Τα σπάνια κι επικίνδυνα χρώματα σε διάσημους πίνακες - Οι καλλιτέχνες που πλήρωσαν με τη ζωή τους τη χρήση τους
Τα σπάνια κι επικίνδυνα χρώματα σε διάσημους πίνακες - Οι καλλιτέχνες που πλήρωσαν με τη ζωή τους τη χρήση τους
Βάση από αληθινές αιγυπτιακές μούμιες και μόλυβδο, που προκαλούσε στην καλύτερη περίπτωση επιληπτικές κρίσεις και αναιμία, ήταν μερικά μόνο από τα χαρακτηριστικά των χρωμάτων που χρησιμοποιήθηκαν για να ζωγραφιστούν οι πιο διάσημοι πίνακες στον κόσμο
Τι τίμημα θα ήσασταν πρόθυμοι να πληρώσετε, αν το μόνο που έλειπε για να δημιουργήσετε το αριστούργημα σας στη ζωγραφική, ήταν μια πολύ ακριβή, αλλά με μοναδική απόχρωση μπογιά; Για πολλούς καλλιτέχνες που σημάδεψαν την Τέχνη από τον 16ο έως και τον 19ο αιώνα, το τίμημα ήταν τεράστιο, καθώς κάποιοι το πλήρωναν με τη ζωή τους. Και τι το ξεχωριστό μπορεί να είχαν αυτές οι μπογιές, θα αναρωτιέστε. Ήταν τα χρώματα που καθόρισαν κάποια από τα μεγαλύτερα έργα τέχνης των προηγούμενων αιώνων και που άφησαν, κυριολεκτικά ανεξίτηλο το σημάδι τους, πάνω στους καμβάδες των πιο διάσημων ζωγράφων του κόσμου.
Σήμερα, η αγορά συνθετικών χρωμάτων είναι φυσικά πολύ φθηνότερη - με μερικές εξαιρέσεις -, λιγότερο επικίνδυνη και πιο άμεση, αφού αρκεί να επισκεφθούμε το τοπικό κατάστημα της γειτονιάς μας, ή ακόμα πιο απλά, να κλικάρουμε “το θέλω” στο επιθυμητό προϊόν από το σαιτ αγοράς προμηθειών ζωγραφικής. Όλα τα παραπάνω ωστόσο, δεν ίσχυαν παρά μόνο τον τελευταίο αιώνα, καθώς στο μεγαλύτερο μέρος της ιστορίας της τέχνης, οι καλλιτέχνες έπρεπε να χρησιμοποιούν βιολογικές χρωστικές ουσίες που προέρχονταν από ορυκτά ή πηλό, κόστιζαν πολύ και κάποιες ήταν αρκετά επικίνδυνες για την υγεία.
Χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτελούσε το μπλε χρώμα, το οποίο ήταν επί μακρόν περιζήτητο επειδή σπάνια εμφανίζεται στη φύση. Ένα άλλο παράδειγμα είναι το μωβ της Τυριανής, μια υφαντική βαφή που κάποτε χρησιμοποιούνταν για το χρωματισμό των χιτώνων των Ρωμαίων αυτοκρατόρων. Η μόνη πηγή της ήταν η βλέννα που εκκρίνεται από είδη οστρακοειδών Murex που ζουν στα ανοικτά των ακτών της Τύρου, ενώ για κάθε 1,5 γραμμάριο βαφής, έπρεπε να συνθλιβούν 12.000 οστρακοειδή. Τα παραπάνω χρώματα, όπως και το Lapis lazuli και το καφέ της μούμιας (που παρασκευαζόταν με την άλεση πραγματικών αιγυπτιακών μουμιών), ήταν πολύ δαπανηρά και διατίθεντο σε περιορισμένη ποσότητα, αφού ήταν εξαιρετικά δύσκολο να παραχθούν.
Το ξεχωριστό μπλε του Lapis lazuli
Το Lapis lazuli, επίσης γνωστό ως ultramarine, είναι μια βαθιά μπλε χρωστική ουσία που παρασκευάζεται με την άλεση του ομώνυμου πολύτιμου λίθου, σε μαλακή σκόνη. Το ανθρώπινο ενδιαφέρον για το πέτρωμα αυτό χρονολογείται εδώ και χιλιετίες, καθώς ήδη από το 7570 π.Χ., τα μέλη του πολιτισμού της Κοιλάδας του Ινδού ενσωμάτωσαν το λάπις λάζουλι στα βραχιόλια και τις αιχμές των βελών τους. Χάντρες από λάπις έχουν βρεθεί επίσης, σε νεολιθικές ταφές στο Μεχουργκάρ, στον Καύκασο και μέχρι τη Μαυριτανία, ενώ το πέτρωμα χρησιμοποιήθηκε στη νεκρική μάσκα του Τουταγχαμών.
