Ο Μεταξάς, το ΚΚΕ και τα γράμματα του Νίκου Ζαχαριάδη για τον ελληνοϊταλικό πόλεμο
Η επιβολή της δικτατορίας από τον Ιωάννη Μεταξά στις 4 Αυγούστου 1936 και η σύλληψη επιφανών κομμουνιστών - Ο κομμουνισμός και το ΚΚΕ υπό το καθεστώς Μεταξά
Μετά το άρθρο της προηγούμενης εβδομάδας για το ΚΚΕ και τη στάση του απέναντι στη Μακεδονία και τη Θράκη το οποίο είχε πολύ μεγάλη απήχηση, συνεχίζουμε με ένα ακόμα για τη δράση του Κ.Κ.Ε. από το 1936 ως το 1940. Τα στοιχεία που παραθέτουμε προέρχονται από το βιβλίο «ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΜΟΥ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ», σε μετάφραση και εξαιρετική επιμέλεια του Γιάννη Παπαθεοδώρου που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις Εκδόσεις Historia Books. Πρόκειται για αναφορά που φυλάσσεται στα Εθνικά Αρχεία της Αγγλίας (FCO 162/957) και συντάχθηκε την άνοιξη του 1947 από στελέχη (δεν φαίνεται πολύ πιθανό ο συγγραφέας να είναι ένα άτομο) της Βρετανικής Πρεσβείας στην Αθήνα που γνώριζαν πολύ καλά τα σχετικά με το Κ.Κ.Ε. ζητήματα.
Το Καθεστώς Μεταξά – Το Κ.Κ.Ε. στην παρανομία
Το πρώτο εξάμηνο του 1936 έφυγαν από τη ζωή τέσσερις σπουδαίοι πολιτικοί (Γεώργιος Κονδύλης, Ελευθέριος Βενιζέλος, Παναγής Τσαλδάρης και Κωνσταντίνος Δεμερτζής). Μετά το κίνημα βενιζελικών αξιωματικών υπό τον Νικόλαο Πλαστήρα το 1935 αναζωπυρώθηκε ο Εθνικός Διχασμός. Στις εκλογές της 26ης Ιανουαρίου 1936 οι βασιλόφρονες κέρδισαν 143 έδρες στη Βουλή και οι Βενιζελικοί 142. Ενισχυμένο από την εκλογική αυτή αναμέτρηση βγήκε το Κ.Κ.Ε., το οποίο μέσα από το «σχήμα» του Παλλαϊκού Μετώπου με τις 15 έδρες που είχε στη Βουλή έπαιζε ρυθμιστικό ρόλο.
Με το Σύμφωνο Σοφούλη – Σκλάβαινα μεταξύ των Φιλελευθέρων και του Παλλαϊκού Μετώπου δημιουργήθηκε ένα λαϊκό δημοκρατικό μέτωπο, όπως όριζε η στρατηγική της Κομιντέρν τότε. Στις 2 Μαρτίου 1936 έγινε η πρώτη συνεδρίαση της νέας Βουλής και οι βουλευτές έδωσαν τον καθιερωμένο όρκο. Όμως, οι βουλευτές του Κ.Κ.Ε. κατέθεσαν έγγραφο σύμφωνα με το οποίο «οι βουλευτές του Παλλαϊκού Μετώπου δεν δεσμεύονται από τον τυπικό όρκο που έδωσαν». Πρόεδρος της Βουλής με βάση το Σύμφωνο Σοφούλη – Σκλάβαινα εκλέχθηκε ο Θεμιστοκλής Σοφούλης, γεγονός που προκάλεσε έντονες αντεγκλήσεις μεταξύ των βουλευτών.
Στις 5 Μαρτίου 1936 ο βασιλιάς Γεώργιος Β’ όρισε ως υπηρεσιακό πρωθυπουργό τον Κωνσταντίνο Δεμερτζή. Ο Ιωάννης Μεταξάς διορίστηκε Υπουργός Στρατιωτικών και στις 14 Μαρτίου ανέλαβε Υπουργός Αεροπορίας. Στις 13 Απριλίου 1936 πέθανε ο Κ. Δεμερτζής, ο βασιλιάς διόρισε πρωθυπουργό τον Ιωάννη Μεταξά στον οποίο η Βουλή έδωσε ψήφο εμπιστοσύνης στις 27 Απριλίου (241 ψήφισαν υπέρ του Μεταξά, ενώ οι βουλευτές του Κ.Κ.Ε. και άλλοι, ανάμεσά τους και ο Γεώργιος Παπανδρέου, κατά). Στις 30 Απριλίου η Βουλή διέκοψε προσωρινά τις εργασίες της ως τις 30 Σεπτεμβρίου εξουσιοδοτώντας την κυβέρνηση να διοικήσει τη χώρα με νομοθετικά διατάγματα υπό τον όρο να επιτηρείται από μια 40μελή Κοινοβουλευτική Επιτροπή.
Στο μεταξύ από τις αρχές του 1936, το Κ.Κ.Ε. είχε ζητήσει από τα μέλη του να περάσουν από μαθήματα πάνω στην παράνομη «δουλειά». Στις 3 Ιουνίου εξέδωσε οδηγίες προς όλες τις οργανώσεις του σύμφωνα με τις οποίες έπρεπε να ληφθεί άμεσα μέριμνα για να διασφαλιστεί η ταχυδρομική επικοινωνία, ώστε να βρεθούν μέρη μυστικών συνεδριάσεων και να δημιουργηθεί ένα δίκτυο συνδέσμων.
Στα μέσα Ιουνίου, το Κ.Κ.Ε. έδωσε εντολή για την εντατικοποίηση της δουλειάς στις Ένοπλες Δυνάμεις και ζήτησε από τα μέλη των κομμουνιστικών πυρήνων να συλλάβουν τους αξιωματικούς φασιστικών πεποιθήσεων και να ενωθούν με τις μάζες για την ανατροπή του καθεστώτος. Τα αιματηρά γεγονότα της Θεσσαλονίκης τον Μάιο του 1936 κατά τη διάρκεια της απεργίας των καπνεργατών, που ακολουθήθηκαν από ανάλογα επεισόδια στον Βόλο έδωσαν την ευκαιρία στον Μεταξά να θέσει στον βασιλιά θέμα δικτατορικής διακυβέρνησης της χώρας υπό τον φόβο απώλειας του ελέγχου και εγκαθίδρυσης κομμουνιστικού καθεστώτος.
Στα τέλη Ιουνίου 1936 η κυβέρνηση εξέδωσε ένα διάταγμα σχετικά με την υποχρεωτική διαιτησία στις εργατικές διαφωνίες και τον έλεγχο στα οικονομικά των σωματείων. Στις 28 Ιουλίου οι συνδικαλιστές κάλεσαν σε γενική απεργία στις 5 Αυγούστου. Φοβούμενος ότι κάτι τέτοιο θα οδηγούσε σε εμφύλιο πόλεμο και συνειδητοποιώντας ότι η σύγκληση της Βουλής θα οδηγούσε σε αλληλοκατηγορίες και αντεγκλήσεις, ο Ιωάννης Μεταξάς κινήθηκε αστραπιαία.
Στις 4 Αυγούστου1936 απέσπασε την έγκριση του βασιλιά σε διατάγματα που επέβαλαν στρατιωτικό νόμο και κατάργησε εκείνα τα άρθρα του Συντάγματος που εγγυόνταν τις ατομικές ελευθερίες και κατέλυσε τη Βουλή. Το Κ.Κ.Ε. κηρύχθηκε παράνομο και πολλά από τα στελέχη του (Ζαχαριάδης, Θέος, Γληνός, Πορφυρογένης, Μανωλέας) συνελήφθησαν και φυλακίστηκαν. Το ίδιο έγινε και με άλλες επιφανείς προσωπικότητες της Αριστεράς και του συνδικαλιστικού κινήματος (Καλομοίρης, Ευαγγέλου και Σοφιανόπουλος), αλλά και καθηγητές Πανεπιστημίου (Σβώλος, Τσάτσος).
Τα γραφεία του κόμματος λεηλατήθηκαν. Κατασχέθηκαν επίσης τα οικονομικά αρχεία του κόμματος της περιόδου από τον Νοέμβριο του 1935 ως τον Ιούλιο του 1936. Αυτά έδειξαν ότι στα ταμεία του Κ.Κ.Ε. υπήρχαν 35 εκατομμύρια δραχμές. Από αυτά, 22 εκατομμύρια ήταν σε γαλλικά και ελβετικά φράγκα. Το Κ.Κ.Ε. είχε πλέον να αντιμετωπίσει ένα ισχυρότατο πλήγμα, από το οποίο άργησε να συνέλθει…
Το Κ.Κ.Ε. στα πρώτα χρόνια του Μεταξά(1936-1938)
Ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά του νέου καθεστώτος ήταν η ανάπτυξη μεγάλης και ισχυρής μυστικής Αστυνομίας υπό τον Υφυπουργό Ασφαλείας Κωνσταντίνο Μανιαδάκη, που ανέλαβε να συντρίψει το παράνομο, πλέον, Κ.Κ.Ε. Ουσιαστικά, ο Μανιαδάκης ανάγκασε τους κομμουνιστές να συνεχίσουν τη δράση τους στην παρανομία, όπως μαρτυρεί η ευρεία παράνομη κυκλοφορία του «Ριζοσπάστη».
Οι κομμουνιστές απέδωσαν την επιτυχία του πραξικοπήματος του Μεταξά σε βρετανικές μηχανορραφίες και στις αμφιταλαντεύσεις της αστικής τάξης. Δήλωσαν ότι υποστηρίζοντας τον Μεταξά, ο βασιλιάς ακολούθησε τις οδηγίες του Βρετανικού Υπουργείου Εξωτερικών, το οποίο επειδή φοβόταν ότι η Ελλάδα θα μπορούσε να μετατραπεί σε μια δεύτερη Ισπανία, είχε «διατάξει» την τοποθέτηση ενός «ισχυρού άνδρα» για την καταστολή της Αριστεράς. Κατηγόρησαν επίσης την αστική τάξη, η οποία στήριξε τον Μεταξά στη Βουλή παραβιάζοντας το Σύμφωνο Σοφούλη – Σκλάβαινα και τους ρεφορμιστές συνδικαλιστές.
Αν και οι κομμουνιστές είχαν, σε γενικές γραμμές, αντιληφθεί τα αίτια για την επιβολή του καθεστώτος Μεταξά, δεν έβρισκαν τρόπο για να το αντιμετωπίσουν. Κατηγορούσαν βέβαια το καθεστώς ως «μια συμμορία τυχοδιωκτών και τυχάρπαστων φασιστών, (η οποία ήταν) απεχθής στις μάζες». Το καθεστώς όμως ήταν ισχυρό, ενώ το Κ.Κ.Ε. είχε δεχτεί τη διείσδυση της Ασφάλειας στις τάξεις του και οι περισσότεροι ηγέτες του ήταν στη φυλακή.
Το μόνο που μπορούσε να διακηρύξει το Κόμμα ήταν ότι «η διέξοδος εξαρτάται από το πόσο γρήγορα μπορούν να ενωθούν και να κινητοποιηθούν οι δυνάμεις της εργατικής τάξης και να στερεωθεί και διευρυνθεί το Λαϊκό Μέτωπο». Παραμερίζοντας όλους τους άλλους στόχους, το Κ.Κ.Ε. επιχειρούσε να συσπειρώσει τα δημοκρατικά στοιχεία στην Ελλάδα. Το 1936 και το 1937 φαίνεται ότι το κόμμα ασχολήθηκε κυρίως με την οργάνωση του παράνομου μηχανισμού του, αλλά από το 1938 έγινε περισσότερο ενεργό. Ο Βασίλης Νεφελούδης που διαδέχθηκε τον Νίκο Ζαχαριάδη στη θέση του Γραμματέα του κόμματος, όταν ο δεύτερος πήρε τον τίτλο του αρχηγού, παρέμεινε στη θέση του μέχρι τον Μάιο του 1938.
Πάντως, για την οργάνωση του Κ.Κ.Ε. αυτή την περίοδο δεν είναι γνωστά πολλά στοιχεία, καθώς το ενδιαφέρον της Κομμουνιστικής Διεθνούς στράφηκε στην Ισπανία. Το 1936 και το 1937 το «International Press Correspondence» αναφερόμενο στις προτεραιότητες της Κομμουνιστικής Διεθνούς σχετικά με την Ελλάδα, έγραφε ότι το 1938 είχε ιδρυθεί στην Οδησσό ένα γραφείο υπεύθυνο για τα ελληνικά ζητήματα, ότι οι επικοινωνίες γίνονταν μέσω Κωνσταντινούπολης και ότι οι κύριες ενασχολήσεις του γραφείου αυτού ήταν οι αντιπολεμικές δράσεις και η κατασκοπεία στην Ελλάδα.
Λειτουργία του γραφείου της Διεθνούς Ναυτεργατών και Λιμενεργατών στον Πειραιά (βραχύβιας οργάνωσης που ιδρύθηκε με πρωτοβουλία της Κομμουνιστικής Διεθνούς το 1930 και οι οικονομικοί πόροι της οποίας προέρχονταν κυρίως από τη Μόσχα), που βοηθούσε σε ζητήματα μετακίνησης πρακτόρων της Κομμουνιστικής Διεθνούς και σε ζητήματα προπαγάνδας, είχε επεκταθεί κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου. Το Κ.Κ.Ε. εξακολουθούσε να λαμβάνει υποστήριξη από την Ε.Σ.Σ.Δ. Από τα προηγούμενα χρόνια, τουλάχιστον ένα στέλεχος της Σοβιετικής Πρεσβείας στην Αθήνα, είχε εμπλακεί σε δραστηριότητες του Κ.Κ.Ε.
Το Κ.Κ.Ε. από το 1938 ως τα τέλη του 1939
Οι αντίπαλοι του Μεταξά είχαν αρχίσει να οργανώνονται και να εκφράζονται περισσότερο ανοιχτά. Στις 28/01/1938 αποκαλύφθηκε η συνωμοσία που είχε ως στόχο τη δολοφονία του Μεταξά. Δώδεκα πρώην πολιτικοί ηγέτες οδηγήθηκαν στην εξορία. Την ίδια περίπου περίοδο αρκετοί κομμουνιστές συνελήφθησαν με την κατηγορία ότι προωθούσαν τη δημιουργία ενός Λαϊκού Μετώπου. Αυτό είναι πιθανό, καθώς πριν λίγο καιρό είχε ιδρυθεί υπό κομμουνιστική καθοδήγηση το «Αντιδικτατορικό Μέτωπο Νέων», ως αντίπαλο δέος της μεταξικής Ε.Ο.Ν.
Στις αρχές του έτους οι Σοφούλης, Καφαντάρης, Θεοτόκης, Μυλωνάς και Γεώργιος Παπανδρέου δημοσίευσαν μια κοινή διακήρυξη με την οποία καλούσαν τον λαό να αντισταθεί εναντίον της δικτατορίας Μεταξά. Το Κ.Κ.Ε. χαιρέτησε το κείμενο αυτό ως «μια υπέροχη έμπνευση για όλα τα τμήματα του ελληνικού λαού». Τον Μάιο του 1938 συνελήφθησαν άλλοι 170 κομμουνιστές, ανάμεσά τους οι Νεφελούδης, Σκλάβαινας και Γαβριηλίδης, αρχηγός του ελεγχόμενου από τους κομμουνιστές Αγροτικού Κόμματος.
Ωστόσο, κατά τους πρώτους εννέα μήνες του 1939, η αντιπολίτευση σχεδόν έσβησε. Αυτό οφειλόταν σε μεγάλο βαθμό στην αναγνώριση των εξωτερικών κινδύνων απ’ όλα τα κόμματα πλην του Κ.Κ.Ε., που επέδρασε σημαντικά στην αλληλεγγύη μεταξύ των μερών του Παλλαϊκού Μετώπου.
Αυτό διαλύθηκε οριστικά στις 23 Αυγούστου 1939 με την υπογραφή του Γερμανοσοβιετικού Συμφώνου Ρίμπεντροπ- Μολότοφ. Τότε οι Φιλελεύθεροι, οι Λαϊκοί και μια μερίδα των Σοσιαλιστών τάχθηκαν στο πλευρό των Συμμάχων, κάτι που δεν μπορούσε να κάνει το Κ.Κ.Ε., λόγω της συνεννόησης του Στάλιν με τον Χίτλερ.
Το δεύτερο Γερμανοσοβιετικό σύμφωνο της 28ης Σεπτεμβρίου 1939 έλεγε ότι μετά την κατάλυση του πολωνικού κράτους είχαν μπει οι βάσεις για την εμπέδωση σταθερής ειρήνης στην Ανατολική Ευρώπη και ότι τα έθνη δεν είχαν πλέον κανένα συμφέρον να συνεχίζουν τον πόλεμο με τη Γερμανία.
Οι κομμουνιστές όλων των χωρών εξέλαβαν αυτό το γεγονός ως ειρηνευτική κίνηση, ενώ μετά την απόρριψή του από τους Συμμάχους οι Έλληνες κομμουνιστές κατήγγειλαν τον πόλεμο ως «ιμπεριαλιστικό». Επέμεναν ότι οι Έλληνες έπρεπε να μείνουν έξω από τον πόλεμο και ότι ήταν καθήκον όλων των κομμουνιστών να εργαστούν για το θρίαμβο της λαϊκής δημοκρατίας και την ήττα της αστικής τάξης.
Τον Δεκέμβριο του 1939 οι μεταξικές Αρχές ανακάλυψαν έγγραφα- ντοκουμέντα που καθόριζαν την κομματική γραμμή στην κατοχή ενός κομμουνιστή που λειτουργούσε έναν μυστικό ασύρματο στο δάσος της Εκάλης στην Αττική. Ο πόλεμος περιγραφόταν ως μια ιμπεριαλιστική επίθεση, στην οποία ήταν αναπόφευκτο να εμπλακεί και η Ελλάδα. Όταν γινόταν αυτό, οι Έλληνες κομμουνιστές θα έπρεπε να μετατρέψουν τον πόλεμο σε προλεταριακή επανάσταση, πραγματοποιώντας κατασκοπεία και δολιοφθορές, στο μέτωπο και τα μετόπισθεν.
Στο μεταξύ, έπρεπε να διαδίδεται η ντεφετιστική (ντεφετισμός= ηττοπάθεια)προπαγάνδα, ιδιαίτερα στους νέους άνδρες που επρόκειτο να επιστρατευτούν. Έπρεπε επίσης, να συγκροτηθούν ένοπλες δυνάμεις στην Αθήνα, τον Πειραιά και τη Θεσσαλονίκη. Αυτές οι αποκαλύψεις οδήγησαν στη σύλληψη αρκετών κομμουνιστών, μεταξύ των οποίων οι Σιάντος και Σκαφίδας. Όταν ξέσπασε ο πόλεμος, το Κ.Κ.Ε. έπαιρνε οδηγίες από τη λεγόμενη «Προσωρινή Διοίκηση». Επρόκειτο για ένα όργανο που είχε «ιδρύσει» ο Κ. Μανιαδάκης. Ας δούμε περισσότερα στοιχεία.
Η «Παλιά Κεντρική Επιτροπή» και η «Προσωρινή Διοίκηση»
Μετά τη σύλληψη δεκάδων ηγετικών στελεχών του Κ.Κ.Ε., κάποια επιφανή μέλη του, που ήταν ελεύθερα (Δ. Παπαγιάννης, Β. Κτιστάκης, Χ. Κανάκης, Π. Σαντής, Γ. Ελληνούλης, Σταματίνα Βητσαρά κ.ά.), υπό την καθοδήγηση του Νίκου Πλουμπίδη, που παρέμενε κρυμμένος στο σανατόριο «Σωτηρία», θεωρούσαν ότι ήταν οι νόμιμοι συνεχιστές της Κεντρικής Επιτροπής και συγκρότησαν την «Παλιά Κεντρική Επιτροπή». Αυτή, είχε δικό της τυπογραφείο και εξέδιδε τον παράνομο «Ριζοσπάστη».
Η δράση της συνεχίστηκε μέχρι τους πρώτους μήνες της Κατοχής. Το μεγαλύτερο πλήγμα όμως που δέχτηκε το Κ.Κ.Ε. ήταν η δημιουργία της «Προσωρινής Διοίκησης» που εμφανιζόταν ως καθοδηγητικό όργανο του κόμματος και την αποτελούσαν στελέχη που είχαν περάσει στο μεταξικό στρατόπεδο. Η «Προσωρινή Διοίκηση», δημιούργημα της Ασφάλειας και του Υπουργού Κ. Μανιαδάκη εξέδιδε και εφημερίδα με τον τίτλο «Ριζοσπάστης» (!), ενώ πέτυχε να παγιδεύσει για ένα διάστημα στελέχη και μέλη του κόμματος, όπως τον Νίκο Ζαχαριάδη (!) και τους κρατούμενους στην Ακροναυπλία.
Η Ασφάλεια στη συγκρότηση της «Προσωρινής Επιτροπής» χρησιμοποίησε πρώην ανώτατα στελέχη του Κ.Κ.Ε. που είχαν περάσει στην υπηρεσία της: ο Μιχάλης Τορίμος, μέλος του Κ.Κ.Ε. και βουλευτής του Παλλαϊκού Μετώπου, ο Γιάννης Μιχαηλίδης, μέλος της Π.Γ. του Κ.Κ.Ε., ο Μανώλης Μανωλέας, βουλευτής του Παλλαϊκού Μετώπου και ο Δαμιανός Μάθεσης, παλιό μέλος του κόμματος, ήταν μερικοί από αυτούς.
Τα «γράμματα» του Ζαχαριάδη στη διάρκεια του ελληνοϊταλικού πολέμου
Για τα γράμματα του φυλακισμένου στην Κέρκυρα Νίκου Ζαχαριάδη στη διάρκεια του ελληνοϊταλικού πολέμου έχουν γραφτεί και ειπωθεί πάρα πολλά. Ας δούμε και την άποψη των Βρετανών.
Τρεις μέρες μετά την ιταλική εισβολή στην Ελλάδα δημοσιεύθηκε ένα γράμμα με την υπογραφή του Νίκου Ζαχαριάδη, που καλούσε τους κομμουνιστές να πολεμήσουν τους εχθρούς: «Όλοι στον αγώνα, όλοι στη θέση τους, και η νίκη θα είναι νίκη της Ελλάδας και του λαού της». Οι κομμουνιστές έπρεπε να πολεμήσουν «για μια νέα Ελλάδα, απαλλαγμένη από την ιμπεριαλιστική υποδούλωση και με μια νέα λαϊκοδημοκρατική οργάνωση».
Οι Βρετανοί είναι ιδιαίτερα επιφυλακτικοί για το αν όντως ο Ζαχαριάδης είχε κάνει αυτή την έκκληση, η οποία είχε προκαλέσει έντονες αντιπαραθέσεις και αποχωρήσεις. Η αυθεντικότητά της αμφισβητήθηκε και πολλοί θεώρησαν ότι επρόκειτο για μια ακόμη απάτη του Μανιαδάκη. Σύμφωνα με την κομμουνιστική θεωρία, ο ελληνοϊταλικός πόλεμος αποτελούσε μια σύρραξη ανάμεσα σε δύο αντίπαλες δικτατορίες που θα έπρεπε να είναι καλοδεχούμενος, γιατί έδινε την ευκαιρία για το ξέσπασμα μιας προλεταριακής επανάστασης. Τον Οκτώβριο του 1945, λίγους μήνες μετά την απελευθέρωσή του από το Νταχάου ο Ζαχαριάδης παραδέχτηκε ότι πράγματι είχε κάνει αυτή την έκκληση, ενώ το ίδιο υποστήριξε και ο Σιάντος στην 8η Ολομέλεια της Κεντρικής Επιτροπής τον Ιανουάριο του 1942.
Οι Βρετανοί πιστεύουν ότι τα στοιχεία δεν είναι πειστικά, καθώς ο Ζαχαριάδης έκανε το 1945 τη δήλωση σε μια δύσκολη περίοδο για το Κ.Κ.Ε. θέλοντας να δείξει ότι κατά την ιταλική εισβολή στην Ελλάδα, οι κομμουνιστές λειτούργησαν ως νομιμόφρονες πολίτες. Ο δε Σιάντος, πάντα κατά τους Βρετανούς, έκανε τη δήλωση σε μια στιγμή που ο Ζαχαριάδης ήταν απών και ήθελε να τον στηρίξει, αφού εκείνος δεν μπορούσε να απαντήσει. Πάντως, αν όντως ο Ζαχαριάδης έκανε αυτή τη δήλωση, είτε κινήθηκε από μια στιγμιαία επικράτηση του πατριωτικού του αισθήματος, είτε γιατί η Ε.Σ.Σ.Δ. δεν ήθελε την Ιταλία να επεκτείνεται στα Βαλκάνια. Αυτή η εκδοχή είναι η πιθανότερη.
Ως της 14 Νοεμβρίου η ιταλική επίθεση είχε ανακοπεί παντού και μια βδομάδα αργότερα, οι Ιταλοί είχαν απωθηθεί εκτός Ελλάδας. Στις 22 Νοεμβρίου 1940 ο Ζαχαριάδης έστειλε στην «Προσωρινή Διοίκηση» ένα μνημόνιο, με το οποίο καλούσε τον Mεταξά να συνάψει ειρήνη με τους Ιταλούς. Εάν δεν έκανε κάτι τέτοιο, τότε εμπλεκόταν σε ένα «φασιστικό και ιμπεριαλιστικό πόλεμο» δείχνοντας ότι είναι εχθρός του ελληνικού λαού.
Επιχείρησε να δικαιολογήσει την προηγούμενη έκκλησή του με το επιχείρημα ότι ήθελε να μετατρέψει τον πόλεμο σε «εθνικό, αντιφασιστικό και αντιιμπεριαλιστικό», στόχος που μπορούσε να επιτευχθεί μόνο «μ’ έναν ολόπλευρο προσανατολισμό στην Ε.Σ.Σ.Δ. και μια πραγματική βαλκανική συνεργασία». Η «Προσωρινή Διοίκηση» αγνόησε αυτό το μνημόνιο και εξέδωσε τη δική της έκκληση, ζητώντας από τον Mεταξά να συνεχίσει τον αγώνα για την ανεξαρτησία της Ελλάδας και καλώντας όλους τους κομμουνιστές να πάνε στο μέτωπο. Επικαλέστηκε επίσης τη βοήθεια της Ε.Σ.Σ.Δ.
Ο Υφυπουργός Τύπου Νικολούδης έφτασε στο σημείο να κάνει μια δήλωση ότι οι κομμουνιστές υποστήριζαν τον πόλεμο, πράγμα που ούτε είχαν κάνει, ούτε σκόπευαν να κάνουν, καθώς θεωρούσαν τον πόλεμο ως την αντιπαράθεση δύο αντιπάλων ιμπεριαλιστικών ομάδων, με στόχο την κατάκτηση αγορών και σφαιρών επιρροής, την ίδια στιγμή που συνέχιζαν να πιέζουν για «μία λαϊκή ειρήνη και κυβέρνηση του λαού». Ο Ζαχαριάδης αντιλήφθηκε την απάτη της «Προσωρινής Επιτροπής» και έστειλε ένα ανοιχτό γράμμα στις 15 Ιανουαρίου 1941 στο Κ.Κ.Ε., στην Ομοσπονδία Κομμουνιστικών Νεολαιών και σε όλες τις οργανώσεις του Κόμματος.
Ο Ζαχαριάδης φρόντισε να δώσει τον πλήρη τίτλο του Κόμματος, δίνοντας έμφαση στη σχέση του με την Κομμουνιστική Διεθνή, καθώς και στην υποχρέωσή του να υπακούσει στις εντολές της. Το καθήκον των κομμουνιστών ήταν να πιέσουν για σύναψη ειρήνης. Η Ελλάδα δεν είχε τίποτα να κερδίσει από τις ιμπεριαλιστικές φιλοδοξίες της Μεγάλης Βρετανίας και της Γερμανίας και ο ελληνικός λαός έπρεπε να ανατρέψει τη μοναρχοφασιστική κυβέρνηση και να εγκαθιδρύσει μια λαϊκή κυβέρνηση:
Οι λαοί και οι φαντάροι της Ελλάδας και Ιταλίας δεν είναι εχθροί μα αδέλφια και η συναδέλφωσή τους στο μέτωπο θα σταματήσει τον πόλεμο που κάνουν οι κεφαλαιοκράτες εκμεταλλευτές τους… Λαός εσωτερικά σκλάβος δε θα ‘ναι άξιος να κρατήσει και την εθνική του ανεξαρτησία και κάθε νίκη του εσωτερικού του τυράννου θα δυναμώνει τη σκλαβιά του».
Φαίνεται ότι από τις αρχές του 1941 οι κομμουνιστές είχαν αποσύρει την προηγούμενη στήριξή τους στην πολεμική προσπάθεια. Μετά τον Μάρτιο του 1941 ανακαλύφθηκε στη Θεσσαλονίκη ένα κομμουνιστικό φυλλάδιο που ζητούσε άμεση ειρήνη, ενώ περιείχε καταγγελίες για τον βασιλιά, τον Mεταξά και τον βρετανικό ιμπεριαλισμό, χωρίς να γίνεται σ’ αυτό κανένα αρνητικό σχόλιο για την Ιταλία ή τη Γερμανία…
Πηγή: Γιάννης Παπαθεοδώρου, «Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΜΟΥ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ», Eκδόσεις HISTORIA, 2023.
Ευχαριστούμε θερμά τις εκδόσεις HISTORIA για την πολύτιμη βοήθεΙΆ τους.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr