Ντίνος Βοϊδονικόλας: H ιστορία και ο θάνατος του σκληρού Μανιάτη της νύχτας
19.01.2024
21:40
Σε ηλικία 76 ετών, ο φυγόδικος επιχειρηματίας που είχε αποδράσει από την Ελλάδα τον Ιανουάριο του 2000, πέθανε σε νοσοκομείο του Τορόντο, όπου κατοικούσε μόνιμα τα τελευταία 23 χρόνια - Η μυθιστορηματική ζωή του και το μοιραίο επεισόδιο με τον πυροβολισμό τεσσάρων εργατών
Στα μέσα της δεκαετίας του ’90, μια ανοιξιάτικη μέρα, ένας νέος δημοσιογράφος της εφημερίδας «Απογευματινή» βγαίνοντας από το σπίτι του διαπιστώνει ότι του έχουν κλέψει τη μηχανή. Αφού ενημερώνει την Αστυνομία για την κλοπή, κάνει άλλο ένα τηλεφώνημα στον επιχειρηματία Ντίνο Βοϊδονικόλα, τον οποίο έχει γνωρίσει σε κάποια κοινωνική εκδήλωση -ξέρει ότι ο συγκεκριμένος έχει άκρες σχεδόν παντού. Στην επικοινωνία μαζί του τού λέει το μοντέλο και τον αριθμό πινακίδας της μοτοσικλέτας του, για να εισπράξει την απάντηση του Μανιάτη: «Αν όχι σήμερα, μέχρι αύριο το μεσημέρι θα την έχεις πάρει πίσω».
Ο δημοσιογράφος δεν συμμερίζεται τη σιγουριά του Βοϊδονικόλα, αλλά την επομένη το πρωί χτυπάει το κουδούνι του και όταν ανοίγει ένας άγνωστος άνδρας τού δίνει τα κλειδιά της μηχανής του, την οποία βλέπει έξω από την είσοδο της αυλής του. «Από τον κ. Βοϊδονικόλα», είναι οι τέσσερις λέξεις που του απευθύνει προτού φύγει, χωρίς να περιμένει ούτε ένα ευχαριστώ από τον δημοσιογράφο που έχει μείνει άναυδος.
Το συγκεκριμένο επεισόδιο είναι μόνο ένα από τα δεκάδες που σημάδεψαν ποικιλοτρόπως τον βίο και την πολιτεία ενός σκληρού Μανιάτη, που ακροβατούσε στα νιάτα του μεταξύ νομιμότητας και παρανομίας με τον δικό του ιδιαίτερο τρόπο.
Μάνη - Αθήνα μέσω Καναδά
Για πολύ κόσμο ο Βοϊδονικόλας ήταν ένας ντόμπρος και ακριβοδίκαιος Μανιάτης, για άλλους ένας αψύς άνδρας που δεν σήκωνε μύγα στο σπαθί του και για τις Αρχές ένας συνήθης ύποπτος που σχεδόν ποτέ δεν κατάφεραν να τον δέσουν και, το κυριότερο, να τον κρατήσουν μες στη φυλακή. Αφησε την τελευταία του πνοή το Σάββατο 6 Ιανουαρίου σε νοσοκομείο του Τορόντο όπου νοσηλευόταν με καρκίνο. Ο θάνατός του σηματοδοτεί και το τέλος μιας μυθιστορηματικής διαδρομής που τα είχε όλα στον υπερθετικό βαθμό.
Η Μάνη απ’ όπου καταγόταν είναι ένας σκληρός τόπος, άγονος και ίσως γι’ αυτό οι Μανιάτες είναι μια ιδιαίτερη ράτσα ανθρώπων με μπέσα και αξίες τις οποίες δεν διαπραγματεύονται. Με καταγωγή από το χωριό Δημαρίστικα της Ανατολικής Μάνης, ο Κωνσταντίνος Βοϊδονικόλας -Ντίνος για τους φίλους- γεννήθηκε το 1947, μεγάλωσε στον Καναδά και ενήλικος πια μετακόμισε στη Νέα Υόρκη, λίγο μετά τα μέσα της δεκαετίας του ’70.
Οταν αποφάσισε να έρθει στην Ελλάδα, επέλεξε την Αθήνα για να δραστηριοποιηθεί, ανοίγοντας μαζί με τον αδερφό του νυχτερινά κέντρα διασκέδασης, όπως το «City», δίπλα στον «Διογένη».
Ψηλός, ευθυτενής και άνθρωπος που δεν σήκωνε πολλά, έχτισε γρήγορα τον μύθο του σκληρού Μανιάτη στη νύχτα και δεν άργησε να μπει στο μάτι των Αρχών.
Οι πρώτες κατηγορίες το 1982 αφορούσαν εκβιασμούς, τις οποίες όμως ο Βοϊδονικόλας τις αρνήθηκε. Την ίδια στιγμή βοηθούσε κόσμο και κοσμάκη χωρίς να το μαθαίνει κανείς, συνήθως φτωχές οικογένειες στον Πειραιά, που έμεναν σε συνοικίες όπως τα Μανιάτικα. Ηταν αρκετά εξωστρεφής στις συζητήσεις με φίλους και γνωστούς από διάφορους χώρους, όμως απέφευγε να μιλάει για δουλειές, με την Αστυνομία να τον έχει πάντα από κοντά.
Το 1992 κατηγορήθηκε για τον τραυματισμό μιας γυναίκας με κροτίδα μέσα σε νυχτερινό κέντρο. Η υπόθεση όμως δεν κατέληξε στις δικαστικές αίθουσες, όπως και η κατηγορία για εκβιασμούς που του αποδόθηκε εκείνη την περίοδο. Δύο χρόνια μετά βρέθηκε ξανά στο μικροσκόπιο των Αρχών για δύο πολύ μεγάλες υποθέσεις, εκ των οποίων η πρώτη παραμένει ακόμη και σήμερα ανεξιχνίαστη.
Ο δημοσιογράφος δεν συμμερίζεται τη σιγουριά του Βοϊδονικόλα, αλλά την επομένη το πρωί χτυπάει το κουδούνι του και όταν ανοίγει ένας άγνωστος άνδρας τού δίνει τα κλειδιά της μηχανής του, την οποία βλέπει έξω από την είσοδο της αυλής του. «Από τον κ. Βοϊδονικόλα», είναι οι τέσσερις λέξεις που του απευθύνει προτού φύγει, χωρίς να περιμένει ούτε ένα ευχαριστώ από τον δημοσιογράφο που έχει μείνει άναυδος.
Το συγκεκριμένο επεισόδιο είναι μόνο ένα από τα δεκάδες που σημάδεψαν ποικιλοτρόπως τον βίο και την πολιτεία ενός σκληρού Μανιάτη, που ακροβατούσε στα νιάτα του μεταξύ νομιμότητας και παρανομίας με τον δικό του ιδιαίτερο τρόπο.
Μάνη - Αθήνα μέσω Καναδά
Για πολύ κόσμο ο Βοϊδονικόλας ήταν ένας ντόμπρος και ακριβοδίκαιος Μανιάτης, για άλλους ένας αψύς άνδρας που δεν σήκωνε μύγα στο σπαθί του και για τις Αρχές ένας συνήθης ύποπτος που σχεδόν ποτέ δεν κατάφεραν να τον δέσουν και, το κυριότερο, να τον κρατήσουν μες στη φυλακή. Αφησε την τελευταία του πνοή το Σάββατο 6 Ιανουαρίου σε νοσοκομείο του Τορόντο όπου νοσηλευόταν με καρκίνο. Ο θάνατός του σηματοδοτεί και το τέλος μιας μυθιστορηματικής διαδρομής που τα είχε όλα στον υπερθετικό βαθμό.