Στο τέλος του Μεσαίωνα, το λάπις λάζουλι άρχισε να εξάγεται στην Ευρώπη, όπου αλέστηκε σε σκόνη και μεταμορφώθηκε σε μια χρωστική ουσία, την υπερμαρίνη, η οποία χρησιμοποιήθηκε από μερικούς από τους σημαντικότερους καλλιτέχνες της Αναγέννησης και του Μπαρόκ, συμπεριλαμβανομένων των Μασάτσιο, Περουτζίνο, Τιτσιάνο και Vermeer, και συχνά προοριζόταν για την ένδυση των κεντρικών μορφών των πινάκων τους, ιδίως της Παναγίας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το έργο “Η Παναγία σε προσευχή” του Ιταλού καλλιτέχνη Giovanni Battista Salvi da Sassoferrato, εκεί όπου το χρώμα δείχνει το μέγιστο των δυνατοτήτων του. Όπως ο da Sassoferrato, έτσι και πολλοί Ευρωπαίοι ζωγράφοι αναγνώρισαν αμέσως την ισχύ της χρωστικής αυτής ουσίας, θεωρώντας ότι ήταν ικανή να κάνει έναν μέτριο πίνακα καλό και έναν καλό πίνακα σπουδαίο.
Πολλοί αποδίδουν μάλιστα, τη διαρκή επιτυχία του “Κορίτσι με το μαργαριταρένιο σκουλαρίκι” του Johannes Vermeer στο τουρμπάνι της κοπέλας που εμφανίζεται στον πίνακα, το οποίο έχει χρώμα λάπις λάζουλι. Ωστόσο, η περιορισμένη προσφορά και η αυξανόμενη ζήτηση σήμαιναν ότι, για μεγάλο χρονικό διάστημα, αυτή η μπλε χρωστική ουσία ήταν πιο πολύτιμη από τον χρυσό. Η συντριπτική πλειονότητα του λάπις λάζουλι εξορυσσόταν σε ένα μόνο μέρος: στην κοιλάδα του ποταμού Κόκχα της επαρχίας Μπανταχσάν, που βρίσκεται στο βορειοανατολικό Αφγανιστάν, ενώ μέχρι σήμερα, η πέτρα παίζει σημαντικό ρόλο στην τοπική οικονομία καθώς και στην πολιτική.
Αλέθοντας μούμιες για να κάνουν καφέ μπογιά
Σήμερα, η αγορά συνθετικών χρωμάτων είναι φυσικά πολύ φθηνότερη - με μερικές εξαιρέσεις -, λιγότερο επικίνδυνη και πιο άμεση, αφού αρκεί να επισκεφθούμε το τοπικό κατάστημα της γειτονιάς μας, ή ακόμα πιο απλά, να κλικάρουμε “το θέλω” στο επιθυμητό προϊόν από το σαιτ αγοράς προμηθειών ζωγραφικής. Όλα τα παραπάνω ωστόσο, δεν ίσχυαν παρά μόνο τον τελευταίο αιώνα, καθώς στο μεγαλύτερο μέρος της ιστορίας της τέχνης, οι καλλιτέχνες έπρεπε να χρησιμοποιούν βιολογικές χρωστικές ουσίες που προέρχονταν από ορυκτά ή πηλό, κόστιζαν πολύ και κάποιες ήταν αρκετά επικίνδυνες για την υγεία.
Χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτελούσε το μπλε χρώμα, το οποίο ήταν επί μακρόν περιζήτητο επειδή σπάνια εμφανίζεται στη φύση. Ένα άλλο παράδειγμα είναι το μωβ της Τυριανής, μια υφαντική βαφή που κάποτε χρησιμοποιούνταν για το χρωματισμό των χιτώνων των Ρωμαίων αυτοκρατόρων. Η μόνη πηγή της ήταν η βλέννα που εκκρίνεται από είδη οστρακοειδών Murex που ζουν στα ανοικτά των ακτών της Τύρου, ενώ για κάθε 1,5 γραμμάριο βαφής, έπρεπε να συνθλιβούν 12.000 οστρακοειδή. Τα παραπάνω χρώματα, όπως και το Lapis lazuli και το καφέ της μούμιας (που παρασκευαζόταν με την άλεση πραγματικών αιγυπτιακών μουμιών), ήταν πολύ δαπανηρά και διατίθεντο σε περιορισμένη ποσότητα, αφού ήταν εξαιρετικά δύσκολο να παραχθούν.
Το ξεχωριστό μπλε του Lapis lazuli
Το Lapis lazuli, επίσης γνωστό ως ultramarine, είναι μια βαθιά μπλε χρωστική ουσία που παρασκευάζεται με την άλεση του ομώνυμου πολύτιμου λίθου, σε μαλακή σκόνη. Το ανθρώπινο ενδιαφέρον για το πέτρωμα αυτό χρονολογείται εδώ και χιλιετίες, καθώς ήδη από το 7570 π.Χ., τα μέλη του πολιτισμού της Κοιλάδας του Ινδού ενσωμάτωσαν το λάπις λάζουλι στα βραχιόλια και τις αιχμές των βελών τους. Χάντρες από λάπις έχουν βρεθεί επίσης, σε νεολιθικές ταφές στο Μεχουργκάρ, στον Καύκασο και μέχρι τη Μαυριτανία, ενώ το πέτρωμα χρησιμοποιήθηκε στη νεκρική μάσκα του Τουταγχαμών.
Στο τέλος του Μεσαίωνα, το λάπις λάζουλι άρχισε να εξάγεται στην Ευρώπη, όπου αλέστηκε σε σκόνη και μεταμορφώθηκε σε μια χρωστική ουσία, την υπερμαρίνη, η οποία χρησιμοποιήθηκε από μερικούς από τους σημαντικότερους καλλιτέχνες της Αναγέννησης και του Μπαρόκ, συμπεριλαμβανομένων των Μασάτσιο, Περουτζίνο, Τιτσιάνο και Vermeer, και συχνά προοριζόταν για την ένδυση των κεντρικών μορφών των πινάκων τους, ιδίως της Παναγίας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το έργο “Η Παναγία σε προσευχή” του Ιταλού καλλιτέχνη Giovanni Battista Salvi da Sassoferrato, εκεί όπου το χρώμα δείχνει το μέγιστο των δυνατοτήτων του. Όπως ο da Sassoferrato, έτσι και πολλοί Ευρωπαίοι ζωγράφοι αναγνώρισαν αμέσως την ισχύ της χρωστικής αυτής ουσίας, θεωρώντας ότι ήταν ικανή να κάνει έναν μέτριο πίνακα καλό και έναν καλό πίνακα σπουδαίο.
Πολλοί αποδίδουν μάλιστα, τη διαρκή επιτυχία του “Κορίτσι με το μαργαριταρένιο σκουλαρίκι” του Johannes Vermeer στο τουρμπάνι της κοπέλας που εμφανίζεται στον πίνακα, το οποίο έχει χρώμα λάπις λάζουλι. Ωστόσο, η περιορισμένη προσφορά και η αυξανόμενη ζήτηση σήμαιναν ότι, για μεγάλο χρονικό διάστημα, αυτή η μπλε χρωστική ουσία ήταν πιο πολύτιμη από τον χρυσό. Η συντριπτική πλειονότητα του λάπις λάζουλι εξορυσσόταν σε ένα μόνο μέρος: στην κοιλάδα του ποταμού Κόκχα της επαρχίας Μπανταχσάν, που βρίσκεται στο βορειοανατολικό Αφγανιστάν, ενώ μέχρι σήμερα, η πέτρα παίζει σημαντικό ρόλο στην τοπική οικονομία καθώς και στην πολιτική.
Αλέθοντας μούμιες για να κάνουν καφέ μπογιά
Το καφέ της μούμιας είναι μια καφέ χρωστική ουσία που παρασκευάστηκε όχι με την άλεση πολύτιμων λίθων, αλλά αιγυπτιακών μούμιων. Η χρωστική ουσία έγινε δημοφιλής κατά τη διάρκεια του 16ου αιώνα, όταν οι έμποροι είχαν κατασκευάσει ένα καλά οργανωμένο δίκτυο για τη διακίνηση μούμιων στην Ευρώπη. Οι ανθρώπινες μούμιες απέδιδαν την καλύτερη χρωστική ουσία, αν και ελλείψει αυτών, οι καλλιτέχνες βολεύονταν και με τις μουμιοποιημένες γάτες που θάβονταν μαζί με τους Αιγύπτιους ιδιοκτήτες τους.
Η χρωστική ήταν δημοφιλής στους ζωγράφους της Αναγέννησης καθώς και στους προραφαηλίτες, ένα αντιδραστικό κίνημα που απέρριπτε την εξιδανίκευση της κλασικής τέχνης, υπέρ μιας πιο νατουραλιστικής προσέγγισης. Παρά τις διαφορές τους, και οι δύο ομάδες εκτιμούσαν το καφέ της μούμιας για τον ίδιο λόγο: Ήταν μια εξαιρετικά διαφανής χρωστική ουσία που έκανε θαύματα όταν υάλινε τους καμβάδες και όταν ζωγραφίζονταν σκιές και σαρκικοί τόνοι. Ωστόσο, αυτή η αγάπη για την “φυσική” χρωστική δεν κράτησε πολύ, καθώς από τον 19ο αιώνα, οι ζωγράφοι έχασαν σιγά σιγά την αγάπη τους για το καφέ της μούμιας.
Οι λόγοι ήταν ότι οι αιώνες μανιώδους ζωγραφικής είχαν προκαλέσει την κατακόρυφη πτώση του αριθμού των μούμιων που κυκλοφορούσαν στην αγορά, ανεβάζοντας την τιμή σε σημείο που οι περισσότεροι ζωγράφοι δεν μπορούσαν πλέον να αντέξουν οικονομικά. Επιπλέον, όσο περισσότερα μάθαιναν οι καλλιτέχνες για την προέλευση του καφέ της μούμιας, τόσο λιγότερο πρόθυμοι γίνονταν να το χρησιμοποιήσουν, καθώς θεωρούσαν ότι η πρακτική αυτή κατέστρεφε την πολιτιστική κληρονομιά μιας άλλης χώρας και βεβήλωνε μια μεμονωμένη ανθρώπινη ζωή.
Για τους λόγους αυτούς, ο ζωγράφος Edward Burne-Jones, ο οποίος χρησιμοποιούσε για χρόνια τη χρωστική ουσία για να καλύψει τους πίνακές του με μια ζεστή, φανταστική ομίχλη, λέγεται ότι έθαψε το σωληνάριο με το καφέ της μούμιας στην αυλή, χωρίς να το ξαναχρησιμοποιήσει ποτέ, όταν ανακάλυψε την προέλευσή του. Οι ζωγράφοι βέβαια, μπορούν ακόμη και σήμερα να αγοράσουν το καφέ της μούμιας στο κατάστημα, αν και πλέον παρασκευάζεται συνθετικά - και είναι μούμια μόνο κατ' όνομα.
Το μεγαλύτερο τίμημα
Κάποιοι άνθρωποι πλήρωναν για τις χρωστικές ουσίες τους με τη ζωή τους αντί για χρήματα. Αιτία ήταν οι τοξικές ουσίες και τα βαρέα μέταλλα που περιείχαν. Χαρακτηριστικό παράδειγμα των επιπτώσεων τους είναι ο Ολλανδός ζωγράφος Vincent van Gogh, ο οποίος αν και πέθανε πυροβολώντας τον εαυτό του, έπασχε από μια ψυχική ασθένεια, η οποία, όπως υποψιάζονται ορισμένοι ιστορικοί, μπορεί να επιδεινώθηκε από τη δηλητηρίασή του από τις χρωστικές που χρησιμοποιούσε. Πιο συγκεκριμένα από μόλυβδο, οι επιπτώσεις του οποίου οδηγούν σε αναιμία, κοιλιακό άλγος και επιληπτικές κρίσεις, συμπτώματα που παρουσίαζε συχνά ο ζωγράφος.
Αν και πολλοί της εποχής του, χρησιμοποιούσαν χρώματα που περιείχαν μεγάλες ποσότητες μολύβδου, συμπεριλαμβανομένου του ανθρακικού και του χρωμικού μολύβδου, ο van Gogh χρησιμοποιούσε αυτό το χρώμα σε εξαιρετικά μεγάλες ποσότητες. Συνήθιζε να πασαλείβει το χρώμα στον καμβά του για να δημιουργήσει τις ζωηρές εικόνες για τις οποίες τον γνωρίζουμε σήμερα, ή ακόμα και να γλείφει τα πινέλα του, όπως πιστεύεται, γεγονός που καθιστά πιθανό ότι κάποια στιγμή στη ζωή του υπέστη δηλητηρίαση από μόλυβδο και να πληρώνει τελικά με τη ζωή του το τίμημα για την τέχνη του.
Η χρωστική ήταν δημοφιλής στους ζωγράφους της Αναγέννησης καθώς και στους προραφαηλίτες, ένα αντιδραστικό κίνημα που απέρριπτε την εξιδανίκευση της κλασικής τέχνης, υπέρ μιας πιο νατουραλιστικής προσέγγισης. Παρά τις διαφορές τους, και οι δύο ομάδες εκτιμούσαν το καφέ της μούμιας για τον ίδιο λόγο: Ήταν μια εξαιρετικά διαφανής χρωστική ουσία που έκανε θαύματα όταν υάλινε τους καμβάδες και όταν ζωγραφίζονταν σκιές και σαρκικοί τόνοι. Ωστόσο, αυτή η αγάπη για την “φυσική” χρωστική δεν κράτησε πολύ, καθώς από τον 19ο αιώνα, οι ζωγράφοι έχασαν σιγά σιγά την αγάπη τους για το καφέ της μούμιας.
Οι λόγοι ήταν ότι οι αιώνες μανιώδους ζωγραφικής είχαν προκαλέσει την κατακόρυφη πτώση του αριθμού των μούμιων που κυκλοφορούσαν στην αγορά, ανεβάζοντας την τιμή σε σημείο που οι περισσότεροι ζωγράφοι δεν μπορούσαν πλέον να αντέξουν οικονομικά. Επιπλέον, όσο περισσότερα μάθαιναν οι καλλιτέχνες για την προέλευση του καφέ της μούμιας, τόσο λιγότερο πρόθυμοι γίνονταν να το χρησιμοποιήσουν, καθώς θεωρούσαν ότι η πρακτική αυτή κατέστρεφε την πολιτιστική κληρονομιά μιας άλλης χώρας και βεβήλωνε μια μεμονωμένη ανθρώπινη ζωή.
Για τους λόγους αυτούς, ο ζωγράφος Edward Burne-Jones, ο οποίος χρησιμοποιούσε για χρόνια τη χρωστική ουσία για να καλύψει τους πίνακές του με μια ζεστή, φανταστική ομίχλη, λέγεται ότι έθαψε το σωληνάριο με το καφέ της μούμιας στην αυλή, χωρίς να το ξαναχρησιμοποιήσει ποτέ, όταν ανακάλυψε την προέλευσή του. Οι ζωγράφοι βέβαια, μπορούν ακόμη και σήμερα να αγοράσουν το καφέ της μούμιας στο κατάστημα, αν και πλέον παρασκευάζεται συνθετικά - και είναι μούμια μόνο κατ' όνομα.
Το μεγαλύτερο τίμημα
Κάποιοι άνθρωποι πλήρωναν για τις χρωστικές ουσίες τους με τη ζωή τους αντί για χρήματα. Αιτία ήταν οι τοξικές ουσίες και τα βαρέα μέταλλα που περιείχαν. Χαρακτηριστικό παράδειγμα των επιπτώσεων τους είναι ο Ολλανδός ζωγράφος Vincent van Gogh, ο οποίος αν και πέθανε πυροβολώντας τον εαυτό του, έπασχε από μια ψυχική ασθένεια, η οποία, όπως υποψιάζονται ορισμένοι ιστορικοί, μπορεί να επιδεινώθηκε από τη δηλητηρίασή του από τις χρωστικές που χρησιμοποιούσε. Πιο συγκεκριμένα από μόλυβδο, οι επιπτώσεις του οποίου οδηγούν σε αναιμία, κοιλιακό άλγος και επιληπτικές κρίσεις, συμπτώματα που παρουσίαζε συχνά ο ζωγράφος.
Αν και πολλοί της εποχής του, χρησιμοποιούσαν χρώματα που περιείχαν μεγάλες ποσότητες μολύβδου, συμπεριλαμβανομένου του ανθρακικού και του χρωμικού μολύβδου, ο van Gogh χρησιμοποιούσε αυτό το χρώμα σε εξαιρετικά μεγάλες ποσότητες. Συνήθιζε να πασαλείβει το χρώμα στον καμβά του για να δημιουργήσει τις ζωηρές εικόνες για τις οποίες τον γνωρίζουμε σήμερα, ή ακόμα και να γλείφει τα πινέλα του, όπως πιστεύεται, γεγονός που καθιστά πιθανό ότι κάποια στιγμή στη ζωή του υπέστη δηλητηρίαση από μόλυβδο και να πληρώνει τελικά με τη ζωή του το τίμημα για την τέχνη του.
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Ειδήσεις
Δημοφιλή
Σχολιασμένα