και συνοδεύει έκτοτε ως αύρα τα γεγονότα, την ανάμνηση και ιδίως το σύμβολο που κατέστη το Πολυτεχνείο εκείνη τη στιγμή. Ένα σύμβολο που δηλώνει τη θυσία για την ελευθερία και είναι η πεμπτουσία του τι άφησε πίσω σαν ιστορική παρακαταθήκη η κατάληψη του Πολυτεχνείου, η οποία ήταν η τελευταία συλλογική εποποιία της ελληνικής ιστορίας.

Στη συνέχεια έγιναν πολλά και διάφορα αλλά αυτό το στοιχείο - της συλλογικής εποποιίας - που γίνεται  σύμβολο, γι’ αυτό γίνεται και όνομα σε δρόμους κλπ., δεν το ξανασυναντάμε  αργότερα. Ήταν η στιγμή που το υψηλό, το ιερό και το πολιτικό συντίθεται και διαμορφώνουν αυτό το σύμβολο που είναι μία αναφορά πέρα από τον χρόνο και ανήκει στην τάξη των άχρονων πραγμάτων που διαμορφώνουν την εθνική και ίσως πανανθρώπινη αίσθηση μας για κάποιες αξίες και πάνω απ’ όλα για την αξία της θυσίας για την ελευθερία».

Η σύλληψη

Στη συνέχεια περιγράφει πως «αφότου βγήκαμε όπως προείπα από την πλευρά της Στουρνάρη μαζί με περίπου 25 συναδέλφους κρυφτήκαμε σε μία πολυκατοικία, έχοντας πρώτα σπάσει την τζαμαρία για να μπούμε μέσα. Τα χαράματα μας συνέλαβαν.  Μας πήγαν στην ασφάλεια που βρισκόταν στη λεωφόρο Μεσογείων. Από εκεί θυμάμαι δύο - τρεις εικόνες. Μία απ’αυτές είχε πρωταγωνιστή έναν συνάδελφο ο οποίος ήταν βαρήκοος.

Εκείνος με νοήματα μας έλεγε “προσέχτε, μας ακούνε, έχουν μικρόφωνα”. Αυτό δημιουργούσε μια αλλόκοσμη ατμόσφαιρα διότι ξέραμε την πάθηση του. Επρόκειτο για ένα σουρεαλιστικό στοιχείο μέσα σε αυτή την κατάσταση. Αυτό πάντως που πρωτίστως μένει από αυτή την εμπειρία είναι το εξής: Είχαμε νικήσει ηθικά σε τέτοιο βαθμό, που δεν μας άγγιζε τίποτε απολύτως από τα μέσα που είχαν οι ασφαλίτες για να μας σπάσουν το ηθικό, να μας κάνουν να μιλήσουμε. Η δική μας χούντα ήταν γκροτέσκο πράγμα. Ήταν γελοιωδέστατη, γι’ αυτό υπήρχαν καλαμπούρια και ανέκδοτα σε βάρος της. Πριν την σκοτώσει η πολιτική την σκότωσε η γελοιότητα. Οπότε αυτή η περιφρόνηση που είχαμε γι’ αυτούς ήταν ολοφάνερη.

Δεν φοβόμασταν όπως δεν φοβόμασταν και όσο ήμασταν στο Πολυτεχνείο και ας βλέπαμε ή μαθαίναμε ότι μας έφερναν αιμόφυρτους ανθρώπους. Και στην ασφάλεια υπήρχε το ίδιο πνεύμα. Κάθε τόσο έπαιρναν για ανάκριση κάποιον συνάδελφο, τον ξυλοφόρτωναν, αλλά κανείς δεν έλεγε τίποτα. Έτσι κι αλλιώς δεν είχαμε να πούμε πολλά για την διαδικασία, διότι όλα έγιναν φανερά και δεν είχαμε τίποτα κρυφό. Φυσικά και εγώ έπεσα θύμα ξυλοδαρμού.

Μία συγκινητική στιγμή εκείνων των ωρών είναι ότι κατά της 15:30 το μεσημέρι του Σαββάτου εμφανίζεται ένας ασφαλίτης ο οποίος κρατούσε μια λίστα και έλεγε “ετοιμαστείτε να φύγετε όλοι πλην των εξής”. Όταν άκουσα αυτό το πράγμα λέω “θα είμαι ανάμεσα στους πλην των εξής”. Θυμάμαι ότι έδωσα το ρολόι μου σε έναν συνάδελφο και του λέω “εάν βρεθούμε ποτέ δώσε μου το”. Αυτό και έγινε.

Όταν συναντηθήκαμε στη Μεταπολίτευση μου το έδωσε. Αυτό το ρολόι το κρατώ ακόμη σαν μια μεγάλη προσωπική ανάμνηση από αυτή τη στιγμή. Σαν γενική ατμόσφαιρα μου έχει μείνει ότι οι ασφαλίτες έκαναν τη δουλειά τους. Εμείς τους περιφρονούσαμε και κάναμε αντίσταση. Δεν φοβόμασταν και δεν τους λογαριάζαμε. Αυτό ήταν το μεγάλο συναισθηματικό κληροδότημα της εμπειρίας της κατάληψης για όλους όσους συμμετείχαμε. Δηλαδή ότι είχαμε ξεπεράσει τελείως το φόβο, ακόμα και τον φόβο του θανάτου. Στη συνέχεια όσοι δεν συνελήφθησαν από την ΕΣΑ - ανάμεσά τους και εγώ - περάσαμε στην “παρανομία” μέχρι να πέσει η χούντα».

Το ζήτημα των νεκρών

Η κουβέντα μου με τον Ν. Σιδέρη δεν γινόταν να μην περιστραφεί και γύρω από το ζήτημα των νεκρών. Όλα αυτά τα χρόνια που έχουν μεσολαβήσει από τότε υπάρχει μία μερίδα της ελληνικής κοινωνίας που υποστηρίζει ότι δεν υπήρξαν θύματα εκείνες τις ημέρες. Η απάντηση που δίνει είναι απόλυτα σαφής και ξεκάθαρη. «Όσοι λένε ότι δεν υπήρξαν νεκροί το κάνουν για δύο λόγους. Ο πρώτος είναι η προσωπική ιδιοτέλεια ή σκοπιμότητα να το πω πιο ευγενικά. Όσοι υποστηρίζουν κάτι τέτοιο, εντελώς αντίθετο στα γεγονότα, προφανώς θέλουν να υποστηρίξουν μία πολιτική θέση. Ο δεύτερος λόγος είναι ότι μάλλον και οι ίδιοι θα ήθελαν να είχαν βρεθεί στη θέση μας, αυτό δεν συνέβη, και τώρα είναι σαν τους κοριούς που σε τσιμπάνε γιατί δεν μπορούν να κάνουν τίποτα καλύτερο. Έχω γράψει για αυτή τη στάση ότι είναι η εκδίκηση των νάνων, και θεωρώ ότι όσοι υποστηρίζουν αυτή τη θέση είναι άξιοι της μοίρας τους».

Η Γενιά του Πολυτεχνείου

Τα τελευταία χρόνια και ειδικότερα στα χρόνια της οικονομικής κρίσης η Γενιά του Πολυτεχνείου βρέθηκε στο στόχαστρο. Και αυτό διότι πολλοί θεώρησαν πως φέρει μερίδιο ευθύνης για την χρεοκοπία της χώρας  αλλά και για τα κακά της Μεταπολίτευσης. «Η Γενιά του Πολυτεχνείου δεν φταίει. Έγιναν πολλά καλά από ανθρώπους που ανήκαν σε αυτή την πολιτική εμπειρία που χαρακτήρισε ένα πλήθος ανθρώπων ως γενιά του Πολυτεχνείου. Αυτή η γενιά δεν είναι δημογραφική κατηγορία αλλά οι άνθρωποι που με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, με τη στάση τους πάλεψαν για την ελευθερία. Από αυτή τη γενιά βγήκαν πολλοί καλοί και ελάχιστοι κακοί. Είναι λίγο αφελής η προσέγγιση της ιστορίας. Εάν οι άνθρωποι έφτιαχναν μόνοι τους την ιστορία «κατά την άποψή τους», ανεξάρτητα από συνθήκες, τότε θα μπορούσε ίσως να συζητηθεί αυτή η άποψη.

Αλλά όταν έπεσε η δικτατορία και ήρθε η Μεταπολίτευση άλλαξε ολόκληρη η λογική του πολιτικού συστήματος. Οι μισοί από εμάς επιλέξαμε να αποσυρθούμε από την πολιτική δράση, μεταξύ αυτών και εγώ, και αυτό λέει πολλά για το τι έγινε, για το πόσο αυτό που έγινε δεν εξέφραζε το πνεύμα και το όραμα της γενιάς του Πολυτεχνείου. Η γενιά του Πολυτεχνείου με την έννοια της πολιτικής παρέμβασης δεν χρωμάτισε όσα έγιναν στη Μεταπολίτευση. Άλλα πράγματα χρωμάτισαν την Μεταπολίτευση. Δύο πολύ απλά ονόματα τα λένε όλα: Κωνσταντίνος Καραμανλής και Ανδρέας Παπανδρέου» είναι η απάντηση μου δίνει.

50 χρόνια Πολυτεχνείο

Λίγο πριν κλείσουμε τη συζήτησή μας του ζητώ να μου κάνει ένα σχόλιο με αφορμή τα 50 χρόνια που συμπληρώνονται φέτος από τον ματωμένο Νοέμβρη του ‘73. «Στη μακρά πορεία των 50 χρόνων υπήρξαν τρεις στάσεις απέναντι στο Πολυτεχνείο. Η μία συμπυκνώνεται στην τιμή στο σύμβολο και στην ιστορία. Η δεύτερη αντιστοιχεί σε προσπάθεια απαξίωσης στο σκέλος των νεκρών αλλά και των όσων έκανε η γενιά του Πολυτεχνείου. Και η τρίτη είναι η απόπειρα ιδιοποίησης του συμβόλου, είτε με το να ονομάζεται 17 Νοέμβρη μία οργάνωση που δεν είχε καμία σχέση με το Πολυτεχνείο και το πνεύμα του, είτε με το να πηγαίνουν διάφοροι και να τα σπάνε όλα βγαίνοντας από το Πολυτεχνείο και να λένε “αυτό είναι το Πολυτεχνείο” κλπ.», μου λέει.

«Θεωρώ λοιπόν ότι και η απόπειρα ιδιοποίησης και η απόπειρα απαξίωσης ίσως έχουν πολιτική λογική που μπορώ να την κατανοήσω σχετικά εύκολα. Είναι τόσο απλοϊκή που την καταλαβαίνει ο καθένας. Επίσης δείχνει και λίγο ολιγοφρένεια εάν πιστεύεις ότι μπορείς να ιδιοποιηθείς ένα σύμβολο. Τα σύμβολα δεν είναι κανενός. Ανήκουν στον κόσμο των συμβόλων και αναφερόμαστε σε αυτά. Η τρίτη στάση είναι η πιο υγιής και εάν θέλετε ένα από τα λίγα σημάδια υγείας που έχει αφήσει η ιστορία του τόπου μας στους ανθρώπους σήμερα είναι η συνεχής και επαναλαμβανόμενη αναφορά στο Πολυτεχνείο έστω με τον επετειακό του χαρακτήρα και με την ονοματοθεσία των δρόμων (οδός 17 Νοέμβρη, οδός Ηρώων Πολυτεχνείου). Το ότι ζει το σύμβολο για μένα είναι ένα από τα λίγα σχετικά παρήγορα πράγματα στη σημερινή πολύ δύσκολη κατάσταση των πραγμάτων», καταλήγει ο Νίκος Σιδέρης.

Πηγή φωτογραφιών: Αρχείο ΕΡΤ/Αριστοτέλης Σαρρηκώστας

Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ

Ειδήσεις Δημοφιλή Σχολιασμένα
δειτε ολες τις ειδησεις

Δείτε Επίσης