Η Μάνη απ’ όπου καταγόταν είναι ένας σκληρός τόπος, άγονος και ίσως γι’ αυτό οι Μανιάτες είναι μια ιδιαίτερη ράτσα ανθρώπων με μπέσα και αξίες τις οποίες δεν διαπραγματεύονται. Με καταγωγή από το χωριό Δημαρίστικα της Ανατολικής Μάνης, ο Κωνσταντίνος Βοϊδονικόλας -Ντίνος για τους φίλους- γεννήθηκε το 1947, μεγάλωσε στον Καναδά και ενήλικος πια μετακόμισε στη Νέα Υόρκη, λίγο μετά τα μέσα της δεκαετίας του ’70.
Οταν αποφάσισε να έρθει στην Ελλάδα, επέλεξε την Αθήνα για να δραστηριοποιηθεί, ανοίγοντας μαζί με τον αδερφό του νυχτερινά κέντρα διασκέδασης, όπως το «City», δίπλα στον «Διογένη».
Ψηλός, ευθυτενής και άνθρωπος που δεν σήκωνε πολλά, έχτισε γρήγορα τον μύθο του σκληρού Μανιάτη στη νύχτα και δεν άργησε να μπει στο μάτι των Αρχών.
Οι πρώτες κατηγορίες το 1982 αφορούσαν εκβιασμούς, τις οποίες όμως ο Βοϊδονικόλας τις αρνήθηκε. Την ίδια στιγμή βοηθούσε κόσμο και κοσμάκη χωρίς να το μαθαίνει κανείς, συνήθως φτωχές οικογένειες στον Πειραιά, που έμεναν σε συνοικίες όπως τα Μανιάτικα. Ηταν αρκετά εξωστρεφής στις συζητήσεις με φίλους και γνωστούς από διάφορους χώρους, όμως απέφευγε να μιλάει για δουλειές, με την Αστυνομία να τον έχει πάντα από κοντά.
Το 1992 κατηγορήθηκε για τον τραυματισμό μιας γυναίκας με κροτίδα μέσα σε νυχτερινό κέντρο. Η υπόθεση όμως δεν κατέληξε στις δικαστικές αίθουσες, όπως και η κατηγορία για εκβιασμούς που του αποδόθηκε εκείνη την περίοδο. Δύο χρόνια μετά βρέθηκε ξανά στο μικροσκόπιο των Αρχών για δύο πολύ μεγάλες υποθέσεις, εκ των οποίων η πρώτη παραμένει ακόμη και σήμερα ανεξιχνίαστη.
Το ριφιφί και τα ομόλογα
Αργά το βράδυ της 8ης Δεκεμβρίου του 1992, μια ομάδα 8-10 ατόμων, αφού έχουν σκάψει ένα τούνελ 10 μέτρων κάτω από τον Ιλισό, τρυπάνε έναν τοίχο από μπετόν πάχους ενός μέτρου και εισέρχονται στο θησαυροφυλάκιο της Τράπεζας Εργασίας, που βρίσκεται στην οδό Καλλιρρόης.
Από τις 301 θυρίδες αρπάζουν χρήματα, κοσμήματα και τιμαλφή, η συνολική αξία των οποίων αγγίζει τα 25 εκατ. ευρώ και εξαφανίζονται χωρίς να αφήσουν ίχνη. Πρόκειται για τη μεγαλύτερη ληστεία που έχει γίνει ποτέ σε ελληνικό χρηματοπιστωτικό ίδρυμα.
Η Αστυνομία εξαπολύει τεράστιο κυνηγητό για να εντοπίσει τους δράστες. Αξιοποιεί τα πάντα, ακόμη και καταθέσεις κρατουμένων στις φυλακές όπως αυτή ενός Σύρου το 1994, που εμπλέκει τον Βοϊδονικόλα στο «ριφιφί του αιώνα», όπως αποκάλεσαν τη ληστεία στην Τράπεζα Εργασίας.
Ο επιχειρηματίας δεν συλλαμβάνεται ποτέ, αφού στην πορεία των ερευνών δεν προκύπτει κανένα στοιχείο εμπλοκής του και η κατηγορία καταπίπτει.
Τον Μάιο της ίδιας χρονιάς συλλαμβάνεται ως ύποπτος για συμμετοχή στην κλοπή και την εξαργύρωση 99 έντοκων ομολόγων της Εθνικής Τράπεζας συνολικής αξίας 3 εκατ. ευρώ. Οι Αρχές τον κατηγορούν ότι παρέλαβε από το κύκλωμα που έστησε και εκτέλεσε την κλοπή των ομολόγων ποσό 1,3 εκατ. ευρώ, αλλά ο επιχειρηματίας υποστηρίζει ότι αυτά τα χρήματα προήλθαν από πωλήσεις μαγαζιών του.
Αφού απολογείται αφήνεται ελεύθερος με εγγύηση 200.000 ευρώ, περιμένοντας τη δίκη του. Ο ίδιος επιστρέφει στον κόσμο του, ως μια ηγετική φιγούρα της νύχτας που καταφέρνει πάντα να ξεγλιστράει από δύσκολες καταστάσεις. Οταν ξεκινά η εκδίκαση της υπόθεσης το 2009, η θέση του στο εδώλιο είναι κενή. Ο Βοϊδονικόλας έχει προ πολλού αφήσει πίσω του την Ελλάδα και τη φυλακή στην οποία οδηγήθηκε μετά από ένα επεισόδιο με πυροβολισμούς στη Βούλα.
Στον Κορυδαλλό
Την Πέμπτη 24 Ιουνίου του 1999, ο 52χρονος Μανιάτης κατεβαίνει από το σπίτι του, χωρίς να φαντάζεται ότι όλη η ζωή του πρόκειται να ανατραπεί μέσα σε λίγα λεπτά για ένα παρκάρισμα. Η είσοδος του γκαράζ του είναι μπλοκαρισμένη από το αυτοκίνητο ενός εργάτη που δουλεύει σε διπλανή οικοδομή μαζί με άλλους. Οταν ο Βοϊδονικόλας ζητάει να το πάρουν για να μπορέσει να φύγει, αυτοί αρχικά λέγεται ότι δεν έδωσαν σημασία.
Θα δώσουν όμως όταν ο επιχειρηματίας αρχίζει να φωνάζει. Ο οδηγός του αυτοκινήτου πλησιάζει προκειμένου να το μετακινήσει, αλλά, σύμφωνα με τα δημοσιεύματα της εποχής, δεν θα προλάβει.
Ο αψύς Μανιάτης τον πυροβολεί και όταν οι άλλοι τρεις σπεύδουν σε βοήθεια του συναδέλφου τους τραυματίζονται από το όπλο του επιχειρηματία, ο οποίος τους πυροβολεί στα χέρια και τα πόδια, αφού δεν έχει πρόθεση να τους σκοτώσει. Οταν συλλαμβάνεται ο Βοϊδονικόλας ισχυρίζεται ότι το όπλο του εκπυρσοκρότησε και ότι δεν σκόπευε να σκοτώσει κανέναν. Ωστόσο ανακρίτρια και εισαγγελέας αποφασίζουν από κοινού την προφυλάκισή του.
Οδηγείται στον Κορυδαλλό και λίγους μήνες μετά το Συμβούλιο Εφετών απορρίπτει με συνοπτικές διαδικασίες την αίτηση αποφυλάκισης που καταθέτει. Στο άκουσμα της είδησης ο επιχειρηματίας σκέφτεται ήδη ότι οι μέρες του στην Ελλάδα είναι πλέον μετρημένες, αφού το κελί της φυλακής δεν τον χωράει με τίποτα.
Την Πέμπτη 27 Ιανουαρίου του 2000, ο Βοϊδονικόλας μετράει επτά μήνες προφυλακισμένος, όταν υπό αδιευκρίνιστες συνθήκες παίρνει 24ωρη άδεια. Λίγο προτού αυτή εκπνεύσει, ζητάει παράταση 12 ωρών προφασιζόμενος κάποιες ιατρικές εξετάσεις. Ετσι, εξαφανίζεται από προσώπου Γης, με τις αστυνομικές και δικαστικές αρχές να ενημερώνονται για τη φυγή του στις 31 του μήνα.
Την ίδια στιγμή, όμως, ο Μανιάτης έχει ήδη προσγειωθεί στον Καναδά, όπου συγκεκριμένα στο Τορόντο θα ξεκινήσει μια νέα ζωή έχοντας ένα μεγάλο πλεονέκτημα: από παιδί έχει την καναδική υπηκοότητα, κάτι που θα αποδειχθεί καθοριστικό τα επόμενα χρόνια για τη νέα του ζωή.
Εχοντας μεγάλη οικονομική επιφάνεια γίνεται μεγάλος και τρανός τα επόμενα χρόνια, επενδύοντας στο real estate. Οι διωκτικές αρχές στην Ελλάδα συνεχίζουν να τον αναζητούν. Εστω και καθυστερημένα, εκδίδεται σε βάρος του διεθνές ένταλμα σύλληψης από την Interpol, ενώ επί χρόνια το όνομά του βρίσκεται στις «Ερυθρές Αγγελίες».
Εκείνος αποκτά δεκάδες ακίνητα τα οποία νοικιάζει σε τράπεζες και επιχειρήσεις και από την πρώτη στιγμή αναδεικνύεται σε σημαίνον πρόσωπο της ελληνικής κοινότητας. Με την πάροδο του χρόνου ο σκληρός Μανιάτης ηρεμεί αρκετά και δεν θυμίζει σε τίποτα τον ψηλό άνδρα που ποτέ του δεν σήκωνε πολλά. Παράλληλα, στην Ελλάδα οι Αρχές, που πια τον έχουν εντοπίσει στον Καναδά, υποβάλλουν αίτημα έκδοσης.
Το 2009 καταδικάζεται ερήμην σε 11 χρόνια φυλάκιση για την υπόθεση των ομολόγων της Εθνικής Τράπεζας, απόφαση κατά της οποίας άσκησαν έφεση οι δικηγόροι του, ενώ για τους πυροβολισμούς κατά των τεσσάρων εργατών στη Βούλα καταδικάστηκε τελεσίδικα σε 10 χρόνια κάθειρξη. Οι καναδικές αρχές απορρίπτουν το αίτημα έκδοσης της Ελλάδας εκφράζοντας διαφορετική νομική άποψη για το κατά πόσο είναι αναγκαίο να εκδοθεί.
Η επιστροφή και το τέλος
Κοιμάται ήσυχος τα βράδια και είναι αεικίνητος καθημερινά στη νέα του επιχειρηματική δραστηριότητα, γίνεται ακόμη και πρόεδρος του Greek Town on the Danforth. Φωτογραφίζεται με πολιτικούς, διπλωμάτες και επιχειρηματίες σε περιοδικά και εφημερίδες, συνήθως χαμογελαστός, ενώ βοηθάει πάντα Ελληνες ή οικογένειες που έχουν ανάγκη.
Οταν πεθαίνει η μητέρα του, πράττει το αδιανόητο για έναν φυγόδικο: αποφασίζει να ταξιδέψει στην Ελλάδα για να παραστεί στην κηδεία της και ενημερώνει τις Αρχές για την έλευσή του λέγοντας ότι καλό θα είναι να μην τον σταματήσουν. Στο αεροδρόμιο τον περίμεναν δικοί του σύντροφοι Μανιάτες για να τον συνοδεύσουν, με τους αστυνομικούς με πολιτικά να παρακολουθούν διακριτικά τις κινήσεις του από απόσταση.
Μετά την κηδεία ο Βοϊδονικόλας αναχωρεί με την επόμενη πτήση για τον Καναδά επιστρέφοντας σε μια συνήθη καθημερινότητα, η οποία τον γεμίζει όσο κι αν του λείπουν η Αθήνα και η Μάνη του. Οταν προσβάλλεται με καρκίνο, πολεμά την ασθένεια με θάρρος ελπίζοντας ότι θα βγει νικητής. Στη χαραυγή του νέου χρόνου όμως χάνει τη μάχη και σβήνει σε ένα κρεβάτι νοσοκομείου στα 76 του χρόνια, αφήνοντας πίσω του τον μύθο του τελευταίου σκληρού Μανιάτη να τον ακολουθεί για πάντα.
Ειδήσεις σήμερα:
ΣΥΡΙΖΑ - Εθνικό σχέδιο για το ελληνικό όνειρο περιέγραψε στους βουλευτές στις Σπέτσες ο Κασσελάκης - Δείτε φωτογραφίες
Καιρός - Κολυδάς: Πολλά τα γυρίσματα του καιρού το επόμενο δεκαήμερο - Πού θα χιονίσει το Σαββατοκύριακο
Πατρινό Καρναβάλι: Ποια είναι η φετινή βασίλισσα Γεωργία Σακκά - Δείτε φωτογραφίες
Αργά το βράδυ της 8ης Δεκεμβρίου του 1992, μια ομάδα 8-10 ατόμων, αφού έχουν σκάψει ένα τούνελ 10 μέτρων κάτω από τον Ιλισό, τρυπάνε έναν τοίχο από μπετόν πάχους ενός μέτρου και εισέρχονται στο θησαυροφυλάκιο της Τράπεζας Εργασίας, που βρίσκεται στην οδό Καλλιρρόης.
Από τις 301 θυρίδες αρπάζουν χρήματα, κοσμήματα και τιμαλφή, η συνολική αξία των οποίων αγγίζει τα 25 εκατ. ευρώ και εξαφανίζονται χωρίς να αφήσουν ίχνη. Πρόκειται για τη μεγαλύτερη ληστεία που έχει γίνει ποτέ σε ελληνικό χρηματοπιστωτικό ίδρυμα.
Η Αστυνομία εξαπολύει τεράστιο κυνηγητό για να εντοπίσει τους δράστες. Αξιοποιεί τα πάντα, ακόμη και καταθέσεις κρατουμένων στις φυλακές όπως αυτή ενός Σύρου το 1994, που εμπλέκει τον Βοϊδονικόλα στο «ριφιφί του αιώνα», όπως αποκάλεσαν τη ληστεία στην Τράπεζα Εργασίας.
Ο επιχειρηματίας δεν συλλαμβάνεται ποτέ, αφού στην πορεία των ερευνών δεν προκύπτει κανένα στοιχείο εμπλοκής του και η κατηγορία καταπίπτει.
Τον Μάιο της ίδιας χρονιάς συλλαμβάνεται ως ύποπτος για συμμετοχή στην κλοπή και την εξαργύρωση 99 έντοκων ομολόγων της Εθνικής Τράπεζας συνολικής αξίας 3 εκατ. ευρώ. Οι Αρχές τον κατηγορούν ότι παρέλαβε από το κύκλωμα που έστησε και εκτέλεσε την κλοπή των ομολόγων ποσό 1,3 εκατ. ευρώ, αλλά ο επιχειρηματίας υποστηρίζει ότι αυτά τα χρήματα προήλθαν από πωλήσεις μαγαζιών του.
Αφού απολογείται αφήνεται ελεύθερος με εγγύηση 200.000 ευρώ, περιμένοντας τη δίκη του. Ο ίδιος επιστρέφει στον κόσμο του, ως μια ηγετική φιγούρα της νύχτας που καταφέρνει πάντα να ξεγλιστράει από δύσκολες καταστάσεις. Οταν ξεκινά η εκδίκαση της υπόθεσης το 2009, η θέση του στο εδώλιο είναι κενή. Ο Βοϊδονικόλας έχει προ πολλού αφήσει πίσω του την Ελλάδα και τη φυλακή στην οποία οδηγήθηκε μετά από ένα επεισόδιο με πυροβολισμούς στη Βούλα.
Στον Κορυδαλλό
Την Πέμπτη 24 Ιουνίου του 1999, ο 52χρονος Μανιάτης κατεβαίνει από το σπίτι του, χωρίς να φαντάζεται ότι όλη η ζωή του πρόκειται να ανατραπεί μέσα σε λίγα λεπτά για ένα παρκάρισμα. Η είσοδος του γκαράζ του είναι μπλοκαρισμένη από το αυτοκίνητο ενός εργάτη που δουλεύει σε διπλανή οικοδομή μαζί με άλλους. Οταν ο Βοϊδονικόλας ζητάει να το πάρουν για να μπορέσει να φύγει, αυτοί αρχικά λέγεται ότι δεν έδωσαν σημασία.
Θα δώσουν όμως όταν ο επιχειρηματίας αρχίζει να φωνάζει. Ο οδηγός του αυτοκινήτου πλησιάζει προκειμένου να το μετακινήσει, αλλά, σύμφωνα με τα δημοσιεύματα της εποχής, δεν θα προλάβει.
Ο αψύς Μανιάτης τον πυροβολεί και όταν οι άλλοι τρεις σπεύδουν σε βοήθεια του συναδέλφου τους τραυματίζονται από το όπλο του επιχειρηματία, ο οποίος τους πυροβολεί στα χέρια και τα πόδια, αφού δεν έχει πρόθεση να τους σκοτώσει. Οταν συλλαμβάνεται ο Βοϊδονικόλας ισχυρίζεται ότι το όπλο του εκπυρσοκρότησε και ότι δεν σκόπευε να σκοτώσει κανέναν. Ωστόσο ανακρίτρια και εισαγγελέας αποφασίζουν από κοινού την προφυλάκισή του.
Οδηγείται στον Κορυδαλλό και λίγους μήνες μετά το Συμβούλιο Εφετών απορρίπτει με συνοπτικές διαδικασίες την αίτηση αποφυλάκισης που καταθέτει. Στο άκουσμα της είδησης ο επιχειρηματίας σκέφτεται ήδη ότι οι μέρες του στην Ελλάδα είναι πλέον μετρημένες, αφού το κελί της φυλακής δεν τον χωράει με τίποτα.
Την Πέμπτη 27 Ιανουαρίου του 2000, ο Βοϊδονικόλας μετράει επτά μήνες προφυλακισμένος, όταν υπό αδιευκρίνιστες συνθήκες παίρνει 24ωρη άδεια. Λίγο προτού αυτή εκπνεύσει, ζητάει παράταση 12 ωρών προφασιζόμενος κάποιες ιατρικές εξετάσεις. Ετσι, εξαφανίζεται από προσώπου Γης, με τις αστυνομικές και δικαστικές αρχές να ενημερώνονται για τη φυγή του στις 31 του μήνα.
Την ίδια στιγμή, όμως, ο Μανιάτης έχει ήδη προσγειωθεί στον Καναδά, όπου συγκεκριμένα στο Τορόντο θα ξεκινήσει μια νέα ζωή έχοντας ένα μεγάλο πλεονέκτημα: από παιδί έχει την καναδική υπηκοότητα, κάτι που θα αποδειχθεί καθοριστικό τα επόμενα χρόνια για τη νέα του ζωή.
Εχοντας μεγάλη οικονομική επιφάνεια γίνεται μεγάλος και τρανός τα επόμενα χρόνια, επενδύοντας στο real estate. Οι διωκτικές αρχές στην Ελλάδα συνεχίζουν να τον αναζητούν. Εστω και καθυστερημένα, εκδίδεται σε βάρος του διεθνές ένταλμα σύλληψης από την Interpol, ενώ επί χρόνια το όνομά του βρίσκεται στις «Ερυθρές Αγγελίες».
Εκείνος αποκτά δεκάδες ακίνητα τα οποία νοικιάζει σε τράπεζες και επιχειρήσεις και από την πρώτη στιγμή αναδεικνύεται σε σημαίνον πρόσωπο της ελληνικής κοινότητας. Με την πάροδο του χρόνου ο σκληρός Μανιάτης ηρεμεί αρκετά και δεν θυμίζει σε τίποτα τον ψηλό άνδρα που ποτέ του δεν σήκωνε πολλά. Παράλληλα, στην Ελλάδα οι Αρχές, που πια τον έχουν εντοπίσει στον Καναδά, υποβάλλουν αίτημα έκδοσης.
Το 2009 καταδικάζεται ερήμην σε 11 χρόνια φυλάκιση για την υπόθεση των ομολόγων της Εθνικής Τράπεζας, απόφαση κατά της οποίας άσκησαν έφεση οι δικηγόροι του, ενώ για τους πυροβολισμούς κατά των τεσσάρων εργατών στη Βούλα καταδικάστηκε τελεσίδικα σε 10 χρόνια κάθειρξη. Οι καναδικές αρχές απορρίπτουν το αίτημα έκδοσης της Ελλάδας εκφράζοντας διαφορετική νομική άποψη για το κατά πόσο είναι αναγκαίο να εκδοθεί.
Η επιστροφή και το τέλος
Κοιμάται ήσυχος τα βράδια και είναι αεικίνητος καθημερινά στη νέα του επιχειρηματική δραστηριότητα, γίνεται ακόμη και πρόεδρος του Greek Town on the Danforth. Φωτογραφίζεται με πολιτικούς, διπλωμάτες και επιχειρηματίες σε περιοδικά και εφημερίδες, συνήθως χαμογελαστός, ενώ βοηθάει πάντα Ελληνες ή οικογένειες που έχουν ανάγκη.
Οταν πεθαίνει η μητέρα του, πράττει το αδιανόητο για έναν φυγόδικο: αποφασίζει να ταξιδέψει στην Ελλάδα για να παραστεί στην κηδεία της και ενημερώνει τις Αρχές για την έλευσή του λέγοντας ότι καλό θα είναι να μην τον σταματήσουν. Στο αεροδρόμιο τον περίμεναν δικοί του σύντροφοι Μανιάτες για να τον συνοδεύσουν, με τους αστυνομικούς με πολιτικά να παρακολουθούν διακριτικά τις κινήσεις του από απόσταση.
Μετά την κηδεία ο Βοϊδονικόλας αναχωρεί με την επόμενη πτήση για τον Καναδά επιστρέφοντας σε μια συνήθη καθημερινότητα, η οποία τον γεμίζει όσο κι αν του λείπουν η Αθήνα και η Μάνη του. Οταν προσβάλλεται με καρκίνο, πολεμά την ασθένεια με θάρρος ελπίζοντας ότι θα βγει νικητής. Στη χαραυγή του νέου χρόνου όμως χάνει τη μάχη και σβήνει σε ένα κρεβάτι νοσοκομείου στα 76 του χρόνια, αφήνοντας πίσω του τον μύθο του τελευταίου σκληρού Μανιάτη να τον ακολουθεί για πάντα.
Ειδήσεις σήμερα:
ΣΥΡΙΖΑ - Εθνικό σχέδιο για το ελληνικό όνειρο περιέγραψε στους βουλευτές στις Σπέτσες ο Κασσελάκης - Δείτε φωτογραφίες
Καιρός - Κολυδάς: Πολλά τα γυρίσματα του καιρού το επόμενο δεκαήμερο - Πού θα χιονίσει το Σαββατοκύριακο
Πατρινό Καρναβάλι: Ποια είναι η φετινή βασίλισσα Γεωργία Σακκά - Δείτε φωτογραφίες
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr